Language of document : ECLI:EU:T:2019:446

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 2019 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Μηχανισμός προενταξιακής βοήθειας – Τρίτο κράτος – Εθνική δημόσια σύμβαση – Αποκεντρωμένη διαχείριση – Απόφαση εθνικής αρχής – Έρευνες της OLAF – Ηθική βλάβη – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες – Άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2185/96 – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα – Δικαίωμα ακρόασης»

Στην υπόθεση T-617/17,

Vialto Consulting Kft., με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό και τη Σ. Παλιού, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου, J. Baquero Cruz και J. Estrada de Solà,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, με αίτημα χρηματική ικανοποίηση για τη βλάβη την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς, αφενός, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κατά τη διάρκεια ελέγχου που διεξήχθη στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας και, αφετέρου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατόπιν του εν λόγω ελέγχου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius (εισηγητή) και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: Ε. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, Vialto Consulting Kft., είναι εταιρία ουγγρικού δικαίου που δραστηριοποιείται στον κλάδο της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών προς επιχειρήσεις και οντότητες του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα.

2        Βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1085/2006 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας [ΜΠΒ] (ΕΕ 2006, L 210, σ. 82), η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει τις χώρες που μνημονεύονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του ως άνω κανονισμού, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Τουρκίας, κατά τη σταδιακή τους ευθυγράμμιση με τις προδιαγραφές και τις πολιτικές της Ένωσης, περιλαμβανομένου, όπου ενδείκνυται, και του κοινοτικού κεκτημένου, με στόχο την ένταξή τους.

3        Στις 22 Απριλίου 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνήψε με τη Δημοκρατία της Τουρκίας χρηματοδοτική συμφωνία η οποία διεπόταν από το καθεστώς της αποκεντρωμένης διαχείρισης με εκ των προτέρων έλεγχο και εντασσόταν στο εθνικό πρόγραμμα υπέρ της Δημοκρατίας της Τουρκίας, στο πλαίσιο της συνιστώσας «Παροχή βοήθειας για τη μετάβαση και για την ενίσχυση των θεσμών» του ΜΠΒ. Ως επιχειρησιακή δομή, κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) 718/2007 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1085/2006 του Συμβουλίου για τη θέσπιση μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας (ΜΠΒ) (ΕΕ 2007, L 170, σ. 1), ορίστηκε η Central Finance and Contracts Unit (CFCU).

4        Στις 17 Δεκεμβρίου 2013 δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013/S 244-423607), με στοιχεία αναφοράς EuropeAid/132338/D/SER/TR, προκήρυξη κλειστού διαγωνισμού για την παροχή υπηρεσιών εξωτερικού ποιοτικού ελέγχου στο πλαίσιο του έργου TR2010/0311.01 «Digitization of Land Parcel Identification System» (ψηφιοποίηση του συστήματος αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων) (στο εξής: επίμαχο έργο). Αντικείμενο του διαγωνισμού ήταν η σύναψη σύμβασης για αρχική διάρκεια 26 μηνών και με μέγιστο προϋπολογισμό 4 500 000 ευρώ. Ως αναθέτουσα αρχή οριζόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού η CFCU.

5        Στις 19 Σεπτεμβρίου 2014 η σύμβαση την οποία αφορούσε ο επίμαχος διαγωνισμός ανατέθηκε σε κοινοπραξία με επικεφαλής την Agrotec S.p.A. (στο εξής: κοινοπραξία) και με τη συμμετοχή πέντε μελών, μεταξύ αυτών και της ενάγουσας. Η κοινοπραξία υπέγραψε με τη CFCU τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών με στοιχεία αναφοράς TR2010/0311.01-02/001 (στο εξής: επίμαχη σύμβαση).

6        Κατόπιν έρευνας η οποία κινήθηκε, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), λόγω υπονοιών περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου, η OLAF αποφάσισε να προβεί σε ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας (στο εξής: επιτόπιος έλεγχος).

7        Στις 7 Απριλίου 2016 η OLAF εξέδωσε δύο εντάλματα με τα οποία ορίζονταν οι υπάλληλοι που θα διενεργούσαν επιτόπιο έλεγχο και ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση. Σύμφωνα με τα εντάλματα αυτά, σκοπός του επιτόπιου ελέγχου ήταν να συγκεντρωθούν όσα αποδεικτικά στοιχεία είχε στην κατοχή της η ενάγουσα σχετικά με την πιθανή ανάμιξή της στις πράξεις διαφθοράς ή απάτης οι οποίες φέρονται να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου έργου. Η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση αποσκοπούσε, ειδικότερα, στη συλλογή ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων από όλες τις ψηφιακές συσκευές της ενάγουσας οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση του επίμαχου έργου, όπως επιτραπέζιοι υπολογιστές, φορητοί υπολογιστές, ταμπλέτες, εξωτερικές ή φορητές συσκευές αποθήκευσης, κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές που θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την έρευνα, εξυπηρετητές ανταλλαγής δεδομένων και ανταλλαγής αρχείων, ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων της ενάγουσας, λειτουργικές ηλεκτρονικές ταχυδρομικές θυρίδες οι οποίες χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση του επίμαχου έργου, καθώς και όσα αρχεία ή όσοι φάκελοι υπήρχαν στο δίκτυο της ενάγουσας και θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την έρευνα.

8        Ο επιτόπιος έλεγχος και η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση πραγματοποιήθηκαν από τις 12 έως τις 14 Απριλίου 2016. Η OLAF συνέταξε πρακτικά για καθεμία από τις ημέρες του ελέγχου. Στο πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 14ης Απριλίου 2016 σημειώθηκε ότι η ενάγουσα αρνήθηκε να παράσχει στην OLAF ορισμένες πληροφορίες. Η ενάγουσα υπέγραψε καθένα από τα πρακτικά αυτά, διατυπώνοντας, κατά περίπτωση, τα σχόλιά της.

9        Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2016, η ενάγουσα υπέβαλε στην OLAF καταγγελία, με την οποία αμφισβητούσε ή προέβαλλε αντιρρήσεις ως προς ορισμένα στοιχεία που περιέχονταν στα πρακτικά για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 8 ανωτέρω. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι όφειλε μεν να συνεργαστεί με την OLAF, αλλά μόνον εντός των ορίων του αντικειμένου της έρευνας που διεξήγε η τελευταία, όσον αφορά δηλαδή τη χρηματοδότηση του επίμαχου έργου, και ότι, κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένη να θέσει στη διάθεση της OLAF μόνον όσες πληροφορίες σχετίζονταν με το αντικείμενο της έρευνας αυτής. Επιπλέον, η ενάγουσα ζήτησε από την OLAF να λάβει τα κατάλληλα μέτρα σε σχέση με τη μη τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων εκ μέρους των υπαλλήλων της κατά τον επιτόπιο έλεγχο. Η OLAF βεβαίωσε ότι παρέλαβε την καταγγελία αυτή στις 18 Μαΐου 2016.

10      Με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2016, η OLAF απάντησε στην καταγγελία της ενάγουσας. Αφού συνόψισε τις αιτιάσεις της ενάγουσας και υπενθύμισε το εύρος της εξουσίας έρευνας την οποία διαθέτει η ίδια, υποστήριξε ότι οι ελεγκτές της είχαν το δικαίωμα να λάβουν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων της ενάγουσας και ότι ο επιτόπιος έλεγχος είχε τερματιστεί λόγω της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους της τελευταίας. Ειδικότερα, η ενάγουσα, αφενός, δεν είχε επιτρέψει στους υπαλλήλους της OLAF να πάρουν μαζί τους αντίγραφο των προεπιλεγμένων πληροφοριών και, ως εκ τούτου, των ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων που δημιουργήθηκαν και, αφετέρου, δεν είχε παράσχει τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες οι οποίες της ζητήθηκαν. Η OLAF προσέθεσε ότι το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013 διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που συλλέγονται. Κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι, αφενός, οι υπάλληλοί της είχαν τηρήσει τα όρια των εξουσιών τους κατά τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου και, αφετέρου, ότι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου της ενάγουσας δεν συνιστούσε θεμιτό λόγο ικανό να εμποδίσει τις έρευνές τους. Η OLAF συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι κατά τον επιτόπιο έλεγχο δεν προσβλήθηκαν με κανέναν τρόπο τα διαδικαστικά δικαιώματα της ενάγουσας.

11      Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, η OLAF ενημέρωσε την ενάγουσα ότι θεωρούνταν ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο αφορούσε η έρευνα σχετικά με τις υπόνοιες που υπήρχαν περί διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου και την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δέκα ημερών.

12      Με έγγραφο της 23ης Σεπτεμβρίου 2016, η ενάγουσα υπέβαλε στην OLAF τις παρατηρήσεις της και ισχυρίστηκε ότι η συμπεριφορά της ήταν σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες και ότι τήρησε όλους τους όρους προκειμένου να εξασφαλίσει στην OLAF νόμιμη πρόσβαση στα δεδομένα της. Δήλωσε πρόθυμη να εξακολουθήσει να συνεργάζεται με την OLAF και να της παράσχει πρόσβαση σε κάθε σχετικό δεδομένο το οποίο θα μπορούσε να συλλεγεί για τους σκοπούς της έρευνάς της.

