Language of document : ECLI:EU:T:2007:298

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 27ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Γάλα – Συμπληρωματική εισφορά – Ποσότητα αναφοράς – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2187/93 – Αποζημίωση των παραγωγών – Διακοπή της παραγραφής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑8/95 και T‑9/95,

Wilhelm Pelle, κάτοικος Kluse-Ahlen (Γερμανία),

Ernst-Reinhard Konrad, κάτοικος Löllbach (Γερμανία),

εκπροσωπούμενοι από τους B. Meisterernst, M. Düsing, D. Manstetten, F. Schulze και W. Haneklaus, δικηγόρους,

ενάγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον A. Brautigam και την A.-M. Colaert, κατόπιν δε από την A.‑M. Colaert,

και

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους D. Booß, και M. Niejahr, στη συνέχεια δε από τους Van Rijn και Niejahr, επικουρούμενους αρχικώς από τους δικηγόρους H.-J. Rabe, G. Berrisch και M. Núñez-Müller,

εναγομένων,

με αντικείμενο αγωγές αποζημιώσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 178 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 235 ΕΚ) και του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), για τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (EE L 90, σ. 13), όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό ΕΟΚ 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 (ΕΕ 1984, L 132, σ. 11),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, E. Martins Ribeiro και K. Jürimäe, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 23ης Ιανουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Καθεστώς των ποσοτήτων αναφοράς

1        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί συστάσεως καθεστώτος πριμοδοτήσεων για τη μη διάθεση σε εμπορία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και την αναδιάρθρωση των αγελών βοοειδών γαλακτοπαραγωγής (ABl., L 131, σ. 1· η απόδοση του κανονισμού αυτού στην ελληνική γλώσσα δεν έχει δημοσιευθεί στην ειδική έκδοση), προέβλεπε την καταβολή πριμοδοτήσεως μη εμπορίας ή πριμοδοτήσεως μετατροπής στους παραγωγούς οι οποίοι δεσμεύονταν να μην εμπορευθούν επί πενταετία γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα ή να μην εμπορευθούν γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα και να μετατρέψουν τις αγέλες τους από αγέλες γαλακτοπαραγωγής σε αγέλες παραγωγής κρέατος εντός τετραετούς προθεσμίας μετατροπής.

2        Οι παραγωγοί γάλακτος που ανέλαβαν δέσμευση μη εμπορίας δυνάμει του κανονισμού 1078/77 καλούνται κοινώς «παραγωγοί SLOM», αρχικά προερχόμενα από την ολλανδική έκφραση «slachten en omschakelen» (σφαγή και μετατροπή), η οποία περιγράφει τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του συστήματος μη εμπορίας ή μετατροπής.

3        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13), καθιέρωσαν, από την 1η Απριλίου 1984, συμπληρωματική εισφορά, η οποία θα επιβαλλόταν επί των ποσοτήτων γάλακτος που θα παραδίδονταν καθ’ υπέρβαση ορισμένης ποσότητας αναφοράς, η οποία θα καθοριζόταν για κάθε αγοραστή εντός των ορίων μιας συνολικής εγγυημένης ποσότητας σε κάθε κράτος μέλος. Η ποσότητα αναφοράς, για την οποία δεν θα καταβαλλόταν συμπληρωματική εισφορά, ήταν ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που, ανάλογα με την εναλλακτική λύση που είχε επιλέξει το κράτος, είτε είχε παραδώσει ο παραγωγός είτε είχε αγοράσει το γαλακτοκομείο κατά το έτος αναφοράς, το οποίο, για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήταν το έτος 1983.

4        Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς του άρθρου 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (EE ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984 (EE L 132, σ. 11).

5        Οι παραγωγοί, οι οποίοι, λόγω της δεσμεύσεως που είχαν αναλάβει δυνάμει του κανονισμού 1078/77, δεν πραγματοποίησαν παραδόσεις γάλακτος κατά το έτος αναφοράς που είχε επιλέξει το οικείο κράτος μέλος, αποκλείονταν από τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς.

6        Με τις αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1988, 120/86, Mulder (Συλλογή 1988, σ. 2321, στο εξής: απόφαση Mulder I), και 170/86, von Deetzen (Συλλογή 1988, σ. 2355), το Δικαστήριο έκρινε ανίσχυρο τον κανονισμό 857/84, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/84, καθόσον δεν προέβλεπε την χορήγηση ποσότητας αναφοράς στους παραγωγούς οι οποίοι, για να συμμορφωθούν με τη δέσμευση που είχαν αναλάβει δυνάμει του κανονισμού 1078/77, δεν πραγματοποίησαν παραδόσεις γάλακτος κατά το έτος αναφοράς που είχε ορίσει το οικείο κράτος μέλος.

7        Κατόπιν των αποφάσεων Mulder Ι και von Deetzen, ανωτέρω, σκέψη 6, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 20 Μαρτίου 1989, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 για την τροποποίηση του κανονισμού 857/84 (ΕΕ L 84, σ. 2), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 29 Μαρτίου 1989, προκειμένου να επιτραπεί η χορήγηση στους παραγωγούς SLOM ειδικής ποσότητας αναφοράς ίσης προς το 60 % της παραγωγής τους κατά τους 12 μήνες που είχαν προηγηθεί της αναλήψεως δεσμεύσεως περί μη εμπορίας ή μετατροπής δυνάμει του κανονισμού 1078/77.

8        Οι παραγωγοί που είχαν αναλάβει δεσμεύσεις μη εμπορίας ή μετατροπής και οι οποίοι, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 764/89, έτυχαν της χαρακτηριζόμενης ως «ειδικής» ποσότητας αναφοράς καλούνται «παραγωγοί SLOM I».

 Καθεστώς αποζημιώσεως και καθεστώς παραγραφής

9        Με παρεμπίπτουσα απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, C-104/89 και C-37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. Ι-3061, στο εξής: απόφαση Mulder II), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κοινότητα ευθυνόταν για τη ζημία που είχαν υποστεί ορισμένοι γαλακτοπαραγωγοί οι οποίοι είχαν αναλάβει δεσμεύσεις δυνάμει του κανονισμού 1078/77, ακολούθως δε τους απαγορεύτηκε να εμπορευθούν γάλα κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 857/84, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1371/84. Όσον αφορά τα καταβλητέα ποσά, το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να τα προσδιορίσουν κατόπιν κοινής συμφωνίας.

10      Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δημοσίευσαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 5ης Αυγούστου 1992, την ανακοίνωση 92/C 198/04 (EE C 198, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου 1992). Στην εν λόγω ανακοίνωση τονίζεται:

«Εν συνεχεία της απόφασης [Mulder II, σκέψη 9 πιο πάνω] […], τα κοινοτικά όργανα θεωρούν αναγκαίο να ανακοινώσουν στους ενδιαφερόμενους τα εξής:

1)      Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας κατά το άρθρο [288 ΕΚ] υφίσταται έναντι κάθε παραγωγού, όπως ορίζεται στο άρθρο 12[, υπό στοιχείο] γ΄[,] του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84, ο οποίος έχει υποστεί ζημία επανορθωτέα κατά την έννοια της ανωτέρω απόφασης, λόγω του γεγονότος ότι δεν μπόρεσε να λάβει σε εύθετο χρόνο ποσόστωση γάλακτος συνεπεία της συμμετοχής του στο καθεστώς που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1078/77, και ο οποίος πληροί πραγματικά τα κριτήρια και τους όρους που προκύπτουν από την απόφαση αυτή.

2)      Τα όργανα δεσμεύονται έναντι κάθε παραγωγού που αναφέρεται στο σημείο 1 να παραιτηθούν, έως τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο σημείο 3, από την έγερση ένστασης παραγραφής βάσει των διατάξεων του άρθρου 43 [νυν άρθρου 46] του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εφόσον το δικαίωμα αποζημίωσης δεν είχε ακόμη παραγραφεί κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο παραγωγός είχε ήδη απευθυνθεί σε ένα από τα όργανα.

