Language of document : ECLI:EU:T:2018:966

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Δυνατότητα να χαρακτηρισθεί αρχή τρίτου κράτους ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πλάνη εκτιμήσεως – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση T‑400/10 RENV,

Hamas, με έδρα την Ντόχα (Κατάρ), εκπροσωπούμενη από την L. Glock, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους B. Driessen και M. Bishop και από την A. Sikora-Kalėda,

καθού,

υποστηριζόμενου από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και F. Fize,

και

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους F. Castillo de la Torre, Μ. Κωνσταντινίδη και R. Tricot, εν συνεχεία δε από τους F. Castillo de la Torre, L. Baumgart και C. Zadra,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρώτον, της ανακοινώσεως του Συμβουλίου προς τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες του καταλόγου που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2010, C 188, σ. 13), της αποφάσεως 2010/386/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2010, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2010, L 178, σ. 28), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 610/2010 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1285/2009 (ΕΕ 2010, L 178, σ. 1), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, δεύτερον, της αποφάσεως 2011/70/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου της 31ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2011, L 28, σ. 57), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 83/2011 του Συμβουλίου, της 31ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 610/2010 (ΕΕ 2011, L 28, σ. 14), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, τρίτον, της αποφάσεως 2011/430/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2011, L 28, σ. 47), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 687/2011 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση των εκτελεστικών κανονισμών (ΕΕ) 610/2010 και (ΕΕ) 83/2011 (ΕΕ 2011, L 188, σ. 2), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, τέταρτον, της αποφάσεως 2011/872/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της απόφασης 2011/430 (ΕΕ 2011, L 343, σ. 54), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1375/2011 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 687/2011 (ΕΕ 2011, L 343, σ. 10), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, πέμπτον, της αποφάσεως 2012/333/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2012, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση της απόφασης 2011/872 (ΕΕ 2012, L 165, σ. 72), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 542/2012 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2012, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1375/2011 (ΕΕ 2012, L 165, σ. 12), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, έκτον, της αποφάσεως 2012/765/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και την κατάργηση της απόφασης 2012/333 (ΕΕ 2012, L 337, σ. 50), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1169/2012 του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 542/2012 (ΕΕ 2012, L 337, σ. 2), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, έβδομον, της αποφάσεως 2013/395/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 2013, σχετικά με την ενημέρωση και τροποποίηση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2012/765 (ΕΕ 2013, L 201, σ. 57), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 714/2013 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων έναντι ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 1169/2012 (ΕΕ 2013, L 201, σ. 10), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, όγδοον, της αποφάσεως 2014/72/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ενημέρωση και τροποποίηση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της απόφασης 2013/395 (ΕΕ 2014, L 40 σ. 56), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 125/2014 του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων έναντι ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 714/2013 (ΕΕ 2014, L 40 σ. 9), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, ένατον της αποφάσεως 2014/483/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την ενημέρωση και τροποποίηση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της απόφασης 2014/72 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 35), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 790/2014 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 125/2014 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 1), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα, και, δέκατον, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2017/1426 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2017/154 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 95), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1420 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/150 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 3), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius, P. Nihoul (εισηγητή), J. Svenningsen και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς και πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής

1.      Ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών

1        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1373 (2001), με το οποίο καθορίσθηκαν στρατηγικές για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με κάθε μέσο, ειδικότερα δε για την καταπολέμηση της χρηματοδοτήσεώς της. Στην παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, του ψηφίσματος αυτού ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι άπαντα τα κράτη πρέπει να δεσμεύσουν πάραυτα τα κεφάλαια και τα λοιπά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή οικονομικούς πόρους των προσώπων που τελούν ή αποπειρώνται να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις, τις διευκολύνουν ή συμμετέχουν σε αυτές, των οντοτήτων που ανήκουν στα πρόσωπα αυτά ή ελέγχονται από αυτά, και των προσώπων και οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολήν των εν λόγω προσώπων και οντοτήτων.

2        Το εν λόγω ψήφισμα δεν προβλέπει κατάλογο προσώπων, οντοτήτων ή ομάδων, σε βάρος των οποίων πρέπει να ισχύουν τα μέτρα αυτά.

2.      Το δίκαιο της Ένωσης

3        Στις 27 Δεκεμβρίου 2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνοντας ότι η δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν αναγκαία προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το ψήφισμα 1373 (2001), εξέδωσε την κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 93). Ειδικότερα, το άρθρο 2 της κοινής θέσεως 2001/931 προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις και περιλαμβάνονται στον κατάλογο ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα της εν λόγω κοινής θέσεως.

4        Προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή σε ενωσιακό επίπεδο τα μέτρα που διαλαμβάνονται στην κοινή θέση 2001/931, το Συμβούλιο εξέδωσε αυθημερόν τον κανονισμό (ΕΚ) 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 70), και την απόφαση 2001/927/ΕΚ, για την κατάρτιση του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 (ΕΕ 2001, L 344, σ. 83).

5        Η ονομασία της οργανώσεως «Hamas-Izz al-Din al-Qassem (τρομοκρατικό σκέλος της Hamas)» περιλαμβανόταν στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στην κοινή θέση 2001/931 και στην απόφαση 2001/927. Αμφότερες οι πράξεις έχουν έκτοτε συχνά επικαιροποιηθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, η δε «Hamas-Izz al-Din al-Qassem (τρομοκρατικό σκέλος της Hamas)» εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους αυτούς.

6        Στις 12 Σεπτεμβρίου 2003 το Συμβούλιο εξέδωσε την κοινή θέση 2003/651/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσης 2001/931 και την κατάργηση της κοινής θέσης 2002/340 (ΕΕ 2003, L 229, σ. 42), και την απόφαση 2003/646/ΕΚ, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και την κατάργηση της απόφασης 2003/480 (ΕΕ L 229, σ. 22). Η ονομασία της οργανώσεως που περιλαμβανόταν στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές ήταν η «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)».

7        Η ονομασία της οργανώσεως αυτής εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που επισυνάπτονταν στις μεταγενέστερες πράξεις.

3.      Οι προσβαλλόμενες πράξεις

1.      Πράξεις του Ιουλίου του 2010

8        Στις 12 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2010/386/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931 (ΕΕ L 178, σ. 28), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 610/2010, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1285/2009 (ΕΕ 2010, L 178, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Ιουλίου του 2010).

9        Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Ιουλίου του 2010).

10      Στις 13 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση προς τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες του καταλόγου που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 (ΕΕ C 188, σ. 13, στο εξής: ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010).

11      Με την ανακοίνωση αυτή, το Συμβούλιο γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, στα οικεία πρόσωπα και τις οικείες οντότητες, πρώτον, ότι έκρινε ότι οι λόγοι για την καταχώριση του ονόματός τους στους καταλόγους που καταρτίσθηκαν βάσει του κανονισμού 2580/2001 εξακολουθούσαν να ισχύουν, με αποτέλεσμα να λάβει την απόφαση να διατηρήσει το όνομά τους στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2010, δεύτερον, ότι μπορούσαν να ζητήσουν από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια για τη χρησιμοποίηση των δεσμευμένων κεφαλαίων για ορισμένες ανάγκες, τρίτον, ότι μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση στο Συμβούλιο προκειμένου να τους κοινοποιηθεί η αιτιολογική έκθεση βάσει της οποίας το όνομά τους εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους προαναφερόμενους καταλόγους, τέταρτον, ότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να υποβάλουν αίτηση στο Συμβούλιο προκειμένου να επανεξεταστεί η απόφαση να περιληφθεί το όνομά τους στους εν λόγω καταλόγους, πέμπτον, ότι, για να εξεταστούν οι αιτήσεις κατά την προσεχή επανεξέταση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ, θα πρέπει να υποβάλλονται εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της εν λόγω ανακοινώσεως και, έκτον, ότι μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης.

12      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στην εν λόγω ανακοίνωση.

2.      Πράξεις του Ιανουαρίου του 2011

13      Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Νοεμβρίου 2010, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες που μνημονεύονται στον εκτελεστικό κανονισμό 610/2010 ότι είχε λάβει νέες πληροφορίες σχετικά με τις εγγραφές αυτές και ότι, συνεπώς, τροποποίησε την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω κανονισμού. Σύμφωνα με την εν λόγω ανακοίνωση, μπορούσαν να υποβάλουν στο Συμβούλιο αίτηση για τη λήψη της αιτιολογικής εκθέσεως, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως.

14      Με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο, το οποίο, λόγω της ασκήσεως, στις 12 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, της υπό κρίση προσφυγής, είχε στη διάθεσή του τη διεύθυνση της δικηγόρου της προσφεύγουσας, κοινοποίησε στην εν λόγω δικηγόρο τους λόγους για τους οποίους προτίθετο να διατηρήσει το όνομα της προσφεύγουσας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων και της επισήμανε ότι μπορούσε, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία της εν λόγω επιστολής, να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με την εν λόγω διατήρηση και να της κοινοποιήσει κάθε δικαιολογητικό έγγραφο.

15      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στην εν λόγω ανακοίνωση ούτε στην επιστολή αυτή.

16      Στις 31 Ιανουαρίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/70/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931 (ΕΕ 2011, L 28, σ. 57), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 83/2011, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αριθ. 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού αριθ. 610/2010 (ΕΕ 2011, L 28, σ. 14) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Ιανουαρίου του 2011). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Ιανουαρίου του 2011).

17      Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2011, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Ιανουαρίου του 2011.

18      Η εν λόγω αιτιολογική αυτή έκθεση είχε συνταχθεί κατά τον ακόλουθο τρόπο.

19      Πρώτον, το Συμβούλιο συνόψιζε το ιστορικό των δραστηριοτήτων της «Hamas, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem». Ειδικότερα, από το 1988 έως το 2010, η εν λόγω οργάνωση είχε διαπράξει πολυάριθμες επιθέσεις κατά ισραηλινών στόχων, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως τρομοκρατικές ενέργειες, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσεως 2001/931.

20      Δεύτερον, το Συμβούλιο επισήμανε ότι το 2001 είχαν εκδοθεί από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας δύο αποφάσεις με αντικείμενο τη «Hamas-Izz al-Din al-Qassem» και δύο αποφάσεις από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

21      Η πρώτη απόφαση που έλαβαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου προερχόταν από τον Secretary of State for the Home Department (Υπουργό Εσωτερικών, στο εξής: Home Secretary). Η εν λόγω απόφαση της 29ης Μαρτίου 2001 εκδόθηκε δυνάμει του UK Terrorism Act 2000 (νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 περί τρομοκρατίας) και απαγόρευσε τη λειτουργία της Hamas-Izz al-Din al‑Qassem ως οργανώσεως που ενέχεται σε τρομοκρατικές ενέργειες (στο εξής: απόφαση του Home Secretary). Η δεύτερη απόφαση που έλαβαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου προερχόταν από το UK Treasury (Υπουργείο Οικονομικών). Με την εν λόγω απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2001, το UK Treasury δέσμευσε τα περιουσιακά στοιχεία της Hamas-Izz al-Din al-Qassem και έδωσε αντίστοιχες οδηγίες κατ’ εφαρμογήν των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 4 του Terrorism (United nations Measures) Order 2001 [διάταγμα περί τρομοκρατίας (μέτρο των Ηνωμένων Εθνών) του 2001]. Το Συμβούλιο επισήμανε ότι η απόφαση του Home Secretary είχε τακτικά επανεξετασθεί από εσωτερική κρατική επιτροπή και ότι το διάταγμα στο οποίο στηριζόταν η απόφαση του UK Treasury περιείχε διατάξεις περί δικαστικού ελέγχου της εν λόγω αποφάσεως και προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής.

22      Οι αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών περιλάμβαναν, αφενός, απόφαση της κυβερνήσεως με την οποία η Hamas χαρακτηριζόταν ως «αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση», κατ’ εφαρμογήν του τμήματος 219 του US Immigration and Nationality Act (νόμου των Ηνωμένων Πολιτειών περί μεταναστεύσεως και ιθαγενείας), όπως έχει τροποποιηθεί και, αφετέρου, απόφαση με την οποία η Hamas χαρακτηριζόταν ως «οντότητα που ρητώς έχει κριθεί ότι αποτελεί διεθνή τρομοκρατική οργάνωση», κατ’ εφαρμογήν του Executive Order 13224 (προεδρικού διατάγματος 13224) (στο εξής, από κοινού: αμερικανικές αποφάσεις). Το Συμβούλιο επισήμανε ότι ο πρώτος χαρακτηρισμός υπέκειτο στον δικαστικό έλεγχο και ο δεύτερος σε διοικητικό και σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.

23      Το Συμβούλιο χαρακτήρισε τις αποφάσεις αυτές ως «αποφάσεις αρμοδίων αρχών» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

24      Τρίτον, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι οι εν λόγω αποφάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν και εκτίμησε ότι οι λόγοι βάσει των οποίων η «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» είχε καταχωρισθεί στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων εξακολουθούσαν να ισχύουν.

25      Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2011, το Συμβούλιο επισήμανε, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να υποβάλει στο Συμβούλιο αίτηση επανεξετάσεως των επίμαχων καταλόγων του Ιανουαρίου του 2011, στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε να υποβληθούν εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της εν λόγω επιστολής, τρίτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

3.      Πράξεις του Ιουλίου του 2011

26      Στις 30 Μαΐου 2011, το Συμβούλιο με έγγραφο προς τη δικηγόρο της προσφεύγουσας γνωστοποίησε ότι είχε λάβει νέες πληροφορίες σχετικά με την κατάρτιση των καταλόγων των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων σε βάρος των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται από τον κανονισμό 2580/2001 και ότι τροποποίησε σχετικώς την αιτιολογική έκθεση. Έταξε στην προσφεύγουσα προθεσμία τριών εβδομάδων προκειμένου η δεύτερη να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

27      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

28      Στις 18 Ιουλίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/430/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931 (ΕΕ 2011, L 188, σ. 47), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 687/ 2011, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 610/2010 και 83/2011 (ΕΕ 2011, L 188, σ. 2) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Ιουλίου του 2011). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Ιουλίου του 2011).

29      Με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2011, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2011 επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε να υποβληθούν εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της εν λόγω επιστολής, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

30      Η εν λόγω αιτιολογική έκθεση ήταν η ίδια με εκείνη που αφορούσε τις πράξεις του Ιανουαρίου του 2011, με μόνη διαφορά ότι δεν μνημονευόταν πλέον η απόφαση του UK Treasury.

31      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

4.      Πράξεις του Δεκεμβρίου του 2011

32      Στις 15 Νοεμβρίου 2011, το Συμβούλιο με έγγραφο προς τη δικηγόρο της προσφεύγουσας γνωστοποίησε ότι είχε λάβει νέες πληροφορίες σχετικά με την κατάρτιση των καταλόγων των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων σε βάρος των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται από τον κανονισμό 2580/2001 και ότι τροποποίησε ανάλογα την αιτιολογική έκθεση. Έταξε προθεσμία δύο εβδομάδων για την εκ μέρους της προσφεύγουσας υποβολή παρατηρήσεων.

33      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

34      Στις 22 Δεκεμβρίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/872/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2011/430 (ΕΕ 2011, L 343, σ. 54), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1375/2011, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 687/2011 (ΕΕ 2011, L 343, σ. 10) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Δεκεμβρίου του 2011). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Δεκεμβρίου του 2011).

35      Με έγγραφο της 3ης Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Δεκεμβρίου του 2011, επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε υποβληθούν έως τις 29 Φεβρουαρίου 2012, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

36      Στην εν λόγω αιτιολογική έκθεση, το Συμβούλιο συμπλήρωσε την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem) ως τρομοκρατικής οργανώσεως με τρία νέα πραγματικά περιστατικά, που χρονολογούνται από το 2011.

37      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

5.      Πράξεις του Ιουνίου του 2012

38      Στις 25 Ιουνίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/333/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2011/872 (ΕΕ 2012, L 165, σ. 72), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 542/2012, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1375/2011 (ΕΕ 2012, L 165, σ. 12) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Ιουνίου του 2012). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Ιουνίου του 2012).

39      Με έγγραφο της 26ης Ιουνίου 2012, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Ιουνίου του 2012, επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε υποβληθούν έως τις 27 Αυγούστου 2012, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

40      Η εν λόγω αιτιολογική έκθεση ήταν πανομοιότυπη με εκείνη που αφορούσε τις πράξεις του Δεκεμβρίου του 2011.

41      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

6.      Πράξεις του Δεκεμβρίου του 2012

42      Στις 10 Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2012/765/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2012/333 (ΕΕ 2012, L 337, σ. 50), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1169/2012, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 542/2012 (ΕΕ 2012, L 337, σ. 2) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Δεκεμβρίου του 2012). Η «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Δεκεμβρίου του 2012»).

43      Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Δεκεμβρίου του 2012, επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε υποβληθούν έως τις 11 Φεβρουαρίου 2013, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

44      Η εν λόγω αιτιολογική έκθεση ήταν πανομοιότυπη με εκείνη που αφορούσε τις πράξεις του Ιουνίου του 2012.

45      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

7.      Πράξεις του Ιουλίου του 2013

46      Στις 25 Ιουλίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/395/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2012/765 (ΕΕ 2013, L 201, σ. 57), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 714/2013, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 1169/2012 (ΕΕ 2013, L 201, σ. 10) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Ιουλίου του 2013). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Ιουλίου του 2013).

47      Με έγγραφο της 26ης Ιουλίου 2013, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2013, επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε υποβληθούν έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2013, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

48      Η εν λόγω αιτιολογική έκθεση ήταν πανομοιότυπη με εκείνη που αφορούσε τις πράξεις του Δεκεμβρίου του 2012.