13      Με έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, η CFCU ενημέρωσε την εταιρία Agrotec ότι είχε διεξαχθεί επιτόπιος έλεγχος στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας και ότι η τελευταία δεν επέτρεψε στην OLAF πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες τις οποίες είχε ζητήσει για να ολοκληρώσει την έρευνά της. Προσέθεσε ότι, κατά την άποψη της OLAF, η συμπεριφορά της ενάγουσας στοιχειοθετούσε παράβαση του άρθρου 25 των γενικών όρων της επίμαχης σύμβασης (στο εξής: γενικοί όροι) και ότι εξέταζε το ζήτημα με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Τέλος, υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με τους γενικούς όρους, η Agrotec ήταν ο μοναδικός συνομιλητής της για όλα τα συμβατικά και χρηματοοικονομικά ζητήματα, η CFCU πληροφόρησε την εταιρία αυτή ότι, κατά συνέπεια, ανέστελλε, ως προληπτικό μέτρο, τις πληρωμές των τιμολογίων που της είχαν αποσταλεί, τουλάχιστον μέχρι το πέρας της έρευνας της OLAF.

14      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 η Agrotec διαβίβασε στην ενάγουσα το έγγραφο της CFCU που είχε παραλάβει την προηγουμένη και την κάλεσε, αφενός, να αποσαφηνίσει αμέσως την κατάσταση με την OLAF και, αφετέρου, να την ενημερώσει, όπως και τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας, για την ύπαρξη οποιασδήποτε παραβάσεως εκ μέρους της, η οποία είχε οδηγήσει στην κίνηση έρευνας από την OLAF. Προσέθεσε ότι επιφυλασσόταν του δικαιώματός της να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως στις σχέσεις της με τη CFCU, για να προστατεύσει τα συμφέροντά της από τυχόν ενέργειες της ενάγουσας οι οποίες δεν συμβιβάζονταν με τη μεταξύ τους συμφωνία συνεργασίας.

15      Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 2016, η ενάγουσα ενημέρωσε την Agrotec για την πρόοδο της έρευνας που διεξήγε η OLAF ως προς αυτήν και της διαβίβασε την αλληλογραφία την οποία είχε με την OLAF. Επιπλέον, της γνωστοποίησε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι, λαμβανομένων υπόψη των γενικών όρων, δεν ήταν νόμιμη η απόφαση της CFCU να αναστείλει τις πληρωμές που αφορούσαν την επίμαχη σύμβαση.

16      Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2016, η CFCU πληροφόρησε την Agrotec ότι η OLAF την είχε ενημερώσει για την έρευνα που διενεργούσε και ότι, δεδομένου ότι τα μέτρα τα οποία επρόκειτο να ληφθούν έναντι της ενάγουσας δεν είχαν ακόμη καθοριστεί, η Επιτροπή της συνέστησε να αναστείλει το σύνολο των πληρωμών προς την κοινοπραξία έως το πέρας της έρευνας της OLAF.

17      Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2016, η Γενική Διεύθυνση «Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση» της Επιτροπής (στο εξής: ΓΔ «Διεύρυνση») ενημέρωσε τη CFCU για την άρνηση της ενάγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 25 των γενικών όρων, να συνεργαστεί στην έρευνα της OLAF και την κάλεσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα κατ’ εφαρμογήν των ως άνω γενικών όρων και, στο πλαίσιο αυτό, να εξετάσει ως ένα εκ των πιθανών μέτρων την αναστολή εκτέλεσης της σύμβασης ή του τμήματος εκείνου της σύμβασης το οποίο εκτελούσε η ενάγουσα, βάσει των άρθρων 25 και 35 των γενικών όρων. Προσέθεσε ότι, κατά την εκτίμησή της, τα ποσά που είχαν καταβληθεί στην ενάγουσα στο πλαίσιο της επίμαχης σύμβασης δεν ήταν επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την Ένωση και κάλεσε τη CFCU να καθορίσει επακριβώς τα ποσά αυτά.

18      Με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016, η OLAF ενημέρωσε την ενάγουσα για την περάτωση της έρευνάς της, για την υποβολή της τελικής έκθεσης της έρευνάς της στη ΓΔ «Διεύρυνση» και για τις συστάσεις της προς την εν λόγω ΓΔ να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διαδικασιών και της επιβολής των κυρώσεων που απορρέουν από τη σοβαρή παραβίαση των γενικών όρων εκ μέρους της ενάγουσας.

19      Με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2016, η CFCU ενημέρωσε την Agrotec για την περάτωση της έρευνας της OLAF και για το πόρισμα της τελευταίας ότι η ενάγουσα είχε παραβεί το άρθρο 25 των γενικών όρων. Η CFCU ενημέρωσε επίσης την Agrotec για την απόφασή της να αποβάλει την ενάγουσα από την επίμαχη σύμβαση, ως προς όλες τις πτυχές της, και να συνεχίσει την εκτέλεσή της, αντί να την αναστείλει πλήρως, όπως της είχε συστήσει, ως ένα εκ των πιθανών μέτρων, η ΓΔ «Διεύρυνση». Ως εκ τούτου, η CFCU ζήτησε από την Agrotec να θέσει αμέσως τέρμα στις δραστηριότητες της ενάγουσας από τις 11 Νοεμβρίου 2016 και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την αποβολή της από την κοινοπραξία, ήτοι να καταρτίσει προσάρτημα στην επίμαχη σύμβαση.

20      Στις 17 Νοεμβρίου 2016 υπογράφηκε μεταξύ της Agrotec και των μελών της κοινοπραξίας, πλην της ενάγουσας, προσάρτημα στη συμφωνία συνεργασίας τους, με αντικείμενο τη νέα κατανομή καθηκόντων μεταξύ των μελών αυτών.

21      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 5ης Δεκεμβρίου 2016 προς τη CFCU, η ενάγουσα προέβαλε αντιρρήσεις για την αποβολή της από την επίμαχη σύμβαση. Η CFCU απέρριψε τα επιχειρήματα της ενάγουσας με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2017.

22      Στις 13 Δεκεμβρίου 2016 υπογράφηκε μεταξύ της CFCU και της Agrotec προσάρτημα στην επίμαχη σύμβαση με αντικείμενο τη διαγραφή της ενάγουσας από τον κατάλογο μελών της κοινοπραξίας και τις συνέπειες της διαγραφής αυτής, ιδίως από χρηματοοικονομικής απόψεως.

23      Με έγγραφο της 6ης Ιανουαρίου 2017, η CFCU ενημέρωσε την Agrotec ότι το ποσό που αντιστοιχούσε στη συμμετοχή της ενάγουσας στην εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης ανερχόταν σε 182 350,75 ευρώ και ότι το ποσό αυτό, λόγω της αθέτησης από την ενάγουσα των συμβατικών της υποχρεώσεων, δεν ήταν επιλέξιμο για χρηματοδότηση από την Ένωση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2017, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

25      Με το δικόγραφό της, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 320 944,56 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και το ποσό των 150 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς, της μεν OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο, της δε Επιτροπής κατόπιν του ελέγχου αυτού, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων βάσει του επιτοκίου το οποίο καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα παραιτήθηκε από την αξίωση για αποκατάσταση υλικής ζημίας και μείωσε το ποσό που ζητεί ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της σε 25 000 ευρώ, πλέον τόκων.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή, και

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας και του παραδεκτού

28      Χωρίς να προβάλει τύποις ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πράξη στην οποία οφείλεται η ζημία της ενάγουσας είναι η από 11 Νοεμβρίου 2016 απόφαση της CFCU να την αποβάλει από την επίμαχη σύμβαση, και όχι κάποια πράξη που μπορεί να αποδοθεί είτε στην ίδια είτε στην OLAF. Εξ αυτού συνάγει ότι η αγωγή της ενάγουσας αποσκοπεί στη χρηματική ικανοποίηση βλάβης που προξενήθηκε, στην πραγματικότητα, από πράξεις της CFCU και της Agrotec, ως προς τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα, και ότι η ενάγουσα όφειλε να ασκήσει αγωγή ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων.

29      Κατά τις διατάξεις του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο, σε υποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης, έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται μόνον επί διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημιών τις οποίες προκαλούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

30      Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα αποδίδει στην OLAF και στην Επιτροπή την παράνομη συμπεριφορά που, κατά την άποψή της, είναι η αιτία της βλάβης για την οποία ζητεί χρηματική ικανοποίηση. Οι σχετικές παρανομίες διαπράχθηκαν, κατά την ενάγουσα, από τη μεν OLAF στη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου, από τη δε Επιτροπή κατόπιν του ελέγχου αυτού.

31      Ειδικότερα, προς στήριξη της αγωγής της, η ενάγουσα προσάπτει στην OLAF ότι παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ 1996, L 292, σ. 2), προσέβαλε το δικαίωμα χρηστής διοίκησης και παραβίασε τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας. Προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης.

32      Ως εκ τούτου, η ενάγουσα ζητεί, βάσει των διατάξεων του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, χρηματική ικανοποίηση για τη βλάβη που φέρονται να προξένησαν η OLAF και η Επιτροπή κατά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η ενάγουσα δεν επικαλείται τον παράνομο χαρακτήρα πράξεων που αποδίδονται στη CFCU.

33      Συνεπώς, κακώς η Επιτροπή αμφισβητεί την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου και, για τον λόγο αυτό, το παραδεκτό της αγωγής.