3) Για να έχει πλήρες αποτέλεσμα η απόφαση [Mulder II, σκέψη 9 πιο πάνω], τα όργανα θα θεσπίσουν τις πρακτικές λεπτομέρειες για την αποζημίωση των ενδιαφερομένων προσώπων συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος των τόκων.

Τα όργανα θα διασαφηνίσουν σε ποιες αρχές και εντός ποιας προθεσμίας οι αιτήσεις θα πρέπει να κατατεθούν. Οι παραγωγοί διαβεβαιώνονται ότι δεν θα παραβλεφθεί η δυνατότητα να επιτύχουν αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, αν δεν προβούν σε ενέργειες πριν την έναρξη της προθεσμίας αυτής ενώπιον των κοινοτικών οργάνων ή των εθνικών αρχών.»

11      Κατόπιν της ανακοινώσεως της 5ης Αυγούστου 1992, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2187/93, της 22ας Ιουλίου 1993, για την προσφορά αποζημίωσης σε ορισμένους παραγωγούς γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων, οι οποίοι εμποδίστηκαν προσωρινά να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους (EE L 196, σ. 6). Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε, υπέρ των παραγωγών που είχαν τύχει οριστικής ειδικής ποσότητας αναφοράς, την προσφορά κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που αυτοί υπέστησαν λόγω εφαρμογής της ρυθμίσεως την οποία αφορούσε η απόφαση Mulder ΙΙ, προπαρατεθείσα στη σκέψη 9.

12      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2187/93 προβλέπει τα εξής:

«Ο παραγωγός, υποβάλλει την αίτησή του [αποζημιώσεως] στην αρμόδια [εθνική] αρχή. Η αίτηση του παραγωγού πρέπει να περιέλθει στην αρμόδια αρχή το αργότερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1993, άλλως η αίτηση απορρίπτεται.

Η προθεσμία παραγραφής, που προβλέπεται στο άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αρχίζει εκ νέου για όλους τους παραγωγούς από την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εάν η αίτηση που προβλέπεται στο εδάφιο αυτό δεν υποβλήθηκε πριν από αυτήν, εκτός εάν η παραγραφή διακόπηκε με προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 43.»

13      Το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 προβλέπει τα εξής:

«Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 10, εντός μέγιστης προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της αίτησης, υποβάλλει, εξ ονόματος και για λογαριασμό του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προσφορά αποζημίωσης στον παραγωγό.»

14      Το άρθρο 14, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 ορίζει τα εξής:

«Η μη αποδοχή της προσφοράς εντός προθεσμίας δύο μηνών, υπολογιζόμενων από την ημερομηνία παραλαβής της, έχει ως συνέπεια την εξ αυτής αποδέσμευση στο μέλλον των ενδιαφερομένων κοινοτικών οργάνων.»

15      Το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου (στο εξής: Οργανισμός του Δικαστηρίου) ορίζει τα εξής:

«Αξιώσεις κατά των Κοινοτήτων στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε δια της προσφυγής που υποβάλλεται στο Δικαστήριο, είτε δια της προηγουμένης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο όργανο των Κοινοτήτων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προσφυγή πρέπει να κατατίθεται εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 230 [ΕΚ] […]· εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 232, δεύτερο εδάφιο, [ΕΚ] […], ανάλογα με την περίπτωση.»

 Ιστορικό της διαφοράς

16      Οι ενάγοντες είναι παραγωγοί γάλακτος στη Γερμανία. Στο πλαίσιο του κανονισμού 1078/77 ανέλαβαν δέσμευση μη εμπορίας, η οποία έληξε την 1η Μαρτίου 1985 για τον ενάγοντα στην υπόθεση T‑8/95 και στις 30 Ιουνίου 1984 για τον ενάγοντα στην υπόθεση T‑9/95. Ως παραγωγοί SLOM I, έτυχαν ειδικής ποσότητας αναφοράς δυνάμει του κανονισμού 764/89.

17      Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 1991, που απηύθυνε στα εναγόμενα θεσμικά όργανα, ο ενάγων στην υπόθεση T‑8/95 προέβαλε το δικαίωμα του για αποζημίωση εκ μέρους της Κοινότητας. Ο ενάγων στην υπόθεση T‑9/95 έπραξε το ίδιο με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 1990. Το Συμβούλιο, με τα έγγραφα της 13ης Ιανουαρίου 1992 (υπόθεση T‑8/95) και της 20ής Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T-9/95), και η Επιτροπή, με τα έγγραφα της 16ης Ιανουαρίου 1992 (υπόθεση T-8/95) και της 19ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T-9/95), απέρριψαν τις αιτήσεις αποζημιώσεως των εναγόντων. Τα εναγόμενα όργανα δήλωσαν με τα ίδια έγγραφα ότι ήσαν διατεθειμένα να μην επικαλεστούν την παραγραφή προ της συμπληρώσεως τριμήνου από της δημοσιεύσεως, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της αποφάσεως Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9. Πάντως, η προσωρινή αυτή παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της παραγραφής ίσχυε μόνο για τις αιτήσεις που δεν είχαν ακόμη παραγραφεί κατά την ημερομηνία των ως άνω εγγράφων.

18      Μετά την έκδοση του κανονισμού 2187/93, οι ενάγοντες υπέβαλαν αίτηση αποζημιώσεως στην αρμόδια γερμανική αρχή βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

19      Με τα έγγραφα της 17ης Δεκεμβρίου 1993 (υπόθεση T‑8/95) και της 2ας Δεκεμβρίου 1993 (υπόθεση T‑9/95), η γερμανική αρχή απέστειλε στους ενάγοντες, βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93, προσφορές αποζημιώσεως κατ’ αποκοπήν, εξ ονόματος και για λογαριασμό της Κοινότητας.

20      Οι ενάγοντες άφησαν να παρέλθει η προθεσμία των δύο μηνών του άρθρου 14, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93. Επομένως, οι αναφερθείσες στην προηγουμένη σκέψη προσφορές αποζημιώσεως απορρίφθηκαν σιωπηρώς.

 Διαδικασία

21      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Ιανουαρίου 1995, οι ενάγοντες άσκησαν τις υπό κρίση αγωγές.

22      Με διάταξη του πρώτου τμήματος, της 3ης Ιουλίου 1995, το Πρωτοδικείο ανέστειλε τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-104/89 και C-37/90). Η απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑104/89 και C‑37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑203), ήρε την αναστολή.

23      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος, της 6ης Ιουλίου 1995, αποφασίστηκε να ενωθούν, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, οι υποθέσεις T‑366/94, T‑3/95, T‑7/95, T‑8/95, T‑9/95, T‑14/95, T‑16/95, T‑20/95, T‑22/95, T‑100/95, T‑120/95 και T‑124/95. Οι υποθέσεις T‑366/94, T‑3/95, T‑7/95, T‑14/95, T‑16/95, T‑20/95, T‑22/95, T‑100/95, T‑120/95 και T‑124/95 διεγράφησαν από το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου.

24      Με διάταξη του τετάρτου τμήματος της 10ης Απριλίου 2000, το Πρωτοδικείο ανέστειλε τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T‑187/94, Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής. Η απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T-187/94, Rudolf κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-367), ήρε την αναστολή.

25      Με απόφαση της 2ας Ιουλίου 2003, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να παραπέμψει τις υπό κρίση υποθέσεις σε τριμελές τμήμα, ειδικότερα στο πρώτο τμήμα.

26      Κατόπιν της αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα. Οι υπό κρίση υποθέσεις ανατέθηκαν επομένως στο πέμπτο τμήμα.

27      Με γραπτή ερώτηση της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, οι διάδικοι κλήθηκαν να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των συνεπειών της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2004, C‑164/01 P, van den Berg κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-10225, στο εξής: απόφαση van den Berg), ως προς τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής στις υπό κρίση υποθέσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στην ερώτηση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

28      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Ιανουαρίου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων

29      Στην υπόθεση T‑8/95, ο ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει, αλληλεγγύως, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα να του καταβάλουν αποζημίωση SLOM I για τη χρονική περίοδο από 2 Μαρτίου 1985 έως 29 Μαρτίου 1989, ανερχομένη στο ποσό των 81 159,764 γερμανικών μάρκων (DEM), συν τους τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 8 % ετησίως από τις 19 Μαΐου 1992·

–        να καταδικάσει, αλληλεγγύως, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα στα δικαστικά έξοδα.

