Language of document : ECLI:EU:C:2020:650

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GERARD HOGAN

της 3ης Σεπτεμβρίου 2020(1)

Υπόθεση C637/19

BY

κατά

CX

[αίτηση του Svea hovrätt, Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείου Svea, δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ευρεσιτεχνιών και εμπορικών διαφορών, Στοκχόλμη, Σουηδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Δικαίωμα διανομής – Έννοια του όρου “κοινό” – Διαβίβαση αντιτύπου προστατευόμενου έργου σε δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου – Άρθρο 17, παράγραφος 2 – Δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας»






I.      Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Αυγούστου 2019, ανέκυψε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ δύο ιδιωτών, του BY και του CX, κατά τη διάρκεια πολιτικής δίκης (2) η οποία εκκρεμεί πλέον ενώπιον του Svea hovrätt, Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείου Svea, δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ευρεσιτεχνιών και εμπορικών διαφορών, Στοκχόλμη, Σουηδία). Εγείρει ζητήματα μείζονος σημασίας όσον αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ της νομοθεσίας της Ένωσης για την πνευματική ιδιοκτησία και της ελευθερίας πληροφόρησης όπως κατοχυρώνεται σε εθνικό επίπεδο, σε συνδυασμό με το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου (όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής: Χάρτης).

2.        Ειδικότερα, τίθεται το ερώτημα: συνιστά η κοινοποίηση, στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ενός έργου προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (εν προκειμένω μιας φωτογραφίας), «παρουσίαση στο κοινό» και/ή «διανομή στο κοινό» κατά την έννοια των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (3);

3.        Ωστόσο, πριν προχωρήσω περαιτέρω, πρέπει πρώτα να παραθέσω το σχετικό νομικό πλαίσιο.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το διεθνές δίκαιο

4.        Στις 20 Δεκεμβρίου 1996 συνήφθη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) στη Γενεύη η συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία (στο εξής: Συνθήκη του ΠΟΔΙ). Ακολούθως, η Συνθήκη του ΠΟΔΙ εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000 (4).

5.        Το άρθρο 6 της Συνθήκης του ΠΟΔΙ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διανομής», ορίζει τα εξής:

«1. Οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν τη διάθεση στο κοινό του πρωτοτύπου και των αντιτύπων των έργων τους μέσω πώλησης ή άλλης μεταβίβασης της κυριότητας.

[…]»

2.      Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 9, 10, 15 και 31 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(3) Η προτεινόμενη εναρμόνιση θα συμβάλει στην υλοποίηση των τεσσάρων ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς και βασίζεται στο σεβασμό των θεμελιωδών αρχών του δικαίου, ιδίως δε της ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης της διανοητικής ιδιοκτησίας, της ελευθερίας της έκφρασης και του δημόσιου συμφέροντος.

(9) Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία[·] η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα[·] ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

(10) Για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, όπως και οι παραγωγοί για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες[·] οι απαιτούμενες επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων, όπως τα φωνογραφήματα, οι ταινίες ή τα προϊόντα πολυμέσων, και υπηρεσιών όπως οι “κατ’ αίτησιν” υπηρεσίες, είναι σημαντικές[·] χρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων.

(15) Η διπλωματική διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα τ[ου] Παγκόσμι[ου] Οργ[ανισμού] Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) τον Δεκέμβριο του 1996, κατέληξε στην έγκριση δύο νέων συνθηκών, της “συνθήκης του ΠΟΔΙ για [την] πνευματική ιδιοκτησία” και της “συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις […] εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα”, που αφορούν την προστασία των δημιουργών και την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών φωνογραφημάτων[·] αντίστοιχα οι εν λόγω συνθήκες προσαρμόζουν σημαντικά τη διεθνή προστασία του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του “ψηφιακού θεματολογίου”, και βελτιώνουν τα μέσα καταπολέμησης της πειρατείας σε παγκόσμιο επίπεδο[·] η Κοινότητα και τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη υπογράψει τις εν λόγω συνθήκες, ενώ παράλληλα προχωρεί η διαδικασία επικύρωσής τους από τα κράτη μέλη και την Κοινότητα[·] η παρούσα οδηγία συμβάλλει επίσης στην εκπλήρωση ορισμένων από τις νέες αυτές διεθνείς υποχρεώσεις.

(31) Πρέπει να διατηρηθεί μια ισορροπία περί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευομένων αντικειμένων[·] οι ισχύουσες στα κράτη μέλη εξαιρέσεις και περιορισμοί στα δικαιώματα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα του νέου ηλεκτρονικού περιβάλλοντος[·] οι υφιστάμενες διαφορές ως προς τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς ορισμένων πράξεων που υπόκεινται σε άδεια του δικαιούχου θίγουν άμεσα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων[·] οι εν λόγω διαφορές είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθούν με την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των έργων πέρα από τα σύνορα και των διασυνοριακών δραστηριοτήτων[·] για να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι εν λόγω εξαιρέσεις και περιορισμοί θα πρέπει να εναρμονισθούν περισσότερο[·] ο βαθμός της εναρμόνισής τους θα πρέπει να εξαρτηθεί από τις επιπτώσεις τους στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

7.        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», ορίζει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

[…]»

8.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα διανομής», ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως.

[…]»

9.        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29, με τίτλο «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς στα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

ε)      χρήση για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή για να διασφαλιστεί η ορθή διεξαγωγή ή η κατάλληλη κάλυψη διοικητικών, κοινοβουλευτικών ή δικαστικών διαδικασιών,

[…]».