49      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

8.      Πράξεις του Φεβρουαρίου του 2014

50      Στις 10 Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/72/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2013/395 (ΕΕ 2014, L 40, σ. 56), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 125/2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 714/2013 (ΕΕ 2014, L 40, σ. 9) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Φεβρουαρίου του 2014). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Φεβρουαρίου του 2014).

51      Με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Φεβρουαρίου του 2014, επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε υποβληθούν έως τις 28 Φεβρουαρίου 2014, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

52      Η εν λόγω αιτιολογική έκθεση ήταν πανομοιότυπη με εκείνη που αφορούσε τις πράξεις του Ιουλίου του 2013.

53      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

9.      Πράξεις του Ιουλίου του 2014

54      Στις 22 Ιουλίου 2014, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/483/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2014/72 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 35), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 790/2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 125/2014 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Φεβρουαρίου του 2014). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Ιουλίου του 2014).

55      Με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2014, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2014, επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε υποβληθούν έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

56      Στην αιτιολογική έκθεση, το Συμβούλιο προσέθεσε ότι ο χαρακτηρισμός της προσφεύγουσας ως αλλοδαπής τρομοκρατικής οργανώσεως, ο οποίος έγινε με την αμερικανική απόφαση που βασίστηκε στο τμήμα 219 του νόμου των Ηνωμένων Πολιτειών περί μεταναστεύσεως και ιθαγενείας, παρέμεινε σε ισχύ με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2012.

57      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

10.    Πράξεις του Αυγούστου του 2017

58      Στις 4 Αυγούστου 2017, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/1426 σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσεως 2001/931 και την κατάργηση της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2017/154 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 95) και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1420 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/150 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 3) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Αυγούστου του 2017). Η ονομασία της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους που είχαν επισυναφθεί στις πράξεις αυτές (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι του Αυγούστου του 2017).

59      Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2017, το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της προσφεύγουσας την αιτιολογική έκθεση για τη διατήρηση της ονομασίας της «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)» στους επίμαχους καταλόγους του Αυγούστου του 2017, επισημαίνοντας, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει αίτηση επανεξετάσεως των εν λόγω καταλόγων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, δεύτερον, ότι, για να ληφθούν υπόψη κατά την επόμενη επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, οι αιτήσεις έπρεπε υποβληθούν έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2017, τρίτον, ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης και, τέταρτον, ότι μπορούσε να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες.

60      Η εν λόγω αιτιολογική έκθεση έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς σε σύγκριση με εκείνες των προηγούμενων πράξεων.

61      Η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων πριν από την αναπομπή

62      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

63      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010·

–        να ακυρώσει τις πράξεις του Ιουλίου του 2010·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

64      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ των αιτημάτων του Συμβουλίου. Με διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2011, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση αυτή.

65      Με έγγραφο της 17ης Φεβρουαρίου 2011, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αυθημερόν, η προσφεύγουσα εξέθεσε τις πράξεις του Ιανουαρίου του 2011 και την από 2 Φεβρουαρίου 2011 επιστολή. Επισήμανε ότι εμμένει στους λόγους ακυρώσεως που διατυπώθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής της κατά των εν λόγω «πράξεων» και ότι θα ανέπτυσσε, με το υπόμνημα απαντήσεως, τις επικρίσεις της όσον αφορά τους λόγους βάσει των οποίων εξακολούθησε να περιλαμβάνεται το όνομά της στους επίμαχους καταλόγους του Ιανουαρίου του 2011, που της κοινοποιήθηκαν με την από 2 Φεβρουαρίου 2011 επιστολή.

66      Κατόπιν ακροάσεως των λοιπών διαδίκων και μετεχόντων στη διαδικασία, το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε στην προσφεύγουσα, με έγγραφο της Γραμματείας, της 15ης Ιουνίου 2011, να προσαρμόσει, με το υπόμνημα απαντήσεως, τους λόγους και τα αιτήματα της προσφυγής ώστε να στρέφονται κατά των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011, ενδεχομένως με γνώμονα τους λόγους που περιείχε η επιστολή της 2ας Φεβρουαρίου 2011. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν επέτρεψε στην προσφεύγουσα να προσαρμόσει τα αιτήματά της όσον αφορά την επιστολή της 2ας Φεβρουαρίου 2011. Ως καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως ορίσθηκε η 27η Ιουλίου 2011.

67      Με έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2011, η προσφεύγουσα εξέθεσε ότι οι πράξεις του Ιουλίου του 2011 και η επιστολή της 19ης Ιουλίου 2011 αντικατέστησαν τις αρχικώς προσβαλλόμενες πράξεις. Επισήμανε ότι η δημοσίευση ή η κοινοποίηση των πράξεων αυτών αποτελούσε την αφετηρία νέας προθεσμίας δύο μηνών για την άσκηση προσφυγής και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως.

68      Το έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2011 περιελήφθη στη δικογραφία ως αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως.

69      Με έγγραφα της Γραμματείας της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο γνωστοποίησε στους διαδίκους την απόφασή του να μη δεχθεί το αίτημα αυτό περί παρατάσεως της προθεσμίας και καθόρισε τη 2α Νοεμβρίου 2011 ως καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας για την εκ μέρους της Επιτροπής κατάθεση του υπομνήματός της παρεμβάσεως.

70      Στις 28 Σεπτεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου συμπληρωματικό υπόμνημα. Στο υπόμνημα αυτό, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι «διεύρυνε τα αιτήματά της ακυρώσεως ώστε να περιλαμβάνουν και [τις πράξεις του Ιουλίου του 2011]», καθόσον την αφορούσαν, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem. Επισήμανε επίσης ότι, λαμβανομένων υπόψη του αρχικού δικογράφου της προσφυγής, του εγγράφου της 17ης Φεβρουαρίου 2011 και του συμπληρωματικού υπομνήματος, η υπό κρίση προσφυγή έπρεπε πλέον να νοηθεί ως στρεφόμενη κατά των πράξεων του Ιουλίου του 2010, καθώς και του πράξεων του Ιανουαρίου και του Ιουλίου του 2011. Η προσφεύγουσα προσέθεσε ότι εμμένει στα αιτήματα που υπέβαλε στρεφόμενη κατά της ανακοινώσεως του Ιουλίου του 2010 και διευκρίνισε ότι τα αιτήματά της ακυρώσεως στρέφονταν κατά των επίμαχων πράξεων μόνον καθόσον οι πράξεις αυτές την αφορούν.

71      Στις 28 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως.

72      Με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, το συμπληρωματικό υπόμνημα περιελήφθη στη δικογραφία.

73      Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο γνωστοποίησε στους διαδίκους ότι, κατόπιν της εκπνοής, πριν κατατεθεί το συμπληρωματικό υπόμνημα, της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής με αίτημα την ακύρωση των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011, η προσαρμογή των αιτημάτων της προσφυγής κατά των πράξεων αυτών, καίτοι παραδεκτή, δεδομένου ότι ζητήθηκε και διενεργήθηκε νομίμως με το από 17 Φεβρουαρίου 2011 έγγραφο της προσφεύγουσας, εντούτοις, θα εξετασθεί αποκλειστικώς ως προς τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προέβαλε η διάδικος αυτή πριν την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως των πράξεων αυτών, δηλαδή [εκείνων που προβλήθηκαν] με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης.

74      Το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε τη 17η Φεβρουαρίου 2012 ως καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας για την κατάθεση εκ μέρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής των παρατηρήσεών τους επί της προσαρμογής των αιτημάτων κατά των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011, και την 5η Μαρτίου 2012 ως καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας, η οποία τελικά παρατάθηκε έως τις 3 Απριλίου 2012, για την κατάθεση από τους εν λόγω διαδίκους των παρατηρήσεών τους επί του συμπληρωματικού υπομνήματος.

75      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2012 η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της ώστε να στρέφονται κατά των πράξεων του Δεκεμβρίου του 2011, κατά το μέρος που την αφορούσαν, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

76      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 και 16 Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της προσαρμογής των αιτημάτων στις πράξεις του Ιανουαρίου του 2011 κατά το μέρος που αφορούσαν τη Hamas, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al‑Qassem.

77      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Απριλίου 2012, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του συμπληρωματικού υπομνήματος.

78      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 2012, η προσφεύγουσα, αφού κλήθηκε προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σε απάντηση εκείνων του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Απριλίου 2012.

79      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιουλίου 2012, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της ώστε να στρέφονται κατά των πράξεων του Συμβουλίου του Ιουνίου του 2012 κατά το μέρος που αφορούσαν τη Hamas, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al‑Qassem.

80      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 και 23 Ιουλίου 2012, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της προσαρμογής των αιτημάτων στις πράξεις του Συμβουλίου του Ιουνίου του 2012.

81      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, απάντησαν στις από 28 Ιουνίου 2012 παρατηρήσεις της προσφεύγουσας.

82      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της ώστε να στρέφονται κατά των πράξεων του Δεκεμβρίου του 2012, κατά το μέρος που την αφορούσαν, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

83      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 και 13 Μαρτίου 2013, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της προσαρμογής των αιτημάτων στις πράξεις του Δεκεμβρίου του 2012.

84      Με έγγραφο της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματα της υπό κρίση προσφυγής ώστε να στρέφονται κατά των πράξεων του Ιουλίου του 2013, κατά το μέρος που αφορούσαν τη Hamas, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

85      Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 2013, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε το Συμβούλιο να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, αίτημα στο οποίο το Συμβούλιο ανταποκρίθηκε με δικόγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2013, και έθεσε ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους ενόψει της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

86      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 και 30 Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της προσαρμογής των αιτημάτων στις πράξεις του Ιουλίου του 2013.

87      Στις 28 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματα της υπό κρίση προσφυγής προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πράξεις του Φεβρουαρίου του 2014, κατά το μέρος που αφορούσαν τη Hamas, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

88      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 και 5 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της προσαρμογής των αιτημάτων στις πράξεις του Φεβρουαρίου του 2014.

89      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πράξεις του Ιουλίου του 2014, κατά το μέρος που την αφορούσαν, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

90      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Οκτωβρίου και στις 3 Νοεμβρίου 2014, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της προσαρμογής των αιτημάτων στις πράξεις του Ιουλίου του 2014.

91      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει:

–        την ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010 και τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014, καθόσον την αφορούν, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

92      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

93      Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2014, Hamas κατά Συμβουλίου (T‑400/10, στο εξής: αρχική απόφαση, EU:T:2014:1095), το Γενικό Δικαστήριο:

–        κήρυξε την αίτηση ακυρώσεως της ανακοινώσεως του Ιουλίου του 2010 απαράδεκτη·

–        ακύρωσε τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014, κατά το μέρος που αφορούσαν την προσφεύγουσα (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)·

–        διατήρησε σε τα αποτελέσματα των πράξεων του Ιουλίου του 2014 για χρονικό διάστημα τριών μηνών από της δημοσιεύσεως της εν λόγω αποφάσεως ή, σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως εντός της προθεσμίας του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο επ’ αυτής·

–        καταδίκασε το Συμβούλιο να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα της προσφεύγουσας, ενώ η Επιτροπή έφερε τα δικά της έξοδα.

94      Για να καταλήξει στο εν λόγω διατακτικό, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον τέταρτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, με τους οποίους προβαλλόταν, αντιστοίχως, ότι δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη η εξέλιξη της καταστάσεως «με την πάροδο του χρόνου» και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 101 και 125 της αρχικής αποφάσεως, ότι ο κατάλογος των τρομοκρατικών πράξεων που τέλεσε η προσφεύγουσα από το 2005, ο οποίος περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014,ʹείχε καθοριστική σημασία για τη διατήρηση σε ισχύ, εκ μέρους του Συμβουλίου, της δεσμεύσεως των κεφαλαίων της. Στις σκέψεις 110 και 127 της αρχικής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εκ μέρους του Συμβουλίου μνεία κάθε νέας τρομοκρατικής πράξεως, που περιλαμβάνεται στην αιτιολογία την οποία παραθέτει το Συμβούλιο στο πλαίσιο επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, έπρεπε να είχε αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως και εθνικής αποφάσεως εκδοθείσας από αρμόδια αρχή. Έχοντας διαπιστώσει, ιδίως στις σκέψεις 109 και 131 της αρχικής αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν θεμελίωσε τις αιτιάσεις του σχετικά με τις τρομοκρατικές πράξεις που τέλεσε η προσφεύγουσα από το 2005 σε τέτοιες αποφάσεις, αλλά σε στοιχεία που το ίδιο άντλησε από τον Τύπο και από το διαδίκτυο, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, ως εκ τούτου, τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014.

95      Στη σκέψη 141 της αρχικής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε επίσης τις πράξεις του Ιουλίου του 2010 και του Ιανουαρίου του 2011, με το σκεπτικό ότι δεν περιείχαν παραπομπή σε αποφάσεις αρμοδίων αρχών σχετικά με τα περιστατικά που καταλογίζονται στην προσφεύγουσα και ότι, ως εκ τούτου, ενέχουν την ίδια παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

96      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2015, το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση κατά της αρχικής αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό υποθέσεως C‑79/15 P.

97      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2015, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων του Συμβουλίου. Το Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως αυτή.

98      Με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas (C‑79/15 P, στο εξής: απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, EU:C:2017:584), το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική απόφαση.

99      Με την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι:

–        το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι αμερικανικές αποφάσεις και/ή η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών δεν αποτελούσαν, αφεαυτών, επαρκή βάση για την έκδοση των πράξεων από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014 (σκέψη 33)·

–        το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 1 της κοινής θέσεως 2001/931 στηριζόμενο, στις αιτιολογικές εκθέσεις σχετικά με τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014, σε στοιχεία αντλούμενα από άλλες πηγές εκτός των εθνικών αποφάσεων που έχουν εκδώσει αρμόδιες αρχές (σκέψη 50)·

–        το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, εκ του λόγου αυτού, σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διαπίστωσή του περί παραβάσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (σκέψη 53).

100    Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε μόνον επί του τετάρτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας με αίτημα την ακύρωση των πράξεων που εκδόθηκαν από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 και δεδομένου ότι οι λοιποί προβληθέντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγοι εγείρουν, εν μέρει, ζητήματα εκτιμήσεως πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο, με την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

III. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων μετά την αναπομπή

101    Η αναπεμφθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπόθεση πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του με τα στοιχεία T‑400/10 RENV και ανατέθηκε, στις 27 Σεπτεμβρίου 2017, στο πρώτο τμήμα.

102    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 3 Σεπτεμβρίου, στις 4 και στις 5 Οκτωβρίου 2017, η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, αντιστοίχως, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τη συνέχιση της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

103    Με τις παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014, καθόσον την αφορούν, «περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al‑Qassem»·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

104    Με τις παρατηρήσεις τους, η Επιτροπή και το Συμβούλιο ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

105    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 3 Οκτωβρίου 2017, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα υπέβαλε υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πράξεις του Αυγούστου του 2017.

106    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Οκτωβρίου και στις 23 Νοεμβρίου 2017, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, έχοντας κληθεί προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος προσαρμογής της 3ης Οκτωβρίου 2017.

107    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το υπόμνημα προσαρμογής ως προδήλως απαράδεκτο·

–        επικουρικώς, να το απορρίψει ως αβάσιμο·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο πρωτοδίκως, στην κατ’ αναίρεση δίκη, καθώς και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αναπομπής.

108    Στις 27 Μαρτίου 2018, σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) υπέβαλε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους και τους κάλεσε να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

109    Στις 15 Μαΐου 2018, το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε στην προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των απαντήσεων που δόθηκαν από το Συμβούλιο. Η προσφεύγουσα απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

110    Κατόπιν προτάσεως του πρώτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στο πρώτο πενταμελές τμήμα.

111    Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017.

IV.    Σκεπτικό

1.      Εισαγωγικές κρίσεις επί του αντικειμένου της προσφυγής και επί του περιεχομένου και του παραδεκτού των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 28ης Ιουνίου 2012

1.      Επί των αιτήσεων προσαρμογής των αιτημάτων της προσφυγής, όσον αφορά τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014

112    Όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, οι πράξεις του Ιουλίου του 2010 καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν, διαδοχικώς, από τις πράξεις του Ιανουαρίου, του Ιουλίου και του Δεκεμβρίου του 2011, του Ιουνίου και του Δεκεμβρίου του 2012, του Ιουλίου του 2013, και στη συνέχεια του Φεβρουαρίου και του Ιουλίου του 2014.

113    Η προσφεύγουσα προσάρμοσε διαδοχικώς τα αρχικά αιτήματά της ώστε η προσφυγή της να σκοπεί την ακύρωση των διαφόρων αυτών πράξεων.

114    Επιπλέον, δήλωσε ρητώς ότι εμμένει στα αιτήματά της ακυρώσεως των πράξεων που έχουν καταργηθεί.

115    Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο. Κατά την παράγραφο 2 της ίδιας διατάξεως, η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

116    Εν προκειμένω, τα αιτήματα προσαρμογής της προσφυγής που μνημονεύονται στη σκέψη 112 ανωτέρω αφορούν πράξεις που καταργούν και αντικαθιστούν πράξεις των οποίων είχε ζητηθεί η ακύρωση προηγουμένως στο πλαίσιο της προσφυγής. Επιπλέον, υποβλήθηκαν πριν από την ημερομηνία της περατώσεως της προφορικής διαδικασίας πριν από την αναπομπή, στις 20 Νοεμβρίου 2014, και εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Τα αιτήματα προσαρμογής της προσφυγής είναι επομένως παραδεκτά.

