Language of document : ECLI:EU:C:2004:145

Conclusions

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER
της 11ης Μαρτίου 2004 (1)



Υπόθεση C-345/02



Pearle κ.λπ.


[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]


«Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια της ενισχύσεως – Συλλογικές διαφημιστικές εκστρατείες υπέρ ενός τομέα της οικονομίας – Χρηματοδότηση μέσω ειδικών εισφορών των επιχειρήσεων του τομέα – Χρηματοδότηση που αποφασίστηκε από φορέα δημοσίου δικαίου»






Εισαγωγή

1.       Η παρούσα πρoδικαστική υπόθεση, την οποία έφερε στο Δικαστήριο το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Ακυρωτικό των Κάτω Χωρών), θέτει προβλήματα τα οποία άπτονται πολλών συστατικών στοιχείων του κοινοτικού καθεστώτος των κρατικών ενισχύσεων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η έννοια της ενισχύσεως, η σχέση μεταξύ του χορηγηθέντος πλεονεκτήματος και των μέσων για τη χρηματοδότησή του, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως ανακοινώσεως, ο ρόλος του κανόνα de minimis και οι συνέπειες που έχει στην εσωτερική έννομη τάξη η έλλειψη ανακοινώσεως.

2.       Το παράδοξο είναι ότι από την πρώτη ματιά προκύπτει ότι δεν πρόκειται για μια από τις περιπτώσεις που ο νομοθέτης μπορούσε να σκεφθεί όταν έδωσε στην Κοινότητα ορισμένα μέσα για να προστατευθεί από τον υπερβολικό κρατικό παρεμβατισμό που είναι ικανός να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας: η κύρια δίκη έχει ως αντικείμενο μια προσφυγή-αγωγή για να κηρυχθούν ανίσχυρα τα μέτρα που κατέστησαν δυνατή μια συλλογική εκστρατεία διαφημίσεως των υπηρεσιών των οπτικών, που οργανώθηκε από μια επαγγελματική ένωση, και για να επιστραφούν οι εισφορές τις οποίες κατέβαλαν για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας αυτής οι επιχειρήσεις που είναι μέλη της πιο πάνω επαγγελματικής οργανώσεως.

Οι αναιρεσείουσες στην κύρια δίκη επιχειρήσεις δεν είναι ανταγωνιστές που θίχτηκαν από το φερόμενο καθεστώς ενισχύσεων, αλλά επιχειρήσεις που θεωρητικά ωφελήθηκαν από το καθεστώς αυτό. Χρησιμοποιούν τα μέσα που εξασφαλίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου για να προσβάλουν ενώπιον της δικαιοσύνης ένα μέτρο που δεν θεωρούν ευνοϊκό για τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Το εφαρμοστέο δίκαιο

Α – Η κοινοτική ρύθμιση

3.       Το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ) ορίζει:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα Συνθήκη ορίζει άλλως.»

4.       Το άρθρο 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) ορίζει:

«1.
Η Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς.

2.
Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 92, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει. [...]

3.
Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»

5.       Κατά το πρώτο εδάφιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 6ης Μαρτίου 1996 σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis  (2) :

«[...] Παρόλο που κάθε κρατική χρηματοδοτική παρέμβαση υπέρ μιας επιχείρησης στρεβλώνει ή μπορεί να στρεβλώσει, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τον ανταγωνισμό μεταξύ της επιχείρησης αυτής και των ανταγωνιστών της που δεν τυγχάνουν παρόμοιας ενίσχυσης, κάθε ενίσχυση δεν έχει αισθητές επιπτώσεις στις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατών μελών. Αυτό ισχύει ιδίως για τις ενισχύσεις των οποίων το ποσό είναι πολύ χαμηλό [...]»

6.       Κατά το δεύτερο εδάφιο της ανακοινώσεως, πρέπει να θεωρείται ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ δεν έχει εφαρμογή στις ενισχύσεις των οποίων το ποσό δεν υπερβαίνει τα 100 000 ECU (νυν 100 000 ευρώ) εντός διαστήματος τριών ετών από τη χορήγηση της πρώτης ενισχύσεως de minimis. Το κατώτατο αυτό όριο έχει καθοριστεί για όλες τις κατηγορίες ενισχύσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή και τον στόχο τους, εκτός από τις ενισχύσεις για εξαγωγές, οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης της Συνθήκης.

Β – Το ολλανδικό δίκαιο

7.       Ο Wet op de bedrijfsorganisatie (ολλανδικός νόμος περί επαγγελματικών οργανώσεων, στο εξής: WBO), της 27ης Ιανουαρίου 1950, διέπει την αποστολή, τα της συνθέσεως, τις μεθόδους εργασίας, τις οικονομικές πτυχές και το καθεστώς εποπτείας των επαγγελματικών οργανώσεων στις οποίες αναγνωρίζει ευθύνη για την οργάνωση και την ανάπτυξη του οικείου τομέα δραστηριότητας.

8.       Κατά το άρθρο 71 του WBO, οι επαγγελματικές αυτές οργανώσεις, ως δημόσιοι φορείς, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον το κοινό συμφέρον των επιχειρήσεων που είναι μέλη τους, αλλά και το γενικό συμφέρον.

9.       Βάσει του άρθρου 73 του WBO, στα διευθυντικά όργανα των επαγγελματικών αυτών οργανώσεων εκπροσωπούνται ισότιμα οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των επιχειρηματιών και των μισθωτών.

10.     Ο νομοθέτης έχει αναθέσει στις επαγγελματικές οργανώσεις τις αρμοδιότητες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού τους. Έτσι, το άρθρο 93 του WBO παρέχει στα διευθυντικά τους όργανα τη δυνατότητα να εκδίδουν τους κανονισμούς που θεωρούν αναγκαίους για την εκτέλεση της αποστολής τους, τόσο για το συμφέρον των επιχειρήσεων του οικείου οικονομικού τομέα όσο και για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των μισθωτών. Οι κανονισμοί αυτοί εγκρίνονται από το Sociaal-Economische Raad (Κοινωνικοοικονομικό Συμβούλιο), υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό (άρθρο 93, παράγραφος 5, του WBO).

11.     Το άρθρο 126 του WBO παρέχει τη δυνατότητα στις επαγγελματικές οργανώσεις να εκδίδουν, για να αντιμετωπίζουν τα έξοδά τους, κανονισμούς που επιβάλλουν εισφορές στα μέλη τους. Οι γενικές εισφορές χρηματοδοτούν την τακτική λειτουργία του φορέα, ενώ οι «υποχρεωτικές εισφορές» έχουν ειδικούς σκοπούς. Κατά το άρθρο 127, οι τελευταίες εισφορές μπορούν να επιβληθούν με πράξη η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο.

12.     Επί πλέον, ο νόμος Wet houdende administratieve rechtspraak bedrijfsorganisatie, της 16ης Σεπτεμβρίου 1954, όπως έχει τροποποιηθεί, διέπει τα της ασκήσεως προσφυγής σχετικά με επαγγελματική οργάνωση.

Η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

13.     Οι Pearle B.V., Hans Prijs Optiek franchise B.V. και Rinck Opticiëns B.V. (στο εξής: «Pearle κ.λπ.» ή απλώς «Pearle») είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες εταιρίες οι οποίες ασχολούνται με την εμπορία ειδών οπτικής. Υπό την ιδιότητα αυτή, είναι μέλη, βάσει του WBO  (3) , της επαγγελματικής οργανώσεως Hoofdbedrijfschap Ambachten (στο εξής: HBA), φορέα δημοσίου δικαίου.

14.     Κατόπιν αιτήσεως μιας ιδιωτικής ενώσεως οπτικών, της Nederlandse Unie van Opticiëns (στο εξής: NUVO), της οποίας τότε ήσαν μέλη η Pearle κ.λπ., η HBA επέβαλε στα μέλη της, για πρώτη φορά το 1988, «υποχρεωτιᄎή εισφορά»  (4) για τη χρηματοδότηση μιας συλλογικής διαφημιστικής εκστρατείας υπέρ των επιχειρήσεων του οικείου τομέα. Η εισφορά αυτή επρόκειτο να χρησιμεύσει και για τη σύσταση μιας επιτροπής, της Commissie Optiekbedrijf, που θα συμβούλευε το διευθυντικό όργανο της HBA.

