Language of document : ECLI:EU:T:2022:48

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 2ας Φεβρουαρίου 2022 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των κατασκευαστών φορτηγών – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με τις τιμές πώλησης των φορτηγών, το χρονοδιάγραμμα για την εισαγωγή των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών και τη μετακύλιση στους πελάτες του κόστους των τεχνολογιών αυτών – “Υβριδική” διαδικασία η οποία διεξάγεται σε στάδια – Τεκμήριο αθωότητας – Αρχή της αμεροληψίας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Γεωγραφική έκταση της παράβασης – Πρόστιμο – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑799/17,

Scania AB, με έδρα το Södertälje (Σουηδία),

Scania CV AB, με έδρα το Södertälje,

Scania Deutschland GmbH, με έδρα το Κόμπλεντζ (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους D. Arts, F. Miotto, C. Pommiès, K. Schillemans, C. Langenius, L. Ulrichs, P. Hammarskiöld, S. Falkner και N. De Backer, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον M. Farley και την L. Wildpanner,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2017) 6467 final της Επιτροπής, της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39824 – Φορτηγά), ή, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες με την εν λόγω απόφαση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg (εισηγητή), K. Kowalik-Bańczyk και G. Hesse, δικαστές,

γραμματέας: B. Lefebvre, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Scania AB, Scania CV AB και Scania Deutschland GmbH (στο εξής: Scania DE), είναι τρεις νομικές οντότητες της επιχείρησης Scania (στο εξής: Scania). Η Scania δραστηριοποιείται στην κατασκευή και πώληση βαρέων φορτηγών (άνω των 16 τόνων) για μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, διανομή, μεταφορές που συνδέονται με οικοδομικές δραστηριότητες και για ειδικές εργασίες.

2        Με την απόφαση C(2017) 6467 final, της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) (Υπόθεση AT.39824 – Φορτηγά) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ συμμετέχοντας, από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011, από κοινού με τις νομικές οντότητες των επιχειρήσεων [εμπιστευτικό] (1), [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό], σε συμπαιγνιακούς διακανονισμούς σχετικά με τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών των μεσαίων και βαρέων φορτηγών στον ΕΟΧ, καθώς και σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6 (άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή επέβαλε από κοινού και εις ολόκληρον στη Scania AB και στη Scania CV AB πρόστιμο ύψους 880 523 000 ευρώ, εκ των οποίων η Scania DE ήταν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνη για το ποσό των 440 003 282 ευρώ (άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης).

Α.      Διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης

3        Στις 20 Σεπτεμβρίου 2010, η [εμπιστευτικό] υπέβαλε αίτηση για απαλλαγή από την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 14 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας). Στις 17 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή χορήγησε υπό όρους απαλλαγή από το πρόστιμο στην [εμπιστευτικό].

4        Από τις 18 έως τις 21 Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους, μεταξύ άλλων, στις εγκαταστάσεις των προσφευγουσών.

5        Στις 28 Ιανουαρίου 2011, η [εμπιστευτικό] ζήτησε απαλλαγή από την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 14 της ανακοίνωσης περί συνεργασίας και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 27 της εν λόγω ανακοίνωσης. Στην ίδια ενέργεια προέβησαν η [εμπιστευτικό] και η [εμπιστευτικό].

6        Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή απηύθυνε, μεταξύ άλλων, στις προσφεύγουσες αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

7        Στις 20 Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 κατά των προσφευγουσών και των νομικών οντοτήτων των επιχειρήσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 2 ανωτέρω και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία κοινοποίησε στο σύνολο των οντοτήτων αυτών, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγουσών.

8        Κατόπιν της κοινοποίησης της ανακοίνωσης αιτιάσεων, οι αποδέκτες της είχαν πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της Επιτροπής.

9        Κατά τη διάρκεια [εμπιστευτικό], οι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων επικοινώνησαν ανεπισήμως με την Επιτροπή, ζητώντας της να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών που προβλέπεται στο άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18). Καθένας από τους αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων επιβεβαίωσε τη βούλησή του να συμμετάσχει σε συζητήσεις για διευθέτηση της διαφοράς και, κατόπιν αυτού, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

10      Από τις [εμπιστευτικό] έως τις [εμπιστευτικό], διεξήχθησαν συζητήσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς μεταξύ κάθε αποδέκτη της ανακοίνωσης αιτιάσεων και της Επιτροπής. Κατόπιν των συζητήσεων αυτών, ορισμένοι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων υπέβαλαν αυτοτελώς στην Επιτροπή επίσημο αίτημα διευθέτησης της διαφοράς δυνάμει του άρθρου 10α, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004 (στο εξής: μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς). Οι προσφεύγουσες δεν υπέβαλαν τέτοιο αίτημα.

11      Στις 19 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του άρθρου 7 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, την απόφαση C(2016) 4673 final, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39824 – Φορτηγά), την οποία απηύθυνε στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς (στο εξής: απόφαση διευθέτησης της διαφοράς).

12      Καθόσον οι προσφεύγουσες αποφάσισαν να μην υποβάλουν επίσημο αίτημα διευθέτησης της διαφοράς, η Επιτροπή συνέχισε την έρευνα που τις αφορούσε στο πλαίσιο της συνήθους (χωρίς διευθέτηση της διαφοράς) διαδικασίας.

13      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, οι προσφεύγουσες, κατόπιν πρόσβασης στον φάκελο, υπέβαλαν τη γραπτή απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

14      Στις 18 Οκτωβρίου 2016, οι προσφεύγουσες έλαβαν μέρος σε ακρόαση.

15      Στις 7 Απριλίου 2017, η Επιτροπή, σύμφωνα με το σημείο 111 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2011, C 308, σ. 6), απέστειλε στη Scania AB έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Στις 23 Ιουνίου 2017, η Επιτροπή απέστειλε επίσης την ίδια έκθεση στη Scania CV AB και στη Scania DE.

16      Στις 12 Μαΐου 2017, η Scania AB υπέβαλε στην Επιτροπή τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των αποδεικτικών στοιχείων που επισυνάπτονταν στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών, οι οποίες αποτύπωναν επίσης τη θέση της Scania CV AB και της Scania DE.

17      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Β.      Προσβαλλόμενη απόφαση

1.      Διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών και μηχανισμός καθορισμού των τιμών στον κλάδο κατασκευής φορτηγών

18      Στην αρχή της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα στις αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 50, η Επιτροπή εκθέτει τη διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών και τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών στον κλάδο κατασκευής φορτηγών, εξεταζομένου επίσης του ρόλου της Scania.

α)      Διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών

19      Όσον αφορά τη διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εν λόγω αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο διαφάνειας και συγκέντρωσης, δεδομένου ότι τα μέρη έχουν συχνά τη δυνατότητα να συναντώνται ετησίως και να συζητούν την κατάσταση της αγοράς. Κατά την Επιτροπή, μέσω όλων αυτών των συνεννοήσεων, τα μέρη μπορούσαν να έχουν ακριβή εικόνα της ανταγωνιστικής θέσης εκάστου εξ αυτών (αιτιολογικές σκέψεις 22 και 23 της προσβαλλόμενης απόφασης).

20      Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι τα μέρη, περιλαμβανομένης της Scania, διαθέτουν σε σημαντικές εθνικές αγορές θυγατρικές εταιρίες οι οποίες ενεργούν ως διανομείς των προϊόντων τους. Οι εν λόγω εθνικοί διανομείς διαθέτουν το δικό τους δίκτυο αντιπροσώπων (αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή σημειώνει ότι η Scania πωλεί τα φορτηγά της μέσω εθνικών διανομέων, οι οποίοι είναι θυγατρικές εταιρίες που της ανήκουν κατά 100 % σε όλα τα κράτη του ΕΟΧ, με εξαίρεση [εμπιστευτικό]. Οι εθνικοί διανομείς της Scania πωλούν τα φορτηγά που αγοράζονται από την κεντρική διοίκηση σε αντιπροσώπους οι οποίοι είναι είτε θυγατρικές εταιρίες που της ανήκουν κατά 100 % είτε ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι στη Γερμανία η Scania διαθέτει [εμπιστευτικό] αντιπροσώπους οι οποίοι είναι θυγατρικές της κατά 100 % (αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλόμενης απόφασης).

β)      Μηχανισμός καθορισμού των τιμών στον κλάδο κατασκευής φορτηγών

21      Όσον αφορά τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο μηχανισμός αυτός περιλαμβάνει τα ίδια στάδια για όλα τα μέρη και έχει ως αφετηρία, γενικώς, στο πλαίσιο ενός πρώτου σταδίου, τον καθορισμό, από την κεντρική διοίκηση, ενός αρχικού καταλόγου μικτών τιμών. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, σε δεύτερο στάδιο, οι ενδοομιλικές τιμές για την πώληση των φορτηγών στις διάφορες εθνικές αγορές καθορίζονται μεταξύ, αφενός, της κεντρικής διοίκησης των κατασκευαστών και, αφετέρου, των εθνικών διανομέων, οι οποίοι είναι είτε ανεξάρτητες επιχειρήσεις είτε επιχειρήσεις κατεχόμενες κατά 100 % από την κεντρική διοίκηση. Περαιτέρω, κατά την Επιτροπή, σε τρίτο στάδιο καθορίζονται οι τιμές που καταβάλλουν οι αντιπρόσωποι στους διανομείς, σε τέταρτο δε στάδιο καθορίζονται οι τελικές καθαρές τιμές που καταβάλλουν οι καταναλωτές και οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τους αντιπροσώπους ή από τους ίδιους τους κατασκευαστές, όταν αυτοί πωλούν ευθέως στους αντιπροσώπους ή στους σημαντικούς πελάτες τους (αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης).

22      Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, μολονότι η τελική τιμή που καταβάλλουν οι καταναλωτές μπορεί να ποικίλλει (για παράδειγμα, λόγω της εφαρμογής διαφόρων εκπτώσεων σε διαφορετικά επίπεδα της αλυσίδας διανομής), όλες οι τιμές που εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο της αλυσίδας διανομής απορρέουν άμεσα (στην περίπτωση των ενδοομιλικών τιμών μεταξύ κεντρικής διοίκησης και διανομέα) ή έμμεσα (στην περίπτωση της τιμής που καταβάλλει ο αντιπρόσωπος στον διανομέα ή στην περίπτωση της τιμής που καταβάλλει ο τελικός πελάτης) από την αρχική μικτή τιμή. Εξ αυτού συνάγεται, κατά την Επιτροπή, ότι οι κατάλογοι αρχικών μικτών τιμών που καθορίζονται από την κεντρική διοίκηση αποτελούν κοινή και θεμελιώδη συνιστώσα για τους υπολογισμούς των τιμών που εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο των εθνικών αλυσίδων διανομής σε όλη την Ευρώπη (αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι όλα τα μέρη, πλην των [εμπιστευτικό], κατάρτιζαν μεταξύ των ετών 2000 και 2006 καταλόγους μικτών τιμών που περιλάμβαναν εναρμονισμένες μικτές τιμές για ολόκληρο τον ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλόμενης απόφασης).

γ)      Μηχανισμός καθορισμού των τιμών εντός της Scania

23      Στις αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 50 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή περιγράφει τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών εντός της Scania και τους εμπλεκόμενους στον καθορισμό αυτό παράγοντες.

24      Σύμφωνα με την εν λόγω περιγραφή, η κεντρική διοίκηση της Scania καθορίζει τον κατάλογο μικτών τιμών εκ του εργοστασίου (στο εξής: ΚΜΤΕ) για όλα τα διάφορα διαθέσιμα εξαρτήματα ενός φορτηγού (αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλόμενης απόφασης). [εμπιστευτικό].

25      Κάθε εθνικός διανομέας της Scania (π.χ. Scania DE) διαπραγματεύεται με την κεντρική διοίκηση της Scania μια «καθαρή τιμή για τον διανομέα» (την τιμή που καταβάλλει ο διανομέας στην κεντρική διοίκηση για κάθε τεμάχιο) βάσει του ΚΜΤΕ που έχει λάβει. Η καθαρή τιμή για τον διανομέα αναγράφεται σε έγγραφο ονομαζόμενο «RPU», το οποίο παρουσιάζει τη διαφορά μεταξύ του ΚΜΤΕ και της καθαρής τιμής για τον διανομέα όσον αφορά τις εκπτώσεις. Οι εκπτώσεις που παρέχονται στον διανομέα καθορίζονται από [εμπιστευτικό] στην κεντρική διοίκηση της Scania, αλλά επίσης αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο της επιτροπής τιμών. Η τελική απόφαση επί της καθαρής τιμής για τον διανομέα της Scania εναπόκειται [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλόμενης απόφασης).

26      Επιπλέον, ο εθνικός διανομέας της Scania γνωστοποιεί τον δικό του κατάλογο μικτών τιμών (που συνίσταται στην καθαρή τιμή για τον διανομέα συν το περιθώριο κέρδους) για όλα τα διαφορετικά διαθέσιμα εξαρτήματα ενός φορτηγού στους αντιπροσώπους της Scania στο έδαφός του (αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης).

27      Ο αντιπρόσωπος της Scania διαπραγματεύεται με τον διανομέα μια «καθαρή τιμή για τον αντιπρόσωπο» η οποία στηρίζεται στον κατάλογο μικτών τιμών του διανομέα κατόπιν σημαντικής έκπτωσης από την οποία επωφελείται ο αντιπρόσωπος (αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης).

28      [εμπιστευτικό].

29      Οι πελάτες που αγοράζουν τα φορτηγά από τους αντιπροσώπους της Scania καταβάλλουν την «τιμή πελάτη». Η «τιμή πελάτη» συνίσταται στην καθαρή τιμή για τον αντιπρόσωπο, προσαυξημένη κατά το περιθώριο κέρδους του αντιπροσώπου και κατά το ενδεχόμενο κόστος που απορρέει από την κατά παραγγελία διαμόρφωση του φορτηγού και μειωμένη σε συνάρτηση με τις εκπτώσεις και τις προσφορές που χορηγούνται στον πελάτη (αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η τροποποίηση της τιμής σε οποιοδήποτε στάδιο της αλυσίδας διανομής έχει περιορισμένο αντίκτυπο ή δεν επηρεάζει την τελική τιμή που καταβάλλει ο καταναλωτής (αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης).

30      Η Επιτροπή διαπιστώνει περαιτέρω ότι ο ΚΜΤΕ εφαρμόζεται σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ η καθαρή τιμή για τον διανομέα και ο κατάλογος μικτών τιμών του διανομέα εφαρμόζονται στην περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται ο διανομέας. Ομοίως, η τιμή που διαπραγματεύθηκε ο αντιπρόσωπος εφαρμόζεται στην περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται ο αντιπρόσωπος.

31      Η αιτιολογική σκέψη 50 της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει διάγραμμα των διαφόρων σταδίων του μηχανισμού τιμολόγησης εντός της Scania, όπως αυτά περιγράφονται στις σκέψεις 24 έως 29 ανωτέρω. Το διάγραμμα αυτό προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία και έχει ως εξής:

Image not found

δ)      Επί του αντικτύπου των αυξήσεων των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο επί των τιμών σε εθνικό επίπεδο

32      Στις αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξετάζει τον αντίκτυπο των αυξήσεων των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο επί των τιμών σε εθνικό επίπεδο. Συναφώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι εθνικοί διανομείς των κατασκευαστών, όπως η Scania DE, δεν λειτουργούν ανεξάρτητα κατά τον καθορισμό των μικτών τιμών και των καταλόγων μικτών τιμών και ότι όλες οι τιμές που εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο της αλυσίδας διανομής μέχρι τον τελικό καταναλωτή προκύπτουν από τους πανευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών που καθορίζονται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης.

33      Επομένως, κατά την Επιτροπή, η αύξηση των τιμών στον πανευρωπαϊκό κατάλογο μικτών τιμών, η οποία αποφασίζεται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, καθορίζει τη μεταβολή της «καθαρής τιμής για τον διανομέα», δηλαδή της τιμής που καταβάλλει ο διανομέας στην κεντρική διοίκηση για την αγορά του φορτηγού. Κατά συνέπεια, κατά την Επιτροπή, η αύξηση από την κεντρική διοίκηση των προαναφερθεισών μικτών τιμών επηρεάζει επίσης το επίπεδο της μικτής τιμής του διανομέα, δηλαδή της τιμής που καταβάλλει ο αντιπρόσωπος στον διανομέα, ακόμη και αν η τιμή που προτείνεται στον τελικό καταναλωτή δεν τροποποιείται κατ’ ανάγκην στην ίδια αναλογία ή δεν τροποποιείται καθόλου (αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλόμενης απόφασης).

2.      Αθέμιτες επαφές μεταξύ της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς

34      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η Scania είχε συμμετάσχει σε συμπαιγνιακού χαρακτήρα συναντήσεις και επαφές με τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς στο πλαίσιο διαφόρων διασκέψεων και σε διάφορα επίπεδα, που μεταβλήθηκαν με την πάροδο του χρόνου, ενώ οι μετέχουσες επιχειρήσεις, οι σκοποί και τα οικεία προϊόντα παρέμειναν τα ίδια (σκέψη 75 της προσβαλλόμενης απόφασης).

35      Η Επιτροπή εντόπισε τρία επίπεδα αθέμιτων επαφών.

36      Πρώτον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, κατά τα πρώτα έτη της παράβασης, τα ανώτερα στελέχη των μετεχόντων στη σύμπραξη συζητούσαν για τις προθέσεις τους σε θέματα τιμών, για τις μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών, ενίοτε δε και για τη μεταβολή των καθαρών τιμών για τον καταναλωτή και ορισμένες φορές κατέληγαν σε συμφωνία για την αύξηση των μικτών τιμών. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αυτό το επίπεδο αθέμιτων επαφών ως «επίπεδο των διευθυντικών στελεχών» (top management). Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, κατά τις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, τα μέρη της σύμπραξης προέβαιναν σε συμφωνίες, επιπλέον, όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή μοντέλων φορτηγών που πληρούν τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 5 και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, συμφωνήθηκε η μη εισαγωγή των οικείων τεχνολογιών πριν από ορισμένη ημερομηνία (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών έλαβαν χώρα μεταξύ 1997 και 2004 (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

37      Δεύτερον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, για περιορισμένο χρονικό διάστημα και παράλληλα με τις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, τα μεσαία στελέχη της κεντρικής διοίκησης των μετεχόντων στη σύμπραξη διεξήγαν συζητήσεις, οι οποίες περιλάμβαναν, πέραν της ανταλλαγής τεχνικών πληροφοριών, και συνεννοήσεις σχετικά με τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αυτό το επίπεδο αθέμιτων επαφών ως «κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης» (lower headquarters level) (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι συναντήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2000 και 2008 (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

38      Τρίτον, η Επιτροπή δέχτηκε ότι, μετά την καθιέρωση του ευρώ και την εισαγωγή των καταλόγων μικτών τιμών σε ευρωπαϊκή κλίμακα από το σύνολο σχεδόν των κατασκευαστών φορτηγών, τα μέλη της σύμπραξης επιδίωξαν τον συστηματικό συντονισμό των προθέσεων τους ως προς τις μελλοντικές τιμές μέσω των γερμανικών θυγατρικών τους. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αυτό το επίπεδο αθέμιτων επαφών ως «επίπεδο γερμανικών επαφών» (German level meetings). Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, όπως και οι επαφές κατά τα πρώτα έτη της σύμπραξης, οι εκπρόσωποι των γερμανικών θυγατρικών συζητούσαν για μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και για το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 5 και Euro 6. Αντάλλασσαν επίσης άλλες ευαίσθητου χαρακτήρα επιχειρηματικές πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι συναντήσεις στο επίπεδο των γερμανικών επαφών πραγματοποιούνταν από το 2004 και εφεξής (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

3.      Εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ

α)      Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές

39      Η Επιτροπή έκρινε ότι τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον φάκελο αποδείκνυαν ότι οι προαναφερθείσες επαφές αφορούσαν:

–        τις σχεδιαζόμενες από τους μετέχοντες στη σύμπραξη τροποποιήσεις των μικτών τιμών, των καταλόγων μικτών τιμών, του χρονοδιαγράμματος των τροποποιήσεων αυτών καθώς και, περιστασιακά, τις συνεννοήσεις σχετικά με τις σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις των καθαρών τιμών ή με τις τροποποιήσεις των εκπτώσεων που προσφέρονταν στους πελάτες (αιτιολογική σκέψη 212, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        την ημερομηνία εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6, καθώς και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή των εν λόγω τεχνολογιών (αιτιολογική σκέψη 212, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης)·

–        τον διαμοιρασμό άλλων ευαίσθητων από άποψη ανταγωνισμού πληροφοριών, όπως τα μερίδια των αγορών-στόχων, οι ισχύουσες καθαρές τιμές και οι εκπτώσεις, οι κατάλογοι μικτών τιμών (ακόμη και πριν από την εφαρμογή τους), οι διαμορφωτές φορτηγών, οι παραγγελίες και τα επίπεδα αποθεμάτων (αιτιολογική σκέψη 212, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

40      Η Επιτροπή επισήμανε ότι τα μέρη είχαν πολυμερείς επαφές σε διαφορετικά επίπεδα και ότι ενίοτε είχαν κοινές επαφές και συναντήσεις σε διαφορετικά επίπεδα. Κατά την Επιτροπή, οι επαφές αυτές συνδέονταν μεταξύ τους με βάση το περιεχόμενο, την ημερομηνία, τις μη συγκεκαλυμμένες αναφορές μεταξύ τους και την κυκλοφορία των λαμβανόμενων πληροφοριών (αιτιολογική σκέψη 213 της προσβαλλόμενης απόφασης).

41      Η Επιτροπή έκρινε ότι οι δραστηριότητες αυτές αποτελούσαν μορφή συντονισμού και συνεργασίας με την οποία τα μέρη, συνεργαζόμενα εμπράκτως μεταξύ τους, απέτρεπαν εν γνώσει τους τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Κατά την Επιτροπή, η επίμαχη συμπεριφορά λάμβανε τη μορφή συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής με την οποία οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις δεν προσδιόριζαν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική που σκόπευαν να ακολουθήσουν στην αγορά, αλλά μάλλον συντόνιζαν τη συμπεριφορά τους σχετικά με τις τιμές μέσω απευθείας επαφών και αποφάσιζαν τη συντονισμένη καθυστέρηση της εισαγωγής νέων τεχνολογιών (αιτιολογική σκέψη 214 της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατά την Επιτροπή, η συστηματική συμμετοχή στις αθέμιτες επαφές δημιούργησε κλίμα αμοιβαίας κατανόησης της τιμολογιακής πολιτικής των μερών (αιτιολογική σκέψη 215 της προσβαλλόμενης απόφασης).

42      Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Scania μετείχε τακτικά στις διάφορες μορφές αθέμιτων επαφών καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράβαση στην οποία είχε μετάσχει η Scania είχε τη μορφή συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλόμενης απόφασης).

β)      Περιορισμός του ανταγωνισμού

43      Η Επιτροπή επισήμανε ότι η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά εν προκειμένω είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλόμενης απόφασης).

44      Κατά την Επιτροπή, η κύρια πτυχή όλων των συμφωνιών και των εναρμονισμένων πρακτικών που μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως περιορισμός του ανταγωνισμού συνίστατο στον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων των μικτών τιμών μέσω σχετικών επαφών, στον συντονισμό ως προς την ημερομηνία και τις πρόσθετες δαπάνες που προέκυπταν από την εισαγωγή στην αγορά νέων φορτηγών τα οποία πληρούσαν τα πρότυπα χαμηλών εκπομπών και στην ανταλλαγή ευαίσθητων από πλευράς ανταγωνισμού πληροφοριών (αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλόμενης απόφασης).

45      Η Επιτροπή έκρινε ότι η Scania είχε λάβει μέρος στις αθέμιτες επαφές που περιγράφονται στη σκέψη 39 ανωτέρω και ότι όλες οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στις οποίες είχε μετάσχει είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 238 και 239 της προσβαλλόμενης απόφασης).

γ)      Διαρκής και ενιαία παράβαση

46      Η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμφωνίες και/ή οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση εμπίπτουσα στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ για την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 18 Ιανουαρίου 2011. Η παράβαση συνίστατο σε συμπαιγνία ως προς τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών εντός του ΕΟΧ όσον αφορά τα μεσαία και βαρέα φορτηγά καθώς και όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6 (αιτιολογική σκέψη 315 της προσβαλλόμενης απόφασης).

47      Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι, μέσω των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών, τα μέρη επιδίωξαν ένα κοινό σχέδιο με ενιαίο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό και ότι η Scania γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το γενικό εύρος και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του δικτύου αθέμιτων επαφών και είχε την πρόθεση να συμβάλει στη σύμπραξη με τις ενέργειές της (αιτιολογική σκέψη 316 της προσβαλλόμενης απόφασης).

48      Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο ενιαίος, αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπός συνίστατο στον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ. Ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε μέσω πρακτικών που μείωναν τα επίπεδα στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των μερών όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών σχετικά με την εισαγωγή στην αγορά φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης).

δ)      Γεωγραφική έκταση της παράβασης

49      Η Επιτροπή έκρινε ότι η γεωγραφική έκταση της παράβασης κάλυπτε ολόκληρο τον ΕΟΧ καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης (αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλόμενης απόφασης).

4.      Αποδέκτες

50      Πρώτον, η Επιτροπή απηύθυνε την προσβαλλόμενη απόφαση στη Scania CV AB και στη Scania DE, τις οποίες θεωρούσε ως ευθέως υπεύθυνες για την παράβαση για τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

–        όσον αφορά τη Scania CV AB, για την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 27 Φεβρουαρίου 2009·

–        όσον αφορά τη Scania DE, για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 2004 έως 18 Ιανουαρίου 2011 (αιτιολογική σκέψη 410 της προσβαλλόμενης απόφασης).

51      Δεύτερον, η Επιτροπή δέχθηκε επίσης ότι, κατά την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 18 Ιανουαρίου 2011, η Scania AB κατείχε, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο των μετοχών της Scania CV AB, η οποία, με τη σειρά της, κατείχε, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο των μετοχών της Scania DE (αιτιολογική σκέψη 411 της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επισήμανε ότι απηύθυνε την προσβαλλόμενη απόφαση και στις ακόλουθες οντότητες, οι οποίες θεωρούνταν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνες με τις μητρικές εταιρίες:

–        στη Scania AB, η οποία ευθύνεται, αφενός, για τη συμπεριφορά της Scania CV AB για την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 27 Φεβρουαρίου 2009 και, αφετέρου, για τη συμπεριφορά της Scania DE για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 2004 έως 18 Ιανουαρίου 2011·

–        στη Scania CV AB, η οποία ευθύνεται για τη συμπεριφορά της Scania DE για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 2004 έως 18 Ιανουαρίου 2011 (αιτιολογική σκέψη 412 της προσβαλλόμενης απόφασης).

52      Η Επιτροπή συνήγαγε ότι αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν οι οντότητες Scania AB, Scania CV AB και Scania DE (αιτιολογική σκέψη 413 της προσβαλλόμενης απόφασης).

5.      Υπολογισμός του ποσού του προστίμου

53      Η Επιτροπή εφάρμοσε, εν προκειμένω, τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων).

α)      Βασικό ποσό του προστίμου

54      Η αξία των πωλήσεων, πρώτον, υπολογίστηκε βάσει των πωλήσεων βαρέων φορτηγών που πραγματοποίησαν οι προσφεύγουσες εντός του ΕΟΧ (κατόπιν προσαρμογής προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του ΕΟΧ) το 2010 –το τελευταίο πλήρες έτος της παράβασης (αιτιολογικές σκέψεις 429 έως 431 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή υπολόγισε ότι η αξία αυτή αντιστοιχούσε στο ποσό των [εμπιστευτικό] ευρώ.

55      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της αξίας των πωλήσεων των προσφευγουσών, οι σκοποί της αποτρεπτικότητας και της αναλογικότητας που διαπνέουν το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς παραπομπή στη συνολική αξία των πωλήσεων βαρέων φορτηγών των προσφευγουσών το 2010. Κατά συνέπεια και κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή αποφάσισε να λάβει υπόψη της μέρος μόνον της συνολικής αξίας των πωλήσεων για τον υπολογισμό του προστίμου, ήτοι το ποσό των [εμπιστευτικό] ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 432 και 433 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που είχε λάβει υπόψη για τη Scania ήταν το ίδιο με εκείνο που είχε γίνει δεκτό στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς όσον αφορά τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς (αιτιολογική σκέψη 432 in fine της προσβαλλόμενης απόφασης).

56      Όσον αφορά, δεύτερον, τη σοβαρότητα της παράβασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λαμβανομένου υπόψη, κατ’ αρχάς, του ότι οι συμφωνίες περί συντονισμού των τιμών περιλαμβάνονταν, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, εν συνεχεία, του ότι η σύμπραξη εκτεινόταν σε ολόκληρο τον ΕΟΧ και, εν τέλει, του συνολικού μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι εμπλεκόμενες στη σύμπραξη επιχειρήσεις (το οποίο υπερέβαινε το 90 %), ο συντελεστής βαρύτητας που εφαρμόστηκε εν προκειμένω (ήτοι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη) ανερχόταν σε 17 % (αιτιολογικές σκέψεις 435 έως 437 της προσβαλλόμενης απόφασης).

57      Τρίτον, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της συμμετοχής της Scania στην παράβαση, πολλαπλασίασε το ποσό που προκύπτει από τη σκέψη 56 ανωτέρω επί 14, καθόσον ο αριθμός αυτός αποτελεί τον αριθμό των ετών της εν λόγω συμμετοχής (αιτιολογικές σκέψεις 438 και 439 της προσβαλλόμενης απόφασης).

58      Τέταρτον, η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, αύξησε το βασικό ποσό κατά ένα πρόσθετο ποσό («τέλος εισόδου»), το οποίο ανερχόταν στο 17 % της αξίας των πωλήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 440 και 441 της προσβαλλόμενης απόφασης).

59      Βάσει των υπολογισμών αυτών, η Επιτροπή συνήγαγε ότι το βασικό ποσό του προστίμου ανερχόταν σε 880 523 000 ευρώ.

β)      Τελικό ποσό του προστίμου

60      Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις δυνάμενες να τροποποιήσουν το βασικό ποσό του επιβληθέντος στη Scania προστίμου. Επομένως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τελικό ποσό του προστίμου ανερχόταν σε 880 523 000 ευρώ και ότι το ποσό αυτό δεν υπερέβαινε το ανώτατο νόμιμο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών της Scania (αιτιολογικές σκέψεις 445 έως 447 της προσβαλλόμενης απόφασης).

6.      Διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης

61      Το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες νομικές οντότητες της Scania, εναρμονίζοντας τις πρακτικές τους όσον αφορά τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών εντός του ΕΟΧ για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά και για το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως 6, παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 [της Συμφωνίας] ΕΟΧ κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

α)      η Scania AB (publ) για την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 18 Ιανουαρίου 2011·

β)      η Scania CV AB (publ) για την περίοδο από 17 Ιανουαρίου 1997 έως 18 Ιανουαρίου 2011·

γ)      η Scania DE για την περίοδο από 20 Ιανουαρίου 2004 έως 18 Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 2

Για τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 1 παράβαση επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

880 523 000 ευρώ από κοινού και εις ολόκληρον στη Scania AB (publ) και τη Scania CV AB (publ), εκ των οποίων η Scania DE είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνη για το ποσό των 440 003 282 ευρώ.

[…]»

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

62      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2017, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

63      Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2019, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε τους διαδίκους για την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας.

64      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαρτίου 2019, οι προσφεύγουσες ζήτησαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης. Η Επιτροπή δεν έλαβε θέση εντός της ταχθείσας προθεσμίας σχετικά με τη διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζήτησης.

65      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δέκατο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

66      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

67      Κατόπιν πρότασης του δέκατου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

68      Στο πλαίσιο της σχετικής με την COVID‑19 υγειονομικής κρίσης, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση που είχε προγραμματιστεί για τις 2 Απριλίου 2020 αναβλήθηκε.

69      Λόγω κωλύματος ενός εκ των μελών του δέκατου πενταμελούς τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε τον Αντιπρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου για να συμπληρώσει τη σύνθεση του τμήματος και να ασκήσει, ως εκ τούτου, τα καθήκοντα προέδρου του τμήματος αυτού.

70      Με έγγραφο της 5ης Ιουνίου 2020, οι προσφεύγουσες ζήτησαν, βάσει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων που περιλαμβάνονται στην έκθεση ακροατηρίου. Με έγγραφο της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή ζήτησε, βάσει του ίδιου άρθρου, τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων που περιέχονται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση ακροατηρίου και στην απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί για την περάτωση της δίκης.

71      Με έγγραφο της 5ης Ιουνίου 2020, η Επιτροπή ζήτησε, βάσει του άρθρου 109, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να διεξαχθεί η επ’ ακροατηρίου συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών. Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος αυτού στις 9 Ιουνίου 2020.

72      Στις 12 Ιουνίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών.

73      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Ιουνίου 2020.

74      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε στους διαδίκους ότι θεωρούσε αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς την εξέταση ορισμένων εγγράφων που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

75      Κατόπιν διευκρινίσεων που παρέσχε η Επιτροπή, με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2020, σχετικά με το περιεχόμενο και το νομικό καθεστώς των εγγράφων που αναφέρονται στη σκέψη 74 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο, με διάταξη της 14ης Ιουλίου 2020, διέταξε τη διεξαγωγή αποδείξεων και έλαβε μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας, ζητώντας από την Επιτροπή να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς το αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου.

76      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2020.

77      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        άλλως, να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση και να μειώσει το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003·

–        εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσει με τη δική του κρίση την κρίση της Επιτροπής όσον αφορά το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε και να μειώσει το πρόστιμο αυτό βάσει του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

78      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί της μη δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων

79      Η Επιτροπή, με το από 5ης Ιουνίου 2020 έγγραφό της (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), ζήτησε τη μη δημοσιοποίηση, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς είχαν ζητήσει να απαλειφθούν από το μη εμπιστευτικό κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Επιτροπή ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι, όσον αφορά τα εν λόγω αιτήματα, τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς είχαν απευθυνθεί στον σύμβουλο ακροάσεων βάσει του άρθρου 8 της απόφασης 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ 2011, L 275, σ. 29), και ότι ο σύμβουλος ακροάσεων δεν είχε ακόμη αποφανθεί επί των προαναφερθέντων αιτημάτων των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς.

80      Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να συμβιβάσει την αρχή της δημοσιότητας των δικαστικών αποφάσεων προς το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις δικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, Broughton κατά Eurojust, T‑87/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:464, σκέψη 49).

81      Στο πλαίσιο του εν λόγω συμβιβασμού, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, εν προκειμένω, όσον αφορά το μη εμπιστευτικό κείμενο της απόφασης, να προβεί σε ανωνυμοποίηση των φυσικών προσώπων και να αποκρύψει την επωνυμία των νομικών προσώπων πλην των προσφευγουσών. Αποφάσισε επίσης να αποκρύψει ορισμένα στοιχεία σχετικά, ιδίως, με τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών εντός της Scania και με τον υπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε, των οποίων η απόκρυψη δεν επηρεάζει την κατανόηση του μη εμπιστευτικού κειμένου της απόφασης.

82      Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην αποκρύψει, στο μη εμπιστευτικό κείμενο της απόφασης, τα στοιχεία στα οποία αναφέρονταν τα αιτήματα των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς που απευθύνθηκαν στην Επιτροπή (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, ορισμένα από τα στοιχεία αυτά μπορούν να συναχθούν από το περιεχόμενο των εγγράφων που δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπο της Γενικής Διεύθυνσης «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής και, επομένως, είναι προσβάσιμα στο κοινό. Ορισμένα άλλα στοιχεία συνιστούν απλώς νομικούς χαρακτηρισμούς της συμπεριφοράς των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς και της Scania ή παρέχουν διευκρινίσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη συμπεριφορά αυτή. Η απόκρυψη των εν λόγω στοιχείων θα έθιγε την κατανόηση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου από το κοινό.

83      Το γεγονός, το οποίο επικαλείται η Επιτροπή, ότι ο σύμβουλος ακροάσεων δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί των αιτημάτων των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς δεν επηρεάζει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η εκτίμηση του συμβούλου ακροάσεων αποσκοπεί στην κατάρτιση του μη εμπιστευτικού κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας αφορά την κατάρτιση του μη εμπιστευτικού κειμένου της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι δύο αυτές εκτιμήσεις έχουν διαφορετικό αντικείμενο και, συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να ενεργήσει ανεξάρτητα από τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων.

Β.      Επί της ουσίας

84      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν εννέα λόγους ακυρώσεως.

85      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και του τεκμηρίου αθωότητας που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι τους αρνήθηκε την πρόσβαση στο σύνολο των απαντήσεων της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην κοινοποίηση αιτιάσεων.

86      Ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως, που αφορούν, μεταξύ άλλων, την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά του συμπεράσματος της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη εν προκειμένω ενιαίας και διαρκούς παράβασης και τον καταλογισμό της στη Scania.

87      Στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθώς και του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι η συμπεριφορά για την οποία τους επέβαλε πρόστιμο αφορά πράξεις που έχουν παραγραφεί και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν ήταν διαρκής.

88      Ο ένατος λόγος ακυρώσεως αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά το ποσό του προστίμου. Στηριζόμενες στον λόγο αυτό, οι προσφεύγουσες ζητούν επίσης από το Γενικό Δικαστήριο, επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και του τεκμηρίου αθωότητας

89      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδοθείσες βάσει των ίδιων επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν με την ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία απευθυνόταν τόσο στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς όσο και στις προσφεύγουσες, αφορούν την ίδια εικαζόμενη σύμπραξη και στηρίζονται αμφότερες στα ίδια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία.

90      Εκκινώντας από την προκείμενη αυτή, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης θίγει τα δικαιώματά τους άμυνας, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη και στο άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που η Επιτροπή προέβη, με την απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και είχε χαρακτηρίσει ως παράβαση τη συμπεριφορά της Scania, πριν ακόμη η Scania μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά της άμυνας.

91      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να προβεί σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση, απορρέουσα από την αρχή της χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, στο μέτρο που, λόγω της έκδοσης της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν πλέον σε θέση να επιδείξει αμεροληψία και να αξιολογήσει αντικειμενικά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε και τα επιχειρήματα που προέβαλε η Scania στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

92      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου πλήρης εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή και τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελό της δεν μπορεί να θεραπεύσει την παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη.

93      Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας, ο σεβασμός του οποίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς τους, η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς καθορίζει την τελική θέση της Επιτροπής όσον αφορά τις ίδιες ενέργειες με εκείνες που εκτίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, σύμφωνα δε με την εν λόγω απόφαση, οι ως άνω ενέργειες, στην τέλεση των οποίων φέρεται ότι έλαβε μέρος και η Scania, συνιστούν παράβαση. Η δήλωση αυτή βαίνει πέραν της απλής αναφοράς ενδεχόμενης ευθύνης της Scania και, επομένως, συνιστά προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας του οποίου έπρεπε να απολαύει η Scania μέχρι αποδείξεως του εναντίου, την οποία οφείλει να προσκομίσει η Επιτροπή.

94      Κατά τις προσφεύγουσες, το να θεωρηθεί ότι η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας είναι άνευ σημασίας καθόσον δεν έχει ως αποτέλεσμα να εκδώσει η Επιτροπή «εσφαλμένη» απόφαση, ήτοι απόφαση στην οποία η διαπίστωση της παράβασης δεν τεκμηριώνεται δεόντως με αποδεικτικά στοιχεία, ισοδυναμεί στην πράξη με το να καταστεί το εν λόγω τεκμήριο άνευ περιεχομένου ή σκοπού, δεδομένου ότι, αν ο προσφεύγων μπορούσε να αποδείξει ότι η απόφαση ήταν εσφαλμένη, δεν θα χρειαζόταν να επικαλεστεί οποιαδήποτε προσβολή του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας.

95      Οι προσφεύγουσες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, λόγω της έκδοσης της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη Scania με πλήρη αμεροληψία και χωρίς να προσβάλει ανεπανόρθωτα το δικαίωμα ακροάσεώς της και το τεκμήριο αθωότητας.

96      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ζητεί να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

97      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, όπως επιβεβαίωσαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, αυτές βάλλουν, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά του «υβριδικού» χαρακτήρα της διαδικασίας που ακολούθησε η Επιτροπή, ο οποίος, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, είχε ως αποτέλεσμα τις προβαλλόμενες παραβάσεις, ήτοι την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, την παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Scania, η οποία είχε αποσυρθεί από τη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς εκδόθηκε πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση καθιστά έτι βαρύτερες τις εν λόγω παραβάσεις.

