Language of document : ECLI:EU:T:2015:860

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2015 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Έκτο και έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης – Πρόωρη καταγγελία των συμβάσεων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα – Καλή πίστη – Εξωσυμβατική ευθύνη – Νέος χαρακτηρισμός της αγωγής – Συνύπαρξη αγωγών αποζημιώσεως λόγω συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης – Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (ΣΕΠ) – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα στους ιδιώτες – Αιτιώδης συνάφεια»

Στην υπόθεση T‑106/13,

d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους M. Aγγελόπουλο και Κ. Δάμη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal και A. Sauka, επικουρούμενους από τους Λ. Αθανασίου και Γ. Γεραπετρίτη, δικηγόρους,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγές λόγω συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης ασκούμενες στο πλαίσιο της εκτελέσεως διαφόρων συμβάσεων τις οποίες συνήψε η Επιτροπή με την ενάγουσα στο πλαίσιο του έκτου και του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Σκεπτικό

 I – Επί του στηριζόμενου στη συμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

[παραλειπόμενα]

 B – Επί του παραδεκτού

[παραλειπόμενα]

 2. Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων όσον αφορά άλλα σχέδια πέραν αυτών του έργου ARTreat

44      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να προβάλλει παραδεκτώς επιχειρήματα σχετικά με άλλα σχέδια πέραν αυτών του έργου ARTreat που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Επιπλέον, φρονεί ότι τα επιχειρήματα σχετικά με το έργο J‑WeB είχαν ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της αγωγής στην υπόθεση Τ-365/12, από την οποία η ενάγουσα παραιτήθηκε (διάταξη Synergy Hellas κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, EU:T:2012:461). Εκτιμά ότι θα ήταν αντίθετο προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και προς την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας να επιτρέπεται σε διαδίκους να υποβάλλουν εκ νέου αιτήματα και να προβάλλουν επιχειρήματα από τα οποία έχουν παραιτηθεί. Με τον τρόπο αυτόν η ενάγουσα απώλεσε κάθε έννομο συμφέρον προς προβολή αιτιάσεων κατά των συμπερασμάτων του οικονομικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συμβάσεως J‑WeB. Η ενάγουσα αμφισβητεί ότι τα επιχειρήματα αυτά προβάλλονται απαραδέκτως.

45      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή κατήγγειλε τη συναφθείσα με την ενάγουσα σύμβαση ARTreat κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, της ως άνω συμβάσεως λόγω παρατυπιών της ενάγουσας κατά την εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB. Στο μέτρο που η μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB αποτελεί την αιτία της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat, η ενάγουσα πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει την εν λόγω εκτέλεση με αγωγή αποζημιώσεως βάσει συμβατικής ευθύνης στρεφόμενη κατά της εν λόγω αποφάσεως περί καταγγελίας. Επομένως, κακώς η Επιτροπή διατείνεται ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τα επιχειρήματα που αφορούν το έργο J‑WeB στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης στηριζόμενης στη σύμβαση ARTreat.

46      Η παραίτηση της ενάγουσας στην υπόθεση T-365/12, Synergy Hellas κατά Επιτροπής (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), με αντικείμενο τη σύμβαση J‑WeB, δεν επηρεάζει το δικαίωμά της, στο πλαίσιο των παρόντων αιτημάτων που αφορούν τη συμβατική ευθύνη της Επιτροπής λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat, να επικαλεστεί τις παρατυπίες που αφορούν την εκτέλεση της συμβάσεως J‑WeB.

47      Πράγματι, σε περίπτωση παραιτήσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται ούτε επί του παραδεκτού ούτε επί της ουσίας, αλλά απλώς σημειώνει τη βούληση του ενάγοντος διαδίκου να μη συνεχίσει την ένδικη διαδικασία. Η διάταξη περί παραιτήσεως δεν παράγει δεδικασμένο. Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι, όταν ο προσφεύγων ή ενάγων διάδικος παραιτείται από εκκρεμή προσφυγή ή αγωγή του, η σχετική διαφορά παύει να υφίσταται, οπότε αίρεται η κατάσταση εκκρεμοδικίας λόγω της ασκήσεως άλλης αγωγής ή προσφυγής. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικότερα ότι το συμφέρον να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι διοικούμενοι να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της οικονομίας της δίκης δεν επιβάλλει να γίνει δεκτή η ύπαρξη εκκρεμοδικίας ακόμη και προκειμένου περί ενδίκου βοηθήματος από το οποίο ο ενδιαφερόμενος παραιτήθηκε, δεδομένου ότι το εν λόγω συμφέρον προστατεύεται επαρκώς με την καταδίκη του ενδιαφερομένου στα δικαστικά έξοδα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:368, σκέψη 32).

 3. Επί του παραδεκτού του δεύτερου μέρους του πρώτου αιτήματος

48      Κατά την Επιτροπή, τα αιτήματα σχετικά με την καταβολή ποσού 343 828,88 ευρώ πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα επειδή συνεχίζεται η διενέργεια του οικονομικού ελέγχου του έργου ARTreat. Η Επιτροπή εκθέτει ότι οι παρατηρήσεις, οι νέες δηλώσεις εξόδων και η ογκώδης συμπληρωματική τεκμηρίωση που προσκόμισε η ενάγουσα κατόπιν της ανακοινώσεως του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου για το έργο τελούν ακόμη υπό εξέταση από τους αρμόδιους ελεγκτές. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της παρούσας αγωγής, η μη καταβολή του ζητούμενου ποσού των 343 828,88 ευρώ είναι αβέβαιη και υποθετική (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2013, Planet κατά Επιτροπής, T-489/12, EU:T:2013:496, σκέψεις 38 και 42). Η ενάγουσα όμως δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις προς δικαιολόγηση του συμφέροντός της προς επίλυση της διαφοράς. Επιπροσθέτως, με τον τρόπο αυτόν ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί ανύπαρκτου ζητήματος, ή ακόμα και επί ανύπαρκτης πράξεως. Η ενάγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση αυτή και φρονεί ότι της οφειλόταν το ποσό των 343 828,88 ευρώ.