15.     Το ποσό που απαιτήθηκε να καταβάλουν η Pearle κ.λπ. ανήλθε σε 850 ολλανδικά φιορίνια ανά εγκατάσταση. Οι κανονισμοί που επέβαλαν το ποσό αυτό, οι οποίοι ανανεώνονταν κάθε χρόνο μέχρι το 1998, ουδέποτε προσβλήθηκαν από τις σχετικές επιχειρήσεις.

16.     Η Pearle κ.λπ. θεωρούν παρά ταύτα ότι οι συλλογικές διαφημιστικές εκστρατείες που οργανώθηκαν από την ΗΒΑ ωφέλησαν κυρίως τους ανταγωνιστές τους και επιβάρυναν άνευ λόγου τα κονδύλια που οι ίδιες διέθεταν για διαφήμιση.

17.     Στις 29 Μαρτίου 1995 άσκησαν ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου της Χάγης προσφυγή-αγωγή κατά της HBA, ζητώντας να ακυρωθούν οι κανονισμοί που επέβαλαν τις σχετικές εισφορές και συνακόλουθα να τους επιστραφούν τα ποσά που κατέβαλαν.

18.     Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν με τις διαφημιστικές εκστρατείες αποτελούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, καθόσον οι κανονισμοί που επέβαλαν τη χρηματοδότησή τους έπρεπε να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3. Ελλείψει τέτοιας κοινοποιήσεως, τα μέτρα ενισχύσεως στερούνται νομικής βάσεως.

19.     Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα των προσφευγουσών-εναγουσών και η απόφασή του επικυρώθηκε στον δεύτερο βαθμό, οπότε οι τελευταίες υπέβαλαν ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden αίτηση αναιρέσεως.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

20.     Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad αποφάσισε, στις 27 Σεπτεμβρίου 2002, να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)
Πρέπει μια ρύθμιση όπως η υπό εξέταση, με την oπoία επιβάλλovται εισφoρές για τη χρηματoδότηση εκστρατειώv συλλoγικής διαφημίσεως, vα θεωρηθεί ως (μέρoς από έvα) μέτρo εvισχύσεως υπό τηv έvvoια τoυ άρθρoυ 92, παράγραφoς 1, της Συvθήκης ΕΚ και πρέπει η πρόθεση εφαρμoγής της vα αvακoιvωθεί στηv Επιτρoπή βάσει τoυ άρθρoυ 93, παράγραφoς 3, της Συvθήκης ΕΚ; Iσχύει τoύτo μόvo για τo όφελoς πoυ παρέχεται υπό τη μoρφή της oργαvώσεως και της πρoσφoράς εκστρατειώv συλλoγικής διαφημίσεως ή και για τov τρόπo χρηματoδoτήσεως τωv εκστρατειώv αυτώv, όπως με έvαv καvovισμό με τov oπoίo επιβάλλεται εισφoρά και/ή με τις στηριζόμεvες στov καvovισμό αυτόv απoφάσεις περί της εισφoράς; Έχει εv πρoκειμέvω σημασία αv oι εκστρατείες συλλoγικής διαφημίσεως πρoσφέρθηκαv (σε επιχειρήσεις πoυ αvήκoυv) στov ίδιo κλάδo, όπως σε εκείvov εις βάρoς τoυ oπoίoυ ελήφθησαv oι εv λόγω απoφάσεις για τηv επιβoλή εισφoράς; Αv vαι, πoια είvαι η σημασία αυτή; Ασκεί επιρρoή εv πρoκειμέvω αv τo κόστoς τo oπoίo είχε o δημόσιoς φoρέας καλύφθηκε πλήρως από τις ειδικές εισφoρές τωv επιχειρήσεωv πoυ επωφελήθησαv της υπηρεσίας, oπότε, τελικά, τo όφελoς δεv είχε καvέvα κόστoς για τις δημόσιες αρχές; Έχει συvαφώς σημασία αv τo όφελoς από τις εκστρατείες συλλoγικής διαφημίσεως καταμερίστηκε κατά τo μάλλov ή ήττov ισoμερώς στov κλάδo καθώς και αv oι επί μέρoυς εγκαταστάσεις τωv επιχειρήσεωv τoυ κλάδoυ θεωρείται τελικά ότι είχαv ίσo όφελoς ή κέρδoς από τις εκστρατείες αυτές;

2)
Iσχύει η υπoχρέωση αvακoιvώσεως κατά τo άρθρo 93, παράγραφoς 3, για κάθε μέτρo εvισχύσεως ή μόvo για έvα μέτρo εvισχύσεως πoυ εμπίπτει στov oρισμό πoυ περιέχεται στo άρθρo 92, παράγραφoς 1; Έχει έvα κράτoς μέλoς, πρoκειμέvoυ vα απαλλαγεί από τηv υπoχρέωσή τoυ αvακoιvώσεως, τηv ελευθερία vα κρίvει αv έvα μέτρo εvισχύσεως εμπίπτει στov oρισμό τoυ άρθρoυ 92, παράγραφoς 1; Αv vαι, πoια ελευθερία έχει; Και σε πoιo μέτρo μπoρεί αυτή η ελευθερία εκτιμήσεως vα αvαιρέσει τηv υπoχρέωση αvακoιvώσεως κατά τo άρθρo 93, παράγραφoς 3; Ή η υπoχρέωση αvακoιvώσεως δεv ισχύει μόvov όταv δεv χωρεί αμφιβoλία ως πρoς τo ότι δεv πρόκειται για μέτρo εvισχύσεως;

3)
Αv τo εθvικό δικαστήριo συvαγάγει ότι πρόκειται για μέτρo εvισχύσεως υπό τηv έvvoια τoυ άρθρoυ 92, παράγραφoς 1, πρέπει τότε η ρύθμιση de minimis, όπως η ρύθμιση αυτή παρατίθεται από τηv Επιτρoπή στηv αvακoίvωση πoυ δημoσιεύθηκε στηv ΕΕ 1992, C 213 (και αργότερα στηv ΕΕ 1996, C 68), vα ληφθεί υπόψη για vα κριθεί αv τo μέτρo πρέπει vα θεωρηθεί ως μέτρo εvισχύσεως πoυ έπρεπε vα αvακoιvωθεί στηv Επιτρoπή κατά τo άρθρo 93, παράγραφoς 3; Αv vαι, πρέπει αυτή η ρύθμιση de minimis vα εφαρμoστεί, με αvαδρoμική ισχύ, και επί μέτρωv εvισχύσεως πoυ εφαρμόστηκαv πριv από τη δημoσίευση της ρυθμίσεως, και κατά πoιov τρόπo πρέπει η πιo πάvω ρύθμιση de minimis vα εφαρμoστεί επί καθεστώτωv εvισχύσεως, όπως η ετήσια εκστρατεία συλλoγικής διαφημίσεως, από τα oπoία ωφελήθηκε έvας oλόκληρoς κλάδoς;

4)
Συvεπάγεται αυτό πoυ κρίθηκε στηv υπόθεση C-39/94, SFEI κατά La Poste (Συλλoγή 1996, σ. I-3547) για τηv πρακτική απoτελεσματικότητα τoυ άρθρoυ 93, παράγραφoς 3, ότι τo εθvικό δικαστήριo πρέπει vα ακυρώσει τόσo τoυς καvovισμoύς όσo και τις βάσει τωv καvovισμώv αυτώv απoφάσεις περί επιβoλής εισφoράς και vα υπoχρεώσει τo διoικητικό όργαvo vα επιστρέψει τις εισφoρές, ακόμα και αv αvτιτίθεται σ’ αυτό o διαμoρφωμέvoς από τηv oλλαvδική voμoλoγία καvόvας περί τυπικής voμικής ισχύoς τωv απoφάσεωv με τις oπoίες επιβλήθηκε εισφoρά; Έχει εv πρoκειμέvω σημασία τo ότι, στηv πράξη, η επιστρoφή τωv εισφoρώv δεv εξαλείφει τo όφελoς πoυ o κλάδoς και oι επί μέρoυς επιχειρήσεις τoυ κλάδoυ είχαv από τις εκστρατείες συλλoγικής διαφημίσεως; Επιτρέπει τo κoιvoτικό δίκαιo vα επιστραφoύv εv όλω ή εv μέρει oι ειδικές εισφoρές αv κατά τηv κρίση τoυ εθvικoύ δικαστηρίoυ o κλάδoς ή oι επί μέρoυς επιχειρήσεις θα ωφελoύvταv δυσαvάλoγα από τηv επιστρoφή αυτή, λαμβαvoμέvoυ υπόψη ότι τo όφελoς πoυ είχαv από τις διαφημιστικές εκστρατείες δεv μπoρεί vα απoδoθεί σε είδoς;