98      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 10α του κανονισμού 773/2004, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασία διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Μετά την έναρξη της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού [1/2003], η Επιτροπή δύναται να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να δηλώσουν γραπτώς ότι είναι διατεθειμένα να συμμετάσχουν σε συζητήσεις διευθέτησης διαφορών ενόψει της πιθανής υποβολής αιτημάτων διευθέτησης διαφορών. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη της απαντήσεις που παραλαμβάνονται εκπρόθεσμα.

[...]

2.      Τα μέρη που συμμετέχουν στις συζητήσεις διευθέτησης διαφορών πρέπει να ενημερώνονται από την Επιτροπή σχετικά με:

α)      τις αιτιάσεις που πρόκειται να τους απευθύνει·

β)      τα αποδεικτικά στοιχεία με βάση τα οποία πρόκειται να απευθύνει τις αιτιάσεις·

γ)      τις μη εμπιστευτικές εκδοχές οιουδήποτε προσβάσιμου εγγράφου το οποίο αναφέρεται στο φάκελο της υπόθεσης, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εφόσον κρίνουν ότι μία αίτηση ενός ενδιαφερόμενου μέρους είναι αιτιολογημένη γιατί παρέχει στο ενδιαφερόμενο μέρος τη δυνατότητα να διαπιστώσει τη θέση του σχετικά με μία χρονική περίοδο ή με οποιαδήποτε άλλη πτυχή της σύμπραξης, καθώς και

δ)      τα ενδεχόμενα πρόστιμα.

[...]

Σε περίπτωση που οι συζητήσεις διευθέτησης διαφορών προοδεύσουν, η Επιτροπή δύναται να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας τα μέρη δεσμεύονται να ακολουθήσουν τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών υποβάλλοντας αιτήματα διευθέτησης διαφορών που να αντικατοπτρίζουν τα αποτελέσματα των διεξαχθεισών συζητήσεων κατά τις οποίες αναγνωρίζουν τη συμμετοχή τους σε παράβαση του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ], καθώς και την ευθύνη τους. [...] Πριν η Επιτροπή ορίσει την προθεσμία υποβολής των αιτημάτων τους διευθέτησης διαφορών, τα ενεχόμενα μέρη δικαιούνται, εφόσον το ζητήσουν εγκαίρως, να λάβουν γνώση των πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη της αιτήματα διευθέτησης διαφορών που παραλαμβάνονται εκπρόθεσμα. [...]

3.      Όταν η γνωστοποιηθείσα στα μέρη κοινοποίηση αιτιάσεων αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο των αιτημάτων τους διευθέτησης διαφορών, η γραπτή απάντηση στην κοινοποίηση αιτιάσεων από πλευράς των εμπλεκομένων μερών θα επιβεβαιώνει, εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η Επιτροπή, ότι η κοινοποίηση αιτιάσεων που τους απεστάλη αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο των αιτημάτων τους διευθέτησης διαφορών. Η Επιτροπή δύναται τότε να προβεί στην έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 7 και το άρθρο 23 του κανονισμού [1/2003], μετά από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού [1/2003].

4.      Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τη διακοπή όλων των συζητήσεων διευθέτησης διαφορών για μία συγκεκριμένη υπόθεση ή αναφορικά με ένα ή περισσότερα από τα εμπλεκόμενα μέρη, εάν κρίνει ότι η διαδικαστική αποτελεσματικότητα δεν πρόκειται να επιτευχθεί.»

99      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή δεν αποκλείει ούτε αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να ακολουθεί «υβριδική» διαδικασία στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

100    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να κινήσει μια τέτοια «υβριδική» διαδικασία και να εφαρμόσει διαδικασία διευθέτησης διαφορών έναντι των επιχειρήσεων που υποβάλλουν αίτημα διευθέτησης, συνεχίζοντας συγχρόνως τη διαδικασία που διέπεται από τις γενικές διατάξεις του κανονισμού 773/2004, αντί εκείνων που διέπουν τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών, έναντι των επιχειρήσεων που δεν επιθυμούν να υποβάλουν τέτοια αιτήματα (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψεις 70, 71 και 104, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2017, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, C‑411/15 P, EU:C:2017:11, σκέψεις 119 και 136).

101    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε επίσης τη δυνατότητα της Επιτροπής να εκδώσει, αρχικώς, απόφαση διευθέτησης διαφορών με αποδέκτες τα μέρη που μετείχαν στην παράβαση και αποφάσισαν να συμβιβαστούν και, στη συνέχεια, απόφαση κατά τη συνήθη διαδικασία, με αποδέκτες τα μέρη που μετείχαν στην παράβαση και αποφάσισαν να μη συμβιβαστούν, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η Επιτροπή μεριμνά για την τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, ιδίως όταν η έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς δεν απαιτεί να καθοριστεί η ευθύνη του μέρους που δεν συμμετέχει στη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2017, Icap κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑180/15, EU:T:2017:795, σκέψεις 265 έως 268, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Icap κ.λπ., C‑39/18 P, EU:C:2019:584).

102    Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η καθυστέρηση ή εγκατάλειψη κάθε διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς με την αιτιολογία ότι μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, όπως εν προκειμένω η Scania, αποσύρθηκε από τη διαδικασία αυτή, θα αντέβαινε στον σκοπό που επιδιώκει η διαδικασία διευθέτησης διαφορών, όπως αυτός εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού (ΕΚ) 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, L 171, σ. 3), ο οποίος συνίσταται στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις που επέλεξαν να συμβιβαστούν. Εντούτοις, η εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού δεν πρέπει να θίγει τις απαιτήσεις που συνδέονται με την τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και του καθήκοντος αμεροληψίας.

103    Οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, τις οποίες προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήτοι το γεγονός ότι η πλήρης ανακοίνωση αιτιάσεων είχε αποσταλεί σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και ότι τα μέρη αυτά είχαν πλήρη πρόσβαση στον φάκελο έρευνας, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της «υβριδικής» διαδικασίας, διεξαγόμενης σε στάδια, δεν κατέστησε δυνατή την επίτευξη του ως άνω σκοπού ταχύτητας και αποτελεσματικότητας. Πράγματι, στην επίτευξη του σκοπού αυτού κατατείνουν και άλλες περιστάσεις που προσιδιάζουν σε διαδικασία διευθέτησης διαφορών, όπως η παραδοχή με όρους που δεν επιδέχονται παρερμηνεία, από τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς, της ευθύνης τους για την παράβαση καθώς και η αποδοχή της περιορισμένης άσκησης των δικαιωμάτων άμυνάς τους και του εύρους των προστίμων [βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, C 167, σ. 1)].

104    Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν οι προσφεύγουσες, οι «υβριδικές» διαδικασίες στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, στις οποίες η έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και της απόφασης κατόπιν της συνήθους διαδικασίας λαμβάνουν χώρα διαδοχικά, δεν συνεπάγονται αφ’ εαυτών, σε όλες τις περιστάσεις, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ή παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας και δεν έχουν ως αναπόφευκτη συνέπεια την προσβολή των αρχών και των δικαιωμάτων αυτών, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 100 και 101 ανωτέρω.

105    Επομένως, η Επιτροπή δικαιούται να εφαρμόσει μια τέτοια «υβριδική» διαδικασία και να εκδώσει την απόφαση διευθέτησης της διαφοράς πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι διασφαλίζεται η πλήρης τήρηση των αρχών και των δικαιωμάτων αυτών.

106    Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή τήρησε το τεκμήριο αθωότητας και το καθήκον αμεροληψίας έναντι της Scania, καθώς και τα δικαιώματα άμυνάς της.

107    Οι προσφεύγουσες στηρίζουν τις αιτιάσεις του πρώτου λόγου ακυρώσεως κυρίως στην προκείμενη ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελιώνονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία. Συναφώς, αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τη συμπεριφορά των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς, όπως αυτά που εκτίθενται στο σημείο 3 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, αλλά «εμπλέκουν κατ’ ανάγκην και τη Scania», με αποτέλεσμα ο κύκλος των επιχειρήσεων των οποίων η συμπεριφορά χαρακτηρίστηκε νομικώς στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς να μην περιορίζεται στους αποδέκτες της εν λόγω απόφασης αλλά να περιλαμβάνει και τη Scania. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας απορρέει από το ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν βάσει των ίδιων επιχειρημάτων τα οποία διατυπώθηκαν με την ανακοίνωση αιτιάσεων που απευθύνθηκε τόσο στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς όσο και στις προσφεύγουσες.

108    Συναφώς, όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, υπενθυμίζεται ότι η αρχή αυτή αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πλέον κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη και η οποία έχει εφαρμογή σε διαδικασίες σχετικά με παραβάσεις των εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων κανόνων του ανταγωνισμού οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψεις 72 και 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Το άρθρο 48 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, για την ερμηνεία του άρθρου 48 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της ΕΣΔΑ ως ελάχιστο όριο προστασίας, καθώς και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, AH κ.λπ. (Τεκμήριο αθωότητας) (C‑377/18, EU:C:2019:670, σκέψεις 41 και 42]. Ειδικότερα, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, A. Menarini Diagnostics S.R.L. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2011:0927JUD004350908, §§ 39 έως 44), η οποία αφορούσε κύρωση επιβληθείσα από την ιταλική ρυθμιστική αρχή ανταγωνισμού λόγω στρεβλωτικών του ανταγωνισμού πρακτικών ανάλογων προς αυτές που προσάπτονται στις προσφεύγουσες, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, η κύρωση είχε, λόγω της αυστηρότητάς της, ποινικό χαρακτήρα. Εντούτοις, το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι η φύση μιας διοικητικής διαδικασίας, όπως η επίμαχη στην παρούσα απόφαση, μπορεί να διαφέρει, από πολλές απόψεις, από τη φύση μιας ποινικής διαδικασίας υπό στενή έννοια. Μολονότι οι ως άνω διαφορές δεν απαλλάσσουν τα συμβαλλόμενα κράτη από την υποχρέωσή τους να σέβονται όλες τις εγγυήσεις που παρέχονται από το ποινικό σκέλος του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, μπορούν, εντούτοις, να επηρεάσουν τον τρόπο της εφαρμογής τους (απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, A. Menarini Diagnostics S.R.L. κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2011:0927JUD004350908, § 62· πρβλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Νοεμβρίου 2006, Jussila κατά Φινλανδίας, CE:ECHR:2006:1123JUD007305301, § 43).

111    Το τεκμήριο αθωότητας συνεπάγεται ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, το ως άνω τεκμήριο αντιτίθεται σε κάθε τυπική βεβαίωση και ακόμη σε κάθε υπαινιγμό που έχει ως αντικείμενο την ευθύνη ενός προσώπου, το οποίο κατηγορείται για συγκεκριμένη παράβαση, και περιέχεται σε μια απόφαση με την οποία τερματίζεται η σχετική ενέργεια, χωρίς το πρόσωπο αυτό να απολαύει όλων των εγγυήσεων που παρέχονται κατά κανόνα για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που ακολουθεί τη συνήθη ροή της και οδηγεί σε απόφαση επί του βασίμου της αμφισβήτησης (βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2017, Icap κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑180/15, EU:T:2017:795, σκέψη 257 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Icap κ.λπ., C‑39/18 P, EU:C:2019:584).

112    Συναφώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η πρόωρη διαπίστωση της ενοχής ενός υπόπτου η οποία διατυπώνεται σε απόφαση εκδοθείσα κατά υπόπτων που διώκονται χωριστά μπορεί επίσης, θεωρητικώς, να παραβιάσει το τεκμήριο αθωότητας (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Karaman κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2014:0227JUD001710310, § 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Κατά το ΕΔΔΑ, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας παραβιάζεται αν δικαστική απόφαση ή επίσημη δήλωση σχετικά με κατηγορούμενο περιέχει σαφή δήλωση ότι ο ενδιαφερόμενος διέπραξε την προσαπτόμενη παράβαση, χωρίς να υπάρχει καταδίκη του με ισχύ δεδικασμένου. Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω Δικαστήριο υπογράμμισε, αφενός, τη σημασία της επιλογής της διατύπωσης που χρησιμοποίησαν οι δικαστικές αρχές και των συγκεκριμένων περιστάσεις υπό τις οποίες χρησιμοποιήθηκε η διατύπωση αυτή και, αφετέρου, τη σημασία της φύσης και του πλαισίου της σχετικής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Karaman κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2014:0227JUD001710310, § 63).

114    Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι, στις περίπλοκες ποινικές διαδικασίες όπου εμπλέκονταν πολλοί ύποπτοι οι οποίοι δεν μπορούσαν να δικαστούν μαζί, το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει την ενοχή των κατηγορουμένων, ενίοτε έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει μνεία της συμμετοχής τρίτων που θα δικάζονταν ίσως χωριστά στη συνέχεια. Το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, αν έπρεπε να μνημονευθούν πραγματικά περιστατικά σχετικά με την εμπλοκή τρίτων, το επιληφθέν δικαστήριο θα έπρεπε να αποφύγει να γνωστοποιήσει περισσότερες πληροφορίες από όσες είναι αναγκαίες για την ανάλυση της νομικής ευθύνης των ατόμων που δικάζονται ενώπιον αυτού. Επιπλέον, το ίδιο δικαστήριο υπογράμμισε ότι το σκεπτικό των δικαστικών αποφάσεων έπρεπε να διατυπώνεται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται μια ενδεχόμενη πρόωρη κρίση σχετική με την ενοχή τρίτων εμπλεκομένων, ικανή να διακυβεύσει τη δίκαιη εξέταση των κατηγοριών σε βάρος τους στο πλαίσιο αυτοτελούς διαδικασίας (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Karaman κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2014:0227JUD001710310, §§ 64 και 65, και της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Navalnyy και Ofitserov κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2016:0223JUD004663213, § 99).

115    Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προέρχεται όχι μόνον από δικαστή ή δικαστήριο, αλλά και από άλλες δημόσιες αρχές (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Μαρτίου 2011, Begu κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2011:0315JUD002044802, § 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Εν προκειμένω, επισημαίνεται, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ότι κανένα από τα χωρία της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς που επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν περιέχει αναφορά ή υπαινιγμό στη Scania από όπου να προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω απόφασης, είχε ήδη προδικάσει την ευθύνη της Scania στο πλαίσιο παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

117    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται το περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψης 4 της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία έχει ως εξής:

«Στις 20 Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 κατά των αποδεκτών της παρούσας απόφασης και πλειόνων οντοτήτων άλλης επιχείρησης. Η επιχείρηση αυτή δεν υπέβαλε αίτημα διευθέτησης της διαφοράς κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10α, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004. Κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω απόφασης [διευθέτησης της διαφοράς], εκκρεμεί η διοικητική διαδικασία που κινήθηκε κατά της ως άνω επιχείρησης δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003. Προκειμένου να αρθεί κάθε αμφισημία, η παρούσα απόφαση [διευθέτησης της διαφοράς] δεν περιέχει καμία διαπίστωση σχετικά με την εν λόγω επιχείρηση όσον αφορά παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

118    Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 4 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, η Επιτροπή παρέπεμπε εμμέσως στη Scania, αφενός, ως επιχείρηση κατά της οποίας εκκρεμούσε η διοικητική διαδικασία βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 και, αφετέρου, επισημαίνοντας ότι στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς δεν διατυπωνόταν κανένα συμπέρασμα ως προς τη Scania σχετικό με παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Μια τέτοια αναφορά, όμως, μπορεί να χαρακτηρισθεί το πολύ ως απόρροια μιας υπόνοιας περί ευθύνης της Scania, η οποία δεν είχε ακόμη αποδειχθεί, και δεν συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Karaman κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2014:0227JUD001710310, § 63, και της 31ης Οκτωβρίου 2017, Bauras κατά Λιθουανίας, CE:ECHR:2017:1031JUD005679513, § 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119    Δεύτερον, μολονότι η υφιστάμενη στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς ρητή αναφορά στην απουσία, κατά το στάδιο αυτό, συμπεράσματος περί ευθύνης της Scania βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ καταδεικνύει τη βούληση της Επιτροπής να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή της τήρησης του τεκμηρίου αθωότητας, όπως η εν λόγω υποχρέωση έχει τεθεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Karaman κατά Γερμανίας, CE:ECHR:2014:0227JUD001710310, §§ 67, 69 και 70, και της 31ης Οκτωβρίου 2017, Bauras κατά Λιθουανίας, CE:ECHR:2017:1031JUD005679513, § 54), ήτοι σαφή αναφορά στο ότι η Scania είχε εμπλακεί σε εκκρεμή αυτοτελή διαδικασία και ότι η ευθύνη της δεν είχε ακόμη αποδειχθεί κατά νόμον [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, AH κ.λπ. (Τεκμήριο αθωότητας), C‑377/18, EU:C:2019:670, σκέψη 45], εντούτοις, δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να αποκλείσει την παραβίαση της αρχής αυτής, όπως δέχθηκε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

120    Επομένως, προκειμένου να ελεγχθεί η τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας, πρέπει επίσης να αναλυθεί η αιτιολογία της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς στο σύνολό της, υπό το πρίσμα των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες εκδόθηκε, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον άλλα χωρία της απόφασης αυτής που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως πρόωρη διαπίστωση της ευθύνης της Scania για την παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης δεν καθιστούν άνευ ουσίας τη ρητή αναφορά στην απουσία συμπεράσματος περί ευθύνης της [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, AH κ.λπ. (Τεκμήριο αθωότητας), C‑377/18, EU:C:2019:670, σκέψη 46].

121    Συναφώς, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στο σημείο 3 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο αφορά την περιγραφή της συμπεριφοράς των αποδεκτών της εν λόγω απόφασης, και ειδικότερα σε ορισμένα χωρία στα οποία η Επιτροπή περιέγραψε τις συμπεριφορές στις οποίες συμμετείχαν «μεταξύ άλλων» οι αποδέκτες αυτοί (αιτιολογικές σκέψεις 47 και 60 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς).

122    Η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι αναφορές αυτές δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι παραπέμπουν εμμέσως στη Scania, ακόμη και αν ερμηνευθούν σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 4 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς. Οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν επιχειρήματα ικανά να αντικρούσουν την ερμηνεία αυτή των αιτιολογικών σκέψεων 47 και 60 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς.

123    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή, μνημονεύοντας στην απόφαση διευθέτηση της διαφοράς τη συμπεριφορά, «μεταξύ άλλων», των αποδεκτών της, εννοούσε εμμέσως, κατά κύριο λόγο, τη Scania, η μνεία αυτή δεν αφορά την ευθύνη της Scania για την επίμαχη παράβαση κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω, αλλά, το πολύ, τη συμμετοχή της σε ορισμένες συμπεριφορές που έγιναν δεκτές ως αληθείς έναντι των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς. Επομένως, δεν συνιστά «σαφή» δήλωση –που έλαβε χώρα παρά την απουσία αμετάκλητης απόφασης που να αναγνωρίζει την ευθύνη της Scania– ότι η Scania διέπραξε την επίμαχη παράβαση κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 113 ανωτέρω.

124    Ειδικότερα, στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς η Επιτροπή προέβη, σύμφωνα και με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά έγιναν δεκτά από τους αποδέκτες της απόφασης ως στοιχειοθετούντα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, και διατύπωσε, στο σημείο 4 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, συμπεράσματα ως προς την ευθύνη για την παράβαση αυτή όσον αφορά μόνον τους αποδέκτες της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς.

125    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ωστόσο ότι η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας της Scania προκύπτει από το ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς καθορίζει την τελική θέση της Επιτροπής όσον αφορά τις ίδιες ενέργειες με εκείνες που εκτίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, σύμφωνα δε με την εν λόγω απόφαση, οι ως άνω ενέργειες, στην τέλεση των οποίων φέρεται ότι έλαβε μέρος και η Scania, συνιστούν παράβαση. Η δήλωση αυτή υπερβαίνει, κατά τις προσφεύγουσες, τον απλό υπαινιγμό σε ενδεχόμενη ευθύνη της Scania.

126    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς είναι αυτά που έγιναν δεκτά από τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 της απόφασης αυτής.

127    Το γεγονός και μόνον ότι οι αποδέκτες της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς παραδέχθηκαν τη συμμετοχή τους στην παράβαση και αναγνώρισαν την ενοχή τους δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έμμεση αναγνώριση της ευθύνης της Scania λόγω της ενδεχόμενης συμμετοχής της στις ίδιες ενέργειες, μετατρέποντας έτσι αυτομάτως, de facto και de jure, τα συμπεράσματα που έγιναν δεκτά έναντι των μερών της μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς σε ένα είδος «συγκεκαλυμμένης ετυμηγορίας» της Επιτροπής έναντι της Scania (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Pometon κατά Επιτροπής, T‑433/16, EU:T:2019:201, σκέψη 68).

128    Ωστόσο, το γεγονός ότι τα μέρη της σύμπραξης τα οποία έλαβαν μέρος στη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς αναγνώρισαν την ενοχή τους ενδέχεται να έχει αντίκτυπο ως προς τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη συμμετοχή μιας «άλλης επιχείρησης» η οποία φέρεται να είχε συμμετάσχει στην ίδια σύμπραξη, εν προκειμένω της Scania (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Pometon κατά Επιτροπής, T‑433/16, EU:T:2019:201, σκέψη 92· πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Navalnyy και Ofitserov κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2016:0223JUD004663213, § 103). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε τα πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά από τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς να μη γίνονται δεκτά ως αληθή έναντι μέρους της σύμπραξης που δεν συμμετέχει στη διαδικασία αυτή, όπως η Scania, χωρίς να έχει προηγηθεί πλήρης και κατάλληλη εξέταση κατά τη συνήθη διαδικασία σε σχέση με τα επιχειρήματα που προβάλλει και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει το μέρος αυτό (πρβλ. κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Navalnyy και Ofitserov κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2016:0223JUD004663213, §§ 103 έως 105, και της 31ης Οκτωβρίου 2017, Bauras κατά Λιθουανίας, CE:ECHR:2017:1031JUD005679513, § 53).

129    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της συνήθους διοικητικής διαδικασίας, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση και η Επιτροπή βρίσκονται, σε σύγκριση με τη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς, σε μια κατάσταση καλούμενη «tabula rasa», στην οποία οι ευθύνες πρέπει ακόμη να αποδειχθούν. Ειδικότερα, κατά την έκδοση της απόφασης σχετικά με τη Scania κατόπιν της συνήθους διοικητικής διαδικασίας, αφενός, η Επιτροπή δεσμευόταν αποκλειστικά από την ανακοίνωση αιτιάσεων και, αφετέρου, ήταν υποχρεωμένη, τηρώντας την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, να λάβει υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις, περιλαμβανομένων όλων των πληροφοριών και όλων των επιχειρημάτων που προέβαλε η Scania στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος ακροάσεώς της, με αποτέλεσμα να υποχρεούται να επανεξετάσει τον φάκελο σε σχέση με τα στοιχεία αυτά (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, T‑456/10, EU:T:2015:296, σκέψεις 90, 96 και 107, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2017, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, C‑411/15 P, EU:C:2017:11, σκέψεις 119 και 136).

130    Εξάλλου, ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών που υιοθέτησε η Επιτροπή έναντι των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς δεν προϋποθέτει, αφ’ εαυτού, ότι ο ίδιος νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών θα υιοθετηθεί κατ’ ανάγκην από την Επιτροπή έναντι της Scania μετά το πέρας της χωριστής διαδικασίας που την αφορά, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 366 της προσβαλλόμενης απόφασης και επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική υπέχει ευθύνη βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ενώ το άλλο δεν υπέχει (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, ABB κατά Επιτροπής, T‑445/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:449, σκέψεις 177 έως 179 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

131    Όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας προκύπτει από το ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζονται στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή παραδέχεται ότι υφίσταται κάποια αλληλεπικάλυψη μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε στις δύο αποφάσεις.

132    Ωστόσο, μια τέτοια αλληλεπικάλυψη μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων δεν αρκεί για να συναχθεί ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν τηρήθηκε εν προκειμένω έναντι των προσφευγουσών. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή και στις δύο αποφάσεις βασίστηκε στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως προδικάζει το συμπέρασμα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει η Επιτροπή όσον αφορά την ευθύνη της Scania.

133    Εξάλλου, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ενώ η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας αντιτίθεται στην τυπική διαπίστωση παράβασης ή σε κάθε υπαινιγμό περί ευθύνης των προσφευγουσών που θα μπορούσαν να περιέχονται στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες δεν έτυχαν όλων των εγγυήσεων που συνήθως παρέχονται για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της εκδόσεως της απόφασης αυτής, η αρχή αυτή δεν αποκλείει τη δυνατότητα επίκλησης των κοινών αποδεικτικών στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσφεύγουσες έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης τις διαπιστώσεις που έγιναν βάσει των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2007, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, T‑474/04, EU:T:2007:306, σκέψεις 76 και 77), όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

134    Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας απορρέει από το ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν βάσει των ίδιων επιχειρημάτων τα οποία διατυπώθηκαν με την ανακοίνωση αιτιάσεων που απευθύνθηκε τόσο στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς όσο και στις προσφεύγουσες.

135    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή διατύπωσε συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο και την ευθύνη της Scania όσον αφορά την επίμαχη παράβαση στην ανακοίνωση αιτιάσεων που απέστειλε τόσο στη Scania όσο και στα μέρη που τελικώς συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς, αντιθέτως προς όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς δεν βασίζεται άμεσα στην εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων, αλλά στην κοινή ερμηνεία των αιτιάσεων μεταξύ των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς και της Επιτροπής κατά το πέρας των συναντήσεων που αφορούσαν τη διευθέτηση, σύμφωνα με το άρθρο 10α, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004 και τις παραγράφους 16 και 17 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων, όπως τόνισε και η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 367 της προσβαλλόμενης απόφασης.

136    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι τίποτα δεν εμπόδιζε τις προσφεύγουσες να αντικρούσουν, κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνάς τους, τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν εις βάρος τους με την ανακοίνωση αιτιάσεων.

137    Πράγματι, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας υποχρεώνει την Επιτροπή να παρέχει στους ενδιαφερομένους, πριν από τη λήψη απόφασης επί προστίμων, την ευκαιρία να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους σχετικά με τις αιτιάσεις που δέχθηκε εναντίον τους, ιδίως σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση, καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, 85/76, EU:C:1979:36, σκέψεις 9 και 11).

138    Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού, αυτή ακριβώς η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί την ουσιαστική συναφή δικονομική εγγύηση (βλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κ.λπ. κατά Versalis κ.λπ., C‑93/13 P και C‑123/13 P, EU:C:2015:150, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139    Επομένως, οι προσφεύγουσες, ισχυριζόμενες ότι η Επιτροπή παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας της Scania λόγω του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς βασίζονταν στα ίδια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία καθώς και στις ίδια επιχειρήματα που διατυπώθηκαν με την ανακοίνωση αιτιάσεων τόσο έναντι των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς όσο και έναντι της Scania, παραβλέπουν, αφενός, το δικαίωμά τους να υποβάλουν, κατά την άσκηση του δικαιώματος ακροάσεώς τους στο πλαίσιο της συνήθους διοικητικής διαδικασίας, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία προτίθεται η Επιτροπή να βασιστεί και τα οποία, ενδεχομένως, είχαν ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή κατά την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και, αφετέρου, την υποχρέωση της Επιτροπής να επανεξετάζει τον φάκελο υπό το πρίσμα των ως άνω νέων στοιχείων.

140    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το ότι είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνάς τους στο πλαίσιο της συνήθους διοικητικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς, και, επομένως, να αμφισβητήσουν τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που εντόπισε η Επιτροπή για να στηρίξει τις εις βάρος τους αιτιάσεις. Ειδικότερα, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 379 της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς δε να το αμφισβητούν οι προσφεύγουσες, αυτές είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν την άποψή τους σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή, ιδίως εκείνων που προστέθηκαν στον φάκελο της έρευνας μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, όπως τα αποσπάσματα των απαντήσεων ορισμένων μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή τα συμπληρωματικά πραγματικά στοιχεία που εντόπισε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της συνήθους διοικητικής διαδικασίας, ενισχύοντα τα προσωρινά συμπεράσματά της που περιέχονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τα οποία είχαν κοινοποιηθεί στη Scania με την από 7ης Απριλίου 2017 έκθεση πραγματικών περιστατικών.

141    Εντούτοις, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν δεν ελήφθησαν υπόψη, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει ήδη προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό και είχε χαρακτηρίσει τη φερόμενη συμπεριφορά της Scania ως παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

142    Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, έχοντας προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών με την απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, διαπιστώνοντας παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεν ήταν πλέον σε θέση να επανεξετάσει την εκτίμηση αυτή και να αξιολογήσει αντικειμενικά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε και τα επιχειρήματα που προέβαλε η Scania ή να λάβει άλλα μέτρα έρευνας τα οποία θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση ή να αποδυναμώσουν τις εν λόγω εκτιμήσεις που περιέχονται στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς. Επομένως, η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς επηρέασε τη στρατηγική έρευνας της Επιτροπής και, εν τέλει, το περιεχόμενο των αποδείξεων επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, οι προσφεύγουσες επικαλούνται ορισμένες περιστάσεις σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τις οποίες προκύπτει η έλλειψη αμεροληψίας της Επιτροπής.

143    Ειδικότερα, υποστηρίζουν, στο πλαίσιο της δεύτερης αιτίασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, παρέβη την υποχρέωσή της να διεξαγάγει αμερόληπτη έρευνα.

144    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται να σέβεται, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας στον τομέα των συμπράξεων, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 154 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

145    Κατά το άρθρο 41 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Η επιταγή αυτή της αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146    Μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, οι οποίες συνδέονται με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, περιλαμβάνεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 170 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

147    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, πιθανή παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας υπό περιστάσεις παρόμοιες με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης δεν αξιολογείται μόνον ως ενδεχόμενη συνέπεια παραβίασης της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας κατά την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, αλλά μπορεί να προκύπτει από άλλες παραλείψεις της Επιτροπής να παράσχει επαρκείς εγγυήσεις προκειμένου να αποκλειστεί κάθε εύλογη αμφιβολία, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 145 ανωτέρω, όσον αφορά την αμεροληψία της κατά τη διεξαγωγή της συνήθους διαδικασίας.

148    Εντούτοις, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε, εν προκειμένω, όλες τις εγγυήσεις προκειμένου να αποκλειστεί κάθε εύλογη αμφιβολία όσον αφορά την αμεροληψία της κατά την εξέταση της υπόθεσης αναφορικά με τη Scania, και ιδίως κατά την εξέταση των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που προέβαλε στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων άμυνάς της κατά τη συνήθη διοικητική διαδικασία.

149    Πρώτον, υπογραμμίζεται συναφώς ότι, κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν, στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας, από τα μέρη που επέλεξαν να μη συμβιβαστούν, η Επιτροπή ουδόλως δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς που δέχθηκε στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς έναντι των μερών που αποφάσισαν να συμβιβαστούν. Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και του καθήκοντος αμεροληψίας που υπέχει, η Επιτροπή μπορεί να καταλήξει σε πραγματικές διαπιστώσεις ή σε νομικούς χαρακτηρισμούς διαφορετικούς από εκείνους που περιέχονται στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, αν τούτο δικαιολογείται από την εκ μέρους της εκ νέου εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, σύμφωνα με την αρχή «tabula rasa».

150    Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η αμφιβολία ως προς την αμεροληψία της Επιτροπής απορρέει από το ότι το αρμόδιο για τον ανταγωνισμό μέλος της Επιτροπής ανακοίνωσε, επ’ ευκαιρία συνέντευξης Τύπου, την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να μην μπορούσε πλέον να αποκλίνει από τα συμπεράσματα της απόφασης αυτής στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, στο επίμαχο δελτίο Τύπου αναφέρεται σαφώς, όπως και στην αιτιολογική σκέψη 4 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς (βλ. σκέψη 117 ανωτέρω), ότι το προαναφερθέν μέλος της Επιτροπής δεν διατυπώνει κανένα συμπέρασμα σχετικά με την ευθύνη της Scania έναντι της οποίας βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη η συνήθης διαδικασία. Συνεπώς, το αρμόδιο για τον ανταγωνισμό μέλος της Επιτροπής περιορίστηκε, με το εν λόγω ανακοινωθέν, να ενημερώσει το κοινό σχετικά με την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς όσον αφορά την ευθύνη της Scania για την επίμαχη παράβαση, με τη διακριτικότητα και την εχεμύθεια που απαιτούνται από την τήρηση του τεκμηρίου αθωότητας, και, επομένως, δεν παρέβη το καθήκον αμεροληψίας που υπέχει (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑691/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:922, σκέψεις 132 και 134).

151    Τρίτον, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν με ποιον τρόπο το γεγονός ότι εμπλέκονταν οι ίδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, ιδίως αυτές της Γενικής Διεύθυνσης «Ανταγωνισμός», στην έκδοση τόσο της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς όσο και της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποδείξει την έλλειψη αμερόληπτης εξέτασης της υπόθεσης έναντι αυτών. Βεβαίως, η εμπλοκή των ίδιων υπηρεσιών στην έκδοση των δύο αποφάσεων καθιστά δυσχερέστερο να διασφαλιστεί ότι η εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά μια επιχείρηση κατόπιν της έκδοσης της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την αρχή «tabula rasa» που επιβάλλει η νομολογία (βλ. σκέψη 129 ανωτέρω), πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει, προς άρση των σχετικών αμφιβολιών, την ανάθεση των φακέλων σε δύο διαφορετικές ομάδες.

152    Εντούτοις, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι ένα μέλος της Επιτροπής ή των υπηρεσιών που εμπλέκονται στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης επέδειξε μεροληπτική στάση ή ήταν προσωπικώς προκατειλημμένο εις βάρος της Scania, ιδίως λόγω της συμμετοχής του στην έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς, κατά παραβίαση της αρχής της υποκειμενικής αμεροληψίας, συνθήκη η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την αμερόληπτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τη Scania.

153    Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν ήταν διατεθειμένη να διεξαγάγει περαιτέρω έρευνα, που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητήσει τη θέση που είχε διατυπώσει με την απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, υπενθυμίζεται ότι στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (βλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2016, Schenker κατά Επιτροπής, T‑265/12, EU:T:2016:111, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

154    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, όπως τόνισε άλλωστε και η ίδια, διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς τη σκοπιμότητα διεξαγωγής έρευνας. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εκδήλωση μεροληπτικής στάσης της Επιτροπής έναντι των προσφευγουσών δεν μπορεί να συναχθεί κατά τρόπο αφηρημένο από την ύπαρξη μιας τέτοιας διακριτικής ευχέρειας κατά τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας. Απεναντίας, η μη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας εξηγείται πρωτίστως από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά τη σκοπιμότητα διεξαγωγής τέτοιων ερευνών. Επομένως, στις προσφεύγουσες εναπέκειτο να προβάλουν επιχειρήματα από τα οποία θα προέκυπτε συγκεκριμένα ότι η μη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας μπορούσε να εξηγηθεί μόνον από τη μεροληπτική στάση της Επιτροπής και όχι από τη νόμιμη άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας κατά τη διενέργεια της έρευνας.

155    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, συναφώς, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατά την αξιολόγηση της φύσης και της έκτασης (χρονικής και γεωγραφικής) της εικαζόμενης συμπεριφοράς, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 144 και 339 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών την οποία η Scania απέρριψε και αντέκρουσε εμπεριστατωμένα. Κατά τις προσφεύγουσες, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή συνέχισε την έρευνα προκειμένου να ελέγξει τα συμπεράσματα της Scania, για παράδειγμα απευθύνοντάς της αίτηση παροχής πληροφοριών προκειμένου να προσκομίσει η Scania έγγραφες αποδείξεις σχετικά με τις παρατηρήσεις ή τα επίμαχα αμφισβητούμενα στοιχεία, ή απευθύνοντας μια τέτοια αίτηση σε άλλους ενδιαφερομένους. Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε «ιδιοτελή παράλειψη».

156    Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά των προσφευγουσών αποδεικνύουν, το πολύ, ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε τα συμπεράσματα ή τις ερμηνείες των πραγματικών περιστατικών που πρότεινε η Scania, θεωρώντας ιδίως ότι ήταν αναξιόπιστα (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 301 της προσβαλλόμενης απόφασης) και ανάγονται στο ζήτημα αν οι διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τεκμηριώνονται δεόντως από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή και αν αυτή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στην ανάλυσή της, ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην εξέταση της βασιμότητας της εκτίμησης της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑691/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:922, σκέψη 137 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι ικανοί να αποδείξουν ότι η Επιτροπή επέδειξε μεροληπτική στάση αποφασίζοντας, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, να μη συνεχίσει την έρευνα και, ιδίως, να μη ζητήσει από τις προσφεύγουσες να προσκομίσουν συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των δικών τους ισχυρισμών.

157    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε κατά τρόπο ανεξάρτητο καθόσον, όσον αφορά τις εικαζόμενες συμπράξεις, είναι η αρχή που είναι επιφορτισμένη τόσο με την έρευνες όσο και με τη λήψη αποφάσεων.

158    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η σώρευση από την Επιτροπή των λειτουργιών διερεύνησης και επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν αντιβαίνει αυτή καθεαυτήν στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, και δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, δεδομένου ότι οι αποφάσεις της υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης ο οποίος παρέχει τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψεις 33 έως 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Ιουνίου 2012, Bolloré κατά Επιτροπής, T‑372/10, EU:T:2012:325, σκέψεις 65 έως 67).

159    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε, κατά τη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όλες τις διαδικαστικές εγγυήσεις που συνδέονται με την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς τους, όπως αυτές προβλέπονται ιδίως από τις γενικές διατάξεις του κανονισμού 773/2004 (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω), αλλά επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους μόνον όσον αφορά το ότι, στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, η Επιτροπή προέβη σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που αφορούν τη συμπεριφορά των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς αλλά εμπλέκουν κατ’ ανάγκην και τη Scania, χωρίς αυτή να είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνας.

160    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως δε προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης την οποία έχει επανειλημμένως επισημάνει η νομολογία του Δικαστηρίου και η οποία καθιερώθηκε με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η αρχή αυτή πρέπει να τηρείται πλήρως ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, C‑511/06 P, EU:C:2009:433, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κ.λπ. κατά Versalis κ.λπ., C‑93/13 P και C‑123/13 P, EU:C:2015:150, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

161    Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως συγκαταλέγεται στα δικαιώματα άμυνας. Εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην εκ μέρους οργάνου της Ένωσης έκδοση απόφασης η οποία θίγει σοβαρά τα συμφέροντα ενός προσώπου (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψεις 50 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162    Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς εκδόθηκε χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους, επισημαίνεται, όπως προκύπτει από την εξέταση της αιτίασης που αφορά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, ότι η απόφαση διευθέτησης της διαφοράς δεν έθιξε σοβαρά τα συμφέροντα των προσφευγουσών κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 161 ανωτέρω, στο μέτρο που, αντιθέτως προς όσα αυτές υποστηρίζουν, η Επιτροπή δεν προέβη, με την απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών έναντι της Scania και ουδόλως προδίκασε την ευθύνη της για την επίμαχη παράβαση. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Scania δεν έτυχε ακρόασης στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς δεν προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνάς της.

163    Τέλος, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο η «προφανής σχέση» μεταξύ της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς και της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει από το ότι η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς στο πλαίσιο της κατάρτισης του μη εμπιστευτικού κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης με σκοπό τη δημοσίευσή του. Ειδικότερα, αφενός, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν με ποιον τρόπο μια τέτοια «προφανής σχέση» θα μπορούσε να στηρίξει τους ισχυρισμούς που προέβαλαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, έθεσε σε εφαρμογή τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2007, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής (T‑474/04, EU:T:2007:306), παρέχοντας στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τη δυνατότητα να επικαλεστούν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων στοιχείων που τα αφορούσαν, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, χωρίς να είναι αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης, εντούτοις μνημονεύονταν σε αυτή.

164    Ομοίως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν λυσιτελώς να υποστηρίζουν ότι λόγω ενός απλού τεχνικού σφάλματος, το οποίο είχε ως συνέπεια στον ιστότοπο της Επιτροπής, στο τμήμα που αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, να οδηγεί ένας σύνδεσμος στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται σχέση μεταξύ των δύο αποφάσεων, με αποτέλεσμα να μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα σχετικά με την ευθύνη της Scania βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

165    Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του δεύτερουλόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη και του άρθρου 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003

166    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους, κατά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη και του άρθρου 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, καθόσον αρνήθηκε να τους παράσχει πρόσβαση στο σύνολο των απαντήσεων που έδωσαν η [εμπιστευτικό] και η [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων, μολονότι είναι πιθανόν, κατά την άποψή τους, οι απαντήσεις αυτές να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία έναντι των λοιπών μερών, μεταξύ των οποίων η Scania, πέραν εκείνων που περιλαμβάνονται στα αποσπάσματα των εν λόγω απαντήσεων στα οποία της παρασχέθηκε πρόσβαση από τον σύμβουλο ακροάσεων.

