Language of document : ECLI:EU:T:2010:102

Υπόθεση T‑42/06

Bruno Gollnisch

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Προνόμια και ασυλίες – Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση περί μη υπερασπίσεως των προνομίων και των ασυλιών – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον εκλιπόν μετά την άσκηση της προσφυγής – Κατάργηση της δίκης – Αγωγή αποζημιώσεως – Συμπεριφορά προσαπτόμενη στο Κοινοβούλιο – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες – Αιτιώδης συνάφεια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Γεγονός επελθόν μετά την άσκηση της προσφυγής, ικανό να εξαλείψει το έννομο συμφέρον

(Άρθρο 230 ΕΚ)

2.      Προνόμια και ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Ασυλία για τις γνώμες και τις ψήφους που έχουν δώσει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους – Ασυλία κατά τη διάρκεια των συνόδων

(Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρα 9 και 10)

3.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Αίτηση υπερασπίσεως της ασυλίας μέλους του Κοινοβουλίου σκοπούσα στην υποβολή αιτήσεως για αναστολή της διώξεως που έχει ασκηθεί κατ’ αυτού

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ· πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 10, εδ. 1, στοιχείο α΄)

1.      Η έκδοση αποφάσεως επί προσφυγής ακυρώσεως παρέλκει στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων έπαυσε να έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως λόγω γεγονότος που επακολούθησε της ασκήσεως της προσφυγής και το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να στερείται πλέον εννόμων συνεπειών η ενδεχόμενη ακύρωση της πράξεως.

Εντούτοις, ο προσφεύγων δύναται να εξακολουθεί να δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την ακύρωση πράξεως θεσμικού οργάνου, αν υφίσταται το ενδεχόμενο επαναλήψεως της προβαλλόμενης παρανομίας ανεξαρτήτως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή του.

(βλ. σκέψεις 61, 68)

2.      Μολονότι τα προνόμια και οι ασυλίες που το προσαρτημένο στη Συνθήκη σχετικό Πρωτόκολλο αναγνωρίζει υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν απλώς λειτουργικό χαρακτήρα, καθόσον σκοπούν στην αποφυγή παρακωλύσεως της λειτουργίας και περιορισμού της ανεξαρτησίας των Κοινοτήτων, γεγονός παραμένει ότι αυτά αναγνωρίσθηκαν ρητώς υπέρ των μελών του Κοινοβουλίου καθώς και υπέρ των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας. Το γεγονός ότι τα προνόμια και οι ασυλίες προβλέπονται προς το δημόσιο κοινοτικό συμφέρον δικαιολογεί την παρεχόμενη στα θεσμικά όργανα εξουσία να αίρουν, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, την ασυλία, πλην όμως δεν σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα προνόμια και οι ασυλίες παραχωρούνται αποκλειστικώς στην Κοινότητα και όχι στους μονίμους υπαλλήλους της, στο λοιπό προσωπικό και στα μέλη του Κοινοβουλίου. Επομένως, το Πρωτόκολλο απονέμει δικαίωμα στα διεπόμενα από αυτό πρόσωπα, ο σεβασμός του οποίου εξασφαλίζεται με τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας που καθιερώνει η Συνθήκη.

Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Κοινοβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον προσανατολισμό που δύναται να δώσει σε απόφαση επί της υποβληθείσας σε αυτό αιτήσεως για υποβολή αιτήματος περί αναστολής της διώξεως, δυνάμει του άρθρου 10, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Εντούτοις, το ζήτημα αν η απόφαση πρέπει να λαμβάνεται επί τη βάσει του άρθρου 9 ή 10, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του Πρωτοκόλλου, δεν εμπίπτει στη σφαίρα της εξουσίας εκτιμήσεως του Κοινοβουλίου.

(βλ. σκέψεις 94, 96, 101-102)

3.      Εφόσον το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο έχει ως σκοπό –σε συνδυασμό με τις εθνικού δικαίου διατάξεις στις οποίες παραπέμπει– τη ρύθμιση του καθεστώτος ασυλιών του οποίου απολαύουν τα μέλη του Κοινοβουλίου εντός της επικρατείας των χωρών τους κατά τις συνόδους του Κοινοβουλίου, γεννά δικαίωμα υπέρ των διεπόμενων από αυτό προσώπων και, αποτελεί, κατά συνέπεια, κανόνα δικαίου που έχει ως σκοπό την απονομή δικαιωμάτων στα μέλη του Κοινοβουλίου που απολαύουν του εν λόγω καθεστώτος, το Κοινοβούλιο, μη αποφαινόμενο επί τη βάσει της εν λόγω διατάξεως επί αιτήσεως σκοπούσας ρητώς στην υποβολή αιτήσεως για αναστολή της διώξεως δυνάμει της διατάξεως αυτής, υποπίπτει σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες.

Εντούτοις, η απόφαση περί υποβολής αιτήματος για αναστολή της διώξεως δεν συνιστά την αναγκαία έκβαση αντίστοιχης αιτήσεως στο Κοινοβούλιο, δεδομένου του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται συναφώς στο εν λόγω θεσμικό όργανο. Πράγματι, το Κοινοβούλιο μπορεί να λάβει είτε απόφαση να ζητήσει την αναστολή της διώξεως είτε απόφαση να μη ζητήσει την αναστολή. Συνεπώς, το γεγονός ότι η απορριπτική απόφαση του Κοινοβουλίου επί της υποβληθείσας σε αυτό αιτήσεως για υποβολή αιτήματος περί αναστολής της διώξεως ερείδεται σε εσφαλμένη νομική βάση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση και καθοριστική αιτία της προβαλλόμενης ζημίας, ακόμη και αν αυτή θεωρηθεί αποδεδειγμένη.

(βλ. σκέψεις 108, 115-117)