Language of document : ECLI:EU:T:2015:860

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2015 (*) (1)

«Ρήτρα διαιτησίας – Έκτο και έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης – Πρόωρη καταγγελία των συμβάσεων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα – Καλή πίστη – Εξωσυμβατική ευθύνη – Νέος χαρακτηρισμός της αγωγής – Συνύπαρξη αγωγών αποζημιώσεως λόγω συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης – Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (ΣΕΠ) – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα στους ιδιώτες – Αιτιώδης συνάφεια»

Στην υπόθεση T‑106/13,

d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους M. Aγγελόπουλο και Κ. Δάμη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal και A. Sauka, επικουρούμενους από τους Λ. Αθανασίου και Γ. Γεραπετρίτη, δικηγόρους,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγές λόγω συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης ασκούμενες στο πλαίσιο της εκτελέσεως διαφόρων συμβάσεων τις οποίες συνήψε η Επιτροπή με την ενάγουσα στο πλαίσιο του έκτου και του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Κατόπιν της αποφάσεως 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (ΕΕ L 232, σ. 1), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνήψε με την ενάγουσα, d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής, μέλος κοινοπραξίας, σύμβαση επιδοτήσεως με τίτλο «Communication environment for Judicial European Network in Western Balkans (J‑WeB)» (στο εξής: σύμβαση J‑WeB).

2        Εξάλλου, στο πλαίσιο της αποφάσεως 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ L 412, σ. 1), η Επιτροπή συνήψε δύο άλλες συμβάσεις επιδοτήσεως με την ενάγουσα, μέλος κοινοπραξίας, με τίτλο «Multi-level patient-specific artery and atherogenesis model for outcome prediction, decision support treatement and virtual hand-on training (ARTreat)» (στο εξής: σύμβαση ARTreat) και «Controlling Chronic Diseases related to Metabolic Disorders (Metabo)» (στο εξής: σύμβαση Metabo).

3        Στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως J‑WeB, η Επιτροπή ανέθεσε στην εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες τον οικονομικό έλεγχο των εξόδων που είχε δηλώσει η ενάγουσα. Ο εν λόγω οικονομικός έλεγχος διενεργήθηκε στο διάστημα μεταξύ 17 και 20 Οκτωβρίου 2011. Κατά την ίδια περίοδο, η ως άνω εταιρία διενήργησε επίσης εξ ονόματος της Επιτροπής οικονομικό έλεγχο όσον αφορά τα έξοδα που είχε δηλώσει η ενάγουσα για το έργο ARTreat.

4        Στις 4 Απριλίου 2012 διαβιβάστηκε στην ενάγουσα σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες σχετικά με το έργο J‑WeB. Με το σχέδιο αυτό οικονομικού ελέγχου η ως άνω εταιρία ορκωτών ελεγκτών διαπίστωσε παρατυπίες και δηλώσεις ανακριβών εξόδων. Από τα 518 984,04 ευρώ των εξόδων που είχε δηλώσει η ενάγουσα, μόνον 9 701,51 ευρώ κρίθηκαν επιλέξιμα από τους ελεγκτές.

5        Στις 25 Απριλίου 2012 η ενάγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το έργο J‑WeB. Η ενάγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα του εν λόγω σχεδίου εκθέσεως.

6        Στις 31 Μαΐου 2012 η εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες συνέταξε την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Η εν λόγω έκθεση επιβεβαίωσε τα πορίσματα του σχεδίου οικονομικού ελέγχου, κατά τα οποία μόνον 9 701,51 ευρώ από τα δηλωθέντα έξοδα μπορούσαν να λογίζονται ως επιλέξιμα.

7        Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2012 η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι επιβεβαιώνει τα πορίσματα του τελικού οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το έργο J‑WeB. Επιπλέον, ενημέρωσε την ενάγουσα για την πρόθεσή της να παύσει τη συμμετοχή της τελευταίας στις υφιστάμενες συμβάσεις επιδοτήσεως που είχαν συναφθεί στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστωνόμενων στην εν λόγω τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου παρατυπιών.

8        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 18ης Ιουνίου 2012 και με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2012 η Επιτροπή πληροφόρησε τον συντονιστή του έργου και την ενάγουσα ότι ανέστελλε κάθε πληρωμή σχετική με το έργο ARTreat κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat.

9        Με έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2012 η ενάγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα του εν λόγω τελικού οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το έργο J‑WeB και ζήτησε επανεξέταση του ελέγχου αυτού.

10      Στις 29 Ιουνίου 2012 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην ενάγουσα, αφενός, την πρόθεσή της να αναζητήσει τα οφειλόμενα κατόπιν του εν λόγω ελέγχου ποσά για το έργο J‑WeB και, αφετέρου, την απόφασή της να πάψει τη συμμετοχή της τελευταίας στα έργα ARTreat και Metabo κατ’ εφαρμογήν του άρθρου ΙΙ.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II των σχετικών με τα έργα αυτά συμβάσεων. Ενημέρωσε επίσης την ενάγουσα για το δικαίωμά της να ζητήσει αναθεώρηση της εν λόγω αποφάσεως περί καταγγελίας.

11      Στις 17 Ιουλίου 2012 η ενάγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτημα αναθεωρήσεως της αποφάσεως περί παύσεως της συμμετοχής της στα έργα ARTreat και Metabo από την εσωτερική επιτροπή εξέτασης αξιολογήσεων (στο εξής: επιτροπή προσφυγών) την οποία αφορά το σημείο 5.3 του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/161/ΕΕ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Φεβρουαρίου 2011, η οποία τροποποιεί την απόφαση E(2008) 4617 σχετικά με τους κανόνες για τις διαδικασίες υποβολής, αξιολόγησης, επιλογής και κατακύρωσης προτάσεων για έμμεσες δράσεις στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013), και στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων πυρηνικής έρευνας και εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) (2007-2011) (ΕΕ L 75, σ. 1). Η αίτηση αυτή συμπληρώθηκε από την ενάγουσα στις 20 Ιουλίου 2012.

12      Στις 26 Ιουλίου 2012 η ενάγουσα υπέβαλε αίτημα αναθεωρήσεως της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Επιπροσθέτως, ζήτησε τη διακοπή των διαδικασιών εισπράξεως για το έργο J‑WeB.

13      Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2012 η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αναθεωρήσεως της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB με την αιτιολογία ότι η διαδικασία αναθεωρήσεως δεν αφορούσε τη διαδικασία ανακτήσεως των σχετικών ποσών.

14      Στις 30 Ιουλίου 2012 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της ενάγουσας και εκπροσώπων της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), σχετικά με τον οικονομικό έλεγχο της συμβάσεως J‑WeB και με τις συνέπειές του.

15      Με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2012 η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα για τη σύσταση επιτροπής προσφυγών επιφορτισμένης να εξετάσει το προσηκόντως υποβληθέν αίτημα που στρεφόταν κατά του αποκλεισμού της από τα έργα ARTreat και Metabo.

16      Την 1η Αυγούστου 2012 η ενάγουσα απέστειλε έγγραφο στην Επιτροπή με το οποίο αναγνώριζε ότι είχε ακολουθήσει πρακτικές μη σύμφωνες προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Επιπλέον, δήλωσε ότι αποσυρόταν από τα έργα τα οποία αφορούν το έκτο και το έβδομο πρόγραμμα‑πλαίσιο και ότι αναλάμβανε την υποχρέωση να τηρήσει τις υποχρεώσεις της έναντι της Επιτροπής εντός ευλόγου πλαισίου. Τέλος, τόνισε ότι είναι στη διάθεση της Επιτροπής προκειμένου να παράσχει κάθε εξήγηση που θα της ζητηθεί, ώστε να υπάρξει μια τελική συμφωνία.

17      Στις 13 Αυγούστου 2012 πραγματοποιήθηκε συνάντηση, στα γραφεία της OLAF, μεταξύ της ενάγουσας και εκπροσώπων της Επιτροπής σχετικά με τον οικονομικό έλεγχο της συμβάσεως J‑WeB και με τις συνέπειές του.

18      Στις 14 Αυγούστου 2012 η ενάγουσα άσκησε αγωγή κατά της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (υπόθεση T‑365/12) με αντικείμενο, αφενός, την καταβολή εντόκως των ποσών που οφείλονται σε εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της εκ μέρους της Επιτροπής παραβιάσεως του επαγγελματικού απορρήτου και λόγω της μη ανακοινώσεως ορισμένων πληροφοριών, καθώς και την καταβολή αντισταθμιστικών τόκων και τόκων υπερημερίας. Η ενάγουσα υπέβαλε παράλληλα με την αγωγή αυτή αίτημα αναστολής εκτελέσεως (υπόθεση T‑365/12 R).

19      Στις 22 Αυγούστου 2012 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της ενάγουσας, εκπροσώπων της Επιτροπής και εκπροσώπων της OLAF. Από τα πρακτικά της συναντήσεως αυτής προκύπτει ότι συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα:

–        η μονάδα R4 της Γενικής Διευθύνσεως «Επικοινωνιακά δίκτυα, Περιεχόμενο και Τεχνολογίες» της Επιτροπής (στο εξής: μονάδα R4) δεν θα αναθεωρήσει τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου του έργου J‑WeB·

–        η μονάδα R4 θα αποστείλει στην ενάγουσα το σχέδιο οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το έργο ARTreat και αναθεωρημένη έκθεση οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το έργο Metabo, που απορρίπτει όλα τα έξοδα προσωπικού λόγω ελλείψεως αξιοπιστίας του συστήματος καταχωρίσεως του χρόνου εργασίας και λόγω ελλείψεως επαρκών εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων·

–        η μονάδα R4 θα συγκαλέσει την επιτροπή προσφυγών II προκειμένου να δεχθεί τη διατήρηση της ενάγουσας ως συνεργάτη στα έργα ARTreat και Metabo χωρίς καμία υποχρέωση («R4 will convene the redress II committee to accept the continuation of DDS as a partner in the ARTreat and Metabo projects without any obligation»)·

–        η ενάγουσα έχει στη διάθεσή της χρόνο 30 ημερών για να υποβάλει εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες προσωπικού· επιλέξιμες είναι μόνον οι δαπάνες για τα μέλη του προσωπικού με ουσιαστική και υποστατή εργασία·

–        η μονάδα R4 θα αναθεωρήσει τις εκθέσεις οικονομικού ελέγχου των έργων ARTreat και Metabo·

–        η μονάδα H5 θα καθορίσει το οφειλόμενο ποσό·

–        το χρονοδιάγραμμα της επιστροφής των οφειλομένων ποσών θα εξεταστεί μαζί με τον υπεύθυνο των λογιστικών υπηρεσιών.

20      Η μονάδα R4 απέστειλε υπόμνημα στην πρόεδρο της επιτροπής προσφυγών. Ο εκπρόσωπος της μονάδας R4 πρότεινε στην επιτροπή αυτή, αφενός, να δεχθεί το αίτημα της ενάγουσας και, αφετέρου, να συστήσει στον αρμόδιο διατάκτη τη διατήρηση της ενάγουσας στις κοινοπραξίες που ήταν επιφορτισμένες με τα έργα ARTreat και Metabo.

21      Στις 3 Σεπτεμβρίου 2012 η Επιτροπή κοινοποίησε στην ενάγουσα το σχέδιό της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το έργο ARTreat της 24ης Αυγούστου 2012. Με την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών προσωπικού και τις έμμεσες συναφείς δαπάνες που είχε δηλώσει η ενάγουσα, με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν σύμφωνες προς τους όρους της συμβάσεως ARTreat.

22      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2012 η ενάγουσα παραιτήθηκε από τις αγωγές της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T‑365/12 και T‑365/12 R. Με διατάξεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2012 το Γενικό Δικαστήριο διέγραψε τις εν λόγω υποθέσεις από το πρωτόκολλο και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα (διατάξεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2012, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑365/12, EU:T:2012:461, και T-365/12 R, EU:T:2012:462).

23      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2012 ο συντονιστής του έργου ARTreat απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην ενάγουσα, στο οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων ότι, κατόπιν συναντήσεως με την υπεύθυνη για το εν λόγω έργο στην Επιτροπή, θεωρούσε ότι η τελευταία ήταν «θετική για την αποδοχή της προσφυγής» της ενάγουσας.

24      Στις 2 Οκτωβρίου 2012 η ενάγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των σχεδίων εκθέσεων οικονομικού ελέγχου των έργων ARTreat και Metabo. Ανέφερε μεταξύ άλλων ότι τα φύλλα καταγραφής χρόνου εργασίας δεν ήταν 100 % σύμφωνα με την παρασχεθείσα εργασία, αλλά ότι, κατόπιν των εκθέσεων οικονομικού ελέγχου, τροποποίησε τον υπολογισμό των παραγωγικών ωρών και τις συνολικές δαπάνες.

25      Στις 10 Οκτωβρίου 2012 συνεδρίασε η επιτροπή προσφυγών. Από τα πρακτικά της συνεδριάσεως αυτής προκύπτει ότι η επιτροπή προσφυγών υπενθύμισε καταρχάς ότι δεν ήταν αρμόδια για να θέσει υπό αμφισβήτηση τα αποτελέσματα των οικονομικών ελέγχων ή την ερμηνεία τους από τους ελεγκτές, αλλά ότι θα εξέταζε αν η διαδικασία καταγγελίας περιελάμβανε πραγματικά ή διαδικαστικά σφάλματα. Επίσης, η επιτροπή προσφυγών έκρινε ότι δεν ήταν αρμόδια να αποφανθεί επί του αιτήματος της ενάγουσας περί εκ νέου συμμετοχής της στα έργα ARTreat και Metabo. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αποκλεισμός της ενάγουσας από τα έργα ARTreat και Metabo ήταν σύμφωνος προς τις συμβατικές διατάξεις και σύστησε στον αρμόδιο διατάκτη να εμμείνει στην απόφαση περί καταγγελίας των συμβάσεων ARTreat και Metabo που είχαν συναφθεί με την ενάγουσα.

26      Στις 15 Οκτωβρίου 2012 η Επιτροπή ζήτησε από την ενάγουσα την καταβολή των δικαστικών εξόδων στην υπόθεση T‑365/12 R ύψους 4 290 ευρώ.

27      Στις 4 Δεκεμβρίου 2012 η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.30 του παραρτήματος II της συμβάσεως J‑WeB, της ζητούσε, στο πλαίσιο χρεωστικού σημειώματος, αποζημίωση κατ’ αποκοπήν (liquidated damages) ύψους 25 643,16 ευρώ σύμφωνα με τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το έργο J‑WeB.

28      Στις 11 Δεκεμβρίου 2012 η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα για το γεγονός ότι η επιτροπή προσφυγών είχε επιβεβαιώσει τον αποκλεισμό της από το έργο ARTreat.