167    Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, η [εμπιστευτικό] και η [εμπιστευτικό] χρησιμοποίησαν τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων για να αμφισβητήσουν τους εις βάρος τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα που επετράπη στη Scania να εξετάσει. Κατά τις προσφεύγουσες, το ότι η Επιτροπή μετέβαλε εν μέρει τη θέση της επί του ζητήματος αν οι απαντήσεις της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] ήταν ενοχοποιητικές ή απαλλακτικές δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη βασιμότητα της άρνησης να παρασχεθεί πλήρης πρόσβαση στις απαντήσεις αυτές.

168    Στηριζόμενη στη νομολογία, η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών καθόσον δεν αποδεικνύουν ότι η άρνηση παροχής στη Scania πρόσβασης στο σύνολο των απαντήσεων της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οι οποίες δεν αποτελούν τμήμα του φακέλου της έρευνας της υπόθεσης, προσέβαλε την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς της και, ιδίως, το δικαίωμα να λάβει γνώση των εγγράφων που ενδέχεται να περιέχουν απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία που την αφορούν.

169    Όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 160 ανωτέρω, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων, ιδίως δε προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία καθιερώθηκε με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη. Η αρχή αυτή πρέπει να τηρείται πλήρως ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα.

170    Σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, «[κ]ατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκόμενων μερών, τα οποία έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου».

171    Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

172    Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξέτασης όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 68).

173    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει γνώση, μέσω της ανακοίνωσης αιτιάσεων, των κρίσιμων στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και του δικαιώματός της πρόσβασης στον φάκελο προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων άμυνάς της. Συνεπώς, η απάντηση των λοιπών μετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι (αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltung και NKT κατά Επιτροπής, C‑607/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:385, σκέψη 263, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Hoechst κατά Επιτροπής, T‑161/05, EU:T:2009:366, σκέψη 163).

174    Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή προτίθεται να στηριχθεί σε απόσπασμα απάντησης σε ανακοίνωση αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε τέτοια απάντηση προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οφείλει να παράσχει στις λοιπές εμπλεκόμενες στην εν λόγω διαδικασία επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του συγκεκριμένου αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επίμαχο απόσπασμα μιας απάντησης στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή το συνημμένο στην απάντηση αυτή έγγραφο αποτελεί πράγματι επιβαρυντικό στοιχείο κατά των διαφόρων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση (απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltung και NKT κατά Επιτροπής, C‑607/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:385, σκέψη 264· βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Hoechst κατά Επιτροπής, T‑161/05, EU:T:2009:366, σκέψη 164 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

175    Αντιστοίχως, αν ένα απόσπασμα απάντησης σε ανακοίνωση αιτιάσεων ή συνημμένο σε τέτοια απάντηση έγγραφο δύναται να αποδειχθεί λυσιτελές για την άμυνα επιχείρησης στον βαθμό κατά τον οποίο παρέχει σε αυτήν τη δυνατότητα να επικαλεσθεί στοιχεία που δεν συνάδουν με τους επαγωγικούς συλλογισμούς στους οποίους προέβη η Επιτροπή κατά το στάδιο αυτό, τότε το εν λόγω απόσπασμα ή έγγραφο συνιστά απαλλακτικό στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να παρέχεται στην οικεία επιχείρηση η δυνατότητα να προβεί σε εξέταση του επίμαχου αποσπάσματος ή εγγράφου και να λάβει συναφώς θέση (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T‑133/07, EU:T:2011:345, σκέψη 43).

176    Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι άλλες επιχειρήσεις προέβαλαν τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα της οικείας επιχείρησης και ότι, ενδεχομένως, χρησιμοποίησαν πλείονες πόρους για την άμυνά τους δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι τα επιχειρήματα αυτά συνιστούν απαλλακτικά στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, T‑43/02, EU:T:2006:270, σκέψεις 353 και 355).

177    Όσον αφορά τις συνέπειες της πρόσβασης στον φάκελο χωρίς να τηρούνται οι ως άνω κανόνες, όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η οικεία επιχείρηση οφείλει να αποδείξει ότι η παράλειψη κοινοποίησης του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει εις βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει το εν λόγω απαλλακτικό έγγραφο για την άμυνά της και, συγκεκριμένα, να αποδεικνύει ότι, εάν η ίδια είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει το έγγραφο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, θα είχε μπορέσει να επικαλεσθεί στοιχεία τα οποία συγκρούονται με τους επαγωγικούς συλλογισμούς στους οποίους προέβη κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή και, επομένως, να επηρεάσει, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που επρόκειτο να διατυπώσει η Επιτροπή με την απόφασή της, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της προσαπτόμενης σε αυτήν συμπεριφοράς και, συνεπώς, το ύψος του προστίμου (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 74 και 75).

178    Η πιθανότητα να μπορούσε ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο να επηρεάσει την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής δεν μπορεί να αποδειχθεί παρά μόνον μετά από προκριματική εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από την οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν –σε σχέση προς αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία– μη ευκαταφρόνητη σημασία (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 76).

179    Ο προσφεύγων οφείλει, ωστόσο, να παραθέσει ορισμένες πρώτες ενδείξεις, όσον αφορά τη λυσιτέλεια των μη γνωστοποιηθέντων εγγράφων για την άμυνά του (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, T‑587/08, EU:T:2013:129, σκέψη 690 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltung και NKT κατά Επιτροπής, C‑607/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:385, σκέψη 265 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει τα τυχόν απαλλακτικά στοιχεία ή να προσκομίσει κάποιο στοιχείο ενισχύον την ύπαρξή τους και, ως εκ τούτου, τη λυσιτέλειά τους για τις ανάγκες της διαδικασίας (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Heineken Nederland και Heineken κατά Επιτροπής, T‑240/07, EU:T:2011:284, σκέψη 257 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

180    Πρέπει να εξεταστεί, υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, αν, εν προκειμένω, η άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση στο σύνολο των απαντήσεων της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων μπορούσε να θίξει τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών καθόσον δεν είχαν επαρκή πρόσβαση σε δυνητικώς απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως υποστηρίζουν.

181    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, όπως υπογράμμισε και η Επιτροπή, ότι υπάρχει διαφορά όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής σχετικά με μια επίμαχη σύμπραξη αναλόγως του χρονικού σημείου κατά το οποίο προστέθηκε ένα έγγραφο στον φάκελο έρευνας της υπόθεσης, πράγμα το οποίο προκύπτει επίσης από το σημείο 27 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ], των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, C 325, σ. 7). Ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να μπορέσουν να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνάς τους, δικαιούνται να λάβουν γνώση του φακέλου έρευνας της υπόθεσης, ως έχει ο φάκελος αυτός κατά τον χρόνο της αποστολής της ανακοίνωσης αιτιάσεων, τούτο δε προκειμένου να μπορέσουν να απαντήσουν λυσιτελώς στις αιτιάσεις που προέβαλε στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, η πρόσβαση στα στοιχεία που προστέθηκαν στη συνέχεια στον φάκελο, ιδίως στις απαντήσεις που έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων τα λοιπά εμπλεκόμενα στη σύμπραξη μέρη, δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε απεριόριστη (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltung και NKT κατά Επιτροπής, C‑607/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:385, σκέψη 265).

182    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι ο σύμβουλος ακροάσεων επέτρεψε στις προσφεύγουσες την πρόσβαση σε ορισμένα αποσπάσματα των απαντήσεων της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων, εκτιμώντας ότι μπορούσαν να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία όσον αφορά τη Scania, λαμβανομένου υπόψη του ότι προέρχονταν από αιτούντα επιεική μεταχείριση και από επιχείρηση προς την οποία η Επιτροπή είχε απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών και, επομένως, μπορούσαν να περιέχουν τροποποιήσεις ή ανακλήσεις των δηλώσεων στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή.

183    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι «είναι πιθανόν» ότι οι απαντήσεις της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων θα μπορούσαν να περιέχουν και άλλα απαλλακτικά στοιχεία τα οποία αυτές θα μπορούσαν να προβάλουν λυσιτελώς στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων άμυνάς τους.

184    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν και η Επιτροπή, οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών είναι πολύ αόριστοι όσον αφορά τον προσδιορισμό των τυχόν απαλλακτικών στοιχείων που ενδεχομένως περιέχουν οι απαντήσεις της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων, οι οποίες δεν τους γνωστοποιήθηκαν κατόπιν της απόφασης του συμβούλου ακροάσεων, οι δε προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κάποιο στοιχείο που να ενισχύει την ύπαρξη των εν λόγω απαλλακτικών στοιχείων και, ως εκ τούτου, τη λυσιτέλειά τους για την άμυνα των προσφευγουσών, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 179 ανωτέρω.

185    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες ουδόλως διευκρινίζουν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και θα μπορούσαν να είχαν επηρεαστεί αν τους είχε παρασχεθεί πλήρης πρόσβαση στις απαντήσεις της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζουν καμία διαπίστωση σχετικά με την παραβατική συμπεριφορά ειδικά της Scania την οποία η Επιτροπή είχε θεμελιώσει συγκεκριμένα σε στοιχείο σχετικό με την αίτηση επιεικούς μεταχείρισης της [εμπιστευτικό] ή στην απάντηση της [εμπιστευτικό] στην αίτηση παροχής πληροφοριών και η οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να μεταβληθεί ή να ανακληθεί από τα εν λόγω εμπλεκόμενα μέρη με τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

186    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται, συναφώς, τις ιδιαίτερες διαδικαστικές περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης και, ειδικότερα, το γεγονός ότι η [εμπιστευτικό] και η [εμπιστευτικό], δύο μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς, απηύθυναν στην Επιτροπή τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων σε χρόνο όπου οι συζητήσεις για τη συμβιβαστική διευθέτηση της διαφοράς ήταν εν εξελίξει, λίγες μόνον εβδομάδες πριν «πιθανότατα» υποβληθεί αίτημα διευθέτησης της διαφοράς και πριν από την έκδοση της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς. Οι προσφεύγουσες συνάγουν εξ αυτού ότι οι ως άνω απαντήσεις οπωσδήποτε περιείχαν τις αμφισβητήσεις των εις βάρος τους ισχυρισμών της Επιτροπής, πράγμα που προκύπτει επίσης από τα επίμαχα αποσπάσματα των απαντήσεων στα οποία παρασχέθηκε πρόσβαση στη Scania.

187    Εντούτοις, ένα τέτοιο συγκυριακού και χρονικού περιεχομένου στοιχείο σχετικά με το ότι τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς απάντησαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να αποδειχθεί ότι οι απαντήσεις αυτές περιέχουν νέα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της Scania.

188    Πάντως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι τα αποσπάσματα των επίμαχων απαντήσεων στα οποία τους παρασχέθηκε πρόσβαση από τον σύμβουλο ακροάσεων περιείχαν απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία χρήσιμα για την άμυνά τους και δεν επιχειρούν καν να συναγάγουν από τα αποσπάσματα αυτά ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι τα μη γνωστοποιηθέντα μέρη των εν λόγω απαντήσεων θα μπορούσαν, επαγωγικώς, να περιέχουν άλλα απαλλακτικά στοιχεία χρήσιμα για την άμυνά τους. Συγκεκριμένα, τα σχετικά επιχειρήματα των προσφευγουσών είναι γενικά και αφηρημένα.

189    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο σχετικά με τη χρησιμότητα που θα είχαν για την άμυνά τους τα μη γνωστοποιηθέντα μέρη των απαντήσεων της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους διότι δεν τους κοινοποίησε το πλήρες κείμενο των επίμαχων απαντήσεων.

190    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί το μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας που ζήτησαν οι προσφεύγουσες και με το οποίο ζητείται από την Επιτροπή να προσκομίσει το πλήρες κείμενο των απαντήσεων στην επίμαχη ανακοίνωση αιτιάσεων.

3.      Επί του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορούν το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης και τον καταλογισμό της στη Scania

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1)      Επί της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παράβασης

191    Κατά πάγια νομολογία, παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση της εν λόγω διάταξης. Έτσι, όταν οι διάφορες πράξεις των οικείων επιχειρήσεων εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της (βλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε μια τέτοια ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της, εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παράβασης στο σύνολό της, είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παράβασης. Τούτο ισχύει όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων και ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβαιναν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (βλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

193    Ως εκ τούτου, η επιχείρηση μπορεί να έχει συμμετάσχει άμεσα στο σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, οπότε η Επιτροπή ορθώς της καταλογίζει την ευθύνη για το σύνολο των συμπεριφορών αυτών και, συνεπώς, για την εν λόγω παράβαση στο σύνολό της. Η επιχείρηση μπορεί επίσης να έχει συμμετάσχει άμεσα σε μέρος μόνον των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά να γνώριζε το σύνολο των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ορθώς επίσης καταλογίζει στην επιχείρηση αυτή την ευθύνη για το σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, για την παράβαση στο σύνολό της (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 43).

194    Αντιθέτως, αν η επιχείρηση συμμετείχε άμεσα σε μία ή περισσότερες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές που συνθέτουν μία ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι, με δική της συμπεριφορά, ήθελε να συμβάλει στο σύνολο των κοινών σκοπών που επιδίωκαν οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη και ότι γνώριζε το σύνολο των λοιπών παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν οι εν λόγω συμμετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, η Επιτροπή μπορεί ορθώς να της καταλογίσει ευθύνη μόνο για τις συμπεριφορές στις οποίες συμμετείχε άμεσα και για τις συμπεριφορές που είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν οι λοιποί συμμετέχοντες επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς με εκείνους που επιδίωκε η ίδια και για τις οποίες αποδείχθηκε ότι γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 44).

195    Τέλος, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και διαρκής παράβαση, δεν είναι απαραίτητο να ελεγχθεί αν εμφανίζουν μεταξύ τους σχέση συμπληρωματικότητας, υπό την έννοια ότι καθεμία από αυτές αποσκοπεί στην αντιμετώπιση μίας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού, και αν συντείνουν, μέσω της αλληλεπίδρασής τους, στην επέλευση του συνόλου των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός σφαιρικού σχεδίου, επιδιώκοντας ενιαίο σκοπό. Αντιθέτως, η προϋπόθεση περί ενιαίου σκοπού συνεπάγεται ότι πρέπει να εξετάζεται εάν υφίστανται στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις επιμέρους ενέργειες που συνθέτουν την παράβαση και από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι οι ενέργειες άλλων εμπλεκομένων στην παράβαση επιχειρήσεων δεν είχαν τον ίδιο σκοπό ούτε το ίδιο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, δεν εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψεις 247 και 248).

196    Όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 191 και 192 ανωτέρω, τρία στοιχεία έχουν καθοριστική σημασία προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμετοχή μιας επιχείρησης σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Το πρώτο αφορά την ίδια την ύπαρξη της ενιαίας και διαρκούς παράβασης. Οι διάφορες επίμαχες συμπεριφορές πρέπει να εμπίπτουν σε ένα «συνολικό σχέδιο» το οποίο έχει ενιαίο σκοπό. Το δεύτερο και το τρίτο στοιχείο αφορούν τη δυνατότητα καταλογισμού της ενιαίας και διαρκούς παράβασης σε επιχείρηση. Αφενός, η επιχείρηση αυτή πρέπει να είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων. Αφετέρου, πρέπει να τελούσε εν γνώσει των παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες είχαν κατά νου ή στις οποίες προέβαιναν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑105/17, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:675, σκέψη 208· πρβλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑204/08 και T‑212/08, EU:T:2011:286, σκέψη 37).

2)      Επί του βάρους απόδειξης και του απαιτούμενου βαθμού αποδεικτικής ισχύος

197    Στο μέτρο που ο χαρακτηρισμός μιας παράβασης ως ενιαίας και διαρκούς καταλήγει στο να καταλογίζεται σε μια επιχείρηση συμμετοχή σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, σε περίπτωση που ερίζεται η ύπαρξη παράβασης, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδεικνύει τις παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει και να προσκομίζει στοιχεία που θεμελιώνουν επαρκώς κατά νόμον τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

198    Προκειμένου να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρά, συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία Ωστόσο, καθένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά για κάθε στοιχείο της παράβασης. Αρκεί το σύνολο των ενδείξεων τις οποίες επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, σφαιρικώς εκτιμώμενο, να ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

199    Εξάλλου, όταν στο πλαίσιο της απόδειξης παράβασης των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού η Επιτροπή στηρίζεται σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις οφείλουν όχι απλώς να παρουσιάσουν μια εναλλακτική εξήγηση σε σχέση με τη θέση της Επιτροπής, αλλά να αμφισβητήσουν την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται για την απόδειξη της παράβασης (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

200    Επιπλέον, τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχείρησης στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Hansen & Rosenthal και H&R Wax Company Vertrieb κατά Επιτροπής, C‑90/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:123, σκέψη 18). Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πλέον διακηρύσσεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το ως άνω τεκμήριο εφαρμόζεται επί των διαδικασιών σχετικά με την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις και μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω).

3)      Η προσβαλλόμενη απόφαση

201    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς επιδίωκαν κοινό σχέδιο με ενιαίο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό, ήτοι τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ. Κατά την Επιτροπή, ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε μέσω πρακτικών που μείωναν τα επίπεδα στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των μερών όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές, τις αυξήσεις των μικτών τιμών, το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών σχετικά με την εισαγωγή στην αγορά φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι συνεννοήσεις μεταξύ των μερών:

–        συνδέονταν με σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις των μικτών τιμών και των τιμοκαταλόγων μικτών τιμών καθώς και, περιστασιακά, με σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις των καθαρών τιμών ή των εκπτώσεων που προσφέρονταν στους πελάτες και με το χρονοδιάγραμμα των τροποποιήσεων αυτών·

–        συνδέονταν με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6·

–        αποτελούσαν ένα μέσο διαμοιρασμού άλλων ευαίσθητων από την άποψη του ανταγωνισμού πληροφοριών, όπως πληροφορίες σχετικές με τις προθεσμίες παράδοσης, τις παραγγελίες, τα αποθέματα, τα μερίδια των αγορών-στόχων, τις καθαρές ισχύουσες τιμές, τις εκπτώσεις, τους καταλόγους μικτών τιμών (ακόμη και πριν από την εφαρμογή τους) και τους διαμορφωτές των βαρέων φορτηγών.

202    Η Επιτροπή έκρινε, για πέντε λόγους, οι οποίοι εκτίθενται λεπτομερώς στις σκέψεις 452 έως 462 κατωτέρω, ότι η προαναφερθείσα συμπεριφορά αποτελούσε μέρος κοινού σχεδίου με ενιαίο σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Οι λόγοι αυτοί βασίζονταν, μεταξύ άλλων, στο ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές αφορούσαν τα ίδια προϊόντα, ήτοι τα μεσαία και βαρέα φορτηγά, και τον ίδιο όμιλο κατασκευαστών φορτηγών, στο ότι η φύση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών (τιμολογιακής φύσης πληροφορίες και πληροφορίες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής μοντέλων φορτηγών που συμμορφώνονται προς συγκεκριμένα περιβαλλοντικά πρότυπα) παρέμεινε η ίδια καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης, στο ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές είχαν λάβει χώρα σε συχνή και συστηματική βάση και στο ότι η φύση, η έκταση και ο σκοπός των επαφών αυτών δεν μεταβλήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης παρά το ότι το ιεραρχικό επίπεδο και οι εσωτερικές ευθύνες των υπαλλήλων που εμπλέκονταν στις εν λόγω επαφές είχαν εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της παράβασης.

4)      Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών ότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παράβασης προϋποθέτει ότι η Επιτροπή προσδιορίζει πλείονες παραβάσεις που προδήλως συνδέονται μεταξύ τους

203    Στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η επίκληση της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παράβασης προϋποθέτει τον προσδιορισμό από την Επιτροπή πλειόνων παραβάσεων που προδήλως συνδέονται μεταξύ τους. Κατά τις προσφεύγουσες, μια ενιαία και διαρκής παράβαση δεν μπορεί να περιλαμβάνει συμπεριφορές που δεν συνιστούν αφ’ εαυτών παράβαση.

204    Εκκινώντας από την προκείμενη αυτή, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με κάθε επίπεδο των επαφών χωριστά, προκειμένου να διαπιστώσει αν κάθε επίπεδο συνιστούσε παράβαση και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, να προσδιορίσει την εμβέλεια και τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό που επιδιωκόταν. Δεύτερον, η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει αν οι επίμαχες παραβάσεις έπρεπε να θεωρηθούν ως ενιαία συνολική παράβαση για τον λόγο ότι επιδίωκαν ένα συνολικό σχέδιο που εξυπηρετούσε ενιαίο σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Τέλος, τρίτον, και μόνον κατόπιν των δύο προηγούμενων σταδίων, η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει τη χρονική και γεωγραφική έκταση της ενιαίας και διαρκούς παράβασης βάσει των αποδεικτικών στοιχείων εξεταζομένων στο σύνολό τους. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή αγνόησε τα δύο πρώτα στάδια και, δεχόμενη την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, τη δικαιολόγησε αποδίδοντας στις επαφές στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στις επαφές στο γερμανικό επίπεδο την ίδια φύση και το ίδιο περιεχόμενο με τα αντίστοιχα των επαφών στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή δέχτηκε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης μολονότι δεν υφίστατο τέτοια παράβαση.

205    Η επιχειρηματολογία αυτή των προσφευγουσών, η οποία πρέπει να αναλυθεί πριν από την εξέταση του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να απορριφθεί.

206    Συγκεκριμένα, η προκείμενη στην οποία στηρίζεται η επιχειρηματολογία αυτή, κατά την οποία μια ενιαία και διαρκής παράβαση πρέπει να περιλαμβάνει συμπεριφορές οι οποίες, εκτιμώμενες μεμονωμένα, πρέπει να στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του δικαστή της Ένωσης. Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο δικαστής της Ένωσης έχει διευκρινίσει ότι παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ μπορεί να προκύπτει και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά, «έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως» (βλ. σκέψη 191 ανωτέρω).

207    Κατά το Δικαστήριο, όταν οι διάφορες δράσεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη των δράσεων αυτών αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη ως εν όλον (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 258).

208    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η διαπίστωση της ύπαρξης ενιαίας και διαρκούς παράβασης δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την εκ μέρους της Επιτροπής απόδειξη πλειόνων παραβάσεων, καθεμία από τις οποίες εμπίπτει στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, αλλά την εκ μέρους της απόδειξη του ότι οι διάφορες ενέργειες τις οποίες εντόπισε εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο με σκοπό την επίτευξη ενός αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενιαίου σκοπού. Η εκ μέρους της Επιτροπής απόδειξη της ύπαρξης ενός τέτοιου σχεδίου και της σύνδεσης των ανωτέρω ενεργειών με το εν λόγω σχέδιο έχει ιδιαίτερη σημασία.

209    Κατά τα λοιπά, από τη νομολογία προκύπτει ότι η έννοια της ενιαίας παράβασης αφορά ιδίως την περίπτωση κατά την οποία πλείονες επιχειρήσεις έχουν μετάσχει σε παράβαση που συνίσταται σε διαρκή συμπεριφορά προς επίτευξη ενός και μόνον οικονομικού σκοπού προς νόθευση του ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής, T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778, σκέψη 269 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

210    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τις ενέργειες που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο καθενός από τα τρία επίπεδα των επαφών ως παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Αντιθέτως, έκρινε ότι οι ενέργειες αυτές, εξεταζόμενες από κοινού, εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο για την επίτευξη του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπού του περιορισμού του ανταγωνισμού στην αγορά των μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό και σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 195 ανωτέρω, η Επιτροπή επικαλέστηκε τα πέντε στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις προαναφερθείσες ενέργειες και συνοψίζονται στη σκέψη 202 ανωτέρω. Λαμβανομένης υπόψη της ανάλυσης που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 206 έως 208 ανωτέρω, η προσέγγιση αυτή της Επιτροπής δεν είναι εσφαλμένη.

211    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, στο μέτρο που στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η επίκληση της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παράβασης προϋποθέτει τον εκ μέρους της Επιτροπής εντοπισμό πλειόνων παραβάσεων, πρέπει να απορριφθεί. Η εξέταση του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως κατωτέρω παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει, μεταξύ άλλων, τη βασιμότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής ότι οι διάφορες ενέργειες που προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο για την επίτευξη ενός ενιαίου, αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπού και συνιστούν, ως εκ τούτου, ενιαία και διαρκή παράβαση.

β)      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον θεωρήθηκε ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συνιστούν παράβαση των διατάξεων αυτών

212    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο αιτιάσεις. Αφενός, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι εκτίμησε ότι τα τρία επίπεδα των αθέμιτων επαφών συνδέονταν μεταξύ τους, ιδίως το κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης με τα δύο άλλα επίπεδα (πρώτη αιτίαση). Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε καμία κοινή επαφή ή συνάντηση μεταξύ των επιπέδων αυτών, τα οποία λειτουργούσαν χωριστά το ένα από το άλλο. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι έκρινε, στηριζόμενη ιδίως στις υποτιθέμενες σχέσεις μεταξύ των τριών προαναφερθέντων επιπέδων, ότι οι αθέμιτες επαφές στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (δεύτερη αιτίαση).

213    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

214    Πριν εξεταστούν οι δύο ως άνω αιτιάσεις, πρέπει να υπομνησθούν τα κρίσιμα αποσπάσματα της προσβαλλόμενης απόφασης.

1)      Η προσβαλλόμενη απόφαση

215    Στην αιτιολογική σκέψη 213 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην ενότητα που αφορά την εξέταση του ζητήματος σχετικά με την ύπαρξη συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα μέρη της σύμπραξης βρίσκονταν σε επαφή σε διαφορετικά επίπεδα και ότι, ενίοτε, τα διαφορετικά επίπεδα είχαν κοινές συναντήσεις, για παράδειγμα όσον αφορά τους υπαλλήλους του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και τους υπαλλήλους στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Η Επιτροπή διευκρίνισε, στην προαναφερθείσα αιτιολογική σκέψη 213, ότι οι επαφές συνδέονταν μεταξύ τους με βάση το περιεχόμενο, την ημερομηνία, τις μη συγκεκαλυμμένες αναφορές μεταξύ τους και τη διαβίβαση των λαμβανόμενων πληροφοριών, παρέχοντας, συναφώς, παραδείγματα διαβίβασης πληροφοριών που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο προς τις αντίστοιχες κεντρικές διοικήσεις των μερών της σύμπραξης.

216    Στις αιτιολογικές σκέψεις 315 έως 317 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή συνήγαγε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, διαπιστώνοντας ότι το σύνολο των αθέμιτων επαφών που παρουσιάζονται στο κεφάλαιο 6.2 της προσβαλλόμενης απόφασης (και αφορούσαν και τα τρία επίπεδα), κατά χρονολογική σειρά, εξυπηρετούσαν ένα κοινό σχέδιο το οποίο είχε ως ενιαίο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ. Κατά την Επιτροπή, ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε μέσω πρακτικών που μείωναν τα επίπεδα στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των μερών όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών σχετικά με την εισαγωγή στην αγορά φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης).

217    Στην αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, προκειμένου να ενισχύσει το συμπέρασμά της ότι η μετατόπιση των συνεννοήσεων από το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών προς το γερμανικό επίπεδο επαφών δεν είχε επηρεάσει τον διαρκή χαρακτήρα της παράβασης, διαπίστωσε ότι υπήρχε σημαντική χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα επίπεδα. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, παρά τη διακοπή, τον Σεπτέμβριο του 2004, των επαφών στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, οι επαφές στα δύο άλλα επίπεδα συνεχίστηκαν. Ειδικότερα, μεταξύ του 2003 και του 2007, οργανώνονταν κοινές συναντήσεις και επαφές μεταξύ ανταγωνιστών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο και, συχνά, υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης μετείχαν σε συναντήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών και αντιστρόφως. Η Επιτροπή επικαλέστηκε επίσης το ότι τα μέρη συζητούσαν επανειλημμένως στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης για τις πληροφορίες που έπρεπε να ανταλλάσσονται και σε ποιο επίπεδο έπρεπε να λάβει χώρα η ανταλλαγή αυτή.

2)      Επί της πρώτης αιτίασης

218    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση των προσφευγουσών σχετικά με τις «σχέσεις» μεταξύ των τριών επιπέδων των αθέμιτων επαφών, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε τα ακόλουθα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων σχέσεων: το ότι οι συμμετέχοντες στα επίπεδα αυτά ήταν υπάλληλοι των ίδιων επιχειρήσεων, δηλαδή της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς· το ότι οι συνεννοήσεις εντός κάθε επιπέδου είχαν το ίδιο περιεχόμενο· το ότι υπήρχε χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που πραγματοποιούνταν στα διαφορετικά επίπεδα· το ότι τα επίπεδα αναφέρονταν το ένα στο άλλο και αντάλλασσαν τις συλλεγείσες πληροφορίες· το ότι ενίοτε υπήρχαν κοινές επαφές και συναντήσεις μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων, καθόσον η Επιτροπή αναφέρει ειδικά κοινές επαφές και συναντήσεις μεταξύ των υπαλλήλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο επαφών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 213 και 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

219    Η υπό κρίση αιτίαση των προσφευγουσών στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο ότι δεν υπήρχαν κοινές επαφές ή συναντήσεις μεταξύ των τριών επιπέδων αθέμιτων επαφών.

220    Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 215 και 217 ανωτέρω και, κατά τα λοιπά, από τις διευκρινίσεις της Επιτροπής στο σημείο 122 του υπομνήματος αντικρούσεως, η Επιτροπή δεν στήριξε τη διαπίστωσή της ότι τα επίπεδα των αθέμιτων επαφών συνδέονταν μεταξύ τους στο ότι υπήρχαν κοινές επαφές ή συναντήσεις μεταξύ του επιπέδου των διευθυντικών στελεχών και του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και μεταξύ του επιπέδου των διευθυντικών στελεχών και του γερμανικού επιπέδου επαφών. Η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά στην ύπαρξη κοινών επαφών και συναντήσεων μεταξύ του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και του γερμανικού επιπέδου. Ως εκ τούτου, είναι αλυσιτελής η επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες επιδιώκουν να αποδείξουν την απουσία κοινών επαφών και συναντήσεων μεταξύ του επιπέδου των διευθυντικών στελεχών και του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και μεταξύ του επιπέδου των διευθυντικών στελεχών και του γερμανικού επιπέδου επαφών.

221    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχαν κοινές επαφές και κοινές συναντήσεις μεταξύ του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης του γερμανικού επιπέδου, ειδικότερα μεταξύ των ετών 2003 και 2007 (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης). Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το στοιχείο αυτό αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να συναγάγει τον διαρκή χαρακτήρα της παράβασης.

222    Όσον αφορά τη διαπίστωση αυτή της Επιτροπής, από τη δικογραφία προκύπτει ότι συναντήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο επαφών οργανώνονταν συχνά την ίδια περίοδο και στο ίδιο σημείο με σκοπό την προετοιμασία των εμπορικών εκθέσεων και ότι οι συμμετέχοντες στις επαφές που λάμβαναν χώρα στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης ενημερώνονταν για το περιεχόμενο των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο, ότι διαβίβαζαν το περιεχόμενο αυτό στο εσωτερικό των αντιστοίχων επιχειρήσεών τους και ότι, γενικότερα, έρχονταν σε επαφή με τους συμμετέχοντες στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο.

223    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει, ειδικότερα, στα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με συνάντηση μεταξύ ανταγωνιστών στις 24 Αυγούστου 2004 στο Μόναχο (Γερμανία). Κατά την [εμπιστευτικό], στη συνάντηση αυτή μετείχαν υπάλληλοι του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και του γερμανικού επιπέδου επαφών. Εκ μέρους της Scania, παρευρίσκονταν ο Α από το κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και ο Β από το γερμανικό επίπεδο επαφών. Κατά τη συνάντηση αυτή, πραγματοποιήθηκαν ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις μελλοντικές αυξήσεις τιμών στη γερμανική αγορά και σχετικά με τις ημερομηνίες εισαγωγής στην αγορά μοντέλων φορτηγών που συμμορφώνονται προς τα περιβαλλοντικά πρότυπα. Μια παρουσίαση power point, την οποία ετοίμασε ο [εμπιστευτικό], για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλόμενης απόφασης, αποδεικνύει ότι η πληροφορία που ανταλλάχθηκε κατά τη συνάντηση της 24ης Αυγούστου 2004 διαβιβάστηκε στην κεντρική διοίκηση της [εμπιστευτικό].

224    Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει επίσης στα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης ενημερώθηκαν για το περιεχόμενο των συνεννοήσεων επί των τιμών που είχαν πραγματοποιηθεί στο γερμανικό επίπεδο επαφών κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ ανταγωνιστών στο Μόναχο στις 4 και 5 Ιουλίου 2005. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε ο C, από το κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης της [εμπιστευτικό], σε υπαλλήλους των άλλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, οι οποίοι επίσης εργάζονταν στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης. Στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο C, παραπέμποντας στην προαναφερθείσα συνάντηση της 4ης και της 5 Ιουλίου 2005, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, ο [εμπιστευτικό] είχε παράσχει στους ανταγωνιστές πληροφορίες σχετικά με τον τρέχοντα τιμοκατάλογο της [εμπιστευτικό] (με βάση τη γερμανική αγορά) και ζητούσε, μεταξύ άλλων, από τους αποδέκτες του μηνύματός του να πράξουν το ίδιο. Ο υπάλληλος της κεντρικής διοίκησης [εμπιστευτικό] που περιλαμβανόταν μεταξύ των παραληπτών του προαναφερθέντος μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απάντησε ότι η επιχείρησή του επιθυμούσε να συνεχίσει τις συνεννοήσεις σχετικά με τις τιμές στο επίπεδο της αγοράς (ήτοι στο γερμανικό επίπεδο επαφών) και ανέφερε τα ονόματα των υπαλλήλων [εμπιστευτικό] με τους οποίους ήταν αναγκαία η επικοινωνία στο πλαίσιο των επαφών αυτών. Το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του C απευθυνόταν επίσης στον D, στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης της Scania, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην προαναφερθείσα συνάντηση της 4ης και 5ης Ιουλίου 2005. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο D δεν έλαβε το προαναφερθέν μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διότι δεν είχε καταχωρισθεί ορθώς το ονοματεπώνυμό του (βλ. αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλόμενης απόφασης). Ωστόσο, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του C καταδεικνύει ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων της Scania, ήταν ενήμεροι για τις συνεννοήσεις επί των τιμών που είχαν λάβει χώρα κατά την ως άνω συνάντηση της 4ης και 5ης Ιουλίου 2005.

225    Το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι ορισμένοι από τους υπαλλήλους των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, μολονότι υπάγονταν στην κεντρική διοίκηση, συμμετείχαν στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών, πράγμα που ενισχύει το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη σχέσεων μεταξύ του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και του γερμανικού επιπέδου. Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του C που εργαζόταν [εμπιστευτικό] και του Ε που εργαζόταν [εμπιστευτικό]. Οι υπάλληλοι αυτοί, μολονότι υπάγονταν στην κεντρική διοίκηση, δραστηριοποιούνταν και οργάνωναν την ανταλλαγή πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

226    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπήρχαν επαφές μεταξύ του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και του γερμανικού επιπέδου επαφών αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον.

227    Τρίτον, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν επίσης τον ισχυρισμό της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 213 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τον οποίο υπήρχαν μη συγκεκαλυμμένες αναφορές μεταξύ των επιπέδων επαφών και τον ισχυρισμό, στην αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα μέρη της σύμπραξης συζητούσαν επανειλημμένως στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης για τις πληροφορίες που έπρεπε να ανταλλάσσονται και σε ποιο επίπεδο έπρεπε να λάβει χώρα η ανταλλαγή αυτή.

228    Οι ισχυρισμοί αυτοί της Επιτροπής αποδείχθηκαν επαρκώς κατά νόμον. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με συνάντηση μεταξύ ανταγωνιστών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης στις 3 και 4 Ιουλίου 2001, οι υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης γνώριζαν το περιεχόμενο των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών και θεωρούσαν ότι οι συνεννοήσεις αυτές «υπερέβαιναν τα όρια» και ότι ήταν «δυνητικά επικίνδυνες». Από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά την προαναφερθείσα συνάντηση στις 3 και 4 Ιουλίου 2001, οι ανταγωνιστές συμφώνησαν να ανταλλάσσουν μελλοντικά, στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα και τις τεχνικές πληροφορίες, όχι όμως πληροφορίες σχετικά με τις τιμές ή συγκριτικά δεδομένα. Ομοίως, από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 224 ανωτέρω) προκύπτει ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συζητούσαν σχετικά με το ποιες πληροφορίες έπρεπε να ανταλλάσσονται σε ποιο επίπεδο και ότι, στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι από τους εν λόγω υπαλλήλους εξέφρασαν την επιθυμία οι συνεννοήσεις σχετικά με τις τιμές να λαμβάνουν χώρα μόνο στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

229    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, οι οποίες εκτίθενται, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 213 και 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τη σχέση που υφίσταται μεταξύ των τριών επιπέδων των αθέμιτων επαφών. Όπως ήδη σημειώθηκε, η Επιτροπή επικαλέστηκε ορισμένα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη σχέσεων μεταξύ των τριών επιπέδων των αθέμιτων επαφών (βλ. σκέψη 218 ανωτέρω) τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, ήτοι το ότι οι συμμετέχοντες ήταν υπάλληλοι των ίδιων επιχειρήσεων, το ότι υπήρχε χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που πραγματοποιούνταν στα τρία επίπεδα των αθέμιτων επαφών, ή τα οποία αμφισβητήθηκαν, όχι όμως στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, ήτοι το ότι υπήρχαν επαφές μεταξύ των υπαλλήλων των μερών της σύμπραξης στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και των υπαλλήλων στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα τρία επίπεδα των αθέμιτων επαφών συνδέονταν μεταξύ τους και ότι δεν ενεργούσαν χωριστά και αυτόνομα το ένα από το άλλο.

3)      Επί της δεύτερης αιτίασης

230    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση των προσφευγουσών (βλ. σκέψη 212 ανωτέρω), υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αθέμιτες επαφές που έλαβαν χώρα στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης (ούτε, άλλωστε, τις αθέμιτες επαφές στα δύο άλλα επίπεδα εξεταζόμενα χωριστά) ως παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, αλλά έκρινε ότι όλες οι επαφές και στα τρία επίπεδα αποτελούσαν μέρος μιας ενιαίας και διαρκούς παράβασης, στο μέτρο που επιδίωκαν ένα κοινό σχέδιο το οποίο είχε ως αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ μέσω ιδίως συνεννοήσεων που μείωναν τα επίπεδα στρατηγικής αβεβαιότητας όσον αφορούσε τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και όσον αφορούσε το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6 (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης).

231    Υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να χαρακτηρίσει τις συνεννοήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, χωριστά εξεταζόμενες, ως διακριτή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης (βλ. σκέψη 208 ανωτέρω).

232    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση των προσφευγουσών στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις συνεννοήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης ως παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Ωστόσο, και παρά την εσφαλμένη αυτή παραδοχή, πρέπει να εξεταστεί, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 208 έως 211 ανωτέρω και υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών, σε ποιο βαθμό οι συνεννοήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συνέβαλαν στην υλοποίηση του κοινού σχεδίου που εκτίθεται στη σκέψη 230 ανωτέρω.

233    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης της πρώτης αιτίασης, οι συμμετέχοντες στις επαφές που λάμβαναν χώρα στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης ενημερώνονταν για το περιεχόμενο των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο, ότι διαβίβαζαν το περιεχόμενο αυτό στο εσωτερικό των αντιστοίχων επιχειρήσεών τους και ότι, γενικότερα, έρχονταν σε επαφή με τους συμμετέχοντες στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών (βλ. σκέψη 222 ανωτέρω). Καθίσταται επομένως σαφές ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, καθόσον εμπλέκονταν σε συνεννοήσεις που μείωναν τη στρατηγική αβεβαιότητα όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές και τις ημερομηνίες εισόδου στην αγορά μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν τα περιβαλλοντικά πρότυπα, συνέβαλαν στην υλοποίηση του προαναφερθέντος κοινού σχεδίου.

