Language of document : ECLI:EU:C:2020:180

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 5ης Μαρτίου 2020(1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C674/18 και C675/18

EM

κατά

TMD Friction GmbH (C-674/18)

και

FL

κατά

TMD Friction EsCo GmbH (C-675/18)

[αιτήσεις του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων – Άρθρα 3 και 5 – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 – Επικουρικές παροχές συντάξεως – Ευθύνη του διαδόχου για την καταβολή συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών παροχών σε εργαζομένους επιχειρήσεως που μεταβιβάσθηκε από αφερέγγυο μεταβιβάζοντα»






1.        Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, ορισμένες συνταξιοδοτικές παροχές δεν είναι πληρωτέες από οργανισμό επιφορτισμένο με την προστασία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εργαζομένων σε αφερέγγυες επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους (2), υπό ποιες περιστάσεις, εάν υπάρχουν, ευθύνεται για τις οφειλές αυτές ο διάδοχος της αφερέγγυας επιχειρήσεως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 και/ή 5 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (3);

2.        Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα που τίθεται με τις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακoύ Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) (στο εξής: αιτούν δικαστήριο). Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, σχετικά με τη συμβατότητα της οδηγίας 2001/23 προς ορισμένες πρακτικές που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών παροχών εργαζομένων και πρώην εργαζομένων, οι οποίες στηρίζονται στη γερμανική νομοθεσία και εφαρμόζονται στην περίπτωση αφερεγγυότητας επιχειρήσεων και, αφετέρου, στο πώς επηρεάζει η κατάσταση αυτή τις υποχρεώσεις των διαδόχων.

3.        Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο ζήτημα διέπεται πρωτίστως από τον lex specialis που αποτυπώνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23. Επιπλέον, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, η νομοθεσία του κράτους μέλους κατά την οποία οι διάδοχοι απαλλάσσονται από την ικανοποίηση ορισμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που απασχολούνταν από αφερέγγυους μεταβιβάζοντες, σε σχέση με περιόδους εργασίας που προηγούνται της ημερομηνίας μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, βαίνει πέραν της εξουσίας εκτιμήσεως που απονέμει στα κράτη μέλη το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδόχων σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, στην περίπτωση που τα επίμαχα δικαιώματα δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι του μεταβιβάζοντος (4). Εάν, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους, οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι δεν νομιμοποιούνται να προβούν σε ενέργειες προκειμένου να επικαλεστούν τα δικαιώματα αυτά ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους ώστε να εξασφαλίσουν την καταβολή των σχετικών συνταξιοδοτικών παροχών από τον μεταβιβάζοντα (5), οι παροχές αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν «πληρωτέες» πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να εξαιρεθούν από τις υποχρεώσεις των διαδόχων σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.

4.        Πάντως, ακόμη και στην περίπτωση που ο προβλεπόμενος από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 περιορισμός μπορεί να τύχει εφαρμογής, τούτο τελεί υπό δύο επιφυλάξεις.

5.        Πρώτον, ο περιορισμός που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, θα πρέπει να έχει εφαρμοστεί από το κράτος μέλος με τη σαφήνεια και ακρίβεια που απαιτείται ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου που επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου (6). Η εξακρίβωση του ζητήματος αυτού εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

6.        Δεύτερον, όπως επιτάσσει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, η νομοθεσία του κράτους μέλους πρέπει να παρέχει προστασία «τουλάχιστον ισοδύναμη» με αυτήν της οδηγίας 2008/94. Αυτό θα πρέπει να καθοριστεί με βάση τις αρχές που καθιέρωσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions-Sicherungs-Verein (7), και εναπόκειται, ομοίως, στο αιτούν δικαστήριο να το εξακριβώσει.

I.      Νομικό πλαίσιο

1.      Δίκαιο της Ένωσης

7.        Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 4, και το άρθρο 5, παράγραφοι 1, 2, στοιχείο αʹ, και 4, της οδηγίας 2001/23 ορίζουν τα ακόλουθα:

«Άρθρο 3

1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].

[…]

4. α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν, εκτός των προβλεπομένων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών.

β) Ακόμη και όταν δεν προβλέπουν, σύμφωνα με το στοιχείο αʹ, ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του μεταβιβάζοντος] κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο αʹ.

[…]

Άρθρο 5

1. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο [μεταβιβάζων] υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος] και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).

2. Όταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του [μεταβιβάζοντος] (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος]), και εφόσον η διαδικασία αυτή τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, ορισθείς από την εθνική νομοθεσία), ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι:

α) υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, οι οφειλές του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από εργασιακές σχέσεις και ήταν πληρωτέες πριν από τη μεταβίβαση ή πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μεταβιβάζονται στον [διάδοχο], υπό την προϋπόθεση ότι με αυτήν τη διαδικασία παρέχεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους, προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη προς την προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις που διέπονται από την οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη [ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35], ή/και

[…]

4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.»

8.        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών και των προσώπων που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση ή από την εγκατάσταση του εργοδότη την ημέρα επελεύσεως της αφερεγγυότητάς του, σε ότι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος συμπεριλαμβανόμενων και των παροχών επιζώντων, στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.»

2.      Εθνική νομοθεσία

9.        Το άρθρο 613a, παράγραφος 1, του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού Αστικού Κώδικα) (στο εξής: BGB) επιγράφεται «Δικαιώματα και υποχρεώσεις σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως». Στην υποενότητα 1 ορίζει τα εξής:

«1. Σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή τμήματος επιχειρήσεως σε άλλον κύριο μέσω νόμιμης δικαιοπραξίας, ο δεύτερος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος που απορρέουν από τις σχέσεις εργασίας που υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως. Εάν αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ρυθμίζονται από τους νομικούς κανόνες συλλογικής συμβάσεως ή συμφωνίας με επιχείρηση, τότε καθίστανται αναπόσπαστο μέρος της σχέσεως εργασίας μεταξύ του νέου κυρίου και του εργαζομένου και δεν μπορούν να μεταβληθούν εις βάρος του εργαζομένου πριν από την πάροδο ενός έτους από της μεταβιβάσεως. […]»

10.      Κατά τις διατάξεις περί παραπομπής, σύμφωνα με το άρθρο 613a, παράγραφος 1, BGB, το γερμανικό δίκαιο ορίζει, κατ’ αρχήν, ότι σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, τα δικαιώματα καταβολής επαγγελματικής συντάξεως στους εργαζoμένους που μετατάσσονται στον διάδοχο διατηρούνται. Ωστόσο, κατά τη νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία ανάγεται σε απόφασή του που χρονολογείται από τις 17 Ιανουαρίου 1980 και υπερέχει των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, το άρθρο 613a, παράγραφος 1, δεν έχει εφαρμογή στον βαθμό που ο διάδοχος της επιχειρήσεως δεν ευθύνεται για το τμήμα της μελλοντικής επαγγελματικής συντάξεως που απορρέει από περιόδους υπηρεσίας που είχε πραγματοποιήσει ο εργαζόμενος πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Τούτο στηρίζεται στην αρχή της σύμμετρης ικανοποιήσεως των πιστωτών. Άπαξ και κινηθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας, οι οφειλές θα πρέπει να ικανοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο με βάση τις σχετικές διατάξεις του Insolvenzordnung (γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα).

11.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του Gesetz zur Verbesserung der betrieblichen Altersversorgung (Betriebsrentengesetz – BetrAVG) (νόμου περί βελτιώσεως των επαγγελματικών συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος) ορίζει ότι τα κατοχυρωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα πρέπει να έχουν αναγνωρισθεί από νόμιμο φορέα παροχής εγγυήσεων κατά της αφερεγγυότητας, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 2, έκτο εδάφιο, ορίζει ότι ο νόμιμος φορέας παροχής εγγυήσεων κατά της αφερεγγυότητας δεν είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη του, όσον αφορά τη βάση υπολογισμού των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, τροποποιήσεις που επήλθαν μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας.

12.      Το άρθρο 14 του νόμου περί βελτιώσεως των επαγγελματικών συντάξεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας», διευκρινίζει ότι φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας είναι ο Pensions‑ Sicherungs-Verein Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit (στο εξής: PSV). Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, ο ίδιος νόμος ορίζει ότι δικαιώματα τα οποία κατέστησαν οριστικά, λόγω της συμπλήρωσης ορισμένων σταδίων που αφορούν, μεταξύ άλλων, χρονικές περιόδους απασχολήσεως, είναι εγγυημένα από τον PSV (βλ., ιδίως, άρθρα 1b και 30f του νόμου περί βελτιώσεως των επαγγελματικών συντάξεων).

II.    Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Υπόθεση C-674/18, EM κατά TMD Friction GmbH

13.      Στην υπόθεση C-674/18, ο ενάγων EM, ο οποίος έχει γεννηθεί το 1980, ξεκίνησε να εργάζεται για την εταιρία Textar GmbH το 1996. Για τους εργαζομένους της Textar GmbH ίσχυε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση η οποία εγγυόταν, μεταξύ άλλων, τη χορήγηση επαγγελματικής συντάξεως γήρατος. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σύστημα, το ύψος της συντάξεως γήρατος για κάθε έτος υπηρεσίας ανερχόταν σε ποσοστό 0,2 % έως 0,55 % επί των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών τις οποίες ελάμβανε ο οικείος εργαζόμενος σε ρητώς καθορισμένη ημερομηνία προ της λήξεως της εργασιακής σχέσεως.

14.      Ακολούθως, η σχέση εργασίας του EM μεταβιβάστηκε στην TMD Friction GmbH. Την 1η Μαρτίου 2009 κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας της TMD Friction GmbH. Τον Απρίλιο του 2009, η εγκατάσταση της TMD Friction GmbH, η οποία συνέχισε τη λειτουργία της και μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μεταβιβάστηκε στην εναγόμενη (8) δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως από τον διορισθέντα σύνδικο πτωχεύσεως.

15.      Ο PSV –ο κατά νόμον αρμόδιος φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας στη Γερμανία για τις επαγγελματικές συντάξεις γήρατος– γνωστοποίησε στον EM ότι λόγω της ηλικίας του (29 ετών) δεν είχε θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας και δεν δικαιούνταν, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, να λάβει παροχές από τον PSV με την επέλευση του γεγονότος το οποίο, θεωρητικώς, θα γεννούσε το δικαίωμα λήψεως συνταξιοδοτικών παροχών (όπως η συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως).