30      Στην ίδια υπόθεση, ο ενάγων διευκρίνισε στο υπόμνημά του απαντήσεως ότι το δικαίωμα για αποζημίωση που προβάλλει αφορά τη χρονική περίοδο από 31 Δεκεμβρίου 1986 έως 29 Μαρτίου 1989.

31      Στην υπόθεση T‑9/95, ο ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να καταδικάσει, αλληλεγγύως, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα να του καταβάλουν αποζημίωση SLOM I για τη χρονική περίοδο από 1ης Ιουλίου 1984 έως 29 Μαρτίου 1989, ανερχομένη στο ποσό των 83 670,155 DEM, συν τους τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 8 % ετησίως από τις 19 Μαΐου 1992·

–        να καταδικάσει, αλληλεγγύως, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα στα δικαστικά έξοδα.

32      Στην ίδια υπόθεση, ο ενάγων διευκρίνισε στο υπόμνημά του απαντήσεως ότι το δικαίωμα για αποζημίωση που προβάλλει αφορά τη χρονική περίοδο από 7 Δεκεμβρίου 1985 έως 29 Μαρτίου 1989.

33      Και στις δύο υποθέσεις, οι ενάγοντες ζητούν επί πλέον από το Πρωτοδικείο να ενώσει τις υπό κρίση υποθέσεις προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως με την υπόθεση T-77/93, Hülseberg κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, και να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι να εκδοθεί η απόφαση στην εν λόγω υπόθεση. Πάντως, η τελευταία υπόθεση διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου με διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 1997.

34      Στις υποθέσεις T‑8/95 και T‑9/95, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την αγωγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Οι ενάγοντες επικαλούνται την απόφαση Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9, και υποστηρίζουν ότι, υπό την ιδιότητά τους ως παραγωγοί SLOM I, έχουν δικαίωμα για αποκατάσταση της ζημίας τους. Το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές πρότειναν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 επιβεβαιώνει την ευθύνη της Κοινότητας. Η άρνηση των εναγόντων να δεχθούν την προσφορά αυτή δεν επηρεάζει σε καμία περίπτωση τα δικαιώματά τους για αποζημίωση.

36      Ως προς την προβαλλόμενη ζημία τους, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, λόγω της ελλείψεως χώρου, δεν ήταν δυνατή εναλλακτική παραγωγή εντός της εκμεταλλεύσεώς τους, οπότε η ζημία που υπέστησαν είναι αισθητά μεγαλύτερη από την αποζημίωση που προβλέπει ο κανονισμός 2187/93.

37      Επιπλέον, κατά τους ενάγοντες, οι αξιώσεις τους δεν έχουν παραγραφεί. Προς τούτο, πρώτον, υποστηρίζουν, αναφερόμενοι στις προϋποθέσεις της παραγραφής δυνάμει του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ότι, ως απλοί πολίτες, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι όφειλαν να γνωρίζουν πριν από τη δημοσίευση, στις 19 Μαΐου 1992, της αποφάσεως Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως.

38      Δεύτερον, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι από το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2187/93 προκύπτει ότι η προθεσμία παραγραφής των πέντε ετών που προβλέπει το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου άρχισε εκ νέου να τρέχει από τις 30 Σεπτεμβρίου 1993 για όλους τους γαλακτοπαραγωγούς που δεν είχαν υποβάλει την αίτησή τους ή ασκήσει την αγωγή τους πριν από την ημερομηνία αυτή. Η προθεσμία παραγραφής επομένως έληξε μόλις το 1998, οπότε οι αγωγές που ασκήθηκαν στις 23 Ιανουαρίου 1995 δεν ήσαν εκπρόθεσμες.

39      Τρίτον, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπει το άρθρο 43, τρίτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση απορριπτικής αποφάσεως θεσμικού οργάνου αποφαινομένου επί υποβληθείσας προηγουμένως αιτήσεως. Κατά τους ενάγοντες, η βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 προσφορά αποζημιώσεως δεν συνιστά τέτοια απόφαση. Οι προηγούμενες αιτήσεις τους της 23ης Δεκεμβρίου 1991 (υπόθεση T‑8/95) και της 4ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T‑9/95), επομένως, δεν αποτέλεσαν ακόμη αντικείμενο απορριπτικής αποφάσεως εκδοθείσας από τα εναγόμενα θεσμικά όργανα. Επιπλέον, αίτηση υποβληθείσα βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 δεν συνιστά προηγούμενη αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και, συνεπώς, ούτε η προσφορά βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 ούτε η πάροδος της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται από το τρίτο εδάφιο της διατάξεως αυτής συνιστούν απορριπτική απόφαση, όπως αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Η προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου για την άσκηση προσφυγής, επομένως, δεν εφαρμόζεται.

40      Τέταρτον, επικουρικώς, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι υπέπεσαν σε συγγνωστή πλάνη ως προς την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως της αγωγής. Τα εναγόμενα θεσμικά όργανα, συγκεκριμένα, ακολούθησαν συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό συγγνωστή σύγχυση στους ενάγοντες οι οποίοι ήσαν καλόπιστοι και είχαν επιδείξει όλη την επιμέλεια που απαιτείται από έναν επιχειρηματία με τη συνήθη ενημέρωση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Μαΐου 1991, T‑12/90, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑219, σκέψη 29, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑148/98 και T‑162/98, Evans κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2837, σκέψη 31).

41      Υποστηρίζουν ότι τα εναγόμενα θεσμικά όργανα απαίτησαν από τους ζημιωθέντες γαλακτοπαραγωγούς να μην υποβάλουν αίτηση αποζημιώσεως ούτε να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως επικαλούμενα τη θέσπιση συστήματος κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Τούτο έγινε με την έκδοση της ανακοινώσεως της 5ης Αυγούστου 1992 και του κανονισμού 2187/93. Τα εναγόμενα θεσμικά όργανα γνώριζαν ότι συχνά η ζημία αναγόταν στα έτη 1984 και 1985, αλλά είχαν δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι παραιτούνται από την επίκληση της παραγραφής. Κατά τους ενάγοντες, ο επιχειρηματίας με τη συνήθη ενημέρωση μπορούσε επομένως να εμπιστεύεται και να προσδοκά ότι ο ετεροχρονισμός της προβολής των δικαιωμάτων του για αποζημίωση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα το εκπρόθεσμο της ασκήσεως του δικαιώματός του αγωγής.

42      Εξάλλου, εφόσον κατά το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 αρχίζει νέα προθεσμία παραγραφής πέντε ετών από τις 30 Σεπτεμβρίου 1993, επιχειρηματίας με τη συνήθη ενημέρωση δεν μπορούσε να έχει προβλέψει τη νομολογιακή εξέλιξη που καθιερώθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου, της 25ης Νοεμβρίου 1998, T‑222/97, Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II‑4175).

43      Πέμπτον, σύμφωνα με τις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου περί συμβάσεων [Principles of European Contract Law,Parts 1 and 2, O. Lando και H. Beale (εκδόσεις), 2000· ZEuP 1995, σ. 8644, και ZEuP 2000, σ. 675], η Κοινότητα δεν μπορεί πλέον να επικαλεστεί βασίμως την παραγραφή εφόσον, εκδίδοντας τον κανονισμό 2187/93, αναγνώρισε την κατ’ αρχήν ύπαρξη απαιτήσεως αποζημιώσεως των ζημιωθέντων γαλακτοπαραγωγών.