234    Δεύτερον, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με συνάντηση μεταξύ ανταγωνιστών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, στις 3 και 4 Φεβρουαρίου 2005 στη Λυών (Γαλλία), αποδεικνύουν ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, η [εμπιστευτικό] πληροφόρησε τους άλλους κατασκευαστές, μεταξύ των οποίων και τη Scania, για τη μελλοντική αύξηση κατά 5 % της τιμής ενός από τα μοντέλα φορτηγών που κατασκεύαζε. Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η πληροφορία αυτή ήταν δημοσιοποιημένη κατά την ημερομηνία της προαναφερθείσας συνάντησης και ότι, προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, προσκόμισαν, κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και μερικές ημέρες πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δημοσίευμα εξειδικευμένου περιοδικού του οποίου η ηλεκτρονική έκδοση χρονολογείται στις 4 Φεβρουαρίου 2005. Ανεξαρτήτως του παραδεκτού του αποδεικτικού αυτού στοιχείου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το προαναφερθέν δημοσίευμα δεν αποδεικνύει τη βασιμότητα του ισχυρισμού των προσφευγουσών, στο μέτρο που το περιεχόμενο των πληροφοριών που παρέσχε η [εμπιστευτικό] κατά τη συνάντηση της 3ης και 4ης Φεβρουαρίου 2005 ήταν ευρύτερο από το περιεχόμενο των πληροφοριών που περιέχονται στο προαναφερθέν δημοσίευμα, στο οποίο γινόταν λόγος για αύξηση της τιμής του μοντέλου φορτηγού [εμπιστευτικό] μόνο για την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.

235    Η τιμολογιακή πληροφορία που παρέσχε η [εμπιστευτικό] κατά τη συνάντηση της 3ης και 4ης Φεβρουαρίου 2005 στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης αποδεικνύει ότι οι συνεννοήσεις στο επίπεδο αυτό, ανεξαρτήτως του κατά πόσον συνιστούν παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, συνέβαλαν στην υλοποίηση του κοινού σχεδίου που εκτίθεται στη σκέψη 230 ανωτέρω, στο μέτρο που αποδεικνύει ότι οι ως άνω συνεννοήσεις αφορούσαν επίσης ζητήματα σχετικά με την τιμολόγηση των φορτηγών και όχι μόνο τεχνικά ζητήματα.

236    Τρίτον, όπως προκύπτει από το εσωτερικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό], που απέστειλε ο F, από το κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης της εν λόγω επιχείρησης, το οποίο μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλόμενης απόφασης και αφορά τη συνάντηση μεταξύ ανταγωνιστών της 4ης και 5ης Ιουλίου 2005, οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, μεταξύ των οποίων υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης της Scania, αντάλλασσαν πληροφορίες ιδίως σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής στην αγορά των μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν τα περιβαλλοντικά πρότυπα Euro 4 και Euro 5. Παραδείγματος χάριν, στο ως άνω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο F ενημέρωνε τους συναδέλφους του για το γεγονός –που αποκαλύφθηκε κατά τη συνάντηση της 4ης και 5ης Ιουλίου 2005– ότι η Scania θα «παρουσ[ίαζε] σειρά κινητήρων που πληρούν το [πρότυπο] Euro 4 (και ορισμένους κινητήρες που πληρούν το [πρότυπο] Euro 5) στην εκδήλωση [εμπιστευτικό]» και για το γεγονός ότι η Scania είχε ήδη παραλάβει 2 000 παραγγελίες για κινητήρες που πληρούν το πρότυπο Euro 4. Ομοίως, παραδείγματος χάριν, ο F ενημέρωνε τους συναδέλφους του ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η [εμπιστευτικό] κατά την προαναφερθείσα συνάντηση, οι πελάτες της δεν διαμαρτυρήθηκαν για την αύξηση των τιμών η οποία συνδεόταν με την εισαγωγή του προτύπου Euro 5 και ότι είχαν ήδη πωληθεί 6 000 φορτηγά τα οποία πληρούσαν το πρότυπο αυτό. Το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης κατά τη συνάντηση της 4ης και 5ης Ιουλίου 2005 αποδεικνύει επίσης ότι οι συνεννοήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συνέβαλαν στην υλοποίηση του κοινού σχεδίου που εκτίθεται στη σκέψη 230 ανωτέρω, στο μέτρο που αποδεικνύει ότι οι εν λόγω συνεννοήσεις αφορούσαν επίσης ζητήματα σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής στην αγορά μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν ειδικά περιβαλλοντικά πρότυπα.

237    Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι οι συμμετέχοντες στα τρία επίπεδα των αθέμιτων επαφών ήταν υπάλληλοι των ίδιων επιχειρήσεων, ότι οι συναντήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης αλληλεπικαλύπτονταν από χρονικής απόψεως με τις συναντήσεις στα δύο άλλα επίπεδα επαφών και ότι υπήρχαν επαφές μεταξύ των υπαλλήλων του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και των υπαλλήλων στο γερμανικό επίπεδο επαφών (βλ. σκέψεις 218 και 229 ανωτέρω).

238    Βάσει των στοιχείων αυτών, διαπιστώνεται ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συνέβαλαν στην υλοποίηση του κοινού σχεδίου που εκτίθεται στη σκέψη 230 ανωτέρω και, κατά συνέπεια, ότι η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη τις εν λόγω ανταλλαγές προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης.

239    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες είχαν συνάψει συμφωνία ή εφάρμοσαν εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών

240    Η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σκέλη, τα οποία εξετάζονται διαδοχικά κατωτέρω.

1)      Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

241    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συλλογιστική της προσβαλλόμενης απόφασης δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη φύση και την έκταση της παράβασης που τους καταλογίστηκε. Συγκεκριμένα, αφενός, από το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή οι προσφεύγουσες είχαν διαπράξει παράβαση συντονίζοντας τις ενέργειές τους σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών που επιβάλλουν τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6 και ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε αυτοδικαίως παράβαση. Αφετέρου, με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή φαίνεται να υποστηρίζει επίσης, στις αιτιολογικές σκέψεις 243 και 321, ότι τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τις συντονισμένες ενέργειες είναι «συναφή» και «συμπληρωματικά» προς τη φερόμενη σύμπραξη στο πλαίσιο των τιμοκαταλόγων και των μικτών τιμών, υπονοώντας έτσι ότι η απλή ανταλλαγή πληροφοριών για τις ημερομηνίες εισαγωγής των τεχνολογιών δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση.

242    Οι προσφεύγουσες συνάγουν ότι αυτή η ανακολουθία στη συλλογιστική της Επιτροπής συνιστά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και ότι, βάσει αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

243    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών συνιστούσε παράβαση ως εκ του αντικειμένου.

244    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

245    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης, κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το δεύτερο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξης. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να προκύπτει από αυτήν, με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του. Όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία των ατομικών αποφάσεων, η υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων αυτών έχει ως σκοπό, εκτός από το να καθιστά δυνατό τον έλεγχο νομιμότητας, να παρέχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια λόγω της οποίας θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής, T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778, σκέψη 321 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

246    Εξάλλου, η απαίτηση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Campine και Campine Recycling κατά Επιτροπής, T‑240/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:778, σκέψη 322 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

247    Επιπλέον, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωσης αιτιολόγησης, απαιτείται η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται μια απόφαση να είναι σαφής και μη διφορούμενη. Ειδικότερα, η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι λογική και, ιδίως, να μην εμφανίζει εσωτερικές αντιφάσεις που να εμποδίζουν την ορθή κατανόηση των λόγων έκδοσης της πράξης (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 151 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

248    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην ενότητα 7.2.3 με τίτλο «Περιορισμός του ανταγωνισμού», η Επιτροπή επισήμανε ότι η σχετική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στο έδαφος του ΕΟΧ.

249    Στην αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το κύριο στοιχείο του συνόλου των συμφωνιών και των εναρμονισμένων πρακτικών εν προκειμένω, το οποίο μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού, συνίστατο στον συντονισμό των τιμών και των αυξήσεων των μικτών τιμών μέσω επαφών σχετικά με τις τιμές, την ημερομηνία και τις πρόσθετες δαπάνες για την είσοδο στην αγορά νέων μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν τα πρότυπα εκπομπών και στην ανταλλαγή ευαίσθητων από πλευράς ανταγωνισμού πληροφοριών.

250    Στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Scania είχε συνάψει συμφωνίες και/ή είχε συντονίσει με ανταγωνιστές τις ενέργειές της σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6.

251    Στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύνολο των συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στις οποίες είχε λάβει μέρος η Scania είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και είχε παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσαρμόσουν την τιμολογιακή στρατηγική τους υπό το πρίσμα των πληροφοριών που λάμβαναν από τους ανταγωνιστές τους.

252    Στην αιτιολογική σκέψη 243 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι προσφεύγουσες, συζητώντας για την ημερομηνία επιβολής των νέων περιβαλλοντικών προτύπων και τις πρόσθετες δαπάνες που θα προέκυπταν λόγω των νέων τεχνολογιών, λάμβαναν πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις των ανταγωνιστών τους όσον αφορά το επίπεδο των μικτών τιμών. Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Επιτροπής, η μετακύλιση του κόστους εισαγωγής των νέων περιβαλλοντικών τεχνολογιών συνεπαγόταν τροποποιήσεις της μικτής τιμής των οικείων μοντέλων φορτηγών. Τα μέρη γνώριζαν την ημερομηνία από την οποία τα νέα μοντέλα (στα οποία μετακυλίονταν οι πρόσθετες δαπάνες) θα περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των μικτών τιμών των ανταγωνιστών, καθόσον γνώριζαν την ημερομηνία εισαγωγής των νέων αυτών μοντέλων στην αγορά. Κατά συνέπεια, κατά την Επιτροπή, η φύση των συζητήσεων και των συμφωνιών σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής στην αγορά των νέων μοντέλων φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα ήταν συναφής και συμπληρωματική προς τη συμπαιγνία των μερών όσον αφορούσε τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών.

253    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 315 έως 350 της προσβαλλόμενης απόφασης, που περιλαμβάνοντα στην ενότητα 7.2.4 με τίτλο «Ενιαία και διαρκής παράβαση», η Επιτροπή καταλόγισε στη Scania παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, την οποία χαρακτήρισε ως ενιαία και διαρκή παράβαση, συνιστάμενη σε αθέμιτες επαφές με αντικείμενο την τιμολόγηση και την αύξηση των μικτών τιμών των μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ, καθώς και το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες επιβάλλονται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω αθέμιτες επαφές αποσκοπούσαν στον περιορισμό του ανταγωνισμού μέσω της μείωσης του επιπέδου στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των ανταγωνιστών όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές, τις αυξήσεις των μικτών τιμών, το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών σχετικά με την εισαγωγή στην αγορά μοντέλων φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης).

254    Στην αιτιολογική σκέψη 321 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επανέλαβε την ανάλυσή της που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 243 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η φύση των συζητήσεων και των συμφωνιών σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής στην αγορά των νέων μοντέλων φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα ήταν συναφής και συμπληρωματική προς τη συμπαιγνία των μερών όσον αφορούσε τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών.

255    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης:

«Οι ακόλουθες νομικές οντότητες της Scania, εναρμονίζοντας τις πρακτικές τους όσον αφορά τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών εντός του ΕΟΧ για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά και για το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως 6, παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 [της Συμφωνίας] ΕΟΧ κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα [...]».

256    Αφενός, από την προαναφερθείσα παρουσίαση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε χωριστά, στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης, ως διακριτή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ τις συντονισμένες ενέργειες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι προαναφερθείσες συντονισμένες ενέργειες αποτελούσαν μέρος ενιαίας και διαρκούς παράβασης με μοναδικό, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των μεσαίων και βαρέων φορτηγών στο έδαφος του ΕΟΧ.

257    Αφετέρου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 236, 237, 239, 243 και 321 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών ήταν συναφείς και συμπληρωματικές προς τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών και ότι, κατ’ ουσίαν, το σύνολο των εν λόγω ανταλλαγών πληροφοριών παρείχε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσαρμόσουν τις τιμολογιακές στρατηγικές τους σε συνάρτηση με τις πληροφορίες που λάμβαναν από τους ανταγωνιστές, συνιστώντας ως εκ τούτου περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

258    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτιολογία που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της Επιτροπής και, επομένως, παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Εξάλλου, το περιεχόμενο και ο λεπτομερής χαρακτήρας της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου καταδεικνύουν ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης τους παρέσχε τη δυνατότητα να την αμφισβητήσουν αποτελεσματικά ενώπιόν του.

259    Βάσει των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες είχαν συνάψει συμφωνία ή εφάρμοσαν εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής στην αγορά τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών

260    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής ότι συνήψαν συμφωνία ή εφάρμοσαν εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών.

261    Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης των κινητήρων φορτηγών προς τα πρότυπα Euro προκύπτει από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, την οποία γνωρίζουν οι κατασκευαστές φορτηγών, και δεν απορρέει από κανέναν ανταγωνισμό σε επίπεδο καινοτομίας.

262    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η Scania τηρούσε πάντα τα διάφορα πρότυπα εκπομπών Euro πριν ακόμη από την εφαρμογή των τασσομένων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία προθεσμιών και ότι η παραγωγή της, γενικώς, είχε σχεδιαστεί περίπου έξι ή επτά έτη πριν από την καταληκτική ημερομηνία που προέβλεπε η εν λόγω νομοθεσία σχετικά με την εισαγωγή τεχνολογιών σύμφωνων προς τα ως άνω πρότυπα. Κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός αυτό δεν συμβιβάζεται με την άποψη της Επιτροπής ότι η Scania συνήψε με τους ανταγωνιστές της συμφωνία ή ακολούθησε εναρμονισμένη πρακτική όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής τεχνολογιών σύμφωνων προς τα πρότυπα Euro.

263    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης το ότι οι ημερομηνίες κυκλοφορίας των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών ποικίλλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό μεταξύ των κατασκευαστών φορτηγών, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω την ύπαρξη μεταξύ τους συντονισμού όσον αφορά τις ημερομηνίες αυτές.

264    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν επίσης το ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών που περιγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύουν ότι συνήψαν συμφωνία ή συμμετείχαν σε εναρμονισμένη πρακτική για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών.

265    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

266    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι έννοιες «συμφωνία», «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» και «εναρμονισμένη πρακτική» καταλαμβάνουν, από υποκειμενική άποψη, μορφές συμπαιγνίας που μοιράζονται την ίδια φύση και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

267    Όσον αφορά τον ορισμό εναρμονισμένης πρακτικής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοια πρακτική αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φθάσει μέχρι του σημείου της σύναψης κατά κυριολεξία σύμβασης, αντικαθιστά τους εκ του ανταγωνισμού κινδύνους με μεταξύ τους συνεργασία στην πράξη (βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

268    Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας που συνθέτουν μια εναρμονισμένη πρακτική, χωρίς να απαιτούν την κατάρτιση πραγματικού «σχεδίου», πρέπει να νοούνται υπό το φως της αντίληψης που είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην εσωτερική αγορά και τους όρους που προτίθεται να επιφυλάξει στην πελατεία του (βλ. αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής, C‑7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

269    Μολονότι αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εντούτοις αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις συνήθεις συνθήκες της εν λόγω αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της εν λόγω αγοράς (βλ. αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής, C‑7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

270    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται δυνητικώς στους κανόνες περί ανταγωνισμού όταν μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

271    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Scania είχε συνάψει συμφωνίες και/ή είχε συντονίσει με ανταγωνιστές τις ενέργειές της σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6. Η επισήμανση αυτή της Επιτροπής βασίζεται σε πλείονα αποδεικτικά στοιχεία, εκτεθέντα στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητά της.

272    Πρώτον, πρέπει να αναφερθούν τα πρακτικά μιας συνάντησης στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, διεξαχθείσας στις 6 Απριλίου 1998 στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), τα οποία μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλόμενης απόφασης. Από τα πρακτικά αυτά προκύπτει σαφώς ότι οι συμμετέχοντες στη συνάντηση αυτή αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές καθώς και σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν το πρότυπο Euro 3 και συμφώνησαν να μην εισαγάγουν την τεχνολογία που πληρούσε το εν λόγω πρότυπο πριν τούτο καταστεί υποχρεωτικό. Τα προαναφερθέντα πρακτικά αποδεικνύουν επίσης ότι οι συμμετέχοντες στη συνάντηση αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Στο μέτρο που τα εν λόγω πρακτικά αναφέρονται σε «όλα τα μέλη της [εμπιστευτικό]», μπορεί να συναχθεί ότι η Scania έλαβε μέρος στην προαναφερθείσα συνάντηση της 6ης Απριλίου 1998.

273    Δεύτερον, επισημαίνεται η συνάντηση στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών που πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Απριλίου 2003 στο Γκέτεμποργκ (Σουηδία), στην οποία έλαβε μέρος η Scania και η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλόμενης απόφασης. Χειρόγραφες σημειώσεις που κράτησε εκπρόσωπος της [εμπιστευτικό] που συμμετέσχε στη συνάντηση αυτή και οι οποίες παρουσιάζονται στην ως άνω αιτιολογική σκέψη καταδεικνύουν ότι οι συμμετέχοντες αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και την εισαγωγή τεχνολογιών που πληρούσαν το πρότυπο Euro 4. Κατά τις σημειώσεις αυτές:

«Πωλήσεις [εμπιστευτικό] σε Euro 4 Οκτ. 2004. [εμπιστευτικό]/Scania μπορεί να το εισαγάγει νωρίτερα, αλλά δεν το επιθυμεί. Όλοι συμφωνούν να το εισαγάγουν [εμπιστευτικό] “Εισαγωγή πωλήσεων”.»

274    Το περιεχόμενο της συνάντησης της 10ης και 11ης Απριλίου 2003, που μνημονεύεται στη σκέψη 273 ανωτέρω, διευκρινίζεται στην τηλεομοιοτυπία που απέστειλε στις 8 Μαΐου 2003 η [εμπιστευτικό] στους ανταγωνιστές της, μεταξύ των οποίων η Scania, η οποία παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 128 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου αναφέρονται τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας στο Γκέτεμποργκ συζητήσαμε για την εισαγωγή στην αγορά προϊόντων που πληρούν το πρότυπο Euro 4. Πήρα την πρωτοβουλία να συζητήσω το ζήτημα αυτό με τον συνάδελφό μας [G]. Μολονότι [εμπιστευτικό] αμφιβάλλει ότι θα τηρήσουμε όλες τις υποσχέσεις μας, δέχεται εισαγωγή στην αγορά τον Σεπτεμβρίου του 2004, [εμπιστευτικό]. Σαφέστατα, δεν πρέπει να προσφέρουμε προϊόντα προς πώληση πριν από την ημερομηνία αυτή. Υποθέτω ότι όλοι συμφωνούμε ακόμη ως προς αυτό και ότι θα τηρήσουμε την εν λόγω ημερομηνία. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορείτε, παρακαλώ να ενημερώσετε σχετικώς απαντώντας σε αυτήν την τηλεομοιοτυπία.»

275    Οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν τις εξηγήσεις του [εμπιστευτικό] κατά τη διοικητική διαδικασία, σύμφωνα με τις οποίες οι σημειώσεις που παρατίθενται στη σκέψη 273 ανωτέρω δεν ανέφεραν την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των κατασκευαστών φορτηγών, αλλά ανέφεραν μόνον ότι όλοι είχαν δεχθεί ως πραγματικότητα το ότι οι κινητήρες που πληρούσαν το πρότυπο Euro 4 πιθανώς δεν θα κυκλοφορούσαν στην αγορά πριν [εμπιστευτικό] Σεπτεμβρίου 2004. Ωστόσο, κρίνεται ότι οι εξηγήσεις αυτές, οι οποίες παρασχέθηκαν εκ των υστέρων και αντικρούουν το σαφές περιεχόμενο των σημειώσεων του εκπροσώπου της [εμπιστευτικό] και της τηλεομοιοτυπίας της 8ης Μαΐου 2003, από τις οποίες προκύπτει ότι οι ανταγωνιστές είχαν συμφωνήσει να εισαγάγουν τους κινητήρες που πληρούσαν το πρότυπο Euro 4 τον Σεπτέμβριο του 2004, δεν είναι πειστικές.

276    Τρίτον, πρέπει να γίνει αναφορά στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στις 16 Σεπτεμβρίου 2004 ο H, εκπρόσωπος της [εμπιστευτικό], στους ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων και η Scania, στο οποίο ανέφερε την απόφασή του να μη λάβει μέρος στη συνάντηση στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών που προβλεπόταν να λάβει χώρα στο Ανόβερο (Γερμανία). Το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, διευκρίνιζε τα εξής:

«Αιτία της απόφασης αυτής είναι η απογοήτευση. Θεωρώ απαράδεκτη τη συμπεριφορά ορισμένων συναδέλφων μας (ιδίως ενός από αυτούς) στην ανακοίνωση για τα πρότυπα Euro 4 και Euro 5, τον τρόπο με τον οποίο οι συνάδελφοι αυτοί προσπάθησαν να πλήξουν την εικόνα του κλάδου των φορτηγών, αλλά και τη συμπεριφορά ορισμένων συναδέλφων τους ειδικότερα [...]».

277    [εμπιστευτικό] εξήγησε, με προφορική δήλωση, στην οποία προέβη κατά τη διοικητική διαδικασία και η οποία εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε εισαγάγει την τεχνολογία που πληρούσε το πρότυπο Euro 4 πριν από τη συμφωνηθείσα με τους ανταγωνιστές ημερομηνία, ήτοι πριν από τον Σεπτέμβριο του 2004 (βλ. σκέψεις 273 και 274 ανωτέρω), και ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε την αιτία της δυσαρέσκειας που εξέφρασε ο εκπρόσωπος της [εμπιστευτικό] στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατόπιν του περιστατικού αυτού, οι συνεννοήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών σταμάτησαν.

278    Το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εκπροσώπου της [εμπιστευτικό], το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 276 ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στις σκέψεις 273 και 274 ανωτέρω, αποδεικνύει την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ ανταγωνιστών, μία εκ των οποίων η Scania, σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής στην αγορά τεχνολογιών που πληρούν το πρότυπο Euro 4.

279    Οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν την ένορκη βεβαίωση του εκπροσώπου της [εμπιστευτικό] και συντάκτη του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που μνημονεύεται στη σκέψη 276 ανωτέρω, στην οποία αυτός εξηγούσε ότι το μήνυμά του είχε αποσταλεί λόγω εντάσεων μεταξύ της [εμπιστευτικό] και της [εμπιστευτικό] και ότι δεν υπήρχε καμία συμφωνία μεταξύ των κατασκευαστών φορτηγών σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής κινητήρων που πληρούσαν το πρότυπο Euro 4. Κατά τις προσφεύγουσες, το περιεχόμενο της προαναφερθείσας ένορκης βεβαίωσης επιρρωννύεται από το ότι η [εμπιστευτικό] και ο εκπρόσωπός της ουδόλως αντέδρασαν στην ανακοίνωση στη Scania για την κυκλοφορία στην αγορά του πρώτου της κινητήρα που πληρούσε το πρότυπο Euro 4 στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου στις 31 Μαρτίου 2004. Κατά τις προσφεύγουσες, μπορεί να υποτεθεί ότι, αν οι κατασκευαστές είχαν συνάψει συμφωνία σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής τεχνολογίας που πληρούσε το πρότυπο Euro 4, ο εκπρόσωπος της [εμπιστευτικό] θα είχε αντιδράσει κατά τον ίδιο τρόπο όσον αφορά την ανακοίνωση της Scania.

280    Η επιχειρηματολογία αυτή των προσφευγουσών δεν είναι πειστική.

281    Αφενός, η προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση έλαβε χώρα, από τον συντάκτη του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που μνημονεύεται στη σκέψη 276 ανωτέρω, πλείονα έτη μετά τα κρίσιμα γεγονότα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και, ως εκ τούτου, in tempore suspecto. Συνεπώς, το περιεχόμενό της δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που ανάγονται στον χρόνο των γεγονότων και είναι πιο αντικειμενικά, όπως η τηλεομοιοτυπία που μνημονεύεται στη σκέψη 274 ανωτέρω, και την αποδεικτική αξία της δήλωσης [εμπιστευτικό] που μνημονεύεται στη σκέψη 277 ανωτέρω (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, T‑59/02, EU:T:2006:272, σκέψη 277, της 8ης Ιουλίου 2008, Lafarge κατά Επιτροπής, T‑54/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:255, σκέψη 379, και της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής, T‑360/09, EU:T:2012:332, σκέψη 201). Όλα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των κατασκευαστών φορτηγών όσον αφορά την ημερομηνία εισαγωγής της τεχνολογίας που πληρούσε το πρότυπο Euro 4.

282    Αφετέρου, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τη συνέντευξη Τύπου της Scania της 31ης Μαρτίου 2004, διαπιστώνεται ότι το ανακοινωθέν Τύπου που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες πόρρω απέχει του να ενισχύει τη θέση τους, καθότι ανήγγειλε την εισαγωγή των κινητήρων των 420 ίππων (horse power) που πληρούσαν το πρότυπο Euro 4 τον Σεπτέμβριο του 2004, ημερομηνία που συμπίπτει με την ημερομηνία που συμφωνήθηκε μεταξύ των ανταγωνιστών κατά τη συνάντηση της 10ης και 11ης Απριλίου 2003 στο Γκέτεμποργκ (βλ. σκέψεις 273 και 274 ανωτέρω).

283    Τέταρτον, τονίζονται οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και η Scania DE, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 2ας και της 8ης Δεκεμβρίου 2004, με αντικείμενο τις αυξήσεις των τιμών που προβλέπονταν για το έτος 2005 (αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης). Στο πλαίσιο αυτό, η [εμπιστευτικό] ανέφερε ότι θα χρέωνε 5 410 ευρώ για τη μετάβαση από το πρότυπο «Euro 3 στο Euro 4».

284    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 2 Δεκεμβρίου 2004, ο B, εκπρόσωπος της Scania DE, απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε υπαλλήλους των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, με το οποίο ρωτούσε για την ημερομηνία και τη μικτή τιμή παράδοσης των κινητήρων που πληρούσαν τα πρότυπα Euro 4 και Euro 5 Ο εκπρόσωπος της [εμπιστευτικό] απάντησε κοινοποιώντας τις ζητηθείσες πληροφορίες, αναφέροντας, ειδικότερα, ότι οι πρόσθετες τιμές για τους κινητήρες που πληρούσαν το πρότυπο Euro 4 και το πρότυπο Euro 5 ήταν, αντιστοίχως, 11 500 ευρώ και 14 800 ευρώ. Στις 17 Δεκεμβρίου 2004, ο B διαβίβασε στους ανταγωνιστές τις πληροφορίες που συνέλεξε (αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλόμενης απόφασης).

285    Πέμπτον, επισημαίνεται η συνάντηση της 12ης Σεπτεμβρίου 2005, η οποία παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλόμενης απόφασης και η οποία είχε, μεταξύ άλλων, ως θέμα την «κατάσταση Euro 4/5» και τις «αυξήσεις των τιμών που προβλέπονται για το έτος 2006». Από τις χειρόγραφες σημειώσεις προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, οι ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων ο I, εκπρόσωπος της Scania DE, αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία κυκλοφορίας στην αγορά των μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν τα πρότυπα Euro 4 και Euro 5 και σχετικά με την τιμολόγησή τους.

286    Έκτον, υπογραμμίζεται το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Ιουλίου 2009, το οποίο παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλόμενης απόφασης και με το οποίο ένας υπάλληλος της [εμπιστευτικό] πρότεινε να εγγραφεί το ακόλουθο ζήτημα στην ημερήσια διάταξη της οργανωθείσας από τη Scania DE συνάντησης μεταξύ ανταγωνιστών, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 17 και 18 Σεπτεμβρίου 2009: «Euro VI –το ξέρω –μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα και το θέλουμε;»

287    Στην αιτιολογική σκέψη 181 της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται λόγος για τη συνάντηση της 17ης και 18ης Σεπτεμβρίου 2009, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 286 ανωτέρω. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτίθενται στην προαναφερθείσα αιτιολογική σκέψη, τα οποία δεν αμφισβήτησαν οι προσφεύγουσες, προκύπτει ότι οι ανταγωνιστές αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής της τεχνολογίας που πληρούσε το πρότυπο Euro 6 και σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών που προβλέπονταν για το έτος 2010.

288    Από τα αποδεικτικά στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις σκέψεις 272 έως 287 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η Scania είχε συνάψει συμφωνίες και/ή συντόνισε από κοινού με τους ανταγωνιστές της τις ενέργειές της όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6.

289    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που εκτίθεται στις σκέψεις 261 έως 263 ανωτέρω. Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με τις ημερομηνίες εισαγωγής των προτύπων Euro για τις εκπομπές αφορούσε μόνον τις προθεσμίες εισαγωγής των εν λόγω προτύπων (βλ. αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης) και δεν υποχρέωνε τους κατασκευαστές φορτηγών να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα κυκλοφορίας στην αγορά των προϊόντων που πληρούσαν τα πρότυπα αυτά. Εξάλλου, το γεγονός ότι η Scania οργάνωνε την παραγωγή της πολλά έτη πριν από την καταληκτική ημερομηνία που προέβλεπε η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την εισαγωγή ειδικού προτύπου Euro δεν αποδεικνύει ότι δεν έλαβε μέρος σε συμφωνίες με άλλους κατασκευαστές φορτηγών. Ομοίως, το γεγονός ότι οι ημερομηνίες διάθεσης των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών ποικίλλουν μεταξύ των κατασκευαστών φορτηγών δεν αποδεικνύει ούτε την απουσία ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ τους, δεδομένου ότι οι εν λόγω ανταλλαγές τους παρείχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τα σχέδια των ανταγωνιστών τους.

290    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά το ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών δεν συνιστούν παράβαση ως εκ του αντικειμένου

291    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, το πολύ, από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση, τα μέρη αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα κυκλοφορίας των αντιστοίχων τεχνολογιών τους χαμηλών εκπομπών. Αντιτείνουν όμως οι εν λόγω ανταλλαγές πληροφοριών που λάμβαναν χώρα σπανίως δεν συνιστούν παράβαση ως εκ του αντικειμένου. Κατά τις προσφεύγουσες, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεικνύεται ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να θεωρηθούν επιζήμιες για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν τα αποτελέσματά τους.

292    Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, γίνεται δυσχερώς αντιληπτό με ποιον τρόπο η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ημερομηνίες κυκλοφορίας στην αγορά θα μπορούσε να προκαλέσει την παραμικρή καθυστέρηση ή να παρεμποδίσει τον ανταγωνισμό όσον αφορά την προσφορά της επίμαχης νέας τεχνολογίας, στο μέτρο που, πρώτον, η τεχνική ανάπτυξη μιας νέας τεχνολογίας ελέγχου εκπομπών απαιτεί περίπου έξι ή επτά έτη, δεύτερον, όλοι οι κατασκευαστές ήταν υποχρεωμένοι να σχεδιάσουν νέους κινητήρες που θα πληρούσαν τα πρότυπα Euro και κυκλοφόρησαν τις επίμαχες τεχνολογίες πριν από τις προθεσμίες που έτασσε η ευρωπαϊκή νομοθεσία και, τρίτον, δεν υπήρχε, στην πράξη, ζήτηση για φορτηγά που πληρούν τα πρότυπα Euro πριν από τα εν λόγω πρότυπα καταστούν υποχρεωτικά. Προφανώς, κατά τις προσφεύγουσες, ο σκοπός της ανταλλαγής πληροφοριών δεν έγκειτο στην «καθυστέρηση» της εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών.

293    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

294    Υπενθυμίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο βʹ, και στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύνολο των συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στις οποίες είχε μετάσχει η Scania, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι συμφωνίες ή οι εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών, είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και παρέσχε στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσαρμόσουν τη τιμολογιακή στρατηγική τους υπό το πρίσμα των πληροφοριών που ελάμβαναν από τους ανταγωνιστές. Περαιτέρω, στις αιτιολογικές σκέψεις 243 και 321 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η φύση των συζητήσεων και των συμφωνιών σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής στην αγορά των νέων μοντέλων φορτηγών που πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα ήταν συναφής και συμπληρωματική προς τη συμπαιγνία των μερών όσον αφορούσε τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, σκοπός της οποίας ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού στην αγορά μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ και η οποία συνίστατο σε πρακτικές που μείωναν τα επίπεδα στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των εμπλεκομένων όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης).

295    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που εκτίθεται στις σκέψεις 291 και 292 ανωτέρω στηρίζεται σε σειρά εσφαλμένων παραδοχών.

296    Πράγματι, όπως ήδη επισημάνθηκε, οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών δεν χαρακτηρίστηκαν από την Επιτροπή ως αυτοτελής παράβαση. Ομοίως, οι ανταλλαγές αυτές δεν χαρακτηρίστηκαν μεμονωμένα ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, αλλά ελήφθησαν υπόψη από κοινού με άλλες συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικές. Ακριβώς «αυτό το σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών» χαρακτηρίστηκε, στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλόμενης απόφασης, ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, ο οποίος παρείχε στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να προσαρμόσουν την τιμολογιακή στρατηγική τους υπό το πρίσμα των πληροφοριών που ελάμβαναν από τους ανταγωνιστές.

297    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης δεν στηρίζεται στη διαπίστωση ότι οι συμφωνίες ή οι εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών αποτέλεσαν εμπόδιο για την προσφορά νέων τεχνολογιών, όπως υποδηλώνει η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 292 ανωτέρω. Το συμπέρασμα της Επιτροπής στηρίζεται στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικές ήταν συμπληρωματικές προς τις επίσης συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικές που αφορούσαν τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο των συνεννοήσεων μεταξύ των ανταγωνιστών που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η εισαγωγή των τεχνολογιών που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των κινητήρων φορτηγών προς τα πρότυπα Euro μπορούσε να έχει αντίκτυπο στις τιμές των οικείων μοντέλων φορτηγών και να επιφέρει αύξηση των τιμών αυτών. Οι ανταγωνιστές συζητούσαν μεταξύ τους όχι μόνον το χρονοδιάγραμμα αλλά και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής των νέων τεχνολογιών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή βασίμως επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 243 και 321 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι οι ανταγωνιστές, στο πλαίσιο των συζητήσεων σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής των νέων τεχνολογιών και με τις πρόσθετες δαπάνες που προέκυπταν από αυτές, λάμβαναν γνώση του επιπέδου των προβλεπόμενων μικτών τιμών και του χρονοδιαγράμματος αύξησης των εν λόγω μικτών τιμών. Επομένως, η εκτεθείσα στη σκέψη 292 ανωτέρω επιχειρηματολογία των προσφευγουσών θεμελιώνεται σε εσφαλμένη κατανόηση της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι αλυσιτελής.

298    Το δε ζήτημα αν η μεταξύ των κατασκευαστών φορτηγών ανταλλαγή πληροφοριών που τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουν το προβλεπόμενο επίπεδο των μικτών τιμών των ανταγωνιστών τους και το χρονοδιάγραμμα αύξησης των εν λόγω μικτών τιμών συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν θίγεται από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η οποία, όπως ήδη σημειώθηκε, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η Επιτροπή προσήψε στους εν λόγω κατασκευαστές ότι παρεμπόδιζαν την προσφορά νέων τεχνολογιών (βλ. σκέψη 297 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται δυνητικώς στους κανόνες περί ανταγωνισμού όταν μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων (βλ. σκέψη 270 ανωτέρω). Ειδικότερα, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ανταλλαγή πληροφοριών που μπορεί να εξαλείψει την αβεβαιότητα των ενδιαφερομένων ως προς την ημερομηνία, το εύρος και τις λεπτομέρειες της προσαρμογής της συμπεριφοράς που πρόκειται να υιοθετήσουν οι οικείες επιχειρήσεις στην αγορά (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

299    Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 298 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών οι οποίες τους παρέχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο των σχεδιαζόμενων μικτών τιμών και το χρονοδιάγραμμα αύξησης των εν λόγω τιμών, εξαλείφοντας έτσι την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά την οποία πρόκειται να υιοθετήσουν, συνιστούν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Mamoli Robinetteria κατά Επιτροπής, T‑376/10, EU:T:2013:442, σκέψη 72).

300    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

δ)      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή χαρακτήρισε τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών παράβαση «ως εκ του αντικειμένου»

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

301    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία που να ενισχύουν την άποψη ότι η ανταλλαγή πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών συνιστούσε επαρκή παρακώλυση του ανταγωνισμού ώστε να χαρακτηριστεί περιορισμός «λόγω του αντικειμένου», κατά την έννοια της απόφασης της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204).

302    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από την ανάλυση του περιεχομένου, των σκοπών και του οικονομικού και νομικού πλαισίου των ανταλλασσόμενων στο γερμανικό επίπεδο επαφών πληροφοριών προκύπτει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση σχετικά με το στοιχείο «λόγω του αντικειμένου» ενέχει νομική πλάνη ή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

303    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

304    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 238 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε, πρώτον, ότι η Scania είχε συνάψει συμφωνίες και/ή είχε συντονίσει με τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς τις ενέργειές της σχετικά με τις σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις των μικτών τιμών και των τιμοκαταλόγων μικτών τιμών καθώς και το χρονοδιάγραμμα των τροποποιήσεων αυτών και, περιστασιακά, σχετικά με τις σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις των καθαρών τιμών ή των εκπτώσεων που προσφέρονταν στους πελάτες, δεύτερον, ότι η Scania είχε συνάψει συμφωνίες και/ή είχε συντονίσει με τα ως άνω μέρη τις ενέργειές της σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6 και, τρίτον, ότι η Scania και τα λοιπά μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς είχαν ανταλλάξει εμπιστευτικές πληροφορίες σε εμπορικό επίπεδο, ήτοι πληροφορίες σχετικές με τις προθεσμίες παράδοσης, τις παραγγελίες και τα αποθέματα, τα μερίδια των αγορών-στόχων, τις καθαρές ισχύουσες τιμές, τις εκπτώσεις, τους καταλόγους μικτών τιμών (ακόμη και πριν από την εφαρμογή τους) και τους διαμορφωτές των φορτηγών.

305    Κατά την αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικές που εξέθεσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 238 της εν λόγω απόφασης σχετίζονταν με τα τρία επίπεδα επαφών που προσδιορίστηκαν στις σκέψεις 35 έως 38 ανωτέρω και, ιδίως, με το γερμανικό επίπεδο επαφών.

306    Η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το σύνολο των συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 238 είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και παρέσχε στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσαρμόσουν την τιμολογιακή στρατηγική τους υπό το πρίσμα των πληροφοριών που ελάμβαναν από τους ανταγωνιστές.

307    Υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε το σύνολο των συμπαιγνιακού χαρακτήρα εν λόγω συμπεριφορών ως ενιαία και διαρκή παράβαση, η οποία διήρκεσε από το 1997 έως το 2011. Κατά την Επιτροπή, η Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς επιδίωξαν ένα κοινό σχέδιο έχοντας ως ενιαίο, αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ. Ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε με πρακτικές που μείωναν τα επίπεδα στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των ανταγωνιστών όσον αφορούσε τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής στην αγορά φορτηγών που πληρούσαν τα περιβαλλοντικά πρότυπα (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης).

308    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, μολονότι η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε εν προκειμένω τις αθέμιτες επαφές στο γερμανικό επίπεδο ως παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εντούτοις έκρινε ότι οι επαφές αυτές συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και αποτελούσαν μέρος της καταλογιζόμενης στη Scania ενιαίας και διαρκούς παράβασης, συμβάλλοντας στην υλοποίησή της. Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα της εκτίμησης της Επιτροπής ότι οι αθέμιτες επαφές στο γερμανικό επίπεδο συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

309    Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 49, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 113· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 34).

310    Η διάκριση μεταξύ «παραβάσεων ως εκ του αντικειμένου» και «παραβάσεων εκ του αποτελέσματος» αφορά το γεγονός ότι ορισμένες μορφές σύμπραξης μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να λογίζονται, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 50, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 114· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 35).

311    Συνεπώς, δεν αμφισβητείται ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας, όπως αυτές που οδηγούν στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών από συμπράξεις, μπορεί να λογίζεται ότι έχουν ενδεχομένως τέτοια δυσμενή αποτελέσματα επί των τιμών, της ποσότητας ή της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών, ειδικότερα, ώστε, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να παρέλκει να αποδειχθεί ότι έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αγορά. Πράγματι, η πείρα δείχνει ότι τέτοιες πρακτικές επιφέρουν μειώσεις της παραγωγής και αυξήσεις τιμών, με τελικό αποτέλεσμα την κακή κατανομή των πόρων σε βάρος, ειδικότερα, των καταναλωτών (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 51, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 115).