29      Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2012 η ενάγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει τα επιχειρήματά της όσον αφορά το έργο ARTreat και να δεχθεί τις δηλώσεις δαπανών για τα έργα ARTreat και Metabo, καθώς και να επανεξετάσει τα αιτήματα καταβολής των κατ’ αποκοπήν δαπανών (liquidated damages) σε σχέση με το έργο J‑WeB και των δικαστικών εξόδων της υποθέσεως T‑365/12.

30      Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2012 η Επιτροπή επιβεβαίωσε τον αποκλεισμό της ενάγουσας από το έργο ARTreat. Επιπλέον, τόνισε ότι οι αναθεωρημένες καταστάσεις της ενάγουσας για τα έργα ARTreat και Metabo θα εξετάζονταν δεόντως στο πλαίσιο του εν εξελίξει οικονομικού ελέγχου. Τέλος, ανέφερε ότι θα ζητούσε από την ενάγουσα την καταβολή ποσού αποζημιώσεως σχετικά με το έργο J‑WeB, όπως επίσης και τα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως T‑365/12.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2013 η ενάγουσα άσκησε την παρούσα αγωγή.

32      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι o αποκλεισμός της συμμετοχής της στο έργο ΑRTreat συνιστά παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής των συμβατικών της υποχρεώσεων λαμβανομένων υπόψη των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 343 828,88 ευρώ, για τις πληρωμές που οφείλονται στο πλαίσιο του έργου ΑRTreat, εντόκως από της ασκήσεως της αγωγής·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει ποσό 89 933,16 ευρώ ως αποζημίωση για την περιουσιακή της ζημία και ως ικανοποίηση ηθικής βλάβης επειδή εθίγη η επαγγελματική της φήμη, λόγω καταχρήσεως εξουσίας, παραβιάσεως του επαγγελματικού απορρήτου, και λόγω ενδεχόμενης παραλείψεως ενημερώσεώς της σχετικά με την καταχώρισή της στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, με αντισταθμιστικούς τόκους από τις 14 Ιουνίου 2012 μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως και με τόκους υπερημερίας από την έκδοση της αποφάσεως επί της παρούσας διαφοράς μέχρι την πλήρη εξόφληση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την υπό κρίση αγωγή·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

34      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις, και να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω έγγραφες ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Επιπλέον, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Απριλίου 2015.

 Σκεπτικό

I –  Επί του στηριζόμενου στη συμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

 Εισαγωγή

35      Προς στήριξη του κεφαλαίου της αγωγής της που στηρίζεται επί της συμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ενάγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως ARTreat είναι παράνομη. Ειδικότερα, φρονεί ότι η εν λόγω καταγγελία παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή αμφισβητεί τόσο το παραδεκτό όσο και το βάσιμο των αιτιάσεων αυτών.

36      Εισαγωγικώς, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι συμβάσεις που υπέγραψε η ενάγουσα με την Επιτροπή για την υλοποίηση των έργων J‑WeB, ARTreat και Metabo είναι συμβάσεις επιδοτήσεων. Επομένως, η χρηματοδότηση από την Ένωση, κατ’ εφαρμογήν των συμβάσεων αυτών, δεν αποτελεί αμοιβή για την εργασία που παρέσχε η ενάγουσα, αλλά επιχορήγηση των προαναφερθέντων έργων, η καταβολή της οποίας εξαρτάται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, καθοριζόμενες συμβατικώς. Η χρηματοδότηση της Ένωσης προορίζεται απλώς να καλύψει τα επιλέξιμα έξοδα, όπως αυτά καθορίζονται στις επίμαχες συμβάσεις (βλ. άρθρα 1, 5 και 8, καθώς και το μέρος B του παραρτήματος II της συμβάσεως J‑WeB, άρθρα 2 και 5, καθώς και το μέρος B του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat και άρθρα 2 και 5, καθώς και το μέρος B του παραρτήματος II της συμβάσεως Metabo).

37      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διαφορές που γεννώνται κατά την εκτέλεση μιας συμβάσεως πρέπει να επιλύονται, καταρχήν, βάσει των συμβατικών ρητρών (βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Edificios Inteco, T-235/09, EU:T:2011:79, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, η σύμβαση έχει καταρχήν δεσμευτική ισχύ έναντι των συμβαλλομένων. Δεν δικαιολογείται να λαμβάνεται υπόψη το εφαρμοστέο στη σύμβαση αυτή δίκαιο παρά μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το κύρος των συμβατικών ρητρών ή ως προς το περιεχόμενό τους.

38      Εν προκειμένω, καθεμία από τις συμβάσεις ARTreat, J‑WeB και Metabo περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας, παρέχουσα στο Γενικό Δικαστήριο, σε πρώτο βαθμό, και στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, την αποκλειστική αρμοδιότητα επιλύσεως κάθε διαφοράς μεταξύ των μερών όσον αφορά την ερμηνεία, την εφαρμογή και το κύρος των εν λόγω συμβάσεων (βλ. άρθρο 12 της συμβάσεως J‑WeB, άρθρο 9 της συμβάσεως ARTreat και άρθρο 9 της συμβάσεως Metabo).

39      Εξάλλου, οι συμβάσεις ARTreat και Metabo προβλέπουν ότι αυτές διέπονται από τις διατάξεις των εν λόγω συμβάσεων, τις πράξεις της Ένωσης που αφορούν το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, τον δημοσιονομικό κανονισμό που ισχύει για τον προϋπολογισμό της Ένωσης και τους κανόνες εφαρμογής του, τους άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, επικουρικώς, το βελγικό δίκαιο (βλ. άρθρο 9 της συμβάσεως ARTreat και άρθρο 9 της συμβάσεως Metabo). Η σύμβαση J‑WeB ορίζει ειδικότερα ότι η σύμβαση αυτή διέπεται από το βελγικό δίκαιο (βλ. άρθρο 12 της συμβάσεως J‑WeB).

 B – Επί του παραδεκτού

1.     Επί της παραβάσεως των άρθρων II.22 και II.38 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat

40      Η Επιτροπή φρονεί ότι τα επιχειρήματα της ενάγουσας όσον αφορά την παράβαση των άρθρων II.22 και II.38 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat είναι αόριστα και, επομένως, ότι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Η ενάγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση αυτή.

41      Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 53 του εν λόγω Οργανισμού, έχει εφαρμογή και στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Οι σχετικές αναφορές πρέπει να είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα στον μεν καθού ή τον εναγόμενο διάδικο να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Εξ αυτού συνάγεται ότι τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια αγωγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής ή της αγωγής (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-267/06, EU:T:2012:69, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ανάλογες απαιτήσεις προβλέπονται όταν προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη κάποιου λόγου (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T-331/11, EU:T:2013:419, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Εν προκειμένω, παρά την κάπως ασαφή σύνταξη και παρά τον τίτλο ενός από τα κεφάλαια του δικογράφου της αγωγής, από αυτήν προκύπτει με επαρκή βεβαιότητα ότι η ενάγουσα δεν προέβαλε λόγους που στηρίζονται σε παράβαση των άρθρων II.22 και II.38 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat. Πράγματι, προς στήριξη του επιχειρήματός της περί υπάρξεως συμβατικής ευθύνης της Επιτροπής, η ενάγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο μόνο λόγους, που αντλούνται, αντιστοίχως, από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η ενάγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου II.22 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat. Επιπλέον, με τους δύο προαναφερθέντες λόγους, η ενάγουσα βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά της πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat. Στο μέτρο που το άρθρο II.38 της συμβάσεως ARTreat αφορά τις προϋποθέσεις καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως, η επίκληση της διατάξεως αυτής, μολονότι δεν αποτελεί λόγο της αγωγής, εντάσσεται στο πλαίσιο των σχετικών λόγων.

43      Επομένως, οι λόγοι και οι αιτιάσεις που προβάλλονται με το δικόγραφο της αγωγής και που συνδέονται με τα άρθρα II.22 και II.38 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat είναι αρκούντως σαφείς και συγκεκριμένοι, οπότε η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει συναφώς η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων όσον αφορά άλλα σχέδια πέραν αυτών του έργου ARTreat

44      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να προβάλλει παραδεκτώς επιχειρήματα σχετικά με άλλα σχέδια πέραν αυτών του έργου ARTreat που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Επιπλέον, φρονεί ότι τα επιχειρήματα σχετικά με το έργο J‑WeB είχαν ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της αγωγής στην υπόθεση Τ-365/12, από την οποία η ενάγουσα παραιτήθηκε (διάταξη Synergy Hellas κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, EU:T:2012:461). Εκτιμά ότι θα ήταν αντίθετο προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και προς την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας να επιτρέπεται σε διαδίκους να υποβάλλουν εκ νέου αιτήματα και να προβάλλουν επιχειρήματα από τα οποία έχουν παραιτηθεί. Με τον τρόπο αυτόν η ενάγουσα απώλεσε κάθε έννομο συμφέρον προς προβολή αιτιάσεων κατά των συμπερασμάτων του οικονομικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συμβάσεως J‑WeB. Η ενάγουσα αμφισβητεί ότι τα επιχειρήματα αυτά προβάλλονται απαραδέκτως.

45      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή κατήγγειλε τη συναφθείσα με την ενάγουσα σύμβαση ARTreat κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, της ως άνω συμβάσεως λόγω παρατυπιών της ενάγουσας κατά την εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB. Στο μέτρο που η μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB αποτελεί την αιτία της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat, η ενάγουσα πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει την εν λόγω εκτέλεση με αγωγή αποζημιώσεως βάσει συμβατικής ευθύνης στρεφόμενη κατά της εν λόγω αποφάσεως περί καταγγελίας. Επομένως, κακώς η Επιτροπή διατείνεται ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τα επιχειρήματα που αφορούν το έργο J‑WeB στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης στηριζόμενης στη σύμβαση ARTreat.

46      Η παραίτηση της ενάγουσας στην υπόθεση T-365/12, Synergy Hellas κατά Επιτροπής (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), με αντικείμενο τη σύμβαση J‑WeB, δεν επηρεάζει το δικαίωμά της, στο πλαίσιο των παρόντων αιτημάτων που αφορούν τη συμβατική ευθύνη της Επιτροπής λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat, να επικαλεστεί τις παρατυπίες που αφορούν την εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB.

47      Πράγματι, σε περίπτωση παραιτήσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται ούτε επί του παραδεκτού ούτε επί της ουσίας, αλλά απλώς σημειώνει τη βούληση του ενάγοντος διαδίκου να μη συνεχίσει την ένδικη διαδικασία. Η διάταξη περί παραιτήσεως δεν παράγει δεδικασμένο. Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι, όταν ο προσφεύγων ή ενάγων διάδικος παραιτείται από εκκρεμή προσφυγή ή αγωγή του, η σχετική διαφορά παύει να υφίσταται, οπότε αίρεται η κατάσταση εκκρεμοδικίας λόγω της ασκήσεως άλλης αγωγής ή προσφυγής. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικότερα ότι το συμφέρον να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι διοικούμενοι να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της οικονομίας της δίκης δεν επιβάλλει να γίνει δεκτή η ύπαρξη εκκρεμοδικίας ακόμη και προκειμένου περί ενδίκου βοηθήματος από το οποίο ο ενδιαφερόμενος παραιτήθηκε, δεδομένου ότι το εν λόγω συμφέρον προστατεύεται επαρκώς με την καταδίκη του ενδιαφερομένου στα δικαστικά έξοδα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:368, σκέψη 32).

3.     Επί του παραδεκτού του δεύτερου μέρους του πρώτου αιτήματος

48      Κατά την Επιτροπή, τα αιτήματα σχετικά με την καταβολή ποσού 343 828,88 ευρώ πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα επειδή συνεχίζεται η διενέργεια του οικονομικού ελέγχου του έργου ARTreat. Η Επιτροπή εκθέτει ότι οι παρατηρήσεις, οι νέες δηλώσεις εξόδων και η ογκώδης συμπληρωματική τεκμηρίωση που προσκόμισε η ενάγουσα κατόπιν της ανακοινώσεως του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου για το έργο τελούν ακόμη υπό εξέταση από τους αρμόδιους ελεγκτές. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της παρούσας αγωγής, η μη καταβολή του ζητούμενου ποσού των 343 828,88 ευρώ είναι αβέβαιη και υποθετική (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2013, Planet κατά Επιτροπής, T-489/12, EU:T:2013:496, σκέψεις 38 και 42). Η ενάγουσα όμως δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις προς δικαιολόγηση του συμφέροντός της προς επίλυση της διαφοράς. Επιπροσθέτως, με τον τρόπο αυτόν ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί ανύπαρκτου ζητήματος, ή ακόμα και επί ανύπαρκτης πράξεως. Η ενάγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση αυτή και φρονεί ότι της οφειλόταν το ποσό των 343 828,88 ευρώ.

49      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κάθε πρόσωπο που ασκεί ένδικο βοήθημα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Lior κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Lior, T-192/01 και T‑245/04, EU:T:2009:365, σκέψη 247) και ότι το έννομο αυτό συμφέρον προϋποθέτει ότι το ως άνω ένδικο βοήθημα, με το αποτέλεσμά του, μπορεί να ωφελήσει τον διάδικο που το ασκεί (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C-515/06 P και C-519/06 P, Συλλογή, EU:C:2009:610, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Εν προκειμένω, με τα ως άνω αιτήματα ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε καταβολή προς εκτέλεση της συμβάσεως ARTreat. Η ενάγουσα ζητεί πράγματι από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να της καταβάλει εντόκως ποσό 343 828,88 ευρώ έναντι των προβλεπόμενων πληρωμών στο πλαίσιο του έργου ARTreat.

51      Από το γεγονός ότι τελεί υπό εξέταση από την Επιτροπή το αν τα έξοδα που προβάλλει η ενάγουσα είναι επιλέξιμα και, επομένως, αν η ίδια οφείλει να προβεί στην καταβολή του ποσού των 343 828,88 ευρώ δεν συνάγεται έλλειψη γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας υπό την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας. Πράγματι, ήδη από της ασκήσεως της αγωγής είναι πρόδηλο ότι η ενάγουσα θα έχει όφελος σε περίπτωση που η αγωγή της γίνει δεκτή. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα έχει γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το ποσό των 343 828,88 ευρώ πλέον τόκων σε εκτέλεση της συμβάσεως ARTreat.

52      Ακόμη, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της ενάγουσας με την αιτιολογία ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, η μη καταβολή στην ενάγουσα του ποσού των 343 828,88 ευρώ ήταν αβέβαιη ή υποθετική. Πράγματι, κατά την άσκηση της αγωγής, ήταν βέβαιο ότι η Επιτροπή δεν είχε καταβάλει το ποσό αυτό.