 Επί της ουσίας

34      Η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών ή άλλων οργάνων της στοιχειοθετείται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, οι οποίες σχετίζονται με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται σε θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης, με το υποστατό της ζημίας και με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2014, Giordano κατά Επιτροπής, C-611/12 P, EU:C:2014:2282, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο αντίστοιχο θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης θεμελιώνεται μόνον εφόσον πρόκειται για κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C-352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το υποστατό της ζημίας, είναι δυνατό να θεμελιωθεί ευθύνη της Ένωσης μόνο σε περίπτωση που ο ενάγων έχει όντως υποστεί πραγματική και βέβαιη ζημία. Ο ενάγων οφείλει να προσκομίσει πειστικές αποδείξεις τόσο για την ύπαρξη όσο και για την έκταση της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2003, Hameico Stuttgart κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-99/98, EU:T:2003:181, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, απαιτείται η ζημία να απορρέει με αρκούντως άμεσο τρόπο από τη συμπεριφορά, υπό την έννοια ότι η δεύτερη πρέπει να είναι η καθοριστική αιτία της πρώτης. Ο ενάγων οφείλει να αποδείξει ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2007, Bouychou κατά Επιτροπής, T-344/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:234, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Δεδομένου του σωρευτικού χαρακτήρα των ως άνω προϋποθέσεων, το γεγονός ότι δεν συντρέχει έστω και μία από αυτές αρκεί για να απορριφθεί η αγωγή (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C-257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 14).

39      Πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς η προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην OLAF και στην Επιτροπή αντιστοίχως.

40      Προς στήριξη της αγωγής της, η ενάγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, παραβίαση των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, καθώς και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης.

41      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι η OLAF κίνησε, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2013, έρευνα λόγω υπονοιών περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου.

42      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2013 ορίζει τα εξής:

«Για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σχετικά με σύμβαση ή απόφαση επιχορήγησης ή σύμβαση που αφορά χρηματοδότηση της Ένωσης, η Υπηρεσία μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού [...] 2185/96, να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σε οικονομικούς φορείς.»

43      Στις 7 Απριλίου 2016 η OLAF εξέδωσε εντάλματα προς τους υπαλλήλους της για τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας και για την πραγματοποίηση ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης ως προς τα δεδομένα της τελευταίας, με σκοπό να συγκεντρωθούν αποδεικτικά στοιχεία για την πιθανή ανάμιξή της στις πράξεις διαφθοράς ή απάτης οι οποίες φέρονται να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου έργου. Κατά το άρθρο 1.5 των κατευθυντήριων γραμμών για το προσωπικό της OLAF όσον αφορά τις ψηφιακές εγκληματολογικές επιχειρήσεις (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές της OLAF), μια τέτοια επιχείρηση συνίσταται στη διεξαγωγή ελέγχου με τεχνολογικά μέσα, καθώς και στην απόκτηση και εξέταση ψηφιακών μέσων ή του περιεχομένου τους με τη χρήση εγκληματολογικού εξοπλισμού και εργαλείων λογισμικού. Σκοπός της επιχείρησης είναι να εντοπιστούν, να καταγραφούν, να συλλεγούν, να αποκτηθούν και να διαφυλαχθούν δεδομένα που θα μπορούσαν να έχουν σημασία στο πλαίσιο έρευνας, καθώς και να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο διοικητικών, πειθαρχικών και ένδικων διαδικασιών.

44      Οι διαδικασίες που διέπουν τη διεξαγωγή ψηφιακών εγκληματολογικών επιχειρήσεων και την επεξεργασία των αποτελεσμάτων τους περιγράφονται στα άρθρα 4 και 8 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF. Από τα άρθρα αυτά προκύπτει ότι σκοπός της πρακτικής η οποία συνίσταται στη δημιουργία είτε ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας του σκληρού δίσκου ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή είτε αντιγράφου των δεδομένων που έχουν αποθηκευτεί σε φορέα ψηφιακών δεδομένων είναι να αναζητηθούν, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού, στον σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων όσες πληροφορίες έχουν σημασία για το αντικείμενο της έρευνας, με τη χρήση λέξεων-κλειδιών.

45      Από τα άρθρα 4.3 και 4.4 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF καθίσταται σαφές ότι, για να γίνει η αναζήτηση αυτή, πρέπει κατ’ αρχάς να δημιουργηθεί αντίγραφο των δεδομένων που περιέχονται στον φορέα αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων της επιχείρησης εις βάρος της οποίας διεξάγεται η έρευνα. Στην περίπτωση του σκληρού δίσκου ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, το αντίγραφο αυτό λαμβάνει τη μορφή ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας. Μέσω της ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας λαμβάνεται ένα ακριβές αντίγραφο του σκληρού δίσκου επί του οποίου πραγματοποιείται έρευνα, όπου περιέχονται όλα τα δεδομένα που υπάρχουν στον σκληρό δίσκο ακριβώς κατά τη χρονική στιγμή της δημιουργίας του αντιγράφου, περιλαμβανομένων και όσων αρχείων εμφανίζονται να έχουν διαγραφεί. Όπως διευκρινίζεται ειδικότερα στα άρθρα 4.4 και 4.9 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, οι ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες, άπαξ και ληφθούν, αποθηκεύονται σε φορείς αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων, οι οποίοι μεταφέρονται με ασφάλεια στο εγκληματολογικό εργαστήριο της OLAF.

46      Όπως προκύπτει από το άρθρο 8.2 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, τα δεδομένα που μεταφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο εισάγονται σε έναν εξυπηρετητή και αποτελούν τον φάκελο εγκληματολογικής εργασίας. Το άρθρο 8.4 των ίδιων κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι ακολουθεί το στάδιο της καλούμενης «καταλογογράφησης». Κατά τη διάρκεια του σταδίου αυτού, ένα ειδικό λογισμικό τοποθετεί σε κατάλογο όλα τα γράμματα και τις λέξεις που περιλαμβάνονται στον σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων επί του οποίου πραγματοποιείται έρευνα. Τέλος, κατόπιν του σταδίου αυτού, είναι δυνατό να γίνει, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού, αναζήτηση των πληροφοριών που έχουν σημασία για το αντικείμενο της έρευνας. Οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες αντιστοιχούν στα κριτήρια αναζήτησης του φακέλου εγκληματολογικής εργασίας, εξάγονται ώστε ο υπάλληλος που διεξάγει την έρευνα να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτές και να τις διαβάσει.

47      Εν προκειμένω, ο επιτόπιος έλεγχος και η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση πραγματοποιήθηκαν από τις 12 έως τις 14 Απριλίου 2016.

48      Από το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 12ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι οι υπάλληλοι της OLAF, συνοδευόμενοι από ένα μέλος του προσωπικού της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Ουγγαρία και έναν εκπρόσωπο της Anti‑fraud Coordination Structure (AFCOS, Υπηρεσίας Συντονισμού της Καταπολέμησης της Απάτης, Ουγγαρία), εισήλθαν στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας και, κατόπιν των αμοιβαίων συστάσεων με έναν εκπρόσωπό της, ο τελευταίος παρέδωσε στους υπαλλήλους της OLAF φάκελο που περιείχε τα έγγραφα τα οποία σχετίζονταν με την επίμαχη σύμβαση, καθώς και τα ονόματα των δύο προσώπων που ήταν υπεύθυνα για την εκτέλεση της σύμβασης αυτής από την ενάγουσα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ίδιος.

49      Από το ίδιο πρακτικό καθίσταται επίσης σαφές ότι οι υπάλληλοι της OLAF ζήτησαν να τους επιτραπεί η πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των δύο αυτών προσώπων προκειμένου να δημιουργήσουν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων τους για να ανακτήσουν τα δεδομένα τα οποία συνδέονταν με το επίμαχο έργο από τον Ιανουάριο του 2012 και εντεύθεν. Ο εκπρόσωπος της ενάγουσας δεν δέχθηκε το αίτημα της OLAF επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, ότι ο σκληρός δίσκος του ηλεκτρονικού υπολογιστή του περιείχε πολλά δεδομένα τα οποία δεν αφορούσαν το επίμαχο έργο και ότι δεν επιθυμούσε να γνωστοποιηθούν αυτά.

50      Όπως αναφέρεται στο εν λόγω πρακτικό, οι δικηγόροι της ενάγουσας εξήγησαν εν συνεχεία στους υπαλλήλους της OLAF ότι ο εκπρόσωπος της ενάγουσας ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά δεν επιθυμούσε να δοθεί στην OLAF πρόσβαση σε δεδομένα τα οποία δεν συνδέονταν με το επίμαχο έργο, λόγω των υφιστάμενων υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας μεταξύ της ενάγουσας και των εμπορικών εταίρων της. Οι υπάλληλοι της OLAF εξήγησαν ότι η δημιουργία ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας των σκληρών δίσκων ήταν η ταχύτερη και ασφαλέστερη μέθοδος, ενώ η επιτόπια αναζήτηση με βάση λέξεις-κλειδιά θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα και δεν θα καθιστούσε δυνατή την πρόσβαση στα σχετικά με το επίμαχο έργο δεδομένα τα οποία είχαν τυχόν διαγραφεί.

51      Στο πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 12ης Απριλίου 2016 σημειώνεται επίσης ότι οι εκπρόσωποι της ενάγουσας ενημέρωσαν τους υπαλλήλους της OLAF ότι δέχονταν να τους παράσχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες οι οποίες τους ζητούνταν, υπό την προϋπόθεση ότι συνδέονταν με το επίμαχο έργο. Επέμειναν ότι ήταν αναγκαίο να γίνει, ενώπιον εξειδικευμένων υπαλλήλων της OLAF και της ενάγουσας, σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δεδομένων που σχετίζονταν με το επίμαχο έργο και εκείνων που δεν σχετίζονταν με αυτό. Επισήμαναν δε ότι μόνον το αντίγραφο των σχετικών με το επίμαχο έργο δεδομένων μπορούσε να δοθεί στους υπαλλήλους της OLAF.