117    Κατά πάγια νομολογία επί προσφυγών που στρέφονται κατά των διαδοχικών μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, και αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή με το υπόμνημά της παρεμβάσεως όσον αφορά τις πράξεις του Ιουλίου του 2010, η προσφεύγουσα διατηρεί το συμφέρον για την ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής περιοριστικών μέτρων η οποία έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από μεταγενέστερη απόφαση, στο μέτρο που η κατάργηση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητάς της και παράγει αποτέλεσμα ex nunc, αντίθετα προς μια ακυρωτική δικαστική απόφαση δυνάμει της οποίας η ακυρωθείσα πράξη εξαλείφεται αναδρομικά από την έννομη τάξη και θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 35· βλ., επίσης, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψεις 45 έως 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2009:372, σκέψεις 47 και 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

118    Συνεπώς, η προσφεύγουσα διατηρεί το συμφέρον να στραφεί κατά των πράξεων που εκδόθηκαν από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014, έστω και αν καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν εκκρεμούσης της δίκης.

119    Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις που εκδόθηκαν από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014.

2.      Επί του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως της ανακοινώσεως του Ιουλίου του 2010

120    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, διατείνεται ότι το αίτημα ακυρώσεως της ανακοινώσεως του Ιουλίου του 2010 είναι απαράδεκτο δεδομένου ότι με την εν λόγω ανακοίνωση καλούνται απλώς τα πρόσωπα και οι οντότητες να ασκήσουν τα δικαιώματά τους χωρίς να επηρεάζεται η νομική τους κατάσταση. Ως εκ τούτου, δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία.

121    Κατά το άρθρο 263, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεκτικές προσφυγής είναι οι πράξεις «που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων».

122    Κατά πάγια νομολογία, αποτελούν πράξεις ή αποφάσεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή του [βλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2012, Sepracor Pharmaceuticals (Ireland) κατά Επιτροπής, C‑477/11 P, EU:C:2012:292, σκέψεις 50 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

123    Εν προκειμένω, το όνομα της προσφεύγουσας εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2010 βάσει των πράξεων του Ιουλίου του 2010.

124    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 11 ανωτέρω, η ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα την επομένη της εκδόσεως των πράξεων του Ιουλίου του 2010, είχε ως σκοπό απλώς να γνωστοποιήσει στα πρόσωπα και τις οντότητες των οποίων τα κεφάλαια εξακολουθούσαν να είναι δεσμευμένα βάσει αυτών για τις δυνατότητες που τους παρέχονταν να ζητήσουν από τις αρμόδιες εθνικές αρχές την άδεια να χρησιμοποιήσουν τα δεσμευμένα κεφάλαια για ορισμένες ανάγκες, να ζητήσουν από το Συμβούλιο την αιτιολογική έκθεση της αποφάσεως περί διατηρήσεως της αναγραφής του ονόματός τους στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2010, να ζητήσουν από το εν λόγω θεσμικό όργανο την επανεξέταση της ως άνω σχετικής αποφάσεώς του και, τέλος, να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης.

125    Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανακοίνωση του 2010 δεν παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή της.

126    Επομένως, η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη όσον αφορά την ανακοίνωση του 2010.

3.      Επί του περιεχομένου και του παραδεκτού των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 28ης Ιουνίου 2012

127    Στις 28 Ιουνίου 2012, κληθείσα προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 2012, επί του συμπληρωματικού υπομνήματος.

128    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα έδωσε στις παρατηρήσεις της τον τίτλο «υπόμνημα απαντήσεως», το Συμβούλιο, στις παρατηρήσεις του της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, προέβαλε ένσταση ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί στην προσφεύγουσα να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως με αντικείμενο το σύνολο της υποθέσεως, όπως είχε αρχικώς συμβεί και με την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής και για την οποία δεν είχε καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

129    Κατά το Συμβούλιο, η ανταλλαγή υπομνημάτων σχετικών με την ουσία της υποθέσεως έπρεπε να λάβει τέλος με την εκ μέρους της προσφεύγουσας κατάθεση του συμπληρωματικού υπομνήματος και με την εκ μέρους του Συμβουλίου κατάθεση των παρατηρήσεών του επί του υπομνήματος αυτού.

130    Επισημαίνεται ότι, βεβαίως, οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 28ης Ιουνίου 2012, οι οποίες κατατέθηκαν κατόπιν σχετικής προσκλήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, δεν είναι δυνατό να συνιστούν απάντηση, κατά την έννοια του άρθρου 83, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

131    Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 67 έως 70 ανωτέρω, στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως εντός των ταχθεισών προθεσμιών, η δε παράταση της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως, την οποία συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο από το έγγραφο της προσφεύγουσας της 27ης Ιουλίου 2011, απορρίφθηκε.

132    Εντούτοις, μολονότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής ότι οι παρατηρήσεις της 28ης Ιουνίου 2012 αποσκοπούν στην ακύρωση των πράξεων του Συμβουλίου του Ιουλίου του 2010 και του Ιανουαρίου του 2011 (βλ., σχετικώς με το τελευταίο αυτό ζήτημα, σκέψη 73 ανωτέρω), είναι πάντως παραδεκτές στο πλαίσιο του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Συμβουλίου του Ιουλίου του 2011 (το οποίο υποβλήθηκε με την κατάθεση του συμπληρωματικού υπομνήματος), καθόσον απαντούν στις παρατηρήσεις του Συμβουλίου επί των νέων λόγων που προβλήθηκαν με το συμπληρωματικό υπόμνημα κατά των πράξεων του Ιουλίου του 2011, καθώς και στο πλαίσιο των αιτημάτων ακυρώσεως των μεταγενέστερων πράξεων του Συμβουλίου.

133    Άλλωστε, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα να καταθέσει παρατηρήσεις ακριβώς επειδή έκρινε αναγκαίο να της επιτρέψει να απαντήσει, στο πλαίσιο αυτό, επί των από 3 Απριλίου 2012 παρατηρήσεων του Συμβουλίου επί του συμπληρωματικού υπομνήματος.

134    Τέλος, από το ίδιο το γράμμα του σημείου 1 των παρατηρήσεων της 28ης Ιουνίου 2012 προκύπτει ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις αποσκοπούν απλώς στο να δοθεί απάντηση στις από 3 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις του Συμβουλίου επί του συμπληρωματικού υπομνήματος.

135    Λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων αυτών ως προς το περιεχόμενο των παρατηρήσεων της 28ης Ιουνίου 2012, οι ενστάσεις του Συμβουλίου ως προς το παραδεκτό των εν λόγω παρατηρήσεων πρέπει να απορριφθούν.

4.      Επί του αιτήματος περί προσαρμογής των αιτημάτων της προσφυγής σχετικά με τις πράξεις του Αυγούστου του 2017

136    Με υπόμνημα προσαρμογής της 3ης Οκτωβρίου 2017, η προσφεύγουσα ζήτησε να περιληφθούν στην προσφυγή και οι πράξεις του Αυγούστου του 2017.

137    Με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος αυτού, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι το αίτημα αυτό ήταν απαράδεκτο για τον λόγο ότι, αφενός, αντιθέτως προς το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 218 του ιδίου Κανονισμού, η προσαρμογή της προσφυγής πραγματοποιήθηκε μετά από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας, στις 21 Νοεμβρίου 2014, και, αφετέρου, οι πράξεις του Αυγούστου του 2017 δεν αντικατέστησαν τις προσβαλλόμενες πράξεις στην υπό κρίση υπόθεση.

138    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο δήλωσε ότι επαφίεται, επί της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου, στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.

139    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το παραδεκτό των προσφυγών μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο καθώς αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2006, Standertskjöld-Nordenstam και Heyraud κατά Επιτροπής, Τ-437/04 και Τ-441/04, EU:T:2006:62, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

140    Σύμφωνα με το άρθρο 218 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς εκδίκαση, η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διενεργείται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 217 του ίδιου Κανονισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις, κατά περίπτωση, του τίτλου III ή IV του Κανονισμού Διαδικασίας.

141    Δεδομένου ότι ο τέταρτος τίτλος του Κανονισμού Διαδικασίας αφορά διαφορές σχετικά με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, εν προκειμένω, πρέπει να γίνει αναφορά στον τρίτο τίτλο του Κανονισμού Διαδικασίας. Στον τρίτο τίτλο του Κανονισμού Διαδικασίας, το άρθρο 86, παράγραφος 1, περιλαμβάνει δύο προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να είναι παραδεκτή μια αίτηση για προσαρμογή της προσφυγής. Αφενός, η προσαρμογή της προσφυγής πρέπει να ζητηθεί πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας. Αφετέρου, οι πράξεις που αφορά η αίτηση προσαρμογής πρέπει να αντικαθιστούν και τροποποιούν μία ή περισσότερες πράξεις, των οποίων ζητείται η προηγούμενη ακύρωση.

142    Χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της πρώτης προϋποθέσεως, επισημαίνεται ότι η δεύτερη προϋπόθεση δεν πληρούται εν προκειμένω. Πράγματι, οι πράξεις που καταργούνται με τις πράξεις του Αυγούστου του 2017 δεν μνημονεύονται ούτε στην προσφυγή ούτε στα υπομνήματα προσαρμογής που είχαν προηγουμένως κατατεθεί.

143    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα βάσει της αποφάσεως της 28ης Ιανουαρίου 2016, Klyuyev κατά Συμβουλίου (T‑341/14, EU:T:2016:47, σκέψη 33), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε αίτημα περί προσαρμογής σε ανάλογη περίπτωση.

144    Επισημαίνεται συναφώς, ότι η απόφαση που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος αυτού, καθώς, στην υπόθεση εκείνη, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, πληρούνταν η δεύτερη προϋπόθεση που επιβάλλει το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι οι πράξεις τις οποίες αφορούσε το υπόμνημα προσαρμογής τροποποιούσαν πράγματι τις προσβαλλόμενες με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πράξεις.

145    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το αίτημα περί προσαρμογής της προσφυγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 3 Οκτωβρίου 2017 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

2.      Επί του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Ιουλίου του 2010

146    Προς στήριξη του αιτήματός της ακυρώσεως των πράξεων του Ιουλίου του 2010, η προσφεύγουσα προβάλλει, με το δικόγραφο της προσφυγής της, τέσσερις λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται, με τον πρώτο, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, με τον δεύτερο, προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, με τον τρίτο, προσβολή του δικαιώματός της ιδιοκτησίας και, με τον τέταρτο, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής στην περίπτωση της προσφεύγουσας των μέτρων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων

147    Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όπως ισχύει και για τα κράτη και τις νόμιμες κυβερνήσεις, δεν είναι, κατ’ αρχήν, δυνατή η καταχώρισή της σε καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων.

148    Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι έχει νομίμως αναδειχθεί μέσω εκλογών, αποτελεί πολιτικό κόμμα το οποίο, επί του παρόντος, βρίσκεται στην εξουσία και μετέσχε το 2007 σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ότι αυτές οι τρεις περιστάσεις συνεπάγονται ότι πρέπει, και αυτή να τυγχάνει της εξαιρέσεως που αναγνωρίζεται στα νόμιμα κράτη και στις κυβερνήσεις.

149    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο αυτού του λόγου ακυρώσεως.

150    Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2001/931, τα μέτρα που λαμβάνονται για τη δέσμευση κεφαλαίων εφαρμόζονται στα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις.

151    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσεως 2001/931, ως «τρομοκρατική πράξη» νοείται μια εκ προθέσεως πράξη η οποία, ως εκ της φύσεως της ή των συνθηκών της, είναι δυνατόν να προσβάλει σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, όπως ορίζεται η αξιόποινη πράξη από το εθνικό δίκαιο, όταν τελείται είτε με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα μια κυβέρνηση ή ένα διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν ή να παραλείψουν οποιαδήποτε πράξη, είτε με σκοπό να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.

152    Μεταξύ των πράξεων που θεωρούνται ότι έχουν τελεσθεί με σκοπό να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά ή να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσεως 2001/931 μνημονεύει ιδίως την προσβολή κατά της ζωής προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει τον θάνατο, την προσβολή κατά της σωματικής ακεραιότητας προσώπου, την απαγωγή ή αρπαγή προσώπων, καθώς και την κατασκευή, κατοχή, κτήση, μεταφορά, προμήθεια ή χρήση πυροβόλων όπλων.

153    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, σύμφωνα με την κοινή θέση 2001/931, το καθοριστικό στοιχείο για να εκτιμηθεί κατά πόσον πρέπει να εφαρμοστούν οι κανόνες της κοινής θέσεως σε πρόσωπο ή οντότητα συνδέεται με τις πράξεις που έχουν διαπράξει και όχι με τη φύση του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας.

154    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι περιστάσεις που εκθέτει η προσφεύγουσα, δηλαδή η άσκηση εξουσίας κατόπιν εκλογών, ο πολιτικός χαρακτήρας της οργανώσεως ή η συμμετοχή σε κυβέρνηση, δεν δύνανται να θεωρηθούν ότι καθιστούν δυνατή την μη εφαρμογή των κανόνων που περιλαμβάνονται στην κοινή θέση 2001/931.

155    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας, κατά το οποίο τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων που προβλέπει η κοινή θέση 2001/931 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε κράτη ή νόμιμες κυβερνήσεις, η προσφεύγουσα δεν τελεί σε κατάσταση που να της παρέχει τη δυνατότητα να αξιώσει την εφαρμογή της προβαλλομένης εξαιρέσεως.

156    Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν αποτελεί κράτος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δεδομένου ότι η έννοια αυτή χρησιμοποιείται, στον εν λόγω κλάδο του δικαίου, για τον προσδιορισμό εδαφικών οντοτήτων και όχι οργανώσεων όπως αυτή που έχει σχηματίσει.

157    Όσον αφορά την ιδιότητα της νόμιμης κυβερνήσεως, η βασιζόμενη στην ιδιότητα αυτή εξαίρεση παρέχει, ενδεχομένως, στις κυβερνήσεις, ορισμένο βαθμό προστασίας, χωρίς ωστόσο αυτή να μπορεί να επεκταθεί στις ομάδες ή στις οργανώσεις οι οποίες, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ορίζουν ορισμένα μέλη τους σ’ αυτήν (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

158    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

159    Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας καθόσον παρέλειψε να της κοινοποιήσει, πριν από την έκδοση των πράξεων του Ιουλίου του 2010, τα εις βάρος της στοιχεία, και δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να τύχει ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

160    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο αυτού του λόγου ακυρώσεως.

161    Επισημαίνεται συναφώς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, για τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων που απορρέουν από την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της καταχωρίσεως του ονόματος ενός προσώπου ή μιας οντότητας σε κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων και, αφετέρου, της διατηρήσεως της καταχωρίσεως αυτής

162    Όταν το Συμβούλιο καταχωρίζει για πρώτη φορά το όνομα ενός προσώπου ή μιας οντότητας στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, δεν υποχρεούται να γνωστοποιήσει προηγουμένως στο οικείο πρόσωπο ή στην οικεία οντότητα τους λόγους επί των οποίων σκοπεύει να στηρίξει την καταχώριση (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 61).

163    Ο κανόνας αυτός εξηγείται από το ότι, προκειμένου μία τέτοια απόφαση να είναι αποτελεσματική, πρέπει να είναι αιφνιδιαστική (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 61).

164    Έτσι, στο πλαίσιο αρχικής καταχωρίσεως, αρκεί κατ’ αρχήν, το Συμβούλιο να γνωστοποιήσει στο οικείο πρόσωπο ή στην οικεία οντότητα τους λόγους εκδόσεως της αποφάσεως ταυτοχρόνως ή αμέσως μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, και να του παράσχει δικαίωμα ακροάσεως κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 61).

165    Δεν ισχύει το ίδιο για τις αποφάσεις περί διατηρήσεως της καταχωρίσεως του ονόματος ενός προσώπου ή μίας οντότητας στον εν λόγω κατάλογο, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, το στοιχείο του αιφνιδιασμού δεν είναι πλέον αναγκαίο.

166    Κατά τη νομολογία, οι υποχρεώσεις όσον αφορά τις αποφάσεις αυτές διαφέρουν αναλόγως του αν η αιτιολογική έκθεση περιλαμβάνει ή όχι νέα στοιχεία.

167    Σε περίπτωση που υφίστανται νέα στοιχεία πρέπει πριν από τη λήψη του μέτρου να γνωστοποιούνται, στο οικείο πρόσωπο ή στην οικεία οντότητα, τα εις βάρος του στοιχεία και να παρέχεται στο οικείο πρόσωπο ή στην οικεία οντότητα η δυνατότητα ακροάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 63, και της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑330/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:601, σκέψη 67).

168    Αντιθέτως, δεν ισχύει αυτή η υποχρέωση όταν δεν υφίστανται τέτοια στοιχεία (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T‑383/11, EU:T:2013:431, σκέψεις 43 και 44, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2017, Uganda Commercial Impex κατά Συμβουλίου, T‑107/15 και T‑347/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:628, σκέψη 97), δεδομένου ότι θεωρείται ότι το οικείο πρόσωπο ή η οικεία οντότητα είχε λάβει γνώση των προηγουμένων λόγων και είχε τη δυνατότητα να προβάλει τις παρατηρήσεις του.