53      Τα ζητήματα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει το ποσό αυτό πριν από την άσκηση της αγωγής, αν μπορούσε να αναστείλει την καταβολή του λόγω του διεξαγόμενου οικονομικού ελέγχου και αν το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αναστείλει τη δικαστική διαδικασία μέχρι το πέρας του οικονομικού ελέγχου της Επιτροπής ή, αντιθέτως, αν έπρεπε να αποφανθεί απευθείας επί της επιλεξιμότητας των εξόδων συνεπάγονται την εκτίμηση στοιχείων που αφορούν την ουσία της αγωγής και όχι το παραδεκτό της. Συναφώς, έχει γίνει δεκτό, στο πλαίσιο αγωγής στηριζόμενης σε ρήτρα διαιτησίας, ότι η ύπαρξη βέβαιης, εκκαθαρισμένης και απαιτητής αξιώσεως συνιστά, κατά το εφαρμοστέο στη διαφορά δίκαιο, προϋπόθεση του βασίμου του αιτήματος καταβολής που διατυπώνει ο δικαιούχος της εν λόγω αξιώσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T-59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 280).

54      Το παραδεκτό των αιτημάτων της ενάγουσας με τα οποία ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει χρηματικό ποσό δεν επηρεάζεται από τη διάταξη Planet κατά Επιτροπής (σκέψη 48 ανωτέρω, EU:T:2013:496) την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή. Πράγματι, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση όπου η αγωγή της ενάγουσας αποσκοπεί σε παροχή εκ μέρους της Επιτροπής, με την αγωγή που είχε ασκήσει η ενάγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Planet ζητείτο να αναγνωριστεί εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης ότι αυτή εδικαιούτο να κρατήσει τα ήδη καταβληθέντα από την Επιτροπή ποσά δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων (βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Planet κατά Επιτροπής, C-564/13 P, EU:C:2015:124, σκέψη 18).

55      Όπως όμως τόνισε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τις προτάσεις της στην υπόθεση Planet κατά Επιτροπής (C-564/13 P, EU:C:2014:2352), μολονότι, όσον αφορά αγωγές με αίτημα την εκτέλεση συγκεκριμένης παροχής, το έννομο συμφέρον μπορεί ευκόλως να συνάγεται κατά κανόνα από το ίδιο το πλαίσιο του αγωγικού αιτήματος, για το έννομο συμφέρον του ενάγοντος στο πλαίσιο αφηρημένης δικαστικής αναγνωρίσεως της υπάρξεως ή μη έννομης σχέσεως ή συγκεκριμένου δικαιώματος απαιτείται κατά κανόνα ειδική αιτιολογία. Πράγματι, δεν εναπόκειται στα δικαστήρια της Ένωσης να εκδίδουν αφηρημένες νομικές γνωμοδοτήσεις (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Planet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσες, EU:C:2014:2352, σκέψη 41).

56      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει συναφώς η Επιτροπή.

 Επί της ουσίας

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

57      Το άρθρο II.38, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat προβλέπει ότι:

«[…] η Επιτροπή μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση επιδοτήσεως ή να παύσει τη συμμετοχή του δικαιούχου στις ακόλουθες περιπτώσεις: […]

c)      όταν ο δικαιούχος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διέπραξε παρατυπία κατά την εκτέλεση κάθε συμβάσεως επιδοτήσεως συναφθείσας με την Επιτροπή.»

58      Η έννοια της παρατυπίας ορίζεται στο άρθρο II.1, παράγραφος 10, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat ως «κάθε παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου ή κάθε παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως προκύπτουσας από πράξη ή παράλειψη εκ μέρους συμβαλλομένου η οποία έχει ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή σε προϋπολογισμούς διαχειριζόμενους από αυτές λόγω αδικαιολόγητης δαπάνης».

59      Η Επιτροπή κατήγγειλε τη συναφθείσα με την ενάγουσα σύμβαση για το έργο ARTreat κατ’ εφαρμογήν του προαναφερθέντος άρθρου II.38 για τον λόγο ότι ο οικονομικός έλεγχος της συμβάσεως J‑WeB που διενεργήθηκε από την εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες στο όνομα της Επιτροπής αποκάλυψε ότι μεγάλο μέρος των εξόδων που είχε δηλώσει η ενάγουσα δεν ήταν επιλέξιμο (βλ. τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB).

60      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η καταγγελία αυτή είναι παράνομη, διότι η Επιτροπή κακώς έκρινε μη επιλέξιμα τα έξοδά της για το έργο J‑WeB. Στηρίζει το αίτημά της αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης στο επιχείρημα ότι η εν λόγω καταγγελία παραβιάζει, αφενός, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, αφετέρου, την αρχή της αναλογικότητας (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω). Κατά την ενάγουσα, η παράνομη καταγγελία της συμβάσεως ARTreat της προκάλεσε ζημία ύψους 343 828,88 ευρώ. Από το ποσό αυτό, 94 112,93 ευρώ οφείλονται λόγω διαφυγόντος κέρδους για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat και της λήξεως του έργου ARTreat και 249 715,95 ευρώ οφείλονται λόγω των εξόδων στα οποία αυτή υποβλήθηκε πριν από την καταγγελία της συμβάσεως ARTreat.

2.     Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

61      Προς στήριξη του λόγου ότι η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρώτον, η ενάγουσα αμφισβητεί την αξιοπιστία της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Οι εκθέσεις οικονομικού ελέγχου της εταιρίας Ernst & Young σχετικά με το έργο Metabo και εκείνες της εταιρίας BDO σχετικά με το έργο J‑WeB επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία του συστήματος καταγραφής του χρόνου απασχολήσεως της ενάγουσας και τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών. Δεύτερον, η ενάγουσα φρονεί ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της ανάγκης προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η απόρριψη των δηλώσεών της δαπανών δεκαέξι μήνες μετά τον οικονομικό έλεγχο της συμβάσεως Metabo που διενήργησε η εταιρία Ernst & Young είναι εκτός ευλόγου χρόνου. Τρίτον, η ενάγουσα υποστηρίζει, όπως τούτο αποδεικνύεται από τα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012 και το ηλεκτρονικό μήνυμα της 24ης Σεπτεμβρίου 2012, ότι κατέληξε σε συμφωνία με την Επιτροπή σχετικά με τη μη καταγγελία της συμβάσεως ARTreat. Η Επιτροπή, ωστόσο, παρανόμως υπαναχώρησε από τη συμφωνία αυτή, προξενώντας της με τον τρόπο αυτόν σημαντική περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία.

62      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της ενάγουσας. Καταρχάς, λαμβανομένης υπόψη της σαφώς συμβατικής σχέσεώς της με την ενάγουσα, η Επιτροπή φρονεί ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να της προσάπτει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία υποχρεούται να τηρεί ως διοικητική αρχή έναντι των διοικουμένων. Ακόμη, εκτιμά ότι η ενάγουσα δεν προέβαλε κανένα λόγο σχετικό με τον τρόπο προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο δίκαιο των συμβάσεων. Στη συνέχεια, οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και σε κατάχρηση δικαιώματος είναι απαράδεκτες, προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και είναι υπερβολικά αόριστες. Τέλος και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν δημιούργησε οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην ενάγουσα και ότι δεν υπερέβη τον εύλογο χρόνο.

63      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη ΛΕΕ έχει θεσπίσει σύστημα αυτοτελών μέσων παροχής ένδικης προστασίας. Το άρθρο 272 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδίδει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της.

64      Η ενάγουσα άσκησε αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης βάσει της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9 της συμβάσεως ARTreat, το οποίο προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι μόνο αρμόδιο να αποφαίνεται, σε πρώτο βαθμό, επί κάθε διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του δικαιούχου όσον αφορά την ερμηνεία, την εφαρμογή και το κύρος της εν λόγω συμβάσεως επιδοτήσεως (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω).

65      Στο πλαίσιο της αγωγής αυτής αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης, η ενάγουσα προέβαλε, για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 61 ανωτέρω, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η ενάγουσα εκθέτει περαιτέρω ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία προέβαλε «[εξετάζεται] από τη σκοπιά του πολίτη» και «επιβάλλει την προστασία της εμπιστοσύνης του τελευταίου στη διατήρηση και στην αξιοπιστία της κρατικής δράσεως, βάσει της οποίας προέβη σε κάποιες ενέργειες ή στην οποία στήριξε προσδοκίες». Επιπλέον, κατά την ενάγουσα, η αρχή αυτή συνιστά «περιορισμό του δικαιώματος ανακλήσεως των παρανόμων διοικητικών πράξεων».

66      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία επικαλέστηκε η ενάγουσα διέπει τη σχέση εξαρτήσεως των διοικούμενων με τη διοίκηση και να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι της διοικήσεως της Ένωσης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η ως άνω διοίκηση, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Συνιστούν τέτοιες διαβεβαιώσεις, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν, ακριβή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2003, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, T-273/01, Συλλογή, EU:T:2003:78, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή υπάγεται, επομένως, στον έλεγχο νομιμότητας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τον οποίο μπορεί να ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

67      Εντούτοις, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί της υποθέσεως ως δικαστήριο κρίνον με βάση τη σύμβαση. Ασφαλώς, καίτοι, δυνάμει του άρθρου 9 της συμβάσεως ARTreat (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω), η σύμβαση αυτή διέπεται μεταξύ άλλων από το δίκαιο της Ένωσης, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να μεταβάλει την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου όπως αυτή προσδιορίζεται από το ένδικο βοήθημα που επέλεξε η ενάγουσα. Κατά συνέπεια, με την αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης η ενάγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή παρά μόνον παραβάσεις του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, δηλαδή παραβάσεις των συμβατικών όρων, του δημοσιονομικού κανονισμού ή των αρχών του περί συμβάσεων δικαίου της Ένωσης και, επικουρικώς, των αρχών του βελγικού δικαίου των συμβάσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Burie Onderzoek en Advies, T-179/06, EU:T:2009:171, σκέψη 118).

68      Επομένως, στο πλαίσιο του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης που διατυπώνει η ενάγουσα, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να κρίνει απαράδεκτη την αιτίαση που στηρίζεται σε παραβίαση από την Επιτροπή, κατά την εκτέλεση της συμβάσεως ARTreat, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αυτή ορίζεται στη σκέψη 66 ανωτέρω.

69      Ωστόσο, με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα εκθέτει περαιτέρω ότι η αιτίασή της που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και της απαγορεύσεως της καταχρηστικής εφαρμογής των συμβατικών ρητρών.

70      Σε αντίθεση με όσα διατείνεται η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στις έγγραφες ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το επιχείρημα αυτό δεν είναι απαράδεκτο λόγω της εκπρόθεσμης προβολής του ή λόγω της αοριστίας του. Πράγματι, ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2007, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, T‑107/04, Συλλογή, EU:T:2007:85, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, óμως, η ενάγουσα επικαλέστηκε με το δικόγραφο της αγωγής την εφαρμογή του άρθρου 1134 του βελγικού αστικού κώδικα, που έχει εφαρμογή στη σύμβαση ARTreat δυνάμει του άρθρου 9 αυτής. Το ως άνω άρθρο του βελγικού αστικού κώδικα επιβάλλει στους συμβαλλομένους την υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως της συμβάσεως. Επιπλέον, είναι δυνατή η επίκληση μιας μορφής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο δίκαιο των συμβάσεων όταν εντάσσεται στο πλαίσιο της τηρήσεως της υποχρεώσεως των συμβαλλομένων μερών προς καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως.

71      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται την αοριστία της αιτιάσεως της ενάγουσας διότι, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ισχυρίστηκε ότι ο δικαιούχος χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης που δεν τηρεί τους ουσιώδεις όρους χορηγήσεως της συνδρομής δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αμφισβητήσει την άρνηση της Επιτροπής να του χορηγήσει το αρχικώς συμφωνηθέν ποσό και ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διότι δεν τήρησε τους οικονομικής φύσεως όρους από τους οποίους εξαρτάτο η χρηματοδοτική συνδρομή.

72      Το ότι δεν μπορεί να αποκλείεται η επίκληση μιας μορφής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο δίκαιο των συμβάσεων όταν αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της τηρήσεως της υποχρεώσεως των συμβαλλομένων μερών προς καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως απορρέει από το γεγονός ότι η εν λόγω αρχή καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων αποκλείει την εκτέλεση της συμβάσεως κατά τρόπο ο οποίος συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.

73      Το βελγικό ακυρωτικό (Cour de cassation) έκρινε συναφώς ότι η αρχή την οποία θέτει το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα, δυνάμει της οποίας οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται καλοπίστως, απαγορεύει σε κάθε συμβαλλόμενο την κατάχρηση δικαιώματος που του αναγνωρίζεται από τη σύμβαση. Η κατάχρηση δικαιώματος συνίσταται στην άσκησή του με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο (Cass. 16 Νοεμβρίου 2007, AR nr C.06.0349.F.1). Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλείεται να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος το γεγονός ότι ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμά του αφού δημιούργησε, στον αντισυμβαλλόμενό του, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν θα ενεργήσει με τρόπο αντικειμενικώς ασυμβίβαστο προς τη συνήθη άσκηση του σχετικού δικαιώματος.

74      Εντούτοις, εν προκειμένω, η Επιτροπή ουδόλως δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην ενάγουσα ότι δεν θα προέβαινε σε καταγγελία της συμβάσεως ARTreat κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της εν λόγω συμβάσεως κατόπιν των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB από την εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες ο οποίος αποκάλυψε μεγάλο αριθμό απαράδεκτων εξόδων.

75      Πράγματι, στο μέτρο που η ενάγουσα εκτιμά ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο ότι τα έξοδά της για το έργο J‑WeB θα κρίνονταν επιλέξιμα, διότι η εταιρία Ernst & Young είχε διενεργήσει παρόμοιο οικονομικό έλεγχο σχετικά με το έργο Metabo και είχε κρίνει ότι τα έξοδά της ήταν επιλέξιμα, πρέπει να σημειωθεί ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο Metabo, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, δεν ήταν παρά ένα σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Ο προσωρινός χαρακτήρας της εκθέσεως αυτής αποκλείει τη δυνατότητα να έχει η ενάγουσα οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

76      Επιπλέον, η ενάγουσα παραλείπει να εκθέσει με επαρκή ακρίβεια για ποιο λόγο φρονεί ότι η εκτίμηση των εξόδων της συμβάσεως Metabo μπορούσε να ισχύσει και σχετικά με τα έξοδα του έργου J‑WeB. Επίσης δεν εκθέτει βάσει ποιων στοιχείων εκτιμά ότι η έκθεση αυτή οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο Metabo είχε γίνει δεκτή από την Επιτροπή. Στο εν λόγω σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου επισημαίνεται ότι η ως άνω έκθεση συντάχθηκε αιτήσει της Επιτροπής, αλλά ότι οι γνώμες που εκφράζονται σε αυτήν είναι εκείνες του ανεξάρτητου οικονομικού ελεγκτή και δεν αποτελούν την επίσημη θέση της Επιτροπής. Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι το σχέδιο αυτό εκθέσεως δεν οριστικοποιήθηκε ποτέ ως μη αποδεκτό και ότι έπρεπε να αντικατασταθεί από την έκθεση οικονομικού ελέγχου του έργου ARTreat.