49      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κάθε πρόσωπο που ασκεί ένδικο βοήθημα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Lior κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Lior, T-192/01 και T‑245/04, EU:T:2009:365, σκέψη 247) και ότι το έννομο αυτό συμφέρον προϋποθέτει ότι το ως άνω ένδικο βοήθημα, με το αποτέλεσμά του, μπορεί να ωφελήσει τον διάδικο που το ασκεί (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C-515/06 P και C-519/06 P, Συλλογή, EU:C:2009:610, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Εν προκειμένω, με τα ως άνω αιτήματα ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε καταβολή προς εκτέλεση της συμβάσεως ARTreat. Η ενάγουσα ζητεί πράγματι από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να της καταβάλει εντόκως ποσό 343 828,88 ευρώ έναντι των προβλεπόμενων πληρωμών στο πλαίσιο του έργου ARTreat.

51      Από το γεγονός ότι τελεί υπό εξέταση από την Επιτροπή το αν τα έξοδα που προβάλλει η ενάγουσα είναι επιλέξιμα και, επομένως, αν η ίδια οφείλει να προβεί στην καταβολή του ποσού των 343 828,88 ευρώ δεν συνάγεται έλλειψη γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας υπό την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας. Πράγματι, ήδη από της ασκήσεως της αγωγής είναι πρόδηλο ότι η ενάγουσα θα έχει όφελος σε περίπτωση που η αγωγή της γίνει δεκτή. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα έχει γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το ποσό των 343 828,88 ευρώ πλέον τόκων σε εκτέλεση της συμβάσεως ARTreat.

52      Ακόμη, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της ενάγουσας με την αιτιολογία ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, η μη καταβολή στην ενάγουσα του ποσού των 343 828,88 ευρώ ήταν αβέβαιη ή υποθετική. Πράγματι, κατά την άσκηση της αγωγής, ήταν βέβαιο ότι η Επιτροπή δεν είχε καταβάλει το ποσό αυτό.

53      Τα ζητήματα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει το ποσό αυτό πριν από την άσκηση της αγωγής, αν μπορούσε να αναστείλει την καταβολή του λόγω του διεξαγόμενου οικονομικού ελέγχου και αν το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αναστείλει τη δικαστική διαδικασία μέχρι το πέρας του οικονομικού ελέγχου της Επιτροπής ή, αντιθέτως, αν έπρεπε να αποφανθεί απευθείας επί της επιλεξιμότητας των εξόδων συνεπάγονται την εκτίμηση στοιχείων που αφορούν την ουσία της αγωγής και όχι το παραδεκτό της. Συναφώς, έχει γίνει δεκτό, στο πλαίσιο αγωγής στηριζόμενης σε ρήτρα διαιτησίας, ότι η ύπαρξη βέβαιης, εκκαθαρισμένης και απαιτητής αξιώσεως συνιστά, κατά το εφαρμοστέο στη διαφορά δίκαιο, προϋπόθεση του βασίμου του αιτήματος καταβολής που διατυπώνει ο δικαιούχος της εν λόγω αξιώσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T-59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 280).

54      Το παραδεκτό των αιτημάτων της ενάγουσας με τα οποία ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει χρηματικό ποσό δεν επηρεάζεται από τη διάταξη Planet κατά Επιτροπής (σκέψη 48 ανωτέρω, EU:T:2013:496) την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή. Πράγματι, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση όπου η αγωγή της ενάγουσας αποσκοπεί σε παροχή εκ μέρους της Επιτροπής, με την αγωγή που είχε ασκήσει η ενάγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Planet ζητείτο να αναγνωριστεί εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης ότι αυτή εδικαιούτο να κρατήσει τα ήδη καταβληθέντα από την Επιτροπή ποσά δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων (βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Planet κατά Επιτροπής, C-564/13 P, EU:C:2015:124, σκέψη 18).

55      Όπως όμως τόνισε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τις προτάσεις της στην υπόθεση Planet κατά Επιτροπής (C-564/13 P, EU:C:2014:2352), μολονότι, όσον αφορά αγωγές με αίτημα την εκτέλεση συγκεκριμένης παροχής, το έννομο συμφέρον μπορεί ευκόλως να συνάγεται κατά κανόνα από το ίδιο το πλαίσιο του αγωγικού αιτήματος, για το έννομο συμφέρον του ενάγοντος στο πλαίσιο αφηρημένης δικαστικής αναγνωρίσεως της υπάρξεως ή μη έννομης σχέσεως ή συγκεκριμένου δικαιώματος απαιτείται κατά κανόνα ειδική αιτιολογία. Πράγματι, δεν εναπόκειται στα δικαστήρια της Ένωσης να εκδίδουν αφηρημένες νομικές γνωμοδοτήσεις (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Planet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσες, EU:C:2014:2352, σκέψη 41).

56      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει συναφώς η Επιτροπή.

Γ –     Επί της ουσίας

 1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

57      Το άρθρο II.38, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat προβλέπει ότι:

«[…] η Επιτροπή μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση επιδοτήσεως ή να παύσει τη συμμετοχή του δικαιούχου στις ακόλουθες περιπτώσεις: […]

c)      όταν ο δικαιούχος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διέπραξε παρατυπία κατά την εκτέλεση κάθε συμβάσεως επιδοτήσεως συναφθείσας με την Επιτροπή.»

