Language of document : ECLI:EU:T:2024:269

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 24ης Απριλίου 2024 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Le Petit Déjeuner TSAKIRIS FAMILY – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα TSAKIRIS CHIPS – Προσβολή της φήμης – Χρήση χωρίς νόμιμη αιτία – Άρθρο 8, παράγραφος 5, και άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 5, και άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Άρθρο 81 ΣΛΕΕ»

Στην υπόθεση T‑303/23,

Τσακίρης Ανώνυμη Εταιρία Παραγωγής και Εμπορίας Τροφίμων, με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον A. Παπασπυρόπουλο, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον Ε. Μαρκάκη,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Coca-Cola 3E Ελλάδος Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία, με έδρα το Μαρούσι (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την Ε. Κυριακίδη, δικηγόρο,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin (εισηγητή), πρόεδρο, P. Škvařilová-Pelzl και G. Steinfatt, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν, εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, αίτηση για τον καθορισμό ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Τσακίρης Ανώνυμη Εταιρία Παραγωγής και Εμπορίας Τροφίμων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 16ης Μαρτίου 2023 (υπόθεση R 1012/2020-1) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 27 Δεκεμβρίου 2018 η Τσακίρης-Πρότυπος Βιομηχανία Τροφίμων-Snacks- Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία, την οποία διαδέχθηκε η παρεμβαίνουσα Coca-Cola 3E Ελλάδος Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία, υπέβαλε στο EUIPO αίτηση κήρυξης της ακυρότητας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο είχε καταχωριστεί στις 24 Μαΐου 2017 κατόπιν αιτήσεως την οποία είχε καταθέσει η προσφεύγουσα στις 27 Σεπτεμβρίου 2016 για το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα καλυπτόμενα από το επίμαχο σήμα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η κήρυξη ακυρότητας ενέπιπταν στην κλάση 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας που αφορά τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούσαν στην ακόλουθη περιγραφή: «Επεξεργασμένα δημητριακά, άμυλα και προϊόντα που κατασκευάζονται από αυτά, ψημένα παρασκευάσματα και μαγιά· Δημητριακών αποξηραμένων (Νιφάδες -)· Μικρογεύματα (σνακ) τορτίγιας· Μικρογεύματα (σνακ) παρασκευασμένα από μούσλι· Μικρογεύματα (σνακ) παρασκευασμένα από καλαμπόκι· Μικρογεύματα (σνακ) με βάση τα δημητριακά· Μικρογεύματα (σνακ) δημητριακών με γεύση τυριού· Μικρογεύματα (σνακ) καλαμποκιού με γεύση τυριού· Μικρογεύματα (σνακ) από σιτάρι ολικής αλέσεως· Μικρογεύματα (σνακ) από σιτάλευρο· Μικρογεύματα (σνακ) από ρυζάλευρο· Μικρογεύματα (σνακ) από καλαμπόκι σε μορφή ροδέλων· Μικρογεύματα (σνακ) από διογκωμένο καλαμπόκι· Μικρογεύματα (σνακ) από αλεύρι σόγιας· Μικρογεύματα (σνακ) από άλευρα δημητριακών· Μικρογεύματα (σνακ) αποτελούμενα κυρίως από ψωμί· Μικρογεύματα αποτελούμενα κυρίως από σχηματισμένα δημητριακά· Μικρογεύματα [σνακ] σίτου που έχουν υποστεί διόγκωση· Προϊόντα μικρογευμάτων (σνακ) με προϊόντα δημητριακών· Προϊόντα μικρογευμάτων (σνακ) από άμυλο δημητριακών· Προϊόντα μικρογευμάτων (σνακ) από τρίμμα φρυγανιάς· Προϊόντα μικρογευμάτων (σνακ) από πατατάλευρο· Προϊόντα μικρογευμάτων (σνακ) από αραβοσιτάλευρο».