52      Σύμφωνα με το ίδιο πάντοτε πρακτικό, οι υπάλληλοι της OLAF πρότειναν μια μέθοδο διεξαγωγής της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης σε τρία στάδια. Σε πρώτο στάδιο, θα δημιουργούνταν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των δεδομένων που ζητούσε η OLAF, οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν μόνο στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας. Σε δεύτερο στάδιο, θα ακολουθούσε η καταλογογράφηση των εικόνων αυτών, προκειμένου να είναι ταχύτερη και αποτελεσματικότερη η αναζήτηση με χρήση λέξεων-κλειδιών. Σε τρίτο στάδιο, οι υπάλληλοι της OLAF θα προχωρούσαν στην εξαγωγή των συλλεγέντων δεδομένων που είχαν σημασία και θα δημιουργούσαν, προκειμένου να την αναλύσουν εν συνεχεία, μια ψηφιακή εγκληματολογική εικόνα μόνον των επιλεγέντων αρχείων, και όχι όλων των δεδομένων. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τον εκπρόσωπο της ενάγουσας. Αποφασίστηκε ότι η καθεαυτήν ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση θα πραγματοποιούνταν την επομένη.

53      Από το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 13ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι η ενάγουσα ζήτησε από τους υπαλλήλους της OLAF να γίνουν οι ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων των οικείων ηλεκτρονικών υπολογιστών σε υλικούς φορείς τους οποίους θα παρείχε η ίδια, αίτημα που έγινε δεκτό από την OLAF. Κατά τη διάρκεια της ημέρας εκείνης, ελήφθησαν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες, πρώτον, των δεδομένων που περιέχονταν στον εξυπηρετητή της ενάγουσας, δεύτερον, της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των δύο εμπλεκόμενων στην εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης προσώπων και, τρίτον, των σκληρών δίσκων των φορητών υπολογιστών των ίδιων αυτών προσώπων. Επιπλέον, ολοκληρώθηκε η καταλογογράφηση των δεδομένων που περιέχονταν στον εξυπηρετητή της ενάγουσας και ξεκίνησε η καταλογογράφηση των δεδομένων που περιέχονταν στους εν λόγω σκληρούς δίσκους.

54      Από το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 14ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι, κατά την άφιξη των υπαλλήλων της OLAF στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας, βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη η διαδικασία καταλογογράφησης των δεδομένων που περιέχονταν στους σκληρούς δίσκους των ηλεκτρονικών υπολογιστών των προαναφερθέντων στη σκέψη 53 προσώπων, η οποία είχε ξεκινήσει την προηγουμένη. Επιπλέον, οι υπάλληλοι της OLAF έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας και ζήτησαν πρόσβαση σε όλες τις συναλλαγές της ενάγουσας οι οποίες αφορούσαν πληρωμές και εξοφλήσεις τιμολογίων, καθώς και σε όλες τις άσχετες προς το επίμαχο έργο συναλλαγές που πραγματοποίησαν οι υπάλληλοι της ενάγουσας και τα εξουσιοδοτημένα από αυτήν πρόσωπα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν, στον κατάλογο των πελατών και των προμηθευτών της ενάγουσας καθώς και στον κατάλογο όλων των τραπεζικών συναλλαγών της από όλους τους τραπεζικούς της λογαριασμούς για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν.

55      Σύμφωνα με το ίδιο πρακτικό, ο εκπρόσωπος της ενάγουσας ο οποίος βρισκόταν επιτόπου θεώρησε ότι οι υπάλληλοι της OLAF ήταν εξουσιοδοτημένοι να ζητήσουν πρόσβαση μόνο σε πληροφορίες σχετικές με συναλλαγές που συνδέονταν άμεσα με το επίμαχο έργο και είχαν πραγματοποιηθεί μετά την ημερομηνία υπογραφής της επίμαχης σύμβασης. Κατά συνέπεια, ήταν διατεθειμένος να παράσχει μόνον πληροφορίες που αφορούσαν τέτοιες συναλλαγές. Εξέφρασε επίσης τον φόβο ότι η ενάγουσα θα αναγκαζόταν να καταβάλει βαριές χρηματικές ποινές στους εμπορικούς εταίρους της, σε περίπτωση που κοινοποιούσε πληροφορίες οι οποίες καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο ή από συμβατικές υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Προσέθεσε ότι κατά τα έτη 2012 και 2013 δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία πληρωμή σχετική με το επίμαχο έργο. Οι υπάλληλοι της OLAF ισχυρίστηκαν ότι η άρνηση του εκπροσώπου της ενάγουσας να παράσχει τις πληροφορίες που ζητήθηκαν ως προς όλες τις συναλλαγές οι οποίες αφορούσαν πληρωμές και εξοφλήσεις τιμολογίων από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν καταδείκνυε έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους της ενάγουσας και, ως εκ τούτου, συνιστούσε παραβίαση του κανονισμού 883/2013, στον βαθμό που η ενάγουσα δεν επέτρεπε στην OLAF πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες είχαν σημασία για την έρευνά της.

56      Όσον αφορά τις συναλλαγές που ήταν άσχετες προς το επίμαχο έργο, από το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 14ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος της ενάγουσας συμφώνησε μόνο να παράσχει στους υπαλλήλους της OLAF τις πληροφορίες για τις συναλλαγές τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει τα δύο υπεύθυνα για την εκτέλεση του επίμαχου έργου πρόσωπα. Αρνήθηκε να παράσχει τα δεδομένα που αφορούσαν άλλους υπαλλήλους της ενάγουσας, επικαλούμενος τον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

57      Όπως αναφέρεται στο ίδιο πρακτικό, η ενάγουσα αρνήθηκε να παράσχει τις πληροφορίες που ζητήθηκαν ως προς όλες τις τραπεζικές συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από όλους τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν.

58      Σε απάντηση προς το σχετικό αίτημα, η ενάγουσα έδωσε στους υπαλλήλους της OLAF τον κατάλογο των πελατών και των προμηθευτών της.

59      Επίσης σύμφωνα με το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 14ης Απριλίου 2016, κατόπιν συζητήσεων μεταξύ των υπαλλήλων της OLAF και του εκπροσώπου της ενάγουσας με θέμα τις ρήτρες εμπιστευτικότητας οι οποίες την δέσμευαν έναντι των εμπορικών εταίρων της, η ενάγουσα αποφάσισε να μην επιτρέψει στους υπαλλήλους της OLAF να πάρουν μαζί τους τα ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προκύψει από την όλη επιχείρηση. Κατόπιν τούτου, οι υπάλληλοι της OLAF, αφού υπενθύμισαν το περιεχόμενο των διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις διαδικασίες των ψηφιακών εγκληματολογικών επιχειρήσεων, του κανονισμού 2185/96 και του κανονισμού 883/2013, καθώς και το περιεχόμενο των γενικών όρων, ενημέρωσαν τον εκπρόσωπο της ενάγουσας ότι η τελευταία δεν είχε συνεργαστεί με την OLAF, κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφοι 2 και 4, των γενικών όρων, όπερ μπορούσε να θεωρηθεί ως σοβαρή αθέτηση της επίμαχης σύμβασης, ικανή να επισύρει την καταγγελία της βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, των εν λόγω γενικών όρων. Προσέθεσαν ακόμη ότι έλαβαν εντολή να θέσουν τέρμα στον επιτόπιο έλεγχο σε περίπτωση που η ενάγουσα δεν συνεργαζόταν.

60      Επιπλέον, από το ίδιο πρακτικό προκύπτει ότι, όταν ερωτήθηκαν από εκπρόσωπο της ενάγουσας αν ήταν δυνατό να βρεθεί μια λύση αποδεκτή από όλους, οι υπάλληλοι της OLAF τόνισαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να διασφαλίσουν την εμπιστευτικότητα των δεδομένων που είχαν συγκεντρώσει και πρότειναν να πάρουν μαζί τους στα γραφεία της OLAF τις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες τις οποίες είχαν πραγματοποιήσει, προκειμένου να προχωρήσουν στο φιλτράρισμα των αποτελεσμάτων και στην αναζήτηση των πληροφοριών που είχαν σημασία. Κάλεσαν επίσης την ενάγουσα να τους παράσχει όλες τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που είχαν ζητήσει. Ο εκπρόσωπος της ενάγουσας απέρριψε τις προτάσεις αυτές.

61      Τέλος, στο ίδιο πρακτικό υπενθυμίζεται ότι οι υπάλληλοι της OLAF έλαβαν τον κατάλογο των πελατών και των προμηθευτών της ενάγουσας, καθώς και τα αντίγραφα εγγράφων που αφορούσαν ορισμένες δαπάνες σχετικές με το επίμαχο έργο. Σημειώνεται επίσης ότι η ενάγουσα δεν ικανοποίησε το αίτημα των υπαλλήλων της OLAF να λάβουν πληροφορίες για όλες τις συναλλαγές της ενάγουσας που αφορούσαν πληρωμές και εξοφλήσεις τιμολογίων και για όλες τις άσχετες προς το επίμαχο έργο συναλλαγές από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν, καθώς και τον κατάλογο όλων των τραπεζικών συναλλαγών της από όλους τους τραπεζικούς της λογαριασμούς για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν. Η ενάγουσα δεν επέτρεψε επίσης στους υπαλλήλους της OLAF να πάρουν μαζί τους τις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων δύο εκ των ηλεκτρονικών υπολογιστών της, τα δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα στους εξυπηρετητές της και την ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων της.