3.      Η εθνική νομοθεσία

10.      Το άρθρο 2 του lagen (1960:729) om upphovsrätt till litterära och konstnärliga verk (upphovsrättslagen) (νόμου 729 του 1960 για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, στο εξής: νόμος για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας) ορίζει τα εξής:

«[(1)] Με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπει ο παρών νόμος, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να διαθέτει το έργο, αναπαράγοντάς το και καθιστώντας το προσιτό στο κοινό, στην αρχική του μορφή ή τροποποιημένο, μεταφρασμένο ή προσαρμοσμένο σε άλλο λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό είδος ή σε άλλη τεχνολογία.

[(2)] Κάθε άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή έργου, με οποιοδήποτε μέσο και με οποιαδήποτε μορφή, εν όλω ή εν μέρει, λογίζεται ως αναπαραγωγή.

[(3)] Το έργο καθίσταται προσιτό στο κοινό στις ακόλουθες περιπτώσεις:

1.      Όταν το έργο παρουσιάζεται στο κοινό. Παρουσίαση στο κοινό πραγματοποιείται όταν το έργο καθίσταται προσιτό στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, από τόπο διαφορετικό από εκείνον στον οποίο το κοινό μπορεί να απολαύσει το έργο αυτό. Τούτο περιλαμβάνει κάθε παρουσίαση που πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση στο έργο όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

[…]

4.      Όταν αντίγραφα του έργου προσφέρονται προς πώληση, εκμίσθωση ή δανεισμό ή κατ’ άλλον τρόπο διανέμονται στο κοινό.

Κάθε παρουσίαση ή εκτέλεση έργου που απευθύνεται σε ευρύ κλειστό κύκλο, σε επαγγελματικό πλαίσιο, λογίζεται ως παρουσίαση στο κοινό ή ως δημόσια εκτέλεση.»

11.      Το άρθρο 49a του νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο δημιουργός φωτογραφικού έργου έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να αναπαράγει τη φωτογραφία και να την καθιστά προσιτή στο κοινό. Το δικαίωμα ισχύει ανεξάρτητα από το αν το έργο χρησιμοποιείται στην αρχική του μορφή ή τροποποιημένο και ανεξάρτητα από την τεχνική που χρησιμοποιείται.»

12.      Κατά το άρθρο 1 του κεφαλαίου 2 του tryckfrihetsförordningen (νόμου για την ελευθερία του Τύπου), η προαγωγή της ελευθερίας της εκφράσεως και της πολυφωνικής ενημερώσεως συνεπάγεται την ύπαρξη γενικού δικαιώματος προσβάσεως στα δημόσια έγγραφα. Ο νόμος για την ελευθερία του Τύπου αποτελεί έναν από τους τέσσερις θεμελιώδεις νόμους στη Σουηδία και υπόκειται σε ένα ιδιαίτερο και ειδικό καθεστώς, παρόμοιο με τα Συντάγματα των άλλων κρατών μελών.

13.      Ο νόμος για την ελευθερία του Τύπου ορίζει επίσης, μεταξύ άλλων, ότι κάθε διαδικαστικό έγγραφο που υποβάλλεται σε δικαστήριο, υπό οποιαδήποτε μορφή, αποτελεί δημόσιο έγγραφο. Επομένως, βάσει του άρθρου 1 του κεφαλαίου 2 του νόμου για την ελευθερία του Τύπου, οποιοσδήποτε μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε διαδικαστικό έγγραφο που έχει αποσταλεί σε δικαστήριο. Ο κανόνας αυτός ισχύει μεν κατ’ αρχήν, πλην όμως προβλέπεται εξαίρεση για τις εμπιστευτικές πληροφορίες.

14.      Κατά συνέπεια, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα έχει, κατ’ αρχήν, εφαρμογή και ως προς τα έγγραφα που προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα.

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.      Ο BY και ο CX είναι φυσικά πρόσωπα και διαχειρίζονται έκαστος από έναν ιστότοπο. Στο πλαίσιο μιας προηγούμενης μεταξύ τους διαφοράς ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ο CX απέστειλε ένα αντίγραφο σελίδας κειμένου από τον ιστότοπο του BY, όπου περιλαμβανόταν και μια φωτογραφία, ως αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο της σχετικής ένδικης διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η φωτογραφία αποτελεί μέρος των πρακτικών της δίκης.

16.      Ο BY υποστηρίζει ότι είναι ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί της φωτογραφίας και ζητεί να καταδικαστεί ο CX στην καταβολή αποζημιώσεως, πρώτον, για προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και, δεύτερον, για παραβίαση της ειδικής προστασίας που προβλέπεται σε σχέση με τις φωτογραφίες από το άρθρο 49a του νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο CX αντιτάσσει ότι ουδεμία υποχρέωση υπέχει για την καταβολή αποζημιώσεως και διατείνεται ότι η κοινοποίηση του επίμαχου υλικού στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας επ’ ουδενί συνιστά προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

17.      Πρωτοδίκως, το Patent- och marknadsdomstolen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο ευρεσιτεχνιών και εμπορικών διαφορών, Σουηδία) αποφάνθηκε ότι η εν λόγω φωτογραφία προστατεύεται με συγγενικά δικαιώματα, ήτοι χαίρει της ειδικής προστασίας που παρέχεται στα φωτογραφικά έργα. Εντούτοις, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι από τη στιγμή που η φωτογραφία διαβιβάστηκε στο ίδιο ως διαδικαστικό έγγραφο, κάθε τρίτος μπορεί να ζητήσει να του αποσταλεί σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις του σουηδικού συνταγματικού δικαίου σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα. Μολονότι το Patent- och marknadsdomstolen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο ευρεσιτεχνιών και εμπορικών διαφορών) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο CX είχε όντως θέσει στη διάθεση του κοινού τη συγκεκριμένη φωτογραφία κατά την έννοια του νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, εντούτοις, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο BY είχε υποστεί ζημία και, ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή του.