312    Αν από την ανάλυση του περιεχομένου ενός είδους συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δεν προκύψει ότι αυτός είναι αρκούντως επιζήμιος για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά του, προκειμένου δε να απαγορευθεί αυτός πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε, είτε περιορίστηκε, είτε νοθεύτηκε αισθητά (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 34, της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 52, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 116).

313    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί αν συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή απόφαση ένωσης επιχειρήσεων είναι τόσο επιζήμια ώστε να θεωρείται «ως εκ του αντικειμένου» περιορισμός του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται η συνεκτίμηση των όρων της συμφωνίας, των σκοπών της, καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται. Κατά την εκτίμηση του ανωτέρω πλαισίου πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 117· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 36).

314    Επιπλέον, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να τη λαμβάνουν υπόψη (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 37, της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 54, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 118).

315    Όσον αφορά ειδικότερα την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών, υπενθυμίζεται ότι τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας, τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας εναρμονισμένης πρακτικής, πρέπει να νοούνται υπό το φως της αντίληψης που είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην εσωτερική αγορά (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 32, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 119).

316    Μολονότι αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εντούτοις αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις συνήθεις συνθήκες της εν λόγω αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της εν λόγω αγοράς (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 33, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 120).

317    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών αντίκειται δυνητικώς στους κανόνες περί ανταγωνισμού όταν μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της αγοράς, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων (αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, C‑194/99 P, EU:C:2003:527, σκέψη 81, της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 35, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 121).

318    Ειδικότερα, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού τυχόν ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμενη να εξαλείψει τις αβεβαιότητες που διακατέχουν τους ενδιαφερομένους ως προς την ημερομηνία, το εύρος και τις λεπτομέρειες της προσαρμογής στην αγορά την οποία οι οικείες επιχειρήσεις πρόκειται να θέσουν σε εφαρμογή (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 122· πρβλ., επίσης, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 41).

319    Εξάλλου, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μολονότι δεν συνδέεται ευθέως με τις τιμές καταναλωτή. Συγκεκριμένα, το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αποκλείει την ερμηνεία ότι απαγορεύονται μόνον οι εναρμονισμένες πρακτικές που επηρεάζουν άμεσα τις τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 123· πρβλ., επίσης, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 36).

320    Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εφόσον συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής» (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 37, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 124).

321    Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αποσκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, με τον τρόπο αυτό, του ίδιου του ανταγωνισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια εναρμονισμένη πρακτική έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της ύπαρξης άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 38 και 39, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 125).

322    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει, εκτός από τη συνεννόηση μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς αυτή τη συνεννόηση και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 51, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe και Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 126).

323    Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι τεκμαίρεται, πλην απόδειξης περί του αντιθέτου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι οι μετέχουσες στη συνεννόηση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια τέτοια εναρμονισμένη πρακτική εμπίπτει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ακόμη και όταν δεν υφίστανται αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό στην εν λόγω αγορά (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 51, και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 127).

2)      Επί του περιεχομένου των ανταλλαγεισών πληροφοριών

i)      Επί των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων των μικτών τιμών και των τιμοκαταλόγων μικτών τιμών καθώς και επί του χρονοδιαγράμματος των τροποποιήσεων αυτών, περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

324    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές δεν μπορούσαν να αμβλύνουν τη «στρατηγική» αβεβαιότητα μεταξύ των ανταγωνιστών.

325    Συναφώς, πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι ανταλλαγείσες στο γερμανικό επίπεδο επαφών πληροφορίες περί τιμών αφορούσαν τις ισχύουσες τότε τιμές που εφάρμοζαν οι διανομείς στους αντιπροσώπους στη Γερμανία και δεν αφορούσαν μελλοντικές τιμές ή προθέσεις σχετικά με τον καθορισμό των τιμών. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν τιμές που ήταν ήδη γνωστές στο κοινό και, τρίτον, υποστηρίζουν ότι οι μικτές τιμές σχετικά με τις οποίες αντάλλασσαν πληροφορίες δεν είχαν καμία πληροφοριακή αξία αναφορικά με τις τιμές που πράγματι χρεώνονταν στον τελικό καταναλωτή.

–       Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών σχετικά με το κατά πόσον οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν ισχύουσες ή μελλοντικές τιμές

326    Στην αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ανταγωνιστές συζητούσαν μεταξύ τους διάφορες παραμέτρους σχετικά με τη μελλοντική τιμολόγηση και τη μελλοντική εξέλιξη των μικτών τιμών.

327    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το συμπέρασμα της Επιτροπής που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές αφορούσαν μελλοντικές μικτές τιμές και προθέσεις σχετικά με τον καθορισμό των τιμών. Υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών αφορούσε ισχύουσες τότε μικτές τιμές και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχε τέτοια στρατηγική σημασία τέτοια ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου». Οι μικτές τιμές ως προς τις οποίες ανταλλάσσονταν πληροφορίες ήταν οι εφαρμοζόμενες (ισχύουσες) τιμές, καθόσον, πριν από την ανταλλαγή των πληροφοριών, είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στα δίκτυα των αντιπροσώπων ή εφαρμόζονταν σε παραδόσεις ή σε παραγγελίες που είχαν ήδη γίνει από πελάτες.

328    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η δικογραφία περιέχει πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι συζητήσεις, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών, σαφώς και εστιάζονταν στο μέλλον και αποσκοπούσαν στην εξάλειψη των αβεβαιοτήτων όσον αφορά τη μελλοντική τιμολογιακή πολιτική των ανταγωνιστών. Ειδικότερα, οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ 2ας και 8ης Δεκεμβρίου 2004, που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης, είχαν ως αντικείμενο τις αυξήσεις των τιμών που είχαν προγραμματιστεί για το έτος 2005, οι ανταλλαγές πληροφοριών που έλαβαν χώρα στις 12 Σεπτεμβρίου 2005 και περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν ως αντικείμενο τις αυξήσεις των τιμών που είχαν προγραμματιστεί για το έτος 2006, οι ανταλλαγές πληροφοριών που έλαβαν χώρα τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2007 και περιγράφονται στη σκέψη 158 της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν ως αντικείμενο τις αυξήσεις των τιμών που είχαν προγραμματιστεί για το έτος 2008, οι ανταλλαγές πληροφοριών που έλαβαν χώρα στις 12 και 13 Μαρτίου 2008 και περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν ως αντικείμενο τις αυξήσεις τιμών για την περίοδο που καλύπτει τα έτη 2008 και 2009, οι ανταλλαγές πληροφοριών που έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 2009 και περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν ως αντικείμενο τις αυξήσεις τιμών που είχαν προγραμματιστεί για το έτος 2010, το δε από 14ης Οκτωβρίου 2010 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 190 της προσβαλλόμενης αποδεικνύει ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με αυξήσεις τιμών για το έτος 2011. Υπάλληλοι της Scania DE μετείχαν σε όλες αυτές τις ανταλλαγές πληροφοριών.

329    Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τόσο η Scania όσο και οι λοιποί ανταγωνιστές γνωστοποιούσαν μεταξύ τους τις αυξήσεις των τιμών που σχεδίαζαν να εφαρμόσουν απαντώντας σε σχετικά αιτήματα που προέρχονταν από έναν από τους ανταγωνιστές. Ειδικότερα, σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Δεκεμβρίου 2004, το οποίο περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπάλληλος της [εμπιστευτικό], στο γερμανικό επίπεδο επαφών, ζητούσε από ανταγωνιστές πληροφορίες σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών που προγραμματίζονταν για το έτος 2005, αναφέροντας τα εξής: «Αυξήσεις τιμών 2005: όπως κάθε χρόνο, το αφεντικό θέλει να μάθει αν και πότε θα αυξήσετε τις τιμές σας το επόμενο έτος». Διευκρίνιζε περαιτέρω: «Για τον λόγο αυτό, μοιραστείτε τις πληροφορίες αυτές με όλο τον κόσμο, ώστε να μη χάνουμε χρόνο για να ρωτάμε χωριστά». Ομοίως, στο από 2ας Δεκεμβρίου 2004 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με αίτημα παροχής πληροφοριών, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις αυξήσεις των τιμών για το έτος 2010, αναφέρονται τα εξής: «όπως κάθε χρόνο, πρέπει να γίνει ο μελλοντικός προγραμματισμός και μαζί με αυτόν πρέπει να τεθούν και τα σχετικά ζητήματα».

330    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το ότι οι πληροφορίες που ανταλλάχθηκαν σχετικά με τις μικτές τιμές αφορούσαν το μέλλον, ισχυριζόμενες ότι οι ανταλλαγείσες στο γερμανικό επίπεδο επαφών πληροφορίες περί τιμών αφορούσαν τους τιμοκαταλόγους των μικτών τιμών διανομέων-αντιπροσώπων που είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στους αντιπροσώπους και χρησίμευαν ήδη ως βάση για παραγγελίες που είχαν πραγματοποιήσει τελικοί πελάτες. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται δύο εκθέσεις που συνέταξε γραφείο οικονομικών συμβούλων, εκ των οποίων η πρώτη, με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 2016, υποβλήθηκε στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία (στο εξής: οικονομική έκθεση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016) και η δεύτερη, με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 2017, υποβλήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (στο εξής: οικονομική έκθεση της 9ης Δεκεμβρίου 2017). Οι εκθέσεις αυτές αναλύουν τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών στις οποίες εμπλεκόταν η Scania DE (και των οποίων μνεία γίνεται στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση) και, στηριζόμενες σε στοιχεία που παρέσχε η Scania, αποδεικνύουν, κατά τις προσφεύγουσες, ότι καθεμία από τις ανταλλαγές αυτές αφορούσε καταλόγους μικτών τιμών, οι οποίοι, πριν από τη γνωστοποίησή τους στους ανταγωνιστές της Scania DE, είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στους αντιπροσώπους της Scania στη Γερμανία ή είχαν χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για τις παραγγελίες από τους τελικούς πελάτες.

331    Η επιχειρηματολογία αυτή των προσφευγουσών δεν είναι πειστική για το Γενικό Δικαστήριο.

332    Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως του αξιόπιστου και ακριβούς χαρακτήρα των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στις δύο εκθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 330 ανωτέρω, την κατάρτιση των οποίων είχαν ζητήσει οι προσφεύγουσες για την άμυνά τους στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές ανταλλαγές πληροφοριών που παρουσιάζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αποκαλύπτουν ότι οι αυξήσεις των τιμών που συζητούνταν κατά τις ανταλλαγές αυτές εφαρμόζονταν στις παραγγελίες που πραγματοποιούνταν μετά τις εν λόγω ανταλλαγές. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν αφορούσαν το μέλλον αποδεικνύεται ακόμη και μετά την ανάλυση των προσφευγουσών. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει, ως παράδειγμα, στις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, οι οποίες εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 140, 149, 166, 171 και 190 της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, κατά την ανταλλαγή πληροφοριών του Δεκεμβρίου 2004, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης, η [εμπιστευτικό] πληροφόρησε τους ανταγωνιστές της ότι οι τιμές για τα οχήματα και τις επιλογές βασικού εξοπλισμού θα αυξάνονταν κατά 3 % για τις παραγγελίες που θα πραγματοποιούνταν μετά την 1η Απριλίου 2005· στο πλαίσιο παρουσίασης εκ μέρους της [εμπιστευτικό] κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ ανταγωνιστών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, στις 12 και 13 Μαρτίου 2008, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης απόφασης, η [εμπιστευτικό] πληροφόρησε τους ανταγωνιστές της σχετικά με την αύξηση των τιμών ορισμένων μοντέλων φορτηγών που εφαρμόστηκε στις παραγγελίες που έγιναν από τον Απρίλιο του 2008, τον Οκτώβριο του 2008, τον Απρίλιο του 2009 και εφεξής· με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Νοεμβρίου 2008, το οποίο μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 171 της προσβαλλόμενης απόφασης, ενημερώνονται οι ανταγωνιστές για τις αυξήσεις των τιμών που εφαρμόστηκαν από την [εμπιστευτικό] για παραγγελίες που πραγματοποιήθηκαν από τον Απρίλιο του 2009 και εφεξής και για τις αυξήσεις των τιμών που εφάρμοσε η [εμπιστευτικό] για παραγγελίες που έγιναν από τον Φεβρουάριο του 2009 και εφεξής.

333    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμη και αν οι κατασκευαστές φορτηγών, πριν ανταλλάξουν πληροφορίες στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών, είχαν γνωστοποιήσει «εσωτερικώς», δηλαδή στους αντιπροσώπους τους, την πρόθεσή τους να αυξήσουν τις μικτές τιμές και, ακόμη και αν είχαν ήδη λάβει παραγγελίες βάσει αυτών των μικτών τιμών, τούτο δεν σήμαινε ότι οι ανταλλαγείσες πληροφορίες δεν ήταν χρήσιμες για τους ανταγωνιστές τους, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν δημόσιες και αποκάλυπταν τη μελλοντική τιμολογιακή στρατηγική των κατασκευαστών φορτηγών.

334    Οι προσφεύγουσες, προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών από κατασκευαστές φορτηγών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν τις ισχύουσες μικτές τιμές και όχι τις μελλοντικές τιμές, υποστηρίζουν επίσης ότι η Scania DE δεν τροποποίησε τις τιμές της κατόπιν των (σχετικών με τις τιμές) πληροφοριών που θα μπορούσε να είχε λάβει από τους ανταγωνιστές της. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν την οικονομική έκθεση της 9ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία, κατ’ αυτές, αποδεικνύει ότι σημαντικός όγκος πωλήσεων είχε πραγματοποιηθεί βάσει των τιμοκαταλόγων, αφότου η Scania DE είχε γνωστοποιήσει τους εν λόγω τιμοκαταλόγους στους λοιπούς μετέχοντες στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

335    Ούτε το επιχείρημα αυτό, το οποίο πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των αρχών που εκτίθενται στις σκέψεις 322 και 323 ανωτέρω, μπορεί να γίνει δεκτό, καθόσον ουδόλως αποδεικνύει ότι η Scania δεν συνεκτίμησε τις πληροφορίες που έλαβε στο πλαίσιο των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών προκειμένου να καθορίσει την τιμολογιακή στρατηγική της. Το γεγονός ότι η Scania λάμβανε μέρος σε συνεννοήσεις με τους ανταγωνιστές της επί δεκατέσσερα έτη και σε τακτική βάση αποδεικνύει τη στρατηγική αξία που είχαν οι πληροφορίες αυτές για τη Scania (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 51).

336    Προκειμένου να αμφισβητήσουν το ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές αφορούσαν το μέλλον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο ακόμη επιχειρήματα. Αφενός, αναφέρονται στις δηλώσεις άλλων κατασκευαστών φορτηγών που περιλαμβάνονται στον φάκελο, οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς τους επιβεβαιώνουν ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν αφορούσαν τις προθέσεις τους σχετικά με τις μελλοντικές τιμές. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι οι υπάλληλοι της Scania DE που συμμετείχαν στις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο δεν είχαν ως αποστολή τον καθορισμό των τιμών και ότι ήταν πεπεισμένοι ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις «μελλοντικές» τιμές δεν αφορούσαν το δίκτυο των επαφών τους. Οι υπάλληλοι της Scania DE επιβεβαίωσαν, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, ότι οι γνωστοποιηθείσες στους υπαλλήλους των άλλων κατασκευαστών πληροφορίες είχαν ήδη ευρέως διαδοθεί στα δίκτυα των αντιπροσώπων της Scania, υπέθεταν δε ότι οι παρασχεθείσες από τους άλλους κατασκευαστές πληροφορίες σχετικά με τις τιμές αφορούσαν «ισχύουσες»» και όχι μελλοντικές τιμές.

337    Ούτε τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που εκτίθενται στη σκέψη 336 ανωτέρω μπορούν να γίνουν δεκτά.

338    Κατ’ αρχάς, στις δηλώσεις που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, οι κατασκευαστές φορτηγών ανέφεραν, κατ’ ουσίαν, ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις μικτές τιμές που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών είχαν ήδη (δηλαδή πριν από τις συναλλαγές) γνωστοποιηθεί στους αντιπροσώπους και, ως εκ τούτου, είχαν, κατά τους εν λόγω κατασκευαστές, δημόσιο χαρακτήρα. Ο «δημόσιος» χαρακτήρας των πληροφοριών που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών θα εξεταστεί στις σκέψεις 342 έως 350 κατωτέρω. Στο παρόν στάδιο ανάλυσης, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η δικογραφία περιέχει αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών είχαν ιδίως ως αντικείμενο μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών, τούτο δε καταδεικνύεται επίσης από τις δηλώσεις των ίδιων των κατασκευαστών. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 89 και 91 της προσβαλλόμενης απόφασης, η πλειονότητα των κατασκευαστών επιβεβαίωσε ότι, μεταξύ των θεμάτων των συζητήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών, περιλαμβάνονταν οι μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών και ότι οι συνεννοήσεις αυτές είχαν συστηματικό και τακτικό χαρακτήρα.

339    Στη συνέχεια, οι δηλώσεις των υπαλλήλων της Scania DE στηρίζονται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις μικτές τιμές που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν «ισχύουσες» τιμές, εφόσον είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στα δίκτυα των αντιπροσώπων. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι υπάλληλοι της Scania DE τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο καταλογισμός παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν προϋποθέτει γνώση εκ μέρους των υπαλλήλων της εμπλεκόμενης επιχείρησης, αλλά πράξη προσώπου το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό της επιχείρησης (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, T‑588/08, EU:T:2013:130, σκέψη 581 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι υπάλληλοι της Scania DE που έλαβαν μέρος στις ανταλλαγές πληροφοριών ήταν εξουσιοδοτημένοι προς τούτο. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από την προαναφερθείσα αντίληψη που είχαν οι υπάλληλοι της Scania DE και από την ευθύνη τους για τον καθορισμό των τιμών δεν ασκεί επιρροή και πρέπει να απορριφθεί.

340    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή αγνόησε την οικονομική έκθεση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016 που μνημονεύεται στη σκέψη 330 ανωτέρω. Από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται η βασιμότητα της αιτίασης αυτής και από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η εν λόγω έκθεση είχε περιορισμένη χρησιμότητα, στο μέτρο που αποσκοπούσε στο να ενισχύσει μια εσφαλμένη άποψη, ήτοι ότι οι ανταλλασσόμενες στο γερμανικό επίπεδο επαφών πληροφορίες αφορούσαν «ισχύουσες» τιμές στο μέτρο που είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στα δίκτυα των αντιπροσώπων.

341    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών σχετικά με το ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν «ισχύουσες τιμές».

–       Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών σχετικά με τον δημόσιο χαρακτήρα των πληροφοριών που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές

342    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, λαμβανομένου υπόψη του αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της παραγγελίας ενός φορτηγού και της παράδοσής του, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, σχετικά με τις μικτές τιμές είχαν ήδη γνωστοποιηθεί από τους κατασκευαστές φορτηγών στα δίκτυα των αντιπροσώπων τους και είχαν ήδη αναφερθεί στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιπροσώπων και των πελατών και αποτελούσαν, ως εκ τούτου, δημόσιες πληροφορίες. Επομένως, οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν καμία στρατηγική αξία για τους ανταγωνιστές. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ανάλυσή τους επιρρωννύεται, σε ορισμένο βαθμό, από την υποσημείωση 4, υπό το σημείο 74, των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ 2011, C 11, σ. 1).

343    Η επιχειρηματολογία αυτή των προσφευγουσών δεν πείθει το Γενικό Δικαστήριο.

344    Πρώτον, γενικότερα, επισημαίνεται ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις τιμές πραγματοποιούνταν τακτικά και επί πολλά έτη. Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι οι ανταλλαγές αυτές λάμβαναν χώρα σε διαρθρωμένο και οργανωμένο πλαίσιο, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες καλούνταν συχνά να συμπληρώσουν πίνακα Excel με πληροφορίες που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τις σχεδιαζόμενες αυξήσεις των μικτών τιμών, το δε Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, επί παραδείγματι, στις αιτιολογικές σκέψεις 150, 166, 171, 172, 175, 179 και 188 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στις δηλώσεις ορισμένων κατασκευαστών κατά τη διοικητική διαδικασία, οι οποίες μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλόμενης απόφασης. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος αυτού, η θέση ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν πρόσφεραν τίποτα στους ανταγωνιστές όσον αφορά τον σχεδιασμό των τιμολογιακών στρατηγικών τους τιμολόγησης δεν είναι εύλογη.

345    Δεύτερον, σημειώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι οι κατασκευαστές φορτηγών μπορούσαν να λάβουν τις πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών μέσω διόδου διαφορετικής από τις άμεσες επαφές μεταξύ ανταγωνιστών και αποδέχονται ότι δεν είναι σε θέση να παράσχουν παραδείγματα σχετικά με ανακοινώσεις αυξήσεων των τιμών εκ μέρους πηγής προσβάσιμης σε όλους. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε τις δηλώσεις ορισμένων ανταγωνιστών, που έλαβαν χώρα κατά τη διοικητική διαδικασία, οι οποίες μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 269 και 270 της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες οι πληροφορίες σχετικά με τις μικτές τιμές και τις προθέσεις αύξησης των μικτών τιμών, που αποτελούσαν αντικείμενο ανταλλαγών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, δεν ήταν γενικώς δημόσιες και μόνον εν μέρει θα μπορούσαν να αντληθούν από πηγές προσιτές στο κοινό και σύμφωνα με τις οποίες οι πληροφορίες σχετικά με τις μικτές τιμές που ήταν δημόσιες δεν ήταν τόσο λεπτομερείς και ακριβείς όσο αυτές που λαμβάνονταν άμεσα από τους ανταγωνιστές.

346    Στο ίδιο πλαίσιο, διευκρινίζεται επίσης ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τους αντιπροσώπους και τους τελικούς πελάτες ενός κατασκευαστή φορτηγών σχετικά με μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών γνωστοποιούνται κατά τρόπο απλό, άμεσο και συστηματικό στους λοιπούς κατασκευαστές φορτηγών. Συναφώς, ένας κατασκευαστής φορτηγών διευκρίνισε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι, γενικώς, οι πελάτες δεν αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με σχεδιαζόμενες αυξήσεις των μικτών τιμών των ανταγωνιστών στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεών τους με τους αντιπροσώπους, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές δεν ενίσχυαν τη διαπραγματευτική τους δύναμη έναντι των εν λόγω αντιπροσώπων (βλ. αιτιολογική σκέψη 279 της προσβαλλόμενης απόφασης).

347    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η γνωστοποίηση, στα δίκτυα των αντιπροσώπων, πληροφοριών σχετικά με τις αυξήσεις που εφαρμόστηκαν στους καταλόγους μικτών τιμών δεν καθιστούσε τις πληροφορίες αυτές «δημόσιες», δεδομένου ότι μια δημόσια πληροφορία αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο της αγοράς, άμεσα διαγνώσιμο (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 236).

348    Προκύπτει επίσης ότι η ανταλλαγή πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών για τις αυξήσεις που εφαρμόζονταν στους καταλόγους των μικτών τιμών αποτελούσε το μόνο μέσο που παρείχε στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες με απλό, ταχύ και εμπεριστατωμένο τρόπο και να δημιουργήσουν κλίμα αμοιβαίας βεβαιότητας ως προς τις μελλοντικές τους πολιτικές τιμών (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 236).

349    Επομένως, πρέπει να επικυρωθεί το συμπέρασμα της Επιτροπής που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν ήταν δημοσίως γνωστές (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 242 της προσβαλλόμενης απόφασης). Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, αντιθέτως προς το επιχείρημα των προσφευγουσών (βλ. σκέψη 342 ανωτέρω), το συμπέρασμα αυτό της Επιτροπής είναι σύμφωνο με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας. Συγκεκριμένα, στο σημείο 74 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή εξήγησε ότι οι ανταλλαγές μεταξύ ανταγωνιστών εξατομικευμένων δεδομένων που αφορούν προβλεπόμενες μελλοντικές τιμές ή ποσότητες πρέπει να θεωρείται ότι αποτελούν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Βεβαίως, στην υποσημείωση 4, υπό το σημείο 74, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες οι εταιρίες είναι απολύτως δεσμευμένες να πωλήσουν προϊόντα στο μέλλον στις τιμές που έχουν ήδη δημοσιεύσει (δηλαδή τις οποίες δεν μπορούν να αναθεωρήσουν), οι δημόσιες αναγγελίες μελλοντικών μεμονωμένων τιμών ή ποσοτήτων δεν θα εκλαμβάνονται ως προθέσεις και ως εκ τούτου κατά κανόνα δεν θα θεωρείται ότι περιορίζουν τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου. Ωστόσο, το περιεχόμενο της εν λόγω υποσημείωσης δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, στο μέτρο που οι κατασκευαστές φορτηγών, συμπεριλαμβανομένης της Scania, δεν ανακοίνωσαν στο ευρύ κοινό τις πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις τιμές, αλλά μόνο στα δίκτυα τους των αντιπροσώπων τους.

350    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών όσον αφορά τον δημόσιο χαρακτήρα των πληροφοριών που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές.

–       Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών σχετικά με το ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές δεν είχαν καμία πληροφοριακή αξία όσον αφορά τις τιμές που πράγματι εφαρμόζονταν στις συναλλαγές της αγοράς

351    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές δεν παρείχαν καμία ένδειξη σχετικά με τη μελλοντική τιμολογιακή συμπεριφορά των ανταγωνιστών. Εξηγούν ότι, λόγω της πολυπλοκότητας και του πλήθους των παραγόντων τιμολόγησης των φορτηγών, οι μικτές τιμές και οι κατάλογοι μικτών τιμών δεν είχαν καμία πληροφοριακή αξία όσον αφορά τις τιμές που πράγματι εφαρμόστηκαν στις συναλλαγές της αγοράς, αντιθέτως προς την εκτίμηση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση.

352    Το επιχείρημα αυτό των προσφευγουσών επαναλαμβάνεται και αναπτύσσεται περαιτέρω στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας τους σχετικά με το οικονομικό και νομικό πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Ως εκ τούτου, θα εξεταστεί στο πλαίσιο της εκτίμησης της εν λόγω επιχειρηματολογίας.

ii)    Επί των σχεδιαζομένων τροποποιήσεων των καθαρών τιμών και των εκπτώσεων που προσφέρονταν στους πελάτες, για τις οποίες γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

353    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, επισήμανε ότι η Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς αντάλλασσαν περιστασιακώς πληροφορίες σχετικά με σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις των καθαρών τιμών ή των εκπτώσεων που προσφέρονταν στους πελάτες. Από την αιτιολογική σκέψη 212, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, πολλές από τις ανταλλαγές αυτές πληροφοριών πραγματοποιούνταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

354    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι πραγματοποιήθηκαν τέτοιες ανταλλαγές και υποστηρίζουν ότι τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή δεν αποδεικνύουν την ύπαρξή τους.

355    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη των πρακτικών που περιγράφονται στη σκέψη 353 ανωτέρω.

356    Όσον αφορά τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις εκπτώσεις, η ύπαρξή τους επιβεβαιώνεται από τις χειρόγραφες σημειώσεις υπαλλήλου της [εμπιστευτικό], σχετικά με συνάντηση μεταξύ ανταγωνιστών, στις 3 και 4 Μαΐου 2004, στις εγκαταστάσεις της Scania DE, οι οποίες παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 134 της προσβαλλόμενης απόφασης. Στις σημειώσεις αυτές αναφέρονται τα εξής: «μέσος όρος των τιμών + 5, 6, 7,5 %! καμία τροποποίηση των μικτών τιμών, ίδιο επίπεδο εκπτώσεων». Εξάλλου, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, στις 7 Σεπτεμβρίου 2006, ένας υπάλληλος της [εμπιστευτικό] πληροφόρησε στο γερμανικό επίπεδο επαφών υπαλλήλους των άλλων κατασκευαστών, μεταξύ των οποίων έναν υπάλληλο της Scania DE, σχετικά με αύξηση των τιμών στην οποία προέβη η [εμπιστευτικό], αναφέροντας ότι «θα υπ[ήρχε] αύξηση των τιμών (μόνον [εμπιστευτικό]) από την 1η Οκτωβρίου και εφεξής: 2 % για όλα τα [εμπιστευτικό] μοντέλα» και ότι «δεν [θα άλλαζαν] οι τιμοκατάλογοι αλλά οι εκπτώσεις των πωλητών». Ομοίως, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 158 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, στις 10 Ιουλίου 2007, ένας υπάλληλος της [εμπιστευτικό], απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών προερχόμενη από υπάλληλο της [εμπιστευτικό] και απευθυνόμενη σε υπαλλήλους ανταγωνιστών που εντάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών, ανακοίνωσε τροποποίηση των εκπτώσεων που εφάρμοζε η [εμπιστευτικό]. Υπάλληλοι της Scania DE έλαβαν μέρος στις προαναφερθείσες ανταλλαγές πληροφοριών.

357    Όσον αφορά τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις καθαρές τιμές, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, στις 2 Δεκεμβρίου 2004, προερχόμενη από υπάλληλο της [εμπιστευτικό], σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών που προγραμματίζονταν για το 2005, η [εμπιστευτικό] ενημέρωσε τους ανταγωνιστές της, μεταξύ άλλων, ότι οι καθαρές τιμές επρόκειτο να αυξηθούν κατά 1 % από την 1η Ιανουαρίου 2005 για τις επιλογές βασικού εξοπλισμού και από 1η Φεβρουαρίου 2005 για όλες τις σειρές των οχημάτων. Η [εμπιστευτικό] διευκρίνισε ότι η αύξηση των τιμών επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μέσω της μείωσης των εκπτώσεων. Ομοίως, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, στο πλαίσιο συνάντησης μεταξύ ανταγωνιστών στις 12 Σεπτεμβρίου 2005 στο γερμανικό επίπεδο επαφών, στην οποία είχε λάβει μέρος η Scania, η [εμπιστευτικό] ενημέρωσε τους ανταγωνιστές της σχετικά με αύξηση των καθαρών τιμών από 8 έως 10 % για το μοντέλο του φορτηγού [εμπιστευτικό]. Εξάλλου, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η [εμπιστευτικό], απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της 20ής Ιουλίου 2009, προερχόμενη από υπάλληλο της [εμπιστευτικό], σχετικά, μεταξύ άλλων, με αυξήσεις των τιμών για το 2010, πληροφόρησε τους ανταγωνιστές της για αύξηση των καθαρών τιμών ύψους 1,5 %, εφαρμοζόμενη στις παραγγελίες που πραγματοποιούνταν από τον Οκτώβριο του 2009 και εφεξής. Οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις καθαρές τιμές προκύπτουν επίσης από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 184 και 188 της προσβαλλόμενης απόφασης. Υπάλληλοι της Scania DE έλαβαν μέρος στις προαναφερθείσες ανταλλαγές πληροφοριών.

358    Όσον αφορά πολλές από τις ανταλλαγές πληροφοριών που παρουσιάζονται στις σκέψεις 356 και 357 ανωτέρω (για παράδειγμα, τις ανταλλαγές πληροφοριών που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 140, 149, 156 και 158 της προσβαλλόμενης απόφασης), οι προσφεύγουσες, επικαλούμενες τη συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 327 και 342 ανωτέρω, προβάλλουν ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν αφορούσαν «ισχύουσες» και όχι μελλοντικές καταστάσεις και είχαν δημόσιο χαρακτήρα. Στο μέτρο που η συλλογιστική αυτή απορρίφθηκε ήδη από το Γενικό Δικαστήριο, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 355 ανωτέρω.

iii) Επί της μετακύλισης των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6, για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

359    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, επισήμανε ότι η Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς είχαν συνάψει συμφωνίες και/ή είχαν συντονίσει τις ενέργειές τους σχετικά με τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6. Από την αιτιολογική σκέψη 212, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, πολλές από τις εν λόγω συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικές λάμβαναν χώρα στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

360    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι είχαν προχωρήσει σε συμφωνίες στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τη μετακύλιση των δαπανών (αύξηση των ακαθάριστων τιμών) που συνδέεται με την εισαγωγή των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες, μολονότι δεν αρνούνται την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις τιμές στο γερμανικό επίπεδο επαφών, αμφισβητούν ότι οι συνδεόμενες με την εισαγωγή των τεχνολογιών τιμές ως προς τις οποίες ανταλλάσσονταν πληροφορίες αποτελούσαν μελλοντικές ή σχεδιαζόμενες τιμές.

361    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικών που περιγράφονται στη σκέψη 359 ανωτέρω και τη συμμετοχή της Scania στις πρακτικές αυτές.

362    Παραδείγματος χάριν, από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ της 2ας και της 8ης Δεκεμβρίου 2004, στην οποία συμμετείχε υπάλληλος της Scania DE, η [εμπιστευτικό] πληροφόρησε τους ανταγωνιστές για την πρόθεσή της να αυξήσει κατά 5 410 ευρώ την τιμή των νέων μοντέλων που πληρούσαν τα πρότυπα Euro 4. Ομοίως, από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, ο J, από τη γερμανική θυγατρική της [εμπιστευτικό], απαντώντας σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του B, υπαλλήλου της Scania DE, το οποίο απευθυνόταν στους ανταγωνιστές και με το οποίο ζητούνταν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και τις ημερομηνίες παράδοσης των κινητήρων που πληρούσαν τα πρότυπα Euro 4 και Euro 5, ανέφερε ότι ο κατασκευαστής αυτός θα παρέδιδε φορτηγά που θα πληρούσαν τα πρότυπα αυτά από τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 2005 και εφεξής και ότι οι πρόσθετες τιμές για τους κινητήρες που πληρούσαν τα πρότυπα Euro 4 και 5 Euro, αντιστοίχως, θα ανέρχονταν σε 11 500 και 14 800 ευρώ. Εξάλλου, από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση μεταξύ ανταγωνιστών, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, στις 12 Σεπτεμβρίου 2005, έλαβαν χώρα συνεννοήσεις σχετικά με τις τιμές. Μεταξύ των θεμάτων που συζητήθηκαν περιλαμβάνονταν οι αυξήσεις που προγραμματίζονταν για το έτος 2006. Ο I από τη Scania DE ήταν παρών στην εν λόγω συνάντηση. Από τα χειρόγραφα σημειώματα ενός εκ των συμμετεχόντων στη συνάντηση προκύπτει ότι η [εμπιστευτικό] ενημέρωσε τους ανταγωνιστές της σχετικά με τις επιβαρύνσεις που θα επέβαλε λόγω της εισαγωγής τεχνολογιών που συμμορφώνονται προς τα πρότυπα Euro 4 και Euro 5. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι, κατά την προαναφερθείσα συνάντηση της 12ης Σεπτεμβρίου 2005, ο I από τη Scania DE παρουσίασε λεπτομερώς τις εφαρμοζόμενες από τη Scania αυξήσεις των τιμών που θα προέκυπταν από την εισαγωγή τεχνολογικών που συμμορφώνονται προς τα πρότυπα Euro 3 και Euro 4. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με συνάντηση μεταξύ ανταγωνιστών στο γερμανικό επίπεδο επαφών στις 12 και 13 Μαρτίου 2008, προκύπτει επίσης ότι ανταλλάχθηκαν πληροφορίες σχετικά με τις προγραμματισμένες αυξήσεις τιμών. Σε παρουσίαση του [εμπιστευτικό], αναφέρθηκε ύψους 2 350 ευρώ για τους κινητήρες που πληρούσαν το πρότυπο Euro 5 από τον Μάιο του 2008 και εφεξής.

363    Όσον αφορά πλείονες ανταλλαγές πληροφοριών που περιγράφονται στη σκέψη 362 ανωτέρω (ανταλλαγές πληροφοριών που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 141, 149 και 166 της προσβαλλόμενης απόφασης), οι προσφεύγουσες, στηριζόμενες στη συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 327 και 342 ανωτέρω, προβάλλουν ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν αφορούσαν ισχύουσες και όχι μελλοντικές καταστάσεις και είχαν δημόσιο χαρακτήρα. Στο μέτρο που η συλλογιστική αυτή απορρίφθηκε ήδη από το Γενικό Δικαστήριο, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 361 ανωτέρω.

iv)    Επί της ανταλλαγής άλλων ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών, για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

364    Υπενθυμίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς είχαν ανταλλάξει και άλλες ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες, όπως πληροφορίες σχετικά με τις προθεσμίες παράδοσης, τις παραγγελίες και τα αποθέματα, τα μερίδια των αγορών-στόχων, τις καθαρές ισχύουσες τιμές και τις εκπτώσεις, τους καταλόγους μικτών τιμών (ακόμη και πριν από την εφαρμογή τους) και τους διαμορφωτές των φορτηγών.

365    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι οι «λοιπές ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες» που ανταλλάσσονταν ενίοτε στο γερμανικό επίπεδο επαφών ήταν τεχνικής φύσεως και δεν ήταν ικανές να εξαλείψουν τη στρατηγική αβεβαιότητα μεταξύ των συμμετεχόντων όσον αφορά τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Κατά τις προσφεύγουσες, οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν, εξεταζόμενες μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με τις λοιπές πληροφορίες που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 238 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι αποτελούσαν μέρος μιας παράβασης «ως εκ του αντικειμένου».

366    Συναφώς, σημειώνεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, η ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών, οι οποίες παρουσιάζονται στη σκέψη 364 ανωτέρω, αποτελούσε ένα από τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι ανταγωνιστές προκειμένου να μπορούν να συντονίζουν τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, τα δε λοιπά μέσα προς τούτο ήταν οι αθέμιτες επαφές σχετικά με την τιμολόγηση, το χρονοδιάγραμμα και τις πρόσθετες δαπάνες που απέρρεαν από την εισαγωγή στην αγορά των νέων μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν τα πρότυπα χαμηλών εκπομπών (περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχεία αʹ και βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

367    Από την αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει επίσης ότι, κατά την Επιτροπή, η ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών, οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 364 ανωτέρω, αποτελούσε ένα από τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι ανταγωνιστές για να περιορίσουν τη στρατηγική αβεβαιότητα μεταξύ τους όσον αφορούσε τις μελλοντικές τιμές, τις αυξήσεις των μικτών τιμών, το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής μοντέλων φορτηγών που συμμορφώνονταν προς τα περιβαλλοντικά πρότυπα.

368    Επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αναφέρεται στις ανταλλαγές «λοιπών ευαίσθητων από εμπορικής απόψεων πληροφοριών», οι οποίες προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης.

369    Εξάλλου, η Επιτροπή εξήγησε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η αναφορά σε «λοιπές ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες» αποτελούσε ένα από τα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο τα μέρη της σύμπραξης υλοποίησαν τις συμφωνίες τους σχετικά με τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και για το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών και τη σχετική μετακύλιση των δαπανών και ότι η αναφορά αυτή δεν διεύρυνε το περιεχόμενο της παράβασης.

370    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εξέταση της βασιμότητας των εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με τις ανταλλαγές των «λοιπών ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών» καθίσταται περιττή αν αποδειχθεί ότι η Επιτροπή όντως αποδεικνύει την ύπαρξη των λοιπών συμπαιγνιακού χαρακτήρα πρακτικών που προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχεία αʹ και βʹ, και στην αιτιολογική σκέψη 317, στοιχεία αʹ και βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης και τον «ως εκ του αντικειμένου» περιορισμό του ανταγωνισμού που απορρέει από τις εν λόγω πρακτικές. Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ως προς το ζήτημα αυτό στη σκέψη 394 κατωτέρω.

371    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τις ανταλλαγές των «λοιπών ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών» δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της παράβασης και, κατά συνέπεια, το ύψος του προστίμου, στο μέτρο που αυτά καθορίζονται από τις αθέμιτες πρακτικές που προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχεία αʹ και βʹ, και στην αιτιολογική σκέψη 317, στοιχεία αʹ και βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης.

3)      Επί του σκοπού της ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών

372    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν κυρίως τεχνικά στοιχεία για τα προϊόντα. Οι συμμετέχοντες είχαν ως σκοπό να παραμένουν ενήμεροι όσον αφορά την τεχνική εξέλιξη των φορτηγών προκειμένου να εξυπηρετούν καλύτερα τους πελάτες. Κατά τις προσφεύγουσες, οι συμμετέχοντες στις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών για λογαριασμό της Scania DE ήταν εκπαιδευτές στον τομέα των πωλήσεων και δεν λάμβαναν μέρος στις αποφάσεις της Scania DE επί των τιμών. Προς στήριξη των ισχυρισμών τους, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν ένορκες βεβαιώσεις των υπαλλήλων της Scania DE που συμμετείχαν στις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Επικαλέστηκαν επίσης απάντηση [εμπιστευτικό] στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

373    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών είναι αβάσιμα.