77      Τα ως άνω συμπεράσματα δεν κλονίζονται από την περίσταση που προβάλλει η ενάγουσα ότι παρήλθαν δεκαέξι μήνες μεταξύ της εκδόσεως του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου από την εταιρία Ernst & Young σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως Metabo και της απορρίψεως μεγάλου αριθμού εξόδων κατόπιν του οικονομικού ελέγχου εκτελέσεως της συμβάσεως J‑WeB. Πράγματι, ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ των δύο αυτών εκτιμήσεων δεν έχει συνέπειες για την ακρίβεια ή μη των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις εν λόγω εκθέσεις ελέγχου. Ακόμα, η πάροδος του ως άνω χρόνου δεν καθιστά βεβαιότερη την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην πρώτη έκθεση οικονομικού ελέγχου.

78      Στο μέτρο που η ενάγουσα επικαλείται την έκθεση οικονομικού ελέγχου της 13ης Ιουλίου 2012 η οποία αφορά το έργο J‑WeB που συνέταξε η εταιρία BDO, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ίδια η ενάγουσα είχε ζητήσει τη σύνταξη της εκθέσεως αυτής οικονομικού ελέγχου. H σύνταξη της εκθέσεως αυτής, επομένως, δεν μπορεί να δημιουργήσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη μη εφαρμογή από την Επιτροπή του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat κατόπιν των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB που διενεργήθηκε από την εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες.

79      Δεδομένου ότι η ενάγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή τής δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν θα προέβαινε σε καταγγελία της συμβάσεως ARTreat λαμβανομένης υπόψη της θέσεώς της κατά τη συνάντηση της 22ας Αυγούστου 2012 και λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του ηλεκτρονικού μηνύματος της 24ης Σεπτεμβρίου 2012, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε τα πρακτικά της εν λόγω συναντήσεως ούτε το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού αυτού μηνύματος στηρίζουν το ως άνω επιχείρημα.

80      Πράγματι, από τα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012 προκύπτει ότι είχαν συμφωνηθεί τα εξής: «R4 will convene the redress II committee to accept the continuation of DDS as a partner in the ARTREAT and METABO projects without any obligation» [«(η μονάδα) R4 θα συγκαλέσει την επιτροπή προσφυγών II προκειμένου να δεχθεί τη διατήρηση της DDS (ενάγουσας) ως συνεργάτη στα έργα ARTreat και Metabo χωρίς καμία υποχρέωση»].

81      Μολονότι η διατύπωση του χωρίου αυτού δεν είναι ιδιαιτέρως επιτυχής, δεν μπορεί να συναχθεί από αυτό ότι η Επιτροπή δημιούργησε στην ενάγουσα οποιαδήποτε εμπιστοσύνη ότι δεν θα προέβαινε στην καταγγελία της συμβάσεως ARTreat. Πράγματι, όπως εκτίθεται στο έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2012, κατά την ημερομηνία αυτή είχε λάβει την απόφαση να καταγγείλει την ως άνω σύμβαση, μπορούσε όμως να αναθεωρήσει την απόφαση αυτή αν η ενάγουσα υπέβαλλε σχετικό αίτημα στην επιτροπή προσφυγών και αν η επιτροπή αυτή δεχόταν το αίτημα της ενάγουσας. Το χωρίο των πρακτικών της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012 εκθέτει απλώς ότι η μονάδα R4 επρόκειτο να συγκαλέσει την επιτροπή προσφυγών, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί της συνεχίσεως της συμμετοχής της ενάγουσας στο έργο ARTreat.

82      Επιπλέον, αν το χωρίο που παρατίθεται στη σκέψη 80 ανωτέρω πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αναφέρει ότι η μονάδα R4 επρόκειτο να συγκαλέσει την επιτροπή προσφυγών για να δεχθεί η επιτροπή αυτή, χωρίς όρους, τη συνέχιση της συμμετοχής της ενάγουσας στις συμβάσεις ARTreat και Metabo, το χωρίο αυτό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η επιτροπή προσφυγών δεν είχε δεχθεί ότι η ενάγουσα θα συνέχιζε να μετέχει στις εν λόγω συμβάσεις. Η εξουσία λήψεως αποφάσεως που έχει η ως άνω επιτροπή σημαίνει ότι, μετά τη σύγκλησή της, θα αποφάσιζε αν θα δεχθεί ή αν δεν θα δεχθεί τη συνέχιση της συμμετοχής της ενάγουσας στη σύμβαση. Εξάλλου, δεδομένου ότι η μονάδα R4 δεν μπορούσε να αναλάβει δεσμεύσεις σχετικές με τη στάση της εν λόγω επιτροπής, δεν μπορούσε να εκτιμά, πριν συγκαλέσει την επιτροπή αυτή, ότι εκείνη θα δεχόταν τη συνέχιση της συμμετοχής της ενάγουσας στη σύμβαση ARTreat.

83      Επιπλέον, ούτε το γεγονός ότι, μετά τη συνάντηση της 22ας Αυγούστου 2012, ένας εκπρόσωπος της μονάδας R4 απέστειλε υπόμνημα με το οποίο συνιστούσε στην επιτροπή προσφυγών να προτείνει στον αρμόδιο διατάκτη την επιστροφή της ενάγουσας στο έργο ARTreat (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω) μπορεί να συνιστά έκφραση απόψεως εκ μέρους των θεσμικών οργάνων που να δημιουργεί στην ενάγουσα οποιαδήποτε εμπιστοσύνη όσον αφορά συνέχιση της συμμετοχής της στην εκτέλεση του έργου ARTreat. Πράγματι, συναφώς πρόκειται απλώς για μια σύσταση εκπροσώπου της μονάδας R4 στην επιτροπή προσφυγών, η οποία έπρεπε να λάβει απόφαση περί της συνεχίσεως της συμμετοχής της ενάγουσας στο έργο ARTreat.

84      Έτσι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της φράσεως που παρατίθεται στη σκέψη 80 ανωτέρω και του γενικού της πλαισίου, η ενάγουσα δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε εμπιστοσύνη ότι η ίδια θα συνέχιζε να μετέχει στη σύμβαση ARTreat κατόπιν της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012.

85      Τέλος, στο μέτρο που η ενάγουσα επικαλείται το ηλεκτρονικό μήνυμα της 24ης Σεπτεμβρίου 2012, πρέπει να σημειωθεί ότι το εν λόγω μήνυμα δεν προέρχεται από την Επιτροπή, αλλά από τον συντονιστή του έργου ARTreat και ότι αυτό αναφέρει μόνον ότι «after my meeting with the PO of ARTreat, Mrs Roesems, I think that the EC is favorable to accept the request of redress from DDS[; i]f a legal action between DDS and EC is pending, the advice of PO is to withdraw the suit, in order to facilitate the solution of this issue and DDS reintegration on the project[; s]he will work in your favour» [«Μετά τη συνάντησή μου με την (Υπεύθυνη Έργου – Project Officer της Επιτροπής) για το έργο ARTreat κ. Roesems, νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι θετική για την αποδοχή του αιτήματος της (d.d. Synergy). Εάν έχει ασκηθεί μέσο ένδικης προστασίας της (d.d. Synergy) κατά της Επιτροπής, η συμβουλή τής (Υπεύθυνης Έργου) είναι να αποσυρθεί, προκειμένου να διευκολυνθεί η λύση του θέματος και η (d.d. Synergy) να επανενταχθεί στο έργο· (η Υπεύθυνη Έργου) θα ενεργήσει υπέρ υμών»]. Η περίσταση ότι ο συντονιστής του έργου εκτιμά ότι ένας από τους υπεύθυνους του έργου διάκειται ευνοϊκώς προς το αίτημα της ενάγουσας και ότι θα το υποστηρίξει δεν αρκεί για να αποδείξει ότι η Επιτροπή τής παρέσχε εύλογη διαβεβαίωση ότι δεν θα προέβαινε στην καταγγελία της συμβάσεως ARTreat.

86      Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της ενάγουσας προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης κατά το οποίο η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

3.     Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

 Επί της συμφωνίας της καταγγελίας προς την αρχή της αναλογικότητας

87      Η ενάγουσα φρονεί ότι, κατ’ ουσίαν, η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat κατόπιν της εκθέσεως του οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, πρώτον, διατείνεται ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB διαπιστώνει εσφαλμένως οικονομικές παρατυπίες όπως το αποδεικνύουν οι εκθέσεις οικονομικού ελέγχου που καταρτίστηκαν από τις εταιρίες BDO και Ernst & Young και ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB είναι αποτέλεσμα αυθαίρετης εκτιμήσεως λόγω ελλείψεως αμεροληψίας εκ μέρους της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες. Δεύτερον, η ενάγουσα φρονεί ότι η καταγγελία αυτή ήταν αντίθετη προς όσα είχε συμφωνήσει με την Επιτροπή κατά τη συνάντηση της 22ας Αυγούστου 2012. Τρίτον, προβάλλει υπέρβαση των προθεσμιών που προβλέπονται, αφενός, στο σημείο 5.3 του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/161, για την επανεξέταση της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat από την επιτροπή προσφυγών, και, αφετέρου, στο άρθρο II.22 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat για την αποστολή της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Τέλος, η ενάγουσα εκτιμά ότι η καταγγελία των συμβάσεων ARTreat και Metabo είναι παράνομη, διότι επήλθε τόσο πριν από τη λήξη της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών όσο και πριν από την απόφαση της επιτροπής αυτής. Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά και εκτιμά ότι η εν λόγω καταγγελία ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

88      Λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Η αρχή αυτή επιτάσσει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T-383/11, EU:T:2013:431, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Η αρχή αυτή προορίζεται να ρυθμίσει όλους τους τρόπους δράσεως της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατικής ή μη συμβατικής φύσεως (απόφαση της 25ης Μαΐου 2004, Distilleria Palma κατά Επιτροπής, T-154/01, Συλλογή, EU:T:2004:154, σκέψη 44). Πράγματι, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων, η τήρηση της αρχής αυτής εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης υποχρεώσεως των συμβαλλομένων για καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως. Δυνάμει του βελγικού δικαίου που έχει εφαρμογή στη σύμβαση ARTreat (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω), η υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων απαγορεύει σε κάθε συμβαλλόμενο να ασκήσει ένα δικαίωμα με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από τον συνετό και επιμελή δικαιούχο (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω).

90      Εν προκειμένω, η Επιτροπή κατήγγειλε μονομερώς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat, τη συμμετοχή της ενάγουσας στη σύμβαση αυτή κατόπιν της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB. Η Επιτροπή έκρινε ότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB αποδείκνυε ότι η ενάγουσα είχε διαπράξει παρατυπία υπό την έννοια του άρθρου II.1 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat, που της παρείχε τη δυνατότητα να καταγγείλει μονομερώς την ως άνω σύμβαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως αυτής.

91      Προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας το άρθρο II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat πρέπει να σημειωθεί ότι, στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με τη σύμβαση που συνήψε η Επιτροπή με την ενάγουσα για την επιχορήγηση του έργου J‑WeB, οι ελεγκτές της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες απέρριψαν όλα τα δηλωθέντα έξοδα προσωπικού, κρίνοντάς τα ως μη επιλέξιμα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες διαπιστώσεις:

–        το αναξιόπιστο σύστημα καταγραφής χρόνου εργασίας της ενάγουσας·

–        την έλλειψη επαρκών και κατάλληλων αποδεικτικών στοιχείων ικανών να επιβεβαιώσουν τον αριθμό ωρών και τη συμβολή του προσωπικού που δήλωσε η ενάγουσα για την εκτέλεση του έργου, και

–        την ύπαρξη συμβάσεως υπεργολαβίας συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και μιας τρίτης εταιρίας, που οδήγησε στην έκδοση τιμολογίων αναφερόμενων στη σύμβαση J‑WeB, συμβάσεως η οποία δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε είχε εγκριθεί από αυτήν και η οποία δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τον φορέα που πράγματι εκτέλεσε το έργο J‑WeB.

92      Επομένως, η δήλωση των σχετικών εξόδων από την ενάγουσα προς επιστροφή τους από την Επιτροπή δεν ήταν αξιόπιστη, η δε ενάγουσα παρέβη τη συμβατική της υποχρέωση να δηλώσει μόνον επιλέξιμα έξοδα. Οι ως άνω ελλείψεις συνιστούν παρατυπίες υπό την έννοια του άρθρου II.1, παράγραφος 10, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat. Πράγματι, έχουν ή μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Δικαιολογούν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat, την καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως χωρίς η καταγγελία αυτή να μπορεί να λογίζεται αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας ή να αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος. Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί το κύρος των λόγων καταγγελίας τους οποίους προβλέπει το άρθρο II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat. Επιπλέον, οι παρατυπίες που διαπίστωσε ο οικονομικός έλεγχος είναι αρκούντως σοβαρές ώστε η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat να μην αποτελεί άσκηση του δικαιώματος μονομερούς καταγγελίας υπερβαίνουσα προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο.

93      Κανένα από τα επιχειρήματα της ενάγουσας δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό.

94      Όσον αφορά την έκθεση οικονομικού ελέγχου της εταιρίας Ernst & Young σχετικά με το έργο Metabo, πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι, ανεξάρτητα από το αντικείμενό της, λόγω του προσωρινού της χαρακτήρα δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB.

95      Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο Metabo αναφέρει ότι, με εξαίρεση ένα διευθυντή της ενάγουσας, στην εκτέλεση του έργου δεν απασχολείτο προσωπικό της ενάγουσας, αλλά εξωτερικοί σύμβουλοι. Επομένως, το σύστημα καταγραφής χρόνου εργασίας της ενάγουσας για το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της δεν μπόρεσε να αποτελέσει το αντικείμενο του οικονομικού ελέγχου. Μόνον η αμοιβή ενός εκ των διευθυντών της μπόρεσε να αποτελέσει αντικείμενο του ελέγχου. Επ’ αυτού, η έκθεση οικονομικού ελέγχου εκθέτει όμως ότι η αμοιβή αυτή δεν αναφερόταν ορθώς στην έκθεση ελέγχου, οπότε δεν είναι επιλέξιμη. Επομένως, η έκθεση αυτή δεν επιβεβαιώνει την ορθότητα του συστήματος καταχωρίσεως των εξόδων προσωπικού της ενάγουσας.