18.      O ΒΥ άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

19.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να αποφανθεί ειδικότερα επί του ζητήματος αν η υποβολή αντιτύπου της συγκεκριμένης φωτογραφίας στο δικαστήριο ως διαδικαστική πράξη συνιστά παράνομη διάθεση του έργου στο κοινό κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, είτε ως διανομή είτε ως παρουσίαση στο κοινό.

20.      Ουδόλως αμφισβητείται ότι η φωτογραφία απεστάλη ηλεκτρονικώς (με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η ένδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων υπό τη μορφή ηλεκτρονικού αντιγράφου. Το εθνικό δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι τα δικαστήρια εμπίπτουν στην έννοια του «κοινού» για τους σκοπούς αυτούς.

21.      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι υπάρχει ασάφεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονται από το δίκαιο της Ένωσης οι έννοιες «παρουσίαση στο κοινό» και «διανομή στο κοινό» σε περίπτωση διαβίβασης σε δικαστήριο, στο πλαίσιο αστικής δίκης, ενός έργου προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Τούτο εγείρει το ζήτημα, πρώτον, αν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα δικαστήρια εμπίπτουν στον όρο «κοινό» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29 και, δεύτερον, αν ο όρος «κοινό» έχει την ίδια σημασία στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

22.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «κοινό» αναφέρεται σε έναν απροσδιόριστο αριθμό δυνητικών αποδεκτών και, επιπλέον, προϋποθέτει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι σκοπός είναι να καταστεί ένα έργο με οποιοδήποτε κατάλληλο τρόπο προσιτό στο «κοινό γενικώς», και όχι σε συγκεκριμένα άτομα ανήκοντα σε ιδιωτική ομάδα (5).

23.      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης με σαφήνεια ότι ο όρος «διανομή» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει το ίδιο νόημα με τη φράση «διάθεση […] στο κοινό […] μέσω πώλησης» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης του ΠΟΔΙ. Ωστόσο, από την απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Dimensione Direct Sales και Labianca (C‑516/13, EU:C:2015:315), συνάγεται, κατά τα φαινόμενα, ότι προκειμένου να υπάρχει «διανομή στο κοινό», αρκεί το προστατευόμενο έργο να έχει παραδοθεί σε μέλος του κοινού.

24.      Επιβάλλεται επίσης να διευκρινιστεί αν, όταν στα δικαστήρια διαβιβάζεται διαδικαστικό έγγραφο, είτε ως υλικό έγγραφο (έγχαρτη μορφή) είτε ως συνημμένο σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, συντρέχει «παρουσίαση στο κοινό» ή «διανομή στο κοινό», καθόσον η διαβίβαση αυτή έχει το ίδιο αποτέλεσμα και εξυπηρετεί τους ίδιους σκοπούς σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

25.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ούτε το ίδιο ούτε τα μέλη του προσωπικού του μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν «κοινό» υπό τη γενική έννοια του όρου. Δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί ούτε ότι ανήκουν σε ιδιωτική ομάδα.

26.      Επιπλέον, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, καίτοι ο αριθμός των προσώπων τα οποία, μετά τη διαβίβαση, αποκτούν πρόσβαση στο έργο, περιορίζεται ασφαλώς μόνο στο προσωπικό του δικαστηρίου, εντούτοις ο αριθμός αυτός εκ των πραγμάτων ποικίλλει και πρέπει εκ προοιμίου να θεωρείται μεγάλος. Τέλος, η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προσκομίζονται στα δικαστήρια.

27.      Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει ο όρος “κοινό”, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2001/29], ενιαία σημασία;

2.      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα δικαστήρια εμπίπτουν στο πεδίο του όρου “κοινό” κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων;

3.      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα:

α)      μπορεί να θεωρηθεί, σε περίπτωση παρουσίασης προστατευόμενου έργου σε δικαστήριο, ότι το δικαστήριο αυτό εμπίπτει στην έννοια του “κοινού”;

β)      μπορεί να θεωρηθεί, σε περίπτωση διανομής προστατευόμενου έργου σε δικαστήριο, ότι το δικαστήριο αυτό εμπίπτει στην έννοια του “κοινού”;

4.      Επηρεάζεται η εκτίμηση περί του αν η υποβολή προστατευόμενου έργου σε δικαστήριο συνιστά “παρουσίαση στο κοινό” ή “διανομή στο κοινό” από το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία καθιερώνει γενική αρχή πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα, κατά την οποία κάθε πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση μπορεί να έχει πρόσβαση στα διαδικαστικά έγγραφα που υποβάλλονται σε δικαστήριο, εκτός εάν τα έγγραφα αυτά περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες;»

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

29.      Το Δικαστήριο υπέβαλε γραπτές ερωτήσεις στη Σουηδική Κυβέρνηση. Η Σουηδική Κυβέρνηση απάντησε στις ερωτήσεις αυτές στις 6 Μαΐου 2020.