16.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο EM επιβεβαίωσε ότι η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη να του καταβάλλει μελλοντικά επαγγελματική σύνταξη γήρατος με την επέλευση του γεγονότος που θα γεννούσε το δικαίωμα λήψεως παροχών (για παράδειγμα, τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως), το ποσό των οποίων θα κάλυπτε και τις περιόδους υπηρεσίας που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

17.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η TMD Friction GmbH υποστήριξε ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος, ο διάδοχος ευθύνεται μόνο για εκείνο το τμήμα της επαγγελματικής συντάξεως γήρατος που απορρέει από περιόδους εργασίας πραγματοποιηθείσες μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

18.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα.

«1)      Σε περίπτωση μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος κατά το εθνικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, της [οδηγίας 2001/23], εφαρμόζεται κατά γενικό κανόνα και επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων για παροχές γήρατος ή αναπηρίας ή επιζώντων βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως στην περίπτωση της μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως, επιτρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας [2001/23] περιορισμό υπό την έννοια ότι ο διάδοχος δεν ευθύνεται για δικαιώματα προσδοκίας απορρέοντα από περιόδους απασχολήσεως οι οποίες ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Σε περίπτωση μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος, πρέπει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές γήρατος βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της [οδηγίας 2001/23], να καθορίζονται με βάση το επίπεδο προστασίας που επιβάλλει το άρθρο 8 της [οδηγίας 2008/94];

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της [οδηγίας 2001/23] την έννοια ότι τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές γήρατος χορηγούμενες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως θεωρείται ότι έχουν ληφθεί στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι

–        η υποχρέωση προς μελλοντική καταβολή παροχών γήρατος βάσει συμπληρωματικού συστήματος επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως σε εργαζόμενο που θίγεται από τη μεταβίβαση εγκαταστάσεως τελούσας σε κατάσταση αφερεγγυότητας μεταβιβάζεται κατά γενικό κανόνα στον διάδοχο,

–        ο διάδοχος ευθύνεται για μελλοντικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα στην έκταση που αυτά απορρέουν από περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας,

–        ο κατά τις εσωτερικές διατάξεις φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας δεν οφείλει, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναλάβει το μέρος εκείνο των μελλοντικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκε πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, και

–        ο εργαζόμενος δύναται, στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας που έχει κινηθεί κατά του μεταβιβάζοντος, να ζητήσει να του καταβληθεί η αξία του μέρους εκείνου των μελλοντικών συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων που αποκτήθηκε πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

4)      Στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο ορίζει ότι, επί μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως, τα άρθρα 3 και 4 της [οδηγίας 2001/23] εφαρμόζονται ακόμη και κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας, είναι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας 2001/23] εφαρμοστέο επί δικαιωμάτων προσδοκίας για παροχές γήρατος βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως, τα οποία γεννήθηκαν μεν πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, πλην όμως θα θεμελιώσουν αξιώσεις των εργαζομένων για παροχές μόνο κατά τη συνδρομή των προϋποθέσεων ασκήσεως των δικαιωμάτων, άρα σε μεταγενέστερο χρόνο;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ή στο τέταρτο ερώτημα:

Περιλαμβάνει το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που πρέπει να εγγυώνται τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 8 της [οδηγίας 2008/94], και την υποχρέωση προς διασφάλιση δικαιωμάτων προσδοκίας για συνταξιοδοτικές παροχές, τα οποία δυνάμει του εθνικού δικαίου δεν ήταν ακόμη κατά νόμον κατοχυρωμένα κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας και των οποίων η κατά νόμον κατοχύρωση οφείλεται μόνον στο ότι η λύση της σχέσεως εργασίας δεν συνδέεται με την αφερεγγυότητα;

6)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πέμπτο ερώτημα:

Υπό ποιες συνθήκες μπορούν να θεωρηθούν προδήλως δυσανάλογες οι ζημίες που υπέστη ο πρώην εργαζόμενος στις παροχές επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη, ώστε να οφείλουν τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ελάχιστο επίπεδο προστασίας κατά το άρθρο 8 της [οδηγίας 2008/94], ακόμη και αν ο εργαζόμενος πρόκειται να λάβει τουλάχιστον το ήμισυ των παροχών που θα απορρέουν από τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα;

7)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πέμπτο ερώτημα:

Εξασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων προσδοκίας των εργαζομένων για συνταξιοδοτικές παροχές, την οποία επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της [οδηγίας 2001/23] ή το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας 2008/94] –και η οποία είναι ισοδύναμη προς εκείνη του άρθρου 8 της [οδηγίας 2008/94]– ακόμη και στην περίπτωση που η προστασία αυτή δεν απορρέει από το εθνικό δίκαιο αλλά από άμεση εφαρμογή του άρθρου 8 της [οδηγίας 2008/94];

8)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο έβδομο ερώτημα:

Παράγει το άρθρο 8 της [οδηγίας 2008/94] άμεσο αποτέλεσμα, με συνέπεια να μπορεί ο μεμονωμένος εργαζόμενος να το επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ακόμη και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αυτός λαμβάνει μεν το ήμισυ της αξίας των παροχών που προκύπτουν από τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, πλην όμως οι ζημίες που έχει υποστεί λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη κρίνονται προδήλως δυσανάλογες;

9)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο όγδοο ερώτημα:

Αποτελεί δημόσιο φορέα κράτους μέλους ένας ιδιωτικού δικαίου οργανισμός, ο οποίος έχει ορισθεί από το κράτος μέλος ως –υποχρεωτικός για τους εργοδότες– φορέας ασφαλίσεως επαγγελματικών παροχών γήρατος κατά του κινδύνου της αφερεγγυότητας και ο οποίος υπόκειται σε δημόσια χρηματοπιστωτική εποπτεία, εισπράττει δε επίσης από τους εργοδότες, βάσει του δημοσίου δικαίου, τις αναγκαίες για την ασφάλιση κατά της αφερεγγυότητας εισφορές, και μπορεί να ορίσει, όπως μια δημόσια αρχή, τις προϋποθέσεις αναγκαστικής εκτελέσεως με διοικητική πράξη;»

 Υπόθεση C-675/18, FL κατά TMD Friction EsCo GmbH

19.      Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η περίπτωση του FL διαφέρει από αυτήν του EM μόνο στο ότι το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα ήταν κατοχυρωμένο κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

20.      Ο FL γεννήθηκε το 1950 και ξεκίνησε να εργάζεται για την Textar GmbH το 1968. Για τους εργαζομένους στην εν λόγω εταιρία ίσχυε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση η οποία εγγυόταν, μεταξύ άλλων, τη χορήγηση επαγγελματικής συντάξεως γήρατος. Σύμφωνα με το συνταξιοδοτικό αυτό σύστημα, το ύψος της συντάξεως γήρατος για κάθε έτος υπηρεσίας ανερχόταν σε ποσοστό 0,5 % επί των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών τις οποίες ελάμβανε ο εργαζόμενος σε ρητώς καθορισμένη ημερομηνία προ της λήξεως της εργασιακής σχέσεως.

21.      Αργότερα, η σχέση εργασίας του FL μεταβιβάστηκε στην εταιρία TMD Friction GmbH. Την 1η Μαρτίου 2009 κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος της περιουσίας της TMD Friction GmbH. Στις 22 Απριλίου 2009, η εγκατάσταση της TMD Friction GmbH, η οποία συνέχισε τη λειτουργία της και μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μεταβιβάστηκε στην TMD Friction EsCo GmbH δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως από τον διορισθέντα σύνδικο πτωχεύσεως.

22.      Από την 1η Αυγούστου 2015, όταν και συνταξιοδοτήθηκε, ο FL ελάμβανε από την TMD Friction EsCo GmbH, βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος, μηνιαία επαγγελματική σύνταξη γήρατος ύψους 145,03 ευρώ.

23.      Από την 1η Αυγούστου 2015, ο FL ελάμβανε επίσης μηνιαία σύνταξη γήρατος ύψους 816,99 ευρώ από τον PSV. Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, ο PSV υπολόγισε το ποσό αυτό βάσει των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος κατά την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας (1η Μαρτίου 2009).

24.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο FL υποστήριξε ότι η TMD Friction EsCo GmbH όφειλε να του καταβάλει υψηλότερη επαγγελματική σύνταξη, η οποία θα είχε ως βάση υπολογισμού τις τελικές εφαρμοστέες σε αυτόν μισθολογικές απολαβές –έπειτα από 45 έτη υπηρεσίας στην TMD Friction EsCo GmbH ή στους νόμιμους προκατόχους της και με ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ύψους 4 940 ευρώ πριν από τη λήξη της εργασιακής σχέσεως, η επαγγελματική σύνταξη γήρατος που του αντιστοιχούσε ανερχόταν στα 1 115,50 ευρώ. Από αυτό το ποσό, η TMD Friction EsCo GmbH θα έπρεπε να αφαιρέσει μόνον το ποσό των 816,99 ευρώ που κατέβαλε ο PSV, και, συνεπώς, όφειλε να του καταβάλλει σύνταξη υψηλότερη κατά 149,48 ευρώ μηνιαίως (9).

25.      Η TMD Friction EsCo GmbH υποστηρίζει ότι, όταν η επιχείρηση μεταβιβάζεται μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος του μεταβιβάζοντα, ο διάδοχος ευθύνεται μόνο για το τμήμα της επαγγελματικής συντάξεως γήρατος που απορρέει από περιόδους υπηρεσίας που πραγματοποιήθηκαν μετά την κίνηση αυτής της διαδικασίας.