58      Η έννοια της παρατυπίας ορίζεται στο άρθρο II.1, παράγραφος 10, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat ως «κάθε παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου ή κάθε παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως προκύπτουσας από πράξη ή παράλειψη εκ μέρους συμβαλλομένου η οποία έχει ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή σε προϋπολογισμούς διαχειριζόμενους από αυτές λόγω αδικαιολόγητης δαπάνης».

59      Η Επιτροπή κατήγγειλε τη συναφθείσα με την ενάγουσα σύμβαση για το έργο ARTreat κατ’ εφαρμογήν του προαναφερθέντος άρθρου II.38 για τον λόγο ότι ο οικονομικός έλεγχος της συμβάσεως J‑WeB που διενεργήθηκε από την εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες στο όνομα της Επιτροπής αποκάλυψε ότι μεγάλο μέρος των εξόδων που είχε δηλώσει η ενάγουσα δεν ήταν επιλέξιμο (βλ. τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB).

60      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η καταγγελία αυτή είναι παράνομη, διότι η Επιτροπή κακώς έκρινε μη επιλέξιμα τα έξοδά της για το έργο J‑WeB. Στηρίζει το αίτημά της αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης στο επιχείρημα ότι η εν λόγω καταγγελία παραβιάζει, αφενός, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, αφετέρου, την αρχή της αναλογικότητας (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω). Κατά την ενάγουσα, η παράνομη καταγγελία της συμβάσεως ARTreat της προκάλεσε ζημία ύψους 343 828,88 ευρώ. Από το ποσό αυτό, 94 112,93 ευρώ οφείλονται λόγω διαφυγόντος κέρδους για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat και της λήξεως του έργου ARTreat και 249 715,95 ευρώ οφείλονται λόγω των εξόδων στα οποία αυτή υποβλήθηκε πριν από την καταγγελία της συμβάσεως ARTreat.

 2. Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

61      Προς στήριξη του λόγου ότι η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρώτον, η ενάγουσα αμφισβητεί την αξιοπιστία της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB. Οι εκθέσεις οικονομικού ελέγχου της εταιρίας Ernst & Young σχετικά με το έργο Metabo και εκείνες της εταιρίας BDO σχετικά με το έργο J‑WeB επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία του συστήματος καταγραφής του χρόνου απασχολήσεως της ενάγουσας και τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών. Δεύτερον, η ενάγουσα φρονεί ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της ανάγκης προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η απόρριψη των δηλώσεών της δαπανών δεκαέξι μήνες μετά τον οικονομικό έλεγχο της συμβάσεως Metabo που διενήργησε η εταιρία Ernst & Young είναι εκτός ευλόγου χρόνου. Τρίτον, η ενάγουσα υποστηρίζει, όπως τούτο αποδεικνύεται από τα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012 και το ηλεκτρονικό μήνυμα της 24ης Σεπτεμβρίου 2012, ότι κατέληξε σε συμφωνία με την Επιτροπή σχετικά με τη μη καταγγελία της συμβάσεως ARTreat. Η Επιτροπή, ωστόσο, παρανόμως υπαναχώρησε από τη συμφωνία αυτή, προξενώντας της με τον τρόπο αυτόν σημαντική περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία.

62      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της ενάγουσας. Καταρχάς, λαμβανομένης υπόψη της σαφώς συμβατικής σχέσεώς της με την ενάγουσα, η Επιτροπή φρονεί ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να της προσάπτει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία υποχρεούται να τηρεί ως διοικητική αρχή έναντι των διοικουμένων. Ακόμη, εκτιμά ότι η ενάγουσα δεν προέβαλε κανένα λόγο σχετικό με τον τρόπο προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο δίκαιο των συμβάσεων. Στη συνέχεια, οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και σε κατάχρηση δικαιώματος είναι απαράδεκτες, προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και είναι υπερβολικά αόριστες. Τέλος και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν δημιούργησε οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην ενάγουσα και ότι δεν υπερέβη τον εύλογο χρόνο.

63      Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη ΛΕΕ έχει θεσπίσει σύστημα αυτοτελών μέσων παροχής ένδικης προστασίας. Το άρθρο 272 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδίδει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της.

64      Η ενάγουσα άσκησε αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης βάσει της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9 της συμβάσεως ARTreat, το οποίο προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι μόνο αρμόδιο να αποφαίνεται, σε πρώτο βαθμό, επί κάθε διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του δικαιούχου όσον αφορά την ερμηνεία, την εφαρμογή και το κύρος της εν λόγω συμβάσεως επιδοτήσεως (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω).

65      Στο πλαίσιο της αγωγής αυτής αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης, η ενάγουσα προέβαλε, για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 61 ανωτέρω, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η ενάγουσα εκθέτει περαιτέρω ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία προέβαλε «[εξετάζεται] από τη σκοπιά του πολίτη» και «επιβάλλει την προστασία της εμπιστοσύνης του τελευταίου στη διατήρηση και στην αξιοπιστία της κρατικής δράσεως, βάσει της οποίας προέβη σε κάποιες ενέργειες ή στην οποία στήριξε προσδοκίες». Επιπλέον, κατά την ενάγουσα, η αρχή αυτή συνιστά «περιορισμό του δικαιώματος ανακλήσεως των παρανόμων διοικητικών πράξεων».

