Language of document : ECLI:EU:T:2014:934

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 6ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«ΕΓΤΠΕ — Τμήμα “Εγγυήσεων” — ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ — Δαπάνες αποκλεισθείσες από τη χρηματοδότηση — Κανονισμός (ΕΚ) 1782/2003 — Καθεστώς των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης — Καλόπιστη συνεργασία — Επιείκεια — Αναλογικότητα — Εθνικό απόθεμα — Κριτήρια κατανομής — Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση — Κίνδυνος για το Ταμείο — Κανονισμός (ΕΚ) 1493/1999 — Αμπελοοινικός τομέας — Καθεστώτα απόσταξης και ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση και τη μετατροπή των αμπελώνων»

Στην υπόθεση T‑632/11,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους I. Χαλκιά και Σ. Παπαϊωάννου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και A. Μαρκουλλή,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2011/689/ΕΕ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), (ΕΕ L 270, σ. 33), κατά το μέρος που αφορά την Ελληνική Δημοκρατία.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenoνić (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση προσφυγή αφορά ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής (στο εξής: ΚΓΠ) και, ειδικότερα, τις δημοσιονομικές διορθώσεις που εφαρμόστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να αποκλείσει τις εν λόγω δαπάνες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2        Στο πλαίσιο ασκήσεως της εξουσίας έρευνας που έχει η Επιτροπή και η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), και στο άρθρο που το αντικατέστησε, ήτοι στο άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (EE L 209, σ. 1), οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους των δαπανών στην Ελλάδα. Κατά τους ελέγχους αυτούς, η Επιτροπή διαπίστωσε διάφορες ελλείψεις όσον αφορά, μεταξύ άλλων, αφενός, την εφαρμογή του καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης και, αφετέρου, τις ενισχύσεις σχετικά με τον τομέα του οίνου.

I –  Έρευνα σχετικά με το καθεστώς των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης

3        Η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στην Ελλάδα, από τις 6 έως τις 10 Νοεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της έρευνας υπ’ αριθ. AA/2006/48b, σχετικά με την εφαρμογή του καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης, κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2006.

4        Με έγγραφο της 13ης Απριλίου 2007, η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία όσον αφορά τις εντοπισθείσες ελλείψεις, στις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2007.

5        Στις 14 Νοεμβρίου 2008, πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας και, ακολούθως, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ελληνική Δημοκρατία τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως. Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2009, η Ελληνική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των εν λόγω πρακτικών.

6        Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία.

7        Στις 28 Ιουνίου 2010, η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στο όργανο συμβιβασμού.

II –  Έρευνα σχετικά με τον τομέα του οίνου

8        Η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στην Ελλάδα από τις 22 Ιουνίου έως την 1η Ιουλίου 2005 στο πλαίσιο της έρευνας υπ’ αριθ. VT/VI/2005/07/GR, σχετικά με τα καθεστώτα αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων, απόσταξης και ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών, για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005.

9        Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τις εντοπισθείσες ελλείψεις, στις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στις 21 Φεβρουαρίου 2006.

10      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2006, πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας και στη συνέχεια η Επιτροπή διαβίβασε στην Ελληνική Δημοκρατία τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως. Με έγγραφο της 3ης Απριλίου 2007, η Ελληνική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών της συσκέψεως.

11      Με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία.

12      Στις 24 Μαρτίου 2010, η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στο όργανο συμβιβασμού.

III –  Διαδικασία συμβιβασμού και έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

13      Στις 4 Οκτωβρίου 2010, το όργανο συμβιβασμού κατήρτισε δύο εκθέσεις διατυπώνοντας τη γνώμη του επί των ερευνών υπ’ αριθ. AA/2006/48b και ΝT/ΝI/2005/07/GR, αντιστοίχως.

14      Στις 30 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή κοινοποίησε την τελική θέση της στην Ελληνική Δημοκρατία.

15      Με την εκτελεστική απόφαση 2011/689/ΕΕ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (EE L 270, σ. 33, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες που η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι πραγματοποίησε.

16      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, σύμφωνα με προσαρτώμενο πίνακα, τις ακόλουθες δημοσιονομικές διορθώσεις:

–        στο πλαίσιο του καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης για το οικονομικό έτος 2006:

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % ποσού 11 191 152,98 ευρώ για τη μη καταχώριση έκτασης παραγωγής ζωοτροφών για τους παραγωγούς προβατοειδών·

–        εφάπαξ διόρθωση ποσού 2 951 138,27 ευρώ για λανθασμένο υπολογισμό του μέσου όρου περιφερειακού ορίου·

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % ποσού 10 460 620,42 ευρώ για τα κριτήρια εθνικών αποθεμάτων·

–        στον τομέα του οίνου, για διαπιστωθείσες αδυναμίες σε βασικούς ελέγχους και ελλείψεις στην κατάρτιση και στην πρόσβαση στο αμπελουργικό μητρώο:

–        στο πλαίσιο του καθεστώτος απόσταξης:

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 252 757,14 ευρώ για το οικονομικό έτος 2004·

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 471 948,20 για το οικονομικό έτος 2005·

–        στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών:

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 341 649,98 ευρώ για το οικονομικό έτος 2004·

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 371 061,43 για το οικονομικό έτος 2005·

–        στο πλαίσιο του καθεστώτος αναδιάρθρωσης:

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 713 964,37 ευρώ για το οικονομικό έτος 2004·

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 695 736,36 για το οικονομικό έτος 2005·

–        στο πλαίσιο του καθεστώτος άλλων αποστάξεων:

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 28 978,93 ευρώ για το οικονομικό έτος 2004·

–        κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % συνολικού ποσού 41 646,07 για το οικονομικό έτος 2005.

17      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή πραγματοποίησε τις ως άνω δημοσιονομικές διορθώσεις εκτίθενται στη συνοπτική έκθεση της 24ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2011, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αυτή την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

I –  Σκεπτικό

21      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως αφορούν τις δημοσιονομικές διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο των καθεστώτων απόσταξης και ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών, και αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων.

22      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία διευκρίνισε ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής, δεν ζητούσε τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά ζητούσε μόνον την ακύρωση της τελευταίας αυτής κατά το μέρος που την αφορά.

 Επί των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως που αφορούν τις δημοσιονομικές διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης

23      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως σχετικά με τις επιβληθείσες εις βάρος της δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση των αρχών της επιείκειας, της ειλικρινούς συνεργασίας και της αναλογικότητας, καθώς και από έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών. Ο δεύτερος λόγος αντλείται, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και σχετικά με τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (EE L 270, σ. 1). Δεύτερον, αντλείται από παράβαση του άρθρου 21 του κανονισμού 795/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης που προβλέπεται στον κανονισμό 1782/2003 (EE L 141, σ. 1). Τρίτον, αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της επιείκειας, της ειλικρινούς συνεργασίας και της αναλογικότητας, καθώς και από έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών και σφάλματα εκτιμήσεως

24      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία έχει τρία σκέλη.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, με το πρώτο σκέλος, ότι, το 2006, που ήταν το πρώτο έτος της εκ μέρους της εφαρμογής της νέας ΚΓΠ και, ιδίως, του νέου καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης, η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις για τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού 1782/2003 και του κανονισμού 795/2004. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, λαμβανομένων υπόψη της πολυπλοκότητας της νέας ΚΓΠ και του είδους των διαπιστωθεισών παρατυπιών, η Επιτροπή θα έπρεπε να περιοριστεί σε συστάσεις και υποδείξεις. Η προσβαλλόμενη απόφαση, στον βαθμό που επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις, έρχεται σε αντίθεση προς τις αρχές της επιείκειας και της ειλικρινούς συνεργασίας και οφείλεται σε σφάλμα της Επιτροπής κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως.

26      Με το δεύτερο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών, που καθορίστηκαν με το έγγραφο αριθ. VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, που φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τομέας Εγγυήσεων» (στο εξής: κατευθυντήριες οδηγίες). Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η νέα ΚΓΠ δεν περιλαμβάνει έγκυρη νομική βάση για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών, οι οποίες θεσπίστηκαν βάσει της προγενέστερης ΚΓΠ, και η εφαρμογή τους συνιστά κακή εφαρμογή από την Επιτροπή της εξουσίας της εκτιμήσεως. Περαιτέρω, η νέα ΚΓΠ δεν έχει καμία σχέση ή αναλογία με τα προηγούμενα καθεστώτα και οι κανόνες χρηματοδοτήσεως της νέας ΚΓΠ, που προβλέπει ο κανονισμός 1290/2005, είναι εντελώς διαφορετικοί από τους προηγούμενους κανόνες.

27      Με το τρίτο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών στη νέα ΚΓΠ οδήγησε στην επιβολή δυσανάλογων κυρώσεων.

28      Η Επιτροπή αντικρούει τα ως άνω επιχειρήματα.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της επιείκειας και της ειλικρινούς συνεργασίας, καθώς και από σφάλμα κατά την εκτίμηση

29      Πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει εις βάρος του ΕΓΤΕ τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από κράτος μέλος και οι οποίες στηρίζονται σε αντικειμενικώς εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η οποία όμως βασίστηκε σε καλοπίστως δοθείσα ερμηνεία του δικαίου αυτού, εκτός αν η εσφαλμένη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αποδοθεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Νοεμβρίου 1980, 820/79, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 3537, σκέψη 11· της 27ης Ιανουαρίου 1981, 1251/79, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 205, σκέψη 17, και του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 2009, T‑369/05, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 67).

30      Εν προκειμένω, όμως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι η εκ μέρους της ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μπορούσε να αποδοθεί σε συμπεριφορά της Επιτροπής.

31      Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αναφέρει κάποιο ειδικό ερμηνευτικό πρόβλημα που να προέκυψε σε σχέση με τις οικείες διατάξεις, αλλά απλώς επισημαίνει την ύπαρξη γενικής φύσεως προβλημάτων ερμηνείας όσον αφορά τις εφαρμοστέες διατάξεις. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 1782/2003 και ο κανονισμός 795/2004 έθεσαν πλήθος νομικών ζητημάτων και προβλημάτων όσον αφορά την ερμηνεία και τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων περί του υπολογισμού των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης και του περιφερειακού μέσου όρου για την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, καθώς και το ζήτημα του επιτρεπτού της θεσπίσεως κοινωνικών κριτηρίων κατά την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος και του τρόπου κατά τον οποίο έπρεπε να προσδιοριστεί η αξία των δικαιωμάτων που κατανέμονται από το εθνικό απόθεμα.

32      Τρίτον, οι αρχές της επιείκειας και της ειλικρινούς συνεργασίας δεν μπορούν να υποχρεώσουν την Επιτροπή να αναγνωρίσει εις βάρος του ΕΓΤΕ τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν βάσει εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές αρχές υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε υπό κρίση υποθέσεως.

33      Όσον αφορά, καταρχάς, την αρχή της επιείκειας που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιείκεια δεν επιτρέπει απόκλιση από την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης πέραν των περιπτώσεων που προβλέπει το σύνολο των οικείων ρυθμίσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑263/97, First City Trading κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑5537, σκέψη 48, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2004, T‑240/02, Koninklijke Coöperatie Cosun κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑4237, σκέψη 57). Εν προκειμένω, ούτε ο κανονισμός 1782/2003 ούτε ο κανονισμός 795/2004 προέβλεπαν παρέκκλιση από την εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων σε περίπτωση δαπανών που δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

34      Ακολούθως, η αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, στηρίζεται στην αμοιβαιότητα. Συγκεκριμένα, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης αμοιβαία καθήκοντα ειλικρινούς συνεργασίας με τα κράτη μέλη (διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1990, C‑2/88 IMM, Zwartνelt κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι‑3365, σκέψη 17, και απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2003, C‑339/00, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι‑11757, σκέψη 71).

35      Συναφώς, όσον αφορά, αφενός, τις υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, πρέπει να υπoμνησθεί ότι ο κανονισμός 1782/2003, ο οποίος διείπε τη νέα ΚΓΠ και το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης, τέθηκε σε ισχύ στις 28 Οκτωβρίου 2003, ο κανονισμός 795/2004 τέθηκε σε ισχύ στις 7 Μαΐου 2004 και ο κανονισμός (ΕΚ) 1974/2004 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2004, που τροποποιεί τον κανονισμό 795/2004 (EE L 345, σ. 85), τέθηκε σε ισχύ στις 27 Νοεμβρίου 2004. Τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης από 1ης Ιανουαρίου 2005, η δε Ελληνική Δημοκρατία δεσμεύθηκε να θέσει σε εφαρμογή το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης από το 2006. Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία είχε περισσότερα από δύο έτη για να προσαρμοσθεί στο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης, όπως αυτό ρυθμιζόταν από τον κανονισμό 1782/2003, και χρόνο μεγαλύτερο του ενός έτους για να προσαρμοσθεί όσον αφορά τις διατάξεις του κανονισμού 795/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1974/2004. Από το 2006, η Ελληνική Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει, όπως το σύνολο των κρατών μελών, τους κανόνες που προβλέπουν οι εν λόγω κανονισμοί.

36      Αφετέρου, όσον αφορά τις υποχρεώσεις της Επιτροπής, ο προβαλλόμενος πολύπλοκος χαρακτήρας των διατάξεων που παρέβη το κράτος μέλος και το γεγονός ότι πρόκειται για το πρώτο έτος της εφαρμογής τους δεν αρκούν για να αποδειχθεί παραβίαση της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας εκ μέρους της Επιτροπής όταν η τελευταία αυτή επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις, σύμφωνα με την εφαρμοστέα ρύθμιση, όσον αφορά τις δαπάνες οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

37      Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία ουδόλως τεκμηριώνει το επιχείρημα που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της Επιτροπής, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτo κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

38      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά την έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών και εσφαλμένη εκτίμηση στο πλαίσιο της εφαρμογής τους

39      Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ, πρέπει να τονιστεί ότι η επιχειρηματολογία κατά την οποία οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης, λόγω ελλείψεως νέου ορισμού των βασικών και των επικουρικών ελέγχων που να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νέου αυτού καθεστώτος, στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη και πρέπει να απορριφθεί.

40      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καίτοι είναι αληθές, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, ότι η νέα ΚΓΠ συνεπάγεται σημαντικές μεταβολές που χαρακτηρίζονται από το νέο καθεστώς των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης, εντούτοις κακώς αυτή υποστηρίζει ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες χρηματοδοτήσεως της ΚΓΠ που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 1290/2005 είναι ριζικά διαφορετικοί από εκείνους που προέβλεπε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (EE ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), στο πλαίσιο του οποίου καταρτίστηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2012, T‑588/10, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 100, σκέψη 85).

41      Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες οδηγίες καταρτίστηκαν το 1997 στο πλαίσιο της εφαρμογής της τότε ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως, σχετικά με τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ, ήτοι του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (EE L 125, σ. 1), και, ειδικότερα, του άρθρου του 5, παράγραφος 2.

42      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, προέβλεπε ότι η Επιτροπή:

«γ)      αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος χρηματοδότησης [από την Ένωση] δαπανών βάσει των άρθρων 2 και 3, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες [της Ένωσης].

[…]

Η Επιτροπή υπολογίζει τα προς απόρριψη ποσά λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας ασυμφωνίας. Η Επιτροπή εκτιμά εν προκειμένω το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η [Ένωση] […]».

43      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο κανονισμός 729/70 καταργήθηκε με τον κανονισμό 1258/1999, του οποίου το άρθρο 7, παράγραφος 4, είχε ωστόσο πανομοιότυπη διατύπωση με εκείνη του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε. Εν συνεχεία, όταν ο κανονισμός 1258/1999 καταργήθηκε με τον κανονισμό 1290/2005, το άρθρο 31 του τελευταίου αυτού κανονισμού επανέλαβε το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 με παρόμοια διατύπωση, προβλέποντας τα εξής:

«1.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δαπάνες […] δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους […] κανόνες [της Ένωσης], αποφασίζει τι ποσά πρέπει να αποκλειστούν από τη […] χρηματοδότηση [της Ένωσης]

2.      Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η [Ένωση].

[…]»

44      Δεύτερον, από τα υπόψη της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι για την έκδοσή της χρησιμοποιήθηκε ως διττή βάση τόσο το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 όσο και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των δημοσιονομικών διορθώσεων που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης και οι οποίες αφορούσαν το σύνολο των αιτήσεων του 2006, ο κανονισμός 1258/1999 εφαρμοζόταν στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2006, ο δε κανονισμός 1290/2005, σύμφωνα με το άρθρο του 47, εφαρμοζόταν μόνο στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τις 16 Οκτωβρίου 2006 και μετά. Η διαδοχική εφαρμογή των δύο προαναφερθεισών διατάξεων στις δημοσιονομικές διορθώσεις για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το 2006 ήταν δυνατή λόγω του ότι οι εν λόγω διατάξεις ήσαν σχεδόν ίδιες.