26.      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε τα ίδια προδικαστικά ερωτήματα με αυτά που εκτίθενται στο σημείο 18 των παρουσών προτάσεων, με την εξαίρεση ότι αντικατέστησε το τρίτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα του σημείου 18 με τα ακόλουθα:

«3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β’, της [οδηγίας 2001/23] την έννοια ότι τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές γήρατος χορηγούμενες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως θεωρείται ότι έχουν ληφθεί στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι


η υποχρέωση προς μελλοντική καταβολή παροχών γήρατος βάσει συμπληρωματικού συστήματος επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως σε εργαζόμενο που θίγεται από τη μεταβίβαση εγκαταστάσεως τελούσας σε κατάσταση αφερεγγυότητας μεταβιβάζεται κατά γενικό κανόνα στον διάδοχο,

–        ο διάδοχος ευθύνεται για μελλοντικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα –το ύψος των οποίων καθορίζεται, μεταξύ άλλων, με βάση τη διάρκεια της απασχολήσεως και τις αποδοχές κατά τον χρόνο συνδρομής των προϋποθέσεων ασκήσεως των δικαιωμάτων– στην έκταση που αυτά απορρέουν από περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας,

–        ο κατά τις εσωτερικές διατάξεις φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας οφείλει, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναλάβει το μέρος εκείνο των μελλοντικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκε πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, το ύψος του οποίου υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του εργαζομένου κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, και

–        ούτε ο διάδοχος ούτε ο φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας ευθύνονται για δικαίωμα προσδοκίας σε αυξημένες παροχές το οποίο οφείλεται σε αυξήσεις αποδοχών που χορηγήθηκαν μεν κατόπιν της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, πλην όμως αφορούν περιόδους απασχολήσεως προγενέστερες του χρονικού αυτού σημείου,


ο εργαζόμενος όμως δύναται, στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας που έχει κινηθεί κατά του μεταβιβάζοντος, να ζητήσει να του καταβληθεί η διαφορά που αντιστοιχεί στο ως άνω δικαίωμα προσδοκίας;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ή στο τέταρτο ερώτημα:

Καλύπτει το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που πρέπει να εγγυώνται τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 8 της [οδηγίας 2008/94], και το μέρος εκείνο του αποκτηθέντος κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικαιώματος προσδοκίας, το οποίο γεννάται μόνο διότι η λύση της σχέσεως εργασίας δεν συνδέεται με τη διαδικασία αφερεγγυότητας;

6)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πέμπτο ερώτημα:

Υπό ποιες συνθήκες μπορούν να θεωρηθούν προδήλως δυσανάλογες οι ζημίες που υπέστη ο πρώην εργαζόμενος στις παροχές επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη, ώστε να οφείλουν τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ελάχιστο επίπεδο προστασίας κατά το άρθρο 8 της [οδηγίας 2008/94], ακόμη και αν ο πρώην εργαζόμενος λαμβάνει τουλάχιστον το ήμισυ των παροχών που απορρέουν από τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα;»

27.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο ο EM, ο FL, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άπαντες συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 12 Δεκεμβρίου 2019, όπως άλλωστε και οι TMD Friction GmbH και TMD Friction EsCo GmbH (στο εξής από κοινού: εναγόμενες).

III. Ανάλυση

1.      Προσέγγιση

28.      Στις παρούσες προτάσεις θα εξετάσω τρία ζητήματα, παρουσιάζοντας την προσέγγισή μου προκειμένου να επιλυθεί το νομικό ζήτημα που ανέκυψε στην κύρια δίκη.

1.      Οριζόντιος χαρακτήρας της κύριας δίκης

29.      Πρώτον, το όγδοο και το ένατο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα. Η κύρια δίκη αφορά την ερμηνεία των προαναφερθεισών οδηγιών της Ένωσης στο πλαίσιο αγωγής μεταξύ ιδιωτών, συνεπώς, το άμεσο ή μη αποτέλεσμα αυτών των οδηγιών δεν μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή (10). Εντούτοις, το όγδοο και το ένατο ερώτημα αφορούν τις άμεσες υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 2008/94, και το ένατο ερώτημα παραπέμπει, με περιγραφικό τρόπο, στον PSV (11).

30.      Ωστόσο, ο PSV δεν αποτελεί διάδικο στην κύρια δίκη και το όγδοο και το ένατο ερώτημα, οι απαντήσεις των οποίων θα είχαν αντίκτυπο στα συμφέροντά του, βαίνουν πέραν του απλού αρνητικού αντίκτυπου στους τρίτους (12), όπως επιτρέπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (13). Επομένως, εάν το Δικαστήριο απαντούσε στο όγδοο και στο ένατο ερώτημα επί του αμέσου αποτελέσματος, ερωτήματα τα οποία εξετάστηκαν επί της ουσίας και απαντήθηκαν στις 19 Δεκεμβρίου 2019, στην προαναφερθείσα απόφαση Pensions-Sicherungs-Verein (14), τότε, αναπόφευκτα, θα συνέτρεχε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και των δικαιωμάτων άμυνας δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (15). Από τη στιγμή δε που ο PSV δεν έχει την ιδιότητα του εναγόμενου, το ερώτημα είναι, επίσης, υποθετικού χαρακτήρα.

31.      Επομένως, οι ελάχιστες εγγυήσεις που παρέχει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 (16) μπορούν απλώς να επηρεάσουν την κύρια δίκη στον βαθμό που η εν λόγω διάταξη συνδέεται με τις έννομες συνέπειες που απορρέουν για τις εναγόμενες υπό το πρίσμα, για παράδειγμα, της ερμηνείας του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 (17).

32.      Δεδομένου ότι η κύρια δίκη αφορά μια οριζόντια αγωγή μεταξύ δύο ιδιωτών, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του όλους τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου και να εφαρμόσει τις αναγνωριζόμενες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να το ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που η ίδια ορίζει, και να συμμορφωθεί έτσι προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (18).

2.      Απαγόρευση ερμηνείας του δικαίου του κράτους μέλους

33.      Δεύτερον, θα ήταν σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι, ενόψει του γεγονότος ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο αφορούν διατάξεις του γερμανικού δικαίου περί της αφερεγγυότητας και του δικαίου των συντάξεων, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει διατάξεις του εθνικού δικαίου ούτε να κρίνει αν η ερμηνεία τους από τις αρχές του οικείου κράτους μέλους είναι ορθή (19). Συνεπώς, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ερμηνεία των σχετικών διατάξεων των οδηγιών 2001/23 και 2008/94 και δεν θα αναλωθούν σε προβληματισμούς σχετικά με την ερμηνεία εννοιών του γερμανικού δικαίου.

3.      Βασικοί προβληματισμοί του αιτούντος δικαστηρίου και αναδιατύπωση των ερωτημάτων

34.      Τρίτον, προκειμένου να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση, θα διευκρινίσω ποιοι εκτιμώ ότι είναι οι βασικοί σκοποί των προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία και θα αναδιατυπώσω.

35.      Κατά τα φαινόμενα, οι σκοποί αυτοί είναι τρεις: (1) να καθοριστεί εάν στην κύρια δίκη έχει εφαρμογή το άρθρο 3 ή το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23, ή αμφότερα· (2) από τη στιγμή που θα καθοριστεί η εφαρμοστέα διάταξη να διαπιστωθεί, κατά πόσον, υπό τις παρούσες περιστάσεις, η διάταξη αυτή, ορθώς ερμηνευόμενη, μεταθέτει την ευθύνη καταβολής των παροχών που αξιώνουν οι EM και FL στους εναγόμενους διαδόχους· και (3) να εξακριβωθεί ο ρόλος που επιτελεί το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 στο πλαίσιο αυτό.

36.      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο μπορεί μεν να παράσχει ενδεχομένως στον εθνικό δικαστή τις διευκρινίσεις που θεωρεί αναγκαίες για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, πλην όμως εναπόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει εάν συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει (20).

37.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως, στο πλαίσιο εξετάσεως της ερμηνείας των άρθρων 3 έως 5 της οδηγίας 2001/23, ότι προκειμένου να παράσχει στον εθνικό δικαστή μια χρήσιμη απάντηση, το Δικαστήριο μπορεί να προβεί στην αναδιατύπωση των υποβληθέντων ερωτημάτων (21).

38.      Κατά συνέπεια, προτείνω να μη ληφθούν υπόψη τα τέσσερα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, δεδομένου ότι στηρίζονται στην παραδοχή ότι το άρθρο 3 της 2001/23 υπερτερεί του άρθρου 5 της ίδιας οδηγίας, άποψη η οποία δεν έχει έρεισμα ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου ούτε στην ίδια την οδηγία 2001/23. Υπό το πρίσμα του πρώτου από τους τρεις προαναφερθέντες σκοπούς (σημείο 35 των παρουσών προτάσεων), το πρώτο προδικαστικό ερώτημα μπορεί να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως:

«1)      Στην περίπτωση που η νομοθεσία κράτους μέλους επιβάλλει περιορισμούς στις συμπληρωματικές επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές εργαζομένων για τις οποίες ευθύνεται ο διάδοχος επιχειρήσεως λόγω της αφερεγγυότητας του μεταβιβάζοντος, τα δικαιώματα των οικείων εργαζομένων έναντι των διαδόχων διέπονται πρωτίστως από το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23, το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ή από αμφότερες αυτές τις διατάξεις;»

39.      Ο καθορισμός των σχετικών διατάξεων καθώς και η πιθανή ιεραρχική σχέση μεταξύ τους διαφέρει ποιοτικώς από τη διαπίστωση του κατά πόσον το ζήτημα που ανακύπτει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής τους.

40.      Όπως εξηγείται λεπτομερώς σε επόμενα σημεία των παρουσών προτάσεων (σημεία 44 έως 59), έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εάν η διαδικασία αφερεγγυότητας δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/23, τότε, οι λοιπές διατάξεις που περιέχονται στην εν λόγω οδηγία, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καλύπτουν την οικεία διαδικασία αφερεγγυότητας, καθόσον το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23 αποτελεί lex specialis.