V.      Ανάλυση

1.      Πρώτο ερώτημα

30.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο όρος «κοινό» στα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει ενιαία σημασία (6).

31.      Στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο οφείλει να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει τα προδικαστικά ερωτήματα, αντλώντας από το σύνολο των παρασχεθέντων από το αιτούν δικαστήριο στοιχείων και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (7).

32.      Κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα και, συνεπώς, τα λοιπά ερωτήματα θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν. Συναφώς, από τα σημεία 3 και 6 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει με σαφήνεια ότι η προστατευόμενη φωτογραφία (8), η οποία αποτελεί το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, απεστάλη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο πολιτικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της σχετικής δίκης.

33.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, οι δημιουργοί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι οι δημιουργοί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή του πρωτοτύπου ή αντιγράφου των έργων τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πωλήσεως ή άλλως. Περαιτέρω, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 ορίζει ότι το δικαίωμα αυτό αναλώνεται μόνον αν η πρώτη πώληση ή η κατ’ άλλον τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του έργου αυτού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματοποιείται από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (9).

34.      Από τις σκέψεις 39 έως 45 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers (C‑263/18, EU:C:2019:111), καθίσταται σαφές, μεταξύ άλλων, ότι, προκειμένου να υπάρχει «διανομή στο κοινό» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, το έργο θα πρέπει να μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία ως φυσικό αντίγραφο, υλικό ή ενσώματο αντικείμενο (10). Αυτή η ιδιαίτερη απαίτηση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν πληρούται όταν το έργο διαβιβάζεται σε άυλη μορφή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (11).

35.      Αντιθέτως, η διαβίβαση ενός έργου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συνιστά, κατά την άποψή μου, πράξη παρουσιάσεως ή πράξη διά της οποίας το έργο καθίσταται προσιτό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτό όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Το βασικό ζήτημα στην παρούσα διαδικασία, ωστόσο, είναι αν η συγκεκριμένη διαβίβαση του έργου συνιστά παρουσίαση ή καθιστά το έργο προσιτό στο «κοινό» για τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (12).

36.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι στην παρούσα διαδικασία το Δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να προβεί σε ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1.

37.      Εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από το αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, ή έστω το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 μπορεί να τυγχάνουν εφαρμογής στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η οδηγία 2001/29 πρέπει, όπως καταδεικνύει η απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Dimensione Direct Sales και Labianca (C‑516/13, EU:C:2015:315, σκέψη 34), να ερμηνεύεται κατά τρόπο που θα διασφαλίζει αποτελεσματική και αυστηρή προστασία στον δικαιούχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

38.      Αυτή η αυστηρή απαίτηση ενισχύεται έτι περαιτέρω από το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι η διανοητική ιδιοκτησία «προστατεύεται» (13).

39.      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των απαιτήσεων, θα στραφώ πλέον στην εξέταση των λοιπών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των απαραίτητων επαναδιατυπώσεων.

2.      Δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ερώτημα

40.      Καίτοι το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αλληλεπικαλύπτονται, εντούτοις, ουσιαστικά, αυτό που ζητείται να διευκρινιστεί είναι κατά πόσον, και αν ναι, υπό ποιες περιστάσεις, η κοινοποίηση στο δικαστήριο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, υλικού το οποίο προστατεύεται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας μπορεί να συνιστά παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Αρχικώς θα εξετάσω αυτά τα γενικά ζητήματα και, ακολούθως, θα καταλήξω απαντώντας στα συγκεκριμένα ερωτήματα που τίθενται.

41.      Βάση της προστασίας την οποία παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αποτελεί η αντίληψη ότι ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να τυγχάνει προστασίας έναντι της παρουσιάσεως του προστατευόμενου υλικού ή έναντι της διαθέσεως του υλικού αυτού στο «κοινό» (14). Επομένως, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται από το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29, όλες οι πράξεις παρουσιάσεως ενός έργου στο κοινό από τρίτο πρόσωπο προϋποθέτουν τη συγκατάθεση του δημιουργού του.

42.      Μολονότι η παρουσίαση του προστατευόμενου υλικού σε τρίτους οι οποίοι ασκούν διοικητικά ή δικαστικά καθήκοντα μπορεί κάλλιστα να υπερβαίνει «ένα ορισμένο ελάχιστο όριο», δεδομένου του αριθμού των προσώπων που ενδέχεται να εμπλέκονται (15), φρονώ ότι, κατά κανόνα, δεν συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, ακριβώς διότι τα πρόσωπα αυτά, καίτοι δεν αποτελούν κατά κυριολεξία ιδιωτική ομάδα (16), εντούτοις, δεσμεύονται από τη φύση των επίσημων καθηκόντων τους. Πιο συγκεκριμένα, δεν νομιμοποιούνται να αντιμετωπίσουν το προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικό ως υλικό που δεν χαίρει της προστασίας αυτής.

43.      Η αποστολή, για παράδειγμα, αυτού του υλικού από διάδικο σε δικαστικούς υπαλλήλους ή σε δικαστές κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, πέραν του γεγονότος ότι δεν έχει οποιαδήποτε αυτοτελή οικονομική σημασία (17), δεν παρέχει στους αποδέκτες του εν λόγω υλικού την ευχέρεια να το διαχειριστούν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο επιθυμούν. Σε τελική ανάλυση, στο ανωτέρω παράδειγμα, το υλικό αποστέλλεται στα πρόσωπα αυτά υπό τη διοικητική τους ή, ενδεχομένως, τη δικαστική τους ιδιότητα και η περαιτέρω αναπαραγωγή, γνωστοποίηση ή διανομή του εκ μέρους τους υπόκειται σε ορισμένους ρητούς ή σιωπηρούς νομικούς και δεοντολογικούς φραγμούς που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας.

