Language of document : ECLI:EU:T:2017:1

Υπόθεση T577/14

Gascogne Sack Deutschland GmbH
και
Gascogne

κατά

Ευρωπαϊκής Ένωσης, διά του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Αοριστία της αγωγής – Παραγραφή – Παραδεκτό – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Εύλογη διάρκεια της δίκης – Υλική ζημία – Περιουσιακή μείωση – Τόκοι επί του ποσού του μη καταβληθέντος προστίμου – Έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως – Απώλεια ευκαιρίας – Μη υλική ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 10ης Ιανουαρίου 2017

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε από θεσμικό όργανο της Ένωσης

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως – Προθεσμία παραγραφής – Έναρξη – Αναγνώριση ευθύνης λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης – Ημερομηνία δημοσιεύσεως της επίμαχης αποφάσεως

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 46 και 53, εδ. 1)

3.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παράνομη πράξη ή παράλειψη – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Σωρευτικές προϋποθέσεις – Μη συνδρομή μιας εκ των προϋποθέσεων – Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Κανόνας δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Έννοια – Υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης –Περιλαμβάνεται – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

5.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παράνομη πράξη ή παράλειψη – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως και περί επιβολής προστίμου – Εκτελεστή πράξη – Αμφισβήτηση της αποφάσεως ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης – Μη αμφισβήτηση του εκτελεστού χαρακτήρα

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 263 ΣΛΕΕ, 278 ΣΛΕΕ και 299, εδ. 1, ΣΛΕΕ)

7.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αιτιώδης σύνδεσμος – Διάρρηξη του συνδέσμου λόγω πταίσματος του ενάγοντος ή άλλων προσώπων

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

8.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αιτιώδης σύνδεσμος – Έννοια – Έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως στα οποία υποβλήθηκε η επιχείρηση προκειμένου να μην καταβάλει το ποσό του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή – Υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης στο πλαίσιο της εκδικάσεως της προσφυγής της εν λόγω επιχειρήσεως – Ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

9.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης – Όρια – Απαγόρευση να αποφαίνονται ultra petita – Υποχρέωση να τηρούν τα όρια της ένδικης διαφοράς όπως έχουν καθοριστεί από τους διαδίκους – Δυνατότητα να αποφασίζουν αυτεπαγγέλτως να αποκαταστήσουν ζημία που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου διαφορετικής από την περίοδο που προσδιορίζεται στο δικόγραφο – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 268 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

10.    Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αποκατάσταση της ζημίας που φέρονται να υπέστησαν τα μέλη των οργάνων διοικήσεως και οι εργαζόμενοι της ενάγουσας επιχειρήσεως – Έλλειψη εξουσιοδοτήσεως προς την εν λόγω επιχείρηση να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως στο όνομα των εν λόγω μελών και εργαζομένων – Απαράδεκτο

(Άρθρο 268 ΣΛΕΕ)

11.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Πραγματική και βεβαία ζημία – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

12.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία – Ζημία η οποία είναι δυνατό να αποκατασταθεί – Μη υλική ζημία λόγω της παρατεταμένης καταστάσεως αβεβαιότητας στην οποία βρέθηκε η ενάγουσα λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης – Εμπίπτει

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

13.    Ένδικη διαδικασία – Διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας – Εύλογη διάρκεια – Διαφορά με αντικείμενο την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού – Υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης – Συνέπειες

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

14.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία – Αποκατάσταση – Συνεκτίμηση της διολισθήσεως της αξίας του νομίσματος – Αντισταθμιστικοί τόκοι και τόκοι υπερημερίας – Τρόπος υπολογισμού

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1268/2012 της Επιτροπής, άρθρα 83 § 2, στοιχείο βʹ, και 111 § 4, στοιχείο αʹ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 25)

2.      Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από τη στιγμή που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Οι προϋποθέσεις αυτές και, κατ’ επέκταση, οι κανόνες παραγραφής των αξιώσεων για αποκατάσταση αυτών των ζημιών πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αυστηρώς αντικειμενικά κριτήρια. Επομένως, η εκ μέρους του ζημιωθέντος υποκειμενική εκτίμηση του υποστατού της ζημίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως του χρόνου προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

Όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε από τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, το ζημιογόνο γεγονός που αποτελεί τη βάση της προβαλλόμενης αξιώσεως κατά την έννοια του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου είναι μια δικονομική πλημμέλεια η οποία έχει, κατά την ενάγουσα, τη μορφή παραβάσεως των επιταγών περί εύλογης διάρκειας της δίκης από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης. Επομένως, το στοιχείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της πενταετούς παραγραφής του εν λόγω άρθρου 46. Ειδικότερα, ο χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το ζημιογόνο γεγονός βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά η έναρξη της παραγραφής πρέπει να τοποθετείται σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το ζημιογόνο γεγονός έχει πλήρως συντελεστεί. Επομένως, όσον αφορά ειδικώς αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε από τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν η επίμαχη διαδικασία λήγει με την έκδοση ορισμένης δικαστικής αποφάσεως, η πενταετής παραγραφή του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως. Πράγματι, η ημερομηνία αυτή αποτελεί μια βέβαιη ημερομηνία που καθορίζεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Η ημερομηνία αυτή διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και καθιστά δυνατή την προστασία των δικαιωμάτων των εναγουσών.

(βλ. σκέψεις 43-47)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 52, 53)

4.      Ένδικη διαδικασία επί δύο υποθέσεων δικαίου του ανταγωνισμού ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διάρκειας περίπου 5 ετών και 9 μηνών μη δικαιολογούμενης από καμία από τις περιστάσεις των υποθέσεων αυτών συνεπάγεται την παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης, γεγονός που συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

Πράγματι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας με την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, πραγματοποιείται, μεταξύ άλλων, συνοπτική καταγραφή των επιχειρημάτων των διαδίκων, προετοιμασία της εκδικάσεως των υποθέσεων, ανάλυση του πραγματικού και νομικού πλαισίου των ενδίκων διαφορών και προπαρασκευή της προφορικής διαδικασίας. Επομένως, η διάρκεια του χρονικού διαστήματος αυτού αποτελεί συνάρτηση, μεταξύ άλλων, της πολυπλοκότητας της ένδικης διαφοράς καθώς και της συμπεριφοράς των διαδίκων και τυχόν παρεμπιπτόντων ζητημάτων κατά τη δίκη.

Όσον αφορά την πολυπλοκότητα της ένδικης διαφοράς, καταρχάς, οι προσφυγές που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού από την Επιτροπή εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό πολυπλοκότητας από άλλες κατηγορίες υποθέσεων, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, του μακροσκελούς της προσβαλλομένης αποφάσεως, του όγκου της δικογραφίας και της ανάγκης λεπτομερούς εκτιμήσεως πολλών και περίπλοκων πραγματικών περιστατικών που συχνά έχουν ευρεία χρονική και γεωγραφική διάσταση. Συνεπώς, χρονικό διάστημα 15 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας συνιστά, καταρχήν, ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα για την εξέταση υποθέσεων που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Στη συνέχεια, προσφυγές ασκούμενες κατά της ίδιας αποφάσεως που έχει λάβει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης είναι, καταρχήν, αναγκαίο να εξετάζονται ταυτοχρόνως, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι σχετικές υποθέσεις δεν συνεκδικάζονται. Η ταυτόχρονη αυτή εξέταση έχει ως δικαιολογητική της βάση, μεταξύ άλλων, τη συνάφεια των εν λόγω προσφυγών καθώς και την ανάγκη να εξασφαλιστεί συνοχή κατά την εκτίμησή τους και κατά την απάντηση που θα δοθεί σε αυτές. Επομένως, η ταυτόχρονη εξέταση συναφών υποθέσεων μπορεί να δικαιολογήσει την επιμήκυνση, κατά ένα μήνα ανά επιπλέον συναφή υπόθεση, του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας. Τέλος, ο βαθμός πολυπλοκότητας των πραγματικών, νομικών και δικονομικών ζητημάτων στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν δικαιολογεί μεγαλύτερη διάρκεια, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας η ένδικη διαδικασία ούτε διακόπηκε ούτε καθυστέρησε λόγω λήψεως από το Γενικό Δικαστήριο οποιουδήποτε μέτρου οργανώσεως αυτής.

Όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαδίκων και τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, το γεγονός ότι οι ενάγουσες ζήτησαν την επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει το χρονικό διάστημα 3 ετών και 8 μηνών που είχε ήδη παρέλθει από την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

Επομένως, από το χρονικό διάστημα 46 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας προκύπτει μια περίοδος αδικαιολόγητης αδράνειας 20 μηνών σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές.

(βλ. σκέψεις 61, 64, 66, 67, 69, 70, 74-76, 78)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 79, 80)

6.      Συμφώνως προς το άρθρο 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απόφαση της Επιτροπής σχετική με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αποτελεί εκτελεστό τίτλο, καθόσον επιβάλλει χρηματική υποχρέωση εις βάρος των αποδεκτών της. Επίσης, η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεν έχει επίπτωση στα αποτελέσματα της αποφάσεως αυτής ως εκτελεστής πράξεως, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψη 102)

7.      Κατά την προβλεπόμενη με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ προϋπόθεση περί υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου, η προσαπτόμενη πράξη ή παράλειψη πρέπει να είναι η καθοριστική αιτία της ζημίας. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν τα θεσμικά όργανα έχουν ενδεχομένως συμβάλει στη ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση, η συμβολή τους αυτή θα μπορούσε να είναι εντελώς έμμεση εξαιτίας της υπάρξεως ευθύνης που βαρύνει άλλα πρόσωπα, που σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι και ο ενάγων.

(Βλ. σκέψη 117)

8.      Ζημία η οποία συνίσταται σε έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως και την οποία προβάλλει εταιρία στην οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις από την Επιτροπή με απόφαση που ακυρώθηκε στη συνέχεια από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης δεν απορρέει απευθείας από τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω αποφάσεως, αλλά από την επιλογή της ίδιας της εταιρίας να προβεί στη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προκειμένου να μην εκπληρώσει, εντός της προθεσμίας που της έταξε η επίδικη απόφαση, την υποχρέωση καταβολής του προστίμου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στην περίπτωση υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, δεδομένου ότι, πρώτον, κατά τον χρόνο συστάσεως της τραπεζικής εγγυήσεως, δεν μπορούσε να προβλεφθεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και η εταιρία μπορούσε βασίμως να προσδοκά ότι η προσφυγή της θα εκδικαζόταν εντός ευλόγου χρόνου. Δεύτερον, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης επήλθε μετά την αρχική επιλογή της εταιρίας να συστήσει τραπεζική εγγύηση.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι υφίσταται αρκούντως άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, αφετέρου, της ζημίας την οποία υπέστη η ενάγουσα πριν τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, ζημίας η οποία συνίσταται στην καταβολή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης. Συναφώς, η καταβολή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως μετά τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως αυτής, με την οποία τερματίστηκε η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην επίμαχη υπόθεση, δεν εμφανίζει αρκούντως άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την υπέρβαση αυτή, δεδομένου ότι η καταβολή των εξόδων αυτών απορρέει από την ατομική και αυτόβουλη επιλογή της ενάγουσας, η οποία έπεται χρονικώς της εν λόγω υπερβάσεως, να μην καταβάλει το πρόστιμο, να μη ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως και να ασκήσει αναίρεση κατά της ως άνω δικαστικής αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 118-120, 130, 131)

9.      Όπως προκύπτει από τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η ένδικη διαφορά καταρχήν προσδιορίζεται και οριοθετείται από τους διαδίκους, τα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δύναται να αποφαίνονται πέραν των αιτηθέντων (ultra petita). Επομένως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από το αγωγικό αίτημα και να αποφασίσουν αυτεπαγγέλτως την αποκατάσταση ζημίας αναγόμενης σε χρονική περίοδο διαφορετική εκείνης κατά την οποία η ενάγουσα υποστηρίζει ότι ζημιώθηκε.