44      Απαντώντας στη γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου (ανωτέρω, σκέψη 27), οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με τα έγγραφά τους της 5ης Οκτωβρίου 2006 ότι η απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η χρονική περίοδος από της διακοπής της παραγραφής έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1993 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού της προθεσμίας παραγραφής των πέντε ετών. Η εφαρμογή των αρχών που διατυπώνονται με την απόφαση αυτή θα οδηγούσε στη διαπίστωση ότι τα δικαιώματα για αποζημίωση των εναγόντων παρεγράφησαν μόνον μερικώς.

45      Τα εναγόμενα θεσμικά όργανα δεν αμφισβητούν ότι οι ενάγοντες καταλέγονται μεταξύ των παραγωγών οι οποίοι δικαιούνται, κατ’ αρχήν, λόγω της αποφάσεως Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9, να αποζημιωθούν για τη ζημία που υπέστησαν λόγω του προσωρινού αποκλεισμού τους από την παραγωγή γάλακτος. Υποστηρίζουν, όμως, ότι από τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 42, Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 24, και της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T‑201/94, Kustermann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑415), προκύπτει ότι οι αξιώσεις των εναγόντων για αποζημίωση έχουν παραγραφεί πλήρως. Συνεπώς, οι υπό κρίση αγωγές είναι απαράδεκτες.

46      Τα εναγόμενα θεσμικά όργανα υπενθυμίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής των πέντε ετών του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου αρχίζει αφ’ ής στιγμής συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση της Κοινότητας για αποκατάσταση της ζημίας. Στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η ευθύνη απορρέει από κανονιστική πράξη, πρέπει να έχουν επέλθει τα ζημιογόνα αποτελέσματα της πράξεως αυτής (απόφαση Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 42, σκέψη 31). Διευκρινίζουν συναφώς ότι, για τους παραγωγούς SLOM I, συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών υπήρξε αφ’ ής στιγμής κατά την οποία ο κανονισμός 857/84 τους απαγόρευσε, για πρώτη φορά, να επαναλάβουν την παραγωγή γάλακτος, ήτοι την επομένη της ημερομηνίας λήξεως των αντίστοιχων υποχρεώσεών τους μη εμπορίας ή μετατροπής, το νωρίτερον, πάντως, την 1η Απριλίου 1984 (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 1997, T‑554/93, Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑563, σκέψη 87, και T‑20/94, Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑595, σκέψεις 2 και 130). Εφόσον η υποχρέωση μη εμπορίας ή μετατροπής των εναγόντων στις υποθέσεις T‑8/95 και T‑9/95 έληξαν, αντιστοίχως, την 1η Μαρτίου 1985 και στις 30 Ιουνίου 1984, η προθεσμία παραγραφής άρχισε στις 2 Μαρτίου 1985 στην υπόθεση T‑8/95 και την 1η Ιουλίου 1984 στην υπόθεση T‑9/95.

47      Πάντως, οι ζημίες που η Κοινότητα προκάλεσε στους γαλακτοπαραγωγούς επαναλαμβάνονταν καθημερινώς καθόσον διάστημα δεν απονεμόταν στους παραγωγούς ποσότητα αναφοράς. Εν προκειμένω, στους παραγωγούς SLOM I, όπως οι ενάγοντες, απαγορεύτηκε να παράγουν γάλα έως την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 764/89, στις 29 Μαρτίου 1989.

48      Για να εκτιμηθεί για ποιες ζημίες, τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν μεταξύ της 2ας Μαρτίου 1985 και της 29ης Μαρτίου 1989 (υπόθεση T‑8/95) ή μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1984 και της 29ης Μαρτίου 1989 (υπόθεση T‑9/95), οι αξιώσεις αποζημιώσεως είχαν ενδεχομένως παραγραφεί, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα υπενθυμίζουν ότι, με τις απαντήσεις τους στις αιτήσεις αποζημιώσεως των εναγόντων στις υποθέσεις T‑8/95 και T‑9/95, με ημερομηνία, αντιστοίχως, 23 Δεκεμβρίου 1991 και 4 Δεκεμβρίου 1990, αυτά αρνήθηκαν να εγείρουν ένσταση παραγραφής μέχρι της συμπληρώσεως τριμήνου από της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της αποφάσεως Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9. Δεδομένου ότι η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 17 Ιουνίου 1992, η περίοδος κατά την οποία εγκύρως δεν προβλήθηκε η ένσταση αυτή έληξε στις 17 Σεπτεμβρίου 1992. Πάντως, εντωμεταξύ, με την ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου 1992, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα ανέλαβαν την υποχρέωση έναντι όλων των παραγωγών SLOM τους οποίους αφορά η απόφαση Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9, να μην εγείρουν ένσταση παραγραφής μέχρι να καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της αποζημιώσεώς τους. Έτσι, για τους παραγωγούς, όπως οι ενάγοντες, έναντι των οποίων τα εναγόμενα θεσμικά όργανα δήλωσαν ότι ήσαν διατεθειμένα να μη επικαλεστούν την παραγραφή έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1992, η περίοδος κατά την οποίαν εγκύρως δεν προβλήθηκε η ένσταση αυτή παρατάθηκε μέχρι τον καθορισμό των πρακτικών λεπτομερειών της αποζημιώσεώς τους. Οι πρακτικές λεπτομέρειες που προέβλεπε η ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου 1992 καθορίστηκαν με τον κανονισμό 2187/93.

49      Τα εναγόμενα θεσμικά όργανα επιμένουν εξάλλου στο γεγονός ότι οι ενάγοντες ούτε δέχτηκαν την προσφορά αποζημιώσεως που τους είχε γίνει βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπει το τρίτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως, ούτε άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως εντός του διμήνου από της λήξεως της προθεσμίας αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν διεκόπη λόγω της ανακοινώσεως της 5ης Αυγούστου 1992 και, επομένως, δεν διεκόπη ούτε λόγω των αιτήσεων που απηύθυναν οι ενάγοντες, αντιστοίχως με τις επιστολές της 23ης Δεκεμβρίου 1991 (υπόθεση T‑8/95) και της 4ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T‑9/95) (αποφάσεις Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 137· Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 42, σκέψεις 37 έως 40· Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 24, σκέψεις 60 έως 64, και Kustermann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω, σκέψη 45, σκέψεις 72 έως 76). Η παραγραφή διεκόπη μόνο με την άσκηση των αγωγών, στις 23 Ιανουαρίου 1995.

50      Συνεπώς, κατά τα εναγόμενα θεσμικά όργανα, το δικαίωμα αποζημιώσεως που απέκτησαν οι ενάγοντες πέντε έτη και πλέον πριν από τη διακοπή της παραγραφής έχει παραγραφεί. Δεδομένου ότι η παραγραφή διεκόπη μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1995 με την άσκηση των αγωγών, όλα τα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν πριν από τις 23 Ιανουαρίου 1990 παρεγράφησαν. Επειδή οι ενάγοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημίωση μόνο για τη χρονική περίοδο από 2 Μαρτίου 1985 (υπόθεση T‑8/95) ή από την 1η Ιουλίου 1984 (υπόθεση T‑9/95) έως 29 Μαρτίου 1989, τα δικαιώματά τους παρεγράφησαν στο σύνολό τους. Επομένως, οι αγωγές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

51      Με τα υπομνήματά τους ανταπαντήσεως, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα προσθέτουν, πρώτον, ότι η ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2187/93, σύμφωνα με την οποία νέα προθεσμία παραγραφής πέντε ετών είχε αρχίσει από τις 30 Σεπτεμβρίου 1993, είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

52      Δεύτερον, το επιχείρημα των εναγόντων που βασίζεται στην προθεσμία των δύο μηνών του άρθρου 43, τρίτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ουδόλως εξηγεί γιατί, σε περίπτωση μη αποδοχής προσφοράς αποζημιώσεως, οι ενάγοντες τυγχάνουν νέας προθεσμίας παραγραφής. Η Επιτροπή υπενθυμίζει συναφώς ότι από την απόφαση Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 42 (σκέψη 40), προκύπτει ότι το γεγονός ότι τα εναγόμενα θεσμικά όργανα δεν επικαλέστηκαν την παραγραφή συνιστά μονομερή πράξη η οποία έπαυσε να παράγει τα αποτελέσματά της κατά τη λήξη της προθεσμίας αποδοχής της προσφοράς αποζημιώσεως.