44.      Παρά τον δυνητικώς υψηλό αριθμό των εμπλεκόμενων δικαστικών υπαλλήλων, η παρουσίαση κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αφορά έναν απροσδιόριστο αριθμό πιθανών αποδεκτών όπως απαιτεί το Δικαστήριο στη σκέψη 37 της αποφάσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE (C‑306/05, EU:C:2006:764). Αντιθέτως, η παρουσίαση αφορά ένα σαφώς καθορισμένο και οριοθετημένο ή κλειστό σύνολο προσώπων που ασκούν τα καθήκοντά τους χάριν του δημοσίου συμφέροντος και οι οποίοι, υπό την επιφύλαξη ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, δεσμεύονται από νομικούς και δεοντολογικούς κανόνες σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη χρήση και την αποκάλυψη των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνουν στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας.

45.      Κατά την άποψή μου, η αποστολή υλικού που προστατεύεται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας σε δικαστήριο ως αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας δεν προσβάλλει, κατ’ αρχήν, τα αποκλειστικά δικαιώματα του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του υλικού αυτού στερώντας του, για παράδειγμα, τη δυνατότητα να αξιώσει την προσήκουσα αμοιβή για τη χρήση του έργου του. Αντιθέτως, η δυνατότητα προσκομίσεως προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικού στην αστική δίκη διασφαλίζει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Τα δικαιώματα άμυνας των διαδίκων θα θίγονταν σοβαρά αν τα πρόσωπα αυτά στερούνταν τη δυνατότητα να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστήριο στην περίπτωση που κάποιος άλλος διάδικος στην οικεία διαδικασία, ή ενδεχομένως κάποιος τρίτος, επικαλούνταν ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία χαίρουν της προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (18).

46.      Συναφώς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη δεν αποτελούν απόλυτα δικαιώματα αλλά πρέπει να σταθμίζονται με τα λοιπά δικαιώματα που εγγυάται ο Χάρτης (19).

47.      Η ουσία των δικαιωμάτων αυτών δεν θίγεται από εθνική νομοθεσία ή πρακτική που επιτρέπει στους διαδίκους, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, να χρησιμοποιούν προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικό ή να παραπέμπουν σε αυτό, ιδίως δε αφού η προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δεν χάνεται απλώς και μόνο λόγω της επίκλησης του συγκεκριμένου υλικού στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας.

48.      Με το τέταρτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το ως άνω συμπέρασμα μεταβάλλεται από το γεγονός ότι η σουηδική νομοθεσία θεσπίζει μια γενική αρχή προσβάσεως στα δημόσια έγγραφα, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στα δικονομικά έγγραφα τα οποία έχουν διαβιβασθεί σε δικαστήριο, εκτός αν τα έγγραφα αυτά περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες (20). Κατ’ εμέ, και όπως επισημαίνουν τόσο η Επιτροπή (21) όσο και η Σουηδική Κυβέρνηση (22), η αποστολή προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικού από τους διαδίκους σε δικαστήριο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό από τον διάδικο, δεδομένου ότι, εν τέλει, το ίδιο το δικαστήριο (ή οι δικαστικοί υπάλληλοι) είναι αυτοί που ενδέχεται να χορηγήσουν τελικώς πρόσβαση στο οικείο υλικό δυνάμει της ελευθερίας πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται σε εθνικό επίπεδο, ή των κανόνων περί διαφάνειας (23).

49.      Συναφώς, από τη δικογραφία που προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι τα δικαστήρια ή οι δικαστικοί υπάλληλοι στη Σουηδία χορήγησαν, όντως, πρόσβαση στο επίμαχο προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικό ή ότι ζητήθηκε καν τέτοια πρόσβαση.

50.      Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε απλώς στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι οι εθνικές διατάξεις για την ελευθερία πληροφόρησης επιτρέπουν εν γένει στο κοινό να έχει πρόσβαση στο εν λόγω υλικό αυτοδικαίως (24). Αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι το γενικό αντικείμενο της νομοθεσίας για την ελευθερία πληροφόρησης τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ένωσης (25). Πράγματι, η έννοια αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο του σουηδικού νόμου για την ελευθερία του Τύπου (26) –ελευθερία η οποία έχει αποτελέσει, με τη σειρά της, την έμπνευση για τη νομοθεσία σχετικά με την ελευθερία πληροφόρησης σε πολλά ακόμη κράτη μέλη και σε επίπεδο Ένωσης– υπό την έννοια ότι, δυνάμει του άρθρου 1 του κεφαλαίου 2 του προαναφερθέντος νόμου, το κοινό έχει εν γένει πρόσβαση, αυτοδικαίως, στα διαδικαστικά έγγραφα (27). Η Σουηδική Κυβέρνηση επισήμανε επίσης ότι το σουηδικό Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας δυνάμει των κανόνων που θεσπίζονται με τον νόμο για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Εντούτοις, το άρθρο 26b, παράγραφος 1, του νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ορίζει ότι, ανεξαρτήτως των κανόνων προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, τα δημόσια έγγραφα γνωστοποιούνται στο κοινό βάσει των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο κεφάλαιο 2 του νόμου για την ελευθερία του Τύπου.