169    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι πράξεις του Ιουλίου του 2010 εμπίπτουν στην τελευταία αυτή κατηγορία, δεδομένου ότι οι λόγοι στους οποίους βασίζονται οι πράξεις αυτές δεν διαφέρουν από εκείνους που μνημονεύονται στην αιτιολογική έκθεση που αφορά τις πράξεις που εκδόθηκαν στις 22 Δεκεμβρίου 2009, ήτοι την απόφαση 2009/1004/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931 (ΕΕ 2009, L 346, σ. 58), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1285/2009 του Συμβουλίου, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 501/2009 (ΕΕ 2009, L 346, σ. 39), ο οποίος τέθηκε στη διάθεση της προσφεύγουσας με την ανακοίνωση, σχετικά με τον εκτελεστικό κανονισμό 1285/2009, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 23 Δεκεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, C 315, σ. 11, στο εξής: ανακοίνωση του Δεκεμβρίου του 2009).

170    Όσον αφορά την ανακοίνωση του Δεκεμβρίου του 2009, επισημαίνεται ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα του διατακτικού και μιας γενικής αιτιολογίας σχετικά με τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων θεωρήθηκε επαρκής, λαμβανομένου υπόψη ότι μια λεπτομερής δημοσίευση των αιτιάσεων που προβάλλονται εις βάρος των οικείων προσώπων και οντοτήτων θα μπορούσε όχι μόνον να εμποδιστεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, αλλά και να βλάψει τα έννομα συμφέροντά τους, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η ειδική και συγκεκριμένη αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πρέπει να διατυπώνεται και να γνωστοποιείται στους ενδιαφερομένους με κάθε άλλο ενδεδειγμένο τρόπο (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 147).

171    Στην περίπτωση περιοριστικών μέτρων, αυτός ο άλλος τρόπος, καταρχήν, πρέπει να συνίσταται σε ατομική κοινοποίηση, δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούν να θίξουν ουσιωδώς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή οντότητες και είναι ικανά να περιορίσουν την άσκηση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 86).

172    Επ’ αυτού, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να προβεί σε ατομική κοινοποίηση, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει κάποια διεύθυνση όπου θα μπορούσε να σταλεί επιστολή στην προσφεύγουσα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ουδέποτε του γνωστοποίησε διεύθυνση επικοινωνίας και ουδέποτε απευθύνθηκε προς αυτό για να λάβει επεξηγήσεις σχετικά με την καταχώριση της ονομασίας της στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων.

173    Σχετικά με το θέμα αυτό, η δικηγόρος της προσφεύγουσας, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να κοινοποιήσει διεύθυνση στο Συμβούλιο, δεδομένου ότι ούτε η ίδια διέθετε, για λόγους ασφαλείας.

174    Από την πλευρά της, η Επιτροπή επισήμανε ότι, ακόμα και για την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, η προσφεύγουσα δεν είχε γνωστοποιήσει καμία πραγματική διεύθυνση.

175    Επισημαίνεται συναφώς ότι η υποχρέωση ατομικής κοινοποιήσεως συγκεκριμένης και λεπτομερούς αιτιολογίας στα πρόσωπα και οντότητες έναντι των οποίων λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα, αποσκοπεί κυρίως στη συμπλήρωση της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοινώσεως, η οποία πληροφορεί τα οικεία πρόσωπα ή τις οικείες οντότητες ότι ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα έναντι αυτών και τα καλεί να υποβάλουν αίτηση προκειμένου να τους κοινοποιηθεί η αιτιολογική έκθεση σχετικά με τη λήψη των εν λόγω μέτρων, παρέχοντας την ακριβή διεύθυνση στην οποία μπορεί να αποστέλλεται η αίτηση αυτή. Επομένως, η ατομική κοινοποίηση στα οικεία πρόσωπα και στις οικείες οντότητες δεν αποτελεί τον μοναδικό μηχανισμό για την ενημέρωση τους σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί έναντι αυτών.

176    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση ατομικής κοινοποιήσεως της αιτιολογικής εκθέσεως σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά μόνο εφόσον η κοινοποίηση αυτή είναι δυνατή (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου Hassan κατά Συμβουλίου, T‑572/11, EU:T:2014:682, σκέψη 37).

177    Ωστόσο, εν προκειμένω, ακόμη και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η διεύθυνση της προσφεύγουσας παραμένει άγνωστη, δεδομένου ότι οι μόνες ενδείξεις που παρέσχε η προσφεύγουσα στο Γενικό Δικαστήριο περιορίζονται στο όνομα μιας πόλης και μας χώρας, δεδομένα τα οποία έχουν, κατά τα λοιπά, αλλάξει δύο φορές μετά την άσκηση της προσφυγής (Βηρυτός, Λίβανος, στη συνέχεια Δαμασκός, Συρία, και, τέλος, Ντόχα, Κατάρ).

178    Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε, ότι, δεδομένου ότι η Ένωση διαθέτει δίκτυο εκπροσώπων στο εξωτερικό, το Συμβούλιο είχε τα μέσα να εντοπίσει τη διεύθυνση στην οποία μπορούσε να γίνει ατομική κοινοποίηση και ότι εναπόκειτο στο εν λόγω θεσμικό όργανο, και όχι στην ίδια, να αναλάβει πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση, εφόσον τα μέτρα που ελήφθησαν με τις πράξεις του Ιουλίου του 2010 μπορούσαν να έχουν αρνητικές συνέπειες έναντι αυτής.

179    Επί του ζητήματος αυτού, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στα θεσμικά όργανα να προβούν σε ατομική κοινοποίηση, εντός των ορίων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 176 ανωτέρω, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της προσφεύγουσας από την υποχρέωση να προβεί σε ενέργειες που της παρέχουν τη δυνατότητα να ενημερωθεί σχετικά με τη νομική της κατάσταση και, ειδικότερα, να εξακριβώνει τις αιτιάσεις που διατυπώνονται εις βάρος της. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω, το όνομα της προσφεύγουσας έχει καταχωρισθεί στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων από τον Δεκεμβρίου του 2001. Καθώς γνώριζε ότι εντός του Συμβουλίου διεξάγονταν συζητήσεις σχετικά με τη διατήρηση του ονόματός της στους καταλόγους αυτούς, είχε την ευχέρεια να προβεί στα αναγκαία διαβήματα προς το εν λόγω θεσμικό όργανο για να λάβει ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούσαν τα μέτρα που την αφορούσαν, διορίζοντας, ενδεχομένως, δικηγόρο για να την εκπροσωπήσει, όπως το έπραξε, εξάλλου, για τις διαδικασίες που κίνησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και για να διασφαλίσει την άμυνά της στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντιτάξει στο Συμβούλιο τις συνέπειες της δικής της αδράνειας.

180    Επομένως, το Συμβούλιο, χωρίς να παραβεί την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, μπορούσε να συνδυάσει, με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των πράξεων του Δεκεμβρίου του 2009, τη δημοσίευση ανακοινώσεως με την οποία καλούσε την προσφεύγουσα να ζητήσει την αιτιολογική έκθεση σχετικά με τις πράξεις αυτές, χωρίς να προβεί σε ατομική κοινοποίηση, δεδομένου ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεν ήταν δυνατή μία τέτοια κοινοποίηση.

181    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας

182    Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δέσμευση κεφαλαίων που τέθηκε σε εφαρμογή με τις πράξεις του Ιουλίου του 2010 παραβιάζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ. Παραπέμπει, συναφώς, στις αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461), και της 11ης Ιουνίου 2009, Othman κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑318/01, EU:T:2009:187).

183    Το Συμβούλιο, το οποίο υποστηρίζεται επί του ζητήματος αυτού από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο του λόγου αυτού.

184    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δεν απολαύουν, στο δίκαιο της Ένωσης, απόλυτης προστασίας. Μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό, υπό την προϋπόθεση, πρώτον, ότι δικαιολογούνται προσηκόντως βάσει σκοπών γενικού συμφέροντος των οποίων την επίτευξη επιδιώκει η Ένωση και, δεύτερον, ότι δεν συνιστούν, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, δυσανάλογη ή ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση των εν λόγω δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χωρών, C‑539/10 P et C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

185    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, υπενθυμίζεται ότι με τη δέσμευση κεφαλαίων, περιουσιακών στοιχείων και άλλων οικονομικών πόρων των προσώπων και των οντοτήτων που έχουν χαρακτηρισθεί, βάσει των κανόνων που προβλέπουν ο κανονισμός 2580/2001 και η κοινή θέση 2001/931, ως εμπλεκόμενα στη χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων επιδιώκεται η επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιμετωπίσεως των απειλών κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που συνιστούν οι τρομοκρατικές πράξεις (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χωρών, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

186    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, επισημαίνεται ότι τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων και, ειδικότερα, η διατήρηση του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2010 δεν θεωρούνται δυσανάλογα, ανεπίτρεπτα ή θίγοντα την υπόσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ορισμένων εξ αυτών.

187    Πράγματι, τέτοιου είδους μέτρα είναι αναγκαία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

188    Επιπλέον, τα μέτρα σχετικά με τη δέσμευση κεφαλαίων δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα, αλλά προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτρέπεται η χρήση των δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγούνται ειδικές άδειες, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

189    Εξάλλου, η διατήρηση της καταχωρίσεως του ονόματος των προσώπων και οντοτήτων στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων αποτελεί το αντικείμενο περιοδικής επανεξετάσεως ώστε να διασφαλίζεται ότι θα διαγράφονται εκείνα που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια για να περιλαμβάνονται σ’ αυτούς (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 129).

190    Τα στοιχεία αυτά δεν επηρεάζονται από τη νομολογία που αναπτύχθηκε με τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει η προσφεύγουσα.

191    Με τις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συνέτρεχε αδικαιολόγητος περιορισμός λόγω του ότι επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εις βάρος του εκάστοτε προσφεύγοντος χωρίς αυτός να τύχει διαδικαστικών εγγυήσεων που θα του έδιναν τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις ενώπιον των αρμοδίων για την έγκρισή τους αρχών των Ηνωμένων Εθνών, ή, εντός της Ένωσης, ενώπιον του Συμβουλίου, που τις εφάρμοσε εντός των κρατών μελών.

192    Η περίπτωση αυτή διαφέρει εκείνης της υπό κρίση υποθέσεως, στην οποία οι πράξεις του Ιουλίου του 2010 δεν αφορούν αρχική καταχώριση και δεν βασίζονται σε ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών, ενώ, λόγω της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως του Δεκεμβρίου του 2009, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος της (βλ. σκέψεις 170 έως 180 ανωτέρω).

193    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

194    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν περιέλαβε στις πράξεις του Ιουλίου του 2010, όπως αυτές δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, τους λόγους που δικαιολογούν τη διατήρηση του ονόματός της στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου του 2010.

195    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο αυτού του λόγου ακυρώσεως.

196    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στις 13 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα, αφενός, το διατακτικό και τη γενική αιτιολογία των πράξεων του Ιουλίου 2010 και, αφετέρου, την ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010, καλώντας τα οικεία πρόσωπα και τις οικείες οντότητες να υποβάλλουν αίτηση για να λάβουν την αιτιολογική έκθεση σχετικά με τις πράξεις αυτές.

197    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, στην περίπτωση περιοριστικών μέτρων, το Συμβούλιο μπορεί, χωρίς να παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως και να παραβιάζει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, να περιορίζει τη δημοσίευση των πράξεων που περιέχουν περιοριστικά μέτρα που γίνεται στην Επίσημη Εφημερίδα στο διατακτικό και στη γενική αιτιολογία στην οποία στηρίζονται τα εν λόγω μέτρα, εξυπακουομένου ότι η ειδική και συγκεκριμένη αιτιολογία πρέπει να διατυπώνεται και να γνωστοποιείται στους ενδιαφερομένους με κάθε άλλο ενδεδειγμένο τρόπο.

198    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο, να συμπεριλάβει στις πράξεις του Ιουλίου του 2010, όπως αυτές δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούσαν την έκδοσή τους.

199    Ωστόσο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ότι η αιτιολογική έκθεση σχετικά με τις πράξεις του Ιουλίου του 2010 έπρεπε να της κοινοποιηθεί και να μην αποτελεί αντικείμενο ανακοινώσεως που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Υπογραμμίζει επίσης ότι η ανακοίνωση αυτή, στο βαθμό που δεν γινόταν ρητή αναφορά στην προσφεύγουσα,της ήταν δύσκολα προσβάσιμη. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η εν λόγω ανακοίνωση μείωνε στους δύο μήνες το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η προσφεύγουσα μπορούσε να υποβάλει αίτηση για να ζητήσει από το Συμβούλιο την αιτιολογική έκθεση των πράξεων του Ιουλίου του 2010, χρονικό διάστημα το οποίο δεν ήταν εύλογο.

200    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 176 έως 180 ανωτέρω, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν διέθετε την ακριβή διεύθυνση της προσφεύγουσας, κωλύετο να προβεί στην ατομική κοινοποίηση της αιτιολογικής εκθέσεως των πράξεων του Ιουλίου του 2010, οπότε μπορούσε να περιορισθεί στη δημοσίευση της ανακοινώσεως του Ιουλίου του 2010.

201    Εξάλλου, το γεγονός ότι η ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010 δεν ανέφερε ρητώς τα ονόματα των προσώπων και των οντοτήτων που αφορούσε δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθαυτό, ότι παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω ανακοίνωση παρέπεμπε στον κανονισμό του Ιουλίου του 2010 στον οποίο μνημονεύονταν τα ονόματα αυτά.

202    Τέλος, δεν είναι ακριβές ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010, η αίτηση για να λάβει την αιτιολογική έκθεση των πράξεων αυτών έπρεπε να υποβληθεί εντός δύο μηνών από τη δημοσίευσή της. Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η ανακοίνωση του Ιουλίου του 2010 δεν περιόριζε σε δύο μήνες το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορούσε να υποβληθεί αίτηση για να ζητηθεί η αιτιολογική έκθεση των πράξεων του Ιουλίου του 2010, αλλά διευκρίνιζε μόνον ότι το Συμβούλιο προέβαινε σε τακτική επανεξέταση των καταλόγων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, και ότι, εάν τα οικεία πρόσωπα και οι οικείες οντότητες υπέβαλαν αίτηση για επανεξέταση και επιθυμούσαν να εξετασθεί η αίτηση τους κατά την επόμενη επανεξέταση, η εν λόγω αίτηση έπρεπε να υποβληθεί ενώπιον του εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της εν λόγω ανακοινώσεως.

203    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως και, επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.      Συμπέρασμα

204    Κατόπιν των προεκτεθέντων, απορρίπτεται η προσφυγή, καθόσον αφορά τις πράξεις του Ιουλίου του 2010.

3.      Επί του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011

205    Από τη σκέψη 73 ανωτέρω προκύπτει ότι, προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ίδιους λόγους ακυρώσεως με εκείνους που προέβαλε κατά των πράξεων του Ιουλίου του 2010.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

206    Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι ο ίδιος με εκείνον που προβάλλεται κατά των πράξεων του Ιουλίου του 2010, η δε εξέταση αυτού του λόγου δεν εξαρτάται από ιδιαίτερες περιστάσεις όσον αφορά την έκδοση των πράξεων αυτών, πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 150 έως 157 ανωτέρω.

207    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

208    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, για τον λόγο ότι δεν της κοινοποιήθηκαν, πριν από την έκδοση των εν λόγω πράξεων, τα στοιχεία που έγιναν δεκτά σε βάρος της, για τη στήριξη των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011.

209    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο αυτού του λόγου ακυρώσεως.

210    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, πριν από την έκδοση των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της 20ής Νοεμβρίου 2010 ανακοίνωση η οποία διευκρίνιζε προς τα πρόσωπα και οντότητες που αφορούσε ο εκτελεστικός κανονισμός 610/2010 ότι, μετά από νέες πληροφορίες, τροποποίησε την αιτιολογική έκθεση σχετικά με αυτόν τον κανονισμό και καλούσε τα εν λόγω πρόσωπα και οντότητες να του υποβάλουν αίτηση και να ζητήσουν αυτήν την αιτιολογική έκθεση (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

211    Στις σκέψεις 176 έως 180 ανωτέρω, κρίθηκε ότι η έλλειψη ατομικής κοινοποιήσεως στην προσφεύγουσα της αιτιολογικής εκθέσεως σχετικά με τον εκτελεστικό κανονισμό 1285/2009 δεν μπορούσε, λόγω των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την αιτιολογική έκθεση σχετικά με τις πράξεις του Ιανουαρίου του 2011.

212    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το Συμβούλιο κοινοποίησε στη δικηγόρο της, με το έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2010 που αναφέρεται στη σκέψη 14 ανωτέρω, την αιτιολογική έκθεση βάσει της οποίας εξέτασε το ενδεχόμενο να διατηρήσει το όνομα της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους του Ιανουαρίου του 2011. Κατά την άποψή της, τέτοιο έγγραφο θα έπρεπε να σταλεί στην ίδια και όχι στη δικηγόρο της, η οποία δεν είχε λάβει εντολή που να την εξουσιοδοτεί να λαμβάνει τέτοιου είδους έγγραφα.

213    Όταν το Συμβούλιο ρωτήθηκε επί του θέματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δέχτηκε ότι κοινοποίησε το έγγραφο αυτό στη δικηγόρο της προσφεύγουσας για την ενημέρωσή της, αν και δεν επιβαλλόταν ατομική κοινοποίηση όσον αφορά την εν λόγω αποστολή εγγράφου.