96      Τέλος και εν πάση περιπτώσει, στην έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB το σύστημα καταγραφής χρόνου εργασίας κρίθηκε ως μη αξιόπιστο για ειδικούς λόγους συνδεόμενους με την εκτέλεση του ως άνω έργου. Ειδικότερα, ο οικονομικός έλεγχος αποκάλυψε ότι η δήλωση των εξόδων προσωπικού της ενάγουσας για το έργο J‑WeB περιελάμβανε τα έξοδα που αφορούσαν άτομο που δεν εργαζόταν ακόμη για την ενάγουσα και τα έξοδα ενός άλλου ατόμου που βρισκόταν σε άδεια μητρότητας και το οποίο, κατά νόμο, δεν μπορούσε να εργάζεται. Επιπλέον, ο ίδιος έλεγχος αποκάλυψε την ύπαρξη μιας συμβάσεως υπεργολαβίας που δεν είχε δηλωθεί στην Επιτροπή ούτε είχε εγκριθεί από αυτήν, πράγμα από το οποίο μπορούσε να συναχθεί ότι το έργο J‑WeB εκτελέστηκε από άλλη επιχείρηση και όχι την ενάγουσα και το οποίο δημιουργούσε, με τον τρόπο αυτόν, σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη σημασία τής πράγματι παρασχεθείσας εργασίας από το προσωπικό της ενάγουσας. Τα ως άνω στοιχεία που αφορούν την εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB δεν κλονίζονται από τον οικονομικό έλεγχο του έργου Metabo.

97      Όσον αφορά την έκθεση οικονομικού ελέγχου της εταιρίας BDO σχετικά με το έργο J‑WeB, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ελεγκτές της εταιρίας BDO, σε αντίθεση με τους ελεγκτές της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες, δεν διαπίστωσαν ότι κάθε μέλος του προσωπικού της ενάγουσας κατέγραφε για κάθε μήνα τον ίδιο αριθμό ωρών για κάθε έργο ακόμα και κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Περαιτέρω, οι ελεγκτές της εταιρίας BDO δεν φαίνεται να εντόπισαν τη συμφωνία που συνήψε η ενάγουσα με τρίτη εταιρία και δεν κατέγραψαν κανένα στοιχείο που να παρέχει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξαν οι ελεγκτές της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες επ’ αυτού. Επιπλέον, ακόμα και οι ελεγκτές της εταιρίας BDO παραδέχονται ότι, κατά την εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB, η ενάγουσα θεωρούσε επιλέξιμα τα έξοδα για μισθούς δύο ατόμων που φέρεται ότι εργάστηκαν στο έργο J‑WeB, ενώ το ένα βρισκόταν σε άδεια μητρότητας και το άλλο δεν απασχολείτο στην υπηρεσία της ενάγουσας. Τέλος, από τα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012 προκύπτει ότι η ενάγουσα δέχθηκε ότι είχαν διαπραχθεί σφάλματα κατά την εκτέλεση των σχεδίων με υπεργολαβία και κατά τον προσδιορισμό των παρεχόντων εργασία μελών του προσωπικού της χωρίς να διευκρινίζεται η συμβολή τους στο έργο. Επομένως, τα συμπεράσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου που παρήγγειλε η ενάγουσα στην εταιρία BDO δεν αρκούν για να κλονίσουν τα συμπεράσματα της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες για το έργο J‑WeB.

98      Όσον αφορά την προβαλλόμενη συμφωνία μεταξύ των μερών κατά τη συνάντηση της 22ας Αυγούστου 2012, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 81 επ. ανωτέρω, ότι από τα πρακτικά της εν λόγω συναντήσεως δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μερών δυνάμει της οποίας η Επιτροπή δεν θα προέβαινε σε καταγγελία της συμβάσεως ARTreat κατόπιν της εκθέσεως του οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Η Επιτροπή ανέλαβε απλώς την υποχρέωση να συγκαλέσει την επιτροπή προσφυγών προκειμένου να αποφανθεί εκείνη επί της συνεχίσεως της συμμετοχής της ενάγουσας στη σύμβαση ARTreat.

99      Εξάλλου, η δικογραφία δεν περιλαμβάνει αποδείξεις σχετικές με συμφωνία μεταξύ των μερών δυνάμει της οποίας η Επιτροπή θα δεχόταν το 60 % των εξόδων που είχαν δηλωθεί για το έργο ARTreat όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί, επιπλέον, ότι μια συμφωνία, κατόπιν του οικονομικού ελέγχου, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή από την Επιτροπή των δηλωθέντων εξόδων χωρίς απόδειξη της επιλεξιμότητάς τους θα ήταν παράνομη, ή ακόμα και θα συνιστούσε εξαπάτηση. Πράγματι, η βαρύνουσα την Επιτροπή υποχρέωση να φροντίζει για την ορθή οικονομική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 317 ΣΛΕΕ, και η ανάγκη καταπολεμήσεως της απάτης στους τομείς που χρηματοδοτεί η Ένωση προσδίδουν θεμελιώδη σημασία στις δεσμεύσεις που συνδέονται με οικονομικούς όρους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, ΕΚVA κατά Επιτροπής, T-428/07 και T-455/07, EU:T:2010:240, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η υποχρέωση της ενάγουσας να τηρεί τις υποχρεώσεις της, ιδίως στον τομέα της ιχνηλασιμότητας των εξόδων και της προσκομίσεως δικαιολογητικών εγγράφων όσον αφορά τις δαπάνες της, είναι ουσιώδους σημασίας προς εξακρίβωση του αν οι σχετικοί πόροι χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους των συμβάσεων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ορθής οικονομικής διαχειρίσεως των πόρων της Ένωσης. Επιπροσθέτως και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι μια τέτοια συμφωνία δεν θα είχε καμία συνέπεια επί του κύρους των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου του έργου J‑WeB και επί της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat λόγω των αποτελεσμάτων αυτών.

100    Στο μέτρο που η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι είχε συμφωνήσει με την Επιτροπή ότι αντάλλαγμα για την παραίτησή της στην υπόθεση T-365/12 θα ήταν η μη καταγγελία της συμβάσεως ARTreat, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012 δεν περιλαμβάνουν καμία ένδειξη επ’ αυτού. Το ηλεκτρονικό μήνυμα της 24ης Σεπτεμβρίου 2012 (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω), το οποίο συνέταξε ο συντονιστής του έργου, δεν αρκεί για να αποδείξει μια τέτοια συμφωνία. Πράγματι, με το ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα ο συντονιστής του έργου αναφέρεται μόνο στη θέση ενός εκπροσώπου της Επιτροπής που είχε συμβουλεύσει την ενάγουσα να αποσύρει την αγωγή της προκειμένου να διευκολύνει την επιστροφή της στο έργο. Από το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να μην καταγγείλει τη σύμβαση ARTreat έναντι της ενάγουσας αν αυτή αποσύρει την αγωγή της.

101    Τέλος, στο μέτρο που η ενάγουσα διατείνεται ότι τα μέρη συμφώνησαν ότι δεν θα ζητείτο κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στη δικογραφία δεν περιλαμβάνεται απόδειξη μιας τέτοιας συμφωνίας (βλ. σκέψεις 81 επ. ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω συμφωνία δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος αν, λόγω των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου του έργου J‑WeB, η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

102    Η ενάγουσα εκτιμά επίσης ότι η υπέρβαση των προθεσμιών που ισχύουν στη διαδικασία επανεξετάσεως από την επιτροπή προσφυγών και στη διαδικασία του οικονομικού ελέγχου καθιστούν την καταγγελία της συμβάσεως ARTreat αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

103    Πρώτον, η ενάγουσα φρονεί ότι, κατά την εξέταση του αιτήματός της επανεξετάσεως από την επιτροπή προσφυγών, η Επιτροπή υπερέβη την προθεσμία την οποία προβλέπει το σημείο 5.3 του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/161. Ακόμη, η ενάγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή παρέβη το ως άνω σημείο, επειδή η τελευταία καθυστέρησε υπέρμετρα να της αποστείλει την τελική απάντηση της επιτροπής προσφυγών.

104    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, μια αρχική απάντηση αποστέλλεται στους καταγγέλλοντες εντός των τριών εβδομάδων που ακολουθούν την προθεσμία για την κατάθεση προσφυγών ενώπιον της επιτροπής προσφυγών. Η αρχική απάντηση εκθέτει πότε θα δοθεί η οριστική απάντηση της επιτροπής προσφυγών.

105    Εν προκειμένω, η ενάγουσα υπέβαλε το αίτημά της επανεξετάσεως στις 17 Ιουλίου 2012. Με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2012 η Επιτροπή τής απάντησε ότι η επιτροπή προσφυγών θα συγκαλείτο ταχέως προκειμένου να εξετάσει την προσφυγή της. Διευκρίνισε ότι, λόγω της περιόδου των θερινών διακοπών, τούτο θα συνέβαινε εντός του μηνός Σεπτεμβρίου. Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως αυτής, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε την προθεσμία των τριών εβδομάδων για την αρχική απάντηση. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η επιτροπή προσφυγών θα εξέταζε την προσφυγή της τον Σεπτέμβριο, οπότε προσδιόρισε πότε θα εδίδετο η οριστική απάντηση. Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται η προβαλλόμενη παράβαση του σημείου 5.3 του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/161.

106    Εξάλλου, στο μέτρο που η ενάγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή καθυστέρησε υπέρμετρα να της αποστείλει την τελική απάντηση της επιτροπής προσφυγών, πρέπει να σημειωθεί ότι η τελευταία συνεδρίασε στις 10 Οκτωβρίου 2012 για να λάβει την απόφασή της. Από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η απάντηση αυτή γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα πριν από τις 11 Δεκεμβρίου 2012. Ωστόσο, η υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας δεν καθιστά την καταγγελία της συμβάσεως ARTreat αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2012, η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat που συνήφθη με την ενάγουσα άρχισε να παράγει τα αποτελέσματά της μόνον από την ημέρα που η τελευταία έλαβε γνώση του εν λόγω εγγράφου.

107    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, εν πάση περιπτώσει, ότι υπέρβαση της προαναφερθείσας προθεσμίας δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας χαρακτήρα της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat. Πράγματι, αφενός, η καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως πριν επιληφθεί της υποθέσεως η ως άνω επιτροπή δεν ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστωνόμενων παρατυπιών στην έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Αφετέρου, η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat δεν μπορούσε να λογίζεται ως οριστική εφόσον χρόνο η επιτροπή προσφυγών δεν την είχε επιβεβαιώσει. Η καθυστέρηση στις απαντήσεις που έπρεπε να δώσει η επιτροπή προσφυγών κατόπιν της προσφυγής της ενάγουσας δεν επηρεάζει τον σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας χαρακτήρα ούτε της αρχικής αποφάσεως περί καταγγελίας ούτε εκείνης της εν λόγω επιτροπής.

108    Δεύτερον, η ενάγουσα εκτιμά ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου II.22, παράγραφος 5, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat διότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου για το έργο ARTreat δεν της απεστάλη εμπροθέσμως.

109    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου αποστέλλεται στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο εντός δύο μηνών από της λήξεως της προθεσμίας την οποία έχει ο δικαιούχος για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου εκθέσεως.

110    Εντούτοις, η καθυστέρηση στη σύνταξη της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο ARTreat δεν μπορεί να επηρεάσει το σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας της καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως, λαμβανομένων υπόψη των παρατυπιών που διαπιστώνονται στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την προθεσμία αποστολής της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου για το έργο ARTreat λόγω του σημαντικού αριθμού συμπληρωματικών εξηγήσεων και λόγω της υποβολής περαιτέρω στοιχείων εκ μέρους της ενάγουσας δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου του έργου J‑WeB.

111    Με τις αιτιάσεις της, που αφορούν τον αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας χαρακτήρα της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat, η ενάγουσα προβάλλει επίσης τη μη τήρηση ορισμένων προθεσμιών στις διαδικασίες επανεξετάσεως σχετικά με τη σύμβαση Metabo. Εντούτοις, δεδομένων των αιτημάτων που διατυπώνει η ενάγουσα στην παρούσα αγωγή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καταγγελία της συμβάσεως Metabo δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αγωγής. Επομένως, οι αιτιάσεις που διατυπώνει η ενάγουσα σχετικά με τη σύμβαση Metabo είναι αλυσιτελείς.

112    Η ενάγουσα εκτιμά επίσης ότι η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat είναι παράνομη διότι πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχει λήξει η προθεσμία προσφυγής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών και πριν από την εξέταση της προσφυγής από την τελευταία αυτή επιτροπή.

113    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2012, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat ίσχυε από την ημερομηνία αυτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η ενάγουσα δεν θα υπέβαλλε προσφυγή ενώπιον της επιτροπής προσφυγών. Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον της εν λόγω επιτροπής, η καταγγελία της συμβάσεως θα ίσχυε μόνον αν η ως άνω καταγγελία επιβεβαιωνόταν κατόπιν εξετάσεως από την επιτροπή προσφυγών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η καταγγελία της συμβάσεως αναπτύσσει τα αποτελέσματά της μόνον κατά την ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου που επιβεβαιώνει την καταγγελία. Η ενάγουσα προσέφυγε ενώπιον της επιτροπής προσφυγών, η οποία, στις 10 Οκτωβρίου, απέρριψε την προσφυγή της ενάγουσας. Στις 11 Δεκεμβρίου 2012 η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα περί της απορρίψεως αυτής και επιβεβαίωσε την καταγγελία της συμβάσεως ARTreat. Με τον τρόπο αυτόν, η ως άνω σύμβαση καταγγέλθηκε την ημερομηνία αυτή. Επομένως, η αιτίαση της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

114    Η ενάγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι στηρίζεται επί εκθέσεως οικονομικού ελέγχου που δεν είναι αξιόπιστη λόγω ελλείψεως αμεροληψίας εκ μέρους των συντακτών της.

115    Εντούτοις, τα διάφορα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής πρέπει να απορριφθούν. Όσον αφορά τη μη συμμετοχή ορισμένων ελεγκτών στον οικονομικό έλεγχο, πρέπει να σημειωθεί ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB παραθέτει υπό τον τίτλο «Παρόντα άτομα» για την εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες τα ονόματα τριών ατόμων. Η ενάγουσα συνάγει εσφαλμένως από το γεγονός ότι ένα από τα ως άνω άτομα δεν ήταν παρόν κατά τον επιτόπιο οικονομικό έλεγχο ότι αυτό δεν είχε καμία παρουσία κατά τον οικονομικό έλεγχο. Πράγματι, η δραστηριότητα του οικονομικού ελέγχου περιλαμβάνει επίσης τον έλεγχο των συλλεγόμενων στοιχείων και τη σύνταξη εκθέσεως ελέγχου, δραστηριότητες που δεν απαιτείται να πραγματοποιούνται κατ’ ανάγκην επί τόπου. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι ένας από τους ελεγκτές που μνημονεύονται στην εν λόγω έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν μετέσχε στον έλεγχο, η περίσταση αυτή δεν αρκεί για να αποδείξει την έλλειψη αμεροληψίας των ελεγκτών που διενήργησαν τον οικονομικό έλεγχο.