 Επί της παράβασης του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96

62      Η ενάγουσα προσάπτει στην OLAF ότι απαίτησε να της δοθεί η δυνατότητα να συλλέξει δεδομένα που δεν είχαν σχέση με το επίμαχο έργο, κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96. Ειδικότερα, κατά την ενάγουσα, η διάταξη αυτή, προβλέποντας ότι η OLAF μπορεί να έχει πρόσβαση μόνο σε δεδομένα «που έχουν σχέση με τις υπό εξέταση πράξεις», περιόριζε την εξουσία την οποία διέθετε η OLAF κατά την έρευνά της μόνο στη συλλογή δεδομένων σχετικών με το επίμαχο έργο. Η ενάγουσα προσθέτει ότι το γεγονός ότι οι υπάλληλοι της OLAF οφείλουν να σέβονται το επαγγελματικό απόρρητο δεν σημαίνει ότι επιτρεπόταν να συλλέξουν στοιχεία που δεν συνδέονταν με το επίμαχο έργο. Ισχυρίζεται επίσης ότι δεσμευόταν έναντι των εμπορικών εταίρων της από ρήτρες εμπιστευτικότητας ή επαγγελματικού απορρήτου οι οποίες την εμπόδιζαν, επ’ απειλή βαριών χρηματικών ποινών, να επιτρέψει στους υπαλλήλους της OLAF να συλλέξουν όλα τα δεδομένα που είχαν ζητήσει.

63      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2185/96:

«Οι ελεγκτές της Επιτροπής έχουν πρόσβαση, υπό τους ίδιους όρους όπως και οι εθνικοί διοικητικοί ελεγκτές και τηρουμένων των εθνικών νομοθεσιών, σε όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που έχουν σχέση με τις υπό εξέταση πράξεις, και απαιτούνται για την ομαλή διεξαγωγή των επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων. Μπορούν να χρησιμοποιούν τα ίδια υλικά μέσα ελέγχου με τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές, και ιδίως να λαμβάνουν αντίγραφα των ενδεδειγμένων εγγράφων.»

64      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις μπορούν, ιδίως, να αφορούν:

–        επαγγελματικά βιβλία και έγγραφα, όπως τιμολόγια, συγγραφές υποχρεώσεων, καταστάσεις μισθοδοσίας, βιβλία παρακολούθησης εργασιών, αποσπάσματα τραπεζικών λογαριασμών των οικονομικών φορέων,

–        ηλεκτρονικά δεδομένα,

[…]

–        πορεία των χρηματοδοτούμενων εργασιών και επενδύσεων, χρησιμοποίηση και σκοπό των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων,

–        δημοσιονομικά και λογιστικά έγγραφα,

–        οικονομική και τεχνική εκτέλεση των επιδοτούμενων σχεδίων.»

65      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 883/2013 σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες της OLAF, το οποίο επαναλαμβάνει εν μέρει τη διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, προβλέπει τα εξής:

«Το οικείο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, σύμφωνα με τον κανονισμό [...] 2185/96, οι υπάλληλοι της [OLAF] να έχουν πρόσβαση, υπό τις αυτές συνθήκες και προϋποθέσεις με τις αρμόδιες αρχές του και σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού του δικαίου, σε κάθε πληροφορία και έγγραφο που αφορούν την ερευνώμενη υπόθεση και αποδεικνύονται αναγκαίες για την ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων.»

66      Εξ αυτών συνάγεται ότι, στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου, η OLAF μπορεί να απαιτεί να της δοθεί πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνάς της, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όσων από τα σχετικά έγγραφα αποδεικνύονται αναγκαία για τη διενέργεια του ελέγχου.

67      Επιπλέον, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο ίδιο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπόκειται στον έλεγχο να προσδιορίσει ποια δεδομένα έχουν σημασία για την έρευνα της OLAF.

68      Κατά συνέπεια, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 παρέχει στην OLAF κάποιο περιθώριο εκτίμησης κατά τον προσδιορισμό των πληροφοριών και των εγγράφων στα οποία κρίνει ότι είναι αναγκαίο να έχει πρόσβαση και των οποίων προτίθεται, για τον λόγο αυτό, να λάβει αντίγραφο, στο πλαίσιο έρευνας που έχει κινηθεί βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2013. Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2185/96 ορίζει ότι, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν, κατόπιν αιτήματος της OLAF, τα κατάλληλα συντηρητικά μέτρα τα οποία προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, ιδίως για την προστασία των αποδεικτικών στοιχείων.

69      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η OLAF κίνησε, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2013, έρευνα λόγω υπονοιών περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου και ότι τα εντάλματα των υπαλλήλων της OLAF αφορούσαν τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την πιθανή ανάμιξη της ενάγουσας στις πράξεις αυτές, μέσω της πραγματοποίησης ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης σε ορισμένους ψηφιακούς πόρους της ενάγουσας.

70      Ως εκ τούτου, ο επιτόπιος έλεγχος και η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση που αποφασίστηκαν από την OLAF, αφενός, εντάσσονταν στο πλαίσιο έρευνάς της σχετικά με υπόνοιες περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου και, αφετέρου, είχαν ως σκοπό να διαπιστωθεί αν η ενάγουσα είχε ανάμιξη στις πράξεις αυτές.

71      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 ανωτέρω, η διεξαγωγή της επιχείρησης αυτής περιελάμβανε τη δημιουργία ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων των δεδομένων που ήταν αποθηκευμένα σε διάφορους φορείς αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας. Ειδικότερα, τα δεδομένα στα οποία οι υπάλληλοι της OLAF ζήτησαν από την ενάγουσα να τους επιτρέψει την πρόσβαση ήταν:

–        οι σκληροί δίσκοι των φορητών υπολογιστών των δύο προσώπων που ήταν υπεύθυνα για την εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης·

–        τα δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα στους εξυπηρετητές της ενάγουσας·

–        η ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων της ενάγουσας·

–        όλες οι συναλλαγές της ενάγουσας αναφορικά με πληρωμές και εξοφλήσεις τιμολογίων·

–        όλες οι άσχετες προς το επίμαχο έργο συναλλαγές που πραγματοποίησαν οι υπάλληλοι της ενάγουσας και τα εξουσιοδοτημένα από αυτήν πρόσωπα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν·

–        ο κατάλογος όλων των τραπεζικών συναλλαγών της ενάγουσας από όλους τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2012 και εντεύθεν·

–        ο κατάλογος των πελατών και των προμηθευτών της ενάγουσας.

72      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία αυτά, αφενός, ενέπιπταν στο είδος των δεδομένων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2185/96 και, αφετέρου, μπορούσαν να έχουν σημασία στο πλαίσιο της έρευνας της OLAF, κατά την έννοια του άρθρου 1.5 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF.

73      Επιπλέον, όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, τη δημιουργία ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας, διαπιστώνεται ότι αυτή εμπίπτει στις εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, εφόσον, αφενός, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 44, μια τέτοια εικόνα πραγματοποιείται προκειμένου να γίνει η καταλογογράφηση των δεδομένων που περιέχονται στο εκάστοτε μέσο αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων και, αφετέρου, η καταλογογράφηση καθιστά, εν συνεχεία, εφικτή την αναζήτηση στα έγγραφα τα οποία έχουν σημασία για την έρευνα της OLAF.

74      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα δεδομένα τα οποία η OLAF ζήτησε να της δοθεί η δυνατότητα να συλλέξει ήταν σχετικά με τις επίμαχες πράξεις, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας, και απαραίτητα για την ορθή διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96.

75      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι έδωσε στους υπαλλήλους της OLAF τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλα τα δεδομένα που ζητήθηκαν, επιτρέποντάς τους να δημιουργήσουν ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες. Διατείνεται ότι αντιτάχθηκε απλώς στη συγκέντρωση των δεδομένων αυτών σε φορείς αποθήκευσης δεδομένων οι οποίοι έπρεπε ακολούθως να μεταφερθούν στα γραφεία της OLAF.

76      Οι υπάλληλοι όμως της OLAF πρέπει να είναι σε θέση να επεξεργάζονται τα δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης, όπερ δεν καθίσταται δυνατό μόνο με τη δημιουργία ψηφιακής εγκληματολογικής εικόνας.

77      Εξάλλου, ως προς τα επιχειρήματα της ενάγουσας τα οποία στηρίζονται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και των συμβατικών ρητρών που την δέσμευαν έναντι των εμπορικών της εταίρων να μην κοινοποιήσει δεδομένα που τους αφορούσαν σε τρίτους, σκοπός των επιχειρημάτων αυτών είναι να δικαιολογηθεί η άρνηση της ενάγουσας να κοινοποιήσει στην OLAF ορισμένα από τα δεδομένα στα οποία η τελευταία ζητούσε πρόσβαση, και όχι να προσαφθεί στην OLAF ή στην Επιτροπή κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά είναι αλυσιτελή όσον αφορά τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

78      Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι το άρθρο 25.3 των γενικών όρων προστατεύει την εμπιστευτικότητα των δεδομένων στα οποία έχει πρόσβαση η OLAF, και η ενάγουσα δεν προβάλλει παράβαση του άρθρου αυτού. Η εν λόγω διάταξη ορίζει τα εξής:

«Η πρόσβαση που πρέπει να παρέχεται στους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου εξασφαλίζεται σε εμπιστευτική βάση, με σεβασμό στους τρίτους και υπό την επιφύλαξη τυχόν υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου τις οποίες υπέχουν.»