41.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει σε ένα επιπλέον ερώτημα το οποίο θα έχει ως ακολούθως:

«2)      Η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία αφερεγγυότητας εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής είτε του άρθρου 5, παράγραφος 1, είτε του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/23;»

42.      Όπως διευκρινίζεται κατωτέρω (βλ. σημεία 61 έως 79) έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κύρια δίκη εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/23. Ωστόσο, επιβάλλεται και η διατύπωση ενός τρίτου ερωτήματος προκειμένου να εκπληρωθεί ο δεύτερος από τους σκοπούς που παρατίθενται στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, υποχρεώνει κάποιο από τα δύο εδάφια του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/23 τις εναγόμενες να εγγυηθούν τις συνταξιοδοτικές παροχές που αξιώνουν οι EM και FL; Προς τούτο, μπορεί να διατυπωθεί ένα τρίτο ερώτημα:

«3)      Υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης επιτρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ ή βʹ, της οδηγίας 2001/23 την επιβολή περιορισμών από τη νομοθεσία του κράτους μέλους, με αποτέλεσμα οι διάδοχοι να απαλλάσσονται από την ευθύνη καταβολής συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών παροχών οι οποίες απορρέουν από περιόδους υπηρεσίας πραγματοποιηθείσες πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;»

43.      Τέλος, όπως αποτυπώνεται στο πέμπτο, το έκτο και το έβδομο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να λάβει περισσότερες πληροφορίες ως προς τις συνέπειες που έχει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 στην ερμηνεία της οδηγίας 2001/23. Συνεπώς, προτείνω να διατυπωθεί το ακόλουθο τελικό ερώτημα:

«4)      Υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, ποιον ρόλο πρέπει να διαδραματίζει το άρθρο 8 της οδηγίας 80/987, όταν ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση μεταβιβάζεται ζητεί τον καταλογισμό ευθυνών όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές του παροχές στον διάδοχο στην περίπτωση που ο μεταβιβάζων υπόκειται σε διαδικασία αφερεγγυότητας, ιδίως σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας;»

2.      Απαντήσεις επί των ερωτημάτων όπως αναδιατυπώθηκαν

1.      Πρώτο ερώτημα

44.      Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους επιβάλλει περιορισμούς στις συμπληρωματικές επαγγελματικές συντάξεις εργαζομένων για τις οποίες ευθύνεται ο διάδοχος επιχειρήσεως, λόγω της αφερεγγυότητας του μεταβιβάζοντος, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, τα δικαιώματα αυτών των εργαζομένων διέπονται, πρωτίστως, από το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23.

45.      Από τη δικογραφία καθίσταται προφανές ότι αναγκαία προϋπόθεση για την αποδυνάμωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που μετατάσσονται είναι η αφερεγγυότητα του μεταβιβάζοντος, άποψη η οποία απαντά στη νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου ήδη από τις 17 Ιανουαρίου 1980 και αποτελεί τον πυρήνα των προβληματισμών του. Όπως υπογραμμίζει στις γραπτές παρατηρήσεις της η Επιτροπή, η απώλεια του δικαιώματος των εναγόντων εργαζομένων οφείλεται στην κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

46.      Είναι σκόπιμο να υπογραμμιστεί ότι η παρεχόμενη από την οδηγία 2001/23 προστασία περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων των εργαζομένων εφόσον αυτά δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις που εισάγει ρητώς η εν λόγω οδηγία (22). Κατ’ αρχήν, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, επιβάλλει στον διάδοχο την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη του κατά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων οικονομικής φύσεως όλη την περίοδο εργασίας (23). Επιτρέπονται μόνον οι εξαιρέσεις που συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που προβλέπονται από την οδηγία 2001/23, οι εξαιρέσεις δε αυτές πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά, δεδομένου ότι αναιρούν τον βασικό σκοπό της οδηγίας 2001/23: την προστασία των εργαζομένων όσον αφορά ορισμένες μεταβιβάσεις επιχειρήσεων (24).

47.      Κατά τα φαινόμενα, τα τέσσερα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα παρερμηνεύουν την όλη οικονομία της οδηγίας 2001/23, υπό την έννοια ότι εδράζονται στην παραδοχή ότι η νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία χρονολογείται από τις 17 Ιανουαρίου 1980 και εξαιρεί τις πριν από την αφερεγγυότητα περιόδους εργασίας από τις υποχρεώσεις επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών των διαδόχων, εμπίπτει στο πεδίο της διακριτικής εξουσίας των κρατών μελών το οποίο αποτυπώνεται στη φράση «[ε]κτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως» στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 ή ότι πρέπει να συμμορφώνονται προς το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας.

48.      Αντιθέτως, όπως υποστηρίζει στις γραπτές της παρατηρήσεις η Γερμανία και υπερθεματίζουν οι EM και FL, το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23 αποτελεί lex specialis (25), το οποίο ρυθμίζει, και μάλιστα κατά τρόπο αποκλειστικό, την έκταση στην οποία τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την προστασία των άρθρων 3 και 4 τους μετατασσόμενους από αφερέγγυους μεταβιβάζοντες εργαζόμενους.

49.      Πρώτον, τούτο συνάγεται αναντίρρητα από το γράμμα του άρθρου 5. Η σχέση του με τα άρθρα 3 και 4 περιορίζεται στην παροχή της διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη να επεκτείνουν την παρεχόμενη από τα άρθρα 3 και 4 προστασία «στη μεταβίβαση επιχείρησης, […], όταν ο [μεταβιβάζων] υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος] και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής» (άρθρο 5, παράγραφος 1). Η γενική αναφορά στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23 εμφανίζεται επίσης στο άρθρο 5, παράγραφος 2 και η επιπλέον δυνατότητα περιορισμού της προστασίας που παρέχεται από τα άρθρα 3 και 4 αφορά τη «μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του [μεταβιβάζοντος] (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος]), και εφόσον η διαδικασία αυτή τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής» (άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ).

50.      Περαιτέρω, όπως υποστήριξε ο εκπρόσωπος του EM κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 5 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον που να αποθαρρύνει την καταχρηστική προσφυγή σε διαδικασίες αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/23, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν μέτρα ώστε να αποτρέπεται αυτή η κατάχρηση. Η ερμηνεία της οδηγίας κατά τρόπο ο οποίος θα παρέχει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια αποδυναμώσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο (διαφόρων ειδών) διαδικασιών αφερεγγυότητας οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23, παραπέμποντας σε άλλες διατάξεις της οδηγίας 2001/23, όπως το άρθρο 3, παράγραφος 4, ουδόλως συνάδει με αυτόν τον σκοπό (26). Αντίκειται επίσης στην ευρύτερη οικονομία της οδηγίας 2001/23.

51.      Κατά συνέπεια, από κανένα στοιχείο της ευρύτερης οικονομίας, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως εσωτερικό πλαίσιο (27), ή του γράμματος της οδηγίας 2001/23 δεν συνάγεται ότι το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας εξαρτάται είτε από το άρθρο 3, γενικώς, είτε από τους κανόνες που περιέχονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, σχετικά με τις συντάξεις γήρατος δυνάμει επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Μόνο το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, εξαρτάται από άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ήτοι από την οδηγία 80/987, δηλαδή τον πρόδρομο της οδηγίας 2008/94 (28). Πράγματι, όπως υπογραμμίζει στις γραπτές του παρατηρήσεις ο EM, η παραπομπή του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/23 στην οδηγία 2008/94 (υπό τη μορφή του προδρόμου της, ήτοι της οδηγίας 80/987) ενισχύει έτι περαιτέρω τον χαρακτήρα του ως lex specialis.

52.      Η αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2001/23 αποτυπώνει τον σκοπό δημιουργίας μιας ρητής δυνατότητας η οποία θα διευκολύνει τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η οδηγία 77/187/ΕΟΚ της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (29), τροποποιήθηκε «[ώ]στε να ευθυγραμμισθεί προς […] τις τάσεις της νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά τη διάσωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες […]».

53.      Η προσέγγιση υπέρ της οποίας τάσσομαι ενισχύεται έτι περαιτέρω από τη νομοθετική προϊστορία της οδηγίας 2001/23.

54.      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23 ενσωματώθηκε στην εν λόγω οδηγία συνεπεία της τροποποιήσεως της οδηγίας 77/187 από το άρθρο 4α της οδηγίας 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, η οποία τροποποίησε την οδηγία 77/187 (30).

55.      Η εισαγωγή των ειδικών κανόνων όσον αφορά την αφερεγγυότητα αντικατοπτρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 98/50 (31). Αναφέρει ότι «[…] με σκοπό την επιβίωση των αφερέγγυων επιχειρήσεων, πρέπει να επιτρέπεται ρητώς στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης και να επιτρέπονται ορισμένες παρεκκλίσεις από τις γενικές διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας». (Η υπογράμμιση δική μου.)

56.      Περαιτέρω, η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 98/50 αναφέρει ότι σκοπός της είναι η τροποποίηση της οδηγίας 77/187, «υπό το πρίσμα», μεταξύ άλλων, «της νομολογίας του Δικαστηρίου» (32). Όπως εξηγήθηκε προσφάτως με αξιομνημόνευτη λεπτομέρεια από τον γενικό εισαγγελέα M. Szpunar (33), η νομολογία αυτή καθιέρωσε μία εξαίρεση στις ασφαλιστικές δικλείδες που προβλέπονται από την οδηγία 77/187, η οποία δικαιολογείται αρχικώς από τον ειδικό χαρακτήρα του πτωχευτικού δικαίου (34).

57.      Ομοίως, η πρόταση της Επιτροπής στην οποία στηρίχθηκε η οδηγία 98/50 (35), ορίζει ότι «με σκοπό τη διασφάλιση της επιβίωσης των αφερέγγυων επιχειρήσεων, πρέπει να επιτρέπεται ρητώς στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών εκκαθάρισης ενώ πρέπει να επιτρέπονται ορισμένες παρεκκλίσεις από τις γενικές διατάξεις της οδηγίας σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών που προηγούνται της εκκαθάρισης λόγω αφερεγγυότητας» ενώ η γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ορίζει ότι «[ο]ι νέες διατάξεις της πρότασης οδηγίας σχετικά με περιπτώσεις αφερεγγυότητας συνιστούν εν προκειμένω σαφώς αξιόλογη προσπάθεια εισαγωγής στοιχείων ευελιξίας» (36).