5)
Δύvαται έvας δημόσιoς φoρέας, στηv περίπτωση πoυ παρέλειψε vα αvακoιvώσει έvα μέτρo εvισχύσεως κατά τo άρθρo 93, παράγραφoς 3, για vα απαλλαγεί από τηv υπoχρέωση επιστρoφής vα επικαλεστεί τov κατά τα πιo πάvω καvόvα της τυπικής voμικής ισχύoς της απoφάσεως για τηv επιβoλή εισφoράς, αv εκείvoς πρoς τov oπoίo απευθύvθηκε η απόφαση αυτή αγvooύσε, όταv ελήφθη η πιo πάvω απόφαση και κατά τη διάρκεια της πρoθεσμίας εvτός της oπoίας η απόφαση αυτή μπoρoύσε vα πρoσβληθεί στo πλαίσιo διαδικασίας διoικητικoύ δικαίoυ, ότι δεv αvακoιvώθηκε τo μέτρo εvισχύσεως τoυ oπoίoυ μέρoς απoτελεί η εισφoρά; Δύvαται έvας ιδιώτης vα λάβει εv πρoκειμέvω ως αφετηρία ότι η διoίκηση τήρησε τηv υπoχρέωση αvακoιvώσεως πoυ υπέχει από τo άρθρo 93, παράγραφoς 3;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21.     Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Σεπτεμβρίου 2002.

22.     Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν, εκτός από τους διαδίκους της κύριας δίκης, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

23.     Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 29 Ιανουαρίου 2004, κατά την οποία παρέστησαν οι εκπρόσωποι της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής.

Νομική ανάλυση

24.     Η παρούσα υπόθεση αναγκάζει τόσο το εθνικό δικαιοδοτικό όργανο όσο και το Δικαστήριο να εξετάσουν ζητήματα που άπτονται ουσιωδών στοιχείων του κοινοτικού καθεστώτος των κρατικών ενισχύσεων. Λαμβανομένου υπόψη του περιπλόκου των εκτιμήσεων που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο αυτό, είναι προτιμότερο να αρχίσω –όπως έπραξε η Επιτροπή– με τα δύο τελευταία ερωτήματα, τα οποία στρέφονται γύρω από το αν μπορούν να προσβληθούν διοικητικές πράξεις που δεν αμφισβητήθηκαν εμπροθέσμως, καθόσον, αν το εθνικό δικαστήριο εκτιμήσει ότι οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα κατά το εθνικό δίκαιο μέσα δικαστικής προστασίας για να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους υπό προϋποθέσεις ανάλογες με εκείνες που ισχύουν για τις αξιώσεις που στηρίζονται στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν θα συντρέχει λόγος να λυθούν τα υπόλοιπα προβλήματα που έχουν τεθεί.

Επί του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος: οι συνέπειες της μη ανακοινώσεως

25.     Με τα δύο αυτά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί τις συνέπειες που έχει η μη τήρηση της υποχρεώσεως ανακοινώσεως μιας ενισχύσεως όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, το Hoge Raad ενδιαφέρεται για τις συνέπειες του εθνικού κανόνα περί τυπικής ισχύος των πράξεων που δεν προσβλήθηκαν εμπροθέσμως και για τη δυνατότητα να ακυρωθούν οι επίμαχοι κανονισμοί ή να επιστραφούν οι εισφορές που καταβλήθηκαν βάσει των κανονισμών αυτών.

26.     Παρά ταύτα, διερωτάται κατ’ αρχάς αν η μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται το ανίσχυρο όχι μόνο της πράξεως με την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση, αλλά και της πράξεως με την οποία οργανώθηκε η χρηματοδότηση της ενισχύσεως. Εν προκειμένω, παραπέμπει στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996 στην υπόθεση SFEI κ.λπ.  (5) .

27.     Πρέπει να υπογραμμίσω ότι κατά την απόφαση εκείνη  (6) ακόμη και η υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως δύναται σε εξαιρετικές περιστάσεις να αποδειχθεί μη ενδεδειγμένη. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες που το εθνικό δικαστήριο οφείλει να συναγάγει από το γεγονός ότι δεν κοινοποιήθηκε ένα σχέδιο ενισχύσεως δεν είναι αυτόματες, αλλά εξαρτώνται από την ανάγκη να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου.

28.     Πάντως, ο πρωταρχικός σκοπός του ελέγχου που η Επιτροπή καλείται να ασκεί επί των σχεδίων ενισχύσεως είναι η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού στην Κοινότητα. Η απαγόρευση που περιέχεται στην τελευταία περίοδο του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ επιδιώκει τον σκοπό αυτόν αναθέτοντας στο κοινοτικό όργανο την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

29.     Όπως έχει πει με μεγαλύτερη ακριβολογία το Δικαστήριο, η τελευταία περίοδος του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ αποτελεί μέσο για τη διατήρηση του δημιουργηθέντος από το άρθρο αυτό μηχανισμού εξετάσεως, ο οποίος είναι ουσιώδης για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της κοινής αγοράς  (7) .

30.     Επομένως, στην περίπτωση που η απαγόρευση αυτή δεν τηρήθηκε από το καθεστώς ενισχύσεων, τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν σύμφωνα με τις εθνικές έννομες τάξεις πρέπει να επαναφέρουν τα πράγματα στην κατάσταση όπως αυτή είχε πριν από την παράνομη κρατική επέμβαση. Έτσι, επιβάλλεται να επιστραφούν τα ληφθέντα πλεονεκτήματα και εν ανάγκη να κηρυχθεί ανίσχυρο το καθεστώς αυτό προκειμένου να εξαλειφθεί από την έννομη τάξη η παράνομη συμπεριφορά. Παρά ταύτα, ένα μέτρο που είναι κατάλληλο για να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, δεν πρέπει να επιβαρύνει το μειονέκτημα που οι ανταγωνιστές είχαν, στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, σε σχέση με τους αποδέκτες της ενισχύσεως. Πάντως, τούτο θα είναι το αποτέλεσμα αν επιτραπεί η επιστροφή των εισφορών χωρίς συγχρόνως να απαιτηθεί η απόδοση της ενισχύσεως, καθόσον με την κατάργηση των οικονομικών βαρών θα αυξηθεί το όφελος που ελήφθη, πράγμα που θα νοθεύσει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό, κατά τρόπον που αντίκειται στη Συνθήκη και τιμωρείται από αυτήν.

31.     Κατά συνέπεια, σε περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως, το εθνικό δικαστήριο δεν θα μπορεί παρά να απορρίψει το αίτημα επιστροφής των εισφορών για τη χρηματοδότηση μιας διαφημιστικής εκστρατείας αν η επιστροφή αυτή δεν συνοδεύεται με απόδοση του ληφθέντος οφέλους, καθόσον οποιαδήποτε άλλη λύση θα είναι αντίθετη προς τον απώτερο σκοπό της κοινοτικής ρυθμίσεως.

32.     Παρά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, δεν θεωρώ ότι υφίσταται νομολογία αντίθετη προς την άποψη την οποία υποστηρίζω.

33.     Ασφαλώς, κατά την απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991 στην υπόθεση Fédération nationale du Commerce extérieure des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon (στο εξής: απόφαση FNCE)  (8) , το κύρος των πράξεων για την εκτέλεση μέτρων ενισχύσεως επηρεάζεται από την παράβαση, από τις εθνικές αρχές, του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης ΕΚ. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξασφαλίζουν στα υποκείμενα δικαίου ότι θα συνάγονται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όλες οι συνέπειες από την παράβαση αυτή, τόσο ως προς το κύρος των πράξεων αυτών όσο και ως προς την επιστροφή των χορηγηθέντων οικονομικών πλεονεκτημάτων, έτσι ώστε τα μέτρα που διατάσσουν να είναι πάντοτε αναγκαία για την άρση των συνεπειών της παραβάσεως μιας απαγορεύσεως της οποίας απώτερος σκοπός είναι να εξασφαλιστεί να μη νοθεύεται ο ανταγωνισμός από κρατικές επεμβάσεις.