214    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά την υπομνησθείσα νομολογία στη σκέψη 176 ανωτέρω, ατομική κοινοποίηση απαιτείται μόνο όταν αυτή είναι εφικτή, γεγονός που δεν συνέβαινε εν προκειμένω, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 177 έως 180 ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να υφίστατο ή δεν είχε ανακοινωθεί στο Συμβούλιο κάποια διεύθυνση και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για να λάβει την αιτιολογική έκθεση.

215    Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από το ότι είχε αποσταλεί επιστολή στη δικηγόρο της προσφεύγουσας χωρίς αυτή να έχει λάβει εντολή από την προσφεύγουσα που να την εξουσιοδοτεί να την παραλάβει. Πράγματι, η απουσία εντολής αντί να θέτει υπό αμφισβήτηση, απλώς επιβεβαιώνει τη διαπίστωση που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, ότι το Συμβούλιο δεν διέθετε κανένα μέσο που να του παρέχει τη δυνατότητα να κοινοποιήσει ατομικά στην προσφεύγουσα την αιτιολογική έκθεση.

216    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας

217    Δεδομένου ότι ο λόγος ακυρώσεως είναι ο ίδιος με εκείνον που προβάλλεται κατά των πράξεων του Ιουλίου του 2010, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 184 έως 189 ανωτέρω.

218    Όσον αφορά την παραπομπή στις αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461), και της 11ης Ιουνίου 2009, Othman κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑318/01, EU:T:2009:187), διευκρινίζεται ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως είναι διαφορετικές εκείνων που οδήγησαν στην έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 210 έως 215 ανωτέρω, η αιτιολογική έκθεση των πράξεων του Ιανουαρίου του 2011 ήταν συνεχώς στη διάθεση της προσφεύγουσας πριν από την έκδοσή τους.

219    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

220    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν συμπεριέλαβε στις πράξεις του Ιανουαρίου του 2011, όπως δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, τους συγκεκριμένους λόγους σχετικά με τη διατήρηση του ονόματός της στους επίμαχους καταλόγους του Ιανουαρίου του 2011.

221    Επί του ζητήματος αυτού, υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 170 και 197 ανωτέρω ότι, κατά τη νομολογία, όσον αφορά τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, γίνεται δεκτό ότι το κείμενο των πράξεων που περιλαμβάνουν τα μέτρα αυτά το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα, περιλαμβάνει μόνον το διατακτικό και γενική αιτιολογία, εξυπακουομένου ότι η ειδική και συγκεκριμένη αιτιολογία των εν λόγω μέτρων πρέπει να γνωστοποιείται στους ενδιαφερομένους με κάθε ενδεδειγμένο τρόπο.

222    Στη σκέψη 200 ανωτέρω, έγινε δεκτό ότι, όσον αφορά τις πράξεις του Ιουλίου του 2010, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 176 έως 180, η εκ μέρους του Συμβουλίου κοινοποίηση στην προσφεύγουσα της ειδικής και συγκεκριμένης αιτιολογίας των περιοριστικών μέτρων μέσω της δημοσιεύσεως ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, με την οποία την καλούσε να υποβάλει αίτηση ζητώντας την αιτιολογία αυτή, πληρούσε τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη νομολογία. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει για τις πράξεις του Ιανουαρίου του 2011.

223    Για τον λόγο που εκτίθεται στη σκέψη 215 ανωτέρω, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το γεγονός ότι εστάλη έγγραφο στη δικηγόρο της προσφεύγουσας χωρίς να έχει δοθεί σ’ αυτήν εντολή από την προσφεύγουσα για να παραλαμβάνει τέτοιου είδους κοινοποιήσεις δεν επηρέασε το ότι δεν ήταν εφικτή η κοινοποίηση.

224    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.      Συμπέρασμα

225    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά τις πράξεις του Ιανουαρίου του 2011.

4.      Επί του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014

226    Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, η προσφεύγουσα προβάλλει, με το συμπληρωματικό υπόμνημα και τα υπομνήματα περί προσαρμογής, οκτώ λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονται αντιστοίχως:

–        παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931·

–        περιπτώσεις πλάνης περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών·

–        πλάνη εκτιμήσεως ως προς το αν η προσφεύγουσα αποτελεί οργάνωση τρομοκρατικού χαρακτήρα·

–        το ότι δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη η εξέλιξη της καταστάσεως με την πάροδο του χρόνου·

–        παραβίαση της αρχής περί μη επεμβάσεως·

–        παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας·

–        προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

227    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, στη συνέχεια ο έκτος λόγος ακυρώσεως και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατόπιν ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται πλάνη περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών και, τέλος, ο τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έβδομος και όγδοος λόγος ακυρώσεως.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931

228    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, αφού προέβαλε τις παρατηρήσεις της ως προς τον προσδιορισμό των οργανώσεων τις οποίες αφορούν αντιστοίχως οι αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και των αμερικανικών αρχών, προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρέβη το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 χαρακτηρίζοντας τις αποφάσεις αυτές ως αποφάσεις εκδοθείσες από αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της διατάξεως αυτής

229    Η διατήρηση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο εκείνων σε βάρος των οποίων ισχύει δέσμευση κεφαλαίων αποτελεί, κατ’ ουσίαν, τη συνέχεια της αρχικής καταχωρίσεως και προϋποθέτει, ως εκ τούτου, ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του συγκεκριμένου προσώπου ή της συγκεκριμένης οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως διαπιστώθηκε αρχικώς από το Συμβούλιο, βάσει της εθνικής αποφάσεως στην οποία είχε στηριχθεί η αρχική αυτή καταχώριση (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 61, και Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 39).

230    Ο λόγος ακυρώσεως είναι, συνεπώς, αλυσιτελής.

231    Υπό το πρίσμα της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει, προκαταρκτικά, να προσδιορισθούν οι οργανώσεις τις οποίες αφορούν οι αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και των αμερικανικών αρχών, στη συνέχεια να εξεταστούν, πρώτον, οι επικρίσεις που αφορούν ειδικώς τις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών, και, δεύτερον, οι επικρίσεις που αφορούν τόσο τις αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και εκείνες των αμερικανικών αρχών.

1)      Επί του προσδιορισμού των οργανώσεων τις οποίες αφορούν οι αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και οι αποφάσεις των αμερικανικών αρχών

232    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά τις αιτιολογικές εκθέσεις που της κοινοποίησε το Συμβούλιο, οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 στηρίζονται σε απόφαση του Home Secretary, περί απαγορεύσεως λειτουργίας της Hamas-Izz al-Din al-Qassem, δηλαδή του ενόπλου σκέλους της Hamas, και σε δύο αμερικανικές αποφάσεις, οι οποίες αφορούν τη Hamas άνευ περαιτέρω διευκρινίσεων.

233    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι οι αμερικανικές αρχές είχαν την πρόθεση να καταχωρίσουν τη Hamas στο σύνολό της [ΣτΜ: ως τρομοκρατική οργάνωση], φρονεί δε ότι το Συμβούλιο, εκτιμώντας ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο, προέβη σε διασταλτική ερμηνεία των αποφάσεων των αρχών αυτών, η οποία δεν συνάγεται σαφώς από τους καταλόγους που δημοσίευσαν οι αρχές του εν λόγω κράτους.

234    Διαπιστώνεται συναφώς ότι οι αμερικανικές αποφάσεις μνημονεύουν ρητώς τη Hamas, προσδιορισμός ο οποίος συνοδεύεται, στην απόφαση που τη χαρακτηρίζει ως αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση, από μια δωδεκάδα άλλων ονομάτων –μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η «Izz-Al-Din Al-Qassam brigades»– με τα οποία είναι επίσης γνωστή η Hamas (also known as).

235    Η περίσταση αυτή δεν μπορεί, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη ότι οι αμερικανικές αρχές είχαν την πρόθεση να περιορίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηρισμό αποκλειστικώς στη «Hamas-Izz al-Din al-Qassem». Καταρχάς, μεταξύ των επιπλέον αυτών ονομάτων καταλέγονται ονόματα που παραπέμπουν στη Hamas συνολικά, όπως το όνομα «Islamic Resistance Movement», το οποίο αποτελεί μετάφραση στην αγγλική γλώσσα της ονομασίας «Harakat Al-Muqawama Al-Islamia», δηλαδή μιας άλλης επίσης μνημονευομένης ονομασίας της οποίας η λέξη «Hamas» συνιστά το ακρωνύμιο. Εν συνεχεία, η μνεία των διαφόρων αυτών ονομάτων σκοπεί αποκλειστικώς να διασφαλίσει συγκεκριμένα την αποτελεσματικότητα του μέτρου που ελήφθη σε βάρος της Hamas, καθιστώντας δυνατή την εφαρμογή του ως προς όλες τις γνωστές ονομασίες και σκέλη της.

236    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η απόφαση του Home Secretary αφορά την Hamas-Izz al-Din al-Qassem, ενώ οι αμερικανικές αποφάσεις αφορούν τη Hamas, περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem

2)      Επί των επικρίσεων που αφορούν ειδικώς τις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών

237    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να στηρίξει τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 στις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν τρίτο κράτος και επειδή, καταρχήν, οι αρχές των κρατών αυτών δεν συνιστούν «αρμόδιες αρχές» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931

238    Επί του ζητήματος αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ιδίως ότι το σύστημα που καθιερώθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 στηρίζεται στην εμπιστοσύνη προς τις εθνικές αρχές, η οποία έχει ως βάση την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών της Ένωσης, την ύπαρξη κοινών αξιών, οι οποίες μνημονεύονται στις Συνθήκες, και την υπαγωγή σε κοινούς κανόνες δικαίου, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η ΕΣΔΑ και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρχές τρίτων κρατών δεν δύνανται, κατά την προσφεύγουσα, να απολαύουν της εμπιστοσύνης αυτής.

239    Επικουρικώς, σε περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι η αρχή τρίτου κράτους δύναται να συνιστά αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εναπόκειται στο Συμβούλιο να προβεί σε διαφόρους ελέγχους τους οποίους, εν προκειμένω, δεν πραγματοποίησε.

240    Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο πρέπει, οσάκις στηρίζεται σε απόφαση αρχής τρίτου κράτους, να διακριβώνει αν η αρχή αυτή σεβάστηκε τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στοιχείο που συνεπάγεται όσον αφορά την πρώτη από τις αρχές αυτές ότι η αιτιολογία της αποφάσεως της αρχής του τρίτου κράτους πρέπει να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο το συντομότερο δυνατόν και ότι αυτός πρέπει να είναι σε θέση να υποστηρίξει την άποψή του επί της αποφάσεως αυτής.

241    Ωστόσο, από την εξέταση των σχετικών αμερικανικών διατάξεων προκύπτει ότι η εθνική διαδικασία δεν πληρούσε τις προδιαγραφές της Ένωσης. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν καμία υποχρέωση κοινοποιήσεως των αποφάσεων που εκδίδονται και, ακόμη λιγότερο, γνωστοποιήσεως του σκεπτικού τους, ούτε καν υποχρέωση αιτιολογήσεως αυτών, ενώ, επιπλέον, οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής είναι πολύ σύντομες. Καθώς τα οικεία πρόσωπα δεν πληροφορούνται ούτε τους λόγους ούτε καν την ύπαρξη των αποφάσεων που έχουν ληφθεί σχετικά με αυτά, δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν την άποψή τους ή να εκτιμήσουν τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής. Αυτή ήταν η περίπτωση της προσφεύγουσας, η οποία δεν έλαβε καμία κοινοποίηση ή πληροφορία σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ως αλλοδαπής τρομοκρατικής οργανώσεως και οντότητας που ρητώς έχει κριθεί ότι αποτελεί διεθνή τρομοκρατική οργάνωση και δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει τα δικαιώματά της.

242    Επιπλέον, η αμερικανική νομοθεσία δεν προβλέπει δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο και οι δυνατότητες διοικητικής επανεξετάσεως της καταστάσεως των οικείων προσώπων είναι πολύ περιορισμένες. Η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο διοικητικών προσφυγών δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την πρόσβαση στον φάκελο στο πλαίσιο δικαστικών προσφυγών λόγω του γεγονότος ότι ο δικαστής πρέπει να στηρίζεται στον φάκελο που συντάσσει η διοίκηση, ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να προσκομίσουν αποδείξεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και ότι είναι δυνατόν αυτές να αφαιρεθούν από τη διοίκηση. Ακόμη και στο πλαίσιο δικαστικών προσφυγών, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο είναι εξαιρετικά τμηματικό, ενώ οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να επικαλεστούν την προσβολή των συνταγματικών τους δικαιωμάτων μόνον εφόσον έχουν ιδιαίτερη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

243    Το Συμβούλιο αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

244    Υπενθυμίζεται συναφώς, όσον αφορά το κύριο επιχείρημα της προσφεύγουσας, ότι με την απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 22), το Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο «αρμόδια αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, ως μη αναφερόμενο αποκλειστικώς στις αρχές των κρατών μελών, αλλά ως δυνάμενο, κατ’ αρχήν, να εμπερικλείει τις αρχές τρίτων κρατών.

245    Η ερμηνεία που υιοθέτησε το Δικαστήριο, δικαιολογείται, αφενός, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, το οποίο δεν υπάγει στο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου «αρμόδιες αρχές» αποκλειστικώς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και, αφετέρου, από τον σκοπό της κοινής αυτής θέσεως, η οποία υιοθετήθηκε προς υλοποίηση του ψηφίσματος 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ψηφίσματος που σκοπεί στην εντατικοποίηση της μάχης κατά της τρομοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω της συστηματικής και στενής συνεργασίας όλων των κρατών (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 23).

246    Όσον αφορά το επικουρικό επιχείρημα, διαπιστώνεται ότι, κατά το Δικαστήριο, οσάκις το Συμβούλιο στηρίζεται σε απόφαση τρίτου κράτους, πρέπει να διακριβώνει προηγουμένως, αν η απόφαση αυτή εκδόθηκε υπό την προϋπόθεση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και να παρέχει, με τις αιτιολογικές εκθέσεις των ιδίων αποφάσεων, τα στοιχεία εκ των οποίων δύναται να συναχθεί ότι προέβη στη διακρίβωση αυτή (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 31).

247    Προς τούτο, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει, ενδεχομένως συνοπτικώς, στην αιτιολογική έκθεση σχετικά με απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι η απόφαση του τρίτου κράτους επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί εκδόθηκε τηρουμένης της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 33).

248    Στη σκέψη 36 της αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583), το Δικαστήριο εξέτασε, υπό το πρίσμα των κανόνων αυτών, την αιτιολογική έκθεση του εκτελεστικού κανονισμού 790/2014, με την οποία το Συμβούλιο, αφενός, διαπίστωσε ότι η ινδική κυβέρνηση απαγόρευσε τη δράση των Liberation Tigers of Tamil Eelam (LTTE) το 1992, δυνάμει του Unlawful Activities Act 1967 (νόμου του 1967 περί των παρανόμων δραστηριοτήτων) και, εν συνεχεία, τους συμπεριέλαβε στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα του Unlawful Activities Prevention (Amendment) Act 2004 [(τροποποιημένου) νόμου του 2004 περί της προλήψεως των παρανόμων δραστηριοτήτων] και, αφετέρου, ανέφερε ότι τα τμήματα 36 και 37 του νόμου του 1967 περί των παρανόμων δραστηριοτήτων περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικές με τη δυνατότητα προσβολής και επανεξετάσεως του καταλόγου της Ινδίας για τα πρόσωπα και τις οντότητες επί των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, ότι η απόφαση περί απαγορεύσεως της δράσεως των LTTE ως παράνομης ενώσεως υπέκειτο σε περιοδική επανεξέταση εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών της Ινδίας, ότι η τελευταία επανεξέταση έλαβε χώρα στις 14 Μαΐου 2012 και ότι, κατόπιν επανεξετάσεως εκ μέρους του δικαστηρίου που συνεστήθη δυνάμει του νόμου του 1967 περί των παρανόμων δραστηριοτήτων, ο χαρακτηρισμός των LTTE ως οντότητας αναμεμειγμένης σε τρομοκρατικές ενέργειες επικυρώθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών της Ινδίας στις 11 Δεκεμβρίου 2012.

249    Βάσει των στοιχείων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 37 της αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583), ότι ο κανονισμός 790/2014 δεν περιέχει μνεία σε κάποιο στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να συναχθεί ότι το Συμβούλιο ήλεγξε αν οι αποφάσεις των ινδικών αρχών είχαν ληφθεί υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ότι, επομένως, η αιτιολογία του κανονισμού αυτού δεν καθιστά σαφές αν το Συμβούλιο εκπλήρωσε την υποχρέωση διακριβώσεως που υπείχε συναφώς.

250    Στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, όσον αφορά κάθε στοιχείο επί του θέματος αυτού, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο χαρακτηρισμός της προσφεύγουσας ως αλλοδαπής τρομοκρατικής οργανώσεως «υπόκειται σε δικαστική προσφυγή σύμφωνα με τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών» και ότι ο χαρακτηρισμός της ως οντότητας που ρητώς έχει κριθεί ότι αποτελεί διεθνή τρομοκρατική οργάνωση «υπόκειται σε διοικητικό και σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών».

251    Διαπιστώνεται ότι, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583), από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Συμβούλιο ήλεγξε ότι οι αμερικανικές αποφάσεις είχαν ληφθεί υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των οικείων προσώπων και οντοτήτων.

252    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αμερικανικές αποφάσεις δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για την έκδοση των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014.