66      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία επικαλέστηκε η ενάγουσα διέπει τη σχέση εξαρτήσεως των διοικούμενων με τη διοίκηση και να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι της διοικήσεως της Ένωσης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η ως άνω διοίκηση, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Συνιστούν τέτοιες διαβεβαιώσεις, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν, ακριβή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2003, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, T-273/01, Συλλογή, EU:T:2003:78, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή υπάγεται, επομένως, στον έλεγχο νομιμότητας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τον οποίο μπορεί να ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

67      Εντούτοις, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί της υποθέσεως ως δικαστήριο κρίνον με βάση τη σύμβαση. Ασφαλώς, καίτοι, δυνάμει του άρθρου 9 της συμβάσεως ARTreat (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω), η σύμβαση αυτή διέπεται μεταξύ άλλων από το δίκαιο της Ένωσης, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να μεταβάλει την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου όπως αυτή προσδιορίζεται από το ένδικο βοήθημα που επέλεξε η ενάγουσα. Κατά συνέπεια, με την αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης η ενάγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή παρά μόνον παραβάσεις του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, δηλαδή παραβάσεις των συμβατικών όρων, του δημοσιονομικού κανονισμού ή των αρχών του περί συμβάσεων δικαίου της Ένωσης και, επικουρικώς, των αρχών του βελγικού δικαίου των συμβάσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Burie Onderzoek en Advies, T-179/06, EU:T:2009:171, σκέψη 118).

68      Επομένως, στο πλαίσιο του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης που διατυπώνει η ενάγουσα, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να κρίνει απαράδεκτη την αιτίαση που στηρίζεται σε παραβίαση από την Επιτροπή, κατά την εκτέλεση της συμβάσεως ARTreat, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αυτή ορίζεται στη σκέψη 66 ανωτέρω.

69      Ωστόσο, με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα εκθέτει περαιτέρω ότι η αιτίασή της που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και της απαγορεύσεως της καταχρηστικής εφαρμογής των συμβατικών ρητρών.

70      Σε αντίθεση με όσα διατείνεται η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στις έγγραφες ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το επιχείρημα αυτό δεν είναι απαράδεκτο λόγω της εκπρόθεσμης προβολής του ή λόγω της αοριστίας του. Πράγματι, ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2007, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, T‑107/04, Συλλογή, EU:T:2007:85, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, όμως, η ενάγουσα επικαλέστηκε με το δικόγραφο της αγωγής την εφαρμογή του άρθρου 1134 του βελγικού αστικού κώδικα, που έχει εφαρμογή στη σύμβαση ARTreat δυνάμει του άρθρου 9 αυτής. Το ως άνω άρθρο του βελγικού αστικού κώδικα επιβάλλει στους συμβαλλομένους την υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως της συμβάσεως. Επιπλέον, είναι δυνατή η επίκληση μιας μορφής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο δίκαιο των συμβάσεων όταν εντάσσεται στο πλαίσιο της τηρήσεως της υποχρεώσεως των συμβαλλομένων μερών προς καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως.

71      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται την αοριστία της αιτιάσεως της ενάγουσας διότι, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ισχυρίστηκε ότι ο δικαιούχος χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης που δεν τηρεί τους ουσιώδεις όρους χορηγήσεως της συνδρομής δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αμφισβητήσει την άρνηση της Επιτροπής να του χορηγήσει το αρχικώς συμφωνηθέν ποσό και ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλείται την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διότι δεν τήρησε τους οικονομικής φύσεως όρους από τους οποίους εξαρτάτο η χρηματοδοτική συνδρομή.

72      Το ότι δεν μπορεί να αποκλείεται η επίκληση μιας μορφής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο δίκαιο των συμβάσεων όταν αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της τηρήσεως της υποχρεώσεως των συμβαλλομένων μερών προς καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως απορρέει από το γεγονός ότι η εν λόγω αρχή καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων αποκλείει την εκτέλεση της συμβάσεως κατά τρόπο ο οποίος συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.

73      Το βελγικό ακυρωτικό (Cour de cassation) έκρινε συναφώς ότι η αρχή την οποία θέτει το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα, δυνάμει της οποίας οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται καλοπίστως, απαγορεύει σε κάθε συμβαλλόμενο την κατάχρηση δικαιώματος που του αναγνωρίζεται από τη σύμβαση. Η κατάχρηση δικαιώματος συνίσταται στην άσκησή του με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο (Cass. 16 Νοεμβρίου 2007, AR nr C.06.0349.F.1). Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλείεται να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος το γεγονός ότι ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμά του αφού δημιούργησε, στον αντισυμβαλλόμενό του, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν θα ενεργήσει με τρόπο αντικειμενικώς ασυμβίβαστο προς τη συνήθη άσκηση του σχετικού δικαιώματος.

74      Εντούτοις, εν προκειμένω, η Επιτροπή ουδόλως δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην ενάγουσα ότι δεν θα προέβαινε σε καταγγελία της συμβάσεως ARTreat κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της εν λόγω συμβάσεως κατόπιν των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB από την εταιρία Κυπρής & Συνεργάτες ο οποίος αποκάλυψε μεγάλο αριθμό απαράδεκτων εξόδων.