34.     Στην υπόθεση Ferring  (9) , η Γαλλική Κυβέρνηση έθεσε υπό αμφισβήτηση τη λυσιτέλεια της προδικαστικής παραπομπής, ισχυριζόμενη ότι, στην καλύτερη περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο μπορούσε μόνο να διατάξει την ανάκτηση μιας ενισχύσεως που δεν ανακοινώθηκε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να διατάξει την επιστροφή της επιβαρύνσεως που επιβλήθηκε για τη χρηματοδότηση της σχετικής ενισχύσεως· ο γενικός εισαγγελέας Α. Tizzano εξέθεσε ότι κατ’ αρχάς η έλλειψη νομιμότητας της ενισχύσεως συνεπάγεται ότι στερούνται νομιμότητας και τα εθνικά εκτελεστικά μέτρα όπως η είσπραξη της σχετικής επιβαρύνσεως. Επί πλέον, εξαλείφοντας τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που φερόταν ότι απορρέουν από την υπέρμετρη επιβάρυνση, η επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν λόγω της επιβαρύνσεως αυτής μπορούσε να είναι αποτελεσματικό μέσο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση  (10) .

35.     Η απόφαση δεν είπε τίποτα ως προς το ζήτημα αυτό. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί, για να εξηγηθεί η άποψη του γενικού εισαγγελέα, ότι, αντιθέτως προς την παρούσα υπόθεση, η Ferring είχε υποχρεωθεί να καταβάλει μια εισφορά για τη χορήγηση μιας ενισχύσεως της οποίας επωφελούνταν οι επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονταν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο  (11) . Η επιστροφή της επιβαρύνσεως συνέβαλλε στην αποκατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισμού.

36.     Η υπόθεση Van Calster  (12) έχει πολύ ειδικό πραγματικό πλαίσιο. Ένα καθεστώς ενισχύσεων το οποίο χρηματοδοτούνταν με εισφορές που έπλητταν τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα και το οποίο είχε κηρυχθεί από την Επιτροπή ασύμβατο με την κοινή αγορά είχε τροποποιηθεί από τη Βελγική Κυβέρνηση με την επαναφορά των εισφορών επί των εγχωρίων προϊόντων με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του πρώτου καθεστώτος που είχε κηρυχθεί παράνομο.

37.     Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ειδικά την αμφισβητήσιμη νομοθετική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε η οποία, αν γινόταν δεκτή, θα έδινε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να εκτελούν αμέσως ένα σχέδιο ενισχύσεως που δεν κοινοποιήθηκε και να αποφεύγουν τις συνέπειες της μη κοινοποιήσεως μέσω καταργήσεως της ενισχύσεως και ταυτόχρονης επαναφοράς της με αναδρομική ισχύ  (13) .

38.     Η απόφαση εκείνη του Δικαστηρίου υπενθύμισε ότι γενικά οι συνέπειες της παραβάσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως ενός σχεδίου ενισχύσεως ισχύουν και για τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως αυτής  (14) .

Επίσης, στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 92 της Συνθήκης δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να διαχωρίζει την κατά κυριολεξία ενίσχυση από τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς της  (15) , καθόσον, ακόμη και αν αυτή καθ’ εαυτή η ενίσχυση είναι συμβατή με τη Συνθήκη, δύναται να χρηματοδοτείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιδεινώνεται η διαταραχή την οποία επιφέρει η ενίσχυση και να καθίσταται το σύνολο ασύμβατο με την ενιαία αγορά και το κοινό συμφέρον  (16) .

39.     Κατά συνέπεια, ᄋ εξέταση μιας ενισχύσεως δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την εξέταση της χρηματοδοτήσεώς της  (17) , μολονότι το κράτος μέλος μόνον κατ’ αρχήν είναι υποχρεωμένο να επιστρέψει τις επιβαρύνσεις που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου  (18) .

40.     Η νομολογία αυτή αφήνει να νοηθεί ότι δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση όταν η εκτέλεσή της θα είχε πιο επιζήμιες συνέπειες για τον ελεύθερο ανταγωνισμό από ό,τι το ίδιο το καθεστώς ενισχύσεων που δεν ανακοινώθηκε.

41.     Τέλος, η απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003 στην υπόθεση GEMO  (19) αφορούσε το ζήτημα αν αποτελεί κρατική ενίσχυση ένα καθεστώς το οποίο, μέσω της καταβολής ενός φόρου, θα εξασφάλιζε στους Γάλλους κτηνοτρόφους και στα γαλλικά σφαγεία τη δωρεάν αποκομιδή και εξάλειψη των σορών των ζώων και των αποβλήτων σφαγείου.

42.     Η GEMO, η οποία είχε ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου, ήταν μια εταιρία εμπορίας κρέατος η οποία είχε υποχρεωθεί να καταβάλει τον φόρο και είχε λάβει την ενίσχυση. Ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ισχυρίστηκε ότι το σχετικό καθεστώς είναι ανίσχυρο καθόσον δεν ανακοινώθηκε στην Επιτροπή και ζήτησε να επιστραφούν τα ποσά που είχε καταβάλει λόγω του φόρου αυτού.

Το Δικαστήριο ανέλυσε τα διάφορα στοιχεία του σχετικού καθεστώτος και συνήγαγε ότι πρόκειται για ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

43.     Ωστόσο, το νομολογιακό αυτό προηγούμενο δεν μας διαφωτίζει καθόσον:

πρώτον, τα ποσά που εισπράττονταν τελούσαν υπό την άμεση διαχείριση του κράτους το οποίο ανέθετε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις την παροχή της σχετικής υπηρεσίας, η ίδια δε η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αρνήθηκε τον χαρακτήρα των ποσών αυτών ως «κρατικών πόρων»·

δεύτερον, το μέτρο είχε έναν σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως είναι η προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος από τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης απορρίψεως των σορών και των καταλοίπων των ζώων, ενώ δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ως προς το ότι η διοίκηση ενεργούσε υπό την ιδιότητατης κρατικής αρχής·

τρίτον και τελευταίον, το Δικαστήριο έκρινε μόνον αν το καθεστώς αυτό αποτελεί κρατική ενίσχυση. Δεν είπε τίποτα ως προς το αν η επιστροφή του φόρου ήταν ενδεδειγμένη για να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρεώσεως ανακοινώσεως κατά το άρθρο 93, παράγραφος 3.

44.     Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να λεχθεί ότι απλώς και μόνον η επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως, χωρίς να ανακτηθούν τα πλεονεκτήματα που έλαβαν οι αποδέκτες της ενισχύσεως, δεν υπηρετεί τον κοινοτικό στόχο να υπάρχει θεμιτός ανταγωνισμός.

45.     Παρ’ όλα αυτά, θα είναι περιττό να εξεταστεί το ζήτημα αυτό αν γίνει δεκτό ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης δεν μπόρεσαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους εγκαίρως και με τα κατάλληλα μέσα δικαστικής προστασίας.

46.     Η απόφαση περί παραπομπής εξηγεί ότι ο κανόνας περί τυπικής νομικής ισχύος των πράξεων που δεν προσβλήθηκαν έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία. Ο κανόνας αυτός συνεπάγεται ότι, όταν εκδικάζεται αγωγή για την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, όπως εν προκειμένω όπου η επιστροφή ζητείται λόγω του ότι είναι παράνομη η απόφαση στην οποία στηρίχθηκε η καταβολή, το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο πρέπει να λάβει ως αφετηρία –εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων– ότι η απόφαση είναι σύννομη, τόσο από τυπική όσο και από ουσιαστική άποψη, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος, ενώ μπορούσε να την προσβάλει με προσφυγή, άφησε να παρέλθει η προθεσμία που διέθετε προς τούτο.

47.     Εξεταζόμενη μεμονωμένα, η απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1, δεν ισχύει αυτομάτως  (20) . Σε τέτοιες περιπτώσεις, το πρωταρχικό καθήκον που τα δικαιοδοτικά όργανα έχουν για τη διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της κοινοτικής ρυθμίσεως περί κρατικών ενισχύσεων έγκειται στο να εξασφαλίσουν ότι ουδεμία ενίσχυση θα εφαρμόζεται χωρίς να έχει προηγουμένως ανακοινωθεί στην Επιτροπή.