374    Πρέπει να σημειωθεί ότι από το περιεχόμενο της δικογραφίας δεν ενισχύεται ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν κυρίως τεχνικά ζητήματα. Αντιθέτως, τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία αποδεικνύουν ότι σημαντικό μέρος των ανταλλαγών αυτών αφορούσε πληροφορίες σχετικά με τις τιμές, οι οποίες, αντιθέτως προς την ανάλυση των προσφευγουσών, αφορούσαν το μέλλον και δεν είχαν δημόσιο χαρακτήρα. Ο αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπός των ανταλλαγών πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αποδεικνύεται επίσης από το ότι πολλές από τις ανταλλαγές αυτές προέρχονταν από αιτήματα παροχής πληροφοριών εκ μέρους υπαλλήλων των διαφόρων κατασκευαστών σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών που προγραμματίζονταν από τους ανταγωνιστές για το μέλλον. Συγκεκριμένα, στο από 2ας Δεκεμβρίου 2004 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Κ από την εταιρία [εμπιστευτικό] γράφει, σχετικά με «[α]ύξηση των τιμών για το 2005», «όπως κάθε χρόνο, το αφεντικό θέλει να μάθει αν και πότε θα αυξήσετε τις τιμές σας το επόμενο έτος» και διευκρινίζει: «Για τον λόγο αυτό, μοιραστείτε τις πληροφορίες αυτές με όλο τον κόσμο, ώστε να μη χάνουμε χρόνο για να ρωτάμε χωριστά». Στο από 21ης Ιουλίου 2009 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 180 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο L, υπάλληλος της [εμπιστευτικό], απαντώντας σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του I από τη Scania DE, ο οποίος ρωτούσε για τα θέματα που θα συζητούνταν στη συνάντηση των ανταγωνιστών στο γερμανικό επίπεδο επαφών στις 17 και 18 Σεπτεμβρίου 2009, διατύπωνε «αυθόρμητες προτάσεις για θέματα συζήτησης» διευκρινίζοντας τα εξής: «Euro VI; –το ξέρω –μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα και το θέλουμε; –Πώς μπορούμε όλοι να αυξήσουμε και πάλι το επίπεδο των φετινών τιμών;».

375    Με τις ένορκες βεβαιώσεις τους, οι υπάλληλοι της Scania DE υποστήριξαν ότι δεν συμμετείχαν στη διαδικασία λήψης των σχετικών με τις τιμές αποφάσεων εντός της εταιρίας αυτής, αλλά οι δηλώσεις αυτές δεν επιρρωννύουν τον ισχυρισμό ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν κυρίως τεχνικές πληροφορίες, ούτε τον ισχυρισμό ότι οι ως άνω υπάλληλοι, με τη συμμετοχή τους στις εν λόγω ανταλλαγές, είχαν ως σκοπό να ενημερωθούν για τις τεχνικές εξελίξεις.

376    Ομοίως, ο ισχυρισμός [εμπιστευτικό], τον οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις τιμές δεν αποτελούσαν τον κύριο λόγο συμμετοχής των υπαλλήλων της στις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών και ο ισχυρισμός ότι η εταιρία αυτή ενδιαφερόταν για τους τιμοκαταλόγους των λοιπών κατασκευαστών κυρίως διότι ήταν τα μόνα έγγραφα που περιείχαν πλήρη εικόνα των διαφόρων μοντέλων και των εκδόσεων των φορτηγών δεν πείθουν το Γενικό Δικαστήριο. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, με τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς [εμπιστευτικό] δεν εξηγείται ο λόγος για τον οποίο ήταν αναγκαίο, προκειμένου να ληφθεί ο κατάλογος των διαφόρων μοντέλων και των εκδόσεων των φορτηγών, να ανταλλάσσονται πληροφορίες και για τις μελλοντικές αυξήσεις των τιμών. Κατά τα λοιπά, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο κατασκευαστής αυτός ανέφερε σαφώς κατά τη διοικητική διαδικασία (με τις απαντήσεις του σε αίτημα παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής) ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν επίσης πληροφορίες σχετικές με τις σχεδιαζόμενες αυξήσεις των τιμοκαταλόγων και ότι είχαν συστηματικό και τακτικό χαρακτήρα.

377    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν πείστηκε από τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών που εκτίθενται στη σκέψη 372 ανωτέρω. Αντιθέτως, από τη δικογραφία αποδεικνύεται η βασιμότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 307 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συνεννοήσεις σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών των φορτηγών έβαιναν πέραν της ανταλλαγής πληροφοριών που είχαν δημόσιο χαρακτήρα και αποσκοπούσαν στην αύξηση της διαφάνειας μεταξύ των μερών και, κατά συνέπεια, στη μείωση της αβεβαιότητας που συνδέεται με την κανονική λειτουργία της αγοράς.

378    Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών επιδίωκαν θεμιτούς σκοπούς, όπως αυτοί τους οποίους επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες, οι οποίοι συνυπήρχαν με τον ήδη αποδειχθέντα ως αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό, τούτο δεν αναιρεί το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου». Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, μια συμπαιγνιακού χαρακτήρα συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ακόμη και αν αυτό δεν είναι το μοναδικό της αντικείμενο, αλλά επιδιώκει, επίσης, άλλους θεμιτούς σκοπούς (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

379    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με τον σκοπό της ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

4)      Επί του πλαισίου της ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών

380    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου, ειδικότερα δε της φύσεως και της διάρθρωσης της αγοράς των φορτηγών και των συνθηκών λειτουργίας της, θέτει υπό αμφισβήτηση το κατά πόσον η παράβαση που διαπίστωσε η Επιτροπή αποτελεί παράβαση «ως εκ του αντικειμένου».

381    Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι διάφορα είδη και τύποι φορτηγών κατασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο ανάλογα με τις ανάγκες των πελατών και ότι η τελική τιμή τους εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά τους και τις ιδιαιτερότητες της εθνικής αγοράς εντός της οποίας πωλούνται. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν επίσης ότι οι αγοραστές φορτηγών είναι επαγγελματίες που έχουν σημαντική διαπραγματευτική ισχύ.

382    Οι προσφεύγουσες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, λόγω του σύνθετου χαρακτήρα των φορτηγών ως προϊόντων και του πλήθους των παραγόντων που επηρεάζουν την τελική τιμή που χρεώνεται στον πελάτη, η οποία κάθε φορά εξατομικεύεται, οι πληροφορίες σχετικά με τις μικτές τιμές και τους καταλόγους μικτών τιμών που ανταλλάσσονται μεταξύ των ανταγωνιστών δεν έχουν πληροφοριακή αξία ως προς τις παραμέτρους του ανταγωνισμού (ήτοι ως προς τις τιμές που πρέπει να χρεώνονται ή όντως εφαρμόζονται στις συναλλαγές της αγοράς) και ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το εν λόγω πλαίσιο κατά τον καθορισμό της φύσεως των ανταλλαγών πληροφοριών.

383    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Scania χρησιμοποιεί έναν μηχανισμό καθορισμού τιμών ο οποίος είναι σύνθετος και στο πλαίσιο του οποίου οι αποφάσεις περί τιμολόγησης λαμβάνονται σε διάφορα εμπορικά στάδια, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και βάσει ελευθέρων διαπραγματεύσεων μεταξύ της κεντρικής διοίκησης της Scania, των εθνικών διανομέων, των τοπικών αντιπροσώπων και των τελικών πελατών. Η διακύμανση των τιμών κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού, που προκαλείται από τον ανεξάρτητο χαρακτήρα των διαπραγματεύσεων σε όλα τα επίπεδα, έχει ως αποτέλεσμα να αποσυνδέονται οι τιμές εργοστασίου-διανομέων από τους τιμοκαταλόγους μικτών τιμών διανομέων-αντιπροσώπων και αυτοί με τη σειρά τους από την πραγματική τιμή της συναλλαγής που εφαρμόζουν οι ανεξάρτητοι αντιπρόσωποι στους τελικούς πελάτες. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την οικονομική έκθεση της 9ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία κατά τους ισχυρισμούς τους αποδεικνύει, όσον αφορά τη Scania, ότι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό οι μικτές τιμών διανομέων/αντιπροσώπων και οι αντίστοιχες τιμές των συναλλαγών, καθώς και ότι δεν υφίσταται κάποια κοινή τάση μεταξύ των καταλόγων μικτών τιμών και των πραγματικών τιμών των συναλλαγών. Επομένως, ένας ανταγωνιστής δεν θα μπορούσε να συναγάγει ποια θα ήταν η κατά προσέγγιση διακύμανση της πραγματικής τιμής της συναλλαγής με βάση μεταβολή του καταλόγου μικτών τιμών.

384    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή παρουσίασε στις αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 40 της προσβαλλόμενης απόφασης τη διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών και τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών στη βιομηχανία των φορτηγών (βλ. σκέψεις 19 έως 22 ανωτέρω).

385    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξετάζει τον αντίκτυπο των αυξήσεων των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο επί των τιμών σε εθνικό επίπεδο (βλ. σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω). Συναφώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι εθνικοί διανομείς των κατασκευαστών, όπως η Scania DE, δεν λειτουργούν ανεξάρτητα κατά τον καθορισμό των μικτών τιμών και των καταλόγων μικτών τιμών και ότι όλες οι τιμές που εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο της αλυσίδας διανομής μέχρι τον τελικό καταναλωτή προκύπτουν από τους πανευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών που καθορίζονται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης.

386    Επομένως, κατά την Επιτροπή, η αύξηση των τιμών στον πανευρωπαϊκό κατάλογο μικτών τιμών, η οποία αποφασίζεται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, καθορίζει τη μεταβολή της καθαρής τιμής του διανομέα, δηλαδή της τιμής που καταβάλλει ο διανομέας στην κεντρική διοίκηση για την αγορά του φορτηγού. Κατά συνέπεια, κατά την Επιτροπή, η αύξηση από την κεντρική διοίκηση των προαναφερθεισών μικτών τιμών επηρεάζει επίσης το επίπεδο της μικτής τιμής του διανομέα, δηλαδή της τιμής που καταβάλλει ο αντιπρόσωπος στον διανομέα, ακόμη και αν η τιμή που προτείνεται στον τελικό καταναλωτή δεν τροποποιείται κατ’ ανάγκην στην ίδια αναλογία ή δεν τροποποιείται καθόλου (αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλόμενης απόφασης).

387    Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη αυτό το πραγματικό πλαίσιο, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα των ανταλλαγών πληροφοριών σχετικά με τις μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών, διευκρινίζει, στην αιτιολογική σκέψη 284 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, λόγω της αυξημένης διαφάνειας της αγοράς των φορτηγών και της μεγάλης της συγκέντρωσης, η μόνη αβεβαιότητα την οποία αντιμετώπιζαν τα μέρη ήταν το κατά πόσον θα τροποποιούνταν η επίσημη τιμολογιακή πολιτική των ανταγωνιστών τους και, αν συνέβαινε όντως αυτό, για ποιον λόγο και σε ποια ημερομηνία. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, προκειμένου να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα αυτή, η Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς δημιούργησαν μια αποτελεσματικώς διαρθρωμένη και συστηματική ανταλλαγή στρατηγικών πληροφοριών σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις των τιμών. Κατά την Επιτροπή, οι μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών αποτελούσαν παράγοντα καθορισμού των τιμών που εφαρμοζόταν στους πανευρωπαϊκούς καταλόγους των μικτών τιμών (οι οποίοι ήταν στη διάθεση όλων των μερών πλην της [εμπιστευτικό]), βάσει δε των καταλόγων αυτών καθορίζονταν όλες τις τιμές που εφαρμόζονταν σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των τιμών των τελικών συναλλαγών (αιτιολογική σκέψη 284 της προσβαλλόμενης απόφασης).

388    Η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης ότι το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατό να υπολογισθούν επακριβώς οι τελικές τιμές των φορτηγών που πωλούνταν στους καταναλωτές βάσει των ανταλλαγών πληροφοριών δεν ασκεί επιρροή. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ανταλλαγή πληροφοριών από τις οποίες προκύπτουν οι τάσεις των μελλοντικών μικτών τιμών παρείχε στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να κατανοήσουν το χρονικό πλαίσιο και τους όρους υπό τους οποίους θα εξελίσσονταν οι τιμές στην Ευρώπη. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η ανταλλαγή λεπτομερών καταλόγων μικτών τιμών παρείχε στους κατασκευαστές τη δυνατότητα να συναγάγουν κατά προσέγγιση τις ισχύουσες και/ή μελλοντικές καθαρές τιμές από τον συνδυασμό διαφόρων ειδών πληροφοριών που λάμβαναν (αιτιολογική σκέψη 285 της προσβαλλόμενης απόφασης).

389    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 50 της προσβαλλόμενης απόφασης, περιγράφει τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών εντός της Scania και τους παράγοντες που εμπλέκονται στον καθορισμό αυτό (βλ. σκέψεις 23 έως 31 ανωτέρω).

390    Από τις σκέψεις 384 έως 389 ανωτέρω προκύπτει ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή έλαβε επαρκώς υπόψη το πλαίσιο των ανταλλαγών πληροφοριών στις οποίες συμμετείχε η Scania, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ανταλλαγές αυτές ήταν «ως εκ του αντικειμένου» αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς των φορτηγών και τον μηχανισμό τιμολόγησής τους για να συναγάγει ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών που αφορούσαν το μέλλον και πραγματοποιούνταν, ιδίως, στο γερμανικό επίπεδο επαφών ήταν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου».

391    Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 383 ανωτέρω, κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, μια εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μολονότι δεν συνδέεται ευθέως με τις τιμές καταναλωτή (βλ. σκέψεις 319 έως 321 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, το ενδεχόμενο να μην ασκεί επιρροή η αύξηση των μικτών τιμών, η οποία αποφασίζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της αλυσίδας διανομής της Scania, επί της τιμής που καταβάλλει ο τελικός καταναλωτής δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις μελλοντικές τροποποιήσεις των μικτών τιμών, η οποία λάμβανε χώρα ιδίως στο γερμανικό επίπεδο επαφών, συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου» λόγω της χρησιμότητας των ανταλλασσόμενων πληροφοριών για τον καθορισμό της τιμολογιακής στρατηγικής των ανταγωνιστών.

392    Εν συνεχεία, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 383 ανωτέρω, δεν αποδεικνύει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις μελλοντικές τροποποιήσεις των μικτών τιμών, που παρέσχον οι υπάλληλοι της Scania DE κατά τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, δεν είχαν στρατηγικό χαρακτήρα. Πράγματι, όπως προκύπτει από την παρουσίαση του μηχανισμού καθορισμού των τιμών εντός της Scania (βλ. ιδίως σκέψεις 26, 27 και 31 ανωτέρω), οι μικτές τιμές που εφαρμόζει η Scania DE, για τις οποίες παρέχονται εκπτώσεις, αποτελούν τη βάση της τιμής πώλησης των φορτηγών στους αντιπροσώπους στη γερμανική αγορά. Επομένως, οι μελλοντικές τροποποιήσεις των προαναφερθεισών μικτών τιμών αποτελούν στοιχείο που επηρεάζει την ενδοομιλική τιμή πώλησης του φορτηγού από τη Scania DE στους Γερμανούς αντιπροσώπους και, ως εκ τούτου, οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις τροποποιήσεις αυτές έχουν στρατηγικό χαρακτήρα.

393    Τέταρτον, και υπό γενικότερους όρους, ο στρατηγικός χαρακτήρας των πληροφοριών σχετικά με τη μελλοντική τροποποίηση των μικτών τιμών, οι οποίες ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών, αποδεικνύεται επίσης από τη συχνότητα, τον τακτικό και συστηματικό χαρακτήρα των ανταλλαγών, καθώς και από το μη αμφισβητούμενο γεγονός, το οποίο επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, όσον αφορά την πλειονότητα των κατασκευαστών, οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονταν συχνά στις αντίστοιχες κεντρικές διοικήσεις τους και λαμβάνονταν υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού των τιμολογιακών στρατηγικών τους.

394    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με το πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Συνάγεται επίσης ότι ο εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμός των ανταλλαγών πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών ως περιορισμός του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου» δεν είναι εσφαλμένος. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ε)      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η γεωγραφική έκταση της παράβασης στο πλαίσιο του γερμανικού επιπέδου επαφών εκτεινόταν στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ

395    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η γεωγραφική έκταση της παράβασης εκτεινόταν σε ολόκληρο τον ΕΟΧ καθ’ όλη τη διάρκειά της, καλύπτοντας έτσι τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

396    Υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011.

397    Όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση της παράβασης, η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση κάλυπτε ολόκληρο τον ΕΟΧ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011 (αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλόμενης απόφασης).

398    Η συλλογιστική της Επιτροπής στην οποία στηρίζεται το διατυπωθέν στην αιτιολογική σκέψη 386 συμπέρασμά της εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 388 και 389 της προσβαλλόμενης απόφασης ως ακολούθως:

«(388)      Η Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς έχουν μικτές τιμές που ισχύουν σε ευρωπαϊκή κλίμακα και καταλόγους μικτών τιμών. Από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι και πριν και μετά την εισαγωγή των τιμοκαταλόγων σε ευρωπαϊκή ή παγκόσμια κλίμακα, οι ανταγωνιστές διεξήγαγαν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεις που κάλυπταν το έδαφος των συμβαλλομένων στη συμφωνία ΕΟΧ μερών και προέβαιναν σε συμφωνίες σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών, προκειμένου να ευθυγραμμίσουν τις τιμές για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά εντός του ΕΟΧ. Για την περίοδο πριν από την εισαγωγή των ευρωπαϊκών τιμοκαταλόγων, από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι οι συζητήσεις δεν αφορούσαν μόνον συγκεκριμένες χώρες, αλλά [ότι] είχαν, ρητώς, ευρωπαϊκή εμβέλεια (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 103 και 104) Μετά την εισαγωγή των ευρωπαϊκών καταλόγων μικτών τιμών, που ίσχυαν στο σύνολο του ΕΟΧ, οι ανταγωνιστές μπορούσαν να κατανοήσουν την τιμολογιακή στρατηγική ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τις αυξήσεις των μικτών τιμών στη Γερμανία (βλ. αιτιολογική σκέψη 175) στο μέτρο που αντανακλούσαν τις αυξήσεις των μικτών τιμών που εφάρμοζαν οι κεντρικές διοικήσεις στους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών.

(389)      Εξάλλου, συμφώνησαν και/ή συντόνισαν το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως [Euro] 6, τα οποία ίσχυαν σε ολόκληρο τον ΕΟΧ. Οι συνεννοήσεις σχετικά με τις ημερομηνίες εισαγωγής των νέων τεχνολογικών προτύπων (π.χ. το πρότυπο Euro 3) και τις αυξήσεις των σχετικών τιμών δεν περιορίζονταν σε ορισμένες χώρες, αλλά κάλυπταν ολόκληρο τον ΕΟΧ (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 100 και 103).»

399    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συνεννοήσεις μεταξύ ανταγωνιστών στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών σταμάτησαν τον Σεπτέμβριο του 2004 και ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, οι συνεννοήσεις μεταξύ ανταγωνιστών συνεχίστηκαν στο γερμανικό επίπεδο επαφών (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

400    Μεταξύ των αποδεκτών της προσβαλλόμενης απόφασης περιλαμβανόταν η Scania DE, καθότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι η οντότητα αυτή ήταν άμεσα υπεύθυνη για τις θίγουσες τον ανταγωνισμό ανταλλαγές πληροφοριών για την περίοδο μεταξύ 20 Ιανουαρίου 2004 και 18 Ιανουαρίου 2011 (αιτιολογική σκέψη 410, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

401    Οι προσφεύγουσες, προς στήριξη της άποψής τους ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν είχαν εμβέλεια που υπερέβαινε το γερμανικό έδαφος, προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, δύο ομάδες επιχειρημάτων.

402    Αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες που έλαβε η Scania DE από τους ανταγωνιστές της δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον πέραν της γερμανικής αγοράς. Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες, η Scania DE ουδέποτε υπέθεσε ότι οι πληροφορίες αυτές είχαν τέτοιο ενδιαφέρον και ότι μπορούσαν να μειώσουν την αβεβαιότητα ως προς την ευρωπαϊκή τιμολογιακή στρατηγική των ανταγωνιστών της.

403    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Scania DE δεν παρέσχε στους ανταγωνιστές της πληροφορίες που παρουσίαζαν ενδιαφέρον πέραν της γερμανικής αγοράς και μείωναν, ως εκ τούτου, την αβεβαιότητά τους ως προς την τιμολογιακή στρατηγική της Scania εκτός Γερμανίας. Άλλωστε, η Scania DE δεν έδωσε στους ανταγωνιστές της την «εντύπωση» ότι παρέσχε πληροφορίες που είχαν ενδιαφέρον για ολόκληρο τον ΕΟΧ.

404    Οι δύο αυτές ομάδες επιχειρημάτων εξετάζονται κατωτέρω.

1)      Επί της γεωγραφικής εμβέλειας των πληροφοριών που έλαβε η Scania DE

405    Πρώτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι κατασκευαστές φορτηγών άρχισαν να εφαρμόζουν προοδευτικά ευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών από το 2000 και εφεξής και ότι, το 2006, η πλειονότητα των κατασκευαστών διέθετε τέτοιους καταλόγους, ήτοι [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό]. Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ίδιο ισχύει και για τη Scania, όπως θα εξηγηθεί στις σκέψεις 426 έως 428 κατωτέρω. Μόνον η [εμπιστευτικό] δεν διέθετε ευρωπαϊκό κατάλογο μικτών τιμών.

406    Υπογραμμίζεται επίσης ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν, όσον αφορά τα λοιπά μέρη, τη διαπίστωση της Επιτροπής, που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι ευρωπαϊκοί κατάλογοι μικτών τιμών καταρτίζονται στην κεντρική διοίκηση των κατασκευαστών και ότι οι αυξήσεις των τιμών που αναφέρονται στους καταλόγους αυτούς επηρεάζουν το ύψος των τιμών στο επίπεδο των διανομέων και των αντιπροσώπων.

407    Δεύτερον, η δικογραφία της υπό κρίση υπόθεσης περιέχει στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι ανταγωνιστές γνώριζαν, κατά το μάλλον ή ήττον, την ύπαρξη των καταλόγων αυτών. Συγκεκριμένα, από εσωτερική παρουσίαση της [εμπιστευτικό] της 30ής Μαρτίου 2006, η οποία περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι η κατασκευάστρια αυτή εταιρία διέθετε πληροφορίες σχετικά με αυξήσεις των τιμών των ανταγωνιστών, που είχαν αντληθεί από τους ευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών της [εμπιστευτικό], της [εμπιστευτικό], της Scania και της [εμπιστευτικό], από τον ιταλικό τιμοκατάλογο της [εμπιστευτικό] και από τον γερμανικό τιμοκατάλογο της [εμπιστευτικό]. Ομοίως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 160 της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγαν υπάλληλοι εγκατεστημένων στην Ισπανία ανταγωνιστών σχετικά με τη «διάρθρωση των τιμών», της οποίας τα αποτελέσματα αναγράφονταν σε πίνακα, [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό] είχαν «κοινές τιμές» εντός της Ένωσης, ενώ η [εμπιστευτικό] και η Scania δεν είχαν τέτοιες τιμές. Ο πίνακας με τα αποτελέσματα της έρευνας γνωστοποιήθηκε στους υπαλλήλους των εγκατεστημένων στην Ισπανία ανταγωνιστών, μεταξύ των οποίων σε υπαλλήλους της Scania Ισπανίας.

408    Όσον αφορά την εκ μέρους των προσφευγουσών επίκληση εσωτερικής παρουσίασης της [εμπιστευτικό] τον Απρίλιο του 2008, η οποία ενδεχομένως υποδήλωνε ότι η επιχείρηση αυτή δεν θεωρούσε, το 2008, ότι οι ανταγωνιστές της χρησιμοποιούσαν ευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών, το Γενικό Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι ασκεί καθοριστική επιρροή στο πλαίσιο της σφαιρικής αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη. Εξάλλου, η επιχείρηση αυτή δήλωσε, το 2010, στο πλαίσιο της αίτησης απαλλαγής της, ότι διέθετε ευρωπαϊκό κατάλογο μικτών τιμών και ότι «το ίδιο μπορούσε να ισχύει και στην περίπτωση των ανταγωνιστών», υπαινισσόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο προς την Επιτροπή ότι οι συνεννοήσεις μπορούσαν να έχουν ευρωπαϊκές διαστάσεις.

409    Τρίτον, ορισμένοι κατασκευαστές που διέθεταν ευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών [εμπιστευτικό] διευκρίνισαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι οι αυξήσεις των τιμών που γνωστοποιούσαν στο γερμανικό επίπεδο επαφών ήταν, κατ’ ουσίαν, οι αυξήσεις που εφαρμόζονταν στους εν λόγω ευρωπαϊκούς καταλόγους, στο μέτρο που οι εν λόγω κατάλογοι είχαν αντικαταστήσει τους εθνικούς καταλόγους. Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, στις απαντήσεις των [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό] και [εμπιστευτικό] στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2012, που επισυνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως, και στην απάντηση της [εμπιστευτικό] στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, την οποία προσκόμισε η Επιτροπή κατόπιν διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου περί διεξαγωγής αποδείξεων (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω). Από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι η έκταση των αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού πληροφοριών που παρείχαν ορισμένοι, τουλάχιστον, ανταγωνιστές της Scania κατά τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, στις οποίες δεν αμφισβητείται ότι έλαβαν μέρος υπάλληλοι της Scania DE, υπερέβαινε τη γερμανική αγορά.

410    Τέταρτον, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι υπάλληλοι των κατασκευαστών που συμμετείχαν στις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών γνωστοποιούσαν τις πληροφορίες αυτές στην κεντρική διοίκηση, πράγμα που συνιστά πρόσθετο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η εμβέλεια των εν λόγω ανταλλαγών υπερέβαινε τη γερμανική αγορά (βλ. αιτιολογική σκέψη 213 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία παραπέμπει σε παραδείγματα γνωστοποίησης στην κεντρική διοίκηση των ανταλλασσόμενων στο γερμανικό επίπεδο επαφών πληροφοριών). Συναφώς, πρέπει να γίνει αναφορά, μεταξύ άλλων, στο περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψης 175 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία όχι μόνον αποδεικνύει τη γνωστοποίηση στην κεντρική διοίκηση της [εμπιστευτικό] της πληροφορίας που ανταλλάχθηκε στο γερμανικό επίπεδο επαφών, αλλά ενισχύει επίσης τη θέση της Επιτροπής, η οποία εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 388 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών, σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών, βοηθούσαν τους κατασκευαστές να κατανοήσουν την τιμολογιακή στρατηγική των ανταγωνιστών τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις έγγραφες αποδείξεις που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 175 της προσβαλλόμενης απόφασης, το στέλεχος της [εμπιστευτικό] στην κεντρική διοίκηση της εν λόγω εταιρίας απευθύνεται στους συναδέλφους του σχετικά με τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο γερμανικό επίπεδο επαφών: «Με το παρόν μήνυμα, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μια επισκόπηση της γερμανικής αγοράς σχετικά με τους χρόνους παραγωγής και τις αυξήσεις των τιμών των ανταγωνιστών μας [...] Τουλάχιστον η τιμολογιακή στρατηγική σχεδόν ευθυγραμμίζεται με την παγκόσμια ευρωπαϊκή προσέγγιση των ανταγωνιστών».

411    Ομοίως, το γεγονός, που αποδείχθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ήτοι ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης γνώριζαν τις ανταλλαγές τιμολογιακών πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών (βλ. σκέψεις 221 έως 229 ανωτέρω), επιρρωννύει τη θέση της Επιτροπής σχετικά με τη γεωγραφική εμβέλεια των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

412    Πέμπτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι γερμανικές θυγατρικές των εμπλεκομένων μερών δεν παρήγαν φορτηγά και δεν είχαν αναλάβει την ανάπτυξη τεχνολογιών, καθόσον οι ευθύνες αυτές ενέπιπταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κεντρικής διοίκησης, μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τις πρόσθετες δαπάνες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα πρότυπα Euro 5 και Euro 6 προέρχονταν από την κεντρική διοίκηση και αφορούσαν το σύνολο του ΕΟΧ.

413    Η διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 412 ανωτέρω αποδεικνύεται από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τη Scania. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Ιουλίου 2005, ο I, υπάλληλος της Scania DE ο οποίος συμμετείχε στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών, παρέσχε στον E, στην κεντρική διοίκηση της [εμπιστευτικό], πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία η Scania παρουσίασε όλη τη σειρά των κινητήρων της που ήταν σύμφωνοι προς το πρότυπο Euro 4 και σχετικά με την εισαγωγή μοντέλων φορτηγών σύμφωνων προς το πρότυπο Euro 5, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι θα γνωρίζει τις ακριβείς ημερομηνίες και τις τιμές «μετά τις διακοπές [του προσωπικού] στο εργοστάσιο του Södertälje [Σουηδία]». Στο μέτρο που η Södertälje είναι η πόλη στην οποία έχει την κεντρική διοίκησή της η Scania, από τη διευκρίνιση αυτή, την οποία παρέσχε ο υπάλληλος της Scania DE στον υπάλληλο της [εμπιστευτικό], μπορεί να συναχθεί ότι οι πληροφορίες στις οποίες αναφερόταν ο υπάλληλος της Scania DE προέρχονταν από την κεντρική διοίκηση και είχαν, επομένως, εμβέλεια που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά. Το έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλόμενης απόφασης καταδεικνύει επίσης την επιρροή που ασκούσε η κεντρική διοίκηση της Scania στον καθορισμό των τιμών που εφαρμόζονταν στη γερμανική αγορά, ζήτημα το οποίο εξετάζεται στις σκέψεις 422 έως 438 κατωτέρω.

414    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 405 έως 413 ανωτέρω, εξεταζομένων από κοινού, διαπιστώνεται ότι η εμβέλεια των πληροφοριών που λάμβανε η Scania DE κατά τις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών υπερέβαινε τη γερμανική αγορά.

415    Συναφώς, ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι οι υπάλληλοι της Scania DE που συμμετείχαν στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών ουδέποτε υπέθεσαν ότι οι πληροφορίες που λάμβαναν από τους εκπροσώπους των θυγατρικών των άλλων κατασκευαστών φορτηγών αφορούσαν ευρωπαϊκές τιμές ή μπορούσαν να μειώσουν την αβεβαιότητα ως προς την ευρωπαϊκή τιμολογιακή στρατηγική των άλλων κατασκευαστών δεν πείθει το Γενικό Δικαστήριο.

416    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η δικογραφία της υπό κρίση υπόθεσης περιλαμβάνει στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η εκ μέρους της πλειονότητας των κατασκευαστών χρήση των ευρωπαϊκών καταλόγων μικτών τιμών δεν αποτελούσε μυστικό (βλ. σκέψη 407 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, είναι πιθανό να υποτεθεί ότι οι υπάλληλοι της Scania DE και η κεντρική διοίκησή της στη Σουηδία γνώριζαν την ύπαρξη των τιμοκαταλόγων αυτών και μπορούσαν, επομένως, να συναγάγουν την τιμολογιακή στρατηγική των ανταγωνιστών τους βάσει των πληροφοριών που είχαν λάβει στο γερμανικό επίπεδο επαφών, για παράδειγμα, βάσει πληροφοριών σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών που εφαρμόζονταν στους ευρωπαϊκούς τιμοκαταλόγους των ανταγωνιστών (βλ. σκέψη 409 ανωτέρω).

417    Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν πείστηκε από τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η Scania DE, αντίθετα προς τους λοιπούς συμμετέχοντες στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών, ουδέποτε διαβίβασε στην κεντρική της διοίκηση τις πληροφορίες που έλαβε στο εν λόγω επίπεδο. Ασφαλώς, η δικογραφία δεν περιέχει αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι η διαβίβαση αυτή έλαβε όντως χώρα. Ωστόσο, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο I, υπάλληλος της Scania DE, ο οποίος οργάνωνε συνάντηση στην οποία και έλαβε μέρος στο γερμανικό επίπεδο επαφών, πραγματοποιηθείσα στο Κόμπλεντζ (Γερμανία) στις 12 και 13 Μαΐου 2008, διαβίβασε στους συναδέλφους του από τη Scania DE πληροφορίες σχετικά με αυξήσεις τιμών οι οποίες ανταλλάχθηκαν κατά την εν λόγω συνάντηση, διευκρινίζοντας ότι οι πληροφορίες αυτές δεν είχαν «ακόμη» αποσταλεί στην κεντρική διοίκηση στη Σουηδία. Η χρήση του όρου «ακόμη» υποδηλώνει ότι η πρόθεση του προαναφερθέντος υπαλλήλου της Scania DE ήταν να γνωστοποιήσει την πληροφορία στην κεντρική διοίκηση και ότι η γνωστοποίηση αυτή δεν είχε εξαιρετικό χαρακτήρα.

418    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η δικογραφία περιέχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης της Scania γνώριζαν την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ανταλλαγή τιμολογιακών πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών (βλ. σκέψη 228 ανωτέρω) και ότι οι συναντήσεις στα δύο επίπεδα συχνά πραγματοποιούνταν την ίδια ημερομηνία και στο ίδιο σημείο καθιστά μη καθοριστικής σημασίας την έλλειψη άμεσων αποδείξεων για τη διαβίβαση των πληροφοριών που ανταλλάχθηκαν στο γερμανικό επίπεδο επαφών από τους υπαλλήλους της Scania DE στην κεντρική διοίκηση της Scania. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των δύο προαναφερθέντων στοιχείων, μπορεί να συναχθεί ότι η κεντρική διοίκηση της Scania γνώριζε το περιεχόμενο των εν λόγω πληροφοριών.

419    Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι οι υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης ορισμένων κατασκευαστών συμμετείχαν επίσης στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Αυτό συχνά συνέβαινε για [εμπιστευτικό]. Εξάλλου, σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Νοεμβρίου 2004, παρατεθέν στην αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο απεστάλη από τον C, από την κεντρική διοίκηση της [εμπιστευτικό] και απευθυνόταν σε υπαλλήλους των ανταγωνιστών τόσο στο πλαίσιο της κεντρικής διοίκησης όσο και του γερμανικού επιπέδου επαφών, μεταξύ των οποίων ο A της κεντρικής διοίκησης της Scania και ο B της Scania DE, ο C παρουσίασε δύο νέους υπαλλήλους της κεντρικής διοίκησης της [εμπιστευτικό] οι οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι για την κεντρική τιμολόγηση εντός του εν λόγω κατασκευαστή. Τα στοιχεία αυτά που αφορούν τη συμμετοχή των υπαλλήλων της κεντρικής διοίκησης στις συνεννοήσεις που πραγματοποιούνταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών αποτελούν ένδειξη του ότι οι υπάλληλοι της Scania DE δεν μπορούσαν να μην υποθέσουν ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών παρουσίαζαν ενδιαφέρον για την τιμολογιακή στρατηγική των ανταγωνιστών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

420    Κατά τέταρτον, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που εκτίθενται ανωτέρω, οι ένορκες βεβαιώσεις των υπαλλήλων της Scania DE που συμμετείχαν στις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών και οι οποίες στηρίζουν τον ισχυρισμό που εκτίθεται στη σκέψη 415 ανωτέρω δεν πείθουν το Γενικό Δικαστήριο. Κατά τα λοιπά, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 281 ανωτέρω, οι βεβαιώσεις αυτές, οι οποίες προσκομίστηκαν μετά το πέρας της παράβασης και ειδικώς προς στήριξη της θέσης της Scania, έχουν περιορισμένη αποδεικτική αξία.

421    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, συνολικώς εκτιμώμενων (βλ. σκέψη 198 ανωτέρω), συνάγεται ότι η Scania DE, μέσω της συμμετοχής των υπαλλήλων της σε ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, λάμβανε πληροφορίες με περιεχόμενο που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά. Βάσει της διαπίστωσης αυτής, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η Scania DE παρείχε επίσης πληροφορίες των οποίων το περιεχόμενο υπερέβαινε τη γερμανική αγορά (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, EU:T:2001:185, σκέψη 58). Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει το τελευταίο αυτό ζήτημα προκειμένου να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παράβασης του άρθρου 101 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την οποία τέλεσε η Scania, και να καθορίσει, ενδεχομένως, το ύψος του προστίμου (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

2)      Επί της γεωγραφικής εμβέλειας των πληροφοριών που παρέσχε η Scania DE

422    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 388 της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι, κατόπιν της εισαγωγής των ευρωπαϊκών καταλόγων μικτών τιμών, οι κατασκευαστές φορτηγών ήταν σε θέση να κατανοήσουν την ευρωπαϊκή τιμολογιακή στρατηγική των ανταγωνιστών τους ανταλλάσσοντας πληροφορίες σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών που εφαρμόζονταν στη γερμανική αγορά, στο μέτρο που οι εν λόγω αυξήσεις αντανακλούσαν τις αυξήσεις που εφάρμοζαν οι κεντρικές διοικήσεις των κατασκευαστών στους ευρωπαϊκούς καταλόγους μικτών τιμών.

423    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι πληροφορίες σχετικά με τους καταλόγους μικτών τιμών που δόθηκαν κατά τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν αντανακλούσαν τις τιμές της Scania σε ευρωπαϊκή κλίμακα και, ως εκ τούτου, δεν συνέβαλαν στη μείωση της αβεβαιότητας των ανταγωνιστών της Scania όσον αφορά την τιμολογιακή στρατηγική της εκτός Γερμανίας.

424    Συναφώς, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι δεν είναι ακριβές να θεωρηθεί ότι ο ΚΜΤΕ αποτελεί κατάλογο μικτών τιμών σε κλίμακα ΕΟΧ και ότι ο εν λόγω κατάλογος χρησιμεύει ως βάση για τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο της διαδικασίας τιμολόγησης. Προς στήριξη του ισχυρισμού τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την οικονομική έκθεση της 9ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία κατ’ αυτές αποδεικνύει ότι δεν υφίσταται καμία σχέση μεταξύ του ΚΜΤΕ και της μικτής τιμής διανομέων-αντιπροσώπων στη Γερμανία. Οι προσφεύγουσες εξηγούν ότι ο ΚΜΤΕ αποτελεί εσωτερικό εργαλείο αναφοράς το οποίο χρησιμοποιεί η κεντρική διοίκηση της Scania για να παρακολουθεί το γενικό επίπεδο των τιμών των διαφόρων μερών ενός φορτηγού κατά την οικεία διαδικασία κατασκευής. Παρά το όνομά του, ο ΚΜΤΕ δεν αποτελεί «τιμοκατάλογο», καθόσον δεν καθορίζει την τιμή πώλησης για τα μέρη του φορτηγού σε οποιοδήποτε επίπεδο του δικτύου διανομής. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι οι διαπραγματεύσεις, που διεξάγονται επί ίσοις όροις μεταξύ των διανομέων και της κεντρικής διοίκησης πραγματοποιούνται βάσει των καταλόγων των καθαρών τιμών εργοστασίου-διανομέων κάθε χώρας και ότι οι τιμοκατάλογοι αυτοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης κάθε φορά που οι συνθήκες της αγοράς δικαιολογούν αύξηση ή μείωση των τιμών. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους σχετικά με τη φύση του ΚΜΤΕ, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν ένορκες βεβαιώσεις των υπαλλήλων της κεντρικής διοίκησης της Scania και της Scania DE. Προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των διανομέων Scania και της κεντρικής διοίκησης διεξάγονται επί ίσοις όροις και ότι ισοδυναμούν με διαπραγματεύσεις μεταξύ μερών που ενεργούν ως ανεξάρτητοι εμπορικοί εταίροι και ανταγωνιστικά κέντρα κέρδους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται εσωτερική έκθεση της Scania, συνταχθείσα το 2010, με τίτλο «Masterfile της Scania σχετικά με ενδοομιλικές τιμές πώλησης».

425    Από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 424 ανωτέρω, προκύπτει απόκλιση μεταξύ, αφενός, της περιγραφής του συστήματος τιμολόγησης της Scania που δόθηκε στο πλαίσιο των απαντήσεων σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και, αφετέρου, της περιγραφής του συστήματος αυτού που δόθηκε με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

426    Η περιγραφή του συστήματος τιμολόγησης της Scania στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψεις 23 έως 31 ανωτέρω) στηριζόταν στις πληροφορίες που παρέσχε η Scania στο πλαίσιο των απαντήσεων, ιδίως στις 16 Απριλίου και 5 Ιουλίου 2012, σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή. Το διάγραμμα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 50 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), από το οποίο προκύπτει η επιρροή του ΚΜΤΕ στις τιμές που εφαρμόζονταν στα διάφορα στάδια της αλυσίδας διανομής, προσκομίστηκε επίσης από τη Scania στο πλαίσιο των ως άνω απαντήσεων. Ομοίως, στο πλαίσιο της από 5ης Ιουλίου 2012 απάντησής της, η Scania περιέγραψε, μεταξύ άλλων, τον ρόλο της επιτροπής τιμών και του εκτελεστικού αντιπροέδρου πωλήσεων [εμπιστευτικό].