79      Εν πάση περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι οι υπάλληλοι της OLAF τερμάτισαν τον επιτόπιο έλεγχο και την ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση χωρίς η ενάγουσα να τους έχει κοινοποιήσει τα δεδομένα που θεωρούσε ότι συνιστούσαν επαγγελματικό απόρρητο ή ότι καλύπτονταν από τις συμβατικές ρήτρες τις οποίες επικαλείται, δεν μπορεί να γίνει δεκτό η OLAF εξανάγκασε την ενάγουσα να παραβιάσει το επαγγελματικό απόρρητο ή τις συμβατικές αυτές ρήτρες.

80      Συνεπώς, η OLAF ουδόλως παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 ζητώντας από την ενάγουσα να της επιτρέψει την πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία απαριθμούνται στη σκέψη 71 ανωτέρω, προκειμένου να τα αναλύσει. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της ενάγουσας είναι απορριπτέα.

 Επί της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας

81      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας απαιτώντας να της παρασχεθεί πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα της ενάγουσας, περιλαμβανομένων και εκείνων που ουδεμία σχέση είχαν με το επίμαχο έργο, όπως οι πληροφορίες αναφορικά με τις τραπεζικές συναλλαγές της από το 2012, δηλαδή δύο και πλέον έτη πριν από την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης. Η απαίτηση αυτή δεν ήταν, κατά την άποψη της ενάγουσας, κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο για τη διεξαγωγή της έρευνας και την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, όπως θα ήταν, αντιστρόφως, η εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF. Η ενάγουσα προσθέτει ότι η ΓΔ «Διεύρυνση» επέλεξε, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, να της επιβάλει τη σοβαρότερη από τις κυρώσεις οι οποίες προβλέπονταν από την επίμαχη σύμβαση, ήτοι την αποβολή από τη σύμβαση αυτή.

82      Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 2185/96, οι έλεγχοι και οι εξακριβώσεις που διεξάγονται επιτοπίως δεν μπορούν να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

83      Συναφώς, από τη σκέψη 74 ανωτέρω συνάγεται ότι το αίτημα των υπαλλήλων της OLAF να τους παράσχει η ενάγουσα τις πληροφορίες τις οποίες επιθυμούσαν να τους κοινοποιηθούν ήταν νόμιμο, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96.

84      Υπενθυμίζεται ότι, όπως καθίσταται σαφές από το άρθρο 25, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, των γενικών όρων, η OLAF μπορεί να διενεργεί πλήρη έλεγχο, εφόσον παρίσταται ανάγκη, βάσει λογιστικών παραστατικών, λογιστικών εγγράφων και κάθε άλλου σχετικού εγγράφου που αφορά τη χρηματοδότηση της αντίστοιχης σύμβασης.

85      Επιπλέον, από το άρθρο 25, παράγραφοι 2 και 3, των γενικών όρων προκύπτει ότι ο ανάδοχος εξουσιοδοτεί την OLAF να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σύμφωνα με τις διαδικασίες οι οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των χρηματοοικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από απάτες και λοιπές παρατυπίες, ενώ δεσμεύεται επίσης, πρώτον, να παρέχει στους υπαλλήλους της OLAF κατάλληλη πρόσβαση στους χώρους και στους τόπους εκτέλεσης της σύμβασης, περιλαμβανομένων των συστημάτων πληροφορικής και όλων των εγγράφων και των βάσεων δεδομένων που αφορούν την τεχνική και οικονομική διαχείριση του έργου, και, δεύτερον, να λαμβάνει όλα τα μέτρα για να διευκολύνει το έργο τους.

86      Εξάλλου, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, τυχόν αποδείξεις ανάμιξης σε πράξεις διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου ενδέχεται να έχουν συγκαλυφθεί και δεν αποκλείεται οι κολάσιμες πράξεις να έχουν τελεστεί τόσο πριν όσο και μετά την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης από την ενάγουσα και τη CFCU, ή ακόμη να μην αφορούσαν άμεσα την καθ’ εαυτήν εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων για την ανάμιξη του προσώπου εις βάρος του οποίου διεξάγεται έρευνα σε πράξεις διαφθοράς ή απάτης, η πρόσβαση της OLAF στα δεδομένα που έχει στην κατοχή του το πρόσωπο αυτό δεν είναι δυνατό να περιορίζεται, παραδείγματος χάριν, σε αρχεία ή έγγραφα τα οποία αναφέρονται ρητώς στην επίμαχη σύμβαση ή στο επίμαχο έργο. Ομοίως, η πρόσβαση αυτή μπορεί να αφορά δεδομένα τα οποία σχετίζονται τόσο με γεγονότα που συνέβησαν κατά τον χρόνο της υπογραφής της ως άνω σύμβασης όσο και με γεγονότα προγενέστερα ή μεταγενέστερα της υπογραφής της.

87      Ως προς το επιχείρημα σχετικά με τη διαδικασία του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, αρκεί προς απόρριψή του να υπενθυμιστεί, αφενός, ότι η διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με δεδομένα τα οποία συνιστούν επαγγελματικό απόρρητο σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υποκείμενου σε έλεγχο οικονομικού φορέα, και όχι σε όλα τα δεδομένα που αποτελούν το αντικείμενο ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης. Αφετέρου, όπως προκύπτει από το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 14ης Απριλίου 2016, η συγκεκριμένη διαδικασία παρουσιάστηκε στη διάρκεια της ημέρας εκείνης στην ενάγουσα, η οποία δεν δέχθηκε την εφαρμογή της.

88      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η ΓΔ «Διεύρυνση» επέλεξε, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, να της επιβάλει τη σοβαρότερη κύρωση από όσες προβλέπονταν στην επίμαχη σύμβαση, ήτοι την αποβολή της από τη σύμβαση, πρέπει να υπενθυμιστούν τα κατωτέρω.

89      Με το από 13 Οκτωβρίου 2016 έγγραφό της, η ΓΔ «Διεύρυνση» ενημέρωσε τη CFCU ότι θεωρούσε ότι η άρνηση της ενάγουσας να συνεργαστεί στην έρευνα της OLAF στοιχειοθετούσε παράβαση του άρθρου 25, παράγραφοι 2 και 3, των γενικών όρων εκ μέρους της ενάγουσας. Προσέθεσε ότι, στο πλαίσιο αυτό, καλούσε τη CFCU να λάβει τα κατάλληλα μέτρα που προέβλεπαν οι γενικοί όροι για την περίπτωση αθέτησης της σύμβασης και, συνακόλουθα, να εξετάσει ως πιθανό μέτρο την αναστολή της εκτέλεσης της επίμαχης σύμβασης ή του μέρους της σύμβασης που εκτελούνταν από την ενάγουσα.

90      Από το έγγραφο αυτό καθίσταται σαφές ότι, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της ενάγουσας και όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η ΓΔ «Διεύρυνση» δεν διατύπωσε ρητό αίτημα προς τη CFCU να αποβάλει την ενάγουσα από την επίμαχη σύμβαση, αφού ούτε καν γινόταν λόγος για τέτοιο μέτρο.

91      Με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2016, η CFCU ενημέρωσε την Agrotec ότι η ΓΔ «Διεύρυνση» την είχε καλέσει να λάβει τα αναγκαία μέτρα έναντι της ενάγουσας και της είχε προτείνει, εν είδει συστάσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης ή του μέρους της σύμβασης του οποίου την εκτέλεση είχε αναλάβει η ενάγουσα. Η CFCU προσέθεσε ότι, προς εξασφάλιση της υλοποίησης του επίμαχου έργου, η ίδια είχε αποφασίσει να αποβάλει την ενάγουσα από την επίμαχη σύμβαση και να συνεχίσει την εκτέλεσή της, αντί να την αναστείλει, όπως είχε προταθεί. Κατά συνέπεια, η CFCU ζήτησε από την Agrotec να θέσει αμέσως τέρμα στις δραστηριότητες της ενάγουσας από τις 11 Νοεμβρίου 2016 και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την αποβολή της από την κοινοπραξία, δηλαδή να καταρτίσει προσάρτημα στην επίμαχη σύμβαση.

92      Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η CFCU, αποφασίζοντας να αποβάλει την ενάγουσα από την επίμαχη σύμβαση, επέλεξε οικειοθελώς να μην ακολουθήσει την πρόταση της ΓΔ «Διεύρυνση» , η οποία, όπως υπενθυμίζει η CFCU, ήταν να ανασταλεί η εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης ή του μέρους της σύμβασης που εκτελούνταν από την ενάγουσα.

