Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 31 Αυγούστου 2011 η Bavaria NV κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο πενταμελές τμήμα) στις 16 Ιουνίου 2011 στην υπόθεση T-235/07, Bavaria NV κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-445/11 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Bavaria NV (εκπρόσωποι: O.W. Brouwer, P.W. Schepens και N. Al-Ani, advocaten)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τις σκέψεις 202 έως 212, 252 έως 255, 288, 289, 292 έως 295, 306, 307 και 335 της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 16 Ιουνίου 2011,

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ή να ακυρώσει (εν όλω ή εν μέρει) την απόφαση C(2007) 1697 1 της Επιτροπής, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε το άρθρο 101, παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και παρέθεσε αντιφατική αιτιολογία κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως της παραβάσεως. Η συνάντηση της 27ης Φεβρουαρίου 1996 δεν αποτελεί τμήμα της παραβάσεως και δεν μπορεί να θεωρείται ότι συνιστά την πρώτη από μια σειρά συναντήσεων που είχαν σκοπό να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι το γεγονός και μόνον ότι η συνάντηση της 27ης Φεβρουαρίου 1996 αποκαλείται "συνάντηση Catherijne" αποδεικνύει ότι η συνάντηση αυτή είχε σκοπό να περιορίσει τον ανταγωνισμό, έρχεται σε αντίθεση με την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής και συνεπάγεται υπέρβαση των ορίων των αρμοδιοτήτων του. Η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο για να διαπιστώσει την ύπαρξη σειράς συναντήσεων που είχαν σκοπό να περιορίσουν τον ανταγωνισμό δεν είναι λυσιτελής για τον καθορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως της παραβάσεως. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε αντιφατική αιτιολογία καταλήγοντας ότι αρκεί μία και μόνη δήλωση εκ μέρους της InBev για να αποδειχθεί η ύπαρξη της παραβάσεως.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (ενώ παρέθεσε επίσης ανεπαρκή αιτιολογία), καταλήγοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να συγκριθεί με προγενέστερες αποφάσεις εκδοθείσες σε υποθέσεις του ίδιου τομέα και ειδικότερα με την απόφαση που εξέδωσε το εν λόγω θεσμικό όργανο στην υπόθεση 2003/569 2- Interbrew και Alken-Maes. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι δεν υπήρχαν αντικειμενικοί λόγοι πρόσφοροι να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στις προαναφερθείσες υποθέσεις.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της μη αναδρομικότητας των ποινών, της νομιμότητας και της αναλογικότητας, καθόσον αρνήθηκε να μειώσει το επιβληθέν στην αναιρεσείουσα πρόστιμο λόγω (εγκρίσεως) εφαρμογής της αυστηρότερης πολιτικής προστίμων του 2005 σε μια κατάσταση κατά την οποία η εν λόγω εφαρμογή αποτελεί συνέπεια μιας υπερβολικά μακράς διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, την οποία αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο και η οποία οφείλεται αποκλειστικά σε ολιγωρία της Επιτροπής.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα την αρχή της αναλογικότητας καθόσον δέχτηκε τον εκ μέρους της Επιτροπής καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου βάσει του κύκλου εργασιών της αναιρεσείουσας, περιλαμβανόμενων ειδικών φόρων κατανάλωσης, με αποτέλεσμα η πραγματική επιρροή της αναιρεσείουσας στον ανταγωνισμό να υπερτιμηθεί και το αρχικό ποσό του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου να είναι πολύ υψηλό.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα χρηστής διοίκησης καθόσον δεν έκρινε αναγκαία την πρόσβαση της αναιρεσείουσας στο υπόμνημα με το οποίο η InBev απάντησε στις αιτιάσεις. Η αναιρεσείουσα είχε προηγουμένως παράσχει επαρκείς ενδείξεις ότι το επίμαχο έγγραφο περιείχε απαλλακτικά υπέρ αυτής στοιχεία.

____________

1 - Απόφαση C(2007) 1697 της Επιτροπής, της 18ης Απριλίου 2007, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/B-2/37.766 - Ολλανδική αγορά μπίρας)

2 - Απόφαση 2003/569/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση IV/37.614/F3 PO/Interbrew και Alken-Maes) (ΕΕ 2003, L 200, σ. 1).