75      Πράγματι, στο μέτρο που η ενάγουσα εκτιμά ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο ότι τα έξοδά της για το έργο J‑WeB θα κρίνονταν επιλέξιμα, διότι η εταιρία Ernst & Young είχε διενεργήσει παρόμοιο οικονομικό έλεγχο σχετικά με το έργο Metabo και είχε κρίνει ότι τα έξοδά της ήταν επιλέξιμα, πρέπει να σημειωθεί ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο Metabo, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, δεν ήταν παρά ένα σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Ο προσωρινός χαρακτήρας της εκθέσεως αυτής αποκλείει τη δυνατότητα να έχει η ενάγουσα οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

76      Επιπλέον, η ενάγουσα παραλείπει να εκθέσει με επαρκή ακρίβεια για ποιο λόγο φρονεί ότι η εκτίμηση των εξόδων της συμβάσεως Metabo μπορούσε να ισχύσει και σχετικά με τα έξοδα του έργου J‑WeB. Επίσης δεν εκθέτει βάσει ποιων στοιχείων εκτιμά ότι η έκθεση αυτή οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο Metabo είχε γίνει δεκτή από την Επιτροπή. Στο εν λόγω σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου επισημαίνεται ότι η ως άνω έκθεση συντάχθηκε αιτήσει της Επιτροπής, αλλά ότι οι γνώμες που εκφράζονται σε αυτήν είναι εκείνες του ανεξάρτητου οικονομικού ελεγκτή και δεν αποτελούν την επίσημη θέση της Επιτροπής. Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι το σχέδιο αυτό εκθέσεως δεν οριστικοποιήθηκε ποτέ ως μη αποδεκτό και ότι έπρεπε να αντικατασταθεί από την έκθεση οικονομικού ελέγχου του έργου ARTreat.

77      Τα ως άνω συμπεράσματα δεν κλονίζονται από την περίσταση που προβάλλει η ενάγουσα ότι παρήλθαν δεκαέξι μήνες μεταξύ της εκδόσεως του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου από την εταιρία Ernst & Young σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως Metabo και της απορρίψεως μεγάλου αριθμού εξόδων κατόπιν του οικονομικού ελέγχου εκτελέσεως της συμβάσεως J‑WeB. Πράγματι, ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ των δύο αυτών εκτιμήσεων δεν έχει συνέπειες για την ακρίβεια ή μη των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις εν λόγω εκθέσεις ελέγχου. Ακόμα, η πάροδος του ως άνω χρόνου δεν καθιστά βεβαιότερη την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην πρώτη έκθεση οικονομικού ελέγχου.

[παραλειπόμενα]

 3. Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

α)       Επί της συμφωνίας της καταγγελίας προς την αρχή της αναλογικότητας

87      Η ενάγουσα φρονεί ότι, κατ’ ουσίαν, η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat κατόπιν της εκθέσεως του οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, πρώτον, διατείνεται ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB διαπιστώνει εσφαλμένως οικονομικές παρατυπίες όπως το αποδεικνύουν οι εκθέσεις οικονομικού ελέγχου που καταρτίστηκαν από τις εταιρίες BDO και Ernst & Young και ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB είναι αποτέλεσμα αυθαίρετης εκτιμήσεως λόγω ελλείψεως αμεροληψίας εκ μέρους της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες. Δεύτερον, η ενάγουσα φρονεί ότι η καταγγελία αυτή ήταν αντίθετη προς όσα είχε συμφωνήσει με την Επιτροπή κατά τη συνάντηση της 22ας Αυγούστου 2012. Τρίτον, προβάλλει υπέρβαση των προθεσμιών που προβλέπονται, αφενός, στο σημείο 5.3 του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/161, για την επανεξέταση της καταγγελίας της συμβάσεως ARTreat από την επιτροπή προσφυγών, και, αφετέρου, στο άρθρο II.22 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat για την αποστολή της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Τέλος, η ενάγουσα εκτιμά ότι η καταγγελία των συμβάσεων ARTreat και Metabo είναι παράνομη, διότι επήλθε τόσο πριν από τη λήξη της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών όσο και πριν από την απόφαση της επιτροπής αυτής. Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά και εκτιμά ότι η εν λόγω καταγγελία ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

88      Λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Η αρχή αυτή επιτάσσει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T-383/11, EU:T:2013:431, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Η αρχή αυτή προορίζεται να ρυθμίσει όλους τους τρόπους δράσεως της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατικής ή μη συμβατικής φύσεως (απόφαση της 25ης Μαΐου 2004, Distilleria Palma κατά Επιτροπής, T-154/01, Συλλογή, EU:T:2004:154, σκέψη 44). Πράγματι, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων, η τήρηση της αρχής αυτής εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης υποχρεώσεως των συμβαλλομένων για καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως. Δυνάμει του βελγικού δικαίου που έχει εφαρμογή στη σύμβαση ARTreat (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω), η υποχρέωση καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων απαγορεύει σε κάθε συμβαλλόμενο να ασκήσει ένα δικαίωμα με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από τον συνετό και επιμελή δικαιούχο (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω).

90      Εν προκειμένω, η Επιτροπή κατήγγειλε μονομερώς, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat, τη συμμετοχή της ενάγουσας στη σύμβαση αυτή κατόπιν της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου της συμβάσεως J‑WeB. Η Επιτροπή έκρινε ότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το έργο J‑WeB αποδείκνυε ότι η ενάγουσα είχε διαπράξει παρατυπία υπό την έννοια του άρθρου II.1 του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat, που της παρείχε τη δυνατότητα να καταγγείλει μονομερώς την ως άνω σύμβαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως αυτής.