48.     Όπως το Δικαστήριο υπογράμμισε στην απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976 στην υπόθεση Rewe  (21) , από την κατά το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ αρχή της συνεργασίας προκύπτει ότι, όταν δεν υφίσταται σχετική κοινοτική ρύθμιση, της εσωτερικής έννομης τάξεως κάθε κράτους μέλους έργο είναι να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να καθορίσει τις δικονομικές προϋποθέσεις της ασκήσεως των μέσων δικαστικής προστασίας που προορίζονται να διαφυλάξουν τα δικαιώματα που ιδιώτες αντλούν από το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου, αρκεί οι προϋποθέσεις αυτές να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που ισχύουν για όμοια μέσα δικαστικής προστασίας του εσωτερικού δικαίου ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη  (22) .

49.     Τα δικαστήρια των κρατών μελών πρέπει να εξασφαλίζουν, σε εκείνους που προβάλλουν την παράβαση αυτή, ότι θα συνάγονται όλες οι κατά το εθνικό δίκαιο συνέπειες όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως όσο και την απόδοση των οικονομικών πλεονεκτημάτων που χορηγήθηκαν χωρίς να τηρηθεί η πιο πάνω υποχρέωση ανακοινώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης EΚ (23) .

50.     Η προστασία που προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να παρέχεται από τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα τηρουμένων των δικονομικών προϋποθέσεων που θέτει η εσωτερική έννομη τάξη στο πλαίσιο των λεγομένων αρχών της «ισοδυναμίας» και της «αποτελεσματικότητας».

51.     Από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ολλανδικό δίκαιο παρείχε τη δυνατότητα προσβολής εντός τριάντα ημερών, κατά την Επιτροπή, ή ενός μηνός, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, των κανονισμών με τους οποίους καθιερώθηκε το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, οπότε οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης μπορούσαν να προβάλουν στο πλαίσιο κατάλληλης διαδικασίας την έλλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως του σχεδίου, με αποτέλεσμα να μη χωρεί αμφιβολία ως προς το αν τηρήθηκε η αρχή της ισοδυναμίας.

52.     Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνει η Επιτροπή, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής δεν είναι υπερβολικά μικρή, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης ήσαν κατά τεκμήριο ενήμερες για την κατάρτιση των κανονισμών, καθόσον ήσαν μέλη της ενώσεως που ζήτησε την έκδοσή τους  (24) . Εν πάση περιπτώσει, όπως πάλι σημείωσε με τις παρατηρήσεις της η Επιτροπή, η νομική ισχύς των πράξεων που δεν προσβλήθηκαν εμπροθέσμως δεν είναι απόλυτη· το εθνικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων προκειμένου να μη δεχθεί ότι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται αυτή η νομική ισχύς.

53.     Κατά συνέπεια, του εθνικού δικαστηρίου ᆳργο είναι να εξακριβώσει αν τα μέσα δικαστικής προστασίας που παρέχονταν στις αναιρεσείουσες για να αμφισβητήσουν το κύρος των κανονισμών που αφορούν τη φερόμενη κρατική ενίσχυση κατέστησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση δυνατό να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού κανόνα.

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος: η έννοια της κρατικής ενισχύσεως

54.     Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί στην ουσία να πληροφορηθεί αν ένα καθεστώς όπως εκείνο που περιγράφηκε στην κύρια δίκη, βάσει του οποίου ένας φορέας δημοσίου δικαίου αποδύεται σε μια διαφημιστική εκστρατεία υπέρ ενός τομέα της οικονομίας, μέσω πόρων που συλλέγονται κατόπιν της επιβολής εισφοράς στα μέλη του φορέα αυτού, πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1.

55.     Διαίσθησή μου είναι ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, όταν επέβαλε την απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1, δεν είχε κατά νου τις πρωτοβουλίες μιας επαγγελματικής οργανώσεως που χρηματοδοτούνται με εισφορές των μελών της.

56.     Όπως και να έχουν τα πράγματα, πρέπει να γίνει αναφορά στη νομική έννοια της «κρατικής ενισχύσεως».

57.     Το άρθρο 92, παράγραφος 1, κηρύσσει ασύμβατες με την κοινή αγορά, στο μέτρο που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους, οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής.

58.     Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση σχετικά με τη διάκριση μεταξύ ενισχύσεων που χορηγούνται «από τα κράτη» και ενισχύσεων που χορηγούνται «με κρατικούς πόρους». Από μια απλή γραμματική ερμηνεία θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι η πρώτη έκφραση απαγορεύει κάθε είδος μέτρου, που μπορεί να αποδοθεί στο κράτος, του οποίου το αποτέλεσμα συνίσταται στη χορήγηση ενός πλεονεκτήματος σε συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας.

59.     Ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs, στις προτάσεις του της 26ης Οκτωβρίου 2000 στην υπόθεση PreussenElektra  (25) , απέδειξε ότι, κατά το ισχύον δίκαιο  (26) , η πιο πάνω διάκριση του άρθρου 92, παράγραφος 1, δεν σημαίνει ότι όλα τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται από το κράτος αποτελούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται με κρατικούς ή ιδιωτικούς πόρους. Απλούστατα, η διάκριση αυτή χρησιμεύει για να υπαχθούν στην έννοια της ενισχύσεως όχι μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται ευθέως από το κράτος, αλλά και εκείνα που χορηγούνται μέσω δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων τους οποίους το κράτος έχει ορίσει ή δημιουργήσει  (27) .

60.     Κατά συνέπεια, μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους θεωρούνται ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1.

61.     Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η σχετική διαφημιστική εκστρατεία μπορεί να θεωρηθεί ότι χρηματοδοτήθηκε με κρατικούς πόρους.

62.     Κατά την Επιτροπή, πρόκειται περί αυτού. Όπως εξέθεσε με τις παρατηρήσεις της, εκείνο που τώρα έχει σημασία είναι να καθοριστεί αν το κράτος συνέλεξε με οποιονδήποτε τρόπο πόρους για να τους θέσει στη συνέχεια στη διάθεση συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Στη σκέψη 58 της προαναφερθείσας αποφάσεως PreussenElekrta, το Δικαστήριο επεξέτεινε την έννοια της ενισχύσεως σε όλα τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται μέσω δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων τους οποίους όρισε ή δημιούργησε το κράτος.

Η Επιτροπή επικαλείται επί πλέον την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1987 στην υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής  (28) , όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι απλώς και μόνον η χρηματοδότηση ενός καθεστώτος επιδοτήσεων με έναν οιονεί φόρο ο οποίος πλήττει όλες τις παραδόσεις των εγχωρίων προϊόντων του σχετικού τομέα δεν αρκεί για να αφαιρεθεί από το καθεστώς αυτό ο χαρακτήρας της κρατικής ενισχύσεως. Το ίδιο πνεύμα έχει και η απόφαση της 22ας Μαρτίου 1987 στην υπόθεση Steinike και Weinlig  (29) .

Προς επίρρωση του συμπεράσματός της, η Επιτροπή επικαλείται και την απόφαση της 16ης Μαΐου 2000 στην υπόθεση Γαλλία και Ladbroke κατά Επιτροπής  (30) , για να εξηγήσει ότι η έννοια της ενισχύσεως καλύπτει όλα τα χρηματικά μέσα που ο δημόσιος τομέας δύναται να χρησιμοποιήσει για να στηρίξει τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του αν τα μέσα αυτά ανήκουν επί μονίμου βάσεως στον δημόσιο τομέα.

63.     Συμφωνώντας στο σημείο αυτό με την Επιτροπή, η Pearle προσθέτει ότι, κατά την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1983 στην υπόθεση Apple and Pear Development Council  (31) , ένας φορέας που έχει δημιουργηθεί από την κυβέρνηση κράτους μέλους και που χρηματοδοτείται με επιβάρυνση που επιβάλλεται στους παραγωγούς δεν μπορεί κατά το κοινοτικό δίκαιο να έχει την ίδια ελευθερία, όσον αφορά τα διαφημιστικά μέσα που χρησιμοποιεί, με εκείνη που έχουν οι ίδιοι οι παραγωγοί ή οι επί προαιρετικής βάσεως ενώσεις παραγωγών.