116    Όσον αφορά την ένορκη δήλωση στελέχους της ενάγουσας, κατά την οποία ο B. της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες «δεν είχε την απαραίτητη αντιληπτότητα του θέματος» και επέδειξε «έντονη προκατάληψη σε βάρος των εργαζομένων και των εκπροσώπων της [ενάγουσας]», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν την προσκομίζει. Επιπλέον, μια τέτοια δήλωση, χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση, δεν θα αρκούσε για να αποδείξει έλλειψη αμεροληψίας των ελεγκτών της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες κατά τον οικονομικό έλεγχο του έργου J‑WeB.

117    Εξάλλου, η ενάγουσα επικαλείται το έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2013 που της είχε αποστείλει η εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες για να αποδείξει ότι η τελευταία επέδειξε μεροληπτική στάση και δημιούργησε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων διαφημίζοντας στην ίδια τις υπηρεσίες της στον τομέα του οικονομικού ελέγχου και της παροχής υπηρεσιών συμβούλου επιχειρήσεων. Το έγγραφο αυτό, εντούτοις, δεν αποδεικνύει κάποια μεροληπτική στάση ή σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά τους ελεγκτές που διενήργησαν τον έλεγχο του έργου J‑WeB. Πράγματι, με το εν λόγω έγγραφο, η εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες απλώς διαφημίζει τις υπηρεσίες οικονομικού ελέγχου και παροχής συμβουλών, και μάλιστα με γενικό τρόπο. Μια τέτοια διαφήμιση δεν αποδεικνύει σύγκρουση συμφερόντων ούτε έλλειψη αμεροληψίας εκ μέρους της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες κατά τον οικονομικό έλεγχο του έργου J‑WeB.

118    Τέλος, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε νομίμως συναφθείσα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων σχετική με ανάκληση της πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat κατόπιν του οικονομικού ελέγχου του έργου J‑WeB (βλ. σκέψη 98 ανωτέρω), το αίτημα της ενάγουσας για την καταβολή ποσού 94 112,93 ευρώ πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, κατά την ενάγουσα, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο ποσό που της οφείλεται δυνάμει της συμβάσεως ARTreat για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat και του πέρατος του έργου ARTreat. Η εγκυρότητα της πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat της ενάγουσας καθιστά αβάσιμο το εν λόγω αίτημα πληρωμής. Εξάλλου, όπως ορθώς εκθέτει η Επιτροπή, από το άρθρο II.39, παράγραφοι 1 και 3, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταγγελίας, κάθε χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης περιορίζεται στα επιλέξιμα έξοδα τα οποία έχουν πραγματοποιηθεί και έχουν γίνει δεκτά κατά την ημερομηνία επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας και στις νόμιμες δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή οι οποίες δεν μπορούν να ακυρωθούν. Η διάταξη αυτή προβλέπει επίσης ότι, όταν έχει εφαρμογή το άρθρο II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εν λόγω παραρτήματος, η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί την πλήρη ή μερική επιστροφή της σχετικής χρηματοδοτικής συνεισφοράς. Δυνάμει των διατάξεων αυτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα της ενάγουσας όταν αυτή δεν αποδεικνύει ότι τα σχετικά έξοδα είναι επιλέξιμα. Συναφώς, η ενάγουσα δεν προσκόμισε τέτοια απόδειξη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Επί του αιτήματος καταβολής ποσού 249 715,95 ευρώ

119    Στο πλαίσιο της αιτιάσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η ενάγουσα φρονεί ότι της οφείλεται ποσό 249 715,95 ευρώ κατ’ εφαρμογήν της συμβάσεως ARTreat για τα έξοδα στα οποία προέβη πριν από την καταγγελία της συμβάσεως, τούτο δε παρά το γεγονός ότι τα έξοδα αυτά αποτελούν το αντικείμενο οικονομικού ελέγχου.

120    Όπως εκτίθεται στη σκέψη 118 ανωτέρω, το άρθρο II.39, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat ορίζει ότι, σε περίπτωση καταγγελίας, οι συνεισφορές της Επιτροπής περιορίζονται στα επιλέξιμα έξοδα τα οποία έχουν πραγματοποιηθεί και έχουν γίνει δεκτά κατά την ημερομηνία επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας.

121    Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί να ζητήσει το ποσό των 249 715,95 ευρώ κατόπιν της πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως παρά μόνον αν αποδείξει ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμα έξοδα τα οποία είχαν πραγματοποιηθεί και γίνει δεκτά μέχρι την ημερομηνία επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας της συμβάσεως.

122    Εν προκειμένω, η ενάγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ούτε προβάλλει κάποιο επιχείρημα επ’ αυτού. Η ως άνω εκτίμηση δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι τα έξοδα που προβάλλει η ενάγουσα για τη σύμβαση ARTreat αποτέλεσαν το αντικείμενο του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής το οποίο αμφισβήτησε η ενάγουσα ή από το γεγονός ότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου της Επιτροπής για τη σύμβαση αυτή δεν έχει ακόμη συνταχθεί λόγω του μεγάλου αριθμού εγγράφων που προσκόμισε η ενάγουσα και τα οποία αξιολογούνται τώρα από τους ελεγκτές της Επιτροπής. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν για ποιο λόγο το ποσό των 249 715,95 ευρώ αντιστοιχεί σε επιλέξιμα έξοδα υπό την έννοια της συμβάσεως ARTreat. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της ενάγουσας να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην καταβολή του ποσού αυτού.

123    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το αίτημα αποζημιώσεως της ενάγουσας λόγω συμβατικής ευθύνης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

II –  Επί του στηριζόμενου σε εξωσυμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

 A – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

124    Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, μπορεί να θεμελιωθεί εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, 26/81, Συλλογή, EU:C:1982:318, σκέψη 16· της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-243/05 P, Συλλογή, EU:C:2006:708, σκέψη 26, και της 2ας Μαρτίου 2010, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T-16/04, Συλλογή, EU:T:2010:54, σκέψη 139 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η προσφυγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της όταν δεν πληρούται έστω και μία μόνον από τις εν λόγω προϋποθέσεις (βλ. απόφαση Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, προαναφερθείσα, EU:T:2010:54, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

125    Προς στήριξη του αιτήματός της προς αποζημίωση λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, η ενάγουσα προβάλλει τις ακόλουθες παρανομίες.

126    Πρώτον, η ενάγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή, στο από 29 Ιουνίου 2012 έγγραφό της, παρανόμως γνωστοποίησε στους συντονιστές των σχεδίων ARTreat και Metabo τον αποκλεισμό της από τα σχέδια J‑WeB, ARTreat και Metabo κατόπιν της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Η ως άνω γνωστοποίηση προσβάλλει τους κανόνες περί προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, στα άρθρα II.2, παράγραφος 8, του παραρτήματος II, αντιστοίχως, των συμβάσεων ARTreat και Metabo, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292, σ. 2), καθώς και στα άρθρα 7 και 10 του ευρωπαϊκού κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς που εξεδόθη κατόπιν του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 (ΕΕ 2002, C 72 E, σ. 331, στο εξής: κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς). Επιπλέον, η ενάγουσα φρονεί ότι η γνωστοποίηση αυτή είναι παράνομη, διότι πραγματοποιήθηκε πριν η ίδια μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά της να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με το έργο J‑WeB, πράγμα το οποίο έβλαψε ανεπανόρθωτα την εικόνα και τη φήμη της.

127    Δεύτερον, η ενάγουσα εκτιμά ότι η καταχώρισή της από την Επιτροπή στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (ΣΕΠ) πριν καν υπάρξει οριστική απόφαση σχετική με τη σύμβαση J‑WeB παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και τον κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, η έλλειψη ενημερώσεως της ενάγουσας από την Επιτροπή περί της καταχωρίσεώς της στο ΣΕΠ συνιστά παράβαση του άρθρου 8 της αποφάσεως 2008/969/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης το οποίο θα χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών (ΕΕ L 344, σ. 125).

128    Τρίτον, η ενάγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή παρέβη τη συμφωνία που είχαν συνάψει κατόπιν των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου του έργου J‑WeB. Υπενθυμίζει το περιεχόμενο της ως άνω συμφωνίας και προβάλλει προς στήριξη της υπάρξεως μιας τέτοιας συμφωνίας τα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012. Με τη μη τήρηση της εν λόγω συμφωνίας η Επιτροπή παραβίασε τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, προέβη σε κατάχρηση της εξουσίας της και σε δυσμενή διάκριση κατά παράβαση του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς και προσέβαλε τις αρχές της αναλογικότητας και της συνέχειας της διοικήσεως.

129    Τέταρτον, η ενάγουσα εκτιμά ότι η μη αποδοχή από την Επιτροπή των παρατηρήσεών της επί του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου των συμβάσεων ARTreat και Metabo καθώς και η μη έκδοση οριστικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου συνιστούν παραβιάσεις της αρχής του εύλογου χρόνου την οποία θέτει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς και παραβάσεις των άρθρων II.22, παράγραφος 5, του παραρτήματος II των συμβάσεων ARTreat και Metabo.

130    Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα της ενάγουσας στο πλαίσιο του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης είναι εν μέρει απαράδεκτα και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμα.

 B – Επί του παραδεκτού του στηριζόμενου σε εξωσυμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

1.     Επί του εννόμου συμφέροντος

131    Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ενάγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, διότι τα επιχειρήματα του αιτήματος λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της παρούσας αγωγής ταυτίζονται απολύτως με εκείνα που προέβαλε με την αγωγή της στην υπόθεση T-365/12 από την οποία παραιτήθηκε (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Επιπλέον, το αίτημα αυτό συνιστά κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

132    Η ως άνω ένσταση πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, καταρχάς, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται με την παρούσα αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης «ταυτίζονται απολύτως» με εκείνα που είχαν προβληθεί με την αγωγή στην υπόθεση T-365/12. Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι απλώς και μόνο το γεγονός ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε από αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης δεν αρκεί να αποδείξει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς εκ νέου άσκηση αγωγής αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Μια τέτοια ενέργεια δεν συνιστά ούτε κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος, διότι, αφενός, σε περίπτωση παραιτήσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται ούτε επί του παραδεκτού ούτε επί της ουσίας της αγωγής, οπότε η διάταξη περί παραιτήσεως δεν αποτελεί δεδικασμένο, και, αφετέρου, ο παραιτούμενος ενάγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα (βλ., συναφώς, νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 47 ανωτέρω).

2.     Επί της σαφήνειας των αιτιάσεων που προβάλλει η ενάγουσα προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης

133    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι αιτιάσεις της ενάγουσας σχετικά με την έλλειψη πληροφοριακών στοιχείων όσον αφορά την καταχώριση στο ΣΕΠ και την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της «χρηστής διοικήσεως» λόγω του γεγονότος ότι η Επιτροπή είχε καλέσει την ενάγουσα να παραιτηθεί από την αγωγή της στην υπόθεση T-365/12, δεν ικανοποιούν την προϋπόθεση περί απαιτούμενης σαφήνειας.

134    Δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, κάθε δικόγραφο προσφυγής ή αγωγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εμφαίνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο ώστε να μπορεί ο εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αγωγής, ενδεχομένως χωρίς άλλα στοιχεία προς στήριξή της. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το παραδεκτό της αγωγής ή της προσφυγής προϋποθέτει ότι τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το περιεχόμενο του οικείου δικογράφου. Ειδικότερα, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε από όργανο της Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία τα οποία καθιστούν δυνατή την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο αυτό και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και να προσδιορίζει τη φύση και την έκταση της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 124 ανωτέρω, EU:T:2010:54, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

135    Σε αντίθεση με όσα εκθέτει η Επιτροπή, η ενάγουσα δεν προβάλλει με τα υπομνήματά της παραβίαση μιας αρχής της «χρηστής διοικήσεως» λόγω του γεγονότος ότι η Επιτροπή κάλεσε την ενάγουσα να παραιτηθεί από την αγωγή της στην υπόθεση T-365/12. Επομένως, η ένσταση της Επιτροπής είναι αλυσιτελής.

136    Όσον αφορά την έλλειψη ενημερώσεως σχετικά με την καταχώριση στο ΣΕΠ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση της ενάγουσας είναι αρκούντως συγκεκριμένη, δεδομένου ότι η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι την καταχώρισε στο ΣΕΠ χωρίς να την ενημερώσει συναφώς και πριν η Επιτροπή λάβει οριστική απόφαση σχετικά με τη σύμβαση J‑WeB.

137    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις της Επιτροπής που στηρίζονται σε αοριστία των αιτιάσεων αυτών οι οποίες προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος της ενάγουσας περί αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

138    Αντιθέτως, στο μέτρο που η ενάγουσα προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου λόγω της ανακοινώσεως από την Επιτροπή στους συντονιστές των σχεδίων ARTreat και Metabo του αποκλεισμού της από το έργο J‑WeB, πριν η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με το έργο J‑WeB καταστεί οριστική, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της. Πράγματι, στο πλαίσιο της ως άνω αιτιάσεως, η ενάγουσα παραλείπει να εκθέσει πότε αποκλείστηκε από την Επιτροπή από το έργο J‑WeB, ποια μη οριστική απόφαση έλαβε η Επιτροπή σχετικά με το έργο J‑WeB, πότε και πώς η Επιτροπή ανακοίνωσε τον αποκλεισμό της από το έργο J‑WeB στους συντονιστές των σχεδίων ARTreat και Metabo και, τέλος, για ποιο λόγο η ως άνω ανακοίνωση παραβαίνει τη βαρύνουσα την Επιτροπή υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου.

 Γ – Επί της ουσίας

1.     Επί των παραβάσεων του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς

139    Στο μέτρο που η ενάγουσα προβάλλει παραβάσεις των διατάξεων του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κώδικας αυτός δεν είναι ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο, αλλά ένα ψήφισμα του Κοινοβουλίου επιφέρον τροποποιήσεις σε σχέδιο που του είχε υποβάλει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, με το οποίο καλείται η Επιτροπή να καταθέσει σχετική νομοθετική πρόταση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Μαΐου 2010, PC-Ware Information Technologies κατά Επιτροπής, T-121/08, EU:T:2010:183, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ο Διαμεσολαβητής επιβεβαίωσε στην εισαγωγή του εν λόγω κώδικα ότι ο κώδικας αυτός δεν είναι νομικά δεσμευτική πράξη. Έτσι, θεσπίζοντας τον κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, ο Διαμεσολαβητής δεν είχε ως σκοπό να θέσει κανόνες δικαίου παρέχοντες δικαιώματα στους ιδιώτες. Κατά συνέπεια, η μη τήρησή τους δεν αρκεί για να στοιχειοθετείται, όπως απαιτεί η νομολογία, κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου έχοντος ως αντικείμενο την παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες έναντι της Ένωσης (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C-352/98 P, Συλλογή, EU:C:2000:361, σκέψεις 42 και 43, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-120/06 P και C-121/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:476, σκέψη 173).