4        Η αίτηση κήρυξης ακυρότητας στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στο προγενέστερο ελληνικό εικονιστικό σήμα, το οποίο είχε καταχωριστεί υπό τον αριθμό 173332 και αφορούσε «Πατατάκια - (τσιπς)» που ενέπιπταν στην κλάση 29 και το οποίο αντιστοιχούσε στην ακόλουθη περιγραφή:

Image not found

5        Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως κήρυξης ακυρότητας ήταν οι προβλεπόμενοι, πρώτον, στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού [νυν άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)], δεύτερον, στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001), τρίτον, στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001), και, τέταρτον, στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).

6        Στις 21 Απριλίου 2020 το τμήμα ακυρώσεων δέχθηκε την αίτηση κήρυξης ακυρότητας.

7        Στις 22 Μαΐου 2020 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

8        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή, στηριζόμενο στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

9        Το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένου υπόψη του μεσαίου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, ο οποίος οφείλεται στο κοινό μεταξύ τους στοιχείο «tsakiris», και της εύλογης πιθανότητας το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο είναι το ευρύ κοινό στην Ελλάδα, να συσχετίσει τα εν λόγω σήματα, ο δικαιούχος του επίμαχου σήματος μπορούσε, χωρίς νόμιμη αιτία, να αντλήσει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος στο εν λόγω κοινό. Επιπλέον, κατά το τμήμα προσφυγών, η ως άνω εκτίμηση δεν ήταν δυνατό να κλονισθεί λόγω των εθνικών αποφάσεων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, είτε επρόκειτο για διοικητικές αποφάσεις είτε για τη δικαστική απόφαση επί αγωγής λόγω προσβολής σήματος, οι οποίες δεν ήταν δεσμευτικές για το EUIPO, ενώ, εξάλλου, η εν λόγω δικαστική απόφαση είχε προσβληθεί ενώπιον του ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

11      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση κλήσης σε επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

12      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνον λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΣΛΕΕ και, κατ’ επέκταση, σε παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

14      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών, αφενός, παραβίασε την αρχή της μεταξύ των κρατών μελών αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης των δικαστικών και εξωδίκων αποφάσεων, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 81 ΣΛΕΕ καθώς και, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), και, αφετέρου, παρέβη τους κανόνες της ελληνικής πολιτικής δικονομίας που αφορούν τον σεβασμό του δεδικασμένου.

15      Συναφώς, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, με την υπ’ αριθ. 10299/2019 απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2019 από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και επικυρώθηκε κατ’ έφεση με την υπ’ αριθ. 1402/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, της 22ας Ιουνίου 2020, απορρίφθηκε η αγωγή της παρεμβαίνουσας με αίτημα, μεταξύ άλλων, να απαγορευθεί στην προσφεύγουσα η χρήση στις συναλλαγές, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, της επωνυμίας, των σημάτων και των διακριτικών γνωρισμάτων TSAKIRIS καθώς και η εμπορία και διάθεση στις συναλλαγές προϊόντων σνακ υπό τις ενδείξεις TSAKIRIS FAMILY και Le Petit Déjeuner – TSAKIRIS FAMILY λόγω του ότι ομοιάζουν με τα δικά της σήματα και λόγω κινδύνου αθέμιτου ανταγωνισμού.

16      Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, παρά την αίτηση αναιρέσεως που η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης της 22ας Ιουνίου 2020, η απόφαση αυτή έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου δυνάμει των διατάξεων του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και είναι αμέσως εκτελεστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 81 ΣΛΕΕ και τις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012. Επομένως, για λόγους συνοχής, το τμήμα προσφυγών όφειλε, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να λάβει υπόψη το σκεπτικό της ως άνω εφετειακής αποφάσεως όσον αφορά ουσιαστικά ζητήματα όπως η μη άσκηση παρασιτικού ανταγωνισμού και η μη άντληση αθέμιτου οφέλους σε βάρος της παρεμβαίνουσας από τη χρήση του επίμαχου σήματος, η μη ύπαρξη κακής πίστης κατά την κατάθεση του εν λόγω σήματος, η χρήση της επωνυμίας TSAKIRIS λόγω του ότι πρόκειται για το επώνυμο των ιδρυτών της προσφεύγουσας και η μη ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης από τη χρήση του επίμαχου σήματος.