64.     Όσο για μένα, θεωρώ ότι κανένα από τα νομολογιακά προηγούμενα που παρατέθηκαν δεν παρέχει τη δυνατότητα να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν έχουν κρατικό χαρακτήρα οι πόροι που επέτρεψαν τη χρηματοδότηση της σχετικής διαφημιστικής εκστρατείας.

Αντιθέτως, οι προαναφερθείσες αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής και Steinike και Weinlig οδηγούν στη σκέψη ότι το γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα δεν προέρχονται από κρατικούς πόρους, αλλά από επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν στις σχετικές επιχειρήσεις, δεν είναι αρκετό για να αφαιρεθεί από τα πλεονεκτήματα αυτά ο χαρακτηρισμός της δημοσίας ενισχύσεως, πράγμα όμως που δεν σημαίνει ότι τα πλεονεκτήματα αυτά είναι οπωσδήποτε ενισχύσεις τέτοιας φύσεως.

65.     Στην προαναφερθείσα απόφαση PreussenElektra το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει ότι τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται από το κράτος, ανεξαρτήτως του τρόπου χρηματοδοτήσεώς τους, δεν είναι όλα ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1. Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι μπορούν να υπάρξουν ενισχύσεις που χρηματοδοτούνται με μη κρατικούς πόρους.

66.     Τελικά, οι προαναφερθείσες αποφάσεις δείχνουν ότι το αποφασιστικό στοιχείο για να οριοθετηθεί η έννοια της ενισχύσεως είναι ο χαρακτηρισμός των πόρων. Επί πλέον, ακόμη και στο χωρίο που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, η προαναφερθείσα απόφαση Apple and Pear Development Council, η οποία έχει ως αντικείμενο την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ουδόλως προσφέρεται για να γίνει δεκτή άλλη λύση.

67.     Για να ανακεφαλαιώσω τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να θεωρηθεί ότι οι πόροι είναι «κρατικοί», πρέπει πρώτον οι πόροι αυτοί να συνδέονται με το κράτος ή με φορέα που εξαρτάται από το κράτος ή ασκεί ορισμένα κρατικά προνόμια.

Δεύτερον, οι πόροι αυτοί πρέπει να μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν στο κράτος ή στον δημόσιο φορέα, έτσι ώστε να υπάρχει επαρκής εξουσία διαθέσεως των πόρων αυτών.

68.     Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, δεν είναι άνευ ετέρου σαφές ότι η HBA είναι κρατικός φορέας. Ναι μεν έχει καθεστώς δημοσίου δικαίου, πλην όμως διοικείται μόνον από εκπροσώπους των μελών της· επίσης, δεν έχει αποδειχθεί ότι το κράτος έχει την παραμικρή δυνατότητα επεμβάσεως στις υποθέσεις της, εκτός από τη δυνατότητα να εναντιωθεί στις αποφάσεις που θεωρεί αντίθετες προς το γενικό συμφέρον.

Ακριβέστερα, ο φορέας αυτός συστάθηκε ως μια διεπαγγελματική ένωση για την οργάνωση και την προαγωγή των δραστηριοτήτων των μελών της, ένωση στην οποία ο Ολλανδός νομοθέτης ανέθεσε, για λόγους αποτελεσματικότητας, μερικά από τα προνόμια που παραδοσιακά συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας, όπως ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της υπαγωγής στον φορέα αυτόν και η δεσμευτικότητα των αποφάσεων των διευθυντικών του οργάνων.

69.     Εν πάση περιπτώσει, χωρίς να θέλω να μιλήσω γενικά, νομίζω ότι η HBA έχει, στην καλύτερη περίπτωση, τη φύση ενός υβριδίου και ότι, όταν δρα για τη χρηματοδότηση και τη διεξαγωγή συλλογικής διαφημιστικής εκστρατείας, δεν ενεργεί ως κράτος αλλά ενεργεί για την προαγωγή των συμφερόντων των μελών της.

70.     Το Δικαστήριο έχει ακολουθήσει ανάλογη λειτουργική προσέγγιση για να κρίνει αν ένας επαγγελματικός σύλλογος έχει δημόσιο χαρακτήρα προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ), καθόσον στην απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002 στην υπόθεση Wouters κ.λπ.  (32) οι ισχυρισμοί ότι ο σύλλογος αυτός αποτελεί φορέα δημοσίου δικαίου στον οποίο το κράτος ανέθεσε χάριν του γενικού συμφέροντος κανονιστικές εξουσίες έλαβαν από το Δικαστήριο την απάντηση ότι ο σχετικός επαγγελματικός σύλλογος δεν επιτελούσε καμία κοινωνική λειτουργία ούτε ασκούσε προνόμια που συνιστούν τυπικά γνωρίσματα της δημοσίας εξουσίας, αλλά ενεργούσε μόνον ως όργανο που ρυθμίζει τα του σχετικού επαγγέλματος  (33) .

71.     Έχω επίγνωση ότι η νομολογία εκείνη έχει διαφορετικό νομικό πλαίσιο· παρά ταύτα, νομίζω ότι είναι ικανή να δείξει ότι, αντί ενός οργανικού κριτηρίου, πρέπει να προτιμηθεί ένα άλλο πιο ακριβές και πιο κοντινό στην πραγματικότητα κριτήριο, το οποίο συνίσταται στο να κρίνεται σε κάθε περίπτωση η ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο σχετικός φορέας.

72.     Σύμφωνα με το άρθρο 71 του WBO  (34) , η HBA, ως δημόσιος φορέας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το κοινό συμφέρον των επιχειρήσεων που είναι μέλη της, αλλά και το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή, η οποία άλλωστε είναι αρκετά γενικόλογη και ασαφής, δεν μεταβάλλει τον χαρακτηρισμό που πρέπει να δοθεί στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία να διεξαχθεί και να χρηματοδοτηθεί μια διαφημιστική εκστρατεία υπέρ ενός τομέα της οικονομίας, καθόσον η δραστηριότητα αυτή προορίζεται στην ουσία για την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων των μελών του σχετικού φορέα.

73.     Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η HBA δεν ενήργησε ως προέκταση του κράτους, οπότε ούτε τα κεφάλαια που χρησιμοποιήθηκαν μπορούν να έχουν δημόσιο χαρακτήρα.

74.     Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε αποφάσεως επί του οργανικού χαρακτήρα της HBA ή επί του χαρακτηρισμού που πρέπει να δοθεί στην επίμαχη διαφημιστική εκστρατεία, προκύπτει ότι ο φορέας αυτός δεν είχε ούτε επαρκή εξουσία διαθέσεως των πόρων με τους οποίους χρηματοδοτήθηκε η εκστρατεία αυτή.

75.     Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι πόροι αυτοί συνελέγησαν μέσω υποχρεωτικής εισφοράς που είχε σχέση μόνο με την οργάνωση της σχετικής διαφημιστικής εκστρατείας. Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι σύμφωνος με την Ολλανδική Κυβέρνηση η οποία ισχυρίστηκε με τις γραπτές της παρατηρήσεις ότι το καθοριστικό ζήτημα είναι αν το καθεστώς που καθιερώθηκε για να χρηματοδοτηθεί η διαφήμιση έβη πέραν ενός απλού μηχανισμού κατανομής των οικονομικών βαρών στις διάφορες εταιρίες που ωφελήθηκαν από τη διαφημιστική εκστρατεία.

76.     Εν προκειμένω, ο κανονισμός ο οποίος επέβαλε τις εισφορές που ήσαν αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί το σχετικό κόστος εκδόθηκε από την HBA κατόπιν προτάσεως μιας επαγγελματικής ενώσεως οπτικών (της NUVO), η οποία έχει ιδιωτικό χαρακτήρα. Στην ένωση αυτή οφείλεται και η πρόταση σχετικά με το ύψος της εν λόγω εισφοράς. Κατά συνέπεια, η HBA χρησίμευσε μόνον ως μέσο για την είσπραξη και τη διάθεση των πόρων που συνελέγησαν χάριν ενός στόχου που είχε προκαθοριστεί από όργανα του σχετικού επαγγελματικού τομέα.