140    Επομένως, η ενάγουσα κακώς προβάλλει παραβάσεις των κανόνων του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

2.     Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου και της συμφωνίας που μνημονεύεται στα πρακτικά της 22ας Αυγούστου 2012, επί της μη αποδοχής των παρατηρήσεων του προσωρινού οικονομικού ελέγχου των συμβάσεων ARTreat και Metabo, επί της μη εκδόσεως οριστικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και επί της παραβιάσεως της αρχής της «χρηστής διοικήσεως»

141    Η Επιτροπή φρονεί ότι το αντικείμενο του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της ενάγουσας αφορά, εν προκειμένω, ζημία εκ συμβατικής ευθύνης. Εξ αυτού συνάγει ότι τα επιχειρήματα της ενάγουσας προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να εκτιμηθούν βάσει των συμβατικών ρητρών.

142    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη ΛΕΕ θεσπίζει πλήρες σύστημα μέσων παροχής ένδικης προστασίας. Καθένα από τα μέσα αυτά παροχής ένδικης προστασίας είναι αυτοτελές, έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων παροχής ένδικης προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως τιθέμενες με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό της (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2004, Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, C‑234/02 P, Συλλογή, EU:C:2004:174, σκέψη 59, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-402/05 P και C-415/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:461, σκέψη 281).

143    Η αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, την οποία προβλέπει το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας που απορρέει από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά για την οποία ευθύνεται θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης (απόφαση Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, σκέψη 142 ανωτέρω, EU:C:2004:174, σκέψη 59). Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 124 ανωτέρω, η ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο της Ένωσης, το υποστατό της ζημίας, καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας.

144    Η αγωγή αποζημιώσεως εκ συμβατικής ευθύνης, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας που απορρέει από σύμβαση συναφθείσα με την Ένωση ή για λογαριασμό της. Η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης και η ευθύνη των συμβαλλομένων μερών εξαρτώνται από το περιεχόμενο των συμβατικών ρητρών και, ιδίως, από τη ρήτρα περί απονομής αρμοδιότητας και περί προσδιορισμού του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Η εν λόγω αρμοδιότητα συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, Συλλογή, EU:C:1986:501, σκέψη 11, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Arci Nuova associazione comitato di Cagliari και Gessa, T-259/09, EU:T:2010:536, σκέψη 39). Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εκδικάζει μόνον αγωγές που πηγάζουν από σύμβαση περιλαμβάνουσα ρήτρα διαιτησίας ή που έχουν άμεση σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή (απόφαση Επιτροπή κατά Zoubek, προαναφερθείσα, EU:C:1986:501, σκέψη 11).

145    Δεδομένης της αυτοτέλειας των προαναφερθέντων μέσων παροχής ένδικης προστασίας και των ιδιαίτερων για καθένα από τα μέσα αυτά προϋποθέσεων θεμελιώσεως ευθύνης, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να προσδιορίζει αν η αγωγή της οποίας επιλαμβάνεται αφορά αίτημα αποζημιώσεως που στηρίζεται αντικειμενικώς σε δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία απορρέουν από σύμβαση ή δεν συνδέονται με κάποια σύμβαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg, C‑103/11 P, EU:C:2013:245, σκέψη 66).

146    Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι η απλή επίκληση νομικών κανόνων ή αρχών που δεν απορρέουν από τη σύμβαση που έχουν συνάψει οι συμβαλλόμενοι, αλλά που δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή της συμβατικής φύσεως της διαφοράς [βλ. αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2009, Guigard κατά Επιτροπής, C-214/08 P, EU:C:2009:330, σκέψη 43· Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg, σκέψη 145 ανωτέρω, EU:C:2013:245, σκέψη 65, και της 19ης Μαΐου 2010, Nexus Europe (Ireland) κατά Επιτροπής, T-424/08, EU:T:2010:211, σκέψη 60].

147    Εντούτοις, δεδομένου ότι, κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι, καταρχήν, αρμόδια να αποφαίνονται τόσο επί αγωγών που αφορούν εξωσυμβατική ευθύνη των οργάνων της Ένωσης όσο και επί αγωγών που αφορούν συμβατική ευθύνη των εν λόγω οργάνων όταν αυτά συνάπτουν σύμβαση περιλαμβάνουσα ρήτρα διαιτησίας, έχει κριθεί ότι, όταν το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, ενώ η διαφορά είναι, στην πραγματικότητα, συμβατικής φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σε εκ νέου χαρακτηρισμό της αγωγής αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, Lecureur κατά Επιτροπής, T-26/00, Συλλογή, EU:T:2001:222, σκέψη 38· διάταξη της 10ης Μαΐου 2004, Musée Grévin κατά Επιτροπής, T-314/03 και T‑378/03, Συλλογή, EU:T:2004:139, σκέψη 88, και απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T-29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 42).

148    Ειδικότερα, όπως τούτο γίνεται δεκτό από τη νομολογία, προκειμένου περί διαφοράς τέτοιας φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εκ νέου χαρακτηρισμό μιας αγωγής είτε όταν η ρητή βούληση του ενάγοντος να μη στηρίξει το αίτημά του στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ εμποδίζει έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Musée Grévin κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, EU:T:2004:139, σκέψη 88· αποφάσεις ΕΚVA κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, EU:T:2010:240, σκέψη 59, και διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T‑657/11, EU:T:2012:411, σκέψη 55) είτε όταν η αγωγή δεν στηρίζεται σε κανένα λόγο αντλούμενο από παράβαση των κανόνων που διέπουν την οικεία συμβατική σχέση, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συμβατική ρήτρα ή για διατάξεις της προσδιοριζόμενης στη σύμβαση εθνικής νομοθεσίας (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, Federación Española de Hostelería κατά EACEA, T‑340/13, EU:T:2014:889, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

149    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η εκ μέρους θεσμικού οργάνου παράβαση συμβατικής ρήτρας δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, καθαυτή, εξωσυμβατική ευθύνη του εν λόγω οργάνου έναντι αντισυμβαλλομένου με τον οποίο αυτό έχει συνάψει τη σύμβαση που περιέχει την εν λόγω ρήτρα. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η καταλογιστέα στο εν λόγω θεσμικό όργανο παρανομία είναι καθαρά συμβατικής φύσεως και απορρέει από τη δέσμευση που αυτό έχει αναλάβει ως συμβαλλόμενο μέρος και όχι λόγω μιας οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας, όπως είναι αυτή της διοικητικής αρχής. Κατά συνέπεια, όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, κάθε επιχείρημα περί παραβάσεως συμβατικής ρήτρας προς στήριξη αιτήματος αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να κρίνεται αλυσιτελές.

150    Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παράλληλη ύπαρξη συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης θεσμικού οργάνου της Ένωσης έναντι ενός αντισυμβαλλομένου. Πράγματι, η φύση των καταλογιστέων σε θεσμικό όργανο ζημιογόνων ενεργειών που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης δεν είναι προκαθορισμένη (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, σκέψη 142 ανωτέρω, EU:C:2004:174, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 18ης Δεκεμβρίου 2009, Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-440/03, T‑121/04, T-171/04, T-208/04, T-365/04 και T-484/04, Συλλογή, EU:T:2009:530, σκέψη 65). Ακόμα και αν υποτεθεί ότι υφίσταται μια τέτοια συνύπαρξη ειδών ευθύνης των οργάνων, αυτή θα εξαρτάται ωστόσο από την προϋπόθεση ότι, αφενός, η καταλογιστέα στο οικείο θεσμικό όργανο παρανομία συνιστά παράβαση όχι μόνο συμβατικής υποχρεώσεως, αλλά και γενικώς επιβαλλόμενης σε αυτό υποχρεώσεως και, αφετέρου, ότι η εν λόγω παρανομία που συνδέεται με την ως άνω γενική υποχρέωση προκάλεσε ζημία διαφορετική από εκείνη που προκύπτει από τη μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως.

151    Εν προκειμένω, τρεις από τις τέσσερις αιτιάσεις που προβάλλει η ενάγουσα προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, που συνοψίζονται στις σκέψεις 125 επ. ανωτέρω, στηρίζονται αντικειμενικώς σε προβαλλόμενες παραβάσεις συμβατικής φύσεως, ενώ δεν προβάλλεται καμία ζημία διαφορετική από εκείνη που προκύπτει από τη μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως.

152    Πράγματι, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από την Επιτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι η σχετική ενέργεια συνίσταται στην ενημέρωση των συντονιστών των σχεδίων ARTreat και Metabo περί της καταγγελίας, αντιστοίχως, της συμβάσεως ARTreat και της συμβάσεως Metabo. Η προβαλλόμενη εμπιστευτική πληροφορία, ήτοι η καταγγελία από την Επιτροπή των συμβάσεων ARTreat και Metabo με την ενάγουσα, είναι πληροφορία η οποία προέρχεται από την Επιτροπή και την οποία αυτή γνωρίζει ως συμβαλλόμενο μέρος και όχι ως διοικητική αρχή. Εξάλλου, οι συντονιστές των σχεδίων αυτών στους οποίους γνωστοποιήθηκε η προβαλλόμενη εμπιστευτική πληροφορία δεν είναι τρίτοι στις επίμαχες συμβάσεις. Είναι αντισυμβαλλόμενοι της ενάγουσας και της Επιτροπής. Τέλος, η ενάγουσα προβάλλει η ίδια, προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, παράβαση των άρθρων II.22, παράγραφος 8, του παραρτήματος II των εν λόγω συμβάσεων κατά τα οποία η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με τους κανονισμούς 2185/96 και (EK) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136, σ. 1), και παραλείπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο II.38, παράγραφος 2, του παραρτήματος II των εν λόγω συμβάσεων προβλέπει ότι η λήξη της συμμετοχής ενός ή περισσοτέρων δικαιούχων με πρωτοβουλία της Επιτροπής κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους, με αντίγραφο στον συντονιστή. Επομένως, η υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου την οποία η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη στηρίζεται αντικειμενικώς σε δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβατικής φύσεως και όχι σε υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, των οποίων έγινε επίκληση.

153    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η ενάγουσα δεν διευκρινίζει, ούτε αποδεικνύει, ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση της προβαλλόμενης εμπιστευτικής πληροφορίας στους συντονιστές των συμβάσεων της προκάλεσε ζημία διαφορετική από την οφειλόμενη στη μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως, ειδικότερα, των άρθρων II.22 και II.38 του παραρτήματος II των εν λόγω συμβάσεων.

154    Όσον αφορά την παράβαση της προβαλλόμενης συμφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και της Επιτροπής περί της οποίας γίνεται λόγος στα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι συμβαλλόμενοι εκτέλεσαν τις συμβάσεις ARTreat και Metabo. Το γεγονός ότι η ενάγουσα εκτιμά ότι, με τη μη τήρηση της εν λόγω συμφωνίας, η Επιτροπή παρέβη τους κανόνες της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, προέβη σε κατάχρηση της εξουσίας της και σε δυσμενή διάκριση και προσέβαλε τις αρχές της αναλογικότητας και της συνέχειας της διοικήσεως δεν κλονίζει τη διαπίστωση αυτή. Οι ως άνω αιτιάσεις αφορούν, στην πραγματικότητα, προβαλλόμενες παραβάσεις που συνδέονται αντικειμενικώς με δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβατικής φύσεως. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει, ούτε αποδεικνύει, ότι οι εν λόγω παραβάσεις τής προκάλεσαν ζημία διαφορετική από εκείνη που απορρέει από τη μη ορθή εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων.

155    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη μη αποδοχή των παρατηρήσεων επί των σχεδίων εκθέσεων οικονομικού ελέγχου των σχεδίων ARTreat και Metabo καθώς και τις προβαλλόμενες καθυστερήσεις στην έκδοση των οριστικών εκθέσεων οικονομικού ελέγχου σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων ARTreat και Metabo, οι αιτιάσεις αυτές συνδέονται αντικειμενικώς με την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων από την Επιτροπή ως συμβαλλόμενο μέρος. Η ενάγουσα προβάλλει εξάλλου, προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, παράβαση του άρθρου II.22, παράγραφος 5, των επίμαχων συμβάσεων. Η απλή επίκληση του σεβασμού των αρχών του εύλογου χρόνου και των δικαιωμάτων άμυνας, οι οποίες δεσμεύουν την Επιτροπή, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την τροποποίηση της συμβατικής φύσεως της διαφοράς. Τέλος και εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα δεν προβάλλει ειδικώς, ούτε αποδεικνύει, ότι οι εν λόγω παραβάσεις τής προκάλεσαν ζημία διαφορετική από εκείνη που απορρέει από τη μη ορθή εκτέλεση των συμβάσεων αυτών.

156    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο ερώτησε την ενάγουσα αν δέχεται να μεταβάλει τον χαρακτηρισμό του στηριζόμενου επί εξωσυμβατικής ευθύνης αιτήματός της αποζημιώσεως σε αίτημα αποζημιώσεως στηριζόμενο επί συμβατικής ευθύνης για το μέρος του στηριζόμενου επί εξωσυμβατικής ευθύνης αιτήματός της που βασίζεται επί αιτιάσεων οι οποίες αντλούνται από παράβαση των κανόνων των επίμαχων συμβάσεων. Απαντώντας, η ενάγουσα δήλωσε ότι δεν δέχεται έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό.

157    Δεδομένης της αρνητικής απαντήσεως της ενάγουσας όσον αφορά έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό και δεδομένου ότι οι τρεις αιτιάσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 151 επ. ανωτέρω, οι οποίες προβάλλονται προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως της ενάγουσας λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, αφορούν αντικειμενικώς την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, πρέπει να απορριφθεί το στηριζόμενο επί εξωσυμβατικής ευθύνης αίτημα αποζημιώσεως που βασίζεται επί των εν λόγω αιτιάσεων ως αλυσιτελές.

3.     Επί της καταχωρίσεως στον κατάλογο του ΣΕΠ

158    Αφενός, η ενάγουσα εκτιμά ότι η καταχώρισή της στο ΣΕΠ παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, διότι κατά τον χρόνο της εν λόγω καταχωρίσεως δεν υπήρχε οριστική απόφαση σχετική με τη σύμβαση J‑WeB.

159    Αφετέρου, υποστηρίζει ότι δεν είχε ενημερωθεί η ίδια για την καταχώρισή της, κατά παράβαση του άρθρου 8 της αποφάσεως 2008/969.