17      Μετά την κατάθεση της προσφυγής, η προσφεύγουσα κατέθεσε νέο αποδεικτικό στοιχείο συνιστάμενο σε αντίγραφο της υπ’ αριθ. 9598 αποφάσεως που εξέδωσε στις 30 Ιουνίου 2023 το δέκατο τρίτο τμήμα του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα), με την οποία, όπως αναφέρει η προσφεύγουσα, απορρίφθηκε η προσφυγή της παρεμβαίνουσας κατά της καταχωρίσεως, από το ελληνικό γραφείο σημάτων, εθνικού σήματος πανομοιότυπου με το επίμαχο σήμα, αφού εξετάσθηκαν νομικά επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα που προβάλλονται στην υπό κρίση υπόθεση.

18      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Επί του εφαρμοστέου δικαίου

19      Λαμβανομένου υπόψη ότι η ημερομηνία υποβολής της επίμαχης αιτήσεως καταχωρίσεως, και συγκεκριμένα η 27η Σεπτεμβρίου 2016, είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση διαφοράς διέπονται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21) (πρβλ. διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2004, Alcon κατά ΓΕΕΑ, C‑192/03 P, EU:C:2004:587, σκέψεις 39 και 40, και απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Gugler France κατά Gugler και EUIPO, C‑736/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:308, σκέψη 3 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η διαφορά διέπεται από τις διαδικαστικές διατάξεις του κανονισμού 2017/1001.

 Επί του παραδεκτού του εγγράφου που προσκομίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

20      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσκόμισε, ως παράρτημα Α 34, αντίγραφο της υπ’ αριθ. 9598 αποφάσεως του δεκάτου τρίτου τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, της 30ής Ιουνίου 2023.

21      Το προαναφερθέν έγγραφο, μολονότι προσκομίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο με τη στενή έννοια του όρου, αλλά αφορά την πρακτική που ακολουθούν τα εθνικά δικαστήρια με τις αποφάσεις τους, την οποία οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να επικαλούνται ακόμη και αν είναι μεταγενέστερη της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, EU:T:2005:420, σκέψη 20, και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ – Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), T‑29/04, EU:T:2005:438, σκέψη 16].

22      Πράγματι, δεν μπορεί να απαγορεύεται ούτε στους διαδίκους ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνουν υπόψη, κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, στοιχεία αντλούμενα από τη νομολογία των εθνικών ή των διεθνών δικαστηρίων ή των δικαστηρίων της Ένωσης. Αυτή η δυνατότητα παραπομπής σε αποφάσεις των εθνικών και διεθνών δικαστηρίων δεν επηρεάζεται από τη νομολογία κατά την οποία η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιόν τους, δεδομένου ότι δεν προσάπτεται στα τμήματα προσφυγών ότι δεν συνεκτίμησαν πραγματικά στοιχεία που περιέχονται σε συγκεκριμένη απόφαση εθνικού ή διεθνούς δικαστηρίου ή των δικαστηρίων της Ένωσης, αλλά γίνεται επίκληση αποφάσεων προς στήριξη λόγου ακυρώσεως σχετικού με παράβαση, εκ μέρους των τμημάτων προσφυγών, διατάξεως του κανονισμού 207/2009 [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2006, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ – Johnson’s Veterinary Products (VITACOAT), T‑277/04, EU:T:2006:202, σκέψεις 70 και 71].

23      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που η υπ’ αριθ. 9598 απόφαση του δεκάτου τρίτου τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 2023, ήτοι μετά την κατάθεση της προσφυγής, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου 2023, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να την έχει υποβάλει με το δικόγραφο αυτό, γεγονός το οποίο δικαιολογεί την εκπρόθεσμη κατάθεσή της σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το οποίο «οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας […], εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή».