91      Προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας το άρθρο II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat πρέπει να σημειωθεί ότι, στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με τη σύμβαση που συνήψε η Επιτροπή με την ενάγουσα για την επιχορήγηση του έργου J‑WeB, οι ελεγκτές της εταιρίας Κυπρής & Συνεργάτες απέρριψαν όλα τα δηλωθέντα έξοδα προσωπικού, κρίνοντάς τα ως μη επιλέξιμα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες διαπιστώσεις:

–        το αναξιόπιστο σύστημα καταγραφής χρόνου εργασίας της ενάγουσας·

–        την έλλειψη επαρκών και κατάλληλων αποδεικτικών στοιχείων ικανών να επιβεβαιώσουν τον αριθμό ωρών και τη συμβολή του προσωπικού που δήλωσε η ενάγουσα για την εκτέλεση του έργου, και

–        την ύπαρξη συμβάσεως υπεργολαβίας συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και μιας τρίτης εταιρίας, που οδήγησε στην έκδοση τιμολογίων αναφερόμενων στη σύμβαση J‑WeB, συμβάσεως η οποία δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε είχε εγκριθεί από αυτήν και η οποία δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τον φορέα που πράγματι εκτέλεσε το έργο J‑WeB.

92      Επομένως, η δήλωση των σχετικών εξόδων από την ενάγουσα προς επιστροφή τους από την Επιτροπή δεν ήταν αξιόπιστη, η δε ενάγουσα παρέβη τη συμβατική της υποχρέωση να δηλώσει μόνον επιλέξιμα έξοδα. Οι ως άνω ελλείψεις συνιστούν παρατυπίες υπό την έννοια του άρθρου II.1, παράγραφος 10, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat. Πράγματι, έχουν ή μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Δικαιολογούν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat, την καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως χωρίς η καταγγελία αυτή να μπορεί να λογίζεται αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας ή να αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος. Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί το κύρος των λόγων καταγγελίας τους οποίους προβλέπει το άρθρο II.38, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παραρτήματος II της συμβάσεως ARTreat. Επιπλέον, οι παρατυπίες που διαπίστωσε ο οικονομικός έλεγχος είναι αρκούντως σοβαρές ώστε η καταγγελία της συμβάσεως ARTreat να μην αποτελεί άσκηση του δικαιώματος μονομερούς καταγγελίας υπερβαίνουσα προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο.

[παραλειπόμενα]

 II – Επί του στηριζόμενου σε εξωσυμβατική ευθύνη αιτήματος αποζημιώσεως

[παραλειπόμενα]

 Γ – Επί της ουσίας

[παραλειπόμενα]

 2. Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου και της συμφωνίας που μνημονεύεται στα πρακτικά της 22ας Αυγούστου 2012, επί της μη αποδοχής των παρατηρήσεων του προσωρινού οικονομικού ελέγχου των συμβάσεων ARTreat και Metabo, επί της μη εκδόσεως οριστικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και επί της παραβιάσεως της αρχής της «χρηστής διοικήσεως»

141    Η Επιτροπή φρονεί ότι το αντικείμενο του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της ενάγουσας αφορά, εν προκειμένω, ζημία εκ συμβατικής ευθύνης. Εξ αυτού συνάγει ότι τα επιχειρήματα της ενάγουσας προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να εκτιμηθούν βάσει των συμβατικών ρητρών.

142    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη ΛΕΕ θεσπίζει πλήρες σύστημα μέσων παροχής ένδικης προστασίας. Καθένα από τα μέσα αυτά παροχής ένδικης προστασίας είναι αυτοτελές, έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων παροχής ένδικης προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως τιθέμενες με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό της (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2004, Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, C‑234/02 P, Συλλογή, EU:C:2004:174, σκέψη 59, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-402/05 P και C-415/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:461, σκέψη 281).

143    Η αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, την οποία προβλέπει το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας που απορρέει από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά για την οποία ευθύνεται θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης (απόφαση Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, σκέψη 142 ανωτέρω, EU:C:2004:174, σκέψη 59). Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 124 ανωτέρω, η ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο της Ένωσης, το υποστατό της ζημίας, καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας.

144    Η αγωγή αποζημιώσεως εκ συμβατικής ευθύνης, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας που απορρέει από σύμβαση συναφθείσα με την Ένωση ή για λογαριασμό της. Η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης και η ευθύνη των συμβαλλομένων μερών εξαρτώνται από το περιεχόμενο των συμβατικών ρητρών και, ιδίως, από τη ρήτρα περί απονομής αρμοδιότητας και περί προσδιορισμού του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Η εν λόγω αρμοδιότητα συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, Συλλογή, EU:C:1986:501, σκέψη 11, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Arci Nuova associazione comitato di Cagliari και Gessa, T-259/09, EU:T:2010:536, σκέψη 39). Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εκδικάζει μόνον αγωγές που πηγάζουν από σύμβαση περιλαμβάνουσα ρήτρα διαιτησίας ή που έχουν άμεση σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή (απόφαση Επιτροπή κατά Zoubek, προαναφερθείσα, EU:C:1986:501, σκέψη 11).

145    Δεδομένης της αυτοτέλειας των προαναφερθέντων μέσων παροχής ένδικης προστασίας και των ιδιαίτερων για καθένα από τα μέσα αυτά προϋποθέσεων θεμελιώσεως ευθύνης, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να προσδιορίζει αν η αγωγή της οποίας επιλαμβάνεται αφορά αίτημα αποζημιώσεως που στηρίζεται αντικειμενικώς σε δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία απορρέουν από σύμβαση ή δεν συνδέονται με κάποια σύμβαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg, C‑103/11 P, EU:C:2013:245, σκέψη 66).