253    Εντούτοις, δεδομένου ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 δεν απαιτεί να στηρίζονται οι πράξεις του Συμβουλίου σε πλείονες αποφάσεις αρμοδίων αρχών, οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 μπορούσαν να παραπέμπουν μόνο στην απόφαση του Home Secretary, και, επομένως η εξέταση της προσφυγής θα συνεχισθεί καθόσον οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 στηρίζονται στην απόφαση αυτή.

3)      Επί των επικρίσεων που αφορούν τόσο τις αποφάσεις των αμερικανικών αρχών όσο και εκείνες των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου

254    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις των αμερικανικών αρχών και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, στις οποίες στηρίχθηκαν οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, δεν συνιστούν «αποφάσεις αρμοδίων αρχών» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, για τρεις λόγους.

255    Οι λόγοι αυτοί θα εξεταστούν κατωτέρω καθόσον αφορούν την απόφαση του Home Secretary, σύμφωνα με τη σκέψη 253 ανωτέρω.

1)      Επί της προτεραιότητας που πρέπει να δίδεται στις δικαστικές αρχές

256    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, το Συμβούλιο μπορεί να στηριχθεί σε διοικητικές αποφάσεις μόνον εφόσον οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία δικαιοδοσία επί θεμάτων καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας. Τούτο δεν ισχύει, κατά την προσφεύγουσα, εν προκειμένω, δεδομένου ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι δικαστικές αρχές έχουν δικαιοδοσία επί των θεμάτων αυτών. Επομένως, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 την απόφαση του Home Secretary.

257    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

258    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, ο διοικητικός και όχι δικαστικός χαρακτήρας αποφάσεως δεν έχει καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, καθόσον το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προβλέπει ρητώς ότι μη δικαστική αρχή δύναται να χαρακτηρισθεί ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψεις 144 και 145, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 105).

259    Μολονότι στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 διατυπώνεται προτίμηση υπέρ των αποφάσεων που προέρχονται από δικαστικές αρχές, τούτο ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο να λαμβάνονται υπόψη αποφάσεις προερχόμενες από διοικητικές αρχές οσάκις, αφενός, οι αρχές αυτές έχουν πράγματι αρμοδιότητα, κατά το εθνικό δίκαιο, να λαμβάνουν αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα κατά ομάδων εμπλεκομένων στην τρομοκρατία και, αφετέρου, οι αρχές αυτές, μολονότι είναι απλώς διοικητικές, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ισοδύναμες» με τις δικαστικές αρχές (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 107).

260    Κατά τη νομολογία, οι διοικητικές αρχές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ισοδύναμες των δικαστικών αρχών εφόσον οι αποφάσεις τους είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 145).

261    Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι τα δικαστήρια του οικείου κράτους έχουν αρμοδιότητες στον τομέα της καταστολής της τρομοκρατίας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το Συμβούλιο να λάβει υπόψη αποφάσεις εκδοθείσες από διοικητική αρχή που είναι επιφορτισμένη με τη λήψη περιοριστικών μέτρων στον τομέα της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 108).

262    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το Συμβούλιο προκύπτει ότι οι αποφάσεις του Home Secretary είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον της Proscribed Organisations Appeal Commission (επιτροπής προσφυγών σχετικά με τις απαγορευόμενες οργανώσεις, Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία αποφαίνεται εφαρμόζοντας τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο, ενώ κάθε διάδικος δύναται να προσβάλει την απόφαση της επιτροπής προσφυγών σχετικά με τις απαγορευόμενες οργανώσεις όσον αφορά νομικό ζήτημα ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον λάβει άδεια από την επιτροπή αυτή ή, ελλείψει τέτοιας αδείας, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 2).

263    Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει ότι οι αποφάσεις του Home Secretary είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής, οπότε, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 259 και 260 ανωτέρω, η διοικητική αυτή αρχή πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ισοδύναμη δικαστικής αρχής και, επομένως, ως αρμόδια αρχή, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία έχει πλειστάκις αποφανθεί υπέρ της απόψεως αυτής (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885).

264    Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, σε πλείονες αποφάσεις, έχει δεχθεί ότι ο Home Secretary είχε την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής, πλην όμως επισημαίνει ότι, στις υποθέσεις αυτές, οι επίμαχες αποφάσεις συνοδεύονταν από δικαστική απόφαση, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

265    Επισημαίνεται συναφώς ότι, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, οι επίμαχες αποφάσεις των διοικητικών αρχών δεν συνοδεύονταν, όσον αφορά καθεμία από τις αποφάσεις [του Γενικού Δικαστηρίου] σχετικά με τις στηριζόμενες σε απόφαση του Home Secretary πράξεις, από δικαστική απόφαση. Δεν υπήρχε τέτοια απόφαση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου (T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 107). Σε εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (T‑256/07, EU:T:2008:461), το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε σε δικαστική απόφαση πλέον της διοικητικής. Ωστόσο, η παραπομπή αυτή εντάσσεται σε όλως ιδιαίτερο πλαίσιο, καθόσον η προσφεύγουσα είχε προσβάλει τη διοικητική απόφαση σε εθνικό επίπεδο, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

266    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 δεν μπορούν να ακυρωθούν για τον λόγο ότι το Συμβούλιο, στις αιτιολογικές τους εκθέσεις, μνημόνευσε απόφαση του Home Secretary, ο οποίος συνιστά διοικητική αρχή.

2)      Επί του ότι η απόφαση του Home Secretary συνίσταται σε κατάρτιση καταλόγου των τρομοκρατικών οργανώσεων

267    Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ενέργειες των αρμοδίων αρχών, περιλαμβανομένου του Home Secretary, τις οποίες αφορούν οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, συνίστανται, στην πράξη, στην κατάρτιση καταλόγων των τρομοκρατικών οργανώσεων προκειμένου αυτές να υπαχθούν σε καθεστώς περιοριστικών μέτρων. Η δραστηριότητα αυτή καταρτίσεως καταλόγων δεν συνιστά αρμοδιότητα καταστολής δυνάμενη να εξομοιωθεί με «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» ή, ακόμη, με «καταδίκη», δηλαδή τις εξουσίες που πρέπει να διαθέτει, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, η «αρμόδια αρχή».

268    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

269    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, βάσει της κοινής θέσεως 2001/931 δεν απαιτείται η απόφαση της αρμόδιας αρχής να εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας stricto sensu, υπό την προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της κοινής θέσεως 2001/931 σχετικά με την εφαρμογή του ψηφίσματος 1373(2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η οικεία εθνική διαδικασία αποσκοπεί στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας εν ευρεία εννοία (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 113).

270    Το Δικαστήριο έχει κρίνει επί του ζητήματος αυτού ότι η προστασία των προσώπων δεν διακυβεύεται αν η ληφθείσα από την εθνική αρχή απόφαση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας αποσκοπούσας στην επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο τη λήψη προληπτικών μέτρων (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al–Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 70).

271    Στο ίδιο πνεύμα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, απόφαση αφορώσα την «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» πρέπει, για να μπορεί να την επικαλεσθεί βασίμως το Συμβούλιο, να εντάσσεται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας σκοπούσας αμέσως και κυρίως στην επιβολή προληπτικού ή κατασταλτικού μέτρου στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να κατασταλεί η τρομοκρατία και λόγω της αναμείξεώς του σ’ αυτή (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2009:372, σκέψη 111).

272    Εν προκειμένω, η απόφαση του Home Secretary προβλέπει μέτρα απαγορεύσεως σε βάρος οργανώσεων χαρακτηριζομένων ως τρομοκρατικών.

273    Μια τέτοια απόφαση δεν αποτελεί κατά κυριολεξία απόφαση «ενάρξεως ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μία τρομοκρατική πράξη» ούτε αφορά «καταδίκη για τέτοιες πράξεις» υπό τη στενή ποινική έννοια του όρου, αλλά συνεπάγεται την απαγόρευση λειτουργίας της προσφεύγουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο και, ως εκ τούτου, εντάσσεται, όπως απαιτείται από τη νομολογία, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας που αποσκοπεί, κυρίως, στην επιβολή προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων κατά της προσφεύγουσας, με αντικείμενο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 115).

274    Όσον αφορά το ότι η δραστηριότητα της οικείας αρχής έχει ως αποτέλεσμα την κατάρτιση καταλόγου προσώπων ή οντοτήτων που εμπλέκονται στην τρομοκρατία, επισημαίνεται ότι τούτο δεν συνεπάγεται, αφεαυτού, ότι η εν λόγω αρχή δεν προέβη σε εξατομικευμένη εκτίμηση όσον αφορά καθένα από τα πρόσωπα αυτά ή καθεμία από τις οντότητες αυτές πριν από την καταχώριση στους σχετικούς καταλόγους, ούτε ότι η εκτίμηση αυτή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να είναι αυθαίρετη ή να στερείται ερείσματος (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 118).

275    Επομένως, το μείζονος σημασίας ζήτημα δεν είναι το ότι η δραστηριότητα της οικείας αρχής έχει ως αποτέλεσμα την κατάρτιση καταλόγου προσώπων ή οντοτήτων που εμπλέκονται στην τρομοκρατία, αλλά το ζήτημα αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται με επαρκείς εγγυήσεις ώστε να παρέχεται στο Συμβούλιο η δυνατότητα να βασισθεί επ’ αυτής προκειμένου να τεκμηριώσει τη δική του απόφαση περί καταχωρίσεως σε σχετικό κατάλογο (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 118).

276    Συνεπώς, κακώς διατείνεται η προσφεύγουσα ότι η παραδοχή περί του ότι η εξουσία καταρτίσεως καταλόγων μπορεί να χαρακτηρίζει μια αρμόδια αρχή αντιβαίνει, επί της αρχής, στην κοινή θέση 2001/931.

277    Η κρίση αυτή δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

278    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, μόνον οι κατάλογοι που έχει καταρτίσει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο.

279    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 1, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσεως 2001/931 αποσκοπεί απλώς στην παροχή στο Συμβούλιο πρόσθετης δυνατότητας προσδιορισμού των εμπλεκομένων στην τρομοκρατία, πλέον των προσδιορισμών στους οποίους μπορεί αυτό να προβεί βάσει αποφάσεων των αρμοδίων εθνικών αρχών.

280    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, καθόσον υιοθετεί αυτούσιους τους καταλόγους που προτείνουν οι αρμόδιες αρχές, ο κατάλογος της Ένωσης αποτελεί απλώς έναν κατάλογο καταλόγων, διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πεδίο εφαρμογής των εθνικών διοικητικών μέτρων που έχουν ληφθεί, ενδεχομένως, από αρχές τρίτου κράτους, χωρίς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να έχουν ενημερωθεί σχετικώς και χωρίς να δύνανται να προασπίσουν πραγματικά τα συμφέροντά τους.

281    Διαπιστώνεται συναφώς ότι, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο, οσάκις προσδιορίζει τα πρόσωπα ή τις οντότητες σε βάρος των οποίων ισχύουν τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, στηρίζεται στις διαπιστώσεις αρμοδίων αρχών.

282    Στο πλαίσιο της κοινής θέσεως 2001/931, καθιερώθηκε μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και των θεσμικών Ευρωπαϊκών οργάνων, η οποία συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να επαφίεται, στο μέτρο του δυνατού, στις εκτιμήσεις των αρμοδίων εθνικών αρχών (βλ. αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 133, και της 4ης Δεκεμβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑284/08, EU:T:2008:550, σκέψη 53).

283    Καταρχήν, δεν απόκειται στο Συμβούλιο να αποφαίνεται επί του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών, δεδομένου ότι η εξουσία αυτή ανήκει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, T‑47/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:207, σκέψη 168)

284    Μόνον κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, τον εκ μέρους αρχών των κρατών μελών σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αν πράγματι τηρήθηκαν τα δικαιώματα αυτά.

285    Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία εμπλέκονται αρχές τρίτου κράτους, το Συμβούλιο οφείλει, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 246 και 247 ανωτέρω, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκαν πράγματι οι εγγυήσεις αυτές και να αιτιολογεί την απόφασή του σχετικώς.

3)      Επί της ελλείψεως μνείας των σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση του Home Secretary

286    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, καθόσον στηρίζεται σε διοικητική και όχι σε δικαστική απόφαση, όφειλε να αποδείξει, στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, ότι η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί «βάσει ή σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων», όπως επιτάσσει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

287    Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν αφορά τον χαρακτηρισμό της εν λόγω αποφάσεως ως «αποφάσεως [ληφθείσας] από αρμόδιες αρχές», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, αλλά την αιτιολογία των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, θα εξετασθεί στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο επίσης προβάλλεται.

4)      Συμπέρασμα

288    Από τις σκέψεις 246 έως 252 ανωτέρω προκύπτει ότι οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 δεν μπορούν να στηριχθούν στις αμερικανικές αποφάσεις, δεδομένου ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως όσον αφορά τη διακρίβωση της τηρήσεως της αρχής των δικαιωμάτων άμυνας στις Ηνωμένες Πολιτείες

289    Επιπλέον, από τις σκέψεις 234 έως 236 ανωτέρω προκύπτει ότι οι αποφάσεις των αμερικανικών αρχών κατά των οποίων βάλλει ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αφορούσαν το σύνολο της Hamas, ενώ η απόφαση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αφορούσε αποκλειστικώς τη Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

290    Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 πρέπει να ακυρωθούν καθόσον αφορούν τη Hamas, δύνανται δε να εξακολουθούν να ισχύουν μόνον καθόσον αφορούν τη Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

291    Από την πλευρά του, το Συμβούλιο εκτιμά ότι δεν χωρεί καμία διάκριση μεταξύ των δύο αυτών «κινημάτων» ή «μερών κινήματος», δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, στην προσφυγή παρουσίασε την οργάνωσή της ως περιλαμβάνουσα και τα δύο.

292    Επισημαίνεται συναφώς ότι σύμφωνα με τα σημεία 7 και 8 της προσφυγής:

«η Hamas περιλαμβάνει Πολιτικό Γραφείο και ένοπλο σκέλος: τις Ταξιαρχίες Ezzedine Al-Qassam. […] “Μολονότι το ένοπλο σκέλος χαίρει σχετικής αυτονομίας, εξακολουθεί να υπακούει στις γενικές στρατηγικές τις οποίες καθορίζει το Πολιτικό Γραφείο”. Το Πολιτικό Γραφείο λαμβάνει τις αποφάσεις και οι Ταξιαρχίες τις τηρούν λόγω της έντονης αλληλεγγύης που οφείλεται στο θρησκευτικό στοιχείο του κινήματος.»

293    Ο ισχυρισμός αυτός έχει σημαντική αποδεικτική αξία, δεδομένου ότι, αφενός μεν, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, προέρχεται από την προσφεύγουσα, αφετέρου δε, η προσφεύγουσα τον προέταξε της επιχειρηματολογίας της στο πλαίσιο της προσφυγής.

294    Στα υπομνήματά της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, στην πραγματικότητα, τα δύο «κινήματα» ή «μέρη κινήματος» δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν και ούτε καν να συνδεθούν, διότι λειτουργούν κατά τρόπο εντελώς αυτόνομο.

295    Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τους ισχυρισμούς της, πλην όμως αυτή δεν κατόρθωσε να προσκομίσει κανένα.

296    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, προκειμένου να καθορισθούν τα αποτελέσματα της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ότι η Hamas-Izz al-Din al-Qassem είναι οργάνωση χωριστή από τη Hamas (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2015, National Iranian Gas Company κατά Συμβουλίου, T‑9/13, EU:T:2015:236, σκέψεις 163 και 164, και Bank of Industry and Mine κατά Συμβουλίου, T‑10/13, EU:T:2015:235, σκέψεις 182, 183 και 185).

297    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, ενώ τα μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων είχαν ληφθεί εις βάρος της από πλειόνων ετών, η Hamas δεν επιδίωξε να αποδείξει στο Συμβούλιο ότι ουδόλως εμπλεκόταν στις πράξεις που προκάλεσαν τη λήψη των μέτρων, αποστασιοποιούμενη, κατά τρόπο που θα διέλυε κάθε αμφιβολία, από τη Hamas-Izz al-Din al-Qassem η οποία, κατά την προσφεύγουσα, ήταν αποκλειστικώς υπεύθυνη για τις πράξεις αυτές.

298    Ως εκ τούτου, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

299    Από τις σκέψεις 19 έως 24 ανωτέρω συνάγεται ότι το Συμβούλιο στήριξε τη διατήρηση του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίμαχους καταλόγους του Ιουλίου και του Δεκεμβρίου του 2011, του Ιουνίου και του Δεκεμβρίου του 2012, του Ιουλίου του 2013, καθώς και του Φεβρουαρίου και του Ιουλίου του 2014 (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014), αφενός μεν, στη διατήρηση σε ισχύ των αποφάσεων που χαρακτηρίζονται ως αποφάσεις αρμοδίων αρχών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, αφετέρου δε, σε εκτιμήσεις του ιδίου σχετικά με μια σειρά περιστατικών που καταλογίζονται στην προσφεύγουσα και χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσεως 2001/931.

300    Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει τις επικρίσεις σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που αφορούν, αφενός, τις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών και, αφετέρου, τα μεταγενέστερα πραγματικά περιστατικά που προβάλλει το Συμβούλιο.

1)      Επί των αποφάσεων των αρμόδιων αρχών

301    Όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 286 ανωτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο όφειλε, με τις πράξεις του από τον Ιούλιο 2011 έως και τον Ιούλιο 2014, να αναφέρει «τις σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις» επί των οποίων στηρίζονταν οι αποφάσεις των αρμόδιων αρχών.

302    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, εκτιμά ότι το επιχείρημα δεν είναι βάσιμο.