51.      Πάντως, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις σε αυτή τη γενική αρχή διαφάνειας. Καίτοι το συγκεκριμένο ζήτημα επαφίεται, εν τέλει, στον έλεγχο του εθνικού δικαστή, το Δικαστήριο ενημερώθηκε από τη Σουηδική Κυβέρνηση, σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως που της υπέβαλε, ότι το άρθρο 23 του κεφαλαίου 31 του OSL (28) περιέχει μια δικλείδα ασφαλείας για το υλικό το οποίο προστατεύεται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τα φαινόμενα, αποτέλεσμα αυτής της δικλείδας –και πάλι υπό την επιφύλαξη ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο– είναι ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο υλικό που προστατεύεται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας θεωρούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εμπιστευτικές και, ελλείψει ειδικής διατάξεως περί του αντιθέτου, δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν (29).

52.      Επιπλέον, και ενδεχομένως ακόμη σημαντικότερο είναι ότι η Σουηδική Κυβέρνηση επισήμανε ότι το άρθρο 26b, παράγραφος 1, του νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας διέπει μεν την κοινοποίηση δημοσίων εγγράφων, πλην όμως δεν χορηγεί δικαίωμα χρήσεως των εγγράφων αυτών. Κατά τη Σουηδική Κυβέρνηση, «[…] ως εκ τούτου, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει αποκτήσει αντίγραφο του έργου δυνάμει της σχετικής διατάξεως δεν μπορεί να το διαθέσει κατά παράβαση του [νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας]. Οποιαδήποτε περαιτέρω χρήση προϋποθέτει τη συγκατάθεση του δημιουργού ή πρέπει να στηρίζεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις της προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας οι οποίες προβλέπονται από τον [νόμο για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας]».

53.      Επομένως, κατά τα φαινόμενα, το προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικό δεν περιέρχεται, μέσω των διατάξεων του νόμου για την ελευθερία του Τύπου οι οποίες διέπουν την ελευθερία πληροφόρησης, σε δημόσια χρήση απλώς και μόνον επειδή έχει κοινοποιηθεί ή προσκομιστεί ή διατεθεί ως αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο της σχετικής δίκης.

54.      Για να το θέσω διαφορετικά, η κοινοποίηση προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικού δυνάμει των κανόνων περί διαφάνειας δεν σημαίνει επί της ουσίας ότι το υλικό αυτό παύει να θεωρείται πνευματική ιδιοκτησία και, ως εκ τούτου, περιέρχεται σε δημόσια χρήση.

55.      Συνεπώς, είναι σαφές, υπό την επιφύλαξη, ασφαλώς, του τελικού ελέγχου εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, ότι η σουηδική νομοθεσία ούτε προβλέπει ούτε και επιτρέπει την απώλεια της προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας απλώς και μόνο διότι ένας εκ των διαδίκων έχει προβάλει το σχετικό υλικό στο πλαίσιο αστικής δίκης και, συνακόλουθα, οι τρίτοι μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτό το υλικό δυνάμει του σουηδικής νομοθεσίας για την ελευθερία πληροφόρησης.

56.      Εν κατακλείδι, αν η συγκεκριμένη νομοθεσία προέβλεπε κάτι διαφορετικό και, ως εκ τούτου, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας μπορούσε όντως να χαθεί απλώς και μόνο λόγω της προσκομίσεως του προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας εγγράφου στο πλαίσιο αστικής δίκης, τότε, κατά την άποψή μου, θα ήταν σαφές ότι το Βασίλειο της Σουηδίας δεν θα είχε μεταφέρει προσηκόντως τις απορρέουσες από την οδηγία 2001/29 απαιτήσεις στην εθνική έννομη τάξη και δεν θα είχε, επίσης, συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, όσον αφορά την αποτελεσματική προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας. Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε ασφαλώς την ουσία του απαιτούμενου επιπέδου προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας την οποία εγγυάται στους δικαιούχους του εν λόγω δικαιώματος η οδηγία 2001/29 (και, επίσης, το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη), καθόσον οι δικαιούχοι θα απέμεναν χωρίς αποτελεσματικό μέσο για να αποτρέψουν την απώλεια του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατ’ αυτόν τον τρόπο.

57.      Από τη στιγμή ωστόσο που, υπό την επιφύλαξη ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, αυτό ασφαλώς δεν συμβαίνει εν προκειμένω, παρέλκει η περαιτέρω εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος.

58.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η εκ μέρους διαδίκου ηλεκτρονική διαβίβαση προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικού ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου δεν συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» ή «διανομή στο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι τέτοια αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται δημόσια έγγραφα και ότι, συνεπώς, το κοινό μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκτήσει πρόσβαση στο επίμαχο προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικό δυνάμει των εθνικών κανόνων που διέπουν την ελευθερία πληροφόρησης ή των εθνικών κανόνων περί διαφάνειας, δεν σημαίνει ότι το υλικό αυτό περιέρχεται σε δημόσια χρήση και στερείται της προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

VI.    Πρόταση

59.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, φρονώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Svea hovrätt, Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείο Svea Court of Appeal, δευτεροβάθμιο δικαστήριο ευρεσιτεχνιών και εμπορικών διαφορών, Στοκχόλμη, Σουηδία) ως ακολούθως:

«Η εκ μέρους διαδίκου ηλεκτρονική διαβίβαση προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικού ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου δεν συνιστά “παρουσίαση στο κοινό” ή “διανομή στο κοινό” κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι τέτοια αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται δημόσια έγγραφα και ότι, συνεπώς, το κοινό μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκτήσει πρόσβαση στο επίμαχο προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υλικό δυνάμει των εθνικών κανόνων που διέπουν την ελευθερία πληροφόρησης ή των εθνικών κανόνων περί διαφάνειας, δεν σημαίνει ότι το υλικό αυτό περιέρχεται σε δημόσια χρήση και στερείται της προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Θα πρέπει να επισημανθεί ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν συνάγεται με σαφήνεια ούτε το είδος της επίμαχης διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ούτε το αν τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία είναι κρίσιμα στο πλαίσιο της δίκης αυτής.