146    Έτσι, έχει γίνει δεκτό ότι η απλή επίκληση νομικών κανόνων ή αρχών που δεν απορρέουν από τη σύμβαση που έχουν συνάψει οι συμβαλλόμενοι, αλλά που δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή της συμβατικής φύσεως της διαφοράς [βλ. αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2009, Guigard κατά Επιτροπής, C-214/08 P, EU:C:2009:330, σκέψη 43· Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg, σκέψη 145 ανωτέρω, EU:C:2013:245, σκέψη 65, και της 19ης Μαΐου 2010, Nexus Europe (Ireland) κατά Επιτροπής, T-424/08, EU:T:2010:211, σκέψη 60].

147    Εντούτοις, δεδομένου ότι, κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι, καταρχήν, αρμόδια να αποφαίνονται τόσο επί αγωγών που αφορούν εξωσυμβατική ευθύνη των οργάνων της Ένωσης όσο και επί αγωγών που αφορούν συμβατική ευθύνη των εν λόγω οργάνων όταν αυτά συνάπτουν σύμβαση περιλαμβάνουσα ρήτρα διαιτησίας, έχει κριθεί ότι, όταν το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, ενώ η διαφορά είναι, στην πραγματικότητα, συμβατικής φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σε εκ νέου χαρακτηρισμό της αγωγής αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, Lecureur κατά Επιτροπής, T-26/00, Συλλογή, EU:T:2001:222, σκέψη 38· διάταξη της 10ης Μαΐου 2004, Musée Grévin κατά Επιτροπής, T-314/03 και T‑378/03, Συλλογή, EU:T:2004:139, σκέψη 88, και απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T-29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 42).

148    Ειδικότερα, όπως τούτο γίνεται δεκτό από τη νομολογία, προκειμένου περί διαφοράς τέτοιας φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εκ νέου χαρακτηρισμό μιας αγωγής είτε όταν η ρητή βούληση του ενάγοντος να μη στηρίξει το αίτημά του στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ εμποδίζει έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Musée Grévin κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, EU:T:2004:139, σκέψη 88· αποφάσεις ΕΚVA κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, EU:T:2010:240, σκέψη 59, και διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Technion και Technion Research & Development Foundation κατά Επιτροπής, T‑657/11, EU:T:2012:411, σκέψη 55) είτε όταν η αγωγή δεν στηρίζεται σε κανένα λόγο αντλούμενο από παράβαση των κανόνων που διέπουν την οικεία συμβατική σχέση, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συμβατική ρήτρα ή για διατάξεις της προσδιοριζόμενης στη σύμβαση εθνικής νομοθεσίας (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, Federación Española de Hostelería κατά EACEA, T‑340/13, EU:T:2014:889, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

149    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η εκ μέρους θεσμικού οργάνου παράβαση συμβατικής ρήτρας δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, καθαυτή, εξωσυμβατική ευθύνη του εν λόγω οργάνου έναντι αντισυμβαλλομένου με τον οποίο αυτό έχει συνάψει τη σύμβαση που περιέχει την εν λόγω ρήτρα. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η καταλογιστέα στο εν λόγω θεσμικό όργανο παρανομία είναι καθαρά συμβατικής φύσεως και απορρέει από τη δέσμευση που αυτό έχει αναλάβει ως συμβαλλόμενο μέρος και όχι λόγω μιας οποιασδήποτε άλλης ιδιότητας, όπως είναι αυτή της διοικητικής αρχής. Κατά συνέπεια, όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, κάθε επιχείρημα περί παραβάσεως συμβατικής ρήτρας προς στήριξη αιτήματος αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να κρίνεται αλυσιτελές.

150    Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παράλληλη ύπαρξη συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης θεσμικού οργάνου της Ένωσης έναντι ενός αντισυμβαλλομένου. Πράγματι, η φύση των καταλογιστέων σε θεσμικό όργανο ζημιογόνων ενεργειών που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης δεν είναι προκαθορισμένη (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, σκέψη 142 ανωτέρω, EU:C:2004:174, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 18ης Δεκεμβρίου 2009, Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-440/03, T‑121/04, T-171/04, T-208/04, T-365/04 και T-484/04, Συλλογή, EU:T:2009:530, σκέψη 65). Ακόμα και αν υποτεθεί ότι υφίσταται μια τέτοια συνύπαρξη ειδών ευθύνης των οργάνων, αυτή θα εξαρτάται ωστόσο από την προϋπόθεση ότι, αφενός, η καταλογιστέα στο οικείο θεσμικό όργανο παρανομία συνιστά παράβαση όχι μόνο συμβατικής υποχρεώσεως, αλλά και γενικώς επιβαλλόμενης σε αυτό υποχρεώσεως και, αφετέρου, ότι η εν λόγω παρανομία που συνδέεται με την ως άνω γενική υποχρέωση προκάλεσε ζημία διαφορετική από εκείνη που προκύπτει από τη μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως.

151    Εν προκειμένω, τρεις από τις τέσσερις αιτιάσεις που προβάλλει η ενάγουσα προς στήριξη του αιτήματός της αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, που συνοψίζονται στις σκέψεις 125 επ. ανωτέρω, στηρίζονται αντικειμενικώς σε προβαλλόμενες παραβάσεις συμβατικής φύσεως, ενώ δεν προβάλλεται καμία ζημία διαφορετική από εκείνη που προκύπτει από τη μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως.