24      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το παράρτημα A 34 πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής, κατά το μέρος που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

25      Η προσφυγή που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποσκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO κατά την έννοια του άρθρου 72 του κανονισμού 2017/1001, το δε άρθρο 188 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι τα υπομνήματα των διαδίκων δεν μπορούν να μεταβάλουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς. Κατά συνέπεια, ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος δεν μπορεί να υπερβεί το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς όπως αυτή ήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Ομοίως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να μεταβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τους όρους της διαφοράς, όπως αυτοί προκύπτουν από τις αξιώσεις και τους ισχυρισμούς που προέβαλαν ο ίδιος και ο παρεμβαίνων [βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2022, H&H κατά EUIPO – Giuliani (Swisse), T‑486/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:642, σκέψεις 44 και 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

26      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε την αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σήματος στηριζόμενο αποκλειστικώς στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα μπορούσε, χωρίς νόμιμη αιτία, να αντλήσει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος στο ενδιαφερόμενο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

27      Το αίτημα της προσφεύγουσας προς το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, αποσκοπεί στην εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση νομικών ζητημάτων επί των οποίων το τμήμα προσφυγών δεν αποφάνθηκε και, κατά συνέπεια, στη μεταβολή του αντικειμένου της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 188 του Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, η προσφυγή πρέπει, ευθύς εξαρχής, να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη κατά το μέρος που στηρίζεται σε παράβαση των ως άνω διατάξεων.

 Επί του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΣΛΕΕ και, κατ’ επέκταση, σε παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού

28      Η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει του άρθρου 81 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ της ίδιας και της παρεμβαίνουσας ήταν δεσμευτικές για το τμήμα προσφυγών όταν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, όπερ συνεπάγεται ότι το τμήμα αυτό θα έπρεπε να είχε καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν συνέτρεχε παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

29      Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του EUIPO ότι ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι απαράδεκτος στο μέτρο που, κατ’ ουσίαν, ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και της δικαστικής συνεργασίας στην Ένωση δυνάμει του άρθρου 81 ΣΛΕΕ.

30      Πράγματι, μολονότι ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα συνίσταται στην αμφισβήτηση της ορθότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω του ότι, κατ’ ουσίαν, το τμήμα προσφυγών δεσμευόταν από τις λύσεις οι οποίες απορρέουν από τις αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, εντούτοις, δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτος για τον λόγο και μόνον ότι ενδεχομένως δεν υφίσταται σχέση μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 81 ΣΛΕΕ και της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπερ αποτελεί ζήτημα εκτιμήσεως επί της ουσίας. Αντιθέτως, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

31      Επί της ουσίας, είναι ακριβές ότι, όπως υποστηρίζει το EUIPO, το άρθρο 81 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 3 της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, αφορά τη δικαστική συνεργασία στην Ένωση, ενώ η υπό κρίση διαφορά αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων διοικητικής φύσεως που εκδόθηκαν, αρχικώς, από το τμήμα ακυρώσεων και, στη συνέχεια, από το τμήμα προσφυγών. Γεγονός παραμένει όμως ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει θεσπίσει μηχανισμούς που αποσκοπούν στην εξασφάλιση ομοιόμορφης προστασίας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Apple and Pear Australia και Star Fruits Diffusion κατά EUIPO, C‑226/15 P, EU:C:2016:582, σκέψη 49). Η αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει, ειδικότερα, ότι «[θ]α πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση σήμα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] και παράλληλα εθνικά σήματα».

32      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 56, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424, ορίζει τα εξής:

«3.       Η αίτηση έκπτωσης ή κήρυξης της ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν αίτηση μεταξύ των αυτών διαδίκων με το αυτό αντικείμενο και την αυτή αιτία έχει κριθεί επί της ουσίας, είτε από το [EUIPO] είτε από δικαστήριο σημάτων της ΕΕ όπως αναφέρεται στο άρθρο 95, και η απόφαση του [EUIPO] ή του εν λόγω δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης αίτησης έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.»