45      Τρίτον, στον βαθμό που η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες θεσπίστηκαν με τυπική νομική βάση τον κανονισμό 729/70, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει ρητώς τη σύνταξη κατευθυντηρίων οδηγιών, οι δε τελευταίες αυτές δεν αναφέρονται στον κανονισμό αυτό. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες οδηγίες προέρχονται από εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής το οποίο τέθηκε στη διάθεση των κρατών μελών και το οποίο συντάχθηκε το 1997 λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95.

46      Τέταρτον, πρέπει να τονιστεί ότι τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή, προκειμένου να ανταποκριθεί πλήρως στην αρμοδιότητα που της απονέμει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, το άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 ή το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005, να εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και να αναθέτει την εφαρμογή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες. Οι εν λόγω κατευθυντήριες οδηγίες συμβάλλουν, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων, στην εξασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών ή των καθορισμένων από αυτά αρχών, όταν τελούν σε παρεμφερείς καταστάσεις. Αυτές οι κατευθυντήριες οδηγίες μπορούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια των απευθυνόμενων στα κράτη μέλη ατομικών αποφάσεων. Με τον τρόπο αυτό, οι κατευθυντήριες οδηγίες καθορίζουν τις γενικές γραμμές βάσει των οποίων η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει σε μεταγενέστερο στάδιο, κατ’ εφαρμογήν της οικείας ρυθμίσεως, ατομικές αποφάσεις των οποίων η νομιμότητα θα μπορεί να αμφισβητηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2000, C‑443/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑2415, σκέψεις 31 έως 33, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2013, T‑294/11, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 154).

47      Πέμπτον, καίτοι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι μόνον τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ποσών που πρέπει να αποκλεισθούν από τη χρηματοδότηση, από το γράμμα των κατευθυντηρίων οδηγιών δεν προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές προβλέπουν διαφορετικά κριτήρια συναφώς. Αντιθέτως, περιορίζονται στον καθορισμό της μεθόδου και των παραμέτρων που η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των ποσών που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση, βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 κριτηρίων, τα οποία προβλέπονταν επίσης στο άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 και στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95 (απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 98).

48      Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες οδηγίες αναφέρουν ότι, όταν είναι αδύνατος ο καθορισμός του πραγματικού ύψους των παράτυπων πληρωμών και, ως εκ τούτου, του ποσού των οικονομικών απωλειών που υπέστη η Ένωση, επιβάλλονται κατ’ αποκοπήν διορθώσεις βάσει της εκτιμήσεως του κινδύνου απωλειών που ενέχει για τον προϋπολογισμό της Ένωσης η διενέργεια πλημμελών ελέγχων. Το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης που προβλέπεται στις κατευθυντήριες οδηγίες κυμαίνεται μεταξύ 2, 5, 10 και 25 %, ή και περισσότερο, επί των δαπανών που δήλωσε το κράτος μέλος, ανάλογα με τη σοβαρότητα των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν κατά τη διενέργεια των ελέγχων. Συναφώς, οι κατευθυντήριες οδηγίες διακρίνουν μεταξύ των βασικών και των επικουρικών ελέγχων.

49      Σύμφωνα με το παράρτημα 2 των κατευθυντηρίων οδηγιών (σελίδες 11 έως 13), όταν παραλείπεται η διενέργεια ενός ή πλειόνων βασικών ελέγχων, ή όταν οι έλεγχοι αυτοί διενεργούνται πλημμελώς ή τόσο σπανίως ώστε να αποβαίνουν αναποτελεσματικοί, πρέπει να επιβάλλεται διόρθωση 10 % επί των δηλωθεισών δαπανών. Όταν διενεργούνται όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά όχι στον αριθμό, τη συχνότητα ή την έκταση που απαιτείται, επιβάλλεται διόρθωση 5 % επί των δηλωθεισών δαπανών. Αν το κράτος μέλος έχει διενεργήσει προσηκόντως τους βασικούς ελέγχους, αλλά έχει παραλείψει έναν ή πλείονες επικουρικούς ελέγχους, χωρεί διόρθωση 2 % επί των δηλωθεισών δαπανών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να αποφασιστεί η επιβολή διορθώσεων σε υψηλότερα ποσοστά.

50      Οι βασικοί και οι επικουρικοί έλεγχοι ορίζονται στο παράρτημα 2, σελίδα 11, των κατευθυντηρίων οδηγιών ως εξής:

«Βασικοί έλεγχοι είναι οι φυσικοί και διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως της ύπαρξης του [αντικειμένου της αίτησης], της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων της τήρησης των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων παρακράτησης κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία, όπως τα κτηματολόγια. Επικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτήσεων, όπως η επαλήθευση της τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή τους, ο εντοπισμός πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο [αντικείμενο], η ανάλυση κινδύνου, εφαρμογή των κυρώσεων και κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.»

51      Επιπλέον, η Επιτροπή διατύπωσε έναν ορισμό των βασικών και των επικουρικών ελέγχων για κάθε καθεστώς ενισχύσεων στο έγγραφό της AGRI/17933/2000, της 24ης Ιουνίου 2003, επί των «“βασικών ελέγχων”, των “επικουρικών ελέγχων”, και λοιπών ελέγχων» (στο εξής: έγγραφο AGRI/17933/2000). Όσον αφορά το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης, οι βασικοί και επικουρικοί έλεγχοι καθορίζονται στο έγγραφο AGRI/64041/2005 για «τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους στον τομέα των ενισχύσεων αναλόγως της εκτάσεως που έχουν εφαρμογή στις αιτήσεις που υποβάλλονται από το 2005 και μετά» (στο εξής: έγγραφο AGRI/64041/2005). Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αντικρούει την παρατήρηση της Επιτροπής ότι το εν λόγω έγγραφο τέθηκε στη διάθεση των κρατών μελών και συζητήθηκε με αυτά στο πλαίσιο της επιτροπής ΕΓΤΕ.

52      Τέλος, στη σελίδα 12 του παραρτήματος 2 των κατευθυντηρίων οδηγιών, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το ποσοστό της διόρθωσης εφαρμόζεται στο μέρος του ποσού για το οποίο η συγκεκριμένη δαπάνη αντιπροσωπεύει έναν κίνδυνο. Συνεπώς, όταν οι ελλείψεις απορρέουν από μη εφαρμογή εκ μέρους του κράτους μέλους κατάλληλου συστήματος ελέγχου, η διόρθωση εφαρμόζεται στο σύνολο της δαπάνης που αφορά το οικείο μέτρο.

53      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ.

54      Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του περιθωρίου εκτιμήσεως της Επιτροπής, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι από τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτουν οι βασικοί έλεγχοι που δεν διενήργησε η Ελληνική Δημοκρατία και για τους οποίους επιβλήθηκαν δημοσιονομικές διορθώσεις 5 και 10 %. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι από τα σημεία 12.7.5.1 και 12.7.5.2 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι οι εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας παραβάσεις των υποχρεώσεών της, που προβάλλει η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επιβολή ποσοστών κατ’ αποκοπήν διόρθωσης 5 % και 10 %, αφορούσαν βασικούς ελέγχους, όπως αυτοί ορίζονται στις κατευθυντήριες οδηγίες και στο έγγραφο AGRI/64041/2005. Υπό την επιφύλαξη του ελέγχου της ουσιαστικής ακρίβειας των διαπιστώσεων αυτών, η οποία αμφισβητείται από την Ελληνική Δημοκρατία με τον τρίτο της λόγο ακυρώσεως, το επιχείρημα αυτό πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

55      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων και του σχεδόν ταυτόσημου περιεχομένου του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005 και του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, βάσει του οποίου εκδόθηκαν οι καταρτισθείσες από την Επιτροπή το 1997 κατευθυντήριες οδηγίες, επιβάλλεται η εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η Επιτροπή ουδόλως εκωλύετο να εφαρμόσει τις εν λόγω κατευθυντήριες οδηγίες και στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που της παρείχε το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005 (απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 158).

56      Βάσει των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους που αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

57      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας προκύπτουσα από τη εφαρμογή, στην υπό κρίση περίπτωση, των κατευθυντηρίων οδηγιών, στο εντελώς διαφορετικό πλαίσιο της νέας ΚΓΠ. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι, στον τομέα των στρεμματικών ενισχύσεων, οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις ύψους 10, ή και 15 %, για ελλείψεις που διαπιστώθηκαν το 2004 και το 2005, σχετικά με ορισμένες ενισχύσεις, αντιστοιχούσαν σε ποσά της τάξης των 63 εκατομμυρίων ευρώ. Συγκριτικά, λόγω της μεταρρυθμίσεως της ΚΓΠ και της εντεύθεν προκύψασας πολύ σημαντικής αυξήσεως της βάσεως υπολογισμού των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων, η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 10 % που επιβλήθηκε για τις στρεμματικές ενισχύσεις, το 2006, αντιστοιχούσε σε ποσό άνω των 210 εκατομμυρίων ευρώ, και η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % που επιβλήθηκε, το 2007, ανήλθε σε ποσό άνω των 122 εκατομμυρίων ευρώ. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το αποτέλεσμα αυτό θα έπρεπε να παρακινήσει την Επιτροπή να προβεί σε αναθεώρηση ή αναδιατύπωση των κατευθυντηρίων οδηγιών και σε μείωση των ποσοστών των διορθώσεων. Έχοντας όμως εφαρμόσει τις κατευθυντήριες οδηγίες ως είχαν, στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ, οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις που προέκυψαν είναι δυσανάλογες.

58      Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι και η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε, με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2008 το οποίο περιέχει τα πρακτικά διμερούς συσκέψεως, ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών στη νέα ΚΓΠ είχε πολύ πιο επιζήμιες για τα κράτη μέλη συνέπειες. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι και η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε τον δυσανάλογο χαρακτήρα των αποτελεσμάτων της αυστηρής εφαρμογής των κατευθυντηρίων οδηγιών στη νέα ΚΓΠ.

59      Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την υλοποίηση των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Συνεπώς, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές από αυτά και τα μειονεκτήματα που προκύπτουν δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 81, και του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2010, T‑388/07, Comune di Napoli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 143).

60      Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι δημοσιονομική διόρθωση αποφασισθείσα από την Επιτροπή, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες τις οποίες η ίδια εξέδωσε επί του θέματος, αποσκοπεί στην αποφυγή επιβαρύνσεως του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ με ποσά τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από την οικεία κοινοτική κανονιστική ρύθμιση και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί κύρωση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2011, T‑214/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι με τα καθοριζόμενα στις κατευθυντήριες οδηγίες κατ’ αποκοπήν ποσοστά καθίσταται δυνατή η τήρηση του δικαίου της Ένωσης και συγχρόνως η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, καθώς και η αποφυγή της εκ μέρους της Επιτροπής ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειάς της κατά τρόπο που να συνεπάγεται για τα κράτη μέλη υπέρμετρες και δυσανάλογες διορθώσεις (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑181/06, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 234, και της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 175).

61      Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, υπό την ίδια επιφύλαξη με αυτή που διατυπώθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω, η επιβολή στη συγκεκριμένη περίπτωση των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων ύψους 5 και 10 % ήταν σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες οδηγίες.

62      Εντούτοις, η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να μην είχε εφαρμόσει τις κατευθυντήριες οδηγίες εν προκειμένω, εφόσον, λόγω της σημαντικής αυξήσεως της βάσεως υπολογισμού της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης η οποία, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της θεσπίσεως της νέας ΚΓΠ, το προβλεπόμενο στις κατευθυντήριες οδηγίες και πράγματι εφαρμοσθέν ποσοστό διόρθωσης οδήγησε σε σαφώς μεγαλύτερη, σε απόλυτους αριθμούς, διόρθωση σε σχέση με τις επιβληθείσες σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν διορθώσεις.

63      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το ποσό σε απόλυτους αριθμούς των δημοσιονομικών διορθώσεων αποτελεί το αποτέλεσμα του ίδιου μαθηματικού υπολογισμού στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ, ήτοι της εφαρμογής από την Επιτροπή του κατ’ αποκοπήν ποσοστού, υπολογιζόμενου επί του ποσού που το κράτος μέλος έλαβε στο πλαίσιο της επίμαχης ενισχύσεως κατά το οικείο οικονομικό έτος. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, τα ποσά των επιβληθεισών διορθώσεων είναι μεγαλύτερα από τα κατά το παρελθόν επιβληθέντα διότι οι διορθώσεις επιβάλλονταν τότε ανά προϊόν, ή ανά οργάνωση αγοράς, χωρίς να ελέγχεται πάντοτε το σύνολο των προϊόντων. Αντιθέτως, μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, το μεγαλύτερο μέρος των άμεσων ενισχύσεων στο εισόδημα των γεωργών ενσωματώθηκαν στο σύστημα της ενιαίας ενίσχυσης, η οποία χορηγείται βάσει των καλλιεργούμενων επιφανειών. Ως εκ τούτου, οι παρατυπίες του συστήματος της ενιαίας ενίσχυσης, που έχει από τη φύση του καθολικό χαρακτήρα αφού συνδέεται με την επιφάνεια και όχι με κάποια ειδική καλλιέργεια, λαμβάνουν μεγαλύτερες διαστάσεις και, κατά συνέπεια, οδηγούν σε υψηλότερη διόρθωση, καθόσον και ο έλεγχος έχει καταστεί καθολικός. Ωστόσο, η λογική και οι αρχές στις οποίες στηρίζεται το σύστημα δεν άλλαξαν, οι δε διορθώσεις που κατέστησαν πλέον καθολικές αποτελούν το λογικό επακόλουθο των καθολικών πληρωμών που εισήγαγε η νέα ΚΓΠ. Συνεπώς, η σχέση μεταξύ πληρωμής και, ενδεχομένως, διόρθωσης είναι η ίδια τόσο υπό το καθεστώς της παλαιάς ΚΓΠ όσο και υπό αυτό της νέας ΚΓΠ. Το σύστημα εξακολουθεί συνεπώς να είναι αναλογικό.

64      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003 και του άρθρου 21 του κανονισμού 795/2004, καθώς και από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

65      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κριτήρια που θέσπισε η Ελληνική Δημοκρατία για την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος δεν ήσαν σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003 και το άρθρο 21 του κανονισμού 795/2004. Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων αυτών.

66      Πριν εξετασθεί το βάσιμο του λόγου αυτού, πρέπει να διευκρινιστούν τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος που εφαρμόζει η Ελληνική Δημοκρατία.

67      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, της Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως 292464/2005, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2626427/2006, ορίζει τις κατηγορίες των δικαιούχων των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος για το 2006. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, αφενός, οι αγρότες που εντάχθηκαν στο καθεστώς «νέων γεωργών» μετά την περίοδο αναφοράς ή οι οποίοι άρχισαν τη γεωργική τους δραστηριότητα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2002 ή το 2002, χωρίς να λαμβάνουν άμεση ενίσχυση για το έτος αυτό, και, αφετέρου, οι αγρότες οι οποίοι, μέχρι τις 15 Μαΐου 2004, προέβησαν σε επενδύσεις αύξησης της δυναμικότητας της εκμετάλλευσης ή αγόρασαν δικαιώματα πριμοδότησης ή συμμετείχαν σε αγροπεριβαλλοντικά προγράμματα.

68      Το άρθρο 3 της κοινής υπουργικής αποφάσεως 292464/2005 ορίζει τους «νέους γεωργούς» ως τους γεωργούς που εντάχθηκαν σε πρόγραμμα για νέους γεωργούς στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (EE L 160, σ. 80). Εξάλλου, το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού αφορά τους νεαρούς σε ηλικία γεωργούς στον βαθμό που προβλέπει ενισχύσεις που προορίζονται να διευκολύνουν την εγκατάσταση των νέων γεωργών ηλικίας κάτω των 40 ετών, που διαθέτουν επαρκή επαγγελματική ικανότητα και εγκαθίστανται για πρώτη φορά σε γεωργική εκμετάλλευση ως επικεφαλής της εκμετάλλευσης, της οποίας μπορεί να καταδειχθεί η οικονομική βιωσιμότητα και η οποία πληροί ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις.

69      Κατά την πρώτη φάση της κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος για το 2006, οι ελληνικές αρχές κατένειμαν δικαιώματα, αφενός, στους δικαιούχους των εν λόγω δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στην πρώτη κατηγορία του άρθρου 27, παράγραφος 1, της ΚΥΑ 292464/2005, δηλαδή στους αγρότες που είχαν ενταχθεί σε πρόγραμμα για νέους γεωργούς μετά την περίοδο αναφοράς, δηλαδή από το 2002 και μετά, και, αφετέρου, σε αγρότες ηλικίας κάτω των 40 ετών. Ο αριθμός των κατανεμηθέντων δικαιωμάτων καθορίστηκε βάσει του κανόνα «7 + 2 + 1», σύμφωνα με τον οποίο οι ελληνικές αρχές κατένειμαν επτά δικαιώματα, μοναδιαίας αξίας 750 ευρώ, στους γεωργούς που είχαν ενταχθεί σε πρόγραμμα για νέους γεωργούς και σε εκείνους που ήσαν κάτω των 40 ετών, προσαυξημένα κατά δύο δικαιώματα ίσης μοναδιαίας αξίας στους κατοίκους των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, και προσαυξημένα κατά ένα δικαίωμα ίσης μοναδιαίας αξίας σε αυτούς που είχαν, τουλάχιστον, τρία τέκνα. Ακολούθως, εφαρμόστηκαν ορισμένες μειώσεις των κατανεμηθέντων δικαιωμάτων σε περίπτωση που ο γεωργός διέθετε προσωρινά ή οριστικά δικαιώματα. Οι γεωργοί στους οποίους κατανεμήθηκαν δικαιώματα από το εθνικό απόθεμα κατά την πρώτη φάση κατανομής είχαν την υποχρέωση να ενεργοποιήσουν ίσο αριθμό δικαιωμάτων με αυτόν που τους κατανεμήθηκε, δηλώνοντας με την αίτηση ενεργοποίησης αντίστοιχο αριθμό εκταρίων, επιπλέον των οριστικών δικαιωμάτων τους, καλλιεργημένων με επιλέξιμες καλλιέργειες.