53      Τρίτον, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσαν οι ενάγοντες ως προς τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής δεν είναι συγγνωστή. Οι ενάγοντες επέδειξαν πράγματι αμέλεια.

54      Τέταρτον, ως προς την προβαλλόμενη εφαρμογή των αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου περί συμβάσεων, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν εν προκειμένω. Η Επιτροπή τονίζει συναφώς ότι δεν υφίσταται συμβατική σχέση μεταξύ των εναγομένων θεσμικών οργάνων και των εναγόντων.

55      Απαντώντας στη γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου (βλ. ανωτέρω σκέψη 27), τα εναγόμενα θεσμικά όργανα αμφισβητούν με τα από 5 Οκτωβρίου 2006 έγγραφά τους τη λυσιτέλεια της αποφάσεως van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, για τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής στην υπό κρίση περίπτωση. Η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς ότι η απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27 (σκέψη 100), αφορούσε ρητώς την περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 2187/93. Εφόσον, στις υπό κρίση υποθέσεις, οι παραγωγοί υπέβαλαν αυτή την αίτηση, η λύση που έγινε δεκτή με την απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους, η δε προθεσμία παραγραφής πρέπει να υπολογισθεί μόνο υπό το φως της νομολογίας του Πρωτοδικείου που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 49.

56      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σε περίπτωση που εφαρμοσθεί η λύση που δόθηκε με την απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής, διακοπή της προθεσμίας παραγραφής η οποία άρχισε την ημέρα αποστολής της απαντήσεως της Επιτροπής στην αρχική αίτηση των εναγόντων της 23ης Δεκεμβρίου 1991 στην υπόθεση T‑8/95 και της 4ης Δεκεμβρίου 1990 στην υπόθεση T‑9/95. Ειδικότερα, η ημερομηνία ενάρξεως της διακοπής της παραγραφής ήταν η 16η Ιανουαρίου 1992 στην υπόθεση T‑8/95 και η 19η Δεκεμβρίου 1990 στην υπόθεση T‑9/95. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αναγνώρισε πάντως ότι η ημερομηνία ενάρξεως της διακοπής της παραγραφής μπορεί επίσης να καθοριστεί την ημέρα παραλαβής εκ μέρους των εναγομένων θεσμικών οργάνων της αρχικής αιτήσεως των εναγόντων, ήτοι στις 31 Δεκεμβρίου 1991 στην υπόθεση T‑8/95 και στις 7 Δεκεμβρίου 1990 στην υπόθεση T‑9/95. Η ημερομηνία άρσεως της διακοπής της παραγραφής υπό την έννοια της αποφάσεως van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, θα ήταν είτε η 30ή Σεπτεμβρίου 1993 και για τις δύο υποθέσεις είτε η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας αποδοχής της προσφοράς αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93. Αναλόγως των δύο τελευταίων εκδοχών και λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία παραλαβής της απαντήσεως της Επιτροπής στην αρχική αίτηση των εναγόντων ως σημείο ενάρξεως της διακοπής της παραγραφής, όλα τα δικαιώματα αποζημιώσεως που δημιουργήθηκαν πριν από τις 5 Μαΐου 1988 ή πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 1987, στην υπόθεση T‑8/95, παρεγράφησαν. Το ίδιο ισχύει στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑9/95 για τα δικαιώματα αποζημιώσεως που δημιουργήθηκαν πριν από τις 12 Απριλίου 1987 ή πριν από τις 8 Δεκεμβρίου 1986.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

57      Από την απόφαση Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9, προκύπτει ότι η Κοινότητα υπέχει ευθύνη έναντι κάθε παραγωγού που υπέστη αποκαταστάσιμη ζημία λόγω του ότι δεν του απαγορεύτηκε να παραγάγει γάλα κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 857/84 (αποφάσεις Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 71, και Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 24, σκέψη 45).

58      Δεν αμφισβητείται ότι οι ενάγοντες βρίσκονται στην κατάσταση των παραγωγών που αφορά η απόφαση Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9.

59      Συνεπώς, οι ενάγοντες δικαιούνται να αποζημιωθούν για τη ζημία που υπέστησαν από τα εναγόμενα θεσμικά όργανα εφόσον οι αξιώσεις τους δεν έχουν παραγραφεί.

60      Επιβάλλεται, επομένως, να εξεταστεί αν και κατά πόσον οι προκείμενες αξιώσεις έχουν παραγραφεί.

61      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει πριν πληρωθούν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποζημιώσεως, ιδίως δε, όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η ευθύνη απορρέει από κανονιστική πράξη, πριν εμφανιστούν τα ζημιογόνα αποτελέσματα της πράξεως αυτής. Οι εν λόγω προϋποθέσεις αφορούν την ύπαρξη παρανόμου συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων, το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 107).

62      Πρέπει επιπλέον να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η ζημία που συνδέεται με την αδυναμία εκμεταλλεύσεως ποσότητας αναφοράς υφίσταται από την ημέρα κατά την οποία, μετά τη λήξη της υποχρεώσεως μη εμπορίας, ο ενδιαφερόμενος παραγωγός θα μπορούσε να επαναλάβει τις παραδόσεις γάλακτος χωρίς να ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει τη συμπληρωματική εισφορά σε περίπτωση που του είχε χορηγηθεί ποσότητα αναφοράς. Επομένως, κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά της Κοινότητας (διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T-332/99, Jestädt κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-2561, σκέψη 41· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 87, και Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 130).

63      Συνεπώς, στις υπό κρίση περιπτώσεις, η προθεσμία παραγραφής άρχισε στις 2 Μαρτίου 1985 στην υπόθεση T-8/95 και την 1η Ιουλίου 1984 στην υπόθεση T-9/95, δηλαδή την επομένη της λήξεως των υποχρεώσεων μη εμπορίας των εναγόντων. Πράγματι, κατά τις ημερομηνίες αυτές, ο κανονισμός 857/84, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1371/84, άρχισε να παράγει ζημιογόνα για τους ενάγοντες αποτελέσματα απαγορεύοντάς τους να επαναλάβουν την εμπορία γάλακτος (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 130, και Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 24, σκέψη 50· διάταξη Jestädt κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 62, σκέψη 42).

64      Το γεγονός ότι οι ενάγοντες, πριν από την έκδοση της αποφάσεως Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9, δεν είχαν γνώση του γεγονότος ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά της Κοινότητας, ουδόλως επηρεάζει τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής εφόσον, εν προκειμένω, οι ενάγοντες των υποθέσεων T‑8/95 και T‑9/95 αναμφιβόλως εγνώριζαν ότι η αδυναμία τους να παράγουν γάλα, αντιστοίχως, από τις 2 Μαρτίου 1985 και από την 1η Ιουλίου 1984, αποτελούσε συνέπεια της εφαρμογής του κανονισμού 857/84, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1371/84 (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 85, και Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 112).

65      Προς καθορισμό της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας οι ενάγοντες υπέστησαν τις ζημίες, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτές δεν προκλήθηκαν στιγμιαία. Συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου, επί όσο διάστημα οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να λάβουν ποσότητα αναφοράς, δηλαδή, εν προκειμένω, έως τις 28 Μαρτίου 1989, παραμονή της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 764/89 ο οποίος, επιτρέποντας τη χορήγηση ειδικών ποσοτήτων αναφοράς στους παραγωγούς SLOM I, έθεσε τέρμα στη ζημία την οποία υφίσταντο οι ενάγοντες. Πρόκειται για συνεχιζόμενη ζημία, καθημερινώς επαναλαμβανόμενη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψεις 132 και 140· Kustermann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 45, σκέψεις 63 και 77, και Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 24, σκέψη 65).