77.     Παρά ταύτα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να σχηματιστεί ακριβής κρίση ως προς τον χαρακτηρισμό που πρέπει να δοθεί στο επίμαχο μέτρο στην κύρια δίκη. Και εδώ του εθνικού δικαστηρίου έργο είναι να προβεί στον χαρακτηρισμό αυτόν, ακολουθώντας τις ερμηνευτικές αρχές που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο.

78.     Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να λεχθεί ότι, για να εκτιμηθεί αν ένα καθεστώς συνιστά κρατική ενίσχυση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο επαγγελματικός σύλλογος στον οποίο έχει ανατεθεί η κατανομή της ενισχύσεως ενήργησε στο πλαίσιο καθηκόντων δημοσίου δικαίου. Πρέπει επίσης να εξακριβώσει αν ο φορέας αυτός είχε επαρκή εξουσία διαθέσεως των πόρων που χρησίμευσαν για τη χρηματοδότηση του μέτρου.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος: το περιεχόμενο της υποχρεώσεως ανακοινώσεως

79.     Με το δεύτερο ερώτημά του, το Hoge Raad ζητεί να πληροφορηθεί αν η προβλεπόμενη από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, υποχρέωση ανακοινώσεως των κρατικών ενισχύσεων ισχύει για οποιοδήποτε καθεστώς ενισχύσεων ή μόνο για τα καθεστώτα που εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1.

80.     Από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται για τα σχέδια που σκοπεύουν να καθιερώσουν ή να τροποποιήσουν «ενισχύσεις». Αν θεωρεί ότι τα σχέδια αυτά δεν είναι συμβατά με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται συναφώς, χωρίς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να μπορεί να εκτελέσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η διαδικασία αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση.

81.     Αν η λέξη «ενίσχυση» εκληφθεί με τη σημασία που έχει στην καθημερινή γλώσσα, όπως η σημασία αυτή εκτίθεται στα λεξικά, κάθε κράτος μέλος θα είναι υποχρεωμένο να ανακοινώνει στην Επιτροπή οποιαδήποτε πρωτοβουλία που συνεπάγεται «βοήθεια», «αρωγή» ή και «συνεργασία» για κάποιον σκοπό. Είναι φανερό ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο.

82.     Η λέξη «ενίσχυση» υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, έχει τεχνική έννοια, η οποία απορρέει από το άρθρο 92, παράγραφος 1. Αφορά μόνον τα μέτρα τα οποία, χρηματοδοτούμενα με κρατικούς πόρους, παρέχουν ένα πλεονέκτημα σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να κρίνει αν ένα συγκεκριμένο σχέδιο πληροί τα κριτήρια αυτά.

83.     Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται λογικά από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία δέχεται ότι ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να ερμηνεύσει ή εφαρμόσει την έννοια της ενισχύσεως κατά το άρθρο 92 της Συνθήκης, για να μπορέσει να καθορίσει αν ένα κρατικό μέτρο που ελήφθη χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 3, έπρεπε να ληφθεί τηρουμένης της διαδικασίας αυτής  (35) .

84.     Αυτό το είδος δικαστικού ελέγχου έχει νόημα μόνον αν το κράτος έχει προηγουμένως αναλάβει την υποχρέωση να προβεί σε μια τέτοια εκτίμηση προκειμένου να αποφανθεί επί της ανάγκης να κοινοποιηθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Σε περίπτωση αμφιβολίας, δύναται ─όπως τα δικαιοδοτικά όργανα─ να απευθυνθεί στην Επιτροπή για να λάβει διευκρινίσεις.

85.     Η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει αν το σχέδιο που κοινοποιήθηκε είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Στην εκτίμηση αυτή του συμβατού περιλαμβάνεται η εξακρίβωση των συνεπειών του σχεδίου για το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

86.     Έτσι, ένα κράτος μέλος οφείλει να κοινοποιεί στην Επιτροπή μόνον τα σχέδια μέτρων τα οποία αποτελούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ερμηνευόμενου υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος: ο ρόλος του κανόνα de minimis

87.     Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα αν το εθνικό δικαστήριο, όταν εξετάζει την υποχρέωση κοινοποιήσεως ενός σχεδίου ενισχύσεως, έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τον κανόνα de minimis, και μάλιστα αναδρομικά.

88.     Ο κανόνας de minimis, βάσει του οποίου οι ενισχύσεις μικρού ποσού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92 της Συνθήκης, διατυπώθηκε για πρώτη φορά από την Επιτροπή με τους κοινοτικούς κανόνες του 1992 για τις ενισχύσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις  (36) .

Η ιδέα που αποτελεί το βάθρο του αποκλεισμού αυτού είναι ότι, λόγω του μικρού τους ποσού  (37) , οι ενισχύσεις αυτές δεν έχουν αισθητό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό ούτε στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Η Επιτροπή, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας που έχει για την εκτίμηση οικονομικών καταστάσεων  (38) , μπορούσε να αποφασίσει ότι οι ενισχύσεις αυτού του είδους είναι συμβατές με την κοινή αγορά και δεν πρέπει να της ανακοινώνονται βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

89.     Το 1996, η Επιτροπή αύξησε το ανώτατο όριο εφαρμογής του κανόνα  (39) . Τέλος, μετά την έκδοση του κανονισμού 69/2001  (40) , η εφαρμογή του κανόνα de minimis έχει το δικό της νομικό πλαίσιο. Παρά ταύτα, ratione temporis τα κείμενα αυτά δεν έχουν σημασία στην παρούσα υπόθεση, καθόσον από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά αφορά εισφορές που επιβλήθηκαν από το 1988 μέχρι την ημερομηνία προσφυγής στη δικαιοσύνη, δηλαδή μέχρι τις 29 Μαρτίου 1995  (41) .

90.     Εφόσον τα κριτήρια του ορισμού της ενισχύσεως de minimis είναι εξ ολοκλήρου αντικειμενικά και δεσμεύουν την Επιτροπή, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια αυτά όταν καθορίζουν αν υπήρχε υποχρέωση κοινοποιήσεως συγκεκριμένου σχεδίου ενισχύσεως.

91.     Παρά ταύτα, δεν υφίσταται νομικό έρεισμα για να δοθεί αναδρομική ισχύς στον κανόνα de minimis, καθόσον αναδρομικότητα δεν μπορεί να τεκμαρθεί σε κανόνα ο οποίος εισάγει εξαίρεση από νόμιμη υποχρέωση. Ελλείψει καθεστώτος που να έχει εισαγάγει εξαίρεση, πριν από τη δημοσίευση του κανόνα de minimis η Επιτροπή είχε αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, αν μια ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά  (42) .

Επί πλέον, οι κοινοτικοί κανόνες του 1992 για τις ενισχύσεις λέγουν σαφώς ότι, «στο μέλλον, οι [...] χορηγήσεις ενισχύσεων για ποσά ύψους μέχρι 50 000 ECU [...] δεν θα θεωρείται […] ότι πρέπει να κοινοποιούνται»  (43) .

92.     Τέλος, το Hoge Raad ερωτά κατά ποιον τρόπο πρέπει να εφαρμοστεί ο κανόνας de minimis σε ενισχύσεις όπως οι συλλογικές εκστρατείες διαφημίσεως, οι οποίες ωφελούν έναν ολόκληρο τομέα.

93.     Όπως εξήγησα προηγουμένως, λαμβάνω ως αφετηρία ότι μια διαφημιστική εκστρατεία όπως αυτή της κύριας δίκης δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1.

94.     Κατά τα λοιπά, για τον ακριβή υπολογισμό του ποσού της ενισχύσεως προκειμένου να εξακριβωθεί αν είναι μικρότερο από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο, το πλεονέκτημα που ενδεχομένως έλαβε κάθε επιχείρηση πρέπει να αποτιμηθεί και από αυτό να αφαιρεθεί το ποσό των εισφορών που καταβλήθηκαν. Έχω επίγνωση ότι είναι πολύ πιο εύκολο να εκτεθεί θεωρητικά ο υπολογισμός αυτός παρά να γίνει στην πράξη, πλην όμως είναι περίπλοκο να διατυπωθούν εν προκειμένω λεπτομερέστερα νομικά κριτήρια.