(βλ.σκέψεις 136, 137)

10.    Το αίτημα αποκαταστάσεως της μη υλικής ζημίας την οποία φέρονται να υπέστησαν τα μέλη των οργάνων διοικήσεως και οι εργαζόμενοι της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, για τον λόγο ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα εξουσιοδοτήθηκε από τα εν λόγω μέλη και εργαζομένους να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως στο όνομά τους.

(βλ. σκέψη 148)

11.    Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, εφόσον η ενάγουσα δεν προβάλλει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει την ύπαρξη και να προσδιορίσει την έκταση της ηθικής βλάβης ή της μη υλικής ζημίας που υπέστη, οφείλει τουλάχιστον να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη πράξη ή παράλειψη ήταν, λόγω της σοβαρότητάς της, ικανή να της προξενήσει τέτοια βλάβη ή ζημία.

(βλ. σκέψη 151)

12.    Η κατάσταση αβεβαιότητας στην οποία περιήλθε η νυν ενάγουσα, ιδίως ως προς την ευδοκίμηση της προσφυγής της κατά διοικητικής αποφάσεως, είναι σύμφυτη με κάθε ένδικη διαδικασία. Εντούτοις, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης είναι ικανή να περιαγάγει την ενάγουσα σε κατάσταση μεγαλύτερης αβεβαιότητας από την αβεβαιότητα που συνήθως προκαλεί κάθε ένδικη διαδικασία. Η παρατεταμένη αυτή κατάσταση αβεβαιότητας ασκεί εκ των πραγμάτων επιρροή στον προγραμματισμό των προς λήψη αποφάσεων και στη λειτουργία της εταιρίας αυτής και έχει, επομένως, ως αποτέλεσμα την πρόκληση μη υλικής ζημίας.

(βλ. σκέψεις 155-157)

13.    Λαμβανομένου υπόψη ότι πρέπει να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να δεχτούν ότι, λόγω και μόνο της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, η ενάγουσα μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση το σύννομο ή το ύψος προστίμου, ενώ όλοι οι λόγοι που είχαν προβληθεί κατά των διαπιστώσεων οι οποίες αφορούν το ύψος του προστίμου και τη συμπεριφορά για την οποία αυτό αποτελεί κύρωση απορρίφθηκαν.

Εξ αυτού έπεται ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στο πλαίσιο της εξετάσεως ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται σε επιχείρηση πρόστιμο για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, το επιβληθέν με την ως άνω απόφαση πρόστιμο.

(βλ. σκέψεις 161, 162)

14.    Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, οι αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος και του υπολογισμού της αποζημιώσεως δεν μπορούν να αγνοηθούν, στο μέτρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη η διολίσθηση της αξίας του νομίσματος. Συναφώς, η επιδίκαση αντισταθμιστικών τόκων αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της παρελεύσεως του χρόνου μέχρι τη δικαστική εκτίμηση του ύψους της ζημίας, ανεξαρτήτως κάθε καθυστερήσεως για την οποία ευθύνεται ο οφειλέτης. Το πέρας της περιόδου που παρέχει δικαίωμα για την ως άνω εκ νέου νομισματική αξιολόγηση πρέπει, καταρχήν, να συμπίπτει με την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα. Εφόσον η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι οφειλόμενες στην πάροδο του χρόνου αρνητικές συνέπειες δύνανται να υπολογιστούν βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επί των κύριων πράξεών της αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά ορισμένες ποσοστιαίες μονάδες, η οφειλόμενη στην πάροδο του χρόνου διολίσθηση της αξίας του νομίσματος αποτυπώνεται στο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού που διαπιστώθηκε, για την οικεία περίοδο, από τη Eurostat στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η ενάγουσα.

(βλ. σκέψεις 168, 169, 176)