Language of document :

Προσφυγή της 2ας Απριλίου 2024 – Novis κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-185/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Novis Insurance Company, Novis Versicherungsgesellschaft, Novis Compagnia di Assicurazioni, Novis Poisťovňa a.s. (Μπρατισλάβα, Σλοβακία) (εκπρόσωπος: A. Börner και S. Henrich, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2024)810 final της 2ας Φεβρουαρίου 2024, με την οποία επιβεβαιώθηκε η άρνηση πρόσβασης σε ορισμένα έγγραφα, και

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

1.    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε πληροφορίες και έγγραφα δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 42 ΣΛΕΕ και του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1 , στον βαθμό που η καθής κακώς αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα, βάσει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η εξαίρεση χάριν της προστασίας των ενδίκων διαδικασιών δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, η καθής δεν μπορούσε να την επικαλεστεί για να της αρνηθεί την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα.

Η καθής ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τις προϋποθέσεις της εξαιρέσεως όπως επιβεβαιώνονται από σχετική νομολογία για την πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία δεν έχουν συνταχθεί στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας. Ειδικότερα, η καθής δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις ως προς την ύπαρξη συναφούς ένδικης διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής παραπομπής είναι ιδιαίτερα πιθανή, ούτε ως προς την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των εγγράφων που ζήτησε η προσφεύγουσα και της εθνικής ένδικης διαδικασίας, ούτε απέδειξε ή τεκμηρίωσε γιατί η γνωστοποίηση κάθε εγγράφου που ζήτησε η προσφεύγουσα θα μπορούσε, όχι υποθετικά, αλλά πραγματικά να υπονομεύσει την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων της ένδικης διαδικασίας.

Περαιτέρω, η απόφαση της καθής συνιστά παράβαση των σχετικών διατάξεων και προσβολή των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας στον βαθμό που η καθής δεν αναγνώρισε ότι έπρεπε να επιτραπεί η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα βάσει υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει την γνωστοποίησή τους.

2.    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε πληροφορίες και έγγραφα, στον βαθμό που η καθής κακώς αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα, βάσει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

Κατά την προσφεύγουσα, η καθής δεν δικαιούται να επικαλεστεί την εξαίρεση χάριν της προστασίας του σκοπού της έρευνας, καθώς καμία έρευνα δεν βρισκόταν υπό εξέλιξη κατά τον χρόνο που η καθής εξέδωσε την απόφασή της περί άρνησης παροχής πρόσβασης στα έγγραφα που ζήτησε η προσφεύγουσα. Η καθής δεν δύναται να αιτιολογήσει την άρνηση παροχής πρόσβασης βασιζόμενη αποκλειστικά σε πιθανές μελλοντικές έρευνες. Επιπλέον, η καθής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οποιαδήποτε έρευνα (είτε τρέχουσα εξελίξει είτε πιθανή μελλοντική) θα θιγόταν σοβαρά σε περίπτωση γνωστοποίησης των εγγράφων. Η καθής δεν έδωσε καμία επαρκή εξήγηση που να τεκμηριώνει την ύπαρξη τέτοιας απώτερης ανησυχίας ούτε υφίστατο κάποιος πραγματικός κίνδυνος να θιγεί οποιαδήποτε έρευνα.

Ακόμη και στην περίπτωση που η εξαίρεση θα είχε εφαρμογή (όπερ δεν ισχύει), η πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα δεν θα μπορούσε να απορριφθεί λόγω υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει την γνωστοποίησή τους.

3.    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε πληροφορίες και έγγραφα, στον βαθμό που η καθής παρανόμως αρνήθηκε να της παράσχει πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα, βάσει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

Η καθής δεν μπορεί να επικαλεστεί την εξαίρεση χάριν της προστασίας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του θεσμικού οργάνου εξαίρεση, δεδομένου ότι κάθε συναφής απόφαση είχε ήδη ληφθεί, εφόσον τα επίμαχα έγγραφα δεν συντάχθηκαν ούτε συνελέγησαν για εσωτερική χρήση και εφόσον η καθής δεν έχει αιτιολογήσει επαρκώς γιατί η γνωστοποίησή τους θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Ακόμη και στην περίπτωση που η εξαίρεση θα είχε εφαρμογή (όπερ δεν ισχύει), η πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα δεν θα μπορούσε να απορριφθεί λόγω υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει την γνωστοποίησή τους.

4.    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα, προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε πληροφορίες και έγγραφα, στον βαθμό που η καθής παραβίασε τη γενική αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβεβαιώνεται από το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού  1049/2001 και από την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

5.    Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας, δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του Χάρτη, για πρόσβαση στους φακέλους της καθής που την αφορούν ουσιωδώς.

Η καθής με την απόφασή της παρέβη το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον βαθμό που η προσφεύγουσα έχει δικαίωμα πρόσβασης στα σχετικά έγγραφα ως μέρος φακέλου που την αφορά ουσιωδώς, δεδομένου ότι τα επίμαχα έγγραφα αφορούσαν σε περατωθείσες έρευνες, όπως προκύπτει από το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ)  1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1 , όπερ είχε άμεσες και θεμελιώδεις συνέπειες για την προσφεύγουσα.

____________

1 Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001 L 145, σ. 43).

1 Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010 L 331, σ. 48).