58.      Εν κατακλείδι, από κανένα στοιχείο της νομοθετικής προϊστορίας της οδηγίας 2001/23 δεν συνάγεται ότι η ευελιξία που παρέχεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τις μεταβιβάσεις αφερέγγυων επιχειρήσεων πρέπει να εξαρτάται από τους προϋφιστάμενους γενικούς κανόνες για τις συντάξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/23. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι παροχές γήρατος δυνάμει επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, ήτοι η κατηγορία που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης. Προσθέτω ότι θα ήταν απλώς ασυμβίβαστη με τη νομική λογική η ρύθμιση της ίδιας καταστάσεως από δύο διαφορετικές διατάξεις όπως το άρθρο 3 και το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23.

59.      Για αυτούς τους λόγους, προτείνω στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αυτό αναδιατυπώθηκε, να δοθεί η απάντηση που παρατίθεται στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.

2.      Δεύτερο ερώτημα

60.      Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η διαδικασία αφερεγγυότητας που περιγράφεται στη διάταξη περί παραπομπής δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 αλλά σε αυτό του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

1)      Η απάντηση στο ερώτημα όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23

61.      Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι η νομολογία που προηγήθηκε του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 είναι ουσιώδης για τον καθορισμό της έννοιας του άρθρου 5, παράγραφος 1 (37). Κατά τη νομολογία αυτή, τα αποφασιστικά κριτήρια προκειμένου να καθοριστεί εάν η διαδικασία αφερεγγυότητας συνιστά «διαδικασία πτωχεύσεως ή […] οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος, η οποία τελεί υπό την εποπτεία δημόσιας αρχής» είναι «ο τρόπος εφαρμογής» της και οι «σκοποί» της (38).

62.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η μεταβίβαση επιχειρήσεως καταλαμβάνεται από την εξαίρεση που εισάγει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, πρέπει να πληρούνται τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Δηλαδή, ο μεταβιβάζων να αποτελεί το αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας ή παρόμοιας διαδικασίας, η διαδικασία αυτή να έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και να τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (39). Με βάση τη δικογραφία, μόνον η δεύτερη από αυτές τις προϋποθέσεις δεν πληρούται στην υπόθεση της κύριας δίκης. Αυτή, δηλαδή, που αφορά τον σκοπό εκκαθαρίσεως.

63.      Ο εκπρόσωπος των εναγομένων υπογράμμισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη μεταβίβαση διέσωσε θέσεις εργασίας και ότι η επιχείρηση κατόρθωσε να συνεχίσει να λειτουργεί και να ευημερεί. Στις γραπτές παρατηρήσεις της Γερμανίας σημειώνεται ότι σκοπός του γερμανικού δικαίου, όπως αυτό ισχύει επί του παρόντος, είναι η διατήρηση των εργαζομένων στην απασχόληση, ενώ, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση υποστηρίχθηκε περαιτέρω ότι ο περιορισμός των υποχρεώσεων των διαδόχων αφερέγγυων επιχειρήσεων όσον αφορά τις συντάξεις καθιστά ελκυστικότερη την απόκτηση των μεταβιβαζομένων επιχειρήσεων. Ειδάλλως, το τίμημα μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως θα ήταν υψηλότερο. Τα στοιχεία αυτά εκτίθενται επίσης στη διάταξη περί παραπομπής.

64.      Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στις γραπτές παρατηρήσεις του EM, αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός που απαγορεύεται από τη σχετική με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 νομολογία. Η απαίτηση που συνίσταται στο γεγονός ότι η διαδικασία έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος δεν ικανοποιείται στις περιπτώσεις διαδικασιών οι οποίες αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συνεχίσεως της δραστηριότητας της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως (40). Τούτο ισχύει ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που αποδίδει στην επίμαχη διαδικασία η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους. Πράγματι, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (41), το επιχείρημα που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση προκειμένου να δικαιολογήσει την αδυναμία της να εφαρμόσει την οδηγία 2001/23 όσον αφορά επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε «κατάσταση κρίσεως» επί τη βάσει ότι, σε διαφορετική περίπτωση, «ο πιθανός διάδοχος θα αποθαρρύνονταν, ενδεχομένως, από την απόκτηση της επιχειρήσεως εάν ήταν υποχρεωμένος να διατηρήσει το υπερβάλλον προσωπικό της μεταβιβαζόμενης επιχειρήσεως» (42) δεν έγινε δεκτό από το Δικαστήριο.

65.      Αδυνατώ να διακρίνω με ποιον τρόπο η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία θα μπορούσε να ιδωθεί με διαφορετικό τρόπο πέραν του ότι έχει σχεδιαστεί προκειμένου να διατηρηθεί ο λειτουργικός χαρακτήρας της επιχειρήσεως ή οι βιώσιμες μονάδες της (43) και όχι ως μια διαδικασία με αντικείμενο την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων που αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση των συλλογικών συμφερόντων των πιστωτών (44). Αυτό απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου προκειμένου η διαδικασία αφερεγγυότητας να μπορεί να υπαχθεί στην εξαίρεση που εισάγει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.

66.      Το πλέον αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η διαδικασία πραγματοποιήθηκε εντός χρονικού διαστήματος μόλις τεσσάρων μηνών. Η επιχείρηση μεταβιβάσθηκε από τη μία θυγατρική του ομίλου TMD στην άλλη εντός αυτού του χρονικού πλαισίου, διασώζοντας τη συνέχεια της δραστηριότητας της επιχειρήσεως. Ουδόλως αμφισβητείται ότι η επιχείρηση εξακολούθησε να ασκεί εμπορική δραστηριότητα έχοντας την ίδια έδρα· τόσο δε ο μεταβιβάζων όσο και ο διάδοχος δεσμεύονταν από την ίδια συλλογική σύμβαση. Κατά τα φαινόμενα, από καμία αρχή δεν εκδόθηκε ουδεμία διάταξη εκκαθαρίσεως των περιουσιακών στοιχείων.

67.      Εν πάση περιπτώσει, όταν η διαδικασία αφερεγγυότητας χρησιμοποιείται συχνά με σκοπό την αναδιάρθρωση, τότε δεν αποσκοπεί στην εκκαθάριση μιας επιχειρήσεως (45). Κατά πάγια νομολογία, διαδικασίες οι οποίες έχουν σχεδιαστεί προκειμένου να προωθούν τη συνέχιση λειτουργίας επιχειρήσεως με σκοπό τη συνακόλουθη ανάκαμψή της δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 (46). Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

68.      Εάν αυτό ήταν το τέλος της απαιτούμενης αναλύσεως, δεν θα είχα κανέναν δισταγμό να προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι οι εναγόμενες πρέπει να εγγυηθούν τις συνταξιοδοτικές παροχές τόσο του EM όσο και του FL, σαν να μην έλαβε ουδέποτε χώρα η διαδικασία αφερεγγυότητας. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να εξεταστεί η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, καθώς και το πώς συνδέεται με την εξουσία αυτή η νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου που χρονολογείται από τις 17 Ιανουαρίου 1980.

2)      Η απάντηση στο ερώτημα όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/23

69.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνω ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, δεν ασκεί επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση καθόσον, κατά τα φαινόμενα, στην κύρια δίκη δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τη μεταβολή «των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης των εργαζομένων, προκειμένου να διατηρηθούν οι ευκαιρίες απασχόλησης, μέσω της επιβίωσης της επιχείρησης ή του τμήματος αυτών».

70.      Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 έχει αποτελέσει, μέχρι τούδε, το αντικείμενο πολύ πιο περιορισμένης αναλύσεως από το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 5, παράγραφος 1 (47). Ως εκ τούτου, οδηγό μου για τον καθορισμό του νοήματός του θα αποτελέσει η (περιορισμένη) μέχρι σήμερα νομολογία, καθώς και το γράμμα, το περιεχόμενο και οι σκοποί της οικείας διατάξεως (48).

71.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η «κύρια παραδοχή» στην οποία στηρίζεται το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, είναι η «εφαρμογή των άρθρων 3 και 4» (49). Τούτο συνάδει με τον αναγνωρισμένο κανόνα κατά τον οποίον οι διατάξεις της οδηγίας 2001/23 που εισάγουν εξαιρέσεις στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, δεσμεύοντας τους διαδόχους, πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά (50).

72.      Τόσο το γράμμα όσο και οι προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, καταδεικνύουν ότι προστέθηκε προκειμένου να παράσχει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια περιορισμού των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται από τον μεταβιβάζοντα, ιδίως όταν η διαδικασία [αφερεγγυότητας] δεν έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος.

73.      Όσον αφορά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, παραπέμπω στο υλικό που εκτίθεται στα σημεία 55 και 57 των παρουσών προτάσεων. Στα κράτη μέλη προσφέρονται απλώς «ορισμένες παρεκκλίσεις» προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωση των αφερέγγυων επιχειρήσεων.

74.      Η εισαγωγική φράση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 ορίζει ότι «[ό]ταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του [μεταβιβάζοντος] (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος]) […]».

75.      Ο μοναδικός τρόπος ερμηνείας της συγκεκριμένης φράσεως είναι ότι, για τους σκοπούς αυτών των διαδικασιών, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται στους διαδόχους δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που δεν έχουν κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση της περιουσίας του μεταβιβάζοντος, όπως συμβαίνει στις υποθέσεις της κύριας δίκης, καθόσον τα κράτη μέλη δεν έχουν τη ρητή δυνατότητα να προβλέπουν κάτι διαφορετικό, σε αντίθεση με τη διατύπωση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, το οποίο ξεκινά με τη φράση «[ε]κτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως». Η εισαγωγική φράση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 «[ό]ταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας» δεν αναφέρεται στην εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, αλλά στις πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 2001/23, όπως η ύπαρξη «μεταβιβάσεως». Η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών υπεισέρχεται στα στοιχεία αʹ και βʹ, του άρθρου 5, παράγραφος 2.

76.      Η ερμηνεία αυτή είναι επίσης σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου (51). Τα μέτρα παρεκκλίσεως που αποκλίνουν από τις ενδεχόμενες ρυθμίσεις των κρατών μελών όσον αφορά διαδικασίες αφερεγγυότητας που έχουν κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος προβλέπονται από το στοιχείο αʹ.