70      Κατά τη δεύτερη φάση της κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος για το 2006, οι ελληνικές αρχές κατένειμαν τα δικαιώματα από το εθνικό απόθεμα βάσει του ίδιου κανόνα με αυτόν που εφαρμόστηκε κατά την πρώτη φάση, ήτοι τον κανόνα «7 + 2 + 1», σε τρεις κατηγορίες δικαιούχων, ήτοι στους αγρότες ηλικίας κάτω των 40 ετών, οι οποίοι δεν είχαν ενταχθεί σε αγροπεριβαλλοντικό πρόγραμμα μετά την περίοδο αναφοράς ή είχαν εγκεκριμένα σχέδια βελτίωσης και επιπλέον είχαν υποβάλει αίτηση ενεργοποίησης και είχαν δηλώσει αντίστοιχο αριθμό εκταρίων, επιπλέον των ενεργοποιημένων οριστικών τους δικαιωμάτων, καλλιεργημένων με επιλέξιμες καλλιέργειες, στους αγρότες ηλικίας κάτω των 40 ετών, οι οποίοι αύξησαν την εκμετάλλευσή τους πάνω από 20 % σε σχέση με την περίοδο αναφοράς, και στους επενδυτές οι οποίοι είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα και οι οποίοι αποδεδειγμένα πληρούσαν το κριτήριο του επενδυτή, δηλαδή είχαν προβεί σε αγορά γης ή ζώων, ή είχαν συνάψει μακροχρόνια μίσθωση.

71      Από το σημείο 12.7.5.2 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει όμως ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα κριτήρια της κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς που αφορούσαν την ηλικία του γεωργού και τον αριθμό των μελών της οικογενείας του δεν εξασφάλιζαν ίση μεταχείριση μεταξύ των γεωργών, σε αντίθεση προς το άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003. Όσον αφορά τα κριτήρια της κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις, τα εν λόγω κριτήρια δεν αντανακλούσαν τη φύση και την αξία των επενδύσεων όσον αφορά τους επενδυτές, σε αντίθεση προς το άρθρο 21 του κανονισμού 795/2004.

72      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος διακρίνονται ανάλογα με τις διάφορες κατηγορίες δικαιούχων που προβλέπει το άρθρο 42, παράγραφοι 3, 4 και 5, του κανονισμού 1782/2003.

73      Ειδικότερα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το εθνικό απόθεμα προκειμένου να καθορίζουν τα ποσά αναφοράς για την κατανομή των δικαιωμάτων σε πληρωμή για τους γεωργούς που τελούν σε «ειδική κατάσταση», ιδίως, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού 795/2004, για εκείνους που πραγματοποίησαν επενδύσεις (άρθρο 42, παράγραφος 4, του κανονισμού 1782/2003). Αντιθέτως, οι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003 παρέχουν, ρητώς, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ή όχι το εθνικό απόθεμα, αντιστοίχως, για να καθορίσουν ποσά αναφοράς για τους γεωργούς που άρχισαν να ασκούν γεωργική δραστηριότητα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2002 ή το 2002, αλλά χωρίς να λαμβάνουν κάποια άμεση ενίσχυση για το έτος αυτό, και για τους γεωργούς περιοχών στις οποίες εφαρμόζονται προγράμματα αναδιάρθρωσης ή αναπτυξιακά προγράμματα.

74      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι εύλογο να εξετάσει τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, πρώτον, όσον αφορά την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς και, δεύτερον, όσον αφορά την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις.

 Επί των επιχειρημάτων σχετικά με την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς

75      Καταρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν επέκρινε την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους δικαιούχους που έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα για «νέους γεωργούς», για την ένταξη στο οποίο ένα από τα κριτήρια ήταν η κάτω των 40 ετών ηλικία, παρά μόνο στον βαθμό που οι ελληνικές αρχές εφάρμοσαν απλώς το κριτήριο της ηλικίας για την κατανομή των εν λόγω δικαιωμάτων. Δεν αμφισβητείται, δεύτερον, ότι οι ελληνικές αρχές κατένειμαν δικαιώματα του εθνικού αποθέματος δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003 στους νέους γεωργούς.

76      Το ζήτημα που τίθεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται, επομένως, στο αν η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003 διαπιστώνοντας ότι τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς που αφορούσαν την ηλικία του γεωργού και τον αριθμό των μελών της οικογενείας του δεν διασφάλιζαν ίση μεταχείριση μεταξύ των γεωργών.

77      Η κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς εμπίπτει στο άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 29 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η αναφορά στους γεωργούς που άρχισαν να ασκούν γεωργική δραστηριότητα μετά την ημερομηνία που προβλέπει το εν λόγω άρθρο αφορά τους νέους γεωργούς. Ειδικότερα, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη προβλέπει ότι το εθνικό απόθεμα «είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί επίσης για να διευκολυνθεί η συμμετοχή νέων γεωργών στο καθεστώς». Τούτο επιβεβαιώθηκε από το άρθρο 2, στοιχείο ια΄, του κανονισμού εφαρμογής 795/2004, βάσει του οποίου πρέπει να θεωρηθεί «γεωργός που αρχίζει μία γεωργική δραστηριότητα», για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, «οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν έχει ασκήσει γεωργική δραστηριότητα στο όνομά του ή για λογαριασμό του».

78      Επιπλέον, το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003 εφαρμόζεται αποκλειστικά στους νέους γεωργούς, οπότε οι νέοι γεωργοί δεν πρέπει απλώς να ληφθούν υπόψη κατά προτεραιότητα. Συγκεκριμένα, αν τούτο συνέβαινε, η παράγραφος αυτή, σε αντίθεση με τις παραγράφους 4 και 5 του εν λόγω άρθρου, δεν θα περιείχε καμία οριοθέτηση της ομάδας των δικαιούχων. Επιπλέον, το εθνικό απόθεμα δεν θα επιτύγχανε τον σκοπό του αν δημιουργούνταν καταρχάς από γραμμική μείωση των ποσών αναφοράς όλων των γεωργών (άρθρο 42, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού) και κατόπιν κατανεμόταν εκ νέου σε όλους τους γεωργούς. Κατά συνέπεια, η έκφραση «κατά προτεραιότητα» παραπέμπει στην αμοιβαία σχέση μεταξύ των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου αυτού. Συγκεκριμένα, ενώ δηλαδή η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου επιβάλλει επιτακτικώς στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν το εθνικό απόθεμα για τους γεωργούς που τελούν σε συγκεκριμένη κατάσταση, οι παράγραφοι 3 και 5 του ίδιου άρθρου τους παρέχουν δυνατότητα επιλογής. Εν συνεχεία, η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του εθνικού αποθέματος, που παρέχει η εν λόγω παράγραφος 3, κατισχύει συναφώς αυτής που διαλαμβάνεται στην εν λόγω παράγραφο 5, η οποία αφορά γεωργούς σε συγκεκριμένες περιοχές. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 7 του εν λόγω άρθρου προβλέπει συναφώς ότι, αν το εθνικό απόθεμα δεν επαρκεί για να καλύψει τις περιπτώσεις οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του ίδιου άρθρου, πρέπει να πραγματοποιούνται γραμμικές μειώσεις των προς κατανομή δικαιωμάτων από το εθνικό απόθεμα. Τούτο όμως δεν προβλέπεται για τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, οι οποίες μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον όταν το εθνικό απόθεμα επαρκεί για τις περιπτώσεις των εν λόγω παραγράφων 3 και 4.

79      Συνεπώς, από την ανάλυση του σκοπού του εθνικού αποθέματος, καθώς και της όλης οικονομίας του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003, προκύπτει ότι ο τομέας εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού αφορά αποκλειστικά τους νέους γεωργούς όπως αυτοί ορίζονται στον κανονισμό αυτό (βλ., κατά την έννοια αυτή, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑197/10, Unió de Pagesos de Catalunya, Συλλογή 2011, σ. I‑8495, I‑8497, σκέψεις 45 έως 49).

80      Επομένως, στον βαθμό που η θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ως γεωργοί, κατά τον ορισμό του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003, νοούνται οι νέοι γεωργοί ηλικίας κάτω των 40 ετών, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

81      Ωστόσο, όπως ορθώς τονίζει η Ελληνική Δημοκρατία, το εθνικό απόθεμα είναι πεπερασμένο. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 42, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1782/2003 προκύπτει ότι τα μέσα που διατίθενται επί τούτου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν ένα ορισμένο ανώτατο όριο. Ενδέχεται συνεπώς να είναι χρήσιμο για τα κράτη μέλη να περιορίσουν τις ενισχύσεις που προέρχονται από το εθνικό απόθεμα.

82      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003 παρέχει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να καθορίζουν τα ποσά αναφοράς «με αντικειμενικά κριτήρια και κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ισότητα μεταχείρισης μεταξύ γεωργών και για να αποφεύγονται στρεβλώσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού», όπως στην περίπτωση των παραγράφων 4 και 5 του εν λόγω άρθρου.

83      Πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι υπάρχει διαφορά στο γράμμα της παραγράφου 3, του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003, συγκρινόμενο με αυτό των παραγράφων 4 και 5 του εν λόγω άρθρου, η διαφορά αυτή δεν φαίνεται να είναι σημαντική. Έτσι, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως «να καθορίζουν […] ποσά αναφοράς […] σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν ίση μεταχείριση μεταξύ γεωργών και να εμποδίζουν τις στρεβλώσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού». Οι παράγραφοι 4 και 5 του ίδιου άρθρου προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως «να καθορίζουν, με αντικειμενικά κριτήρια και κατά τρόπο που εγγυάται την ίση μεταχείριση μεταξύ γεωργών και την αποφυγή στρεβλώσεων της αγοράς και του ανταγωνισμού, ποσά αναφοράς». Καταρχάς, δεν φαίνεται να υπάρχει αποχρών λόγος ώστε το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών να είναι διαφορετικό όσον αφορά τους δικαιούχους που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου. Η ερμηνεία αυτή αντικατοπτρίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, και στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 795/2004, τα οποία υπενθυμίζουν το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που προβλέπουν οι παράγραφοι 3 έως 5 του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ των παραγράφων αυτών. Ακριβέστερα, το άρθρο 6, παράγραφος 5, και το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 795/2004 προβλέπουν ότι τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος υπολογίζονται «με τη διαίρεση ποσού αναφοράς, το οποίο καθορίζεται από το κράτος μέλος, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και με τρόπο που να εξασφαλίζει ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των γεωργών και την αποφυγή στρεβλώσεων της αγοράς και του ανταγωνισμού», με ορισμένο αριθμό εκταρίων.

84      Όσον αφορά την έκταση του περιθωρίου αυτού εκτιμήσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν υπάρχει κανένα κώλυμα για τον εκ μέρους κράτους μέλους καθορισμό του ύψους του ποσού αναφοράς σε μηδενικό ποσό κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφος 4, του κανονισμού 1782/2003, αρκεί να το πράττει αυτό βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 2009, C‑449/08, Elbertsen, Συλλογή 2009, σ. I‑10241, σκέψη 29).

85      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, τα κράτη μέλη οφείλουν όχι μόνο να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του οικείου κανονισμού, αλλά και να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑241/07, JK Otsa Talu, Συλλογή 2009, σ. I‑4323, σκέψη 46).

86      Πρέπει, ειδικότερα, να επισημανθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας έχει τον χαρακτήρα θεμελιώδους δικαιώματος, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, C‑555/07, Kücükdeνeci, Συλλογή 2010, σ. I‑365, I‑367, σκέψη 77), και ότι αυτή πρέπει να τηρείται από τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του εν λόγω Χάρτη, όταν θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης.

87      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, των οποίων ειδική έκφραση αποτελεί η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας (απόφαση Kücükdeνeci, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 50), επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2006, C‑313/04, Franz Egenberger, Συλλογή 2006, σ. I‑6331, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Προς τούτο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η επίμαχη πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑9895, σκέψη 26).

88      Όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, τελούν σε παρεμφερή κατάσταση, όσον αφορά το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003, όλοι οι νέοι γεωργοί οι οποίοι ζήτησαν δικαιώματα του εθνικού αποθέματος.

89      Κατανέμοντας τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που τελούν σε παρεμφερή κατάσταση σύμφωνα με τον κανόνα που αποκαλείται «7 + 2 + 1», ήτοι σε συνάρτηση με την ηλικία τους, την κατάσταση της εκμεταλλεύσεώς τους και τον αριθμό των τέκνων τους, η Ελληνική Δημοκρατία επιφύλαξε διαφορετική μεταχείριση για τους γεωργούς που τελούν σε παρεμφερείς καταστάσεις. Τούτο δεν αμφισβητείται.

90      Όσον αφορά την ύπαρξη αντικειμενικής δικαιολογίας σχετικά με το κριτήριο της ηλικίας του γεωργού, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το κριτήριο της ηλικίας είναι συμβατό με τους επιδιωκόμενους από την ΚΓΠ σκοπούς, ήτοι της στήριξης των νεαρών σε ηλικία γεωργών και της βιωσιμότητας της γεωργίας. Οι σκοποί αυτοί όχι μόνον κατοχυρώνονται στο καθεστώς στήριξης των νέων γεωργών ηλικίας κάτω των 40 ετών στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ (EE L 277, σ. 1), αλλά και σε νομοθετική πρόταση της Επιτροπής, η οποία ήταν υπό εξέταση κατά την έγγραφη διαδικασία. Με την εν λόγω νομοθετική πρόταση, που αφορά τη μεταρρύθμιση των άμεσων ενισχύσεων και της ενιαίας ενίσχυσης, η Επιτροπή πρότεινε τη χορήγηση δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος κατά προτεραιότητα σε γεωργούς νεαρής ηλικίας, δηλαδή σε γεωργούς κάτω των 40 ετών.

91      Με τα δικόγραφά της, η Επιτροπή αντέκρουσε την Ελληνική Δημοκρατία, ισχυριζόμενη ότι τα μέτρα που προβλέπει ο κανονισμός 1698/2005 προς στήριξη των νέων γεωργών ηλικίας κάτω των 40 ετών δεν ασκούσαν συναφώς επιρροή. Συναφώς, υποστήριξε ότι οι σκοποί του κανονισμού 1782/2003 και του κανονισμού 1698/2005 ήταν διαφορετικοί. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης στο πλαίσιο του κανονισμού 1782/2003 συνίσταται στη στήριξη του εισοδήματος των γεωργών, πράγμα που αποκλείει την ευνοϊκή μεταχείριση των γεωργών ηλικίας κάτω των 40 ετών, παρά την εν λόγω νομοθετική πρόταση, ενώ, στην περίπτωση του κανονισμού 1698/2005, οι σκοποί συνίστανται, αφενός, στην παροχή ειδικών ευεργετημάτων στους νεαρούς σε ηλικία γεωργούς διευκολύνοντας την αρχική τους εγκατάσταση και τη διαρθρωτική προσαρμογή των εκμεταλλεύσεών τους μετά την αρχική τους εγκατάσταση και, αφετέρου, στην πρόωρη συνταξιοδότηση στον τομέα της γεωργίας που θα πρέπει να σκοπεύει σε σημαντική διαρθρωτική αλλαγή των μεταβιβαζόμενων εκμεταλλεύσεων μέσω του μέτρου της στήριξης της εγκατάστασης νεαρών σε ηλικία γεωργών.

92      Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της έγγραφης διαδικασίας και της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η εν λόγω νομοθετική πρόταση οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου (EE L 347, σ. 608). Ο εν λόγω κανονισμός, ο οποίος είναι ο πλέον πρόσφατος κανονισμός που διαδέχθηκε τον κανονισμό 1782/2003, προβλέπει στο άρθρο του 30, παράγραφος 6, ότι «[τ]α κράτη μέλη χρησιμοποιούν το εθνικό τους απόθεμα […] για τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης, κατά προτεραιότητα, σε γεωργούς νεαρής ηλικίας και σε γεωργούς που αρχίζουν τη γεωργική τους δραστηριότητα». Οι γεωργοί νεαρής ηλικίας ορίζονται στο άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 ως τα φυσικά πρόσωπα τα οποία, μεταξύ άλλων, είναι ηλικίας έως 40 ετών κατά το έτος υποβολής της αίτησης ενίσχυσης.