427    Αντιθέτως, η επιχειρηματολογία που εκτίθεται στη σκέψη 424 ανωτέρω αντικατοπτρίζει τη θέση της Scania που εκτίθεται in tempore suspecto, ήτοι με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

428    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και η Επιτροπή, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί μεγαλύτερη αποδεικτική ισχύς στις απαντήσεις των προσφευγουσών στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, σε σχέση με τις μεταγενέστερες εξηγήσεις των προσφευγουσών, προς απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, μπορούν να επιβληθούν στις επιχειρήσεις που παρέχουν ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες σε απάντηση αίτησης παροχής πληροφοριών που τους υποβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού πρόστιμα που δεν υπερβαίνουν το 1 % του ετήσιου συνολικού κύκλου εργασιών.

429    Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα έγγραφο που να επιβεβαιώνει την επιχειρηματολογία τους σχετικά με τη φύση του ΚΜΤΕ. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 299, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, θα ήταν εύλογο να αναμένεται από τη Scania να προσκομίσει έγγραφα που να επιβεβαιώνουν την ανάλυσή της σχετικά με τον ΚΜΤΕ. Η Scania δεν το έπραξε και περιορίστηκε να προσκομίσει ένορκες βεβαιώσεις κάποιων υπαλλήλων της, οι οποίες έχουν περιορισμένη αποδεικτική ισχύ και δεν πείθουν το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 420 ανωτέρω).

430    Όσον αφορά την εκ μέρους των προσφευγουσών επίκληση της οικονομικής έκθεσης της 9ης Δεκεμβρίου 2017, από την οποία προκύπτει ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του ΚΜΤΕ και των μικτών τιμών διανομέων-αντιπροσώπων στη Γερμανία (βλ. σκέψη 424 ανωτέρω), με την εν λόγω έκθεση διαπιστώνεται ότι οι συγκεκριμένες μεταβολές στον ΚΜΤΕ δεν συνοδεύονται από πανομοιότυπες μεταβολές στη μικτή τιμή διανομέων-αντιπροσώπων που εφαρμόζονται στη Γερμανία. Πάντως, επισημαίνεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε μια τέτοια συσχέτιση, δεδομένου ότι ουδόλως η Επιτροπή υποστήριξε ότι η αύξηση των τιμών στον ΚΜΤΕ οδηγούσε σε πανομοιότυπη αύξηση της μικτής τιμής διανομέων-αντιπροσώπων στη Γερμανία. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η αύξηση των τιμών που αναγραφόταν στον ΚΜΤΕ επηρέαζε την καθαρή τιμή για τον διανομέα (δηλαδή την τιμή που καταβάλλει ο διανομέας στην κεντρική διοίκηση) και τη μικτή τιμή του διανομέα (δηλαδή την τιμή που καταβάλλει ο αντιπρόσωπος στον διανομέα), ακόμη και αν η τιμή για τον τελικό καταναλωτή δεν τροποποιούνταν κατ’ ανάγκη στην ίδια αναλογία ή δεν τροποποιούνταν καθόλου (αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στη συσχέτιση για την οποία γίνεται λόγος στην οικονομική έκθεση της 9ης Δεκεμβρίου 2017.

431    Από τις σκέψεις 423 έως 430 ανωτέρω προκύπτει ότι η θέση της Επιτροπής κατά την οποία ο ΚΜΤΕ αποτελεί ευρωπαϊκό κατάλογο μικτών τιμών που επηρεάζει την τιμολόγηση των φορτηγών στο επίπεδο των εθνικών διανομέων (και, επομένως, στο επίπεδο της Scania DE) αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον.

432    Γενικότερα, τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία καταδεικνύουν ότι οι εθνικοί διανομείς της Scania (και επομένως η Scania DE) δεν είναι ανεξάρτητοι από την κεντρική διοίκηση κατά τον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής τους έναντι των αντιπροσώπων.

433    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι ο ΚΜΤΕ καταρτίζεται στο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης. Από το διάγραμμα που παρατίθεται στη σκέψη 31 ανωτέρω προκύπτει ότι ο ΚΜΤΕ αποτελεί σημαντική συνιστώσα της τιμολόγησης, στο μέτρο που όλες οι τιμές που εφαρμόζονται στα επόμενα στάδια της αλυσίδας διανομής της Scania απορρέουν από τον εν λόγω ΚΜΤΕ και από τις εκπτώσεις και τα περιθώρια κέρδους των οποίων απολαύουν τα εμπλεκόμενα μέρη.

434    Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι διανομείς της Scania αποτελούσαν, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, θυγατρικές ελεγχόμενες κατά ποσοστό 100 % από την κεντρική διοίκηση (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), πράγμα που άλλωστε συνέβαινε και στην περίπτωση της Scania DE. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο δεν πείθεται από τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι οι τιμολογιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ των εν λόγω διανομέων και της κεντρικής διοίκησης αποτελούσαν διαπραγματεύσεις μεταξύ μερών που ενεργούσαν ως ανεξάρτητοι εμπορικοί εταίροι και ανταγωνιστικά κέντρα κέρδους.

435    Συναφώς, σημειώνεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 249 και 250 της προσβαλλόμενης απόφασης και τα οποία συνίστανται σε εσωτερικά έγγραφα της επιτροπής τιμών (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), αποδεικνύουν ότι το όργανο αυτό (που υπάγεται στην κεντρική διοίκηση της Scania) κατείχε θέση ισχύος όσον αφορά τον καθορισμό του επιπέδου των εκπτώσεων που εφαρμόζονταν στους εθνικούς διανομείς. Οι προσφεύγουσες, στηριζόμενες σε ένορκη βεβαίωση μέλους της επιτροπής τιμών, υποστηρίζουν απλώς ότι τα προαναφερθέντα εσωτερικά έγγραφα αναφέρονταν σε ένα εξαιρετικό γεγονός, ήτοι στην κυκλοφορία νέου κινητήρα, ιδιαίτερα στρατηγικής σημασίας για τη Scania, και δεν αντικατόπτριζαν μια συνήθη κατάσταση. Όμως, η αποδεικτική αξία της δήλωσης αυτής δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία και το σαφές περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 249 και 250 της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν πείθει το Γενικό Δικαστήριο.

436    Εξάλλου, όσον αφορά την επίκληση από τη Scania της έκθεσης «Masterfile σχετικά με τις τιμές ενδοομιλικής πώλησης» του 2010 (βλ. σκέψη 424 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι σκοπός του εγγράφου αυτού είναι να αποδειχθεί ότι η Scania τηρεί την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού (arm’s length principle) κατά τον καθορισμό των τιμών πώλησης εντός του ομίλου (για παράδειγμα, κατά τον καθορισμό των καθαρών τιμών για τους διανομείς), σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου. Όμως, το Γενικό Δικαστήριο, όπως άλλωστε και η Επιτροπή (βλ. αιτιολογική σκέψη 296 της προσβαλλόμενης απόφασης), θεωρεί ότι το γεγονός ότι η κεντρική διοίκηση της Scania εφαρμόζει ενδοομιλικές τιμές σύμφωνες προς την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού δεν αποδεικνύει την ανεξαρτησία των διανομέων της Scania κατά τις τιμολογιακές διαπραγματεύσεις, αλλά μάλλον αποδεικνύει ότι οι εν λόγω ενδοομιλικές τιμές καθορίζονται σε τέτοια επίπεδα ώστε να μην είναι δυνατή η αμφισβήτησή τους από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές.

437    Τρίτον, το γεγονός ότι η Scania DE δεν είναι ανεξάρτητη κατά τον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής της καταδεικνύεται από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 413 ανωτέρω). Καταδεικνύεται επίσης από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 134 και 135 της προσβαλλόμενης απόφασης, από τα οποία προκύπτει η συνοχή των πληροφοριών σχετικά με τις αυξήσεις των μικτών τιμών που παρέχουν στους ανταγωνιστές, αντιστοίχως, οι υπάλληλοι της Scania DE και οι υπάλληλοι της Scania στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών. Ειδικότερα, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 134 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση της 3ης και 4ης Μαΐου 2004, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, υπάλληλος της Scania DE πληροφόρησε τους ανταγωνιστές ότι οι τιμές της νέας σειράς [εμπιστευτικό] των φορτηγών θα ήταν κατά 6 % υψηλότερες, κατά μέσο όρο, σε σχέση με τις τιμές της σειράς [εμπιστευτικό] που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη. Από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος της Scania που μετείχε στη συνάντηση της 27ης και 28ης Μαΐου 2004, στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, πληροφόρησε τους ανταγωνιστές ότι οι τιμές της σειράς [εμπιστευτικό] των φορτηγών θα ήταν από 5 έως 6 % υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές της σειράς [εμπιστευτικό]. Από την εν λόγω συνοχή των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο των συνεννοήσεων στα δύο επίπεδα των προαναφερθεισών αθέμιτων επαφών μπορεί επίσης να αποδειχθεί το γεγονός ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τους υπαλλήλους της Scania DE κατά τις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών είχαν εμβέλεια που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά.

438    Λαμβανομένου υπόψη του ρόλου που διαδραμάτισε η κεντρική διοίκηση της Scania στον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής της Scania DE, όπως αποδείχθηκε στις σκέψεις 433 έως 437 ανωτέρω, η Επιτροπή δικαίως θεώρησε ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμό τιμολογιακές πληροφορίες που παρείχαν οι υπάλληλοι της Scania DE στους ανταγωνιστές κατά τις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών αντικατόπτριζαν μια τιμολογιακή στρατηγική που είχε διαμορφωθεί στο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης της Scania και είχαν, επομένως, εμβέλεια που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά.

439    Το συμπέρασμα αυτό του Γενικού Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το περιεχόμενο των οικονομικών εκθέσεων της 20ής Σεπτεμβρίου 2016 και της 9ης Δεκεμβρίου 2017, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες.

440    Κατά τις προσφεύγουσες, οι δύο προαναφερθείσες οικονομικές εκθέσεις αποδεικνύουν ότι οι μικτές τιμές διανομέων-αντιπροσώπων της Scania DE δεν είναι αντιπροσωπευτικές για τις τιμές που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν να μειώσουν την αβεβαιότητα ως προς την τιμολογιακή στρατηγική της Scania εντός του ΕΟΧ. Πλην όμως, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τη Scania, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στη θέση ότι υφίσταται οιαδήποτε παραλληλία μεταξύ των μικτών τιμών διανομέων-αντιπροσώπων που εφαρμόζονται στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από το διάγραμμα που εκτίθεται στη σκέψη 31 ανωτέρω, η μικτή τιμή του εθνικού διανομέα καθορίζεται σε συνάρτηση με τις εκπτώσεις που εφαρμόζονται στον ΚΜΤΕ και στο περιθώριο κέρδους του. Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι κάθε αύξηση που εφαρμόζεται στον ΚΜΤΕ και αποφασίζεται, ως εκ τούτου, από την κεντρική διοίκηση, επηρεάζει σε διαφορετικό βαθμό (ανάλογα με τις εφαρμοζόμενες εκπτώσεις) τη μικτή τιμή του εθνικού διανομέα (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52 της προσβαλλόμενης απόφασης).

441    Εν πάση περιπτώσει, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι από τη δικογραφία αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον το ότι, ανεξάρτητα από την πραγματική γεωγραφική εμβέλεια των πληροφοριών που παρέσχε η Scania DE, η ίδια έδινε στους ανταγωνιστές της την εντύπωση ότι οι πληροφορίες που τους παρείχε είχαν περιεχόμενο και ενδιαφέρον που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά, συμβάλλοντας έτσι στους κοινούς σκοπούς που επιδιώκονταν μέσω της ανταλλαγής αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών.

442    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται στην ανταλλαγή πληροφοριών που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 413 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του υπαινιγμού του υπαλλήλου της Scania DE ότι η ενημέρωση σχετικά με τις ημερομηνίες εισαγωγής των μοντέλων των φορτηγών και σχετικά με τις τιμές, την οποία επρόκειτο να γνωστοποιήσει στον υπάλληλο της [εμπιστευτικό], προερχόταν από την κεντρική διοίκηση της Scania, είναι εύλογο να συναχθεί ότι ο εν λόγω υπάλληλος της [εμπιστευτικό] είχε θεωρήσει ότι η πληροφορία αυτή παρουσίαζε ενδιαφέρον που υπερέβαινε τη γερμανική αγορά. Επισημαίνεται επίσης το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 28ης Οκτωβρίου Ιανουαρίου 2010, το οποίο παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 185 της προσβαλλόμενης απόφασης και από το οποίο αποδεικνύεται ότι η κεντρική διοίκηση της [εμπιστευτικό] είχε λάβει εκ μέρους της Scania την πληροφορία, κατά τις συνεννοήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών, ότι από 1ης Ιανουαρίου 2010 προβλεπόταν αύξηση των τιμών κατά 3 %, η δε αύξηση αυτή συνδεόταν με «facelift» των φορτηγών. Ειδικότερα, στο μέτρο που η αύξηση των τιμών που αποκάλυψε η Scania στον ανταγωνιστή της συνδεόταν με το κόστος παραγωγής των φορτηγών και στο μέτρο που η Scania DE δεν κατασκευάζει φορτηγά, μπορεί να συναχθεί ότι η [εμπιστευτικό] είχε λάβει την προαναφερθείσα πληροφορία σχετικά με την αύξηση των τιμών ως πληροφορία που είχε εμβέλεια η οποία υπερέβαινε τη γερμανική αγορά.

443    Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

στ)    Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η διαπιστωθείσα συμπεριφορά συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι οι προσφεύγουσες υπείχαν συναφώς ευθύνη

444    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι συμφωνίες και/ή οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση που έλαβε χώρα από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011. Η παράβαση συνίστατο σε συμπαιγνία ως προς τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών εντός του ΕΟΧ όσον αφορά τα μεσαία και βαρέα φορτηγά καθώς και όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6 (αιτιολογική σκέψη 315 της προσβαλλόμενης απόφασης).

445    Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι, μέσω των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών, τα μέρη επιδίωξαν ένα κοινό σχέδιο με ενιαίο, θίγοντα τον ανταγωνισμό σκοπό και ότι η Scania γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το γενικό εύρος και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του δικτύου αθέμιτων επαφών και είχε την πρόθεση να συμβάλει στη σύμπραξη με τις ενέργειές της και, επομένως, μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση στο σύνολό της (αιτιολογικές σκέψεις 316 και 350 της προσβαλλόμενης απόφασης).

446    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης εν προκειμένω και τον εις βάρος τους καταλογισμό της παράβασης αυτής στο σύνολό της.

1)      Επί της ύπαρξης εν προκειμένω ενιαίας και διαρκούς παράβασης

i)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

447    Υπενθυμίζεται ότι, για να αποδείξει την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, η Επιτροπή πρέπει να καταδείξει ότι οι διάφορες επίμαχες συμπεριφορές εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» με ενιαίο σκοπό (βλ. σκέψη 196 ανωτέρω).

448    Πλείονα κριτήρια έχουν θεωρηθεί πρόσφορα, κατά τη νομολογία, για την εκτίμηση του ενιαίου χαρακτήρα μιας παράβασης, όπως η ταυτότητα του αντικειμένου των επίμαχων πρακτικών, η ταυτότητα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, η ταυτότητα των επιχειρήσεων που μετείχαν σε αυτές και η ταυτότητα των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξή της (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, T‑147/09 και T‑148/09, EU:T:2013:259, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 243). Εξάλλου, η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που μετέχουν για λογαριασμό των επιχειρήσεων και η ταυτότητα του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών αποτελούν στοιχεία δυνάμενα να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αυτής της εξέτασης (απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, T‑147/09 και T‑148/09, EU:T:2013:259, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

449    Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να προσδιορίζεται με μια γενική αναφορά σε μια στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού, ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα, αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο κάθε πράξης εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας του ενιαίου σκοπού θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παράβασης εν μέρει άνευ αντικειμένου, διότι θα είχε ως συνέπεια πολλές σχετικές με κάποιον οικονομικό τομέα συμπεριφορές που απαγορεύονται από την προαναφερθείσα διάταξη να πρέπει συστηματικά να θεωρούνται ως συστατικά στοιχεία ενιαίας παράβασης (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, BASF και UCB κατά Επιτροπής, T‑101/05 και T‑111/05, EU:T:2007:380, σκέψη 180).

450    Εξάλλου, όπως έχει ήδη επισημανθεί (βλ. σκέψη 195 ανωτέρω), η προϋπόθεση περί ενιαίου σκοπού συνεπάγεται ότι πρέπει να επαληθεύεται ότι δεν υφίστανται στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τις επιμέρους ενέργειες που συνθέτουν την παράβαση και από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι οι ενέργειες άλλων εμπλεκομένων στην παράβαση επιχειρήσεων δεν είχαν τον ίδιο σκοπό ούτε το ίδιο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, δεν εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

ii)    Η προσβαλλόμενη απόφαση

451    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι αθέμιτες επαφές στο πλαίσιο των τριών επιπέδων επαφών, οι οποίες περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 317 της εν λόγω απόφασης, εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο με ενιαίο σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων λόγων.

452    Πρώτον, όλες οι επαφές αφορούσαν τα ίδια προϊόντα, ήτοι τα μεσαία και βαρέα φορτηγά (αιτιολογική σκέψη 319 της προσβαλλόμενης απόφασης).

453    Δεύτερον, η φύση των πληροφοριών που διαμοιράζονταν –πληροφορίες σχετικά με τις τιμές, τις αυξήσεις των μικτών τιμών, τις προβλεπόμενες ημερομηνίες κυκλοφορίας στην αγορά των φορτηγών που πληρούσαν τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα και τις προθέσεις των ανταγωνιστών να μετακυλήσουν τις συναφείς δαπάνες στους πελάτες– παρέμεινε η ίδια καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης (αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η φύση των συζητήσεων και των συμφωνιών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής νέων μοντέλων φορτηγών που θα συμμορφώνονταν προς ορισμένα περιβαλλοντικά πρότυπα ήταν συναφής και συμπληρωματική προς τη συμπαιγνία ως προς τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών (αιτιολογική σκέψη 321 της προσβαλλόμενης απόφασης).

454    Στο ίδιο πλαίσιο, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, ακόμη και αν, από τον Σεπτέμβριο του 2004, τα εμπλεκόμενα μέρη δεν επιδίωκαν πλέον ενεργά, όπως προηγουμένως, τη σύναψη ειδικών συμφωνιών για τις μελλοντικές κοινές αυξήσεις των μικτών τιμών ή για συγκεκριμένες ημερομηνίες κυκλοφορίας φορτηγών που θα πληρούσαν τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα ή για το ύψος των δαπανών που τα μέρη θα μετακυλούσαν στους καταναλωτές για τα φορτηγά αυτά, συνέχισαν τις συνεννοήσεις ανταλλάσσοντας το ίδιο είδος πληροφοριών και επιδιώκοντας τον ίδιο σκοπό περιορισμού του ανταγωνισμού μέσω της μείωσης του επιπέδου στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ τους (αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλόμενης απόφασης).

455    Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές πραγματοποιούνταν συχνά και αφορούσαν την ίδια ομάδα κατασκευαστών φορτηγών, ήτοι τη Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς. Τα εμπλεκόμενα στις επαφές πρόσωπα υπάγονταν στους ίδιους κατασκευαστές και οργάνωναν τις συνεννοήσεις σε μικρές ομάδες υπαλλήλων εντός των κατασκευαστών (αιτιολογική σκέψη 323 της προσβαλλόμενης απόφασης).

456    Τέταρτον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, μολονότι το επίπεδο και οι εσωτερικές ευθύνες των εμπλεκομένων στις εν λόγω ενέργειες υπαλλήλων είχαν μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της σύμπραξης, η φύση, ο σκοπός και η έκταση των επαφών και των συναντήσεων ουδόλως μεταβλήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμπραξης (αιτιολογική σκέψη 325 της προσβαλλόμενης απόφασης). Συναφώς, η Επιτροπή εξήγησε ότι όλες οι αθέμιτες επαφές που έλαβαν χώρα σε τρία επίπεδα είχαν τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό του περιορισμού του ανταγωνισμού στην αγορά των μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ σχετικά με τις μελλοντικές τιμές, τις αυξήσεις των μικτών τιμών, το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή στην αγορά φορτηγών που πληρούσαν τα περιβαλλοντικά πρότυπα (αιτιολογική σκέψη 326 της προσβαλλόμενης απόφασης).

457    Στην αιτιολογική σκέψη 327 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή δέχθηκε τρία στοιχεία που επιβεβαιώνουν το συμπέρασμά της ότι η μετατόπιση στη διεξαγωγή των συνεννοήσεων (the shift in the exchanges) από το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν επηρέασε τον διαρκή χαρακτήρα της παράβασης.

458    Κατά πρώτον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι υπήρχε σημαντική χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που διεξάγονταν στο πλαίσιο των διαφόρων επιπέδων, δεδομένου ότι οι συναντήσεις των διευθυντικών στελεχών πραγματοποιούνταν από το 1997 έως το 2004, οι συναντήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης από το 2000 έως το 2008 και οι συζητήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών από το 2004 και εφεξής. Κατά την Επιτροπή, το αποτέλεσμα ήταν ότι, παρά το γεγονός ότι οι συναντήσεις των διευθυντικών στελεχών δεν συνεχίστηκαν μετά τις 16 Σεπτεμβρίου 2004, οι επαφές στα δύο άλλα επίπεδα συνεχίστηκαν αδιαλείπτως (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δέχθηκε επίσης, αφενός, ότι μεταξύ 2003 και 2007 υπήρχαν επαφές μεταξύ των υπαλλήλων του κατώτερου επιπέδου της κεντρικής διοίκησης και των υπαλλήλων στο γερμανικό επίπεδο επαφών και οργανώνονταν κοινές συναντήσεις και, αφετέρου, ότι τα εμπλεκόμενα μέρη συζητούσαν επανειλημμένως στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης για τις πληροφορίες που έπρεπε να ανταλλάσσονται και σε ποιο επίπεδο (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

459    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι γερμανικές θυγατρικές των εμπλεκομένων μερών δεν κατασκεύαζαν φορτηγά οχήματα και δεν ήταν επιφορτισμένες με την ανάπτυξη τεχνολογιών, καθότι οι ευθύνες αυτές ενέπιπταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κεντρικής διοίκησης. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, ενώ οι υπάλληλοι στο γερμανικό επίπεδο επαφών αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τις πρόσθετες δαπάνες για την εισαγωγή τεχνολογιών σύμφωνων με τα πρότυπα Euro 5 και Euro 6, αντάλλασσαν πληροφορίες που προέρχονταν από την κεντρική διοίκηση και αφορούσαν το σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 327, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης).

460    Κατά τρίτον, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, όσον αφορά πλείονα μέρη της σύμπραξης, υπήρχαν αποδείξεις ότι οι γερμανικές θυγατρικές γνωστοποιούσαν συστηματικά τις προθέσεις τους ως προς τις τιμές στην κεντρική διοίκηση και, το κυριότερο, στα πρόσωπα που εμπλέκονταν στη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις τιμές στο επίπεδο κεντρικής διαχείρισης. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η κεντρική διοίκηση της Scania είχε την εξουσία να καθορίζει τις μικτές τιμές εργοστασίου και τις εκπτώσεις που ίσχυαν για τους διανομείς (οι οποίες ήταν θυγατρικές που ανήκαν κατά 100 % στη μητρική εταιρία) και ότι η Scania είχε στη διάθεσή της ένα οργανωμένο σύστημα συναντήσεων για να διασφαλίζει ταχεία εφαρμογή των στρατηγικών αποφάσεων της κεντρικής διοίκησης, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν εύλογο να μην ήταν γνώριζε η κεντρική διοίκηση της Scania τις ως άνω πληροφορίες.

461    Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 328 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η μεταβολή της σύμπραξης (the change in the cartel) είχε αποτελέσει αντικείμενο συλλογικής και συντονισμένης διαχείρισης μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων μερών, με σκοπό τη διασφάλιση της συνέχισης των συνεννοήσεων.

462    Πέμπτον, κατά την Επιτροπή, μολονότι ο τρόπος με τον οποίο ανταλλάσσονταν οι πληροφορίες είχε φυσικά μεταβληθεί κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων ετών που διήρκεσε η παράβαση, τούτο έγινε προοδευτικά και η θεμελιώδης φύση των συνεννοήσεων παρέμεινε η ίδια: οι επαφές εξελίχθηκαν από πολυμερείς ανταλλαγές πληροφοριών, με αυτοπρόσωπες συναντήσεις ή παρουσιάσεις, σε πολυμερείς συνεννοήσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, χάρη στη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τις μελλοντικές τιμές που οργανωνόταν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και παρουσιαζόταν σε λογιστικό φύλλο (αιτιολογική σκέψη 329 της προσβαλλόμενης απόφασης).

463    Βάσει των πέντε αυτών στοιχείων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αθέμιτες επαφές συνδέονταν μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονταν ως προς τη φύση τους (αιτιολογική σκέψη 330 της προσβαλλόμενης απόφασης).

iii) Εκτίμηση

464    Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες αθέμιτες επαφές αφορούσαν, καθ’ όλη τη διάρκειά τους, τα ίδια προϊόντα, δηλαδή τα μεσαία και βαρέα φορτηγά, και ότι πραγματοποιούνταν από την ίδια ομάδα κατασκευαστών φορτηγών, ήτοι τη Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι στις επαφές λάμβανε μέρος μια μικρή ομάδα υπαλλήλων σε κάθε επίπεδο, η σύνθεση της οποίας παρέμενε σχετικά σταθερή, και ότι οι εν λόγω επαφές πραγματοποιούνταν ανά τακτά και συχνά διαστήματα.

465    Δεύτερον, υπενθυμίζονται οι υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ των τριών επιπέδων των αθέμιτων επαφών, ήτοι ότι οι συμμετέχοντες στα επίπεδα αυτά ήταν υπάλληλοι των ίδιων επιχειρήσεων, δηλαδή της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς, ότι οι συνεννοήσεις εντός κάθε επιπέδου είχαν το ίδιο περιεχόμενο, ότι υπήρχε χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που πραγματοποιούνταν στα διαφορετικά επίπεδα, ότι τα επίπεδα αναφέρονταν το ένα στο άλλο και αντάλλασσαν τις συλλεγείσες πληροφορίες και ότι υπήρχαν κοινές επαφές μεταξύ των επιπέδων (βλ. σκέψη 218 ανωτέρω). Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τις υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ των τριών επιπέδων των αθέμιτων επαφών (βλ. σκέψη 229 ανωτέρω).

466    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, όπως έπραξε άλλωστε και η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 453 και 454 ανωτέρω), ότι το περιεχόμενο των συνεννοήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων μερών καθώς και ο σκοπός των εν λόγω συνεννοήσεων, ο οποίος συνίστατο στον περιορισμό της αβεβαιότητας μεταξύ των μερών όσον αφορούσε, κατ’ ουσίαν, τις μελλοντικές τιμολογιακές στρατηγικές τους, δεν μεταβλήθηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή βασίμως επισήμανε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 243 και 321 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η φύση των συζητήσεων και των συμφωνιών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής νέων μοντέλων φορτηγών σύμφωνων προς ορισμένα περιβαλλοντικά πρότυπα ήταν συναφής και συμπληρωματική προς τις αθέμιτες πρακτικές σχετικά με τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών (βλ. σκέψη 297 ανωτέρω).

467    Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι η γεωγραφική εμβέλεια των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών εκτεινόταν στο σύνολο του ΕΟΧ, όπως και οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεννοήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών.

468    Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, επικυρώνεται η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι συνεννοήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, οι οποίες περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελούσαν μέρος ενός συνολικού σχεδίου με ενιαίο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό.

469    Η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου. Η επιχειρηματολογία αυτή μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις ομάδες επιχειρημάτων. Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη αξιολογώντας από κοινού τα τρία επίπεδα των επαφών μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Εν συνεχεία, αμφισβητούν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν εντός των τριών επιπέδων επαφών ήταν της ίδιας φύσεως, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της εκτίμησης της Επιτροπής, που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 327 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η «μετατόπιση» των συνεννοήσεων από το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν επηρέασε τον διαρκή χαρακτήρα της παράβασης.

–       Επί της από κοινού αξιολόγησης των τριών επιπέδων επαφών

470    Προκειμένου να αμφισβητήσουν την ύπαρξη συνολικού σχεδίου εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, αντιθέτως προς την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα τρία επίπεδα επαφών έπρεπε να αξιολογηθούν χωριστά και όχι από κοινού.

471    Για να δικαιολογήσουν τη θέση αυτή, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε καμία κρίσιμη πραγματική σχέση μεταξύ των τριών επιπέδων των αθέμιτων επαφών. Για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 465 ανωτέρω, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

472    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έκταση της παράβασης πρέπει να καθορίζεται βάσει πραγματικών στοιχείων που συνδέονται άμεσα με τους υπαλλήλους που συμμετείχαν στην προβαλλόμενη αθέμιτη σύμπραξη. Η Επιτροπή, όμως, δεν απέδειξε ότι οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στις αθέμιτες επαφές σε διαφορετικά επίπεδα είχαν κοινή γνώση και αντίληψη της έκτασης της εν λόγω σύμπραξης. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι διαφορετικοί υπάλληλοι εκπροσωπούσαν τις επιχειρήσεις στα διάφορα επίπεδα των επαφών.

473    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι επίμαχες αθέμιτες επαφές πραγματοποιούνταν, καθ’ όλη τη διάρκειά τους, από την ίδια ομάδα κατασκευαστών φορτηγών, δηλαδή τη Scania και τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς. Εξάλλου, στις επαφές αυτές λάμβανε μέρος μια μικρή ομάδα υπαλλήλων σε κάθε επίπεδο, η σύνθεση της οποίας παρέμενε σχετικά σταθερή, οι δε επαφές αυτές πραγματοποιούνταν ανά τακτά και συχνά διαστήματα. Υπενθυμίζονται επίσης οι σχέσεις μεταξύ των τριών επιπέδων επαφών αθέμιτων επαφών. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το γεγονός ότι στις αθέμιτες επαφές δεν συμμετείχαν οι ίδιοι υπάλληλοι δεν αναιρεί το συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη κοινού σχεδίου εν προκειμένω.

474    Το δε επιχείρημα των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 472 ανωτέρω, ήτοι ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στις αθέμιτες επαφές σε διαφορετικά επίπεδα είχαν κοινή γνώση και αντίληψη της έκτασης της σύμπραξης, αφορά το ζήτημα αν η επίγνωση του συνολικού σχεδίου πρέπει να εκτιμηθεί στο επίπεδο της επιχείρησης ή στο επίπεδο των υπαλλήλων της επιχείρησης. Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι εκτίμησε την εν λόγω επίγνωση στο επίπεδο της επιχείρησης και ότι παρέλειψε να την εξετάσει στο επίπεδο των υπαλλήλων.

475    Η αιτίαση αυτή των προσφευγουσών δεν είναι βάσιμη.

476    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των «επιχειρήσεων» και ότι η έννοια αυτή πρέπει να νοείται ως οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑97/08 P, EU:C:2009:536, σκέψεις 54 και 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

477    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, όσον αφορά το ζήτημα του καταλογισμού στις επιχειρήσεις των παραβατικών πράξεων των υπαλλήλων τους, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει κυρώσεις στις επιχειρήσεις προϋποθέτει απλώς η παραβατική δράση να προέρχεται από πρόσωπο κατά κανόνα εξουσιοδοτημένο να ενεργεί για λογαριασμό της επιχείρησης (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, H & R ChemPharm κατά Επιτροπής, T‑551/08, EU:T:2014:1081, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

478    Από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 476 και 477 ανωτέρω προκύπτει ότι το ζήτημα της επίγνωσης της ύπαρξης ενός συνολικού σχεδίου πρέπει οπωσδήποτε να εκτιμάται στο επίπεδο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και όχι στο επίπεδο των υπαλλήλων τους. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, αν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι καθένας από τους υπαλλήλους της ίδιας επιχείρησης που συμμετείχε στη σύμπραξη γνώριζε επακριβώς τις ενέργειες των λοιπών υπαλλήλων στο πλαίσιο της σύμπραξης, θα της ήταν αδύνατο να αποδείξει την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης, καθόσον μάλιστα οι συμπράξεις είναι εξ ορισμού μυστικές και τα αποδεικτικά στοιχεία είναι συχνά αποσπασματικά και διασκορπισμένα στις υποθέσεις συμπράξεων (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2011, Trade-Stomil κατά Επιτροπής, T‑53/07, EU:T:2011:360, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, λόγω των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ των τριών επιπέδων των αθέμιτων επαφών και, ιδίως, λόγω του ότι τα φυσικά πρόσωπα που συμμετείχαν στα τρία επίπεδα των αθέμιτων επαφών ήταν υπάλληλοι των ίδιων επιχειρήσεων, μπορεί να συναχθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν κοινή γνώση και αντίληψη του συνολικού σχεδίου και, επομένως, της παραβατικής συμπεριφοράς.

479    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει χωριστά τα τρία επίπεδα των αθέμιτων επαφών πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της φύσεως των ανταλλαγεισών πληροφοριών εντός των τριών επιπέδων των επαφών

480    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση, που διατυπώνεται ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 320 και 322 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στα διάφορα επίπεδα των επαφών ήταν της ιδίας φύσεως και επιδίωκαν τον ίδιο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό.

481    Συναφώς, πρώτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία κατ’ αυτές αποκαλύπτει μια θεμελιώδη αλλαγή στη φύση των επαφών, στο μέτρο που, από τον Σεπτέμβριο του 2004, τα εμπλεκόμενα μέρη δεν επιδίωκαν πλέον ενεργά, όπως είχαν πράξει πριν από την ημερομηνία αυτή, να καταλήξουν σε συγκεκριμένη συμφωνία για μελλοντικές αυξήσεις των μικτών τιμών.

482    Το επιχείρημα αυτό των προσφευγουσών δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Ασφαλώς, στην αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι, μετά τον Σεπτέμβριο του 2004, τα μέρη δεν επιδίωκαν πλέον τη σύναψη ρητών συμφωνιών, αλλά περιορίζονταν, κατ’ ουσίαν, στην ανταλλαγή πληροφοριών με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εντούτοις, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, μολονότι η αλλαγή αυτή μπορεί να επηρεάσει τον χαρακτηρισμό της επίμαχης συμπεριφοράς ως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, δεν αφορά τη «φύση» των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, η οποία, κατά την αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέμεινε η ίδια και αποσκοπούσε στην ελάττωση του βαθμού στρατηγικής αβεβαιότητας των μερών σχετικά με τις μελλοντικές τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή φορτηγών που τηρούσαν τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα.

483    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τις αιτιολογικές σκέψεις 116 και 117 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες περιγράφεται μια συνάντηση στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, στις 3 και 4 Ιουλίου 2001, στο πλαίσιο της οποίας οι υπάλληλοι της κεντρικής διοίκησης των εμπλεκομένων μερών εξέφρασαν την ανησυχία τους για τις συνεννοήσεις που πραγματοποιούνταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών, οι οποίες, κατ’ αυτούς, υπερέβαιναν τα όρια, και συμφώνησαν να ανταλλάσσουν στο μέλλον μόνο πληροφορίες τεχνικού περιεχομένου και όχι σχετικά με τις τιμές. Κατά τις προσφεύγουσες, οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις αποδεικνύουν ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο επαφών δεν ήταν της ίδιας φύσεως και δεν είχαν τον ίδιο σκοπό.

484    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει, στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ότι οι συνεννοήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο επαφών συνέβαλαν στην υλοποίηση του κοινού σχεδίου και ότι τα δύο αυτά επίπεδα αθέμιτων επαφών χαρακτηρίζονταν από κοινά πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στο ότι οι συμμετέχοντες στα επίπεδα αυτά ήταν υπάλληλοι των ίδιων επιχειρήσεων, ότι υπήρχε χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που πραγματοποιούνταν στα δύο επίπεδα, ότι υφίσταντο επαφές μεταξύ των υπαλλήλων στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και των υπαλλήλων στο γερμανικό επίπεδο επαφών και ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης ήταν ενήμεροι για το περιεχόμενο των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών (βλ. σκέψεις 224 και 228 ανωτέρω). Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, παρά τη συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, το 2001, να μην ανταλλάσσουν στο μέλλον πληροφορίες για τις τιμές (βλ. σκέψη 478 ανωτέρω), έλαβαν χώρα τέτοιες ανταλλαγές πληροφοριών (βλ. σκέψη 229 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 483 ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία δεν αμφισβήτησαν οι προσφεύγουσες, οι συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών των εμπλεκομένων μερών που πραγματοποιούνταν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004, δηλαδή παράλληλα με τις συναντήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης, είχαν σαφώς αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο, ταυτόσημο με εκείνο των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών που συνεχίστηκαν μετά το 2004 και μέχρι το πέρας της παράβασης το 2011.

485    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας εν προκειμένω την ύπαρξη συνολικού σχεδίου.

–       Επί του διαρκούς χαρακτήρα της παράβασης

486    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η διακοπή, τον Σεπτέμβριο του 2004, των αθέμιτων επαφών στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών των εμπλεκομένων μερών δεν προκάλεσε διακοπή των αθέμιτων επαφών στα δύο άλλα επίπεδα.

487    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έγγραφη απόδειξη που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 11 Νοεμβρίου 2004, ο C, από την κεντρική διοίκηση της [εμπιστευτικό], έστειλε μήνυμα σε υπαλλήλους των άλλων κατασκευαστών, στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο επαφών, προκειμένου να τους παρουσιάσει δύο νέα πρόσωπα επαφής στην κεντρική διοίκηση της [εμπιστευτικό], υπεύθυνα για την κεντρική τιμολόγηση των προϊόντων στην κεντρική διοίκηση από τις [εμπιστευτικό] έως τις [εμπιστευτικό]. Ο C ζήτησε από τους ανταγωνιστές να του υποδείξουν τα πρόσωπα επαφής εντός των οργανώσεών τους. Το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείο του C απευθυνόταν, μεταξύ άλλων, στους A και B, οι οποίοι υπάγονταν, αντιστοίχως, στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο επαφών της Scania. Ομοίως, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι ανταγωνιστές αντάλλαξαν, ήδη από τις 2 Δεκεμβρίου 2004, στο γερμανικό επίπεδο επαφών, πληροφορίες σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών που προγραμματίζονταν για το έτος 2005. Στο πλαίσιο της εν λόγω ανταλλαγής, ο I, υπάλληλος της Scania DE, παρέσχε τις ακόλουθες πληροφορίες στον K, ο οποίος είχε οργανώσει την επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών και ήταν υπάλληλος της γερμανικής θυγατρικής της [εμπιστευτικό]: «από τον Μάρτιο του 2005 θα αυξήσουμε [τις τιμές σε] όλες τις σειρές μας [εμπιστευτικό] κατά 1,5 %». Προκύπτει εξ αυτού ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των μερών της σύμπραξης στο γερμανικό επίπεδο επαφών είχαν το ίδιο περιεχόμενο με τις ανταλλαγές τους στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών και ευθυγραμμίζονταν προς αυτές.

488    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 327 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψεις 457 έως 461 ανωτέρω), δεν ενέχουν πλάνη. Ειδικότερα, δεν αμφισβητείται ότι υπήρχε χρονική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των συναντήσεων που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο των διαφορετικών επιπέδων. Εξάλλου, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει τόσο την ύπαρξη επαφών μεταξύ των υπαλλήλων στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης και στο γερμανικό επίπεδο επαφών όσο και το γεγονός ότι οι υπάλληλοι στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης γνώριζαν το περιεχόμενο των ανταλλαγών πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Επιπλέον, στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι οι ανταλλαγείσες στο γερμανικό επίπεδο επαφών πληροφορίες σχετικά με τις τιμές προέρχονταν από την κεντρική διοίκηση των εμπλεκομένων μερών και ότι οι υπάλληλοι στο γερμανικό επίπεδο επαφών γνωστοποιούσαν στην κεντρική διοίκηση πληροφορίες σχετικά με τις τιμές που είχαν συλλέξει στο πλαίσιο σχετικών ανταλλαγών.

489    Βάσει των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι, παρά το γεγονός ότι οι επαφές στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών είχαν διακοπεί τον Σεπτέμβριο του 2004, η ίδια σύμπραξη (η οποία είχε το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια εμβέλεια) συνεχίστηκε μετά την ημερομηνία αυτή, με τη μόνη διαφορά ότι οι συμμετέχοντες υπάλληλοι υπάγονταν σε διαφορετικά οργανωτικά επίπεδα εντός των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και όχι στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών.