33      Ομοίως, το άρθρο 100, παράγραφοι 2 και 6, του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424, ορίζει τα εξής:

«2.       Το δικαστήριο σημάτων της ΕΕ απορρίπτει ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας, αν το [EUIPO] έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση, επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, για τους αυτούς λόγους και μεταξύ των αυτών διαδίκων.

[…]

6.       Όταν καταστεί τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ επί [ανταγωγής] με αίτημα την έκπτωση του δικαιούχου ή την ακυρότητα σήματος της ΕΕ, αντίγραφό της διαβιβάζεται χωρίς καθυστέρηση στο [EUIPO], είτε από το δικαστήριο είτε από οποιονδήποτε από τους διαδίκους στην εθνική διαδικασία. Το [EUIPO] ή οποιοσδήποτε άλλος ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει πληροφορίες για τη διαβίβαση αυτή. Το [EUIPO] καταχωρίζει μνεία της απόφασης στο μητρώο και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με το διατακτικό της.»

34      Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αφορά, συγκεκριμένα, παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου από το τμήμα προσφυγών, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι ο κανονισμός 207/2009 δεν ορίζει ρητώς την έννοια του «δεδικασμένου», από το άρθρο 56, παράγραφος 3, και το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι, για να έχουν οι τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίου κράτους μέλους ή οι απρόσβλητες αποφάσεις του EUIPO ισχύ δεδικασμένου και, συνεπώς, να δεσμεύουν τα εν λόγω δικαστήρια ή το EUIPO, ο εν λόγω κανονισμός επιβάλλει να έχουν κινηθεί ενώπιον αυτών παράλληλες διαδικασίες, με τους ίδιους διαδίκους, με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Apple and Pear Australia και Star Fruits Diffusion κατά EUIPO, C‑226/15 P, EU:C:2016:582, σκέψη 52).

35      Το τμήμα προσφυγών όμως, με το σημείο 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 56, παράγραφος 3, και του άρθρου 100, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009, ότι, όπως και οι αποφάσεις των εθνικών γραφείων σημάτων, οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων τις οποίες είχε επικαλεστεί η προσφεύγουσα δεν το δέσμευαν, παραπέμποντας στη νομολογία κατά την οποία «οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα εθνικά γραφεία σημάτων και τα εθνικά δικαστήρια επί συγκρούσεων μεταξύ πανομοιότυπων ή παρόμοιων σημάτων σε εθνικό επίπεδο δεν είναι δεσμευτικές για το EUIPO, δεδομένου ότι το καθεστώς του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα αυτοτελές σύστημα του οποίου η εφαρμογή είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα». Ωστόσο, μολονότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η εκτίμηση αυτή ήταν εσφαλμένη όσον αφορά τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων τις οποίες επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, το γεγονός αυτό ουδεμία συνέπεια είχε επί της ορθότητας της ανάλυσης σχετικά με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας του επίμαχου σήματος.

36      Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε επίσης τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που είχε επικαλεστεί η προσφεύγουσα, πριν καταλήξει, στο σημείο 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την προσβαλλόμενη απόφαση.

37      Συναφώς, όσον αφορά την υπ’ αριθ. 1402/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, της 22ας Ιουνίου 2020, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της εφέσεως που ασκήθηκε κατά της υπ’ αριθ. 10299/2019 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε ότι η επίμαχη αστική διαφορά αφορούσε αγωγή λόγω προσβολής σήματος ασκηθείσα από την παρεμβαίνουσα και ότι, στο πλαίσιο αυτό, είχε ληφθεί υπόψη η φήμη του επίμαχου σήματος, του οποίου δικαιούχος ήταν η προσφεύγουσα, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η φήμη αυτή δεν αποτελεί κριτήριο κρίσιμο για την εκτίμηση της ύπαρξης παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, η οποία αποτελεί συνάρτηση της φήμης του προγενέστερου σήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν αφορούσαν τους ίδιους διαδίκους και στηρίζονταν σε πανομοιότυπα ή παρόμοια σήματα, οι επίμαχες ένδικες διαφορές σχετικά, αφενός, με αίτηση κήρυξης ακυρότητας και, αφετέρου, με αγωγή λόγω προσβολής σήματος είχαν διαφορετικά αντικείμενα.