93      Απαντώντας στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τη λογική ακολουθία μεταξύ του επιχειρήματος ότι η στήριξη στους γεωργούς ηλικίας κάτω των 40 ετών δεν αποτελούσε σκοπό της ΚΓΠ, εκτός αν παρέχεται στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης, και της νομοθετικής προτάσεως που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 1307/2013, που προβλέπει μια τέτοια στήριξη στο καθεστώς της ενιαίας ενίσχυσης και του εθνικού αποθέματος, η Επιτροπή παρατήρησε απλώς ότι τούτο ίσχυε κατά το παρελθόν. Περαιτέρω, η Επιτροπή ανακάλεσε τις επικρίσεις της όσον αφορά το κριτήριο της ηλικίας που εφαρμόστηκε από την Ελληνική Δημοκρατία, διαπιστώνοντας ότι το ουσιώδες πρόβλημα της χορήγησης των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος από την τελευταία αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η χορήγηση αυτή δεν αντικατόπτριζε την αξία των επενδύσεων.

94      Επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ορθώς υποστήριξε και η Επιτροπή, ότι ο σκοπός του καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης, σύμφωνα με τον κανονισμό 1782/2003, συνίστατο στη στήριξη του εισοδήματος των γεωργών. Τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 21 του εν λόγω κανονισμού, που προβλέπει ότι «[τ]α καθεστώτα στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής προβλέπουν άμεση στήριξη του εισοδήματος, ιδιαίτερα προκειμένου να εξασφαλισθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής για τη γεωργική κοινότητα».

95      Επιπλέον, ο σκοπός του διαρθρωτικού μετασχηματισμού των εκμεταλλεύσεων που αποβλέπει στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των εκμεταλλεύσεων, όπως έχει αναγνωριστεί από τον δικαστή της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2013, C‑401/11, Soukupoνá, σκέψη 24), δεν αφορούσε αποκλειστικά το καθεστώς της αγροτικής ανάπτυξης, σε αντίθεση με το επιχείρημα της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η προώθηση της αειφόρου γεωργίας αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1782/2003. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα καθεστώτα της αγροτικής ανάπτυξης και της στήριξης του εισοδήματος των γεωργών μέσω άμεσων ενισχύσεων στο πλαίσιο της ΚΓΠ δεν πρέπει να νοούνται ως αυστηρώς διακεκριμένα καθεστώτα, αλλά μάλλον ως καθεστώτα που τελούν σε συμβιωτική σχέση. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1782/2003 προβλέπεται επίσης ότι, για την προώθηση της αειφόρου γεωργίας, πρέπει να μειωθούν σταδιακά οι άμεσες ενισχύσεις προκειμένου να πραγματοποιηθούν οικονομίες που θα χρησιμεύσουν για τη χρηματοδότηση μέτρων στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης.

96      Περαιτέρω, η γενική εισαγγελέας J. Kokott, στις προτάσεις της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Unió de Pagesos de Catalunya, σκέψη 79 ανωτέρω (σημεία 68 έως 70), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι νόμιμο ένα κριτήριο που επιτρέπει τη συμμετοχή στο εθνικό απόθεμα μόνο στους νεαρούς σε ηλικία γεωργούς, οι οποίοι έλαβαν ήδη στήριξη κατά την εγκατάσταση στο πλαίσιο του άρθρου 22 του κανονισμού 1698/2005. Η γενική εισαγγελέας υποστήριξε, ειδικότερα στο σημείο 69 των προτάσεών της, ότι η οικεία ισπανική ρύθμιση «[εξακολουθούσε να] συμβάλλει, συνεπώς, περαιτέρω στην αγροτική ανάπτυξη σύμφωνα με τους γενικούς στόχους της ΚΓΠ» και ότι «[ο]ι πιθανότητες επιτυχίας των γεωργών, οι οποίοι αξίζουν να τύχουν στηρίξεως και έλαβαν ήδη στήριξη στο πλαίσιο της πρώτης εγκαταστάσεώς τους, [θα ενισχύονταν] περαιτέρω κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ ταυτοχρόνως [θα διασφαλιζόταν] η ορθή και συνεκτική χρήση των ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

97      Επομένως, το επιχείρημα που στηρίζεται σε θεμελιώδη διάκριση μεταξύ των σκοπών του καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης και αυτών του καθεστώτος της αγροτικής ανάπτυξης για να αποκλείσει τον σκοπό της στήριξης στους νέους γεωργούς ηλικίας κάτω των 40 ετών από το καθεστώς της ενιαίας ενίσχυσης δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

98      Πρέπει να τονιστεί, επαλλήλως, ότι ο σκοπός της στήριξης των νεαρών σε ηλικία γεωργών έχει από μακρού καθιερωθεί σε άλλους τομείς της ΚΓΠ, πέραν του καθεστώτος της αγροτικής ανάπτυξης, μεταξύ άλλων στο άρθρο 128, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003, σχετικά με το εθνικό απόθεμα δικαιωμάτων πριμοδότησης για τις θηλάζουσες αγελάδες, που προβλέπει την κατανομή των δικαιωμάτων «στους νεοεισερχόμενους στον τομέα γεωργούς, στους νέους σε ηλικία γεωργούς και σε άλλους κατά προτεραιότητα γεωργούς», και στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1493/1999 του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1999, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (EE L 179, σ. 1).

99      Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η στήριξη για τους νέους γεωργούς ηλικίας κάτω των 40 ετών, που καθιερώθηκε στο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης με τον κανονισμό 1307/2013, δεν αποτελούσε σκοπό της ΚΓΠ το 2006 πρέπει επίσης να απορριφθεί.

100    Επομένως, κακώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κριτήριο της ηλικίας που εφαρμόστηκε από την Ελληνική Δημοκρατία, προκειμένου να χορηγηθούν, κατά προτεραιότητα, δικαιώματα του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς ηλικίας κάτω των 40 ετών, που έχουν ή όχι ενταχθεί σε πρόγραμμα για νεαρούς σε ηλικία γεωργούς, ήταν αντίθετο προς το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς δυνάμει της διατάξεως αυτής, χωρίς να είναι αναγκαίο να υπάρξει απόφανση επί του κριτηρίου που στηρίζεται στον αριθμό των τέκνων του γεωργού.

 Επί των επιχειρημάτων σχετικά με τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις

101    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αντικρούει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα κριτήρια που καθορίστηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία για τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς δεν έλαβαν υπόψη την αξία και τη φύση της επενδύσεως του αιτούντος.

102    Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, για λήψη δικαιωμάτων από το εθνικό απόθεμα, οι αιτούντες ήσαν υποχρεωμένοι να επισυνάπτουν δικαιολογητικά σχετικά με τη φύση και την αξία των επενδύσεων, οι οποίες εξακριβώθηκαν κατά τους ελέγχους που διενήργησε ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΟΠΕΚΕΠΕ). Επιπλέον, προσθέτει ότι, για την ενεργοποίηση των σχετικών δικαιωμάτων, ζητήθηκε από τους δικαιούχους κατανομής δικαιωμάτων από το εθνικό απόθεμα να υποβάλουν σχετική αίτηση. Εκτιμά ότι, με τον τρόπο αυτό, κανένας παραγωγός δεν έλαβε μεγαλύτερο αριθμό δικαιωμάτων από τα αναλογούντα στην έκταση που αγόρασε ή κατείχε.

103    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις δεν αντικατόπτριζαν τη φύση και την αξία των επενδύσεων, σε αντίθεση με το άρθρο 21 του κανονισμού 795/2004, παρέβη το εν λόγω άρθρο, στον βαθμό που οι γεωργοί αυτοί δεν έλαβαν, στην πραγματικότητα, μεγαλύτερο αριθμό δικαιωμάτων από τα αναλογούντα στην έκταση που αγόρασαν ή κατείχαν.

104    Η χορήγηση όμως των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις εμπίπτει στο άρθρο 42, παράγραφος 4, του κανονισμού 1782/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του κανονισμού 795/2004. Το πρώτο άρθρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το εθνικό απόθεμα προκειμένου να καθορίζουν ποσά αναφοράς για γεωργούς που τελούν σε συγκεκριμένες καταστάσεις που θα καθοριστούν από την Επιτροπή. Τελεί σε μια τέτοια κατάσταση, μεταξύ άλλων, ο γεωργός που πραγματοποίησε επενδύσεις σε δυναμικότητα παραγωγής ή που αγόρασε γη, όπως ορίζει το δεύτερο άρθρο.

105    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 42, παράγραφος 4, του κανονισμού 1782/2003, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 5, και το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 795/2004 επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καθορίζουν ποσά αναφοράς για τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, σύμφωνα με «αντικειμενικά» κριτήρια και με τρόπο που να εξασφαλίζει «ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των γεωργών» και την αποφυγή «στρεβλώσεων της αγοράς και του ανταγωνισμού». Επιπλέον, το τελευταίο αυτό άρθρο προβλέπει ότι το ποσό αυτό αναφοράς πρέπει να διαιρείται με αριθμό εκταρίων ο οποίος δεν υπερβαίνει τον αριθμό των εκταρίων που ο γεωργός αγόρασε.

106    Από το άρθρο 21 του κανονισμού 795/2004 προκύπτει ότι η αξία των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, που χορηγήθηκαν στους γεωργούς οι οποίοι πραγματοποίησαν επενδύσεις, πρέπει να συσχετίζεται με τον αριθμό των εκταρίων που ο γεωργός αγόρασε.

107    Η Ελληνική Δημοκρατία, όμως, περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στην προβολή του επιχειρήματος ότι οι εν λόγω γεωργοί έπρεπε να αποδείξουν την ιδιότητά τους ως επενδυτές, με δικαιολογητικά αποδεικνύοντα τη φύση και την αξία των επενδύσεων. Επιπλέον, διαπιστώνει ότι ο γεωργός δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος χωρίς να αποδείξει ότι κατείχε αριθμό εκταρίων αναλογούντα στον αριθμό των χορηγηθέντων δικαιωμάτων. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι λυσιτελές. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ενέργειες που περιέγραψε η Ελληνική Δημοκρατία αφορούν μόνον τους ελέγχους και ουδόλως αποδεικνύουν ότι η τελευταία αυτή υπολόγισε τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους επενδυτές κατά τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 21 του κανονισμού 795/2004.

108    Επομένως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 21 του κανονισμού 795/2004 καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους επενδυτές δεν αντικατόπτριζε τη φύση και την αξία των επενδύσεων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

109    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να γίνει δεκτός στον βαθμό που αφορά τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003 και να απορριφθεί στον βαθμό που αφορά τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού 795/2004, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 4, του κανονισμού 1782/2003.

110    Τίθεται συνεπώς το ερώτημα ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από το συμπέρασμα αυτό και, ειδικότερα, αν πρέπει να ακυρωθεί το σύνολο της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 10 % του συνόλου των δαπανών της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με το εθνικό απόθεμα ή αν μπορεί να αποφασιστεί μερική ακύρωση της διόρθωσης αυτής στον βαθμό που η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κριτήριο της ηλικίας που εφαρμόστηκε από την Ελληνική Δημοκρατία προκειμένου να χορηγήσει, κατά προτεραιότητα, δικαιώματα του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς ηλικίας κάτω των 40 ετών, ήταν αντίθετο προς το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003.

111    Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται να ακυρώσει μερικώς την προσβαλλόμενη απόφαση σε περίπτωση αδυναμίας διαχωρισμού των διατάξεών της. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν το ποσό των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους νέους γεωργούς δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003 μπορεί να διαχωριστεί από την κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 10 % που αφορά τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος που αναφέρθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2005, C‑287/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5093, σκέψεις 71 έως 74).

112    Πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 καθόσον, για την κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 10 % σχετικά με το εθνικό απόθεμα, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει ως ποσό αναφοράς μόνον τις δαπάνες σχετικά με τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους γεωργούς οι οποίοι πραγματοποίησαν επενδύσεις δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 4, του κανονισμού 1782/2003, ήτοι 40 899 337,50 ευρώ, και όχι το σύνολο των δαπανών σχετικά με τα δικαιώματα που χορηγήθηκαν σε όλες τις κατηγορίες των δικαιούχων του εθνικού αποθέματος. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια του ποσού αυτού με τα δικόγραφά της.

113    Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 10 % που αφορά τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 16 ανωτέρω αποτελεί το άθροισμα μιας κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 10 % των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους νέους γεωργούς δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003 και μιας κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 10 % των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους γεωργούς οι οποίοι πραγματοποίησαν επενδύσεις δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, είναι δυνατός ο περιορισμός της σχετικής με το εθνικό απόθεμα δημοσιονομικής διόρθωσης στο ποσό και μόνον που αφορά τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους γεωργούς οι οποίοι πραγματοποίησαν επενδύσεις δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 4, του κανονισμού 1782/2003.

114    Από το γεγονός ότι είναι δυνατός ο διαχωρισμός του ποσού των δαπανών που αφορούν τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος τα οποία χορηγήθηκαν στους νέους γεωργούς προκύπτει ότι, χωρίς να χρειάζεται να ακυρωθεί το σύνολο της δημοσιονομικής διόρθωσης ύψους 10 % σχετικά με τις δαπάνες που συνδέονται με την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, μπορεί να αποφασιστεί η μερική ακύρωση της διόρθωσης αυτής, στο μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς από την Ελληνική Δημοκρατία ήταν αντίθετη προς το άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003 (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2005, C‑287/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5093, σκέψεις 75 και 76), με την επιφύλαξη της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005

115    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 δεν έχει εφαρμογή στις ελλείψεις σχετικά με τα κριτήρια κατανομής του εθνικού αποθέματος. Το δεύτερο σκέλος αντλείται από παράβαση του εν λόγω άρθρου όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 10 % σχετικά με τα κριτήρια κατανομής του εθνικού αποθέματος και όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % σχετικά με τον μη συνυπολογισμό των εκτάσεων των παραγωγών αιγοπρόβειου κατά τον υπολογισμό των εκτάσεων και των ποσών αναφοράς.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

116    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το ΕΓΤΕ χρηματοδοτεί μόνον τις δαπάνες που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C‑349/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑3851, σκέψη 45, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑1341, σκέψη 32· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2008, T‑266/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 97, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑356/08, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 12).

117    Επιπλέον, η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει την παράβαση των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, δεν οφείλει να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικητικές αρχές ελέγχων ή το μη σύννομο των αριθμητικών στοιχείων που αυτές διαβίβασαν, αλλά να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί ως προς τους ελέγχους αυτούς ή τα αριθμητικά αυτά στοιχεία. Η ελάφρυνση αυτή της υποχρεώσεως της Επιτροπής προς προσκόμιση αποδείξεων εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2001, C‑247/98, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1, σκέψεις 7 έως 9· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2009, T‑259/05, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 112, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 13).

118    Πράγματι, η διαχείριση της χρηματοδοτήσεως του ΕΓΤΕ γίνεται κυρίως από τις εθνικές διοικητικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να μεριμνούν για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης. Το καθεστώς αυτό, το οποίο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και της Ένωσης, δεν προβλέπει κανένα συστηματικό έλεγχο εκ μέρους της Επιτροπής, η διενέργεια του οποίου θα ήταν, άλλωστε, ουσιαστικώς αδύνατη για την τελευταία. Μόνο το κράτος μέλος μπορεί να γνωρίζει και να προσδιορίζει με ακρίβεια τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την κατάρτιση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν διαθέτει την απαιτούμενη εγγύτητα για να λαμβάνει τα στοιχεία που έχει ανάγκη από τους επιχειρηματίες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 1998, C‑238/96, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑5801, σκέψη 30, και της 7ης Ιουλίου 2005, C‑5/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5925, σκέψη 97· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2012, T‑491/09, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 25).

119    Στο κράτος μέλος απόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων του ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 13).

120    Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίξει τους δικούς του ισχυρισμούς σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Αν το κράτος μέλος δεν κατορθώσει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη θέσπιση ενός κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑7529, σκέψη 7· της 8ης Μαΐου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 48, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 35· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, T‑197/09, Σλοβενία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 40).

121    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις ως άνω σκέψεις.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την εφαρμογή του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 σε ελλείψεις σχετικά με τα κριτήρια κατανομής του εθνικού αποθέματος

122    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης εξαρτάται από τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή αποφασίζει τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη της συμμόρφωσης, το είδος και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος δεν ήταν σύμφωνα προς το άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003, τούτο δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άρθρο αυτό για να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση.

123    Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 προϋποθέτει ότι οι δαπάνες που δεν είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις της Ένωσης προκάλεσαν δημοσιονομική ζημία στην Ένωση, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Για την πρόκληση τέτοιας ζημίας υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, θα έπρεπε η εφαρμογή των κριτηρίων κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος να οδηγήσει στην καταβολή των εν λόγω δικαιωμάτων σε γεωργούς οι οποίοι δεν ήταν δικαιούχοι κατά το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

124    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

125    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εφαρμογή των κριτηρίων κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος που δεν είναι σύμφωνα προς το άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003 δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η επίμαχη δημοσιονομική διόρθωση δεν στηρίχθηκε σε παράβαση του τελευταίου αυτού άρθρου. Από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η δημοσιονομική διόρθωση ύψους 10 % σχετικά με τα κριτήρια της κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος επιβλήθηκε λόγω της παραβάσεως του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003. Περαιτέρω, το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 προβλέπει υποχρεώσεις μόνο για την Επιτροπή.