152    Πράγματι, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από την Επιτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι η σχετική ενέργεια συνίσταται στην ενημέρωση των συντονιστών των σχεδίων ARTreat και Metabo περί της καταγγελίας, αντιστοίχως, της συμβάσεως ARTreat και της συμβάσεως Metabo. Η προβαλλόμενη εμπιστευτική πληροφορία, ήτοι η καταγγελία από την Επιτροπή των συμβάσεων ARTreat και Metabo με την ενάγουσα, είναι πληροφορία η οποία προέρχεται από την Επιτροπή και την οποία αυτή γνωρίζει ως συμβαλλόμενο μέρος και όχι ως διοικητική αρχή. Εξάλλου, οι συντονιστές των σχεδίων αυτών στους οποίους γνωστοποιήθηκε η προβαλλόμενη εμπιστευτική πληροφορία δεν είναι τρίτοι στις επίμαχες συμβάσεις. Είναι αντισυμβαλλόμενοι της ενάγουσας και της Επιτροπής. Τέλος, η ενάγουσα προβάλλει η ίδια, προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, παράβαση των άρθρων II.22, παράγραφος 8, του παραρτήματος II των εν λόγω συμβάσεων κατά τα οποία η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με τους κανονισμούς 2185/96 και (EK) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136, σ. 1), και παραλείπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο II.38, παράγραφος 2, του παραρτήματος II των εν λόγω συμβάσεων προβλέπει ότι η λήξη της συμμετοχής ενός ή περισσοτέρων δικαιούχων με πρωτοβουλία της Επιτροπής κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους, με αντίγραφο στον συντονιστή. Επομένως, η υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου την οποία η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη στηρίζεται αντικειμενικώς σε δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβατικής φύσεως και όχι σε υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, των οποίων έγινε επίκληση.

153    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η ενάγουσα δεν διευκρινίζει, ούτε αποδεικνύει, ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση της προβαλλόμενης εμπιστευτικής πληροφορίας στους συντονιστές των συμβάσεων της προκάλεσε ζημία διαφορετική από την οφειλόμενη στη μη ορθή εκτέλεση της συμβάσεως, ειδικότερα, των άρθρων II.22 και II.38 του παραρτήματος II των εν λόγω συμβάσεων.

154    Όσον αφορά την παράβαση της προβαλλόμενης συμφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και της Επιτροπής περί της οποίας γίνεται λόγος στα πρακτικά της συναντήσεως της 22ας Αυγούστου 2012, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι συμβαλλόμενοι εκτέλεσαν τις συμβάσεις ARTreat και Metabo. Το γεγονός ότι η ενάγουσα εκτιμά ότι, με τη μη τήρηση της εν λόγω συμφωνίας, η Επιτροπή παρέβη τους κανόνες της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, προέβη σε κατάχρηση της εξουσίας της και σε δυσμενή διάκριση και προσέβαλε τις αρχές της αναλογικότητας και της συνέχειας της διοικήσεως δεν κλονίζει τη διαπίστωση αυτή. Οι ως άνω αιτιάσεις αφορούν, στην πραγματικότητα, προβαλλόμενες παραβάσεις που συνδέονται αντικειμενικώς με δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβατικής φύσεως. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει, ούτε αποδεικνύει, ότι οι εν λόγω παραβάσεις τής προκάλεσαν ζημία διαφορετική από εκείνη που απορρέει από τη μη ορθή εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων.

155    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη μη αποδοχή των παρατηρήσεων επί των σχεδίων εκθέσεων οικονομικού ελέγχου των σχεδίων ARTreat και Metabo καθώς και τις προβαλλόμενες καθυστερήσεις στην έκδοση των οριστικών εκθέσεων οικονομικού ελέγχου σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων ARTreat και Metabo, οι αιτιάσεις αυτές συνδέονται αντικειμενικώς με την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων από την Επιτροπή ως συμβαλλόμενο μέρος. Η ενάγουσα προβάλλει εξάλλου, προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, παράβαση του άρθρου II.22, παράγραφος 5, των επίμαχων συμβάσεων. Η απλή επίκληση του σεβασμού των αρχών του εύλογου χρόνου και των δικαιωμάτων άμυνας, οι οποίες δεσμεύουν την Επιτροπή, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την τροποποίηση της συμβατικής φύσεως της διαφοράς. Τέλος και εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα δεν προβάλλει ειδικώς, ούτε αποδεικνύει, ότι οι εν λόγω παραβάσεις τής προκάλεσαν ζημία διαφορετική από εκείνη που απορρέει από τη μη ορθή εκτέλεση των συμβάσεων αυτών.

156    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο ερώτησε την ενάγουσα αν δέχεται να μεταβάλει τον χαρακτηρισμό του στηριζόμενου επί εξωσυμβατικής ευθύνης αιτήματός της αποζημιώσεως σε αίτημα αποζημιώσεως στηριζόμενο επί συμβατικής ευθύνης για το μέρος του στηριζόμενου επί εξωσυμβατικής ευθύνης αιτήματός της που βασίζεται επί αιτιάσεων οι οποίες αντλούνται από παράβαση των κανόνων των επίμαχων συμβάσεων. Απαντώντας, η ενάγουσα δήλωσε ότι δεν δέχεται έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό.

157    Δεδομένης της αρνητικής απαντήσεως της ενάγουσας όσον αφορά έναν τέτοιο νέο χαρακτηρισμό και δεδομένου ότι οι τρεις αιτιάσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 151 επ. ανωτέρω, οι οποίες προβάλλονται προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως της ενάγουσας λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, αφορούν αντικειμενικώς την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, πρέπει να απορριφθεί το στηριζόμενο επί εξωσυμβατικής ευθύνης αίτημα αποζημιώσεως που βασίζεται επί των εν λόγω αιτιάσεων ως αλυσιτελές.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει την d.d. Synergy Hellas Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών Πληροφορικής στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Νοεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1 Δημοσιεύονται εκείνες μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως τη δημοσίευση των οποίων κρίνει χρήσιμη το Γενικό Δικαστήριο.