66      Συνεπώς, η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 857/84, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1371/84, εκτείνεται, για τον ενάγοντα στην υπόθεση T‑8/95, μεταξύ της 2ας Μαρτίου 1985 και της 28ης Μαρτίου 1989 και, για τον ενάγοντα στην υπόθεση T‑9/95, μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1984 και της 28ης Μαρτίου 1989.

67      Για να εκτιμηθεί για ποιες ζημίες που υπέστησαν οι ενάγοντες κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη παρεγράφησαν οι αξιώσεις αποζημιώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή ή με την υποβολή προηγουμένης αιτήσεως του ζημιωθέντος στο αρμόδιο όργανο της Κοινότητας, εξυπακουομένου εντούτοις ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, η παραγραφή διακόπτεται μόνον αν την αίτηση ακολουθεί αγωγή εντός της προθεσμίας που τάσσεται βάσει του άρθρου 230 ΕΚ ή 232 ΕΚ, αναλόγως της περιπτώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 1973, 11/72, Giordano κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 511, σκέψη 6· αποφάσεις Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 42, σκέψεις 35 και 42, και Kustermann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 45, σκέψη 67).

68      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι οι ενάγοντες υπέβαλαν προηγούμενη αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου με τις επιστολές της 23ης Δεκεμβρίου 1991 (υπόθεση T‑8/95) και της 4ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T‑9/95) και ότι το Συμβούλιο απέρριψε την προηγουμένη αυτή αίτηση με τα έγγραφα της 13ης Ιανουαρίου 1992 (υπόθεση T-8/95) και της 20ής Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T-9/95). Η Επιτροπή έπραξε το ίδιο με τα έγγραφα της 16ης Ιανουαρίου 1992 (υπόθεση T-8/95) και της 19ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T-9/95).

69      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εναγόμενα θεσμικά όργανα δήλωσαν με τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη έγγραφα ότι είναι διατεθειμένα να μην προβάλουν την παραγραφή έναντι των εναγόντων πριν συμπληρωθεί τρίμηνο από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της αποφάσεως Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9. Πάντως, πριν ακόμα συμπληρωθεί, το χρονικό αυτό διάστημα παρατάθηκε με την ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου 1992. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ανακοίνωση, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα δεσμεύτηκαν, έναντι κάθε παραγωγού που πληροί τις προϋποθέσεις που απορρέουν από την απόφαση Mulder II, ανωτέρω σκέψη 9, και του οποίου το δικαίωμα για αποζημίωση δεν είχε ακόμα παραγραφεί στις 5 Αυγούστου 1992, να μην προβάλουν την ένσταση παραγραφής που απορρέει από το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου έως ότου καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες αποζημιώσεως των ενδιαφερομένων παραγωγών (απόφαση Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω, σκέψη 46, σκέψη 90).

70      Οι λεπτομέρειες αυτές καθορίστηκαν με τον κανονισμό 2187/93. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, η δέσμευση την οποία ανέλαβαν αυτοβούλως τα κοινοτικά όργανα, στο πλαίσιο της οποίας παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους να επικαλεστούν την παραγραφή, έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 1993 έναντι των παραγωγών που δεν υπέβαλαν αίτηση προς αποζημίωση στο πλαίσιο του κανονισμού (αποφάσεις Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 137, και Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 91). Αντιθέτως, για τους παραγωγούς που υπέβαλαν αίτηση βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93, η ως άνω δέσμευση των κοινοτικών οργάνων έπαυσε να ισχύει με τη λήξη της προθεσμίας αποδοχής της προσφοράς αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 137· Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 91· Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 40, και της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T-261/94, Schulte κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-441, σκέψη 67). Η τελευταία αυτή προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 14, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93, έληγε δύο μήνες μετά την παραλαβή της προσφοράς αποζημιώσεως, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, έπρεπε να υποβληθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της αιτήσεως.

71      Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των εναγόντων, η ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου 1992 δεν έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας προθεσμίας παραγραφής πέντε ετών υπολογιζομένης από τις 30 Σεπτεμβρίου 1993 (απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, σκέψη 100· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 42, σκέψη 36).

72      Εντούτοις, η παραίτηση των εναγομένων θεσμικών οργάνων από το δικαίωμά τους να επικαλεστούν την παραγραφή, στην οποία αναφέρεται η ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου 1992, και η προγενέστερη αλληλογραφία που συνδέεται με τις προηγούμενες αιτήσεις αποζημιώσεως έχουν επίπτωση στον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής.

73      Συναφώς, από την απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, προκύπτει ότι η διακοπή της παραγραφής, που οφείλεται στη μονομερή παραίτηση των θεσμικών οργάνων από το δικαίωμα προβολής της ενστάσεως παραγραφής, που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου 1992, και, ενδεχομένως, επίσης σε προγενέστερη αλληλογραφία, αποτελεί κεκτημένο ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίον ο ενάγων άσκησε την αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου (απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, σκέψεις 100 και 101).

74      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ως προς το ερώτημα αν η λύση την οποία έδωσε το Δικαστήριο στην απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, έχει εφαρμογή, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα τόνισαν ότι, αντιθέτως προς τον ενάγοντα στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, οι ενάγοντες στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων είχαν υποβάλει αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93. Επομένως, κατά τα εναγόμενα θεσμικά όργανα, δεν είναι δυνατή η απλή μεταφορά στις υπό κρίση υποθέσεις της λύσεως που έδωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αποφάσεως van den Berg, ανωτέρω, σκέψη 27.

75      Κατά πάγια νομολογία, η υποβολή αιτήσεως αποζημιώσεως σε κοινοτικό θεσμικό όργανο έχει ως συνέπεια μόνο την παράταση της προθεσμίας των πέντε ετών και όχι τη σύντμηση της πενταετούς παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου (απόφαση Giordano κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 67, σκέψεις 6 και 7, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2589, σκέψη 30). Συνεπώς, για τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής, η κατάσταση γαλακτοπαραγωγού, όπως οι ενάγοντες στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, ο οποίος υπέβαλε αίτηση αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93, δεν πρέπει να είναι λιγότερο προνομιακή από την κατάσταση παραγωγού ο οποίος δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση αποζημιώσεως.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με την απόφαση του van den Berg, ανωτέρω, σκέψη 27, το Δικαστήριο δεν είχε την πρόθεση να περιορίσει το πλεονέκτημα της άνευ όρων διακοπής της παραγραφής, που απορρέει από τη μονομερή παραίτηση των εναγομένων θεσμικών οργάνων από το δικαίωμα προβολής της παραγραφής, μόνο στην κατηγορία των γαλακτοπαραγωγών που δεν υπέβαλαν αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93. Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μη υποβολή αιτήσεως, στη σκέψη 100 της αποφάσεώς του, αποκλειστικώς προκειμένου να καθορίσει την ημερομηνία λήξεως της διακοπής της παραγραφής, λόγω της παραιτήσεως των θεσμικών οργάνων από το δικαίωμα προβολής της παραγραφής, ημερομηνία η οποία διαφέρει ανάλογα με το αν υφίσταται ή όχι αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 (βλ. ανωτέρω σκέψη 70).

77      Κατά την προφορική διαδικασία, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα τόνισαν ακόμη ότι ο ενάγων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 επειδή η κατάστασή του δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Όμως, κατά τα εναγόμενα θεσμικά όργανα, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, ότι ο ενάγων στην υπόθεση αυτή μπορούσε να τύχει διακοπής της παραγραφής έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1993 επειδή δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η κατάστασή του δεν θα διεπόταν από τον κανονισμό 2187/93.

78      Πάντως, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή της λύσεως που δόθηκε στην απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, στην περίπτωση των εναγόντων στις υπό κρίση υποθέσεις. Πράγματι, όπως και ο ενάγων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, ανωτέρω σκέψη 27, οι ενάγοντες στις υπό κρίση υποθέσεις επίσης δεν μπορούσαν να προβλέψουν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2187/93 πριν από την έκδοση αυτού.