303    Λαμβάνοντας υπόψη τη σκέψη 253 ανωτέρω, ο λόγος αυτός πρέπει να εξεταστεί μόνον κατά το μέρος που αφορά την απόφαση του Home Secretary.

304    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσεως 2001/931, οι κατάλογοι περί δεσμεύσεως κεφαλαίων καταρτίζονται βάσει συγκεκριμένων πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου τα οποία καταδεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων και οντοτήτων, είτε πρόκειται για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως για τρομοκρατική πράξη ή για απόπειρα τελέσεως ή για τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξεως, «βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων», είτε πρόκειται για καταδίκη λόγω τέτοιων πράξεων.

305    Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι η υποχρέωση να εκδίδονται οι αποφάσεις των αρμοδίων αρχών «βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» αφορά τις αποφάσεις περί ενάρξεως ανακριτικών πράξεων ή περί ασκήσεως ποινικής διώξεως και όχι τις αποφάσεις που αφορούν καταδίκες (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 64).

306    Στις αποφάσεις σχετικά με την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως, η υποχρέωση αυτή προστατεύει τα οικεία πρόσωπα διασφαλίζοντας ότι η εγγραφή του ονόματός τους στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων λαμβάνει χώρα μόνον όταν θεμελιούται σε επαρκώς βάσιμα στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 68), ενώ στις καταδικαστικές αποφάσεις, η εν λόγω υποχρέωση δεν θα πρέπει πλέον να εφαρμόζεται, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως ή της διώξεως αποτέλεσαν κατ’ αρχήν αντικείμενο εμπεριστατωμένης εξετάσεως.

307    Εν προκειμένω, η απόφαση του Home Secretary είναι οριστική υπό την έννοια ότι δεν θα την ακολουθήσει έρευνα. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την απάντηση του Συμβουλίου σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, σκοπός της αποφάσεως είναι η απαγόρευση λειτουργίας της προσφεύγουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο, εννοουμένου ότι υφίστανται ποινικές συνέπειες για τα πρόσωπα που θα διατηρούσαν κατά το μάλλον ή ήττον στενούς δεσμούς με την προσφεύγουσα.

308    Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση του Home Secretary δεν αποτελεί απόφαση με την οποία κινείται διαδικασία έρευνας και ασκείται ποινική δίωξη και πρέπει να εξομοιωθεί με απόφαση περί καταδίκης, οπότε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να επισημάνει, στην αιτιολογική έκθεση των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον του Ιούλιο 2014, τις σοβαρές αποδείξεις και ενδείξεις στις οποίες βασίσθηκε η απόφαση της αρχής αυτής.

309    Συναφώς, το γεγονός ότι ο Home Secretary αποτελεί διοικητική αρχή στερείται σημασίας, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 262 και 263 ανωτέρω, οι αποφάσεις του είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί το ισοδύναμο δικαστικής αρχής.

2)      Επί των αυτοτελώς προβαλλόμενων από το Συμβούλιο πραγματικών περιστατικών

310    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα αυτοτελώς προβαλλόμενα από το Συμβούλιο πραγματικά περιστατικά στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 παρατίθενται κατά τρόπο υπέρμετρα ανακριβή, διότι δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία και ο τόπος όπου συνέβησαν, το δε Συμβούλιο δεν εξηγεί πώς καταλογίζονται στη Hamas.

311    Επισημαίνεται συναφώς, ότι, στη σκέψη 32 της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω της παρόδου ορισμένου χρονικού διαστήματος ή λόγω των περιστάσεων της υποθέσεως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η εθνική απόφαση στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ δεν καθιστά δυνατό να συναχθεί ότι υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του οικείου προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

312    Στην ίδια σκέψη της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε τέτοιες καταστάσεις, το Συμβούλιο οφείλει να στηρίξει τη διατήρηση του ονόματος του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της καταστάσεως, λαμβάνοντας υπόψη πιο πρόσφατα πραγματικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι ο εν λόγω κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται.

313    Ακόμη, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 33 της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι, εν προκειμένω, μεσολάβησε σημαντικό χρονικό διάστημα μεταξύ, αφενός, της εκδόσεως των εθνικών αποφάσεων που χρησίμευσαν ως βάση της αρχικής καταχωρίσεως του ονόματος της προσφεύγουσας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, οι οποίες ανάγονταν στο έτος 2001, και της αρχικής καταχωρίσεως αυτής, και, αφετέρου, της εκδόσεως των πράξεων από τον Ιούλιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2014.

314    Ως εκ τούτου, έκρινε ότι το Συμβούλιο όφειλε να θεμελιώσει τη διατήρηση του ονόματος της προσφεύγουσας στους εν λόγω καταλόγους επί πιο πρόσφατων στοιχείων, τα οποία να αποδεικνύουν ότι ο κίνδυνος αναμείξεως της οργανώσεως αυτής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες εξακολουθούσε να υφίσταται, στοιχεία τα οποία μπορούσαν να αντλούνται και από άλλες πηγές εκτός των εθνικών αποφάσεων που εκδίδονται από αρμόδιες αρχές (πρβλ. απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψη 33 και σκέψεις 35 έως 50· πρβλ., επίσης, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 55 και 57 έως 72).

315    Στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, για τη διατήρηση του ονόματος της προσφεύγουσας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, το Συμβούλιο επικαλέστηκε, εκτός από τη διατήρηση των αποφάσεων των αμερικανικών αρχών και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

–        «η Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem) από το 1988, διαπράττει κατά διαστήματα και αναλαμβάνει την ευθύνη για επιθέσεις κατά ισραηλινών στόχων, ιδίως δε απαγωγές, επιθέσεις με πυροβόλα και μη πυροβόλα όπλα κατά αμάχων, καθώς και βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας στα μέσα μεταφοράς και σε δημόσιους χώρους. Η Hamas έχει οργανώσει επιθέσεις τόσο από την ισραηλινή πλευρά της πράσινης γραμμής όσο και στα κατεχόμενα εδάφη» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, πυρήνας της Hamas απήγαγε και εν συνεχεία φόνευσε έναν Ισραηλινό. Σε βιντεοσκοπημένη εγγραφή, η Hamas υποστήριξε ότι απήγαγε τον άνδρα αυτόν για να επιχειρήσει να διαπραγματευθεί την απελευθέρωση Παλαιστινίων αιχμαλώτων τους οποίους είχε φυλακίσει το Ισραήλ» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «Ενεργά μέλη της Hamas συμμετείχαν σε εκτόξευση πυραύλων από τη Λωρίδα της Γάζας που είχαν ως στόχο το νότιο Ισραήλ» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στο παρελθόν, προκειμένου να προβεί σε επιθέσεις κατά αμάχων στο Ισραήλ, η Hamas στρατολόγησε καμικάζι παρέχοντας βοήθεια στις οικογένειές τους» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «τον Ιούνιο του 2006, η Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din-al-Qassem) μετείχε στην επιχείρηση που είχε ως αποτέλεσμα την απαγωγή του Ισραηλινού στρατιώτη Gilad Shalit» (πράξεις του Ιουλίου του 2011). «Στις 18 Οκτωβρίου 2011, ο [στρατιώτης Gilad Shalit] αφέθηκε ελεύθερος από τη Hamas, μετά από κράτηση πέντε ετών, στο πλαίσιο ανταλλαγής αιχμαλώτων με το Ισραήλ» (πράξεις από τον Δεκέμβριο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 20 Αυγούστου 2011, η Hamas αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτόξευση πυραύλων στο νότιο Ισραήλ που είχε ως αποτέλεσμα των τραυματισμό δύο ατόμων μεταξύ του ισραηλινού πληθυσμού» (πράξεις από τον Δεκέμβριο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 7 Απριλίου 2011, άμαχος σκοτώθηκε σε επίθεση με πύραυλο κατά σχολικού λεωφορείου που διέπραξε η Hamas» (πράξεις από τον Δεκέμβριο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, ένα όχημα δέχθηκε πυρά, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο Ισραηλινών» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 31 Αυγούστου 2010, τέσσερις Ισραηλινοί έποικοι δολοφονήθηκαν από κατοίκους της Χεβρώνας» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 14 Ιουνίου 2010, επίθεση από φερόμενο ως πυρήνα της Hamas σκότωσε αστυνομικό και τραυμάτισε άλλους δύο στους λόφους νοτίως της Χεβρώνας» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 26 Μαρτίου 2010, δύο ισραηλινοί στρατιώτες φονεύθηκαν στην Λωρίδα της Γάζας» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014)·

–        «στις 5 Ιανουαρίου 2010, Αιγύπτιος συνοριακός φρουρός σκοτώθηκε σε ένοπλες συγκρούσεις στο βόρειο Σινά» (πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014).

316    Όσον αφορά αυτά τα πραγματικά περιστατικά, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο εκτιμά ότι το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει να ελέγχει, ειδικότερα, αν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως και, συνεπώς, αν η παρεχόμενη αιτιολογία είναι αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένη (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 70, και της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψη 48).

317    Κατά πάγια νομολογία, από την απαιτούμενη βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθησαν τα μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

318    Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως είναι επαρκής πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 53, και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 82).

319    Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 54, και της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 82).

320    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι συνέβησαν εντός γνωστού πλαισίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται από το Συμβούλιο στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 εκτίθενται κατά τρόπο επαρκώς ακριβή και συγκεκριμένο ώστε να δύναται η μεν προσφεύγουσα να τα αμφισβητήσει, το δε Γενικό Δικαστήριο να τα ελέγξει, μολονότι δεν μνημονεύεται ο ακριβής τόπος στον οποίο αυτά συνέβησαν.

321    Επιπλέον, ο δεσμός μεταξύ των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και της Hamas ή της Hamas-Izz al-Din al-Qassem μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένος, δεδομένου ότι, από τους όρους που προηγούνται της απαριθμήσεως προκύπτει ότι [τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά] πρέπει να αποδοθούν στη «Hamas (περιλαμβανομένης της Hamas-Izz al-Din al-Qassem)».

322    Από τη διατύπωση αυτή εξαιρούνται μόνο τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στο πρώτο, τρίτο και τέταρτο σημείο στη σκέψη 315 ανωτέρω που δεν φέρουν ημερομηνία, οπότε η προσφεύγουσα δεν μπορούσε ευχερώς να τα αμφισβητήσει ούτε και το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο που απαιτείται σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η ημερομηνία συνιστά βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό συγκεκριμένων πράξεων.

323    Ωστόσο, τα άλλα πλην εκείνων που μνημονεύονται στο πρώτο, τρίτο και τέταρτο σημείο στη σκέψη 315 ανωτέρω παρέχουν αυτοτελή και επαρκή αιτιολογία στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014.

324    Μολονότι, μεταξύ αυτών των πραγματικών περιστατικών, εκείνα του 2005 και 2006 μπορούν να θεωρηθούν αρκετά παλαιά, δεν ισχύει το ίδιο για τα πραγματικά περιστατικά του 2010 που μνημονεύονται στις πράξεις του Ιουλίου του 2011 και τα πραγματικά περιστατικά του 2010 και του 2011 που μνημονεύονται στις πράξεις από τον Δεκέμβριο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014.

325    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο έκτος λόγος ακυρώσεως και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

3.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται πλάνη περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών

326    Με το συμπληρωματικό υπόμνημα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι απόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που διαλαμβάνονται στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 και παρατίθενται στη σκέψη 315 ανωτέρω. Όμως, τούτο δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω. Ορισμένες δράσεις είχαν καταλογισθεί σε ενεργά μέλη της Hamas, χωρίς όμως να διευκρινίζεται πώς είχε αποδειχθεί η ιδιότητα αυτή. Επιπλέον, τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά δεν επέτρεπαν, κατά την προσφεύγουσα, τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος της.

327    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμβάν της 5ης Ιανουαρίου 2010 με το αιτιολογικό ότι η Hamas παρενέβη μόνο για την τήρηση της τάξεως μετά τον θάνατο του υπαλλήλου και εκείνο της 14ης Ιουνίου 2010, που καταλογίζεται σε «φερόμενο» ως πυρήνα της Hamas, για τον λόγο ότι το τεκμήριο αυτό είναι ανεπαρκές.

328    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δικηγόρος της προσφεύγουσας δήλωσε ότι η Hamas αμφισβητεί το σύνολο των πραγματικών περιστατικών τα οποία μνημονεύει το Συμβούλιο στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 και τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 315 ανωτέρω.

329    Απαντώντας σε ερώτηση την οποία έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Συμβούλιο προσκόμισε διάφορα άρθρα και δημοσιεύσεις προκειμένου να αποδείξει ότι τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στη σκέψη 315 ανωτέρω ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι καταλογίζονται στη Hamas ή στη Hamas-Izz al-Din al-Qassem.

330    Επισημαίνεται συναφώς ότι, όσον αφορά τις μεταγενέστερες αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει να διακριβώσει, εκτός της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία εξετάσθηκε στον προηγούμενο λόγο, το ζήτημα αν οι παρατεθέντες λόγοι είναι τεκμηριωμένοι (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 70, και επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψη 48).

331    Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι το οικείο πρόσωπο ή η οικεία οντότητα δύναται, στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκεί κατά της διατηρήσεως του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, να αμφισβητήσει το σύνολο των στοιχείων στα οποία στηρίζεται το Συμβούλιο προς κατάδειξη του ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά αντλούνται από εθνική απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια αρχή ή από άλλες πηγές (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 71, και επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψη 49).

332    Το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στο μεν Συμβούλιο να αποδείξει το βάσιμο των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να διακριβώσει το υποστατό τους (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 71, και επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψη 49).

333    Επισημαίνεται συναφώς ότι, οσάκις διάδικος αμφισβητεί αποδεικτικά στοιχεία προσκομισθέντα από τον αντίδικο, οφείλει να πληροί σωρευτικώς δύο απαιτήσεις.

334    Πρώτον, η εκ μέρους του αμφισβήτηση δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα γενικόλογο, αλλά να είναι συγκεκριμένη και εμπεριστατωμένη (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Duravit κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑364/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:477, σκέψη 55)

335    Δεύτερον, η αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών πρέπει να μνημονεύεται σαφώς στην πρώτη δικονομική πράξη που αφορά την προσβαλλομένη πράξη (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑190/12, EU:T:2015:222, σκέψη 261). Τούτο συνεπάγεται, εν προκειμένω, ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον τα επιχειρήματα αμφισβητήσεως που προβάλλονται με το συμπληρωματικό υπόμνημα και τα μεταγενέστερα υπομνήματα προσαρμογής. Τα υπομνήματα αυτά αποτελούν, πράγματι, τις πρώτες δικονομικές πράξεις με τις οποίες η προσφεύγουσα εξέθεσε τους λόγους ακυρώσεως κατά των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014.

336    Εν προκειμένω, από τα περιστατικά που μνημονεύονται στη σκέψη 315 ανωτέρω, μόνον εκείνα της 5ης Ιανουαρίου και 14ης Ιουνίου 2010 αποτελούν το αντικείμενο επικρίσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας που να ικανοποιεί αυτές τις δύο απαιτήσεις.

337    Ωστόσο, οι αμφισβητήσεις αυτές είναι αλυσιτελείς, δεδομένου ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδειχθούν βάσιμες, οι λοιπές δράσεις που μνημονεύει το Συμβούλιο στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 αρκούν για να δικαιολογήσουν ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος συμμετοχής της προσφεύγουσας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, για τις πράξεις που απαριθμούνται στη σκέψη 315 ανωτέρω, με ημερομηνία 26 Μαρτίου 2010, 31 Αυγούστου 2010, 7 Απριλίου 2011 και 20 Αυγούστου 2011.

338    Τα περιστατικά αυτά είναι επίσης αρκούντως πρόσφατα για να δικαιολογήσουν την έκδοση των πράξεων μεταξύ του Ιουλίου του 2011 και του Ιουλίου του 2014.

339    Όσον αφορά το γεγονός ότι δεν είχαν σαφώς καταλογισθεί στη Hamas ή στη Hamas-Izz al-Din al-Qassem, το επιχείρημα είναι επίσης αλυσιτελές, καθόσον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 292 έως 297 ανωτέρω, αυτές οι δύο οντότητες πρέπει να νοούνται, στο παρόν στάδιο, ότι αποτελούν ενιαία οργάνωση για την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

340    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται πλάνη περί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη εκτιμήσεως ως προς τον χαρακτήρα της προσφεύγουσας ως τρομοκρατικής οργανώσεως

341    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εκδίδοντας τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως τρομοκρατικής οργανώσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνει και τη διακρίβωση του εκ μέρους του Συμβουλίου χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που προβάλλει ως τρομοκρατικές πράξεις, ο δε έλεγχος αυτός πρέπει να αφορά τόσο τα αυτοτελώς προβαλλόμενα από το Συμβούλιο πραγματικά περιστατικά όσο και εκείνα που μνημονεύονται στις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών.

1)      Όσον αφορά τις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών

342    Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στις αποφάσεις των αρμοδίων αρχών, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, κατά την προσφεύγουσα, να διακριβώσει αν ο χαρακτηρισμός που έγινε στηρίζεται στον ορισμό της τρομοκρατίας κατά την κοινή θέση 2001/931. Εν προκειμένω, ο έλεγχος αυτός είναι αδύνατος, διότι το Συμβούλιο παρέλειψε να παράσχει στοιχεία σχετικά με το θέμα αυτό.

343    Λαμβανομένης υπόψη της κρίσεως επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το σκέλος αυτό πρέπει να εξετασθεί μόνον καθόσον αφορά την απόφαση του Home Secretary.