I – Πρόταση

95.     Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Hoge Raad der Nederlanden ως εξής:

«1)
Ένα εθνικό δικαστήριο δύναται να διατάξει μόνο την επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν για τη χρηματοδότηση μιας κρατικής ενισχύσεως, χωρίς να ανακτηθεί το πλεονέκτημα που έλαβαν οι αποδέκτες της ενισχύσεως αυτής, μόνον αν τούτο δεν αντιστρατεύεται τον κοινοτικό στόχο να μη νοθεύεται ο ανταγωνισμός.

2)
Πάλι του εθνικού δικαστηρίου έργο είναι να καθορίσει αν τα μέσα δικαστικής προστασίας που παρέχονται για να προσβληθεί το κύρος μιας φερόμενης κρατικής ενισχύσεως είναι ανάλογα με εκείνα που στηρίζονται στην εσωτερική έννομη τάξη και αν καθιστούν, με τις συγκεκριμένες δυνατότητες ασκήσεώς τους, δυνατό να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού κανόνα.

3)
Για να κρίνει αν ένα καθεστώς που ανάγεται σε μια επαγγελματική οργάνωση αποτελεί κρατική ενίσχυση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να βεβαιωθεί ότι η οργάνωση αυτή ενήργησε στο πλαίσιο καθηκόντων δημοσίου δικαίου. Πρέπει επίσης να εξακριβώσει προς τούτο αν η οργάνωση αυτή είχε επαρκή εξουσία διαθέσεως των πόρων με τους οποίους χρηματοδοτήθηκε το σχετικό μέτρο.

4)
Τα κριτήρια ορισμού του κανόνα de minimis πρέπει να ληφθούν υπόψη από το εθνικό δικαστήριο όταν εξετάζει το ζήτημα αν υπήρχε υποχρέωση κοινοποιήσεως συγκεκριμένου σχεδίου ενισχύσεων, το οποίο εκτελέστηκε μετά την έναρξη της ισχύος του κανόνα αυτού. Για τον συγκεκριμένο υπολογισμό του ποσού της ενισχύσεως προκειμένου να εξακριβωθεί αν είναι μικρότερο από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο, το πλεονέκτημα που ενδεχομένως έλαβε κάθε επιχείρηση πρέπει να αποτιμηθεί και από αυτό να αφαιρεθεί το ποσό των εισφορών που καταβλήθηκαν.

5)
Ένα κράτος μέλος οφείλει να κοινοποιεί στην Επιτροπή μόνον τα σχέδια μέτρων που αποτελούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης EΚ (νυν άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ), ερμηνευόμενου υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου.»


1
Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2
ΕΕ C 68, σ. 9 (στο εξής: ανακοίνωση ή ανακοίνωση de minimis).


3
Βλ. το σημείο 7 των προτάσεών μου.


4
Βλ. το σημείο 11 των προτάσεών μου.


5
Υπόθεση 39/94 (Συλλογή 1996, σ. Ι-3547).


6
Αυτόθι, σκέψη 71.


7
Αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1984, 91/83 και 127/83, Heiniken Brouwerijen (Συλλογή 1984, σ. 3435, σκέψη 20), και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, «Boussac» (Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψη 17).


8
Υπόθεση C-354/90 (Συλλογή 1991, σ. Ι-5505, σκέψη 12).


9
Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-53/00 (Συλλογή 2001, σ. I-9067).


10
Με παραπομπή στις αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland (Συλλογή 1997, σ. I-159, σκέψη 23), και της 4ης Απριλίου 1995, C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1995, σ. I-673, σκέψη 26).


11
Απόφαση Ferring, σκέψη 21.


12
Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, C-261/01 (Συλλογή 2003, σ. Ι‑12249).


13
Αυτόθι, σκέψη 60.


14
Αυτόθι, σκέψη 44.


15
Αυτόθι, σκέψη 46.


16
Αυτόθι, σκέψη 47.


17
Αυτόθι, σκέψη 49. Με παραπομπή στην απόφαση της 25ης Ιουνίου 1970, 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 343, σκέψη 8).


18
Αυτόθι, σκέψη 53.


19
Υπόθεση C-126/01( Συλλογή 2003, σ. Ι‑13769).


20
Βλ. συναφώς την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1973, 77/72, Capolongo (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 567, σκέψη 6).


21
33/76 (Συλλογή τόμος 1976, σ. 747, σκέψη 5).


22
Στο ίδιο πνεύμα, βλ. τις αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 45/76, Comet (Συλλογή τόμος 1976, σ. 765, σκέψεις 12 έως 16)· της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253, σκέψη 25)· της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio, 199/82, (Συλλογή 1983, σ. 3595, σκέψη 14)· της 25ης Φεβρουαρίου 1988, 331/85, 376/85 και 378/85, Bianco και Girard (Συλλογή 1988, σ. 1099, σκέψη 12)· της 24ης Μαρτίου 1988, 104/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας, (Συλλογή 1988, σ. 1799, σκέψη 7)· της 14ης Ιουλίου 1988, 123/87 και 330/87, Jeunehomme κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 4517, σκέψη 17)· της 9ης Ιουνίου 1992, C-96/91, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1992,σ. I-3789, σκέψη 12)· της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C‑9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-5357, σκέψεις 42 και 43), και της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-4599, σκέψη 12).


23
Προαναφερθείσα πόφαση FNCE, σκέψη 12.


24
Βλ. το σημείο 14 των προτάσεών μου.


25
C-379/98 (Συλλογή 2001, σ. I-2099, σημεία 114 έως 133 των προτάσεων).


26
Δίκαιο που συνδέεται με τη νομολογία της οποίας γενέθλια απόφαση είναι η απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggele (Συλλογή τόμος 1977, σ. 15, σκέψεις 24 και 25).


27
Βλ. τις αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 1993, C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun (Συλλογή 1993, σ. I-887, σκέψη 19)· της 30ής Νοεμβρίου 1993, C-189/91, Kirsammer-Hack (Συλλογή 1993, σ. I-6185, σκέψη 16)· της 7ης Μαΐου 1998, C‑52/97 έως C-54/97, Viscido κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-2629, σκέψη 13)· της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-200/97, Ecotrade (Συλλογή 1998, σ. I-7907, σκέψη 35), και της 17ης Ιουνίου 1999, C-295/97, Piaggio (Συλλογή 1999, σ. I-3735, σκέψη 35).


28
259/85 (Συλλογή 1987, σ. 4393, σκέψη 23).


29
78/76 (Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 22).


30
C-83/98 P (Συλλογή 2000, σ. I-3271, σκέψη 50).


31
222/82 (Συλλογή 1983, σ. 4083, σκέψη 17).


32
C-309/99 (Συλλογή 2002, σ. I-1577).


33
Αυτόθι, σκέψη 58. Το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση αυτή και για τον λόγο ότι επρόκειτο για οργάνωση την οποία διοικούσαν εκπρόσωποι που ορίζονταν από τα μέλη της, χωρίς παρέμβαση των αρχών (σκέψη 61).


34
Βλ. το σημείο 8 των προτάσεών μου.


35
Προαναφερθείσα απόφαση Steinike και Weinlig, σκέψη 14· προαναφερθείσα απόφαση Kirsammer-Hack, σκέψη 14, και προαναφερθείσα απόφαση SFEI κ.λπ., σκέψη 49.


36
ΕΕ 1992, C 213, σ. 2 (στο εξής: ανακοίνωση του 1992 σχετικά με τους κοινοτικούς κανόνες). Βλ. ειδικότερα το σημείο 3.2.


37
Μέχρι 50 000 ECU ανά επιχείρηση για κάθε είδος εξόδων και για χρονικό διάστημα τριών ετών.


38
Βλ. την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, «Renove» (Συλλογή 2002, σ. I-8031, σκέψη 52).


39
Το ποσό αυτό ανήλθε σε 100 000 ECU (ΕΕ 1996, C 68, σ. 8).


40
Κανονισμός (EΚ) 69/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης EΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 10, σ. 30).


41
Βλ. το σημείο 17 των προτάσεών μου.


42
Προαναφερθείσα απόφαση FNCE, σκέψη 14, και προαναφερθείσα απόφαση Steinike και Weinlig, σκέψη 9.


43
Σημείο 3.2, δεύτερο εδάφιο.