126    Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η καταβολή μη σύννομης ενίσχυσης μπορεί να μη συνεπάγεται ζημία για το ΕΓΤΕ στηρίζεται επίσης σε εσφαλμένη προκείμενη. Αρκεί να υπομνησθεί συναφώς ότι το ΕΓΤΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (σκέψη 116 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, κάθε παρανόμως καταβληθείσα ενίσχυση προκαλεί ζημία στο ΕΓΤΕ. Το να επιτραπεί η ζημία αυτή ισοδυναμεί με το να καταστούν άνευ αντικειμένου οι έλεγχοι που θεσπίστηκαν με τους κανονισμούς 1258/1999 και 1290/2005 και είναι αντίθετο προς την αρχή της ατομικής ενισχύσεως και τον έλεγχο του βασίμου της ενισχύσεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2006, T‑221/04, Βέλγιο κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 86).

127    Επομένως, το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005, που προβλέπει ότι η Επιτροπή αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τις δαπάνες που δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, δεν εμποδίζει την επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης λόγω της εφαρμογής κριτηρίων κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος μη σύμφωνων προς το άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003.

128    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 όσον αφορά την επιβολή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων

–       Η εφαρμογή της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 10 % σχετικά με τα κριτήρια κατανομής του εθνικού αποθέματος

129    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 10 %, που επέβαλε η Επιτροπή, σχετικά με τη διαπίστωση ότι τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος δεν ήταν σύμφωνα προς το άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003, δεν ήταν δικαιολογημένη εν προκειμένω. Συναφώς, υποστηρίζει ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες προβλέπουν κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % μόνον όταν ένας ή περισσότεροι βασικοί έλεγχοι δεν έχουν διενεργηθεί ή έχουν διενεργηθεί πλημμελώς ή σε περιορισμένη συχνότητα. Προσθέτει ότι οι βασικοί έλεγχοι συνίσταντο σε επιτόπιους και διοικητικούς ελέγχους των στοιχείων επί της ουσίας, όπως λόγου χάριν του υποστατού του αντικειμένου της αίτησης ή των ποιοτικών προϋποθέσεων. Εξ ορισμού, η θέσπιση και η εφαρμογή έστω και μη αντικειμενικών κριτηρίων κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος δεν μπορεί να θεωρηθεί έλλειψη βασικού ελέγχου κατά την έννοια των κατευθυντηρίων οδηγιών.

130    Περαιτέρω, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το επιχείρημα αυτό επιβεβαιώνεται επιπλέον και από το έγγραφο AGRI/64041/2005, το οποίο επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της. Το έγγραφο αυτό αναφέρεται στην υποχρέωση πρόβλεψης «διαδικασίας κατανομής δικαιωμάτων από το εθνικό απόθεμα». Τούτο σημαίνει ότι χαρακτήρα βασικού ελέγχου έχει η τήρηση από τα κράτη μέλη της υποχρεώσεως να ρυθμίσουν τη διαδικασία κατανομής του εθνικού αποθέματος. Σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται ότι χαρακτήρα βασικού ελέγχου έχει η τήρηση εκ μέρους των κρατών μελών συγκεκριμένων κριτηρίων κατά την κατανομή του εθνικού αποθέματος μεταξύ περισσότερων δικαιούχων.

131    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

132    Καταρχάς, η θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η παράβαση της υποχρεώσεως ρυθμίσεως της διαδικασίας κατανομής των δικαιωμάτων από το εθνικό απόθεμα αποτελεί αντικείμενο βασικού ελέγχου και δικαιολογεί την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης ύψους 10 %, ενώ οι παραβάσεις που αφορούν τη μη τήρηση συγκεκριμένων κριτηρίων κατά την κατανομή του εθνικού αποθέματος μεταξύ περισσότερων δικαιούχων αποτελούν αντικείμενο επικουρικού ελέγχου και δικαιολογούν μόνο μικρότερη διόρθωση στερείται λογικής και δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

133    Συγκεκριμένα, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος εντάσσονται στο πλαίσιο του προσδιορισμού του αριθμού ή της αξίας των οφειλόμενων δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος και ως εκ τούτου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των βασικών ελέγχων (βλ., κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑344/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 312).

134    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη διατύπωση του εγγράφου AGRI/64041/2005, που έχει ως εξής:

«1.      Βασικοί έλεγχοι:

Τα δικαιώματα που καθορίστηκαν ορθώς κατανέμονται στους γεωργούς.

Προς τούτο απαιτείται:

[…]

–        Ο ορθός καθορισμός των δικαιωμάτων κατά την έναρξη της ισχύος του καθεστώτος (βλ. άρθρο 43/άρθρο 59 του κανονισμού 1782/2003). Τα σημαντικά σημεία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

[…]

–        (Μια διαδικασία για) την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος (άρθρο 42 του κανονισμού 1782/2003 και άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 795/2004).»

135    Συνεπώς, από το έγγραφο AGRI/64041/2005 προκύπτει ότι οι «βασικοί έλεγχοι», που απαριθμούνται στο σημείο του 1, παράγραφος 1, δεν περιλαμβάνουν μόνον τη θέσπιση διαδικασίας για τον ορθό καθορισμό των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, αλλά και την κατανομή των εν λόγω δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η φράση «μια διαδικασία για» έχει τεθεί εντός παρενθέσεως, πράγμα που καταδεικνύει ότι το κείμενο που ακολουθεί, ήτοι η «κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος» μπορεί επίσης να αναγνωσθεί ανεξάρτητα. Επομένως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι το έγγραφο αυτό δεν ορίζει ως βασικό έλεγχο την εκ μέρους των κρατών μελών τήρηση συγκεκριμένων κριτηρίων για τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος κατά την κατανομή των δικαιωμάτων μεταξύ περισσοτέρων δικαιούχων δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

136    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος δεν εμπίπτουν στο έγγραφο AGRI/64041/2005, τούτο δεν θα ασκούσε επιρροή εν προκειμένω.

137    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες αναφέρουν μόνον τις γενικές κατευθύνσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή προτίθεται να επιβάλει τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις (βλ. ανωτέρω σκέψεις 46 έως 50) και δεν εξαντλούν το σχετικό θέμα.

138    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όταν δεν είναι εφικτή η ακριβής αποτίμηση των ζημιών που υπέστη το ΕΓΤΕ, επιτρέπεται η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες οδηγίες (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑346/00, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9293, σκέψη 53).

139    Επιπλέον, οσάκις η Επιτροπή, αντί να απορρίψει το σύνολο των δαπανών τις οποίες αφορά η παράβαση, προσπαθεί να θεσπίσει κανόνες που διαφοροποιούν την αντιμετώπιση των περιπτώσεων παρατυπιών, ανάλογα με τον βαθμό ανεπαρκείας των ελέγχων και το μέγεθος του κινδύνου που διατρέχει το ΕΓΤΕ, το κράτος μέλος πρέπει να αποδείξει ότι τα κριτήρια αυτά είναι αυθαίρετα και ανεπιεική (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 1999, C‑28/94, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1973, σκέψη 56, και της 21ης Μαρτίου 2002, C‑130/99, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3005, σκέψη 44· βλ., επίσης, κατά την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 1998, C‑242/96, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑5863, σκέψη 75).

140    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κάποιο στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι τα κριτήρια που εφάρμοσε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση, στηριζόμενη στο έγγραφο AGRI/64041/2005, για να προσδιορίσει το ποσοστό της δημοσιονομικής διόρθωσης σχετικά με τα κριτήρια κατανομής των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, είναι αυθαίρετα και ανεπιεική.

141    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με το ποσοστό 10 % της δημοσιονομικής διόρθωσης που επέβαλε η Επιτροπή όσον αφορά την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος πρέπει να απορριφθεί.

142    Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του σχετικού με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως συμπεράσματος που διατυπώθηκε στη σκέψη 114 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί του επιχειρήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι το ποσό αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για την κατ’ αποκοπήν διόρθωση σχετικά με το εθνικό απόθεμα ήταν εσφαλμένο και θα έπρεπε να περιοριστεί στην αξία των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις.

–       Η εφαρμογή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 5 % σχετικά με τον μη συνυπολογισμό των εκτάσεων των παραγωγών αιγοπρόβειου κατά τον υπολογισμό των εκτάσεων και των ποσών αναφοράς

143    Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι, υπό το καθεστώς της ενιαίας ενίσχυσης, κάθε γεωργός λαμβάνει δικαίωμα ενίσχυσης ανά εκτάριο δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003. Η αξία των δικαιωμάτων ενίσχυσης υπολογίζεται με διαίρεση του ποσού αναφοράς, ήτοι του τριετή μέσου όρου των συνολικών ποσών άμεσων ενισχύσεων που έλαβε ο γεωργός κατά την περίοδο αναφοράς (2000 έως 2002), με τον μέσο αριθμό εκταρίων τα οποία κατά την περίοδο αναφοράς έδωσαν δικαίωμα στις άμεσες ενισχύσεις. Ο αριθμός δικαιωμάτων ενίσχυσης είναι ίσος προς τον μέσο αριθμό εκταρίων (άρθρα 37, παράγραφος 1, 38, και 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003).

144    Κατά παρέκκλιση, και για να διευκολυνθεί το έργο των εθνικών διοικήσεων σχετικά με τον καθορισμό του αριθμού των κτηνοτροφικών εκταρίων, τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιλέξουν, όπως στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, να χρησιμοποιήσουν, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης, την κτηνοτροφική έκταση που είχε δηλώσει ο γεωργός στην αίτηση στρεμματικής ενίσχυσης για το 2004, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 795/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1974/2004.

145    Ωστόσο, η παράγραφος 2 του άρθρου 28 του κανονισμού 795/2004 προβλέπει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η κτηνοτροφική έκταση που έχει δηλώσει ο γεωργός στην αίτηση στρεμματικής ενίσχυσης για το 2004 είναι μικρότερη από την έκτασή του κατά την περίοδο αναφοράς, ο γεωργός πρέπει να δηλώσει το σύνολο της κτηνοτροφικής έκτασης που διατηρούσε κατά την περίοδο αναφοράς.

146    Σε όλες τις περιπτώσεις, ο αριθμός των εκταρίων περιλαμβάνει όλες τις κτηνοτροφικές εκτάσεις που είναι διαθέσιμες καθ’ όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και, κατά το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου (EE L 327, σ. 11), για την κτηνοτροφία, σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι από κοινού χρησιμοποιούμενες εκτάσεις και οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για μικτές καλλιέργειες, όπως προβλέπει το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1782/2003.

147    Από το σημείο 12.7.1.1 της συνοπτικής έκθεσης προκύπτει όμως ότι, για να υπολογίσει την αξία των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης για τους παραγωγούς αιγοπρόβειου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κτηνοτροφικών εκτάσεων που ήσαν διαθέσιμες το 2006 κατά τον υπολογισμό των εκτάσεων και των ποσών αναφοράς. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι ο γεωργός είχε δηλώσει, κατά την περίοδο αναφοράς, κτηνοτροφική έκταση μεγαλύτερη από αυτή που είχε δηλώσει στην αίτησή του στρεμματικής ενίσχυσης για το 2004, οι ελληνικές αρχές δεν έλαβαν την έκταση που είχε δηλωθεί κατά την περίοδο αναφοράς ως βάση για τον καθορισμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης, σε αντίθεση με αυτά που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 795/2004.

148    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι Έλληνες γεωργοί είχαν λάβει πολύ μικρό αριθμό δικαιωμάτων ενίσχυσης, εξαιρετικά υψηλής μοναδιαίας αξίας, και κατείχαν, γενικώς, αριθμό εκταρίων μεγαλύτερο από τον αριθμό των δικαιωμάτων που τους είχαν χορηγηθεί.

149    Όσον αφορά τον κίνδυνο για το Ταμείο, αυτός ήταν διττός. Πρώτον, στο επίπεδο του γεωργού, αν ο τελευταίος αυτός διέθετε αριθμό εκταρίων μεγαλύτερο από τον αριθμό των χορηγηθέντων δικαιωμάτων ενίσχυσης, μπορούσε να λάβει και άλλες ενισχύσεις τις οποίες δεν θα εδικαιούτο αν οι κτηνοτροφικές αυτές εκτάσεις είχαν ληφθεί υπόψη, καθόσον η επιπλέον γη είναι διαθέσιμη για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων που αποκτά ο γεωργός, μέσω του εθνικού αποθέματος ή μέσω της αγοράς. Ο γεωργός μπορούσε επίσης να σταματήσει να εκμεταλλεύεται την επιπλέον γη, συνεχίζοντας όμως να λαμβάνει το πλήρες ποσό αναφοράς για τη μικρότερη έκταση. Επωφελείτο έτσι από μια ενίσχυση την οποία δεν θα εδικαιούτο αν είχαν συνυπολογιστεί οι κτηνοτροφικές εκτάσεις του. Δεύτερον, στο επίπεδο των πλεοναζουσών κτηνοτροφικών εκτάσεων, που δεν είναι απαραίτητες για την ενεργοποίηση των κατεχόμενων δικαιωμάτων ενίσχυσης, οι εκτάσεις αυτές μπορούσαν να εγκαταλειφθούν και να μη διατηρηθούν σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, γεγονός που αντιβαίνει στον σκοπό της ΚΓΠ.

150    Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατόπιν της διαδικασίας συμβιβασμού, η Επιτροπή δέχθηκε το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ο κίνδυνος για το Ταμείο συνδεόταν αποκλειστικά με τα ποσά αναφοράς που είχαν υπολογιστεί βάσει των πριμοδοτήσεων για τα αιγοπρόβατα το 2006. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές δεν ήσαν σε θέση να παράσχουν μια ακριβή ανάλυση των προαναφερθέντων κινδύνων που δημιουργούνται για το Ταμείο, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ήταν η πιο ενδεδειγμένη επιλογή και καθόρισε την εν λόγω κατ’ αποκοπήν διόρθωση στο 5 % των ποσών αναφοράς που καθορίστηκαν για τους παραγωγούς αιγοπρόβειου (σημείο 12.7.5.1 της συνοπτικής έκθεσης).

151    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, κατά τον καθορισμό του ποσοστού της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ορισμένα στοιχεία τα οποία ελαχιστοποιούσαν την επέλευση κινδύνου για το Ταμείο. Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρία επιχειρήματα. Πρώτον, εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το σύνολο των κτηνοτροφικών εκτάσεων που δηλώθηκαν στην Ελλάδα το 2006 (2 740 014 εκτάρια) υπερέβαιναν το σύνολο των κτηνοτροφικών εκτάσεων που δηλώθηκαν το 2004 (2 630 085,55 εκτάρια). Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, αυτό καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος να εγκαταλειφθούν οι εκτάσεις.

152    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι Έλληνες παραγωγοί αιγοπρόβειου δεν διαθέτουν ιδιόκτητες εκτάσεις για την εκτροφή ζώων και ότι οι εκτάσεις που χρησιμοποιούν για την εκτροφή ζώων είναι κοινόχρηστοι βοσκότοποι, το δικαίωμα χρήσεως των οποίων παραχωρείται από τους Δήμους. Κατ’ αυτήν, η έκταση που παραχωρείται, κατ’ έτος, σε αιγοπροβατοτρόφο αντιστοιχεί στην κτηνοτροφική έκταση που δήλωνε την περίοδο αναφοράς (2004) για να καταστεί δικαιούχος καταβολής της οικονομικής ενίσχυσης και υπολογίζεται αποκλειστικά σε αναλογία προς το διαθέσιμο, κατ’ έτος, ζωικό του κεφάλαιο, ήτοι τον συνολικό αριθμό των επιλέξιμων ζώων του, αιγοειδών και προβατοειδών. Συνεπώς, ακόμη και αν είχαν υπολογιστεί για τους Έλληνες παραγωγούς αιγοπρόβειου εκτατικά δικαιώματα, οι παραγωγοί αυτοί, λόγω της αδυναμίας τους να κάνουν χρήση των σχετικών εκτατικών δικαιωμάτων και να δηλώσουν αντίστοιχο αριθμό εκταρίων, θα διατηρούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 795/2004, το δικαίωμα να εκχωρήσουν στο εθνικό απόθεμα όλα τους τα εκτατικά δικαιώματα και να τα αντικαταστήσουν με δικαιώματα εθνικού αποθέματος, ίσα σε αριθμό με τα υπολειπόμενα διαθέσιμα εκτάριά τους.

153    Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές δήλωσαν 706 748,26 εκτάρια κτηνοτροφικών εκτάσεων, που χρησιμοποιούνταν από τους παραγωγούς αιγοπροβείου και για τις οποίες χορηγήθηκαν εκτατικά δικαιώματα.