79      Πρέπει επομένως να καθοριστεί, υπό το φως της αποφάσεως van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27 πιο πάνω, ως προς ποιες ζημίες, που οι ενάγοντες υπέστησαν μεταξύ της 2ας Μαρτίου 1985 και της 28ης Μαρτίου 1989 (υπόθεση T‑8/95) ή μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1984 και της 28ης Μαρτίου 1989 (υπόθεση T‑9/95), είχαν παραγραφεί οι αξιώσεις αποζημιώσεως κατά τον χρόνο της ασκήσεως των αγωγών, στις 23 Ιανουαρίου 1995.

80      Πρώτον, προς τον σκοπό αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ενάγοντες υπέβαλαν προηγουμένως αίτηση στα εναγόμενα θεσμικά όργανα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής από της παραλαβής της από το οικείο θεσμικό όργανο. Πράγματι, από το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από τη νομολογία προκύπτει ότι είναι καθοριστική για τη διακοπή της παραγραφής η ημερομηνία παραλαβής της αιτήσεως και όχι, όπως ισχυρίστηκαν τα εναγόμενα θεσμικά όργανα, η ημερομηνία κατά την οποία το οικείο θεσμικό όργανο απάντησε στην αίτηση αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, σκέψη 101, και Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 139).

81      Ο ενάγων στην υπόθεση T‑8/95 υπέβαλε την αίτηση αυτή με την επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 1991 που απηύθυνε στα εναγόμενα θεσμικά όργανα. Το Συμβούλιο παρέλαβε την επιστολή αυτή στις 31 Δεκεμβρίου 1991. Η ημερομηνία παραλαβής της επιστολής από την Επιτροπή δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι συμφώνησαν πάντως ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιστολή αυτή περιήλθε στην Επιτροπή επίσης στις 31 Δεκεμβρίου 1991. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά τον χρόνο της παραλαβής της προηγουμένως υποβαλλομένης αιτήσεως, το δικαίωμα αποζημιώσεως είχε παραγραφεί για την περίοδο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1986 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω, σκέψη 46, σκέψεις 139 και 140). Επιβάλλεται εξάλλου η διαπίστωση ότι ο ενάγων στην υπόθεση T-8/95 διευκρίνισε ο ίδιος με το υπόμνημά του απαντήσεως ότι ασκούσε το δικαίωμά του αποζημιώσεως για την περίοδο από τις 31 Δεκεμβρίου 1986 έως τις 29 Μαρτίου 1989.

82      Στην υπόθεση T-9/95, ο ενάγων υπέβαλε προηγούμενη αίτηση στα εναγόμενα θεσμικά όργανα με επιστολή της 4ης Δεκεμβρίου 1990. Η επιστολή αυτή περιήλθε στο Συμβούλιο στις 7 Δεκεμβρίου 1990. Η ημερομηνία παραλαβής της επιστολής από την Επιτροπή δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι διάδικοι συμφώνησαν πάντως ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιστολή αυτή περιήλθε στην Επιτροπή επίσης στις 7 Δεκεμβρίου 1990. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά τον χρόνο της παραλαβής της προηγουμένης αιτήσεως, το δικαίωμα αποζημιώσεως είχε παραγραφεί για την περίοδο πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 1985 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψεις 139 και 140). Επιβάλλεται εξάλλου η διαπίστωση ότι ο ενάγων στην υπόθεση T-9/95 διευκρίνισε ο ίδιος με το υπόμνημά του απαντήσεως ότι ασκούσε το δικαίωμά του αποζημιώσεως για την περίοδο από τις 7 Δεκεμβρίου 1985 έως τις 29 Μαρτίου 1989.

83      Δεύτερον, σύμφωνα με τη λύση που δόθηκε στην απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27 (σκέψεις 100 και 101), δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής η περίοδος που περιλαμβάνεται μεταξύ, αντιστοίχως, της 31ης Δεκεμβρίου 1991 (υπόθεση T‑8/95) και της 7ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση T‑9/95), αφενός, και της ημερομηνίας λήξεως της δεσμεύσεως των εναγομένων θεσμικών οργάνων να μη προβάλουν την ένσταση παραγραφής, αφετέρου.

84      Πάντως, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, οι ενάγοντες υπέβαλαν αίτηση δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 και τους προτάθηκε αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, την οποία σιωπηρώς απέρριψαν αφήνοντας να παρέλθει η προβλεπομένη προθεσμία για την αποδοχή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να ληφθεί υπόψη, για τον τερματισμό της περιόδου διακοπής της παραγραφής, η λήξη της προθεσμίας αποδοχής της προσφοράς αποζημιώσεως η οποία έγινε βάσει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 (αποφάσεις Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 137· Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 91· Steffens κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 42, σκέψη 40, και Schulte κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 70, σκέψη 67).

85      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφορά αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 έγινε στον ενάγοντα της υποθέσεως T‑8/95 με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 1993, το οποίο περιήλθε σ’ αυτόν στις 18 Δεκεμβρίου 1993. Η ημερομηνία παραλαβής της προσφοράς αποζημιώσεως, η οποία έγινε στον ενάγοντα της υποθέσεως T‑9/95 με το έγγραφο της 2ας Δεκεμβρίου 1993, δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα. Πάντως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ο ενάγων στην υπόθεση T‑9/95 έλαβε την εν λόγω προσφορά αποζημιώσεως στις 3 Δεκεμβρίου 1993.

86      Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 14, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93, η προθεσμία αποδοχής προσφοράς δυνάμει του άρθρου 14, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού ήταν δύο μηνών υπολογιζομένων από την ημερομηνία παραλαβής της προσφοράς, πρέπει να συναχθεί ότι, στην υπόθεση T‑8/95, η περίοδος που περιλαμβάνεται μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 1991 και της 18ης Φεβρουαρίου 1994 και, στην υπόθεση T‑9/95, η περίοδος που περιλαμβάνεται μεταξύ της 7ης Δεκεμβρίου 1990 και της 3ης Φεβρουαρίου 1994 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής.

87      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι έπρεπε να παραταθεί η περίοδος διακοπής της παραγραφής κατά δύο επί πλέον μήνες κατ’ εφαρμογήν των αρχών που διατυπώθηκαν στις αποφάσεις Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 26, και Kustermann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 45.

88      Επισημαίνεται πάντως ότι, με τις αποφάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο επιχείρησε να αμβλύνει τις συνέπειες της λύσεως που έδωσε, σύμφωνα με την οποία η διακοπή της παραγραφής παραμένει ανενεργός σε περίπτωση που δεν ασκηθεί η αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου εντός της χρονικής περιόδου κατά την οποία τα εναγόμενα θεσμικά όργανα μπορούσαν να παραιτηθούν από το δικαίωμα της ενστάσεως παραγραφής. Το Πρωτοδικείο έκρινε με τις αποφάσεις αυτές ότι, για τους παραγωγούς που δεν άσκησαν αμέσως αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου λόγω του ότι τα θεσμικά όργανα είχαν δεσμευθεί να τους υποβάλουν προσφορά αποζημιώσεως, στη συνέχεια δε άσκησαν την αγωγή εντός δύο μηνών από της λήξεως της προθεσμίας αποδοχής της προβλεπομένης από το άρθρο 14, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2187/93 προσφοράς, εξακολουθεί να ισχύει η δέσμευση των κοινοτικών οργάνων περί μη προβολής της ενστάσεως παραγραφής (αποφάσεις Kustermann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 45, σκέψη 76, και Rudolph κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 24, σκέψη 64).

