Language of document :

Προσφυγή της 21ης Δεκεμβρίου 2009 - Alstom κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-517/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Alstom (Levallois Perret, Γαλλία) (εκπρόσωποι: J. Derenne και A. Müller-Rappard, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2009 της Επιτροπής στην υπόθεση COMP/F/39.129 - Μετασχηματιστές ισχύος· και

να ακυρώσει την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 του Υπολόγου της Επιτροπής·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα προσφυγή, η Alstom ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως C(2009) 7601 τελικό, που εξέδωσε η Επιτροπή στις 7 Οκτωβρίου 2009 - Μετασχηματιστές ισχύος σχετικά με διαδικασία εφαρμογής βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (στο εξής: άρθρου 101 ΣΛΕΕ) και του άρθρου 53 EΟΧ, που αφορά συμφωνία καλύπτουσα την ευρωπαϊκή αγορά των μετασχηματιστών ισχύος και, αφετέρου, την ακύρωση της αποφάσεως του Υπολόγου της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Alstom για παροχή οικονομικής εγγυήσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε με την παρούσα προσφυγή.

Προς στήριξη του αιτήματός της να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής της 7ης Οκτωβρίου 2009, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους, τους οποίους αντλεί:

από παράβαση των νομοθετικών διατάξεων που ισχύουν για την (εις ολόκληρον οφειλήν) καθόσον η Επιτροπή κατέστησε αλληλεγγύως υπεύθυνους για μία και την αυτή παράβαση δύο επιχειρήσεις τις οποίες η Επιτροπή δεν θα είχε μπορέσει, ατομικώς και ανεξαρτήτως της μιας από την άλλη, να τις καταστήσει άμεσα και τυπικά υπεύθυνες της παραβάσεως·

από παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει:

από ανεπαρκή αιτιολογία όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών επηρεάστηκε αρνητικά·

από ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η Alstom δεν ανέτρεψε το τεκμήριο ευθύνης της μητρικής εταιρίας για τη συμπεριφορά της θυγατρικής εταιρίας και δεν απέδειξε την αυτονομία της θυγατρικής εταιρίας·

από αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά τη σωρευτική ευθύνη της Alstom και της Alstom T&D SA·

από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τους κανόνες περί του καταλογιστέου των παραβάσεων των θυγατρικών εταιριών στις μητρικές τους εταιρίες, διότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε νομολογία η οποία παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει, επομένως, να απορριφθεί επειδή δημιούργησε μέσω νομολογίας αρχή του αμάχητου τεκμηρίου, η οποία δεν στηρίζεται στην ανεξαρτησία ή τη συμπεριφορά στην αγορά αλλά σε οικονομικούς, νομικούς και οργανωτικούς δεσμούς, σε γενικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι συμφυή με κάθε όμιλο επιχειρήσεων.

Προς στήριξη του αιτήματος να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση του Υπολόγου, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους:

έλλειψη νομικού ερείσματος δεδομένου ότι η απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως παροχής οικονομικής εγγυήσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2009, δεν ήταν νομικά θεμελιωμένη ούτε βάσει του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου 1 ούτε βάσει του κανονισμού εκτελέσεως (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1248/2006 2·

παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθόσον η απόφαση του Υπολόγου δεν λαμβάνει υπόψη τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν με την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής·

παραβίαση της αρχής της ισότητας καθόσον η νέα προσέγγιση του Υπολόγου της Επιτροπής, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ή μεταβατικά μέτρα, περιάγει την Alstom σε άνιση κατάσταση σε σχέση με τους οφειλέτες προστίμων οι οποίοι μπορούσαν να έχουν παράσχει οικονομική εγγύηση πριν από την εν λόγω αλλαγή προσεγγίσεως·

παράβαση της υποχρεώσεως για διόρθωση ερμηνευτικού σφάλματος δημοσίως, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει ότι η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν ανταποκρινόταν στην ισχύουσα δημοσιονομική ρύθμιση.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1).

2 - Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1248/2006 της Επιτροπής, της 7ης Αυγούστου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 227, σ. 3).