154    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

155    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε υπόψη όλες τις διαθέσιμες για τους παραγωγούς αιγοπρόβειου εκτάσεις για να υπολογίσει τις εκτάσεις και τα ποσά αναφοράς, όπως προβλέπει το άρθρο 43 του κανονισμού 1782/2003 και το άρθρο 28 του κανονισμού 795/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1974/2004. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί εκ προοιμίου ότι το στοιχείο, που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία με το δεύτερο επιχείρημα, ότι οι εκτάσεις χρησιμοποιούνται από τους Έλληνες παραγωγούς για την εκτροφή των ζώων είναι κοινόχρηστοι βοσκότοποι ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση συνεκτιμήσεως όλων των διαθέσιμων εκτάσεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1782/2003 ορίζει σαφώς ότι ο αριθμός των εκταρίων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των ποσών αναφοράς περιλαμβάνει όλες τις κτηνοτροφικές εκτάσεις που διατίθενται για την εκτροφή ζώων, συμπεριλαμβανομένων εκτάσεων από κοινού χρήσης (βλ. ανωτέρω σκέψη 146).

156    Επιπλέον, σε αντίθεση προς αυτό που μάλλον εννοεί η Ελληνική Δημοκρατία με το πρώτο επιχείρημα, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι γεωργοί που έλαβαν ενίσχυση βάσει του προηγουμένου καθεστώτος που ίσχυε για τα αιγοπρόβατα το 2004, δεν υπέκειντο στην υποχρέωση υποβολής δηλώσεως σχετικά με την κτηνοτροφική έκταση που διέθεταν. Συγκεκριμένα, τούτο δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω γεωργοί δεν εμπίπτουν στο άρθρο 43 του κανονισμού 1782/03 και στο άρθρο 28 του κανονισμού 795/2004.

157    Η τήρηση όμως της υποχρεώσεως αυτής στο καθεστώς της νέας ΚΓΠ είναι ουσιώδης. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκταρίων συνιστά τον παρονομαστή για τον υπολογισμό της αξίας των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης και ο αριθμός των δικαιωμάτων ενίσχυσης είναι ίσος με τον αριθμό των εκταρίων. Συνεπώς, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, όταν ο γεωργός διαθέτει αριθμό εκταρίων μεγαλύτερο από αυτόν που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό των εκτάσεων και του ποσού αναφοράς, λαμβάνει λιγότερα δικαιώματα ενίσχυσης, εξαιρετικά υψηλής μοναδιαίας αξίας. Επιπλέον, μπορεί να επωφεληθεί και από άλλες ενισχύσεις, τις οποίες δεν θα εδικαιούτο αν οι κτηνοτροφικές αυτές εκτάσεις είχαν ληφθεί υπόψη, καθόσον η επιπλέον γη είναι διαθέσιμη για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων που αποκτά ο γεωργός, μέσω του εθνικού αποθέματος ή μέσω της αγοράς. Όσον αφορά το μέγεθος της επίμαχης ελλείψεως, η Επιτροπή διαπιστώνει, χωρίς να αντικρουστεί από την Ελληνική Δημοκρατία, ότι η ποσότητα των εκταρίων, που δεν ελήφθησαν υπόψη στην περίπτωση αυτή, ανέρχεται στα δύο τρίτα των διαθέσιμων κτηνοτροφικών εκτάσεων.

158    Επιπλέον, από την τελική έκθεση, που καταρτίστηκε την 1η Δεκεμβρίου 2010 από το όργανο συμβιβασμού στο οποίο προσέφυγε η Ελληνική Δημοκρατία, προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές συμφώνησαν με τις υπηρεσίες της Επιτροπής κατά την έρευνα όσον αφορά τον κίνδυνο τα μη δηλωθέντα το 2006 εκτάρια να αποτελέσουν τη βάση υπολογισμού δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος. Από την έκθεση αυτή προκύπτει επίσης ότι, προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο αυτό, οι ελληνικές αρχές εξέδωσαν υπουργική απόφαση το 2009 η οποία επιβάλλει έκταση μισθωμένη για διάρκεια ίση ή μεγαλύτερη των έξι ετών για τη λήψη δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος.

159    Λαμβανομένης υπόψη της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως το 2009 για να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα μη δηλωθέντα το 2006 εκτάρια να αποτελέσουν τη βάση υπολογισμού δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, φαίνεται αντιφατικό το ότι η Ελληνική Δημοκρατία εμμένει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο ότι οι παραγωγοί αιγοπρόβειου είχαν το δικαίωμα εκχωρήσεως στο εθνικό απόθεμα όλων των εκτατικών δικαιωμάτων τους και αντικαταστάσεώς τους από δικαιώματα του εθνικού αποθέματος ίσα σε αριθμό με τα εκτάριά τους που παρέμεναν διαθέσιμα, δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 795/2004.

160    Εν πάση περιπτώσει, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αντικρούει την Επιτροπή η οποία διαπιστώνει ότι οι κτηνοτρόφοι αυτοί μάλλον δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες δικαιούχων του εθνικού αποθέματος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7 του κανονισμού 795/2004 αφορά την εφαρμογή του άρθρου 42, παράγραφος 5, του κανονισμού 1782/2003, δηλαδή την ευχέρεια των κρατών μελών να χορηγούν δικαιώματα του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς στις περιοχές στις οποίες εφαρμόζονται προγράμματα αναδιάρθρωσης ή αναπτυξιακά προγράμματα που υπόκεινται σε κάποια μορφή δημόσιας παρέμβασης προκειμένου να αποφευχθεί η εγκατάλειψη της γης ή να αντισταθμιστούν συγκεκριμένα μειονεκτήματα για τους γεωργούς των περιοχών αυτών. Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία δεν ισχυρίζεται καν ότι οι Έλληνες παραγωγοί αιγοπρόβειου βρίσκονται σε περιοχές που προβλέπονται στο άρθρο 42, παράγραφος 5, του κανονισμού 1782/2003.

161    Επιπλέον, το να γίνει δεκτό ένα τέτοιο επιχείρημα θα ισοδυναμούσε με το να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να δικαιολογήσει μη σύννομες δαπάνες σχετικά με τα εκτατικά δικαιώματα βάσει της υποθέσεως ότι, ελλείψει των δαπανών αυτών, οι δαπάνες σχετικά με τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος θα ήσαν πιο σημαντικές. Το αποτέλεσμα αυτό θα καθιστούσε άνευ ουσίας όλους τους ελέγχους που θέσπισαν οι κανονισμοί 1258/1999 και 1290/2005 και θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της ατομικής ενίσχυσης και τον έλεγχο του βασίμου της ενίσχυσης αυτής. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

162    Όσον αφορά το ενδεχόμενο ο γεωργός να σταματήσει να εκμεταλλεύεται την πλεονάζουσα έκταση, συνεχίζοντας όμως να λαμβάνει το πλήρες ποσό αναφοράς βάσει μικρότερης έκτασης, ή οι εκτάσεις αυτές να εγκαταλειφθούν και να μη διατηρηθούν σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, το γεγονός ότι οι κτηνοτροφικές εκτάσεις που δηλώθηκαν το 2006 υπερέβαιναν ελαφρώς τις κτηνοτροφικές εκτάσεις που δηλώθηκαν το 2004 δεν φαίνεται να ασκεί συναφώς επιρροή.

163    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η ελαφρά αύξηση των κτηνοτροφικών εκτάσεων που δηλώθηκαν μεταξύ 2004 και 2006 αποδεικνύει ότι δεν υφίστατο στην πραγματικότητα κίνδυνος εγκαταλείψεως των εκτάσεων, τούτο δεν αρκεί να κλονίσει την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τον κίνδυνο για το ΕΓΤΕ λόγω της μη συνεκτιμήσεως των κτηνοτροφικών εκτάσεων εν προκειμένω. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό δεν επηρεάζει το ενδεχόμενο, στο οποίο αναφέρθηκε η Επιτροπή, η μη συνεκτίμηση αυτή των διαθέσιμων κτηνοτροφικών εκτάσεων να συνεπάγεται λιγότερα δικαιώματα ενίσχυσης εξαιρετικά υψηλής μοναδιαίας αξίας, ούτε το ενδεχόμενο οι πλεονάζουσες εκτάσεις να είναι διαθέσιμες για την ενεργοποίηση δικαιωμάτων που απέκτησε ο γεωργός, μέσω των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος.

164    Τέλος, το τρίτο επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει επίσης να απορριφθεί. Η Επιτροπή, όπως υποστηρίζει χωρίς να αντικρουστεί από την Ελληνική Δημοκρατία, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η τελευταία υπολόγισε ποσά αναφοράς βάσει των 706 748,26 κτηνοτροφικών εκταρίων που χρησιμοποιούνται από τους παραγωγούς αιγοπροβείου, ακριβώς για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποσό αυτό δεν αντιπροσώπευε παρά το ένα τρίτο των επιλέξιμων κτηνοτροφικών εκτάσεων.

165    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των καθεστώτων απόσταξης και ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών, και αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων

166    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, για να επιβάλει κατ’ αποκοπήν διορθώσεις ποσοστού 10 % επί του συνόλου των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν τα οικονομικά έτη 2004 και 2005 στα καθεστώτα απόσταξης και ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών και αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων, στηρίχθηκε σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι οι διορθώσεις αυτές ήσαν δυσανάλογες και αντίθετες προς τις κατευθυντήριες αρχές σχετικά με τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις.

1.     Το πρώτο σκέλος, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

167    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αμπελουργικό μητρώο δεν λειτουργούσε, ότι η εκχώρηση της διαχείρισής του σε οργανισμούς μη εξαρτώμενους από τον ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελούσε εμπόδιο για τη διαχείριση και τον έλεγχό του και ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν μπορούσε να κάνει ενδεδειγμένη χρήση του εν λόγω μητρώου, διότι δεν είχε άμεση και αυτόνομη πρόσβαση στα δεδομένα του αρχείου, κυρίως, λόγω ελλιπούς μηχανοργάνωσης.

168    Όσον αφορά την επιλεξιμότητα των σταφυλιών που οινοποιούνται, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ανακριβώς ότι υπήρχε πρόβλημα συναφώς και ότι η ιχνηλασιμότητα ήταν δυσχερής. Η Ελληνική Δημοκρατία εξηγεί με λεπτομέρειες τους διασταυρωτικούς ελέγχους που προβλέπονται στις υπουργικές αποφάσεις για να εξακριβωθεί η επιλεξιμότητα των οινικών προϊόντων. Προς τούτο, προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, υποδείγματα εντύπων ελέγχου, καθώς και αποδεικτικά επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

169    Όσον αφορά την υποχρεωτική απόσταξη των υποπροϊόντων, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες δεν γινόταν καμία εκτίμηση ή προσδιορισμός των αποσυρομένων στεμφύλων, αλλά πραγματοποιούνταν μόνο μερικές αναλύσεις για προσδιορισμό του μέσου αλκοολικού τίτλου. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κακώς επίσης συνήγαγε ότι, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε εγγύηση της ελεγχόμενης απόσυρσης των υποπροϊόντων ούτε της τηρήσεως του ελάχιστου αλκοολικού τίτλου σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο, σε αντίθεση προς τα όσα επιβάλλει το άρθρο 27 του κανονισμού 1493/1999. Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία εξηγεί τους ελέγχους που προβλέπονται στις υπουργικές αποφάσεις για την απόσυρση των υποπροϊόντων και για την ανάλυση του αλκοολικού βαθμού από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Ως απόδειξη, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο ενδεικτικά πρωτόκολλα δειγματοληψίας για προσδιορισμό του αλκοολικού τίτλου, καθώς και έγγραφα που οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην Επιτροπή.

170    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με μια σειρά προβλημάτων συνδεόμενων με το εθνικό νομικό πλαίσιο, με το σύστημα διαχείρισης και με τις ανεπάρκειες των επιτόπιων ελέγχων. Παρατηρεί ότι οι ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή κατά την αποστολή έρευνας δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκην υπεραντιστάθμιση, δεδομένου ότι, γενικώς, στη γεωργία υπάρχουν αποτυχίες στη φύτευση, λάθη και καταστροφές. Αμφισβητεί επίσης τη διαπίστωση ότι ουδέποτε εφαρμόστηκε η προϋπόθεση της μειώσεως κατά 25 % της αναδιαρθρωμένης έκτασης των αμπελώνων. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι για τους οικείους αμπελοκαλλιεργητές, ήτοι για αυτούς που είχαν φυτέψει παράτυπα αμπελώνες ποικιλίας σουλτανίνας, εφαρμόστηκε μείωση κατά 25 % μετά από εκρίζωση την αμπελώνων αυτών. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί καμία περαιτέρω μείωση της έκτασης.

171    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν τεκμηρίωσε τα επιχειρήματά της.

172    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 117 έως 120 ανωτέρω, στο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων του ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των συλλογισμών της Επιτροπής. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίξει τους δικούς του συλλογισμούς σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Αν το κράτος μέλος δεν κατορθώσει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη θέσπιση ενός κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου.

173    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα αυτές τις επί της αρχής εκτιμήσεις.

 Λειτουργία του αμπελουργικού μητρώου

174    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης, τα κράτη μέλη όφειλαν να καταρτίσουν αμπελουργικό μητρώο εντός προθεσμίας έξι ετών, δηλαδή το αργότερο μέχρι το 1992 [άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2392/1986 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την κατάρτιση του κοινοτικού αμπελουργικού μητρώου (EE L 208, σ. 1)]. Ωστόσο, λόγω των τεχνικών δυσχερειών που αντιμετώπισαν τα κράτη μέλη, η καταληκτική αυτή ημερομηνία παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1996 και, στη συνέχεια, για την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 [αντιστοίχως, με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1549/95 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2392/86 (EE L 148, σ. 37), και με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1631/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2392/86 (EE L 210, σ. 14)].

175    Το αμπελουργικό μητρώο έπρεπε να περιέχει, για κάθε εκμετάλλευση όπου καλλιεργούνται αμπέλια, πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητά της και τη χωροθέτησή της, τα κτηματολογικά στοιχεία των αγροτεμαχίων στα οποία έχουν φυτευθεί αμπέλια, τα γενικά χαρακτηριστικά της και τα χαρακτηριστικά των αμπελώνων που την αποτελούν και των προϊόντων που παράγονται σε αυτή (άρθρο 2 του κανονισμού 2392/1986). Επιπλέον, τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να διαθέσουν τα απαραίτητα υλικά μέσα ώστε να εξασφαλίζεται η μηχανοργανωμένη διαχείριση του μητρώου από έναν ή περισσότερους οργανισμούς που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος (άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού), να διασφαλίζουν την τακτική ενημέρωση του μητρώου (άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού) και να προβαίνουν για κάθε εκμετάλλευση στην επαλήθευση της αντιστοιχίας μεταξύ των συλλεγεισών πληροφοριών και της πραγματικής κατάστασης της εκμετάλλευσης (άρθρο 5, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού). Τέλος, τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι υπηρεσίες τους οι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της αμπελοοινικής νομοθεσίας και τον έλεγχό της να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες του εν λόγω μητρώου (άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού).

176    Εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση λόγω των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν σχετικά με τη λειτουργία αυτού καθαυτό του αμπελουργικού μητρώου. Ωστόσο, δεδομένου ότι το εν λόγω μητρώο αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο ελέγχου, που διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της αμπελοοινικής αγοράς και των αντίστοιχων ενισχύσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι δυσλειτουργίες που προκύπτουν από το μητρώο αυτό προκαλούσαν σοβαρούς κινδύνους για το ΕΓΤΕ.

177    Στον βαθμό που οι δυσλειτουργίες του αμπελουργικού μητρώου που διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή μπορούν να θεωρηθούν ότι συντελούν στις άλλες ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο των καθεστώτων απόσταξης και ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών και αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων για τις οποίες η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπήν διορθώσεις, πρέπει να αναλυθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία.

178    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία διαπιστώνει ότι το αμπελουργικό μητρώο είχε ολοκληρωθεί στις 31 Οκτωβρίου 2003 και ότι ήταν λειτουργικό και αξιόπιστο το 2004 και το 2005. Ωστόσο, ούτε το από 24 Νοεμβρίου 2003 έγγραφο που οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην Επιτροπή και στο οποίο αναφέρεται το τεράστιο έργο που ολοκληρώθηκε συναφώς στις 31 Οκτωβρίου 2003 ούτε ο πίνακας ορθοφωτοχαρτών ανά νομό για όλη την επικράτεια και ο πίνακας με τα αγροτεμάχια ανά νομό αρκούν για να αποδειχθεί ότι το εν λόγω μητρώο είχε ολοκληρωθεί ή ότι λειτουργούσε.