77.      Επιπλέον, στις γραπτές παρατηρήσεις της Γερμανίας σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, ισχύει μια περιορισμένη εξαίρεση η οποία αφορά τα δικαιώματα κατά τη διαδικασία αποκτήσεως επιχειρήσεως πριν από την κήρυξή της σε κατάσταση αφερεγγυότητας, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανάκαμψή της, όπως επιτρέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23. Αυτές ακριβώς οι περιορισμένες εξαιρέσεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23.

78.      Συνεπώς, η απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 1980 και η συνακόλουθή της νομολογία, μπορούν να ιδωθούν υπό την έννοια μιας χρήσης της δυνατότητας παρεκκλίσεως η οποία εν προκειμένω εφαρμόζεται σε διαδικασίες αφερεγγυότητας που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23. Το γεγονός ότι προ της εισαγωγής του άρθρου 5 στην οδηγία 2001/23 δεν υπήρχε καμία παρέκκλιση, ουδεμία επιρροή ασκεί. Τα κράτη μέλη δεν υπέχουν καμία υποχρέωση να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα για την εφαρμογή των οδηγιών, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα είναι νομικώς δεσμευτικά (52). Ουδεμία επιρροή ασκεί επίσης ότι η νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου χρονολογείται από τις 18 Ιανουαρίου 1980, ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2001/23, δεδομένου ότι ήδη βρίσκονταν σε ισχύ στη νομοθεσία του κράτους μέλους οι κανόνες εφαρμογής των οδηγιών (53). Ωστόσο, όπως θα εξηγήσω στην απάντησή μου επί του τρίτου ερωτήματος, η εφαρμογή μέσω της νομολογίας μπορεί να συναντήσει δυσκολίες όσον αφορά τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης σε επίπεδο ασφάλειας δικαίου.

79.      Εν πάση περιπτώσει, για αυτούς ακριβώς τους λόγους προτείνω η απάντηση που θα δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, όπως αυτό αναδιατυπώθηκε, να είναι αυτή που παρατίθεται στο σημείο 60 των παρουσών προτάσεων.

3.      Τρίτο ερώτημα

80.      Στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε ανωτέρω, θα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, επιτρέπει την επιβολή περιορισμού σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους με αποτέλεσμα ο διάδοχος να μην ευθύνεται για συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές εισφορές που απορρέουν από περιόδους υπηρεσίας οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον οι παροχές αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα (54), υπό την έννοια ότι οι οικείοι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα, βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, να λάβουν μέτρα προκειμένου να επικαλεστούν τα δικαιώματα αυτά ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών ώστε να εξασφαλίσουν την καταβολή των σχετικών συνταξιοδοτικών τους παροχών από τον μεταβιβάζοντα (55). Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου να επαληθεύσει εάν η εκ μέρους του κράτους μέλους άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 υλοποιείται με την ακρίβεια και τη σαφήνεια που απαιτείται ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου.

81.      Αυτό δεν ισχύει, ασφαλώς, στην περίπτωση της TMD Friction GmbHόσον αφορά τον ΕΜ, καθόσον, όπως εκτίθεται στις γραπτές παρατηρήσεις του EM, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 οι συνταξιοδοτικές παροχές δεν ήσαν «πληρωτέες» («dues» στη γαλλική γλώσσα) κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, όπως επιτάσσει η εν λόγω διάταξη, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών· ήτοι, στην περίπτωση του EM, η συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης.

82.      Αντιθέτως, η κατάσταση, όσον αφορά τον FL, είναι πιο πολύπλοκη, δεδομένου ότι πρόκειται για πρώην εργαζόμενο. Ωστόσο, ο FL συμπλήρωσε την ηλικία συνταξιοδοτήσεώς του μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας (συνταξιοδοτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2015). Πάντως, από τη δικογραφία συνάγεται επιπλέον ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές του FL αποτελούσαν «κεκτημένο δικαίωμα» κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει εάν ο FL είχε δικαίωμα εξασφάλισης από τον αφερέγγυο μεταβιβάζοντα, κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, των επίμαχων συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών παροχών, υπό την έννοια που περιγράφεται στο σημείο 80 των παρουσών προτάσεων. Εάν αυτό όντως ισχύει, ο μη καταλογισμός ευθύνης στον διάδοχο για την καταβολή τους συνάδει με την οδηγία 2001/23.

83.      Η λέξη «πληρωτέες» μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά και μόνο υπό την έννοια ότι σημαίνει τη στιγμή κατά την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει τη σύνταξη γήρατος, για παράδειγμα, με την επέλευση του γεγονότος που συνιστά τη γενεσιουργό αιτία του οικείου δικαιώματος. Η αποδοχή των επιχειρημάτων που προβάλλονται με τις γραπτές παρατηρήσεις της Γερμανίας, κατά τα οποία η σχετική υποχρέωση καθίσταται «πληρωτέα», με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα, όταν προκύπτει οικονομική οφειλή για τον μεταβιβάζοντα (δηλαδή, προς της αφερεγγυότητας) θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ανεφάρμοστης καταστάσεως όσον αφορά τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων κατά την πτωχευτική διαδικασία.

84.      Πέραν του ότι είναι ασύμβατη με το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, είναι επίσης αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την ομαλή λειτουργία του κανόνα της σύμμετρης ικανοποιήσεως των πιστωτών. Όπως επισημαίνεται στις γραπτές παρατηρήσεις του EM, λόγω του γεγονότος ότι ο EΜ δεν έχει συνταξιοδοτηθεί ακόμη, η μείωση της συντάξεώς του μπορεί απλώς να εκτιμηθεί, και ανέρχεται στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 430 ευρώ μηνιαίως επί της εκτιμώμενης συνολικής επαγγελματικής συντάξεως ύψους 1 300 ευρώ μηνιαίως. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με τα πολύ ακριβή αριθμητικά δεδομένα στα οποία στηρίζεται η μείωση της συντάξεως του FL, η οποία έχει υπολογιστεί στα 149,98 ευρώ.

85.      Επιπλέον, ο όρος «πληρωτέες» στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, δεδομένου ότι περιορίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων που προβλέπονται από την οδηγία 2001/23, θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά (56). Πρέπει επίσης να ερμηνεύεται λαμβανομένης δεόντως υπόψη της οδηγίας 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα) (57), την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεταφέρουν στις έννομες τάξεις τους μέχρι τις 17 Ιουλίου 2021 (58). Η εν λόγω οδηγία ορίζει ότι το «[π]λαίσιο προληπτικής αναδιάρθρωσης που βασίζεται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις απαιτήσεις και τα δικαιώματα έναντι του οφειλέτη που απορρέουν από συστήματα επαγγελματικών συντάξεων, εφόσον γεννήθηκαν πριν την αναδιάρθρωση» (59). Τούτο συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας της οδηγίας 2001/23 κατά τρόπο ο οποίος να αυξάνει τις υποχρεώσεις όσον αφορά τις συντάξεις που μεταβιβάζονται στους διαδόχους επιχειρήσεων που τελούν υπό αναδιάρθρωση και όχι κατά τρόπο που να τις ελαχιστοποιεί.

86.      Εν πάση περιπτώσει, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει στα δικαστήρια του κράτους μέλους να επαληθεύσουν εάν η νομολογία του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία χρονολογείται από τις 18 Ιανουαρίου 1980, μπορεί να συνιστά θεμιτή χρήση της δυνατότητας περιορισμού που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 (60).

87.      Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε προσφάτως, στο πλαίσιο του υπολογισμού των συνταξιοδοτικών παροχών, ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν πρόκειται για ρύθμιση δυνάμενη να έχει οικονομικές συνέπειες και επιτάσσει να εφαρμόζονται τα απονεμόμενα στους ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, σαφή και προβλέψιμο, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν επακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να ενεργούν προσηκόντως καθώς και να επικαλούνται, ενδεχομένως, τα εν λόγω δικαιώματα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (61).

88.      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει, στο πλαίσιο των παρεκκλίσεων από τις οδηγίες όσον αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων στο πλαίσιο της συμβάσεως εργασίας, ότι «όταν το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από ορισμένες διατάξεις μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ασκούν τη διακριτική εξουσία τους τηρώντας τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Συναφώς, οι διατάξεις που επιτρέπουν προαιρετικές παρεκκλίσεις από τις αρχές που θεσπίζει μια οδηγία πρέπει να εφαρμόζονται με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια ώστε να πληρούνται οι απορρέουσες από την αρχή αυτή απαιτήσεις» (62).

89.      Από τη δικογραφία συνάγεται, και τούτο επιβεβαιώθηκε από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα δραστικά μέτρα που ελήφθησαν από τη Γερμανία για την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23 επικεντρώθηκαν στο άρθρο 613a του γερμανικού αστικού κώδικα. Η εντύπωση που δόθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση είναι ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23 και τα νομοθετικά μέτρα που ελήφθησαν στη Γερμανία για την αφερεγγυότητα δεν συνδέονται. Τούτο ενισχύει έτι περαιτέρω την άποψη ότι το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει εάν υπάρχει συμμόρφωση προς τις αρχές που μνημονεύονται στα σημεία 87 και 88 των παρουσών προτάσεων.

90.      Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να δοθεί η απάντηση που παρατίθεται στο σημείο 80 των παρουσών προτάσεων.

4.      Τέταρτο ερώτημα

91.      Στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε, θα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η σύμφωνη με τη νομοθεσία του κράτους μέλους τήρηση των απαιτήσεων που τάσσει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23. Η μείωση του ποσού της επαγγελματικής συντάξεως γήρατος που καταβάλλεται σε πρώην εργαζόμενο, η οποία οφείλεται στην αφερεγγυότητα του πρώην εργοδότη του, είναι προδήλως δυσανάλογη, όταν ο πρώην εργαζόμενος λαμβάνει λιγότερα από το ήμισυ του ποσού των παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα δικαιώματά του ή όταν, λόγω της μείωσης αυτής, ο πρώην εργαζόμενος ζει ήδη –ή αναμένεται να ζήσει– κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος από την Eurostat, γεγονός το οποίο απόκειται στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου.