38      Επομένως, το σφάλμα το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, η οποία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθ. 1402/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, της 22ας Ιουνίου 2020, θα επηρεαζόταν από την ασκηθείσα κατ’ αυτής αίτηση αναιρέσεως, προβάλλεται αλυσιτελώς, στο μέτρο που, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, αυτή δεν μπορούσε να μεταβάλει το γεγονός ότι οι επίμαχες ένδικες διαφορές είχαν διαφορετικά αντικείμενα.

39      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε, όσον αφορά τις διοικητικές αποφάσεις του ελληνικού γραφείου σημάτων τις οποίες επικαλέστηκε η προσφεύγουσα και οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο διαφορών ενώπιον των εθνικών διοικητικών δικαστηρίων και, ιδίως, της υπ’ αριθ. 9598 αποφάσεως του δεκάτου τρίτου τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, της 30ής Ιουνίου 2023, ότι οι εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν τον κίνδυνο σύγχυσης και όχι τη φήμη του προγενέστερου σήματος, η οποία αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει λόγος ακυρότητας στηριζόμενος στα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο τμήμα προσφυγών ότι εσφαλμένως έκρινε ότι οι επίμαχες αποφάσεις δεν ασκούσαν επιρροή εν προκειμένω.

40      Κατά συνέπεια, από την εξέταση των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων ή των διοικητικών αποφάσεων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ουδόλως απέδειξε την ύπαρξη διαδικασιών παράλληλων με τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση, οι οποίες να αφορούν τους ίδιους διαδίκους, το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 34 ανωτέρω. Επομένως, το επιχείρημα που αφορά παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου πρέπει να απορριφθεί.

41      Τέλος, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, προς στήριξη της προσφυγής της, αρκέστηκε στην παράθεση ολόκληρων χωρίων της υπ’ αριθ. 10299/2019 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, της 10ης Σεπτεμβρίου 2019. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα δεν ανέπτυξε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ικανό να κλονίσει το σκεπτικό του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων διαπιστώθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

42      Εν προκειμένω, υπό το πρίσμα των στοιχείων της δικογραφίας, τίποτε δεν μπορεί να ανατρέψει τις εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τη σύνθεση του ενδιαφερόμενου κοινού, το οποίο είναι το ευρύ κοινό στην Ελλάδα (σημεία 20 και 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως), την απόκτηση φήμης από το προγενέστερο σήμα, υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα ενώπιον του EUIPO (σημεία 22 έως 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως), την ύπαρξη μεσαίου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων (σημεία 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως), την εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού συσχέτιση των αντιπαρατιθέμενων σημάτων (σημεία 33 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το αθέμιτο όφελος που αντλείται, με τη χρήση του επίμαχου σήματος, από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος (σημεία 40 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και την έλλειψη νόμιμης αιτίας για τη χρήση του εν λόγω σήματος (σημεία 46 και 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

43      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι ήταν βάσιμη η αίτηση κήρυξης ακυρότητας του επίμαχου σήματος, η οποία στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

44      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, κατά το μέρος που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΣΛΕΕ και, κατ’ επέκταση, σε παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, και, συνακόλουθα, να απορριφθεί στο σύνολό της η προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

46      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα της παρεμβαίνουσας σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

47      Αντιθέτως, δεδομένου ότι το EUIPO ζήτησε την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα μόνο σε περίπτωση που θα διεξαγόταν επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κρίνεται ότι, αφού δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      H Τσακίρης Ανώνυμη Εταιρία Παραγωγής και Εμπορίας Τροφίμων φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα της Coca-Cola 3E Ελλάδος Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία.

3)      Το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Απριλίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

V. Di Bucci

 

M. van der Woude


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.