179    Το αυτό ισχύει και για την τελική έκθεση που αφορούσε την τεχνική αρωγή σχετικά με τη θέση σε εφαρμογή του αμπελουργικού και ελαιοκομικού μητρώου στην Ελλάδα. Αφενός, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, από τις σελίδες 11 και 12 της τελικής αυτής εκθέσεως δεν αποδεικνύεται ότι το αμπελουργικό μητρώο ήταν απολύτως αξιόπιστο και εντελώς λειτουργικό, αλλά η έκθεση αυτή περιγράφει απλώς κάποιες μεθόδους για την κατάρτιση του εν λόγω μητρώου στους διάφορους νομούς. Αφετέρου, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η εν λόγω έκθεση αναφέρεται, στα πορίσματά της, σε αναγκαίες πρόσθετες δράσεις σχετικά με το μητρώο αυτό. Ειδικότερα, η τελική έκθεση επισημαίνει ότι ορισμένα στοιχεία έπρεπε να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας, ορισμένοι έλεγχοι δεν ήσαν ακόμη επαρκείς, ο φυλλομετρητής (browser) και το σύστημα ενημέρωσης (updating system) για το εν λόγω μητρώο εξακολουθούσαν να έχουν περιορισμούς και μια τελική μορφή της εν λόγω εφαρμογής είχε προβλεφθεί για το πρώτο τρίμηνο του 2004, και ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν και άλλα προβλήματα, συνδεόμενα με την έλλειψη πραγματικής στήριξης όλων των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένων των γεωργών και των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι από τα πορίσματα της εκθέσεως προκύπτει ο αξιόπιστος χαρακτήρας του ίδιου μητρώου πρέπει επίσης να απορριφθεί.

180    Επιπλέον, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι ιδιωτικές εταιρίες διενήργησαν επιτόπιους ελέγχους σε ποσοστό 10 % των δηλώσεων των παραγωγών δεν είναι λυσιτελές, διότι, όπως ορθώς παρατηρεί, τούτο δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή. Περαιτέρω, τα όσα εκθέτει συναφώς η Ελληνική Δημοκρατία με τα δικόγραφά της δεν είναι ούτε λογικώς συνεκτικά ούτε ακριβή όσον αφορά το ποσοστό των ελεγχθεισών δηλώσεων, καθόσον αναφέρει ότι το ποσοστό επαλήθευσης των εκτάσεων από τις εταιρίες αυτές «ανερχόταν στο 10 % του συνόλου της κάθε σύμβασης» ή ότι οι εκτάσεις ελέγχθηκαν «σε ποσοστό 10 %». Εν πάση περιπτώσει, το απόσπασμα συμβάσεως συναφθείσας με μία από τις εταιρίες αυτές και οι οδηγίες προς τους αναδόχους δεν αποδεικνύουν, επαρκώς κατά νόμο, ότι οι εν λόγω εταιρίες διενήργησαν πράγματι ελέγχους. Το αυτό ισχύει και για το πρακτικό που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία και το οποίο αφορά τους ελέγχους για τρεις νομούς, επί συνόλου 40 και πλέον στην Ελλάδα, για το 2003, και όχι για τα έτη 2004 και 2005, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή.

181    Τέλος, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι «το συνολικό ποσοστό ασυμφωνίας που εξήχθη μετά τον ποιοτικό έλεγχο ήταν μόλις 3,21 %» πρέπει επίσης να απορριφθεί. Μολονότι δεν είναι προφανής η κατανόηση του τι ακριβώς εννοεί η Ελληνική Δημοκρατία με την έκφραση «ποιοτικός έλεγχος» στο πλαίσιο αυτό, είναι βέβαιο, με βάση το έγγραφο στο οποίο αναφέρεται, ότι τούτο δεν μπορεί να αναφέρεται σε ποιοτικό έλεγχο του ίδιου του αμπελουργικού μητρώου. Συγκεκριμένα, το εν λόγω έγγραφο συνίσταται σε έναν πίνακα που κατήρτισαν οι ελληνικές αρχές και ο οποίος αναφέρει τις ασύμφωνες δηλώσεις για το 2004, από κάθε «ανάδοχο» εταιρία (εννοούνται οι εταιρίες οι οποίες είχαν επιφορτιστεί με τον έλεγχο των δηλώσεων των παραγωγών), και για τους νομούς που τους είχαν ανατεθεί. Σύμφωνα με τον πίνακα αυτό, υπήρχαν 27 080 ασύμφωνες δηλώσεις μεταξύ αυτών που είχαν ελεγχθεί. Για κάθε νομό, το ποσοστό των ασύμφωνων δηλώσεων αντιπροσώπευε ένα ποσοστό κυμαινόμενο μεταξύ 0 και 6,20 %, και με βάση τα στοιχεία αυτά η Ελληνική Δημοκρατία καταλήγει στο μέσο ποσοστό ασύμφωνων δηλώσεων 3,21 %. Περαιτέρω, αφενός, αυτός και μόνον ο πίνακας δεν μπορεί να επαρκέσει για να αποδειχθεί ότι διενεργήθηκαν οι επίμαχοι έλεγχοι, πράγμα που εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί κρίσιμο ζήτημα (βλ. σκέψη 179 ανωτέρω). Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ομοίως δεν αποδείχθηκε ότι το ποσοστό των ασύμφωνων δηλώσεων ήταν, συνολικά, 3,21 % στην Ελλάδα, διότι, μεταξύ άλλων, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει καν συνεκτική και ακριβή ένδειξη του ποσοστού των εκτάσεων που ελέγχθηκαν, κατ’ αυτήν, στην Ελλάδα από τις επιχειρήσεις αυτές (βλ. σκέψη 179 ανωτέρω).

182    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία διαπιστώνει ότι, για την τήρηση και την ενημέρωση του αμπελουργικού μητρώου, πρωτεύοντα ρόλο έχουν οι δημόσιες υπηρεσίες και ότι ο ρόλος των αναδόχων εταιριών είναι επικουρικός. Εξηγεί ότι οι Διευθύνσεις Αγροτικής Ανάπτυξης (ΔΑΑ) και οι ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών είχαν πρόσβαση σε μηχανογραφική εφαρμογή που παρείχε μόνον τη δυνατότητα οπτικής πρόσβασης στα στοιχεία των παραγωγών και των τεμαχίων καθώς και τη δυνατότητα υποβολής και καταχώρισης των αιτήσεων τροποποίησης και των αιτήσεων νέων εγγραφών. Αντιθέτως, για τις τροποποιήσεις, εγγραφές και διαγραφές αλφαριθμητικών και χαρτογραφικών στοιχείων των αμπελοτεμαχίων καθώς και αλφαριθμητικών στοιχείων των παραγωγών, στη σχετική εφαρμογή είχαν πρόσβαση μόνον εξουσιοδοτημένοι χρήστες του Υπουργείου και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.

183    Αφενός, όμως, το από 16 Μαΐου 2012 έγγραφο που απέστειλε η Διεύθυνση Διαχείρισης Μητρώων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σχετικά με τα στοιχεία που αφορούσαν τη λειτουργία του αμπελουργικού μητρώου, δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή είχε κακώς καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, το 2004 και το 2005, η ανάθεση της τήρησης του εν λόγω μητρώου σε οργανισμούς μη εξαρτώμενους από τον ΟΠΕΚΕΠΕ συνιστούσε εμπόδιο για την τήρηση και τον έλεγχό του. Το αυτό ισχύει και για τα έγγραφα των υπηρεσιών διαχείρισης του μητρώου που το Υπουργείο διένειμε στους χρήστες, εξηγώντας την ενημέρωση του μητρώου αυτού, καθώς και για τις διαπιστώσεις που περιέχονται στο από 29 Νοεμβρίου 2011 έγγραφο που απέστειλε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, και οι οποίες αναπαράγονται στο σημείο 69 του δικογράφου της προσφυγής. Αφετέρου, το επιχείρημα αυτό αποδυναμώνεται από τη διαπίστωση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι ορισμένες τροποποιήσεις που καταχωρίστηκαν από τους παραγωγούς ή από ομάδες παραγωγών, ήτοι οι «χαρτογραφικές μεταβολές που αφορούν εντοπισμούς τεμαχίων που δεν είχαν δηλωθεί κατά την κατάρτιση [του εν λόγω μητρώου] ή είχαν λάθος εντοπισμούς» δεν «εκτιμήθηκαν επακριβώς». Τούτο θέτει εν αμφιβόλω τη διάκριση, στην πράξη, μεταξύ της δυνατότητας των παραγωγών και των ιδιωτικών φορέων να καταχωρίζουν στοιχεία και της δυνατότητας, που έχουν μόνον οι χρήστες του Υπουργείου και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, να τροποποιήσουν τα στοιχεία του ίδιου αυτού μητρώου.

184    Επιπλέον, από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Ελληνική Δημοκρατία δέχθηκε ότι, μόνον «[α]πό το Νοέμβριο 2005, [υπήρχε] η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στο [αμπελουργικό μητρώο] με εξειδικευμένους χρήστες των [ΔΑΑ] για την επικαιροποίηση των μεταβολών (αλφαριθμητικά και χαρτογραφικά)» και ότι «η διαδικασία της ενημέρωσης [είχε ξεκινήσει] από τον Φεβρουάριο του 2006». Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία φαίνεται να δέχεται ότι, το 2004 και μέχρι τα τέλη του 2005, οι ΔΑΑ δεν μπορούσαν να έχουν ευθέως πρόσβαση στο αμπελουργικό μητρώο και ότι το εν λόγω μητρώο δεν είχε καν επικαιροποιηθεί κατά την περίοδο αυτή.

185    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το έγγραφο που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία και το οποίο προέρχεται από τη Διεύθυνση Διαχείρισης Μητρώων του ελληνικού Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με το οποίο απεστάλησαν οι κωδικοί πρόσβασης για την υποβολή των αιτήσεων.

186    Με βάση όλα τα προεκτεθέντα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τις δυσλειτουργίες του αμπελουργικού μητρώου ήταν εσφαλμένες.

 Οι έλεγχοι σχετικά με την επιλεξιμότητα των προϊόντων για υπαγωγή στα καθεστώτα ενισχύσεων, την υποχρεωτική απόσταξη και τις ενισχύσεις υπέρ της χρήσης των γλευκών

187    Οι εφαρμοστέοι κανόνες της Ένωσης σχετικά με την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς, που καθορίστηκαν με τον κανονισμό 1493/1999, προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, τη διαχείριση του αμπελουργικού δυναμικού, την απαγόρευση φύτευσης αμπέλων για την παραγωγή οίνου, εκτός από τις προβλεπόμενες περιπτώσεις, και την υποχρεωτική απόσταξη των υποπροϊόντων της οινοποίησης καθώς και του οίνου υπό ορισμένες περιστάσεις. Οι κανόνες αυτοί προέβλεπαν επίσης ενισχύσεις για την απόσταξη και για τη χρήση ορισμένων γλευκών, καθώς και υποχρεωτικές δηλώσεις εκ μέρους των παραγωγών σταφυλιών, των παραγωγών γλευκών και των οινοπνευματοποιών και διοικητικούς ελέγχους και επιτόπιες εξακριβώσεις για τη διασφάλιση της τήρησης των απαιτούμενων προϋποθέσεων.

188    Από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει όμως ότι το πρόβλημα της επιλεξιμότητας των προϊόντων για υπαγωγή στα καθεστώτα ενισχύσεων συνδεόταν με την ύπαρξη στην Ελλάδα διαφόρων ποικιλιών αμπέλων διπλής ταξινόμησης, που μπορούσαν ενίοτε να υπαχθούν σε πλείονα καθεστώτα ενισχύσεων. Όσον αφορά τον οίνο που προέρχεται από σταφύλια «διπλής ταξινόμησης», ήτοι από σταφύλια ποικιλιών που αναγράφονται, στην κατάταξη για την ίδια διοικητική ενότητα, ταυτόχρονα ως οινοποιήσιμες ποικιλίες σταφυλιών και ως ποικιλίες προοριζόμενες για άλλη χρήση, το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1493/1999 προβλέπει την υποχρεωτική απόσταξή τους εντός ορισμένης προθεσμίας, στον βαθμό που οι οινοποιούμενες ποσότητες υπερβαίνουν τις ποσότητες που οινοποιούνται συνήθως. Πλην παρέκκλισης, ο οίνος αυτός ήταν δυνατό να διακινηθεί μόνον προς οινοπνευματοποιείο.

189    Κατά τη διάρκεια όμως της αποστολής, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν μπορούσαν να βεβαιώσουν ότι οι έλεγχοι μπορούσαν να διασφαλίσουν την επιλεξιμότητα των οινοποιούμενων σταφυλιών. Συγκεκριμένα, η ιχνηλασιμότητα από τον αμπελώνα ή την έκταση προέλευσης μέχρι το σημείο παράδοσης ή μεταποίησης των σταφυλιών δεν ήταν δεδομένη στις περισσότερες περιπτώσεις. Στους παραγωγούς στους οποίους πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν την παράδοση ποικιλιών κινδύνου, ήτοι διπλής ή τριπλής ταξινόμησης, όπως η σουλτανίνα ή το ροζακί, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατό να επιβεβαιωθεί ότι οι εν λόγω ποικιλίες μπορούσαν να θεωρηθούν επιλέξιμες για οινοποίηση.

190    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωσαν επίσης, κατά την αποστολή, ότι διενεργούνταν πλήθος επιτόπιων ελέγχων, από τους οποίους όμως δεν προέκυπταν σχεδόν ποτέ λογικές διαβεβαιώσεις για τα αποτελέσματά τους, επί παραδείγματι, το δείγμα από το κρασί που παραδιδόταν για απόσταξη δεν λαμβανόταν σε κάθε παράδοση, αλλά μετά το πέρας όλων των παραδόσεων.

191    Επιπλέον, όσον αφορά τις ενισχύσεις υπέρ της χρήσης των γλευκών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι η ελεγχόμενη απόσυρση στεμφύλων συνίστατο μόνο σε μερικές αναλύσεις για τον προσδιορισμό του μέσου αλκοολικού τίτλου. Με βάση τις ληφθείσες πληροφορίες, οι αναλύσεις αφορούσαν μόνο δέκα περίπου παρτίδες ανά περιφέρεια, με απροσδιόριστη χρονική συχνότητα. Δεν πραγματοποιούνταν καμία εκτίμηση των ποσοτήτων που αποσύρονταν ή του προορισμού τους. Επομένως, οι έλεγχοι δεν μπορούσαν να εγγυηθούν ούτε την αποσυρόμενη ποσότητα ούτε την τήρηση του ελάχιστου αλκοολικού τίτλου.

192    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται κατ’ ουσίαν στη λεπτομερή επίκληση των διασταυρωτικών ελέγχων που προβλέπουν οι υπουργικές αποφάσεις για τη διασφάλιση της επιλεξιμότητας των οινοποιούμενων σταφυλιών, της υποχρεωτικής απόσταξης και της ελεγχόμενης απόσυρσης των στεμφύλων και στην προσκόμιση των υποδειγμάτων μη συμπληρωμένων εντύπων. Ωστόσο, δεν μπορεί να ανασκευάσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, παρά μόνον αν τεκμηριώσει τα όσα υποστηρίζει με στοιχεία που θα αποδεικνύουν το υποστατό των επιτόπιων ελέγχων της. Συναφώς, τα έγγραφα που προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο η Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τέσσερις προσκλήσεις των ελληνικών αρχών προς τους γεωργούς για να επιστρέψουν μέρος των καταβληθεισών ενισχύσεων και τα αποδεικτικά πέντε επιστροφών προς τις ελληνικές αρχές αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, οι διαπιστώσεις των ελληνικών αρχών κατά τη διάρκεια της έρευνας, ένας κατάλογος των οινοποιείων ανά νομό και το έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας, της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, που αναφέρει την ανάγκη εντατικοποίησης των ελέγχων, δεν δύνανται να αποδείξουν την επάρκεια των επίμαχων ελέγχων. Η ύπαρξη κανόνων σε εθνικό επίπεδο που προβλέπουν τους εν λόγω ελέγχους ομοίως δεν αποδεικνύει ότι οι έλεγχοι αυτοί έχουν πράγματι διενεργηθεί.

193    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αντικρούει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ακόμη και τα έγγραφα που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία κάνουν λόγο για αναγκαία «εντατικοποίηση» των ελέγχων. Το αυτό ισχύει και για το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι με τις δηλώσεις συγκομιδής δεν είναι δυνατοί, στον βαθμό που οι παραγωγοί δεν έχουν υποβάλει τις δηλώσεις. Επιπλέον, το έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2006, που απεστάλη από τον ΟΠΕΚΕΠΕ στην Επιτροπή, και το οποίο προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο η Ελληνική Δημοκρατία, διαπιστώνει ότι οι παραγωγοί ήσαν απρόθυμοι να υποβάλουν τις δηλώσεις αυτές και αναφέρει τις δυσχέρειες της εμπρόθεσμης διασταύρωσης των δηλώσεων συγκομιδής και των δηλώσεων παραγωγής.