93      Είναι δε άνευ σημασίας για την ως άνω διαπίστωση το γεγονός, το οποίο επικαλείται η ενάγουσα, ότι η CFCU δήλωσε, με το από 10 Ιανουαρίου 2017 έγγραφό της προς την ενάγουσα, ότι η απόφαση που είχε λάβει η Επιτροπή ήταν δεσμευτική για την ίδια και δεν είχε δικαίωμα να την αμφισβητήσει. Πράγματι, η «απόφαση» για την οποία γίνεται λόγος στο έγγραφο αυτό μπορεί να αναφέρεται μόνον, όπως καθίσταται σαφές και από το ίδιο το κείμενο του εγγράφου, στο αίτημα που απηύθυνε η Επιτροπή προς τη CFCU να λάβει τα αναγκαία μέτρα έναντι της ενάγουσας λόγω της παράβασης, εκ μέρους της τελευταίας, των συμβατικών της υποχρεώσεων. Ειδικότερα, η CFCU επισήμανε ότι, επειδή η OLAF είχε ήδη διενεργήσει και ολοκληρώσει την έρευνά της, δεν ήταν δυνατό να δώσει συνέχεια στην έρευνα αυτή και να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα και τις διευκρινίσεις της ενάγουσας.

94      Επομένως, η ενάγουσα αποβλήθηκε από την επίμαχη σύμβαση με απόφαση της CFCU, η οποία επέλεξε οικειοθελώς να μην ακολουθήσει την πρόταση της ΓΔ «Διεύρυνση» για αναστολή της εκτέλεσης της επίμαχης σύμβασης, ενώ η ΓΔ «Διεύρυνση» δεν είχε λάβει επί του ζητήματος οποιαδήποτε θέση που να δεσμεύει τη CFCU. Κατόπιν τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας από τη ΓΔ «Διεύρυνση».

95      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ενάγουσα δεν είναι δυνατό να επικαλεστεί κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της ενάγουσας είναι απορριπτέα.

 Επί της προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και της παραβίασης της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων

96      Η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω διαφόρων πράξεων ή παραλείψεων των υπαλλήλων της OLAF κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου. Πρώτον, υποστηρίζει ότι οι υπάλληλοι της OLAF την ενημέρωσαν για την ύπαρξη της διαδικασίας του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, η οποία έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις δεδομένων που συνιστούν επαγγελματικό απόρρητο, μόλις την τρίτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, μολονότι η ίδια είχε γνωστοποιήσει στην OLAF ήδη από την πρώτη ημέρα ότι υπήρχαν δεδομένα των οποίων την εμπιστευτικότητα επιθυμούσε να προστατεύσει. Προσθέτει ότι η διαδικασία αυτή δεν μνημονευόταν στα εντάλματα τα οποία εκδόθηκαν προς τους υπαλλήλους της OLAF και ότι ήταν διαφορετική από εκείνη που εφαρμόστηκε κατά τον επιτόπιο έλεγχο. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι οι υπάλληλοι της OLAF δεν τήρησαν τη διαδικασία που οι ίδιοι είχαν προτείνει, την πρώτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, να εφαρμοστεί, ασκώντας πίεση στην ενάγουσα την τελευταία ημέρα για να εκμαιεύσουν τη συναίνεσή της, ώστε να τους επιτραπεί να πάρουν μαζί τους όλα τα ψηφιακά δεδομένα στα οποία ζητούσαν πρόσβαση, παρότι είχαν δεχθεί στην αρχή του ελέγχου ότι θα έπαιρναν μαζί τους εν τέλει μόνον τα δεδομένα που συνδέονταν με το έργο το οποίο αφορούσε ο έλεγχος. Τρίτον, η ενάγουσα προσάπτει στους υπαλλήλους της OLAF ότι κακώς δεν πραγματοποίησαν στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας τις ενέργειες των σταδίων της καταλογογράφησης και της αναζήτησης εκείνων των πληροφοριών της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης οι οποίες είχαν σημασία για την έρευνά της, αντιθέτως προς τη διαδικασία που είχε προταθεί την πρώτη ημέρα του ελέγχου.

97      Όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013 προβλέπει ότι η OLAF, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της, αναζητεί αποδείξεις για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας του ενδιαφερομένου και ότι οι έρευνές της διενεργούνται με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που ορίζονται στο άρθρο αυτό.

98      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της ενάγουσας σχετικά με τη διαδικασία του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF, επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

«Αν, κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου σε οικονομικό φορέα, ο εκπρόσωπός του ισχυρίζεται ότι η συσκευή η οποία αποτελεί το αντικείμενο της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης περιέχει δεδομένα που συνιστούν επαγγελματικό απόρρητο, τα δεδομένα εξάγονται και τοποθετούνται σε σφραγισμένο φάκελο. Ο εκπρόσωπος του οικονομικού φορέα ενημερώνεται ότι θα κληθεί να μετάσχει σε μια συνάντηση προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα προτού η OLAF ανοίξει τον σφραγισμένο φάκελο, διαδικασία κατά την οποία ο εκπρόσωπος μπορεί να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του. [Οι υπάλληλοι της OLAF] σφραγίζουν τον φάκελο με μοναδικό αριθμό αναφοράς και αναλαμβάνουν τη φύλαξή του έως ότου πραγματοποιηθεί η συνάντηση. Η πληροφορία αυτή πρέπει να μνημονεύεται στην “έκθεση της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης”. Αν ο οικονομικός φορέας διαφωνεί με τη διαδικασία αυτή, η OLAF οφείλει να καλέσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας να λάβουν τα κατάλληλα συντηρητικά μέτρα που προβλέπονται από την εσωτερική τους νομοθεσία για την προστασία των αποδεικτικών στοιχείων, όπως επιτρέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [...] 2185/1996.»

99      Εν προκειμένω, από το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 14ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι οι υπάλληλοι της OLAF αναφέρθηκαν στο άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF κατόπιν της άρνησης της ενάγουσας να τους παραδώσει τις πραγματοποιηθείσες στη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες των σκληρών δίσκων των φορητών υπολογιστών των δύο υπαλλήλων της ενάγουσας, των δεδομένων που ήταν αποθηκευμένα στον εξυπηρετητή της και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των εν λόγω υπαλλήλων. Επιπλέον, οι υπάλληλοι της OLAF περιέγραψαν στην ενάγουσα τη διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη αυτή και η ενάγουσα αρνήθηκε εκ νέου να παραδώσει τις προαναφερθείσες ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες στους υπαλλήλους της OLAF.

100    Επομένως, η ενάγουσα δεν δέχθηκε να εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF την οποία της παρουσίασαν οι υπάλληλοι της OLAF στη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου.

101    Εξάλλου, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές της OLAF μνημονεύονται στο ενημερωτικό φυλλάδιο της OLAF για τις ψηφιακές εγκληματολογικές επιχειρήσεις, το οποίο η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι της παραδόθηκε την πρώτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, στις 12 Απριλίου 2016, και, δεύτερον, ότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές συγκεντρώνονται σε ένα έγγραφο που είναι ελεύθερα προσβάσιμο.

102    Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός, αφενός, ότι τα εντάλματα βάσει των οποίων διεξήχθησαν ο επιτόπιος έλεγχος και η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση δεν αναφέρονταν στην ύπαρξη της διαδικασίας του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF και, αφετέρου, ότι η ενάγουσα είχε ενημερώσει τους υπαλλήλους της OLAF από την πρώτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου για την ύπαρξη δεδομένων που ήταν εμπιστευτικά ή συνιστούσαν, κατά την άποψή της, επαγγελματικό απόρρητο δεν σημαίνει ότι συντρέχουν περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης ή κατάφωρη παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

103    Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η διαδικασία την οποία ακολούθησαν οι υπάλληλοι της OLAF κατά τον επιτόπιο έλεγχο ήταν διαφορετική από εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί μόνον η δεύτερη.

104    Πράγματι, όπως κατέστη σαφές στη σκέψη 98 ανωτέρω, η διαδικασία του άρθρου 6.3 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με δεδομένα τα οποία συνιστούν επαγγελματικό απόρρητο κατά την άποψη του εκπροσώπου του οικονομικού φορέα που υπόκειται σε έλεγχο, και όχι σε σχέση με όλα τα δεδομένα τα οποία αποτελούν το αντικείμενο ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν μπορούσε να απαιτήσει να διεξαχθεί ολόκληρη η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διαδικασία.

105    Όσον αφορά τη μη τήρηση, από τους υπαλλήλους της OLAF, της διαδικασίας την οποία οι ίδιοι είχαν προτείνει στην ενάγουσα, υπενθυμίζεται ότι οι υπάλληλοι της OLAF είχαν προτείνει στην ενάγουσα, την πρώτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, μια μέθοδο διεξαγωγής της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης σε τρία στάδια, που προεκτέθηκαν στη σκέψη 52.

106    Η ενάγουσα ορθώς ισχυρίζεται ότι, κατά την πρώτη εκείνη ημέρα, οι υπάλληλοι της OLAF της είχαν προτείνει να γίνει στις εγκαταστάσεις της η καταλογογράφηση των δεδομένων που περιέχονταν στις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες οι οποίες θα λαμβάνονταν, καθώς και η αναζήτηση των χρήσιμων πληροφοριών εντός των δεδομένων αυτών με τη βοήθεια λέξεων-κλειδιών, ενώ την τρίτη ημέρα του ελέγχου ζήτησαν από την ενάγουσα να τους επιτρέψει να πάρουν μαζί τους τις εν λόγω εικόνες προκειμένου να τις επεξεργαστούν στα γραφεία της OLAF στις Βρυξέλλες (Βέλγιο).