89      Πάντως, ενόψει του γεγονότος ότι, σύμφωνα με την απόφαση van den Berg, ανωτέρω σκέψη 27, η διακοπή της παραγραφής λόγω της μονομερούς παραιτήσεως των θεσμικών οργάνων από το δικαίωμα προβολής της ενστάσεως παραγραφής εξακολουθεί να ισχύει ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίον ο ενάγων άσκησε την αγωγή, δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής, στις υπό κρίση υποθέσεις, της νομολογίας που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

90      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται, όσον αφορά την υπόθεση T‑8/95, ότι η περίοδος κατά την οποία διακόπηκε η προθεσμία παραγραφής περιλαμβάνεται μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 1991 και της 18ης Φεβρουαρίου 1994. Πρόκειται για προθεσμία δύο ετών, ενός μηνός και δέκα οκτώ ημερών. Προσθέτοντας τη χρονική αυτή περίοδο στην περίοδο των πέντε ετών πριν από την άσκηση της αγωγής, στις 23 Ιανουαρίου 1995, διαπιστώνεται ότι τα δικαιώματα αποζημιώσεως του ενάγοντος στην υπόθεση T‑8/95 παραγράφηκαν για τη χρονική περίοδο πριν από τις 5 Δεκεμβρίου 1987. Επειδή η ζημία του ενάγοντος τερματίστηκε στις 28 Μαρτίου 1989 (βλ. ανωτέρω, σκέψη 65), ο ενάγων στην υπόθεση T‑8/95 πρέπει να αποζημιωθεί για τη ζημία που υπέστη λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 857/84, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1371/84, για τη χρονική περίοδο μεταξύ της 5ης Δεκεμβρίου 1987 και της 28ης Μαρτίου 1989.

91      Στην υπόθεση T‑9/95, η χρονική περίοδος που δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής περιλαμβάνεται μεταξύ της 7ης Δεκεμβρίου 1990 και της 3ης Φεβρουαρίου 1994. Πρόκειται για χρονική περίοδο τριών ετών, ενός μηνός και είκοσι έξι ημερών. Προσθέτοντας τη χρονική αυτή περίοδο στην περίοδο των πέντε ετών πριν από την άσκηση της αγωγής, στις 23 Ιανουαρίου 1995, διαπιστώνεται ότι τα δικαιώματα αποζημιώσεως του ενάγοντος στην υπόθεση T‑9/95 παραγράφηκαν για τη χρονική περίοδο πριν από τις 27 Νοεμβρίου 1986. Επειδή η ζημία του ενάγοντος τερματίστηκε στις 28 Μαρτίου 1989 (βλ. ανωτέρω, σκέψη 65), ο ενάγων στην υπόθεση T‑9/95 πρέπει να αποζημιωθεί για τη ζημία που υπέστη λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 857/84, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1371/84, για τη χρονική περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ της 27ης Νοεμβρίου 1986 και της 28ης Μαρτίου 1989.

92      Επειδή οι αξιώσεις αποζημιώσεως παραγράφηκαν μερικώς, πρέπει να εξεταστεί ακόμη το επικουρικό επιχείρημα των εναγόντων σύμφωνα με το οποίο υπέπεσαν σε συγγνωστή πλάνη ως προς τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής.

93      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η έννοια της συγγνωστής πλάνης πρέπει να ερμηνεύεται στενά και μπορεί να αφορά μόνον εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, το οικείο όργανο επέδειξε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, αφ’ εαυτής ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο έχοντα τη συνήθη ενημέρωση (απόφαση Bayer κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 40, σκέψη 29, επικυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-195/91 Ρ, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-5619, σκέψη 26· διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2005, T-321/04, Air Bourbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3469, σκέψη 38).

94      Εν προκειμένω, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα θέλησαν μεν να περιορίσουν τον αριθμό των αγωγών αναφέροντας στην ανακοίνωσή τους της 5ης Αυγούστου 1992 ότι παραιτούνταν προσωρινώς από την προβολή της ενστάσεως παραγραφής, όμως ουδέποτε έθιξαν το δικαίωμα των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Κοινότητας. Το επιχείρημα των εναγόντων, σύμφωνα με το οποίο τα εναγόμενα θεσμικά όργανα είχαν απαιτήσει οι ζημιωθέντες γαλακτοπαραγωγοί να μην ασκήσουν αγωγή, πρέπει επομένως να απορριφθεί.

95      Εξάλλου, τα εναγόμενα θεσμικά όργανα ουδέποτε καλλιέργησαν τη σύγχυση ως προς τη διάρκεια της δεσμεύσεώς τους περί μη προβολής της ενστάσεως παραγραφής του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Πράγματι, στην ανακοίνωσή τους της 5ης Αυγούστου 1992, ανήγγειλαν ότι η παραίτηση θα ίσχυε έως τον χρόνο κατά τον οποίον θα καθορίζονταν οι πρακτικές λεπτομέρειες αποζημιώσεως των ενδιαφερομένων παραγωγών.

96      Το επικουρικό επιχείρημα των εναγόντων δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτό.

97      Τέλος, το επιχείρημα που αντλείται από τις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου περί συμβάσεων είναι αβάσιμο εφόσον η αγωγή αποσκοπεί στην αποζημίωση για εξωσυμβατική ζημία.

98      Ως προς το ποσό της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβάλουν τα εναγόμενα θεσμικά όργανα επισημαίνεται ότι αυτά δεν έκριναν αναγκαίο να εξετάσουν το ζήτημα αυτό κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας λόγω του ότι θεωρούσαν ότι οι αξιώσεις είχαν εξ ολοκλήρου παραγραφεί και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ενάγοντες θα ήσαν διατεθειμένοι να έρθουν σε συμφωνία βάσει των αρχών του κανονισμού 2187/93. Κατά την προφορική διαδικασία, ζήτησαν από το Πρωτοδικείο, για την περίπτωση που κρίνει ότι οι αξιώσεις δεν είχαν εξ ολοκλήρου παραγραφεί, να καθορίσει με παρεμπίπτουσα απόφαση τις περιόδους κατά τις οποίες δεν επήλθε παραγραφή, ώστε οι διάδικοι να μπορούν να επιδιώξουν φιλικό διακανονισμό ως προς το ποσό της αποζημιώσεως.

99      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο καλεί τους διαδίκους να έλθουν σε συμφωνία, εντός προθεσμίας έξι μηνών, ως προς το ποσόν της αποζημιώσεως που τα εναγόμενα θεσμικά όργανα πρέπει να καταβάλουν στους ενάγοντες. Ελλείψει συμφωνίας, οι διάδικοι θα υποβάλουν στο Πρωτοδικείο, εντός της αυτής προθεσμίας, τα αιτήματά τους ως προς το ύψος της αποζημιώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100    Σε συνέχεια των προεκτεθέντων στη σκέψη 99 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστησαν ο Wilhelm Pelle και ο Ernst-Reinhard Konrad λόγω της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68, καθόσον οι κανονισμοί αυτοί δεν προέβλεψαν τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς στους παραγωγούς οι οποίοι, σε εκτέλεση υποχρεώσεως αναληφθείσας βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί θεσπίσεως συστήματος πριμοδοτήσεων για τη μη εμπορία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και τη μετατροπή των αγελών βοοειδών γαλακτοκομικής κατευθύνσεως, δεν παρέδωσαν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που επελέγη από το οικείο κράτος μέλος.

2)      Ο W. Pelle, ενάγων στην υπόθεση T‑8/95, πρέπει να αποζημιωθεί για τις ζημίες που υπέστη λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 857/84 για τη χρονική περίοδο που αρχίζει στις 5 Δεκεμβρίου 1987 και λήγει στις 28 Μαρτίου 1989.

3)      Ο E. R. Konrad, ενάγων στην υπόθεση T‑9/95, πρέπει να αποζημιωθεί για τις ζημίες που υπέστη λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 857/84 για τη χρονική περίοδο που αρχίζει στις 27 Νοεμβρίου 1986 και λήγει στις 28 Μαρτίου 1989.

4)      Οι διάδικοι θα υποβάλουν στο Πρωτοδικείο, εντός προθεσμίας έξι μηνών από της εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, τα καταβλητέα ποσά, τα οποία θα καθοριστούν δια κοινής συμφωνίας.

5)      Ελλείψει συμφωνίας, θα υποβάλουν στο Πρωτοδικείο, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα αιτήματά τους ως προς το ύψος της αποζημιώσεως.

6)      Το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Martins Ribeiro

Jürimäe

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       Μ. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.