Language of document :

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 [αίτηση του Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – EM κατά TMD Friction GmbH (C‑674/18), FL κατά TMD Friction EsCo GmbH (C‑675/18)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-674/18 και C-675/18)1

(Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Άρθρα 3 και 5 – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Μεταβίβαση πραγματοποιηθείσα από τον σύνδικο πτωχεύσεως της μεταβιβάζουσας επιχείρησης η οποία υπήχθη σε διαδικασία αφερεγγυότητας – Παροχές επαγγελματικής ασφάλισης γήρατος – Περιορισμός των υποχρεώσεων του μεταβιβάζοντος – Ποσό της οφειλόμενης βάσει επαγγελματικού συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού συστήματος παροχής υπολογιζόμενο σε συνάρτηση με τις αποδοχές του εργαζομένου κατά τον χρόνο της κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Άμεσο αποτέλεσμα – Προϋποθέσεις)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesarbeitsgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

EM (C‑674/18), FL (C‑675/18)

κατά

TMD Friction GmbH (C‑674/18), TMD Friction EsCo GmbH (C‑675/18)

Διατακτικό

Σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης υπαχθείσας σε διαδικασία αφερεγγυότητας που πραγματοποιήθηκε από τον σύνδικο της πτώχευσης, η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, λαμβανομένων υπόψη ιδίως του άρθρου της 3, παράγραφοι 1 και 4, καθώς και του άρθρου της 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, σύμφωνα με την οποία, κατά την επέλευση, μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, του γεγονότος που γεννά δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ο διάδοχος δεν υπέχει υποχρέωση για τα δικαιώματα προσδοκίας του εργαζομένου στην εν λόγω σύνταξη γήρατος τα οποία θεμελιώθηκαν σε περιόδους απασχόλησης πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, υπό την προϋπόθεση ότι, όσον αφορά το μέρος του ποσού για το οποίο δεν υπέχει υποχρέωση ο διάδοχος, τα μέτρα που θεσπίσθηκαν για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με το επίπεδο προστασίας που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους.

Το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την εθνική νομολογία, η οποία προβλέπει, κατά την επέλευση γεγονότος που γεννά δικαίωμα σε παροχές γήρατος βάσει επαγγελματικού συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού συστήματος μετά την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση της επιχείρησης και όσον αφορά το μέρος των παροχών αυτών που δεν βαρύνει τον διάδοχο, ότι, αφενός, ο αρμόδιος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο φορέας ασφαλίσεως κατά της αφερεγγυότητας δεν υποχρεούται να παρέμβει όταν τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος δεν είχαν καταστεί οριστικά κατά τον χρόνο της κίνησης της εν λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας και ότι, αφετέρου, για τους σκοπούς του προσδιορισμού του ποσού που αφορά το μέρος των παροχών που βαρύνει τον εν λόγω φορέα, το ποσό αυτό υπολογίζεται βάσει των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών του συγκεκριμένου εργαζομένου κατά την ημερομηνία της κίνησης της εν λόγω διαδικασίας, εάν προκύψει ότι οι εργαζόμενοι στερούνται την ελάχιστη προστασία που εγγυάται η διάταξη αυτή, στοιχείο που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, στο μέτρο που προβλέπει την ελάχιστη προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων προσδοκίας των εργαζομένων σε παροχές γήρατος, μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα, οπότε μπορεί να γίνει επίκλησή του έναντι φορέα ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει οριστεί από το οικείο κράτος μέλος ως φορέας ασφάλισης κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των εργοδοτών στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, καθόσον, αφενός, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων ασφάλισης που έχουν ανατεθεί στον φορέα αυτόν και των όρων υπό τους οποίους τα ασκεί, αυτός μπορεί να εξομοιωθεί προς το κράτος, και, αφετέρου, τα καθήκοντα αυτά καλύπτουν πράγματι τα είδη παροχών γήρατος για τα οποία επιβάλλεται η ελάχιστη προστασία που προβλέπει το άρθρο 8, στοιχείο που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

____________

1 ΕΕ C 103 της 18.3.2019.