160    Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα επικαλέστηκε επίσης την απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, Planet κατά Επιτροπής (T-320/09, EU:T:2015:223), κατά την οποία δεν υφίσταται έννομη βάση για τις διαδικασίες του ΣΕΠ. Προσέθεσε ότι η καταχώρισή της στο ΣΕΠ της προκάλεσε σημαντική περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία. Η περιουσιακή ζημία επιδεινώθηκε από την κατά 31 μήνες καθυστέρηση που σημειώθηκε στη σύνταξη των οριστικών εκθέσεων.

161    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

162    Λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός του ΣΕΠ είναι να διασφαλίσει, στο πλαίσιο της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών της, την κυκλοφορία πληροφοριών «περιορισμένης χρήσεως» που αφορούν τρίτους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι δικαιούχοι επιδοτήσεων, που δυνητικά συνιστούν απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα και τη φήμη της Ένωσης ή για οιοδήποτε ταμείο διαχειρίζεται αυτή (βλ. αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 2008/969).

163    Οι καταχωρίσεις [«προειδοποιήσεις»] ΣΕΠ περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων πληροφοριακά στοιχεία για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των δικαιούχων επιδοτήσεων οι οποίοι συνιστούν απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα και τη φήμη της Ένωσης διότι διέπραξαν ή υπάρχει υπόνοια ότι έχουν διαπράξει απάτη ή σοβαρά διοικητικής φύσεως σφάλματα, ή έχουν εκδοθεί έναντι αυτών σημαντικά εντάλματα εισπράξεως (βλ. άρθρο 3 της αποφάσεως 2008/969). Ο υπόλογος της Επιτροπής, υπό την έννοια του άρθρου 4 της αποφάσεως 2008/969, διασφαλίζει τη διαχείριση του ΣΕΠ. Προβαίνει στην εισαγωγή, την τροποποίηση ή τη διαγραφή καταχωρίσεων ΣΕΠ (άρθρο 4 της αποφάσεως 2008/969). Μόνον ο αρμόδιος κύριος διατάκτης, ο γενικός διευθυντής ή ένας διευθυντής της OLAF ή της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου (IAS) μπορούν να απευθύνουν στον υπόλογο των λογιστικών υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά αιτήματα καταχωρίσεως (άρθρο 5 της αποφάσεως 2008/969).

164    Οι καταχωρίσεις υποδιαιρούνται σε διάφορες κατηγορίες σε συνάρτηση με τη φύση και τη βαρύτητα των πραγματικών περιστατικών που περιέρχονται σε γνώση της υπηρεσίας η οποία ζητεί την καταχώριση στο ΣΕΠ. Ειδικότερα, καταχώριση W1γ ζητείται ιδίως όταν από οικονομικό έλεγχο ή έρευνα που πραγματοποιούνται υπό την ευθύνη του αρμόδιου διατάκτη ή περιέρχονται σε γνώση του συνάγεται με επαρκή βεβαιότητα ότι ενδέχεται να καταχωρισθούν στο σύστημα ΣΕΠ τελικά πορίσματα για σοβαρά διοικητικά σφάλματα ή απάτη σε σχέση με τρίτους, ιδίως αν οι τελευταίοι είναι ή υπήρξαν δικαιούχοι κοινοτικών κεφαλαίων κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ένα αίτημα καταχωρίσεως W2β υποβάλλεται από τον αρμόδιο διατάκτη όταν σχετικές έρευνες οδηγήσουν σε διαπίστωση εγγράφως σοβαρών διοικητικών λαθών ή απάτης που αφορά τρίτους, ιδίως αν οι τελευταίοι είναι ή υπήρξαν δικαιούχοι κοινοτικών κεφαλαίων κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η καταχώριση W4 αφορά τρίτους για τους οποίους η Επιτροπή έχει εκδώσει εντάλματα εισπράξεως που υπερβαίνουν ορισμένο ποσό και η πληρωμή των οποίων έχει καθυστερήσει σημαντικά. Η καταχώριση παραμένει ενεργή όσο εκκρεμεί η οφειλή (άρθρα 10, 11 και 13 της αποφάσεως 2008/969).

165    Εν προκειμένω, απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή ανέφερε ότι η ενάγουσα είχε αρχικώς καταχωρισθεί στον κατάλογο ΣΕΠ W1γ, από τις 28 Νοεμβρίου 2011 μέχρι τις 12 Μαΐου 2012, στη συνέχεια στον κατάλογο W2β, από τις 31 Μαΐου 2012 μέχρι τις 21 Απριλίου 2014, και τέλος, στον κατάλογο W4 από τις 10 Ιουλίου 2013, η δε καταχώριση αυτή εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι την ημέρα διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

166    Η καταχώριση της ενάγουσας στο ΣΕΠ εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής της αποφάσεως 2008/969, από την Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως διοικητικής αρχής. Τα αιτήματα αποζημιώσεως, λόγω καταχωρίσεως στο ΣΕΠ η οποία φέρεται ως παράνομη, εμπίπτουν στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης για ενέργειες της Επιτροπής. Επομένως, η ενάγουσα ορθώς χαρακτήρισε το αίτημά της αποζημιώσεως ως στηριζόμενο επί εξωσυμβατικής ευθύνης ζητώντας να αποζημιωθεί για τις προβαλλόμενες παρανομίες που φέρεται ότι διέπραξε η Επιτροπή προβαίνοντας σε καταχώρισή της στο ΣΕΠ.

167    Εντούτοις, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

168    Πράγματι, στο μέτρο που η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι καταχώρισε το όνομά της στο ΣΕΠ ενώ δεν υπήρχε ακόμη οριστική απόφαση όσον αφορά τη σύμβαση J‑WeB και ότι παρέβη το άρθρο 8 της αποφάσεως 2008/969, διότι δεν την ενημέρωσε προηγουμένως για μια ενδεχόμενη καταχώριση στο ΣΕΠ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύμβαση J‑WeB είχε συναφθεί μεταξύ Επιτροπής και ενάγουσας πριν από την έναρξη ισχύος της αποφάσεως 2008/969, οπότε δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, ότι δεν την ενημέρωσε πριν από τη χορήγηση των επιδοτήσεων τις οποίες αφορούσε η σύμβαση J‑WeB για το γεγονός ότι στοιχεία σχετικά με την ίδια μπορούσαν να καταχωριστούν στο ΣΕΠ. Ακόμη, η ενάγουσα δεν εκθέτει επαρκώς για ποιους λόγους η εν λόγω καταχώριση, πριν από την οριστική απόφαση σχετικά με τη σύμβαση J‑WeB, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι δεν περατώθηκε ο οικονομικός έλεγχος της συμβάσεως J‑WeB δεν αρκεί για να λογίζεται η καταχώριση ως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι η απόφαση 2008/969 παρέχει τη δυνατότητα τέτοιας καταχωρίσεως όταν, με βάση πληροφοριακά στοιχεία, συνάγεται με επαρκή βεβαιότητα ότι ενδέχεται να καταχωριστούν στο σύστημα ΣΕΠ τελικά πορίσματα για σοβαρά διοικητικά σφάλματα ή απάτη σε σχέση με τρίτους (βλ. άρθρο 10 της αποφάσεως 2008/969).

169    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η καταχώριση της ενάγουσας στο ΣΕΠ πάσχει λόγω κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου, για την οποία υπέχει ευθύνη η Ένωση για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω ή λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως της αποφάσεως 2008/969, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως Planet κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω (EU:T:2015:223), διαπιστώνεται ότι η προβαλλόμενη ζημία δεν μπορεί να προκλήθηκε από τις ως άνω παρανομίες ή ότι η ζημία αυτή δεν προκύπτει με επαρκή βεβαιότητα.

170    Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι ευθύνη της Ένωσης στοιχειοθετείται μόνον εάν ο ενάγων διάδικος όντως υπέστη πραγματική και βεβαία ζημία (αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1982, De Franceschi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 51/81, Συλλογή, EU:C:1982:20, σκέψη 9, και της 16ης Ιανουαρίου 1996, Candiotte κατά Συμβουλίου, T-108/94, Συλλογή, EU:T:1996:5, σκέψη 54). Εναπόκειται στον ενάγοντα διάδικο να προσκομίσει στον δικαστή της Ένωσης αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη και την έκταση μιας τέτοιας ζημίας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1976, Roquette frères κατά Επιτροπής, 26/74, Συλλογή, EU:C:1976:69, σ. 677, σκέψεις 22 έως 24· της 9ης Ιανουαρίου 1996, Koelman κατά Επιτροπής, T-575/93, Συλλογή, EU:T:1996:1, σκέψη 97, και της 28ης Απριλίου 1998, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-184/95, Συλλογή, EU:T:1998:74, σκέψη 60).

171    Ακόμη, έχει κριθεί ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, αιτιώδης συνάφεια διαπιστώνεται όταν υφίσταται άμεση σχέση αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο όργανο της Ένωσης και της προβαλλόμενης ζημίας, σχέση την οποία οφείλει να αποδείξει ο ενάγων. Επομένως, η προσαπτόμενη συμπεριφορά πρέπει να είναι η καθοριστική αιτία της ζημίας (βλ. απόφαση Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 150 ανωτέρω, EU:T:2009:530, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

172    Όσον αφορά, όμως, την προβαλλόμενη από την ενάγουσα περιουσιακή ζημία, πρέπει να σημειωθεί ότι, με τα υπομνήματά της, η ενάγουσα απλώς εκτίμησε ότι η μη τήρηση από την Επιτροπή της συμφωνίας της 22ας Αυγούστου 2012 είχε ως συνέπεια να υποχρεωθεί η ίδια στην καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως για τη σύμβαση J‑WeB ύψους 25 643,16 ευρώ, καθώς και στην καταβολή των δικαστικών εξόδων λόγω της παραιτήσεώς της στις υποθέσεις T-365/12 και T‑365/12 R ύψους 4 290 ευρώ. Η ενάγουσα εκτιμά, με τον τρόπο αυτόν, ότι η αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία λόγω παραβάσεως από την Επιτροπή της συμφωνίας που είχαν συνάψει ανέρχεται σε 29 933,16 ευρώ.

173    Η ανωτέρω προβαλλόμενη περιουσιακή ζημία δεν έχει αρκούντως άμεση σχέση αιτίου και αποτελέσματος με τις ενέργειες που προσάπτονται στην Επιτροπή οι οποίες αφορούν την καταχώριση της ενάγουσας στο ΣΕΠ.

174    Όσον αφορά τη μη περιουσιακή ζημία, η ενάγουσα διατείνεται μόνον ότι η παράνομη γνωστοποίηση του αποκλεισμού της από τα σχέδια ARTreat και Metabo στους συντονιστές, αντιστοίχως, των σχεδίων ARTreat και Metabo προκάλεσε σημαντική ζημία στην εικόνα και την επαγγελματική φήμη της, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου και της σημασίας των εν λόγω συντονιστών. Για την εκτίμηση της μη περιουσιακής ζημίας, η ενάγουσα φρονεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η εκ μέρους της ορθή εκτέλεση του έργου J‑WeB και η παράβαση των υποχρεώσεων της Επιτροπής έναντι των αρχών του εύλογου χρόνου και του δικαιώματος ακροάσεως. Η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι η παράνομη δημοσιοποίηση επήλθε πριν η ίδια μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά της να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με το έργο J‑WeB. Προβάλλει επίσης την έλλειψη αμεροληψίας των υπαλλήλων της Επιτροπής. Οι καθυστερήσεις κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεων της Επιτροπής τής προκάλεσαν οικονομική ασφυξία και μη περιουσιακή ζημία. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, εκτιμά τη μη περιουσιακή ζημία που υπέστη σε 60 000 ευρώ.

175    Καμία τέτοια μη περιουσιακή ζημία δεν έχει αρκούντως άμεση σχέση αιτίου και αποτελέσματος με τις ενέργειες που προσάπτονται στην Επιτροπή όσον αφορά την καταχώριση της ενάγουσας στο ΣΕΠ.

176    Τα επιχειρήματα της ενάγουσας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την προβαλλόμενη ζημία την οποία προκάλεσε η καταχώρισή της στο ΣΕΠ δεν επηρεάζουν την εκτίμηση αυτή. Πράγματι, τα ως άνω επιχειρήματα προβάλλονται εκπροθέσμως και δεν διευκρινίζουν ούτε την έκταση της εν λόγω ζημίας ούτε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και των παρανομιών που συνδέονται με την καταχώριση στο ΣΕΠ.

177    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στο σύνολό του το στηριζόμενο επί εξωσυμβατικής ευθύνης αίτημα αποζημιώσεως της ενάγουσας που βασίζεται στην προβαλλόμενη παράνομη καταχώρισή της στο ΣΕΠ.

178    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το αίτημα αντισταθμιστικών τόκων και τόκων υπερημερίας, δεδομένου ότι είναι παρακολουθηματικό των κύριων αιτημάτων αποζημιώσεως, τα οποία απορρίφθηκαν στο σύνολό τους.

179    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω λόγων, το στηριζόμενο επί εξωσυμβατικής ευθύνης αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και η αγωγή της ενάγουσας στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

180    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

181    Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει την d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Νοεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επί του στηριζόμενου στη συμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

Α – Εισαγωγή

B – Επί του παραδεκτού

1.  Επί της παραβάσεως των άρθρων II.22 και II.38 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat

2.  Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων όσον αφορά άλλα σχέδια πέραν αυτών του έργου ARTreat

3.  Επί του παραδεκτού του δεύτερου μέρους του πρώτου αιτήματος

Γ – Επί της ουσίας

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2.  Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

3.  Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

α) Επί της συμφωνίας της καταγγελίας προς την αρχή της αναλογικότητας

β) Επί του αιτήματος καταβολής ποσού 249 715,95 ευρώ

II –  Επί του στηριζόμενου σε εξωσυμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

A – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

B – Επί του παραδεκτού του στηριζόμενου σε εξωσυμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

1.  Επί του εννόμου συμφέροντος

2.  Επί της σαφήνειας των αιτιάσεων που προβάλλει η ενάγουσα προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης

Γ – Επί της ουσίας

1.  Επί των παραβάσεων του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς

2.  Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου και της συμφωνίας που μνημονεύεται στα πρακτικά της 22ας Αυγούστου 2012, επί της μη αποδοχής των παρατηρήσεων του προσωρινού οικονομικού ελέγχου των συμβάσεων ARTreat και Metabo, επί της μη εκδόσεως οριστικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και επί της παραβιάσεως της αρχής της «χρηστής διοικήσεως»

3.  Επί της καταχωρίσεως στον κατάλογο του ΣΕΠ

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1 Η παρούσα απόφαση αποτελεί το αντικείμενο δημοσιεύσεως αποσπασμάτων.