3      ΕΕ 2001, L 167, σ. 10.


4      Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (ΕΕ 2000, L 89, σ. 6).


5      Βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training (C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


6      Η έννοια «κοινό» δεν ορίζεται στην οδηγία 2001/29.


7      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers (C‑263/18, EU:C:2019:1111, σκέψεις 31 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


8      Βλ., κατ’ αναλογίαν, σκέψη 14 της αποφάσεως της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634), στην οποία το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι μια φωτογραφία μπορεί να προστατεύεται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας υπό την προϋπόθεση ότι είναι αποτέλεσμα διανοητικής εργασίας του δημιουργού που αντανακλά την προσωπικότητά του και εκδηλώνεται με τις ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές του κατά την παραγωγή της φωτογραφίας αυτής.


9      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers (C‑263/18, EU:C:2019:1111, σκέψεις 35 και 36).


10      Χρησιμοποιώ τους σχετικούς όρους αδιακρίτως, αποκλειστικά και μόνο για ενδεικτικούς λόγους. Φρονώ, ωστόσο, ότι η «διανομή στο κοινό» λαμβάνει χώρα στον «υλικό/πραγματικό» και όχι στον «εικονικό» κόσμο και, ως εκ τούτου, απαιτεί να τεθεί σε κυκλοφορία ένα υλικό ή ενσώματο αντικείμενο.


11      Επιπλέον, στις σκέψεις 22 και 26 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Syed (C‑572/17, EU:C:2018:1033), το Δικαστήριο έκρινε ότι η διανομή στο κοινό χαρακτηρίζεται από σειρά πράξεων που περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως και την εκτέλεσή της μέσω της παραδόσεως σε μέλος του κοινού. Επιπλέον, πράξη που προηγείται της πραγματοποιήσεως πωλήσεως έργου ή αντιγράφου έργου προστατευόμενου από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, χωρίς την άδεια του κατόχου του δικαιώματος αυτού και προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια τέτοια πώληση, μπορεί να συνιστά προσβολή του δικαιώματος διανομής όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο συνάγεται με σαφήνεια ότι η διαβίβαση της φωτογραφίας ως αποδεικτικού στοιχείου στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας δεν συνιστά ούτε πώληση του εν λόγω έργου ούτε μεταβίβαση της κυριότητας, ούτε πράξη προπαρασκευαστική της πωλήσεώς του.


12      Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, απαρτίζεται από δύο στοιχεία σωρευτικά, ήτοι από μια πράξη παρουσιάσεως έργου και από την παρουσίαση του έργου αυτού σε κοινό. Όσον αφορά το πρώτο εξ αυτών των στοιχείων, ήτοι την ύπαρξη «πράξεως παρουσιάσεως», όπως καθίσταται σαφές από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιας πράξεως αρκεί, ειδικότερα, το έργο να καθίσταται προσιτό στο κοινό κατά τρόπον ώστε τα πρόσωπα που συγκροτούν το κοινό να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτό, ανεξαρτήτως αν θα επιλέξουν να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας. Όσον αφορά το δεύτερο από τα προαναφερθέντα κριτήρια, ήτοι ότι το προστατευόμενο έργο πρέπει, στην πράξη, να παρουσιαστεί σε «κοινό», από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η έννοια του «κοινού» αναφέρεται σε έναν απροσδιόριστο αριθμό δυνητικών αποδεκτών και, επίσης, αφορά έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων. Βλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψεις 19, 20 και 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στη σκέψη 68 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers (C‑263/18, EU:C:2019:1111), το Δικαστήριο υπενθύμισε, αφενός, ότι η έννοια «κοινό» προϋποθέτει ένα ελάχιστο όριο, πράγμα που αποκλείει από την έννοια αυτή έναν πολύ μικρό αριθμό προσώπων και, αφετέρου, ότι προκειμένου να καθοριστεί ο αριθμός αυτός πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα που προκύπτουν από τη διάθεση ενός προστατευόμενου έργου, μέσω μεταφορτώσεως, στους δυνητικούς αποδέκτες. Συνεπώς, πρέπει να συνεκτιμάται, μεταξύ άλλων, ο αριθμός των προσώπων που μπορούν να έχουν ταυτόχρονα πρόσβαση στο ίδιο έργο, αλλά και ο αριθμός των προσώπων που μπορούν να έχουν διαδοχικά πρόσβαση σε αυτό.


13      Στη σκέψη 18 της αποφάσεως της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 9 και 10 της οδηγίας 2001/29 συνάγεται ότι η τελευταία έχει ως βασικό σκοπό την καθιέρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των δημιουργών, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, ιδίως σε περίπτωση παρουσιάσεώς τους στο κοινό. Επομένως, η έννοια της «παρουσίαση[ς] στο κοινό» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, όπως αναφέρεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 23 της εν λόγω οδηγίας.