194    Τρίτον, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το έγγραφο αυτό επιβεβαιώνει επίσης τη μη τήρηση της υποχρεώσεως δειγματοληψίας του οίνου σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 65, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 1623/2000 της Επιτροπής, της 25 Ιουλίου 2000, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1493/1999 του Συμβουλίου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς, (EE L 194, σ. 45), επιβάλλει στους οινοπνευματοποιούς να ανακοινώνουν στον οργανισμό παρέμβασης, για κάθε παραγωγό που τους έχει παραδώσει οίνο, και για κάθε παράδοση, την ποσότητα, το χρώμα και τον κτηθέντα κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο του οίνου, καθώς και τον αριθμό του εγγράφου που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά του οίνου, την απόδειξη της απόσταξης της συνολικής ποσότητας οίνου που εμφαίνεται στο συμφωνητικό ή τη δήλωση, καθώς και την απόδειξη ότι κατέβαλαν στον παραγωγό την προβλεπόμενη τιμή αγοράς. Συγκεκριμένα, το εν λόγω έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2006, που απέστειλε ο ΟΠΕΚΕΠΕ στην Επιτροπή, διαπιστώνει ότι για τον προς απόσταξη οίνο προβλέπεται μόνο δειγματοληψία πριν τη σύναψη του εκάστοτε συμφωνητικού. Περαιτέρω, το έγγραφο αυτό διαπιστώνει ότι, έχοντας λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις των ελεγκτών της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές προέβλεπαν τη μελλοντική τροποποίηση των σχετικών εθνικών διατάξεων.

195    Τέταρτον, τα πρωτόκολλα δειγματοληψίας, που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία και τα οποία αντιστοιχούν στους δειγματοληπτικούς ελέγχους που διενεργούντο για τον προσδιορισμό του αλκοολικού τίτλου των υποπροϊόντων δεν αποδεικνύουν την τήρηση των κανόνων σχετικά με την υποχρεωτική απόσταξη και τις ενισχύσεις υπέρ της χρήσης των γλευκών, αντίθετα προς όσα αυτή υποστηρίζει. Όσον αφορά την υποχρεωτική απόσταξη του οίνου που υπερβαίνει τις ποσότητες που οινοποιούνται συνήθως, ο αλκοολικός τίτλος δεν καθιστά δυνατό τον έλεγχο του αν τα σταφύλια για τα οποία πρόκειται προέρχονται από επιλέξιμες ποικιλίες, αν προέρχονται από ποικιλίες διπλής ταξινόμησης ή αν η ποσότητα του παραχθέντος οίνου υπερβαίνει ή όχι την ποσότητα που συνήθως οινοποιείται, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 19 και 28 του κανονισμού 1493/1999. Όσον αφορά την υποχρεωτική απόσταξη των υποπροϊόντων, οι έλεγχοι αυτοί, που διενεργούνται «πρωτίστως» στα μεγάλα οινοποιεία κατά την Ελληνική Δημοκρατία, δεν καθιστούν δυνατή την τήρηση του άρθρου 27, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, που προβλέπει την υποχρεωτική παράδοση προς απόσταξη του συνόλου των υποπροϊόντων που προκύπτουν από την οινοποίηση, των οποίων η ποσότητα αλκοόλης πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση προς 10 % σε σχέση με την ποσότητα αλκοόλης που περιέχεται στον παραγόμενο οίνο, όταν αυτός λαμβάνεται με άμεση οινοποίηση των σταφυλιών, και όχι κατώτερη από 5 % σε σχέση με την ποσότητα αλκοόλης που περιέχεται στον παραγόμενο οίνο, όταν ο οίνος έχει ληφθεί με οινοποίηση γλευκών σταφυλιών.

196    Όσον αφορά τις ενισχύσεις υπέρ της χρήσεως των γλευκών, οι έλεγχοι που διενεργούνται «πρωτίστως» στα μεγάλα οινοποιεία ομοίως δεν καθιστούν δυνατή την τήρηση του άρθρου 34, παράγραφος 3, του κανονισμού 1493/99, που προβλέπει ότι το ποσό της οφειλόμενης ενίσχυσης καθορίζεται σε ευρώ ανά % vol δυνάμει αλκοολικού τίτλου και ανά εκατόλιτρο συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών ή ανακαθαρισμένων συμπυκνωμένων γλευκών σταφυλιών.

197    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τους ελέγχους σχετικά με την επιλεξιμότητα των προϊόντων για υπαγωγή στα καθεστώτα ενισχύσεων, την υποχρεωτική απόσταξη και τις ενισχύσεις υπέρ της χρήσεως των γλευκών ήσαν εσφαλμένες.

 Αναδιάρθρωση και μετατροπή των αμπελώνων

198    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προκειμένου να προσαρμόσει την παραγωγή στη ζήτηση της αγοράς, το άρθρο 11 του κανονισμού 1493/1999 προέβλεπε μια ενίσχυση για την αναδιάρθρωση και τη μετατροπή των αμπελώνων, ήτοι την ποικιλιακή μετατροπή, την επαναφύτευση των αμπέλων και τις βελτιώσεις των τεχνικών διαχείρισης των αμπελώνων που συνδέονται με την προσαρμογή της παραγωγής στη ζήτηση.

199    Περαιτέρω, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι το καθεστώς της αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων δημιουργούσε μια σειρά προβλημάτων στην Ελλάδα, που συνδέονταν με το εθνικό νομικό πλαίσιο, με το σύστημα διαχείρισης και με τις ανεπάρκειες των επιτόπιων ελέγχων.

200    Όσον αφορά το εθνικό νομικό πλαίσιο, η συνοπτική έκθεση αναφέρει μια διυπουργική απόφαση που επέτρεπε την αναδιάρθρωση των αμπελώνων σουλτανίνας, για τους οποίους καταβάλλεται ενίσχυση ανά εκτάριο δυνάμει του καθεστώτος «σταφίδα», σε αμπελώνες με οινοποιήσιμες ποικιλίες. Η εν λόγω διυπουργική απόφαση προβλέπει, για τις περιπτώσεις αυτές, μείωση της έκτασης του αναδιαρθρωμένου αμπελώνα κατά 25 %. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η υπαγωγή ποικιλιών αμπέλου για τις οποίες προβλέπεται ενίσχυση ανά εκτάριο δεν ήταν σύμφωνη με τον κανονισμό 1493/1999, στον βαθμό που οι εν λόγω ποικιλίες δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου αυτού κανονισμού. Διαπίστωσε επίσης ότι σε καμία περίπτωση δεν είχε εφαρμοστεί το μέτρο της κατά 25 % μείωσης της έκτασης του αμπελώνα.

201    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν θέτει εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις αυτές, αλλά περιορίζεται στο να αντικρούσει την Επιτροπή διαπιστώνοντας ότι η μείωση δεν εφαρμοζόταν στους οικείους παραγωγούς, καθόσον αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα διπλή μείωση κατά 25 % της έκτασης, στον βαθμό που είχε ήδη εφαρμοσθεί μία μείωση κατά 25 % μετά την εκρίζωση των φυτευμένων με σουλτανίνα αμπελώνων. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό ουδόλως τεκμηριώνεται από την Ελληνική Δημοκρατία, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμο του εν λόγω επιχειρήματος. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

202    Όσον αφορά το σύστημα διαχείρισης και τις ανεπάρκειες των επιτόπιων ελέγχων, η συνοπτική έκθεση διαπιστώνει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής ανακάλυψαν, κατά την αποστολή, σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των χρηματοδοτούμενων δαπανών και της πραγματικότητας. Πιο συγκεκριμένα, η εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας επιλογή διαχείρισης του καθεστώτος στηρίζεται στην προσέγγιση κατά δράση. Για καθεμία από τις δράσεις, όπως είναι αυτές που αφορούν την εκρίζωση, την προετοιμασία του εδάφους, την επαναφύτευση και τον επανεμβολιασμό, προβλέπεται αυτόνομη διαχείριση και η διαδικασία πληρωμής εφαρμόζεται για κάθε δράση χωριστά. Ωστόσο, η επιλογή αυτή παράλληλα συνοδεύεται και από την υποχρέωση των δικαιούχων να αιτιολογούν τις δαπάνες που πραγματοποίησαν. Κατά την αποστολή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι η υποχρέωση αυτή δεν ετηρείτο. Για παράδειγμα, σε αρκετούς από τους δικαιούχους στους οποίους πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις, οι πάσσαλοι που είχαν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένη έκταση ήσαν μεταχειρισμένοι, ο αριθμός των αγορασθέντων φυτών υπερέβαινε την προγραμματισθείσα πυκνότητα φύτευσης και το κόστος του εργατικού δυναμικού δεν κάλυπτε το σύνολο της χορηγηθείσας ενίσχυσης.

203    Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί ότι υπάρχουν αποτυχίες φύτευσης, λάθη και καταστροφές που συμβαίνουν στη γεωργία. Ωστόσο, δεν υποστηρίζει ότι οι αποκλίσεις που διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, κατά την αποστολή, μεταξύ των δαπανών και των χορηγηθεισών ενισχύσεων οφείλονταν σε κάποιον από τους παράγοντες αυτούς. Κατά συνέπεια, η παρατήρηση αυτή, που έχει γενικό χαρακτήρα και δεν προσιδιάζει στις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν δύναται να κλονίσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με το σύστημα διαχείρισης και τις ανεπάρκειες των επιτόπιων ελέγχων όσον αφορά τις ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση και τη μετατροπή των αμπελώνων.

2.     Το δεύτερο σκέλος, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και των κατευθυντηρίων αρχών σχετικά με τις δημοσιονομικές διορθώσεις

204    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν της καταλογίζει ότι παρέλειψε να εφαρμόσει ή εφάρμοσε ελλιπώς κάποιο βασικό έλεγχο, μεταξύ αυτών που απαριθμούνται στο παράρτημα 11 των κατευθυντηρίων οδηγιών, που θα δικαιολογούσε διόρθωση 5 % ή 10 %. Κατά συνέπεια, οι ελλείψεις που αναφέρει η Επιτροπή αφορούν επικουρικούς ελέγχους που θα δικαιολογούσαν διόρθωση μη δυνάμενη να υπερβεί το 2 %. Επομένως, οι επιβληθείσες δημοσιονομικές διορθώσεις, σχετικά με τις ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή στον τομέα του οίνου, παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

205    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

206    Καταρχάς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, κατά την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 117 έως 120 ανωτέρω νομολογία, μολονότι στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης, εντούτοις, άπαξ και αποδειχθεί η παράβαση αυτή, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ενδεχομένως ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα όσον αφορά τις δημοσιονομικές συνέπειες που απορρέουν από την παράβαση αυτή.

207    Όσον αφορά το είδος της εφαρμοσθείσας διόρθωσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως αναφέρουν και οι κατευθυντήριες οδηγίες, όταν δεν είναι εφικτή η ακριβής αποτίμηση των ζημιών που υπέστη το ΕΓΤΕ, επιτρέπεται η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης.

208    Συναφώς, οι κατευθυντήριες οδηγίες προβλέπουν ότι, όταν ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν διενεργούνται ή διενεργούνται τόσο ελλιπώς ή τόσο σπανίως ώστε να είναι αναποτελεσματικοί για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας μιας αιτήσεως ή για την πρόληψη των παρατυπιών, δικαιολογείται η εφαρμογή διόρθωσης ύψους 10 %, διότι μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι υφίστατο υψηλός κίνδυνος σημαντικών ζημιών για το ΕΓΤΕ.

209    Πρώτον, εν προκειμένω, οι ελλείψεις που προκάλεσαν τις επίμαχες κατ’ αποκοπήν διορθώσεις προέκυπταν από την απουσία αποτελεσματικών ελέγχων, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, σχετικά με την επιλεξιμότητα των οινοποιούμενων προϊόντων και την ιχνηλασιμότητα των σταφυλιών, την υποχρεωτική απόσταξη του οίνου που υπερβαίνει τις ποσότητες που οινοποιούνται συνήθως, την υποχρεωτική απόσταξη του συνόλου των υποπροϊόντων, τον αλκοολικό τίτλο του συνόλου των υποπροϊόντων που προκύπτουν από την οινοποίηση, την αντιστοιχία μεταξύ των πραγματοποιηθεισών δαπανών και των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση και τη μετατροπή των αμπελώνων, καθώς και την επιλεξιμότητα των ποικιλιών αμπέλων που τυγχάνουν της ενισχύσεως αυτής. Με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες, οι ελλείψεις αυτών των βασικών ελέγχων, που είναι απαραίτητοι για τον εντοπισμό των παρατυπιών στο πλαίσιο του καθεστώτος απόσταξης, του καθεστώτος χρήσεως των γλευκών και του καθεστώτος της αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων, δικαιολογούσαν την εφαρμογή ποσοστού διόρθωσης 10 % στις οικείες δαπάνες.

210    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι εν λόγω ελλείψεις δεν αφορούν τους βασικούς ελέγχους, λόγω του ότι δεν απαριθμούνται στο παράρτημα 11 των κατευθυντηρίων οδηγιών. Αφενός, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις κατευθυντήριες οδηγίες, η απαρίθμηση των βασικών και των επικουρικών ελέγχων, για τους διάφορους τομείς, δεν είναι εξαντλητική και το γεγονός ότι μια διαπιστωθείσα έλλειψη δεν εμπίπτει στις κατευθυντήριες οδηγίες δεν είναι καθοριστικό (βλ. ανωτέρω σκέψεις 137 έως 139). Αφετέρου, το εν λόγω παράρτημα αφορά μόνον τις ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση και τη μετατροπή των αμπελώνων στον τομέα του οίνου, όπως προκύπτει από τον τίτλο του εν λόγω παραρτήματος. Περαιτέρω, στο παράρτημα αυτό ορίζονται ως βασικοί έλεγχοι τόσο η επιλεξιμότητα της φύσεως των εξεταζόμενων δράσεων (βασικός έλεγχος αριθ. 1) όσο και οι έλεγχοι κατά την υλοποίηση των προγραμμάτων (βασικός έλεγχος αριθ. 2). Επομένως, από το εν λόγω παράρτημα προκύπτει ότι οι ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή σχετικά με την επιλεξιμότητα των ποικιλιών αμπέλων που τυγχάνουν των ενισχύσεων και τη μετατροπή των αμπελώνων, καθώς και η αντιστοιχία μεταξύ των πραγματοποιηθεισών δαπανών και των χορηγηθεισών ενισχύσεων, αφορούν βασικούς ελέγχους κατά την έννοια του εγγράφου αυτού.

211    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

212    Από το σύνολο των προεκτεθεισών σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει, αφενός, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον προβλέπει δημοσιονομική διόρθωση ύψους 10 % σχετικά με τις δαπάνες που συνδέονται με την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος, στον βαθμό που η εν λόγω διόρθωση αφορά τα δικαιώματα του εθνικού αποθέματος που χορηγήθηκαν στους νέους γεωργούς από την Ελληνική Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 1782/2003, και, αφετέρου, να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

213    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

214    Δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, αποφασίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση των επίδικων περιστατικών, ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση 2011/689/ΕΕ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), κατά το μέρος που επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία κατ’ αποκοπήν διόρθωση σχετικά με τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ελληνική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenoνić

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Νοεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

I –  Έρευνα σχετικά με το καθεστώς των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης

II –  Έρευνα σχετικά με τον τομέα του οίνου

III –  Διαδικασία συμβιβασμού και έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

I –  Σκεπτικό

Α – Επί των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως που αφορούν τις δημοσιονομικές διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της επιείκειας, της ειλικρινούς συνεργασίας και της αναλογικότητας, καθώς και από έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών και σφάλματα εκτιμήσεως

α) Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της επιείκειας και της ειλικρινούς συνεργασίας, καθώς και από σφάλμα κατά την εκτίμηση

β) Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά την έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων οδηγιών και εσφαλμένη εκτίμηση στο πλαίσιο της εφαρμογής τους

γ) Επί του τρίτου σκέλους που αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

2.  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 42 του κανονισμού 1782/2003 και του άρθρου 21 του κανονισμού 795/2004, καθώς και από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

α) Επί των επιχειρημάτων σχετικά με την κατανομή των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους νέους γεωργούς

β) Επί των επιχειρημάτων σχετικά με τη χορήγηση των δικαιωμάτων του εθνικού αποθέματος στους γεωργούς που πραγματοποίησαν επενδύσεις

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την εφαρμογή του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 σε ελλείψεις σχετικά με τα κριτήρια κατανομής του εθνικού αποθέματος

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 όσον αφορά την επιβολή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων

–  Η εφαρμογή της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 10 % σχετικά με τα κριτήρια κατανομής του εθνικού αποθέματος

–  Η εφαρμογή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 5 % σχετικά με τον μη συνυπολογισμό των εκτάσεων των παραγωγών αιγοπρόβειου κατά τον υπολογισμό των εκτάσεων και των ποσών αναφοράς

Β – Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των καθεστώτων απόσταξης και ενισχύσεων υπέρ συγκεκριμένων χρήσεων των γλευκών, και αναδιάρθρωσης και μετατροπής των αμπελώνων

1.  Το πρώτο σκέλος, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

α) Λειτουργία του αμπελουργικού μητρώου

β) Οι έλεγχοι σχετικά με την επιλεξιμότητα των προϊόντων για υπαγωγή στα καθεστώτα ενισχύσεων, την υποχρεωτική απόσταξη και τις ενισχύσεις υπέρ της χρήσης των γλευκών

γ) Αναδιάρθρωση και μετατροπή των αμπελώνων

2.  Το δεύτερο σκέλος, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και των κατευθυντηρίων αρχών σχετικά με τις δημοσιονομικές διορθώσεις

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.