92.      Ο χαρακτηρισμός του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 ως αναγκαίας προϋποθέσεως για την αποδυνάμωση των υποχρεώσεων που υπέχουν οι διάδοχοι δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 συνάγεται αδιαμφισβήτητα από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 και τη φράση «υπό την προϋπόθεση ότι […]».

93.      Όπως διευκρινίστηκε σε προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, η ενδεχόμενη σημασία του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 περιορίζεται στον FL, δεδομένου ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, επιτρέπει μόνο την εξαίρεση οφειλών «πληρωτέων» πριν τη μεταβίβαση ή την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι το δίκαιο του κράτους μέλους παρέχει «προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη προς» την προβλεπόμενη από την οδηγία 2008/94. Η νομολογία, αρχής γενομένης με την απόφαση Robins κ.λπ. (63), καθιέρωσε ένα κριτήριο αναλογικότητας, βάσει του οποίου προβλέπεται ελάχιστη υποχρέωση εξασφαλίσεως του 50 % των παροχών γήρατος που απορρέουν από τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει του συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος (64). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το άρθρο 8 «σκοπεί να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη προστασία των συμφερόντων των μισθωτών, δεδομένου ότι τα συμφέροντα αυτά όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα δικαιώματα προσδοκίας εκτείνονται, κατ’ αρχήν, σε όλη τη διάρκεια της συντάξεως» (65).

94.      Επισημαίνεται ότι η προπεριγραφείσα αρχή Robins εξελίχθηκε περαιτέρω υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions-Sicherungs-Verein. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι η μείωση του ποσού των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που χορηγούνται σε πρώην μισθωτό, η οποία οφείλεται στην αφερεγγυότητα του πρώην εργοδότη του, είναι προδήλως δυσανάλογη, μολονότι ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει τουλάχιστον το ήμισυ του ποσού των παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα δικαιώματά του, όταν αυτός ο πρώην μισθωτός ζει ήδη –ή αναμένεται να ζήσει, λόγω της μείωσης αυτής– κάτω από το όριο του κινδύνου φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος από την Eurostat» (66).

95.      Καίτοι εναπόκειται στο δικαστήριο του κράτους μέλους να επαληθεύσει το συγκεκριμένο ζήτημα, δεδομένου ότι ο FL ζητεί απλώς την καταβολή συμπληρωματικής συντάξεως από την εναγόμενη η οποία είναι 149,48 ευρώ υψηλότερη από την ήδη καταβαλλόμενη, εντούτοις, το κατώτατο αυτό όριο ικανοποιείται, κατά τα φαινόμενα, ιδίως από τη στιγμή που στις γραπτές παρατηρήσεις του FL σημειώνεται ότι η μείωση αντιστοιχεί απλώς σε ποσοστό 12,8 %. Επιπλέον, το επιχείρημα που προβάλλεται με τις γραπτές παρατηρήσεις του FL, κατά το οποίο οι παραχωρήσεις που έχουν γίνει από εργαζόμενους όπως ο FL προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση λειτουργίας της επιχειρήσεως, είναι κρίσιμο για την εξέταση της αναλογικότητας, δεν γίνεται δεκτό από τη νομολογία.

96.      Υπογραμμίζω, ωστόσο, ότι η υποχρέωση που περιέχεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 αποτελεί μια ουσιώδη ελάχιστη εγγύηση για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας των εργοδοτών τους (αιτιολογική σκέψη 3). Το άρθρο 8 δεσμεύει τα κράτη μέλη ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις που αυτά έχουν θεσπίσει, σε σχέση με το γενικό ζήτημα των συντάξεων γήρατος, αναπηρίας και επιζώντων δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23 και τις ελάχιστες υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, όσον αφορά, γενικώς, αυτές τις συντάξεις.

97.      Εν περιλήψει, το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 αποτελεί μια προστατευτική εγγύηση η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να «εξασφαλίζ[ουν] στους εργαζομένους […] τον ελάχιστο βαθμό προστασίας που απαιτεί η διάταξη αυτή» (67). Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της υποχρεώσεως είναι η θέσπιση προστασίας η οποία είναι παντελώς ανεξάρτητη, από οικονομικής απόψεως, από τον αφερέγγυο μεταβιβάζοντα (68). Στηρίζει τον εργαζόμενο ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με την οδηγία 2001/23 δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, που αφορά τις συντάξεις. Τούτο συνάδει με έναν εκ των βασικών σκοπών των λεγόμενων «οδηγιών αναδιαρθρώσεων», οι οποίες χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970· ήτοι, την άμβλυνση των αρνητικών κοινωνικών συνεπειών των επιχειρήσεων αναδιαρθρώσεως (69).

98.      Συνεπώς, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε, θα πρέπει να δοθεί η απάντηση που προτείνεται στο σημείο 91 των παρουσών προτάσεων.

IV.    Πρόταση

99.      Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αυτά αναδιατυπώθηκαν:

1)      Στην περίπτωση που η νομοθεσία κράτους μέλους επιβάλλει περιορισμούς στις συμπληρωματικές επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές εργαζομένων για τις οποίες υπεύθυνος είναι ο διάδοχος επιχειρήσεως, λόγω της αφερεγγυότητας του μεταβιβάζοντος, τα δικαιώματα των οικείων εργαζομένων έναντι των διαδόχων διέπονται πρωτίστως από το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων.

2)      Η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία αφερεγγυότητας εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23.

3)      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, επιτρέπει την επιβολή περιορισμών σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, έτσι ώστε ο διάδοχος να απαλλάσσεται από την ευθύνη καταβολής συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών παροχών που απορρέουν από περιόδους υπηρεσίας οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας εάν οι παροχές αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, υπό την έννοια ότι οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι δικαιούνται βάσει του δικαίου του κράτους μέλους να λάβουν μέτρα προκειμένου να επικαλεστούν τα δικαιώματα αυτά ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους ώστε να διασφαλίσουν την καταβολή των συνταξιοδοτικών τους παροχών από τον μεταβιβάζοντα. Το ζήτημα αν η εκ μέρους του κράτους μέλους άσκηση της διακριτικής εξουσίας που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23, μέσω της νομολογίας, έγινε με την ακρίβεια και τη σαφήνεια που απαιτείται ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ασφάλεια δικαίου, εναπόκειται στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου.

4)      Η κατά το δίκαιο του κράτους μέλους τήρηση των απαιτήσεων που επιβάλλει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/23. Η μείωση του ποσού των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που χορηγούνται σε πρώην εργαζόμενο, η οποία οφείλεται στην αφερεγγυότητα του πρώην εργοδότη του, είναι προδήλως δυσανάλογη στην περίπτωση που ο πρώην εργαζόμενος λαμβάνει λιγότερα από το ήμισυ του ποσού των παροχών που απορρέουν από τα κεκτημένα δικαιώματά του, όταν ο πρώην εργαζόμενος ζει ήδη –ή αναμένεται να ζήσει, λόγω της μείωσης αυτής– κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος από την Eurostat, γεγονός το οποίο εναπόκειται στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      ΕΕ 2008, L 283, σ. 36. Η πλέον πρόσφατη απόφαση επί της ερμηνείας του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας είναι η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions-Sicherungs-Verein (C‑168/18, EU:C:2019:1128). Βλ. επίσης, ιδίως, αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ. (C-278/05, EU:C:2007:56), της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ. (C-398/11, EU:C:2013:272), της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann (C-454/15, EU:C:2016:891), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire (C-17/17, EU:C:2018:674).


3      ΕΕ 2001, L 82, σ. 16.


4      Απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2019, Safeway (C-171/18, EU:C:2019:839, σκέψη 29).


5      Απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2019, Safeway (C-171/18, EU:C:2019:839, σκέψη 25).


6      Βλ., στο πλαίσιο των παρεκκλίσεων από τις οδηγίες, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Accardo κ.λπ. (C-227/09, EU:C:2010:624, σκέψη 55). Βλ. προσφάτως, για παράδειγμα, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2019, Safeway (C-171/18, EU:C:2019:839, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


7      C‑168/18 (EU:C:2019:1128).


8      Σύμφωνα με τις γραπτές παρατηρήσεις του EM, η ονομασία της διαδόχου εταιρίας ήταν, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, Friction OpCo, μια θυγατρική του ομίλου εταιριών TMD, η οποία, εν συνεχεία, μετονομάστηκε σε TMD Friction.


9      Από τη δικογραφία συνάγεται ότι τούτο συνδέεται με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου περί βελτιώσεως των επαγγελματικών συντάξεων που μνημονεύεται στο σημείο 11 των παρουσών προτάσεων.


10      Βλ. αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2017, Farrell (C-413/15, EU:C:2017:745), της 7ης Αυγούστου 2018, Smith (C-122/17, EU:C:2018:631), και της 16ης Μαΐου 2019, Plessers (C‑509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 28).


11      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions-Sicherungs-Verein (C-168/18, EU:C:2019:1128).


12      Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Hampshire (C-17/17, EU:C:2018:674, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Για παράδειγμα, το άμεσο αποτέλεσμα επιβάλλει σε κάθε όργανο κράτους μέλους την υποχρέωση να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που είναι αντίθετη προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχουσα άμεσο αποτέλεσμα. Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe (C-752/18, EU:C:2019:1114, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      C-168/18, EU:C:2019:1128. Επισημαίνω ότι στη διαδικασία εκείνη είχε υποβληθεί επίσης ένα ερώτημα παρόμοιο με το έκτο ερώτημα, αλλά στην υπό κρίση υπόθεση είναι παραδεκτό καθόσον δεν θίγει το ζήτημα του αμέσου αποτελέσματος. Το σκέλος του ογδόου ερωτήματος που αφορά την αναλογικότητα και όχι το άμεσο αποτέλεσμα, εξετάζεται στο αναδιατυπωμένο τέταρτο ερώτημα (η αναλογικότητα εξετάζεται και στο έκτο ερώτημα). Χάριν πληρότητας, παρατηρώ ότι στο όγδοο ερώτημα δεν διευκρινίζεται έναντι ποιου μετέχοντος στη διαδικασία γίνεται επίκληση του αμέσου αποτελέσματος.