107    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διαδικασία που προτάθηκε κατά την έναρξη του επιτόπιου ελέγχου παρεξέκλινε από την κανονική αυστηρότερη διαδικασία και αποτελούσε ένδειξη «καλής θέλησης», προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις της ενάγουσας ως προς τα εμπιστευτικά δεδομένα που δεν αφορούσαν, κατά την άποψή της, άμεσα το επίμαχο έργο. Επικαλείται δε τη συμπεριφορά της ενάγουσας κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι υπάλληλοι της OLAF αναθεώρησαν την προταθείσα μέθοδο. Επισημαίνει, ειδικότερα, ότι η ενάγουσα προέβαλε ιδιαίτερες απαιτήσεις που δεν προβλέπονται από τους ισχύοντες κανόνες, όπως η δημιουργία και η αποθήκευση των ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων σε υλικούς φορείς τους οποίους παρείχε η ίδια στους υπαλλήλους της OLAF, με συνέπεια τη σημαντική απώλεια χρόνου. Θέλησε επίσης επανειλημμένως να ελέγξει τα δεδομένα τα οποία οι υπάλληλοι της OLAF θα μπορούσαν εν τέλει να επεξεργαστούν και αρνήθηκε να τους παράσχει ορισμένες πληροφορίες, ιδίως χρηματοοικονομικής φύσης.

108    Από το πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 12ης Απριλίου 2016 προκύπτει ότι οι υπάλληλοι της OLAF πρότειναν να διεξαχθεί η ψηφιακή εγκληματολογική επιχείρηση στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας και όχι στο ειδικά προβλεπόμενο εγκληματολογικό εργαστήριο, κατόπιν της άρνησης της ενάγουσας να επιτρέψει την πρόσβαση των υπαλλήλων της OLAF στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ορισμένων από τους υπαλλήλους της.

109    Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι υπάλληλοι της OLAF συμφώνησαν, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, να παρεκκλίνουν από τη διαδικασία των άρθρων 4 και 8 των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF τόσο ως προς τον τόπο απόκτησης και επεξεργασίας του φορέα αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων όπου περιέχονται οι ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες που δημιουργούνται, όσο και ως προς το είδος του ίδιου του φορέα αποθήκευσης, δεχόμενοι να τον παράσχει η ενάγουσα. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σκοπός των παρεκκλίσεων αυτών ήταν να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες τις οποίες είχε εκφράσει η ενάγουσα και ότι συμφωνήθηκαν ως παραχώρηση υπέρ της, και δη κατόπιν αιτήματός της.

110    Θα πρέπει να προστεθεί ότι, όπως σημειώνεται στο πρακτικό ελέγχου για την ημέρα της 14ης Απριλίου 2016, οι υπάλληλοι της OLAF αποφάσισαν, την ημέρα εκείνη, να υπαναχωρήσουν από τις παρεκκλίσεις αυτές και να επεξεργαστούν τις πραγματοποιηθείσες ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες στα γραφεία της OLAF, ιδίως λόγω της άρνησης της ενάγουσας να τους παράσχει ορισμένες πληροφορίες τις οποίες είχαν ζητήσει και να τους επιτρέψει να πάρουν μαζί τους τις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου. Ωστόσο, αφενός, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω, η OLAF μπορούσε νομίμως, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96, να απαιτήσει να της κοινοποιηθούν οι προαναφερθείσες πληροφορίες και, αφετέρου, οι κατευθυντήριες γραμμές της OLAF προέβλεπαν ότι η επεξεργασία των ψηφιακών εγκληματολογικών εικόνων γίνεται στα γραφεία της τελευταίας.

111    Πέραν τούτου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα υπέστη πιέσεις στη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου.

112    Επομένως, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι συντρέχει περίπτωση κατάφωρης προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και κατάφωρης παραβίασης της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της ενάγουσας είναι απορριπτέα.

 Επί της παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

113    Η ενάγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ισχυριζόμενη ότι παραβιάστηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που της είχαν δημιουργήσει οι υπάλληλοι της OLAF προτείνοντας μια μέθοδο διεξαγωγής της ψηφιακής εγκληματολογικής επιχείρησης η οποία της εξασφάλιζε ότι οι υπάλληλοι της OLAF θα συνέλεγαν μόνο δεδομένα σχετικά με το επίμαχο έργο και ότι μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωνόταν.

114    Κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πολίτης στον οποίο έχουν δημιουργηθεί βάσιμες προσδοκίες από θεσμικό όργανο της Ένωσης. Εντούτοις, η επίκληση του δικαιώματος αυτού προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την ενωσιακή Διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν βάσιμη προσδοκία στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να συνάδουν με τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T-79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 101 ανωτέρω, η ενάγουσα ήταν σε θέση να γνωρίζει την ύπαρξη και να συμβουλευθεί το περιεχόμενο των κατευθυντήριων γραμμών της OLAF από τη στιγμή που της παραδόθηκε, την πρώτη ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, δηλαδή στις 12 Απριλίου 2016, το ενημερωτικό φυλλάδιο της OLAF σχετικά με τις ψηφιακές εγκληματολογικές επιχειρήσεις.

116    Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 108, μόνον κατόπιν της άρνησης της ενάγουσας να επιτρέψει την πρόσβαση των υπαλλήλων της OLAF στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ορισμένων από τους υπαλλήλους της, οι υπάλληλοι της OLAF συμφώνησαν, προς αντιμετώπιση των ανησυχιών τις οποίες είχε εκφράσει η ενάγουσα και ως παραχώρηση υπέρ της, και δη σε απάντηση αιτήματός της, να παρεκκλίνουν από τη διαδικασία που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές της OLAF τόσο ως προς τον τόπο απόκτησης και επεξεργασίας του φορέα αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων όπου περιέχονται οι ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες οι οποίες δημιουργούνται όσο και ως προς το είδος του ίδιου του φορέα αποθήκευσης.

117    Εξάλλου, από τη σκέψη 110 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 επέτρεπε στην OLAF πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία η ενάγουσα αρνήθηκε να της κοινοποιήσει και ότι οι κατευθυντήριες γραμμές της OLAF προέβλεπαν ότι οι υπάλληλοί της παίρνουν μαζί τους τις ψηφιακές εγκληματολογικές εικόνες που δημιουργούνται κατά τον επιτόπιο έλεγχο προκειμένου να τις επεξεργαστούν στα γραφεία της OLAF.

118    Επομένως, η ενάγουσα δεν είναι δυνατό να επικαλεστεί, προς δικό της όφελος, κατάφωρη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που υποστηρίζει ότι της είχε δημιουργηθεί περί του ότι επρόκειτο, κατά παρέκκλιση, να εφαρμοστεί υπέρ της μια άλλη πρακτική, παρότι η ίδια αρνήθηκε να δεχθεί τα αιτήματα των υπαλλήλων της OLAF, τα οποία ήταν σύμφωνα τόσο με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2185/96 όσο και με τις κατευθυντήριες γραμμές της OLAF. Συνεπώς, τα επιχειρήματα της ενάγουσας είναι απορριπτέα.

 Επί της προσβολής του δικαιώματος ακρόασης

119    Η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι διατύπωσε σύσταση προς τη CFCU να αποβάλει την ενάγουσα από την επίμαχη σύμβαση, χωρίς να παράσχει στην ενάγουσα τη δυνατότητα να ακουστεί και να αμυνθεί. Ισχυρίζεται ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από την ενάγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της ήταν αυτοτελής και ανεξάρτητη από την αντίστοιχη υποχρέωση την οποία υπείχε, και τήρησε, η OLAF κατόπιν του επιτόπιου ελέγχου, θεμελιώνεται δε στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη.

120    Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα ακρόασης προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

121    Εν προκειμένω, η ενάγουσα δεν αντικρούει ότι, με το από 6 Μαΐου 2016 έγγραφό της προς την OLAF, αμφισβήτησε και σχολίασε τα πρακτικά όλων την ημερών του επιτόπιου ελέγχου και ότι, με το από 23 Σεπτεμβρίου 2016 έγγραφο, το οποίο επίσης απηύθυνε στην OLAF, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του από 14 Σεπτεμβρίου 2016 εγγράφου της OLAF, με το οποίο ενημερώθηκε ότι θεωρούνταν ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο για την έρευνα που αφορούσε τις υπόνοιες περί πράξεων διαφθοράς ή απάτης στο πλαίσιο του επίμαχου έργου.

122    Επιπροσθέτως, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η απόφαση με την οποία αυτή αποβλήθηκε από την επίμαχη σύμβαση ελήφθη από τη CFCU, ενώ η ΓΔ «Διεύρυνση» δεν είχε λάβει επί του ζητήματος οποιαδήποτε θέση που να δεσμεύει τη CFCU. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα δεν είναι δυνατό να επικαλεστεί υποχρέωση της ΓΔ «Διεύρυνση» να ακούσει τις παρατηρήσεις της πριν από την έκδοση της απόφασης με την οποία αυτή αποβλήθηκε από την επίμαχη σύμβαση.

123    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα σχετικά με προσβολή, εκ μέρους της Επιτροπής, του δικαιώματος ακρόασης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

124    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε κατάφωρη παράβαση, εκ μέρους της OLAF και της Επιτροπής, των κανόνων δικαίου τους οποίους αυτή ισχυρίστηκε ότι παρέβησαν, όπερ θα θεμελίωνε την ευθύνη της Ένωσης.

125    Δεδομένου ότι δεν πληρούται, στην προκειμένη περίπτωση, μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, το αίτημα για χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας είναι απορριπτέο και, συνακόλουθα, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

126    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει τη Vialto Consulting Kft. στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Valančius

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουνίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       Σ. Παπασάββας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.