490    Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

491    Αφενός, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η «μετατόπιση» των αθέμιτων επαφών από το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών στο γερμανικό επίπεδο επαφών. Υποστηρίζουν ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια «μετατόπιση» αποτελεί συνέχιση των προηγουμένων πρακτικών, έπρεπε να θεσπιστεί μηχανισμός ελέγχου για να διασφαλιστεί η απαιτούμενη συνέχεια. Επικαλούνται επίσης την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2017, Icap κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑180/15, EU:T:2017:795, σκέψη 223), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σε περιπτώσεις που η συνέχιση μιας συμφωνίας ή εναρμονισμένων πρακτικών απαιτούσε ειδικά θετικά μέτρα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρεί ότι η σύμπραξη εξακολουθούσε να υφίσταται όταν δεν υπήρχαν αποδείξεις σχετικά με τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

492    Η επιχειρηματολογία αυτή των προσφευγουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τους όρους «μετατόπιση» ή «μετάβαση» των συνεννοήσεων από το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών στο γερμανικό επίπεδο επαφών για να καταδείξει ότι επήλθε αλλαγή στο επίπεδο των υπαλλήλων που συμμετείχαν στις αθέμιτες επαφές και όχι για να επισημάνει ότι είχε λάβει χώρα οιαδήποτε διακοπή της σύμπραξης. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 327 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέθεσε τις περιστάσεις που αποδεικνύουν τη συνέχιση της σύμπραξης μετά τον Σεπτέμβριο του 2004 (βλ. σκέψεις 458 έως 460 ανωτέρω) και, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, προκύπτει ότι δεν απαιτούνταν κανένα «ειδικό θετικό μέτρο», κατά την έννοια της απόφασης της 10ης Νοεμβρίου 2017, Icap κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑180/15, EU:T:2017:795, σκέψη 223).

493    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν απέδειξε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι υπάλληλοι της Scania DE που είχαν συμμετάσχει στις συναντήσεις στο γερμανικό επίπεδο επαφών γνώριζαν ότι εμπλέκονταν στη συνέχιση των πρακτικών που είχαν λάβει χώρα στα δύο άλλα επίπεδα ή ότι οι υπάλληλοι της Scania που συμμετείχαν στις συναντήσεις στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης γνώριζαν για τις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών.

494    Η επιχειρηματολογία αυτή των προσφευγουσών στηρίζεται στην άποψη ότι η επίγνωση του συνολικού σχεδίου πρέπει να εκτιμάται στο επίπεδο υπαλλήλων της επιχείρησης και όχι στο επίπεδο της ίδιας της επιχείρησης. Όπως ήδη διαπιστώθηκε, η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη (βλ. σκέψεις 474 έως 478 ανωτέρω).

495    Όσον αφορά το ζήτημα της επίγνωσης, στο επίπεδο της επιχείρησης Scania, του διαρκούς χαρακτήρα της παράβασης παρά τη «μετατόπιση» των συνεννοήσεων από το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών στο γερμανικό επίπεδο επαφών, υπενθυμίζονται τα ακόλουθα στοιχεία.

496    Κατά πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει η κεντρική διοίκηση της Scania όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών στο επίπεδο των εθνικών διανομέων της επιχείρησης και, επομένως, στο επίπεδο της Scania DE, η οποία είναι θυγατρική που της ανήκει κατά 100 %. Ο μηχανισμός καθορισμού των τιμών εντός της Scania εξετάστηκε στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως.

497    Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία αποδεικνύουν ότι οι υπάλληλοι στην κεντρική διοίκηση της Scania (κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης) γνώριζαν το περιεχόμενο των συνεννοήσεων στο γερμανικό επίπεδο επαφών (βλ. σκέψη 418 ανωτέρω). Δεν είναι πιθανό τα διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης αυτής να μη γνώριζαν τις εν λόγω συνεννοήσεις.

498    Κατά τρίτον, υπενθυμίζεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία υποδεικνύουν ότι οι υπάλληλοι της Scania DE αντάλλασσαν στο γερμανικό επίπεδο επαφών πληροφορίες προερχόμενες από την κεντρική διοίκηση της Scania (βλ. σκέψεις 413, 437, 438 και 442 ανωτέρω).

499    Τα τρία αυτά στοιχεία καταδεικνύουν ότι, παρά το ότι οι συνεννοήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών έπαυσαν το τέλος Σεπτεμβρίου του 2004, η επιχείρηση Scania και η κεντρική της διοίκηση γνώριζαν ότι η ίδια παράβαση συνεχίστηκε μετά τον Σεπτέμβριο του 2004, με τη μόνη διαφορά ότι οι υπάλληλοι στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών δεν λάμβαναν πλέον μέρος στις αθέμιτες επαφές. Συναφώς, η προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες περίσταση ότι οι υπάλληλοι της Scania DE δεν γνώριζαν την ύπαρξη των αθέμιτων επαφών στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών δεν ασκεί επιρροή.

500    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη εν προκειμένω ενιαίας και διαρκούς παράβασης δεν είναι εσφαλμένο.

2)      Επί του καταλογισμού της ενιαίας και διαρκούς παράβασης στη Scania

501    Η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 332 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η Scania είχε συμμετάσχει άμεσα σε όλες τις κρίσιμες πτυχές της σύμπραξης.

502    Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 333 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή σημείωσε ότι, ακόμη και αν η Scania παρήγε και πωλούσε μόνον βαρέα φορτηγά, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα άλλα μέρη της σύμπραξης παρήγαν επίσης μεσαία φορτηγά και ότι οι αθέμιτες επαφές αφορούσαν τους δύο αυτούς τύπους φορτηγών (μεσαία και βαρέα). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Scania γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές αφορούσαν τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οχήματα.

503    Βάσει των σκέψεων αυτών, η Επιτροπή συνήγαγε, στην αιτιολογική σκέψη 334 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η Scania είχε την πρόθεση να λάβει μέρος στην παράβαση και ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξή της.

504    Οι προσφεύγουσες, προκειμένου να αμφισβητήσουν τον καταλογισμό της ενιαίας και διαρκούς παράβασης στη Scania, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν απέδειξε την ύπαρξη του αναγκαίου «υποκειμενικού στοιχείου». Με άλλα λόγια, της προσάπτουν ότι δεν απέδειξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι πληρούνταν εν προκειμένω τα σωρευτικά κριτήρια του συμφέροντος, της γνώσης και της αποδοχής του κινδύνου, κριτήρια που καθορίστηκαν με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 87), όσον αφορά τους εκπροσώπους της Scania που συμμετείχαν στα τρία επίπεδα των επαφών.

505    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που η επίγνωση της ύπαρξης συνολικού σχεδίου πρέπει να εκτιμάται στο επίπεδο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και όχι στο επίπεδο των υπαλλήλων τους (βλ. σκέψη 478 ανωτέρω), κατ’ ανάλογο τρόπο, οι παράγοντες που καθορίζουν τον καταλογισμό της ενιαίας και διαρκούς παράβασης πρέπει να εκτιμώνται επίσης στο επίπεδο της επιχείρησης.

506    Επιπλέον, όσον αφορά τους παράγοντες που καθορίζουν τον καταλογισμό ενιαίας και διαρκούς παράβασης σε επιχείρηση, από την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens (C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψεις 43 έως 45), προκύπτει ότι, αν η επίμαχη επιχείρηση συμμετείχε ευθέως στο σύνολο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση, η Επιτροπή δύναται να της καταλογίσει την παράβαση στο σύνολό της, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει την πλήρωση των κριτηρίων του συμφέροντος, της γνώσης και της αποδοχής του κινδύνου.

507    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με όσα επισημαίνονται στην αιτιολογική σκέψη 332 της προσβαλλόμενης απόφασης, η επιχείρηση Scania συμμετείχε ευθέως σε όλες τις κρίσιμες πτυχές της σύμπραξης. Συγκεκριμένα, οι υπάλληλοί της συμμετείχαν σε αθέμιτες επαφές που διεξήχθησαν και στα τρία επίπεδα επαφών. Η επιχείρηση Scania προχώρησε με τους ανταγωνιστές της σε συνεννοήσεις σχετικά με τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών που πληρούσαν τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6. Η Scania συμμετείχε ενεργώς στη σύμπραξη, διοργάνωνε συναντήσεις και λάμβανε μέρος στην ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (βλ. αιτιολογική σκέψη 332 της προσβαλλόμενης απόφασης).

508    Είναι αληθές ότι η Scania δεν παράγει μεσαία φορτηγά. Ωστόσο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αθέμιτες επαφές στις οποίες συμμετείχαν οι υπάλληλοι της Scania αφορούσαν αδιακρίτως τα μεσαία και τα βαρέα φορτηγά (βλ. αιτιολογική σκέψη 333 της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή βασίμως καταλόγισε στην επιχείρηση Scania την ενιαία και διαρκή παράβαση σε σχέση και με τα μεσαία φορτηγά, στο μέτρο που η επιχείρηση αυτή οπωσδήποτε γνώριζε την εν λόγω πτυχή της σύμπραξης.

509    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο καταλογισμός του συνόλου της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως στη Scania δεν είναι εσφαλμένος. Επομένως, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθώς και του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, καθόσον η συμπεριφορά για την οποία η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο αφορά πράξεις που έχουν παραγραφεί και, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν ήταν διαρκής

510    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ως προς τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών που δικαιολογούν την επιβολή προστίμου έχει επέλθει παραγραφή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που οι συναντήσεις στο εν λόγω επίπεδο έπαυσαν τον Σεπτέμβριο του 2004, ήτοι πέντε και πλέον έτη πριν από την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003, να δεχθεί την ύπαρξη παράβασης συνδεόμενης με συμπεριφορά των διευθυντικών στελεχών.

511    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση (quod non), η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να μεταρρυθμιστεί στο μέτρο που δεν λαμβάνει υπόψη ότι η προβαλλόμενη παράβαση είχε διακοπεί όσον αφορά το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει επαρκείς αποδείξεις για την πραγματοποίηση συναντήσεων στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών το 1999.

512    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή της Scania στις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών το 1999 και το 2002, κακώς η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Scania είχε συνεχή συμμετοχή στις συνεδριάσεις των διευθυντικών στελεχών από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2004. Έπρεπε μάλλον να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι συναντήσεις αυτές είχαν διακοπεί, τουλάχιστον όσον αφορά τη Scania, από τις 3 Σεπτεμβρίου 1998 έως τις 3 Φεβρουαρίου 2000 (17 μήνες διακοπής) και από τις 20 Νοεμβρίου 2001 έως τις 10 Απριλίου 2003 (επιπλέον 17 μήνες διακοπής).

513    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, βάσει των ανωτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο για κάθε παράβαση προγενέστερη της 10ης Απριλίου 2003 λόγω παραγραφής. Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο για κάθε παράβαση προγενέστερη της 3ης Φεβρουαρίου 2000 λόγω παραγραφής. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι, εν πάση περιπτώσει, ο υπολογισμός προστίμου το οποίο σχετίζεται με το επίπεδο των διευθυντικών στελεχών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις μακρές περιόδους μικρότερης έντασης της παράβασης.

514    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

515    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την παραγραφή που ισχύει για την επιβολή προστίμου από την Επιτροπή, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, το δικαίωμα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις για παραβάσεις, μεταξύ άλλων, του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα παύσης της παράβασης. Το άρθρο 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η παραγραφή που ισχύει για την επιβολή προστίμων διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής η οποία αποβλέπει στη διερεύνηση ή σε διαδικασίες κατά της παράβασης.

516    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, ότι η επίμαχη συμπεριφορά στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών αποτελούσε μέρος ενιαίας και διαρκούς παράβασης η οποία έληξε στις 18 Ιανουαρίου 2011. Κατά συνέπεια, η πενταετής προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει μόνον από την τελευταία αυτή ημερομηνία, πράγμα που σημαίνει ότι, εν προκειμένω, το δικαίωμα της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο δεν είχε παραγραφεί.

517    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών για την προβαλλόμενη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών το έτος 1999, σημειώνονται τα ακόλουθα.

518    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πραγματοποίηση συναντήσεων στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών για τα έτη 1998 και 2000. Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζει έγγραφη απόδειξη σχετικά με συνάντηση στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών η οποία έλαβε χώρα στις 3 Σεπτεμβρίου 1998, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εκπρόσωποι των εμπλεκομένων μερών συζήτησαν τις προβλέψεις τους όσον αφορά την αγορά για το έτος 1999. Κατά την εν λόγω έγγραφη απόδειξη, ένας εκπρόσωπος της κεντρικής διοίκησης της Scania, ο Ν, συμμετείχε στη συνάντηση αυτή. Παρόμοιες συναντήσεις έλαβαν χώρα το 2000, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 109 έως 112 της προσβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες επίσης συμμετείχε ο Ν από την κεντρική διοίκηση της Scania.

519    Κατά δεύτερον, από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η επόμενη συνάντηση στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών μετά από εκείνη της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 (βλ. σκέψη 518 ανωτέρω) προβλεπόταν για τον Ιανουάριο του 1999.

520    Κατά τρίτον, στην αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρεται σε δήλωση επιείκειας της [εμπιστευτικό] κατά την οποία συναντήσεις μεταξύ ανταγωνιστών λάμβαναν χώρα τουλάχιστον άπαξ ετησίως μεταξύ των ετών 1998 και 2001. Κατά τη δήλωση αυτή, οι συμμετέχοντες στις εν λόγω συναντήσεις, οι οποίοι δεν υπάγονταν στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά, ιδίως, με τις μελλοντικές αυξήσεις των τιμών. Μεταξύ των συμμετεχόντων στις συναντήσεις αυτές ήταν και ο O, γενικός διευθυντής της Scania DE.

521    Κατά τέταρτον, υπενθυμίζεται, όπως έπραξε και η Επιτροπή, ότι οι συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών αποτελούσαν μέρος ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως και ότι, ως εκ τούτου, όλες οι συναντήσεις μεταξύ ανταγωνιστών, σε οποιοδήποτε οργανωτικό επίπεδο, έπρεπε να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν η παράβαση συνεχίστηκε το 1999.

522    Κατά πέμπτον, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, παράβαση εκτεινόμενη σε πλείονα έτη, το γεγονός ότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη απόδειξη της συμμετοχής εταιρίας στην παράβαση επί ορισμένη περίοδο δεν αποκλείει τη διαπίστωση της συμμετοχής αυτής κατά την εν λόγω περίοδο, εφόσον η διαπίστωση στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία, εξυπακούεται δε ότι η απουσία δημόσιας αποστασιοποίησης εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας μπορεί να ληφθεί συναφώς υπόψη (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

523    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται στις σκέψεις 518 έως 521 ανωτέρω και της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 522 ανωτέρω, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας ότι η ενιαία παράβαση εν προκειμένω δεν διεκόπη το 1999 και ότι η Scania συμμετείχε στην εν λόγω παράβαση και κατά το έτος αυτό.

524    Τρίτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η συμμετοχή της Scania στις συνεδριάσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών το 2002 δεν αποδείχθηκε, διαπιστώνονται τα ακόλουθα.

525    Κατά πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, όσον αφορά μια συνάντηση στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών που πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2002, απεστάλη πρόσκληση στον M, από την κεντρική διοίκηση της Scania.

526    Κατά δεύτερον, από τις χειρόγραφες σημειώσεις σχετικά με συνάντηση στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών της 27ης και 28ης Ιουνίου 2002, τις οποίες κράτησε εκπρόσωπος της [εμπιστευτικό], οι οποίες παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι η Scania γνωστοποίησε αριθμητικά στοιχεία σχετικά με πωλήσεις για το έτος 2002 σε διάφορες χώρες.

527    Κατά τρίτον, από εσωτερική έκθεση της [εμπιστευτικό] που συνοψίζει τις πληροφορίες που ανταλλάχθηκαν κατά τη διάρκεια συνάντησης στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών στις 18 Σεπτεμβρίου 2002, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλόμενης απόφασης, φαίνεται ότι η Scania παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών της για το 2002 και σχετικά με ένδικη διαφορά η οποία εκκρεμούσε εις βάρος της στο Ηνωμένο Βασίλειο.

528    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται στις σκέψεις 525 έως 527 ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη συμμετοχή της Scania στις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών για το έτος 2002.

529    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την ένορκη βεβαίωση του Μ, εκπροσώπου της Scania στις συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, κατά την οποία, «εξ όσων θυμόταν», δεν έλαβε μέρος σε καμία τέτοια συνάντηση το 2002. Η δήλωση αυτή είναι αρκετά αόριστη και δεν πείθει το Γενικό Δικαστήριο. Εξάλλου, έχει ήδη επισημανθεί ότι τα έγγραφα που συντάχθηκαν in tempore non suspecto, όπως και οι χειρόγραφες σημειώσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια συνάντησης, έχουν μεγαλύτερη αποδεικτική ισχύ από τα έγγραφα που δεν συντάχθηκαν τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όπως οι ένορκες βεβαιώσεις.

530    Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι προσφεύγουσες, στην υποσημείωση 554 του δικογράφου της προσφυγής, ισχυρίζονται ότι δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή της Scania σε ορισμένες συναντήσεις στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών, οι οποίες μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πρόκειται για τις συναντήσεις στις Βρυξέλλες στις 17 Ιανουαρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλόμενης απόφασης) και στις 6 Απριλίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 103), στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) στις 3 Φεβρουαρίου 2000 (αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 110) και στο Αϊντχόβεν (Κάτω Χώρες) στις 6 Σεπτεμβρίου 2000 (αιτιολογική σκέψη 111). Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, επικαλούνται την ένορκη βεβαίωση του Ν, ο οποίος δηλώνει ότι δεν θυμάται να έλαβε μέρος σε αυτές τις συναντήσεις.

531    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης που μνημονεύονται στη σκέψη 530 ανωτέρω, περιέχουν έγγραφες αποδείξεις από τις οποίες προκύπτει η συμμετοχή της Scania στις επίμαχες συναντήσεις. Όσον αφορά το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης του Ν και της αποδεικτικής της ισχύος, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 529 ανωτέρω. Το Γενικό Δικαστήριο συνάγει ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 530 ανωτέρω είναι αβάσιμος.

532    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, διευκρινίζοντας ότι οι επιμέρους δικαιολογητικοί λόγοι που προβάλλουν οι προσφεύγουσες για τη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψεις 511 και 513 ανωτέρω) είναι αβάσιμοι, δεδομένου ότι από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο δεν προκύπτει ούτε διακοπή της διαπιστωθείσας ενιαίας παράβασης ούτε ύπαρξη περιόδων με μικρότερη ένταση της εν λόγω παράβασης.

5.      Επί του ένατουλόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά το ποσό του προστίμου και, εν πάση περιπτώσει, επί της ανάγκης μείωσης του ποσού του προστίμου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003

533    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να μεταρρυθμιστεί στο μέτρο που το επιβληθέν πρόστιμο δεν είναι σύμφωνο με τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, καλούν το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και να μειώσει το ποσό του προστίμου.

534    Κατά την αντίληψη του Γενικού Δικαστηρίου που στηρίζεται στη χρήση του ρήματος «μεταρρυθμίσει», οι προσφεύγουσες του ζητούν να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ.

535    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ συνίσταται στον κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, ο οποίος είναι δυνατό να συμπληρωθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και κατόπιν αιτήματος των προσφευγόντων, από την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλονται στον τομέα αυτόν από την Επιτροπή (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

536    Εφόσον ασκεί την πλήρη δικαιοδοσία του η οποία προβλέπεται στα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 31 του κανονισμού 1/2003, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κύρωσης, να προβαίνει στη δική του εκτίμηση ως προς το ποσό της κύρωσης αυτής, υποκαθιστώντας την Επιτροπή η οποία εξέδωσε την πράξη στην οποία καθορίστηκε αρχικώς το ποσό αυτό (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

537    Η δε έκταση της πλήρους αυτής δικαιοδοσίας περιορίζεται αυστηρώς, αντιθέτως προς τον έλεγχο νομιμότητας που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, στον καθορισμό του ποσού του προστίμου (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

538    Εντεύθεν συνάγεται ότι η πλήρης δικαιοδοσία την οποία έχει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003 αφορά μόνον την εκ μέρους του εκτίμηση του προστίμου που έχει επιβάλει η Επιτροπή, εξαιρουμένης κάθε τροποποίησης των συστατικών στοιχείων της παράβασης την οποία η Επιτροπή νομίμως διαπίστωσε στην απόφαση η οποία έχει υποβληθεί στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 77).

539    Προκειμένου να καθορίσει το ποσό του επιβαλλομένου προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει το ίδιο τις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης και το είδος της επίμαχης παράβασης. Ο καθορισμός αυτός απαιτεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να λαμβάνεται υπόψη, για κάθε επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται κύρωση, η σοβαρότητα της επίμαχης παράβασης και η διάρκειά της, τηρουμένων, μεταξύ άλλων, των αρχών της αιτιολόγησης, της αναλογικότητας, της εξατομίκευσης των κυρώσεων και της ίσης μεταχείρισης, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να δεσμεύεται από τους ενδεικτικούς κανόνες που καθορίζει η Επιτροπή στις κατευθυντήριες γραμμές της (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψεις 89 και 90).

α)      Επί της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας

540    Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίμησε τη σοβαρότητα της παράβασης κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που δεν κρίθηκε ότι οι υπάλληλοι της Scania DE δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι οι πληροφορίες που λάμβαναν από τους ανταγωνιστές μπορούσαν να έχουν ευρωπαϊκή διάσταση. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν οι υπάλληλοι της Scania DE επιθυμούσαν να θίξουν τον ανταγωνισμό στη γεωγραφική αγορά (Γερμανία) για την οποία ευθύνονταν (quod non), το επιβληθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση πρόστιμο δεν ήταν ανάλογο προς τη σοβαρότητα της σχεδιαζόμενης παράβασης, στο μέτρο που λαμβάνεται υπόψη η αξία των πωλήσεων στο επίπεδο του ΕΟΧ.

541    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι επαφές μεταξύ των κατασκευαστών φορτηγών μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της εξετασθείσας περιόδου, όπως διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλόμενης απόφασης.

542    Τρίτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η παράβαση που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ευρύτερη από την παράβαση βάσει της οποίας επιβλήθηκε πρόστιμο στο διατακτικό της. Συναφώς, συγκρίνουν την αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία επισημαίνονται ανταλλαγές ευαίσθητων πληροφοριών σε επίπεδο ανταγωνισμού, με το άρθρο 1 του διατακτικού της, το οποίο δεν αναφέρει τέτοιες ανταλλαγές. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τούτο ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ύψους του προστίμου και ότι, κατά συνέπεια, το πρόστιμο που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάλογο προς την παράβαση, όπως την περιέγραψε η Επιτροπή.

543    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

544    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 540 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης του έκτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι οι υπάλληλοι της Scania DE που μετείχαν στις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών ουδέποτε υπέθεσαν ότι οι πληροφορίες που είχαν λάβει κατά τις ανταλλαγές αυτές αφορούσαν ευρωπαϊκές τιμές ή μπορούσαν να μειώσουν την αβεβαιότητα ως προς την ευρωπαϊκή τιμολογιακή στρατηγική των άλλων κατασκευαστών (βλ. σκέψη 415 ανωτέρω). Επομένως, η επιχειρηματολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 540 ανωτέρω δεν αποδεικνύει τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου.

545    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 541 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, ακόμη και αν, από τον Σεπτέμβριο του έτους 2004, τα εμπλεκόμενα μέρη δεν επιδίωκαν πλέον ενεργά, όπως έπρατταν προηγουμένως, να συνάπτουν ειδική συμφωνία για τις μελλοντικές κοινές αυξήσεις των μικτών τιμών ή για συγκεκριμένες ημερομηνίες κυκλοφορίας στην αγορά φορτηγών που θα πληρούσαν τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα ή για το ύψος των δαπανών που θα μετακυλούσαν στους καταναλωτές για τα εν λόγω φορτηγά, συνέχισαν τις συνεννοήσεις ανταλλάσσοντας το ίδιο είδος πληροφοριών και επιδιώκοντας τον ίδιο σκοπό περιορισμού του ανταγωνισμού μέσω της μείωσης του επιπέδου στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ τους.

546    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αλλαγή που έλαβε χώρα από τον Σεπτέμβριο του 2004, μολονότι μπορεί να επηρέασε τον χαρακτηρισμό της επίμαχης συμπεριφοράς ως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, δεν αφορά τη «φύση» των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, η οποία, κατά την αιτιολογική σκέψη 322 της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέμεινε η ίδια (βλ. σκέψη 482 ανωτέρω).

547    Προκύπτει εξ αυτού ότι η μόνη διαφορά όσον αφορά τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων μερών πριν από τον Σεπτέμβριο του 2004 και μετά τον Σεπτέμβριο του 2004 είναι οι προσπάθειες τις οποίες κατέβαλαν πριν από τον Σεπτέμβριο του 2004 για να συνάψουν ειδικές συμφωνίες επί των τιμών, προσπάθειες οι οποίες σταμάτησαν μετά την ημερομηνία αυτή. Όπως μάλιστα ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της αρχής κατά την οποία οι εναρμονισμένες πρακτικές μπορούν να βλάψουν τον ανταγωνισμό όσο και οι συμφωνίες και, αφετέρου, του ότι η Επιτροπή δεν αύξησε τον κρίσιμο παράγοντα σοβαρότητας λόγω των προσπαθειών των μερών να συνάψουν συμφωνίες για τις τιμές, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 541 ανωτέρω, δεν αποδεικνύει τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου.

548    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 542 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ύπαρξη πρακτικών που μείωναν το επίπεδο της στρατηγικής αβεβαιότητας μεταξύ των εμπλεκομένων μερών όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές, τις αυξήσεις των μικτών τιμών καθώς και το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή μοντέλων φορτηγών που πληρούσαν τα περιβαλλοντικά πρότυπα. Στην αιτιολογική σκέψη 317, στοιχεία αʹ έως γʹ, και όπως προκύπτει από τη χρήση της φράσης «σχετικά με [..]», η Επιτροπή διευκρίνισε σε τι συνίσταντο οι προαναφερθείσες πρακτικές. Στην αιτιολογική σκέψη 317, στοιχείο γʹ, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ανταλλαγή «άλλων ευαίσθητων από άποψη ανταγωνισμού πληροφοριών».

549    Στο άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρεται στη συμπαιγνία ως προς τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και στο χρονοδιάγραμμα και στη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών.

550    Από τη σύγκριση της αιτιολογικής σκέψης 317 και του άρθρου 1 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι δεν υπάρχει μεταξύ τους απόκλιση στην περιγραφή της παράβασης, δεδομένου ότι η αναφορά της Επιτροπής στον διαμοιρασμό «άλλων ευαίσθητων από πλευράς ανταγωνισμού πληροφοριών» αποτελεί απλώς ένα παράδειγμα συμπαιγνίας ως προς τις τιμές και τις αυξήσεις των μικτών τιμών, καθώς και ως προς το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών.

551    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι κανένα από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν αποδεικνύει τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου.

β)      Επί της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης

552    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρία επιχειρήματα προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι το ύψος του επιβληθέντος προστίμου παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

553    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο σύνταξης της προσβαλλόμενης απόφασης υπογραμμίζεται υπερβολικά ο ρόλος τους στην παράβαση και αγνοείται, κατ’ ουσίαν, ο ρόλος των άλλων κατασκευαστών φορτηγών, με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα. Κατά τις προσφεύγουσες, λόγω αυτού του τρόπου σύνταξης, είναι αδύνατο να συγκριθεί ο ρόλος τους με εκείνον των λοιπών κατασκευαστών φορτηγών στην παράβαση και, λόγω αυτής της αδυναμίας σύγκρισης, διάφορες εκτιμήσεις σχετικά με το ύψος του προστίμου, στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στην αιτιολογική σκέψη 444 της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις. Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν επίσης στην αιτιολογική σκέψη 432 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, για τον υπολογισμό του βασικού ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στη Scania, έλαβε υπόψη το ίδιο ποσοστό της αξίας των πωλήσεών της Scania με εκείνο των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο έγινε δεκτό στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς.

554    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιγράφει με μεγαλύτερη ακρίβεια και πιο στοχευμένα τον ρόλο τους στην επίμαχη συμπεριφορά σε σχέση με την περιγραφή του ρόλου των λοιπών ανταγωνιστών στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς τις περιάγει σε δυσμενέστερη θέση στο πλαίσιο των αγωγών αποζημιώσεων τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν.

555    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης στο μέτρο που εφαρμόζει για όλους τους κατασκευαστές την ίδια μέθοδο υπολογισμού του προστίμου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ότι το μερίδιό τους στην ευρωπαϊκή αγορά ήταν χαμηλότερο από εκείνο των λοιπών κατασκευαστών και το ότι η απόκλιση από τις ηγετικές επιχειρήσεις στην αγορά ήταν πολύ σημαντική, ιδίως στη Γερμανία.

556    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης στο μέτρο που δεν ελήφθη υπόψη το ότι οι υπάλληλοι της Scania DE είχαν παθητικό ρόλο ή, τουλάχιστον, δεν διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στην επίμαχη συμπεριφορά, σε σύγκριση με τους δύο μεγάλους κατασκευαστές στην αγορά.

557    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, στο μέτρο που η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου είναι η ίδια με εκείνη που εφαρμόστηκε στους λοιπούς κατασκευαστές φορτηγών, παρά το ότι οι προσφεύγουσες, σε αντίθεση με τους τελευταίους, δεν κατασκευάζουν μεσαία φορτηγά.

558    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

559    Πριν από την εξέταση καθενός από τα ανωτέρω επιχειρήματα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την οποία καθιερώνουν τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη. Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω αρχή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 132, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Zucchetti Rubinetteria κατά Επιτροπής, C‑618/13 P, EU:C:2017:48, σκέψη 38). Επίσης, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού δεν μπορεί να οδηγεί σε διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 133, της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 62, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Zucchetti Rubinetteria κατά Επιτροπής, C‑618/13 P, EU:C:2017:48, σκέψη 38).

560    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 553 ανωτέρω, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι το θεσμικό αυτό όργανο ήταν υποχρεωμένο, δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση, πράγμα που έπραξε. Στο μέτρο που η Scania ήταν ο μοναδικός αποδέκτης της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν φυσικό η εκτίμηση να επικεντρωθεί στον ρόλο της Scania στη σύμπραξη. Τα λοιπά μέλη της σύμπραξης είχαν ήδη καλυφθεί από την απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, η οποία είχε αποδείξει την ευθύνη τους για τον ρόλο που είχαν διαδραματίσει στη σύμπραξη.

561    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, με τον τρόπο σύνταξης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν «παραβλέπεται» ο ρόλος των λοιπών κατασκευαστών φορτηγών στη σύμπραξη. Η συμπεριφορά τους προκύπτει σαφώς από τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, η οποία περιγράφεται στη σκέψη 6.2 της προσβαλλόμενης απόφασης και η οποία εξηγεί λεπτομερώς τη φύση και το περιεχόμενο των συνεννοήσεων, καθώς και τους συμμετέχοντες σε αυτές. Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι είναι αδύνατο να συγκριθεί ο ρόλος τους στη σύμπραξη με εκείνον των λοιπών εμπλεκομένων μερών.

562    Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης και της δικογραφίας που υποβλήθηκε στην κρίση του, ότι ο ρόλος της Scania στη σύμπραξη δεν ήταν διαφορετικός από τον ρόλο των λοιπών μερών και ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα και δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει το αντίθετο. Εξάλλου, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, καθένας από τους παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό, στο πλαίσιο του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου, της σοβαρότητας της παράβασης και του «τέλος εισόδου», ήτοι το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η γεωγραφική έκταση της παράβασης και η υλοποίησή της, ελήφθη υπόψη κατά τον ίδιο τρόπο και ως προς τη Scania και ως προς τα λοιπά μέρη.

563    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο συνάγει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη με την απόφασή της να δεχθεί το ίδιο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων της Scania με εκείνο που έγινε δεκτό όσον αφορά τους λοιπούς κατασκευαστές και να εφαρμόσει τον ίδιο συντελεστή βαρύτητας (17 %) και το ίδιο «τέλος εισόδου» (17 %) με εκείνα που εφαρμόστηκαν ως προς τους λοιπούς κατασκευαστές στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς.

564    Επομένως, το επιχείρημα που εκτέθηκε στη σκέψη 553 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

565    Όσον αφορά το επιχείρημα που εκτίθεται στη σκέψη 554 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρουσιάζει λεπτομερώς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει η Επιτροπή, την παραβατική συμπεριφορά της Scania απορρέει από το ότι η απόφαση αυτή έχει ως μοναδικό αποδέκτη τη Scania, δεδομένου ότι η επιχείρηση αυτή δεν αναγνώρισε την ευθύνη της στη σύμπραξη, αντίθετα προς τα άλλα μέρη που υπέβαλαν επίσημο αίτημα διευθέτησης της διαφοράς. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς και, κατά συνέπεια, το επιχείρημά τους, το οποίο εκτίθεται στη σκέψη 554 ανωτέρω, δεν αποδεικνύει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

566    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 555 ανωτέρω, τονίζεται ότι η Επιτροπή, τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στην απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό των προστίμων, στην αξία των πωλήσεων των προϊόντων που σχετίζονται με την παράβαση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στον ΕΟΧ, σύμφωνα, εξάλλου, με τις κατευθυντήριες γραμμές της για τον υπολογισμό των προστίμων. Πράγματι, στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ο συνδυασμός της αξίας των πωλήσεων με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση και της διάρκειας της παράβασης αυτής θεωρούνταν ως κατάλληλη βάση υπολογισμού για να προσδιοριστεί η οικονομική σημασία της παράβασης καθώς και το σχετικό βάρος της συμμετοχής κάθε επιχείρησης σε αυτήν.

567    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την επιλογή της Επιτροπής να αναφερθεί, όσον αφορά όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, στην αξία των οικείων πωλήσεων των προϊόντων που σχετίζονται με την παράβαση εντός του ΕΟΧ. Πρόκειται για επιλογή η οποία είναι εύλογη προκειμένου να αντανακλά τη σχετική βαρύτητα κάθε επιχείρησης που μετείχε στην παράβαση και η οποία αφορούσε όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη και όχι μόνον τη Scania.

568    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλάμβανε αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση έπρεπε να είναι ανάλογη προς τη σπουδαιότητα της επιχείρησης στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παράβασης (απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, C‑397/03 P, EU:C:2006:328, σκέψη 101).

569    Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών, το οποίο εκτίθεται στη σκέψη 555 ανωτέρω, δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης και ότι πρέπει να απορριφθεί.

570    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 556 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί καθόσον από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι υπάλληλοι της Scania DE διαδραμάτισαν παθητικό ή δευτερεύοντα ρόλο στην παραβατική συμπεριφορά, η οποία αποδείχθηκε εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος μείωσης του ποσού του προστίμου επί της βάσης αυτής.

571    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών που εκτίθεται στη σκέψη 557 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 429 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες, έλαβε υπόψη την αξία των οικείων πωλήσεων βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ, αντιθέτως προς ό,τι έπραξε για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς με την απόφαση διευθέτησης της διαφοράς, στην οποία έλαβε υπόψη την αξία των πωλήσεων μεσαίων και βαρέων φορτηγών εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 109 της απόφασης διευθέτησης της διαφοράς). Επομένως, η αιτίαση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Scania δεν κατασκεύαζε μεσαία φορτηγά δεν είναι βάσιμη.

572    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, συνάγεται ότι κανένα από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης δεν αποδεικνύει ότι το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί.

γ)      Επί του ποσού του προστίμου

573    Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τα πρόστιμα για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, από τις αιτιάσεις, τα επιχειρήματα και τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των ανωτέρω εξετασθέντων λόγων ακυρώσεως, δεν προέκυψε τίποτα που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να τροποποιηθεί.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

574    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

575    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Scania AB, η Scania CV AB και η Scania Deutschland GmbH φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Παπασάββας

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

 

      Hesse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Φεβρουαρίου 2022.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης

Β. Προσβαλλόμενη απόφαση

1. Διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών και μηχανισμός καθορισμού των τιμών στον κλάδο κατασκευής φορτηγών

α) Διάρθρωση της αγοράς των φορτηγών

β) Μηχανισμός καθορισμού των τιμών στον κλάδο κατασκευής φορτηγών

γ) Μηχανισμός καθορισμού των τιμών εντός της Scania

δ) Επί του αντικτύπου των αυξήσεων των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο επί των τιμών σε εθνικό επίπεδο

2. Αθέμιτες επαφές μεταξύ της Scania και των μερών της διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς

3. Εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ

α) Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές

β) Περιορισμός του ανταγωνισμού

γ) Διαρκής και ενιαία παράβαση

δ) Γεωγραφική έκταση της παράβασης

4. Αποδέκτες

5. Υπολογισμός του ποσού του προστίμου

α) Βασικό ποσό του προστίμου

β) Τελικό ποσό του προστίμου

6. Διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί της μη δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων

Β. Επί της ουσίας

1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και του τεκμηρίου αθωότητας

2. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη και του άρθρου 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003

3. Επί του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορούν το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παράβασης και τον καταλογισμό της στη Scania

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1) Επί της έννοιας της ενιαίας και διαρκούς παράβασης

2) Επί του βάρους απόδειξης και του απαιτούμενου βαθμού αποδεικτικής ισχύος

3) Η προσβαλλόμενη απόφαση

4) Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών ότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παράβασης προϋποθέτει ότι η Επιτροπή προσδιορίζει πλείονες παραβάσεις που προδήλως συνδέονται μεταξύ τους

β) Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον θεωρήθηκε ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών στο κατώτερο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης συνιστούν παράβαση των διατάξεων αυτών

1) Η προσβαλλόμενη απόφαση

2) Επί της πρώτης αιτίασης

3) Επί της δεύτερης αιτίασης

γ) Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες είχαν συνάψει συμφωνία ή εφάρμοσαν εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών

1) Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

2) Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες είχαν συνάψει συμφωνία ή εφάρμοσαν εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής στην αγορά τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών

3) Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά το ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών δεν συνιστούν παράβαση ως εκ του αντικειμένου

δ) Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή χαρακτήρισε τις ανταλλαγές πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών παράβαση «ως εκ του αντικειμένου»

1) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2) Επί του περιεχομένου των ανταλλαγεισών πληροφοριών

i) Επί των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων των μικτών τιμών και των τιμοκαταλόγων μικτών τιμών καθώς και επί του χρονοδιαγράμματος των τροποποιήσεων αυτών, περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

– Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών σχετικά με το κατά πόσον οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών αφορούσαν ισχύουσες ή μελλοντικές τιμές

– Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών σχετικά με τον δημόσιο χαρακτήρα των πληροφοριών που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές

– Επί του επιχειρήματος των προσφευγουσών σχετικά με το ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στο γερμανικό επίπεδο επαφών σχετικά με τις μικτές τιμές δεν είχαν καμία πληροφοριακή αξία όσον αφορά τις τιμές που πράγματι εφαρμόζονταν στις συναλλαγές της αγοράς

ii) Επί των σχεδιαζομένων τροποποιήσεων των καθαρών τιμών και των εκπτώσεων που προσφέρονταν στους πελάτες, για τις οποίες γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

iii) Επί της μετακύλισης των δαπανών εισαγωγής τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών για τα μεσαία και βαρέα φορτηγά οι οποίες απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6, για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

iv) Επί της ανταλλαγής άλλων ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών, για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 238, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

3) Επί του σκοπού της ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών

4) Επί του πλαισίου της ανταλλαγής πληροφοριών στο γερμανικό επίπεδο επαφών

ε) Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η γεωγραφική έκταση της παράβασης στο πλαίσιο του γερμανικού επιπέδου επαφών εκτεινόταν στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ

1) Επί της γεωγραφικής εμβέλειας των πληροφοριών που έλαβε η Scania DE

2) Επί της γεωγραφικής εμβέλειας των πληροφοριών που παρέσχε η Scania DE

στ) Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η διαπιστωθείσα συμπεριφορά συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι οι προσφεύγουσες υπείχαν συναφώς ευθύνη

1) Επί της ύπαρξης εν προκειμένω ενιαίας και διαρκούς παράβασης

i) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

ii) Η προσβαλλόμενη απόφαση

iii) Εκτίμηση

– Επί της από κοινού αξιολόγησης των τριών επιπέδων επαφών

– Επί της φύσεως των ανταλλαγεισών πληροφοριών εντός των τριών επιπέδων των επαφών

– Επί του διαρκούς χαρακτήρα της παράβασης

2) Επί του καταλογισμού της ενιαίας και διαρκούς παράβασης στη Scania

4. Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθώς και του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, καθόσον η συμπεριφορά για την οποία η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο αφορά πράξεις που έχουν παραγραφεί και, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν ήταν διαρκής

5. Επί του ένατου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά το ποσό του προστίμου και, εν πάση περιπτώσει, επί της ανάγκης μείωσης του ποσού του προστίμου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003

α) Επί της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας

β) Επί της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης

γ) Επί του ποσού του προστίμου

IV. Επί των δικαστικών εξόδων



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.