15      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C-348/16, EU:C:2017:591). Για τους ίδιους λόγους, δεν θα εκφέρω άποψη ως προς το αν οι κανόνες που εφαρμόστηκαν από τον PSV είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχει διακριτική μεταχείριση λόγω ηλικίας όσον αφορά τον ΕΜ, καίτοι το ζήτημα της δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας εξετάστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ζήτημα της διακριτικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας όσον αφορά τις συντάξεις, για παράδειγμα, στην απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Österreichischer Gewerkschaftsbund (C-24/17, EU:C:2019:373).


16      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 16 της οδηγίας 2008/94 κατήργησε την οδηγία 80/987, συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, παραπέμπει στην οδηγία 2008/94.


17      Απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers, (C-509/17, EU:C:2019:424, σκέψεις 28 και 29). Βλ., επίσης, σημείο 86 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Grenville Hamphshire (C-17/17, EU:C:2018:287), όπου η γενική εισαγγελέας σημειώνει, στο πλαίσιο του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, ότι «οι οδηγίες δεν μπορούν να θεμελιώσουν απευθείας υποχρεώσεις για τους ιδιώτες». Η γενική εισαγγελέας παραπέμπει στις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, Faccini Dori (C-91/92, EU:C:1994:292, σκέψη 25), της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ. (C-397/01 έως C-403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 108), της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C-176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 36), και της 19ης Απριλίου 2016, Dansk Industri (C-441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 30).


18      Απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers (C-509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 29). Δεδομένου ότι από τη δικογραφία δεν συνάγεται κάποιο ερώτημα το οποίο να υποδηλώνει ότι υπάρχει διάταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς, σε συνδυασμό με μια κατάσταση στην οποία το δίκαιο του κράτους μέλους δεν μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις μιας οδηγίας της Ένωσης, οι εφαρμοστέοι σε αυτή την υποθετική περίπτωση κανόνες που θεσπίστηκαν από το Δικαστήριο σε αποφάσεις του όπως αυτές της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger (C-414/16, EU:C:2018:257), της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth (C-569/16 και C-570/16, EU:C:2018:871), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften (C-684/16, EU:C:2018:874), δεν ασκούν επιρροή στην κύρια δίκη.


19      Διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés (C-688/13, EU:C:2015:46, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., πλέον πρόσφατα, για παράδειγμα, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Fonds du Logement de la Région de Bruxelles Capitale (C-632/18, EU:C:2019:833, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψεις 78 έως 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 7ης Αυγούστου 2018, Prenninger κ.λπ. (C-329/17, EU:C:2018:640, σκέψη 27), οι οποίες αναφέρονται στην υποσημείωση 13 των προσφάτων προτάσεων του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Paulo Nascimento Consulting, (C-692/17, EU:C:2019:362).


21      Αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ. (C-126/16, EU:C:2017:489, σκέψη 36), και της 16ης Μαΐου 2019, Plessers (C-509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 36).


22      Διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés (C-688/13, EU:C:2015:46, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Unionen (C-336/15, EU:C:2017:276, σκέψη 22).


24      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2002, Beckmann (C-164/00, EU:C:2002:330, σκέψη 29), και της 16ης Μαΐου 2019, Plessers (C-509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Ο κανόνας ότι μια ειδική διάταξη εφαρμόζεται κατά παρέκκλιση από μια γενικότερη, έχει καθιερωθεί εδώ και αρκετό καιρό στη νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler (C-27/02, EU:C:2005:33). Βλ., πλέον πρόσφατα, για παράδειγμα, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers (C-263/18, EU:C:2019:1111, σκέψη 55). Βλ., γενικώς, Beck, G., The Legal Reasoning of the Court of Justice of the EU, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2012, σ. 222 έως 223.


26      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εκπρόσωποι τόσο του EM όσο και του FL απέκρουσαν κατηγορηματικώς την επίκληση καταχρήσεως δικαιώματος υπό οποιαδήποτε άλλη έννοια, ζήτημα το οποίο είχε εξεταστεί από το Δικαστήριο στην απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Ελληνικά Ναυπηγεία (C-664/17, EU:C:2019:496). Για μια πρόσφατη ανάλυση της καταχρηστικής προσφυγής στο δίκαιο της Ένωσης, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην υπόθεση AFMB (C-610/18, EU:C:2019:1010, σημεία 72 έως 82), επί της οποίας εκκρεμεί η έκδοση αποφάσεως, και Leczykiewicz, D. «Prohibition of abusive practices as a “general principle” of EU law», 56, (2019), Common Market Law Review, σ. 703.


27      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Pinckernelle (C-535/15, EU:C:2016:996, σημείο 40).


28      Βλ. υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων.


29      ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 26.


30      ΕΕ 1998, L 201, σ. 88. Η τρίτη οδηγία αυτής της αλληλουχίας είναι η οδηγία 2001/23. Ομοίως, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/23 προστέθηκε με την οδηγία 80/987, αλλά το γενικότερο ζήτημα των συντάξεων είχε ήδη ρυθμιστεί με την οδηγία 77/187. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι «[ο]ι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων για παροχές λόγω γήρατος, ανικανότητος ή επιζώντων βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής προνοίας […]».


31      Η διάταξη αυτή δεν είναι πλέον σε ισχύ.


32      Βλ. ανάλυση του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Plessers (C-509/17, EU:C:2019:50, σημείο 42) όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.


33      Όπ.π.


34      Η υπογράμμιση δική μου. Όπ.π. (σημείο 43). Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου τις οποίες κωδικοποίησε, ουσιαστικά, το άρθρο 5, παράγραφος 1, ήταν οι αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels (135/83, EU:C:1985:55), της 25ης Ιουλίου 1991, d’Urso κ.λπ. (C‑362/89, EU:C:1991:326), της 7ης Δεκεμβρίου 1995, Spano κ.λπ. (C-472/93, EU:C:1995:421), και της 12ης Μαρτίου 1998, Dethier Équipement (C-319/94, EU:C:1998:99).


35      Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων [ή] τμημάτων εγκαταστάσεων (COM/94/300 τελικό) (ΕΕ 1994, C 274, σ. 10).


36      Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων» (ΕΕ 1995, C 133, σ. 13, σημείο 2.10.2).


37      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Plesser (C-509/17, EU:2019:50, σημεία 42 έως 47 και εκεί εξεταζόμενη νομολογία).


38      Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο. Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ. (C-126/16, EU:C:2017:241, σημείο 53).


39      Απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers (C-509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers (C-509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


41      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009 (C-561/07, EU:C:2009:363).


42      Όπ.π. (σκέψη 26).


43      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Plessers (C-509/17, EU:C:2019:50, σημείο 62).


44      Όπ.π. Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ. (C-126/16, EU:C:2017:241, σημείο 57).


45      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ. (C-126/16, EU:C:2017:241, σημείο 77).


46      Για παράδειγμα, η απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995, Spano κ.λπ. (C-472/93, EU:C:1995:421, σκέψη 28), αποτελεί ένα νομολογιακό προηγούμενο το οποίο, ουσιαστικά, κωδικοποιήθηκε από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23.


47      Έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με τη διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés (C-688/13, EU:C:2015:46), και την απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-561/07, EU:C:2009:363).


48      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Robins κ.λπ. (C-278/05, EU:C:2006:476, σημείο 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


49      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-561/07, EU:C:2009:363, σκέψη 41).


50      Όπ.π. (σκέψη 30). Βλ., επίσης, σημείο 46 των παρουσών προτάσεων και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


51      Όπως αναλύεται στα σημεία 61 έως 62 των παρουσών προτάσεων.


52      Η οδηγία 2001/23 μπορεί να εφαρμοστεί μέσω της νομολογίας. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, Επιτροπή κατά Ιταλίας (235/84, EU:C:1986:303). Βλ., περαιτέρω, Prechal, S., Directives in EC Law, Οξφόρδη, Oxford University Press 2005, σ. 78 έως 81. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει στη σ. 79 ότι η σχετική νομολογία πρέπει να είναι ακριβής, δημοσιευμένη και προβλέψιμη. Ως προς τη σημασία των δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Safeway (C-171/18, EU:C:2019:272). Κατά πάγια νομολογία, τα δικαστήρια των κρατών μελών πρέπει να προσαρμόζουν τη νομολογία τους ώστε να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth (C-569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 68).


53      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 20ής Μαΐου 1992, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C-190/90, EU:C:1992:225), στην οποία ένα σύμπλεγμα κανόνων, ορισμένοι εκ των οποίων προϋπήρχαν της ενάρξεως ισχύος των οδηγιών, διασφάλιζε την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Βλ. Prechal, S, Directives in EC Law Oxford, Oxford University Press, 2005, σ. 77. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά Πολωνίας, (C-29/14, EU:C:2015:379, σκέψη 38)


54      Απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2019, Safeway (C-171/18, EU:C:2019:839, σκέψη 29).


55      Απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2019, Safeway (C-171/18, EU:C:2019:839, σκέψη 25).


56      Βλ. σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.


57      ΕΕ 2019, L 172, σ. 18.


58      Άρθρο 34. Όπως αναλύεται στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Pinckernelle (C‑535/15, EU:C:2016:996, σημείο 40), το πλαίσιο στην ερμηνεία των μέτρων της Ένωσης αφορά επίσης νομοθετικές διατάξεις οι οποίες με κάποιον ουσιαστικό τρόπο σχετίζονται ή συνδέονται με την ερμηνευόμενη διάταξη.


59      Αιτιολογική σκέψη 20.


60      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-29/14, EU:C:2015:379, σκέψη 38).


61      Απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2019, Safeway (C-171/18, EU:C:2019:839, σκέψη 25).


62      Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Accardo κ.λπ. (C-227/09, EU:C:2010:624, σκέψη 55).


63      Απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007 (C‑278/05, EU:C:2007:56).


64      Όπ.π. (σκέψεις 57 και 59).


65      Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann ( C‑454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 27).


66      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions-Sicherungs-Verein (C-168/18, EU:C:2019:1128, σκέψη 46).


67      C-168/18 (EU:C:2019:1128, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


68      Όπως διευκρινίστηκε στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Webb-Sämann (C-454/15, EU:C:2016:657, σημεία 77 και 78).


69      Για μια πληρέστερη ανάλυση βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση Plessers (C-509/17, EU:C:2019:50, σημεία 38 έως 41).