344    Δεδομένου ότι, κατά την εξέταση του πρώτου και έκτου λόγου ακυρώσεως, κρίθηκε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία και οι ενδείξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση αυτή δεν πρέπει να επισημαίνονται στην αιτιολογική έκθεση των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, δεν απαιτείται το Συμβούλιο να ελέγξει τον εκ μέρους της εθνικής αρχής χαρακτηρισμό αυτών των πραγματικών περιστατικών και να μνημονεύσει στις εν λόγω πράξεις το αποτέλεσμα του χαρακτηρισμού αυτού.

345    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον η απόφαση προέρχεται από κράτος μέλος για το οποίο το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 έχουν εγκαθιδρύσει μορφή ειδικής συνεργασίας με το Συμβούλιο, συνεπαγόμενη, για το θεσμικό όργανο αυτό, την υποχρέωση να στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 133, και της 4ης Δεκεμβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑284/08, EU:T:2008:550, σκέψη 53).

2)      Όσον αφορά τα αυτοτελώς προβαλλόμενα από το Συμβούλιο πραγματικά περιστατικά

346    Στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, το Συμβούλιο χαρακτήρισε τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στη σκέψη 315 ανωτέρω ως τρομοκρατικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, σημείο iii, στοιχεία αʹ, βʹ, γʹ, δʹ, στʹ και ζʹ, της κοινής θέσεως 2001/931, τελεσθείσες προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, σημεία i, ii και iii, της ιδίας κοινής θέσεως.

347    Πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι υπερβολικά γενικός και αόριστος.

348    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι, βάσει των σχετικών διατάξεων, η αιτιολογία αυτή, αν και συνοπτική, είναι αρκούντως σαφής ώστε να δύναται η προσφεύγουσα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους διατηρήθηκε η καταχώριση του ονόματός της στους επίμαχους καταλόγους από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 και να αμφισβητήσει το βάσιμο του χαρακτηρισμού αυτού, κάτι το οποίο έπραξε εξάλλου στη συνέχεια με αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

349    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη χαρακτηρίζοντας τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ως τρομοκρατικές πράξεις. Καταρχάς, κατά την προσφεύγουσα, το στοιχείο ότι οι επίμαχες πράξεις τελέσθηκαν όλες στο πλαίσιο πολέμου κατοχής που διεξάγει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη θα έπρεπε να οδηγήσει το Συμβούλιο να μην προκρίνει γι’ αυτήν τον εν λόγω χαρακτηρισμό. Εν συνεχεία, αν γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά αυτά έχουν αποδειχθεί, δεν προκύπτει ότι τελέσθηκαν προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί που μνημόνευσε το Συμβούλιο και οι οποίοι παρατίθενται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, σημεία i, ii και iii, της κοινής θέσεως 2001/931.

350    Τα δύο αυτά επιχειρήματα αφορούν το ζήτημα αν το Συμβούλιο έπρεπε να λάβει υπόψη, κατά τον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που μνημονεύονται στη σκέψη 315 ανωτέρω, το στοιχείο ότι η διένεξη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων διέπεται από το δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων.

351    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη ένοπλης συγκρούσεως κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου δεν αποκλείει την εφαρμογή των σχετικών με την πρόληψη και αντιμετώπιση της τρομοκρατίας διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί τρομοκρατικών πράξεων που ενδεχομένως τελούνται στο πλαίσιο αυτό, όπως είναι η κοινή θέση 2001/931 και ο κανονισμός 2580/2001 (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 57, πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, A κ.λπ., C‑158/14, EU:C:2017:202, σκέψεις 95 έως 98).

352    Πράγματι, αφενός, η κοινή θέση 2001/931 ουδόλως διακρίνει όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της αναλόγως αν η επίμαχη πράξη τελέσθηκε, ή όχι, στο πλαίσιο ένοπλης συγκρούσεως κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Αφετέρου, οι σκοποί της Ένωσης και των κρατών μελών της συνίστανται στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ανεξαρτήτως των μορφών που αυτή μπορεί να προσλάβει, σύμφωνα με τους σκοπούς του ισχύοντος διεθνούς δικαίου (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 58).

353    Προκειμένου, ιδίως, να τεθεί σε εφαρμογή, σε επίπεδο της Ένωσης, το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), στο οποίο «επισημαίνεται εκ νέου η ανάγκη να αντιμετωπισθούν με όλα τα μέσα, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τις οποίες συνιστούν οι τρομοκρατικές πράξεις» και «ζητείται από τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τη διεθνή συνεργασία λαμβάνοντας πρόσθετα μέτρα για να αποτρέψουν και να καταστείλουν στο έδαφός τους, με όλα τα νόμιμα μέσα, τη χρηματοδότηση και την προπαρασκευή τρομοκρατικών πράξεων», το Συμβούλιο εξέδωσε την κοινή θέση 2001/931 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 7 της εν λόγω κοινής θέσεως), και εν συνεχεία, σύμφωνα με την κοινή θέση αυτή, τον κανονισμό 2580/2001 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3, 5 και 6 του εν λόγω κανονισμού) (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 59).

354    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη η εξέλιξη της καταστάσεως με την πάροδο του χρόνου

355    Η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι, στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την εξέλιξη της καταστάσεως με την πάροδο του χρόνου. Κατά την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο έπρεπε να εξετάσει τις εθνικές αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο των διαδικασιών επανεξετάσεως, να διακριβώσει ότι αυτές στηρίζονταν σε σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις και ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία της προσάπτονταν έπρεπε να χαρακτηρίζονται συνεχώς ως τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια της κοινής θέσεως 2001/931.

356    Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, για την εκτίμηση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η απόφαση του Home Secretary.

357    Επισημαίνεται συναφώς ότι, στις αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 51), και στην απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως (σκέψη 29), το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, το Συμβούλιο δύναται να διατηρήσει το όνομα του θιγόμενου προσώπου ή της θιγόμενης οντότητας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων εάν εκτιμά ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεώς του εν λόγω προσώπου ή της εν λόγω οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες ο οποίος δικαιολόγησε την αρχική καταχώριση στους καταλόγους αυτούς.

358    Με τις ίδιες αποφάσεις, το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου του ζητήματος κατά πόσον εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η μετέπειτα τύχη της εθνικής αποφάσεως στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση του ονόματος του εν λόγω προσώπου ή της οντότητας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, ειδικότερα δε η ενδεχόμενη κατάργηση ή ανάκληση αυτής της εθνικής αποφάσεως λόγω νέων πραγματικών περιστατικών ή στοιχείων ή λόγω τροποποιήσεως της εκτιμήσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 52, και επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σκέψη 30).

359    Εν προκειμένω, από τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 προκύπτει ότι το Συμβούλιο τήρησε την επιβαλλόμενη από το Δικαστήριο προσέγγιση μνημονεύοντας ότι η απόφαση του Home Secretary ήταν ακόμη σε ισχύ.

360    Δεν προκύπτει ούτε από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που μνημονεύονται στις σκέψεις 357 και 358 ανωτέρω ούτε από το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, ότι το Συμβούλιο όφειλε να μνημονεύσει, στις αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, τους λεπτομερείς όρους της επανεξετάσεως των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών.

361    Εξάλλου, καθόσον έχει κριθεί ότι το Συμβούλιο δεν όφειλε να μνημονεύσει, στις αποφάσεις του, τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τις αποφάσεις των αρμόδιων αρχών που δικαιολογούν την εγγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας (βλ. σκέψεις 304 έως 309 ανωτέρω), ούτε να ελέγξει τον χαρακτηρισμό τους ως τρομοκρατικών πράξεων κατά την έννοια της κοινής θέσεως 2001/931 (βλ. σκέψεις 344 και 345 ανωτέρω), δεν μπορεί να του επιβάλλεται να μνημονεύει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι αποφάσεις περί αναθεωρήσεως ούτε να ελέγχει τον χαρακτηρισμό τους.

362    Τέλος, η διαβεβαίωση περί διατηρήσεως σε ισχύ των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών ήταν επαρκής προκειμένου η μεν προσφεύγουσα να έχει τη δυνατότητα να την αμφισβητήσει, το δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο έτσι ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

363    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο έλαβε δεόντως υπόψη, στις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, την τύχη που είχε στη συνέχεια η εθνική απόφαση στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση του ονόματος της προσφεύγουσας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων και ότι οι πράξεις αυτές είναι επαρκώς αιτιολογημένες ως προς το σημείο αυτό.

364    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής περί μη επεμβάσεως

365    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, παραβίασε την αρχή περί μη επεμβάσεως, η οποία συνάγεται από το άρθρο 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, συνιστά δε αρχή του jus cogens που απορρέει από την κατά το διεθνές δίκαιο ισότητα μεταξύ κυρίαρχων κρατών και απαγορεύει το ενδεχόμενο κράτος να θεωρηθεί τρομοκρατική οντότητα, όπως άλλωστε ισχύει και προκειμένου περί της κυβερνήσεως κράτους.

366    Η προσφεύγουσα, όμως, όπως υποστηρίζει, δεν αποτελεί απλώς μη κυβερνητική οργάνωση, κατά μείζονα δε λόγο κίνημα άνευ νομικής υποστάσεως, αλλά πολιτικό κίνημα το οποίο επικράτησε στις εκλογές στην Παλαιστίνη και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της παλαιστινιακής κυβερνήσεως. Δεδομένου ότι η Hamas κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα που υπερβαίνουν εκείνα ενός συνήθους πολιτικού κόμματος, οι ενέργειές της στη Γάζα πρέπει, κατά την προσφεύγουσα, να εξομοιωθούν στην πράξη με εκείνες κρατικής αρχής και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να επιβάλλονται γι ’αυτές ποινές με γνώμονα τα μέτρα κατά της τρομοκρατίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μεταξύ των προσώπων και οντοτήτων των οποίων τα ονόματα έχουν καταχωρισθεί στους επίμαχους καταλόγους από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, είναι η μόνη που ευρίσκεται στην κατάσταση αυτή.

367    Επισημαίνεται συναφώς ότι η αρχή περί μη επεμβάσεως, η οποία είναι αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου και αποκαλείται επίσης αρχή της μη αναμείξεως, αφορά το δικαίωμα κάθε κυρίαρχου κράτους να διοικεί τις υποθέσεις του χωρίς εξωτερική επέμβαση, αποτελεί δε αναγκαία συνέπεια της αρχής της ισότητας μεταξύ κυρίαρχων κρατών.

368    Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, η ως άνω αρχή του διεθνούς δικαίου έχει καθιερωθεί προς όφελος των κυρίαρχων κρατών, και όχι προς όφελος ομάδων ή κινημάτων (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

369    Δεδομένου ότι η Hamas δεν αποτελεί ούτε κράτος ούτε κυβέρνηση κράτους, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή περί μη επεμβάσεως.

370    Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7.      Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

371    Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη.

1)      Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως

372    Με το πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, σε περίπτωση που το Δικαστήριο απαντώντας στον πρώτο λόγο ακυρώσεως κρίνει ότι οι αμερικανικές διαδικασίες προστατεύουν επαρκώς τα δικονομικά δικαιώματά και η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να θεωρηθεί ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, ότι, εν προκειμένω, τα δικαιώματά της όσον αφορά την άμυνα και το δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έχουν παραβιαστεί κατά το στάδιο της αμερικανικής διαδικασίας, και συγκεκριμένα κατά το στάδιο που κατέληξε στην έκδοση των αμερικανικών αποφάσεων που την αφορούν. Ως εκ τούτου, οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 πρέπει να ακυρωθούν λόγω παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

373    Δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του πρώτου σκέλους του εβδόμου λόγου ακυρώσεως στο μέτρο που αυτό έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος έγινε δεκτός όσον αφορά τις αμερικανικές αποφάσεις.

2)      Επί του δεύτερου σκέλους

374    Με το δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας παραβιάστηκε κατά το ευρωπαϊκό στάδιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση, εκ μέρους του Συμβουλίου, των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, για δύο λόγους.

375    Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν της κοινοποίησε τις σοβαρές αποδείξεις ή ενδείξεις επί των οποίων βασίζονταν οι αποφάσεις των αρμόδιων αρχών, στις οποίες αυτό στηρίχθηκε.

376    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να εξεταστεί μόνο καθόσον αφορά την απόφαση του Home Secretary.

377    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν αυτή η απόφαση έπρεπε να κοινοποιηθεί από το Συμβούλιο στην προσφεύγουσα.

378    Επί του θέματος αυτού, σύμφωνα με την νομολογία, από το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που ορίζεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι το Συμβούλιο οφείλει να μνημονεύει στις πράξεις του τις συγκεκριμένες πληροφορίες και τα στοιχεία του φακέλου από τα οποία προκύπτει ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι των ενδιαφερομένων (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 120).

379    Αντιθέτως, όταν έχουν κοινοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες, που παρέχουν στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς την άποψή του επί των εις βάρος του στοιχείων τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του Συμβουλίου να παρέχει αυτοβούλως πρόσβαση στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως του.

380    Το Συμβούλιο υποχρεούται να εξασφαλίζει τη δυνατότητα προσβάσεως σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C‑548/09 P, EU:C:2011:735, σκέψη 92· της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 87, και της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑330/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:601, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

381    Εν προκειμένω, το Συμβούλιο μνημόνευσε, στις αιτιολογικές εκθέσεις που κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα, την απόφαση του Home Secretary.

382    Από το γεγονός αυτό, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα διέθετε επαρκώς ακριβείς πληροφορίες κατά την έννοια της μνημονευμένης νομολογίας στη σκέψη 378 ανωτέρω.

383    Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τη νομολογία, εάν η προσφεύγουσα επιθυμούσε να λάβει την απόφαση του Home Secretary, εναπόκειτο σ’ αυτήν να ζητήσει από το Συμβούλιο την κοινοποίηση της αποφάσεως, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

384    Δεύτερον, όσον αφορά τα αυτοτελώς προβαλλόμενα από το Συμβούλιο πραγματικά περιστατικά, η προσφεύγουσα προσάπτει στο εν λόγω θεσμικό όργανο ότι δεν της κοινοποίησε, πριν από την έκδοση των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 τα στοιχεία που διέθετε. Επομένως, δεν ήταν σε θέση να προβάλει τις παρατηρήσεις της σε σχέση με τα στοιχεία αυτά.

385    Επισημαίνεται συναφώς ότι τα στοιχεία του φακέλου επί των οποίων στηρίζεται το Συμβούλιο για τη διατήρηση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει να κοινοποιούνται στο πρόσωπο ή την οντότητα πριν από την απόφαση μόνον εφόσον είναι νέα σε σχέση με αυτά που περιέχονταν στην αιτιολογική έκθεση για τις προηγούμενες πράξεις (βλ. σκέψη 167 ανωτέρω).

386    Μεταξύ των πράξεων από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014, μόνο οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του Ιουλίου του 2011 και του Δεκεμβρίου του 2011 περιείχαν αλλαγές σε σχέση με εκείνες που αφορούσαν τις προηγούμενες πράξεις.

387    Ωστόσο, τα σχέδια των εν λόγω αιτιολογικών εκθέσεων κοινοποιήθηκαν από το Συμβούλιο στη δικηγόρο της προσφεύγουσας με έγγραφα της 30ής Μαΐου και της 15ης Νοεμβρίου 2011, επομένως, πριν από την έκδοση των πράξεων του Ιουλίου και του Δεκεμβρίου του 2011.

388    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η κοινοποίηση αυτή δεν έπρεπε να συνοδεύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε το Συμβούλιο. Σύμφωνα με τη μνημονευόμενη νομολογία στη σκέψη 380 ανωτέρω, εάν η προσφεύγουσα επιθυμούσε να λάβει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, όφειλε να τα ζητήσει από το Συμβούλιο, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

389    Εξάλλου, για τους μνημονευόμενους στις σκέψεις 214 και 215 λόγους, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι απέστειλε τα εν λόγω σχέδια αιτιολογικών εκθέσεων στη δικηγόρο της προσφεύγουσας.

390    Για τους λόγους αυτούς, το δεύτερο σκέλος και, κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

8.      Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας

391    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η δέσμευση κεφαλαίων που έγινε με τις πράξεις που εκδόθηκαν από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 συνιστά προσβολή του δικαιώματός της ιδιοκτησίας η οποία δεν είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι οι πράξεις αυτές είναι παράνομες για τους λόγους που εξηγήθηκαν με τους προηγούμενους λόγους ακυρώσεως. Επομένως, οι πράξεις αυτές πρέπει να ακυρωθούν για προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

392    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί την άποψη αυτή.

393    Από τις απαντήσεις επί των προηγουμένων λόγων ακυρώσεως, δεν προκύπτει ότι οι πράξεις που εκδόθηκαν από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 είναι παράνομες. Συνεπώς, το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάσθηκε για τον λόγο αυτό.

394    Επιπλέον, για τους λόγους που εκτέθηκαν κατά την εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά τις πράξεις του Ιουλίου του 2010 (βλ. σκέψεις 184 έως 192 ανωτέρω), δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014 προσβάλλουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας.

395    Κατά συνέπεια, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

9.      Συμπέρασμα

396    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις από τον Ιούλιο του 2011 έως και τον Ιούλιο του 2014.

397    Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

V.      Επί των δικαστικών εξόδων

398    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

399    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

400    Επιπλέον, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

401    Κατά συνέπεια, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Hamas φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Pelikánová

Valančius

Nihoul

Svenningsen

 

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

      Η πρόεδρος

E. Coulon

 

Ι. Pélikánová


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.