14      Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο όρος «κοινό» αναφέρεται σε φυσικά πρόσωπα και, συνεπώς, όχι σε οργανισμούς ή δικαιοδοτικά όργανα. Εντούτοις, δεν συμφωνώ με την άποψη ότι ο όρος «κοινό» περιορίζεται στα φυσικά πρόσωπα, καθόσον φρονώ ότι μπορεί επίσης να καταλαμβάνει νομικά πρόσωπα, όπως οι εταιρίες.


15      Η ομάδα αυτή ενδέχεται να μην είναι μικρή ή αμελητέα αλλά μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων. Βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training (C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 43).


16      Βλ. σκέψη 42 της αποφάσεως της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training (C-117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.


18      Στη σκέψη 71 της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία αποτελεί συμπλήρωμα της έννοιας της δίκαιης δίκης, συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους εύλογη δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου. Πράγματι, φρονώ ότι η αποτροπή αυτού του κινδύνου αποτελεί την ίδια την ουσία της προαιρετικώς προβλεπόμενης από το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29 δυνατότητας εξαιρέσεως ή περιορισμού της προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας για χρήση σε διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ειδικώς στο σημείο 6 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ότι τα υποβληθέντα εκ μέρους του προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29.


19      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Pelham κ.λπ. (C‑476/17, EU:C:2019:624, σκέψεις 33 και 34). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Funke Medien NRW (C‑469/17, EU:C:2019:623, σκέψη 72).


20      Καίτοι από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει με σαφήνεια, πιθανώς το ζήτημα που αποτελεί τον πυρήνα του σχετικού ερωτήματος αφορά τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά η ένδικη διαδικασία, διά της καιροσκοπικής προσκομίσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, υλικού προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, ως μέσο για να αποκτήσει το κοινό πρόσβαση στο εν λόγω υλικό δυνάμει της ελευθερίας πληροφόρησης ή των κανόνων περί διαφάνειας, με συνέπεια να υπονομεύονται τα αποκλειστικά δικαιώματα των δημιουργών.


21      Βλ. σημείο 20 των παρατηρήσεων της Επιτροπής.


22      Βλ. σημείο 25 της απαντήσεως της Σουηδικής Κυβερνήσεως της 6ης Μαΐου 2020 στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.


23      Βλ. άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29, το οποίο ορίζει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα. Η Σουηδική Κυβέρνηση επισήμανε ότι, σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία, τα έγγραφα που προσκομίζει ένας διάδικος στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας είναι δημόσια έγγραφα και, συνεπώς, το κοινό μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά. Στη σκέψη 26 της αποφάσεως της 1ης Μαρτίου 2017, ITV Broadcasting κ.λπ. (C‑275/15, EU:C:2017:144), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 60 της ίδιας οδηγίας, αποσκοπεί στη διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων που εφαρμόζονται σε τομείς διαφορετικούς από τον εναρμονισθέντα με την εν λόγω οδηγία.


24      Βλ. σημείο 18 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


25      Βλ. άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.


26      Η Σουηδική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η πρόσβαση του κοινού στους ισχυρισμούς και στα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται στα δικαστήρια διέπεται από τον offentlighets – och sekretesslag (2009:400) (νόμος 400 του 2009 για τη διαφάνεια και την εμπιστευτικότητα των δημοσίων εγγράφων, στο εξής: OSL) και από το κεφάλαιο 2 του νόμου για την ελευθερία του Τύπου.


27      Η Σουηδική Κυβέρνηση επισήμανε ότι, μολονότι οποιοσδήποτε αιτείται την παροχή προσβάσεως σε δημόσιο έγγραφο έχει επίσης δικαίωμα λήψης αντιγράφου του οικείου εγγράφου άπαξ και καταβάλει τα σχετικά διοικητικά έξοδα, εντούτοις, η δημόσια διοίκηση δεν υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποστείλει το εν λόγω έγγραφο με ηλεκτρονικά μέσα. Βλ. σημείο 37 της απαντήσεως της Σουηδικής Κυβερνήσεως. Ως εκ τούτου, τούτο διασφαλίζει, κατά τα φαινόμενα, υπό την επιφύλαξη ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, ότι τα δικαστήρια δεν γνωστοποιούν, κατ’ αρχήν, στο κοινό υλικό το οποίο προστατεύεται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.


28      Κατά τη συγκεκριμένη διάταξη:


      «Πληροφορίες οι οποίες περιέχονται σε έργο προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και οι οποίες δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων ότι δεν έχουν εμπορικό ενδιαφέρον είναι εμπιστευτικές εκτός και αν είναι απολύτως σαφές ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να κοινοποιηθούν χωρίς να ζημιωθούν οι δικαιούχοι και


      (1)      υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το έργο δεν έχει ήδη διατεθεί στο κοινό κατά την έννοια του [νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας]·


      (2)      υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το έργο έχει αποσταλεί στη διοίκηση χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του δικαιώματος, και


      (3)      η κοινοποίηση των πληροφοριών συνιστά διάθεση του έργου κατά την έννοια του νόμου για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.


      Για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου, έργο το οποίο παρουσιάζεται δυνάμει του κεφαλαίου 2 του [νόμου για την ελευθερία του Τύπου] ή διαβιβάζεται από μια δημόσια υπηρεσία σε άλλη δεν θεωρείται ότι έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού».


29      Βλ. άρθρο 1 του κεφαλαίου 8 του OSL.