Language of document :

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2021 [αιτήσεις των Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie και Tribunalul Bihor (Ρουμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Ποινικές διαδικασίες κατά PM (C-357/19) RO (C-357/19), SP (C-357/19), TQ (C-357/19), KI (C-379/19), LJ (C-379/19), JH (C-379/19), IG (C-379/19), FQ (C-811/19), GP (C-811/19), HO (C-811/19), ΙΝ (C-811/19), ΝC (C-840/19)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-357/19, C-379/19, C-547/19, C-811/19 και C-840/19)1

[Προδικαστική παραπομπή – Απόφαση 2006/928/ΕΚ – Μηχανισμός για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς – Φύση και έννομα αποτελέσματα – Δεσμευτική ισχύς για τη Ρουμανία – Κράτος δικαίου – Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της διαφθοράς – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Σύμβαση «PIF» – Ποινικές διαδικασίες – Αποφάσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ρουμανία) σχετικά με τη νομιμότητα της διεξαγωγής ορισμένων αποδείξεων και τη σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών σε σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς – Υποχρέωση των εθνικών δικαστών να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των αποφάσεων του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) – Πειθαρχική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω αποφάσεις – Εξουσία των δικαστών να αφήνουν ανεφάρμοστες αποφάσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) οι οποίες δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης – Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης]

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούντα δικαστήρια

Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie, Tribunalul Bihor

Ποινικές διαδικασίες ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων κατά

PM (C-357/19) RO (C-357/19), SP (C-357/19), TQ (C-357/19), KI (C-379/19), LJ (C-379/19), JH (C-379/19), IG (C-379/19), FQ (C-811/19), GP (C-811/19), HO (C-811/19, ΙΝ (C-811/19), NC (C-840/19)

παρισταμένων των: Ministerul Public – Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie – Direcţia Naţională Anticorupţie (C-357/19, C-811/19 και C-840/19), QN (C-357/19), UR (C-357/19), VS (C-357/19), WT (C-357/19), Autoritatea Naţională pentru Turism (C-357/19), Agenţia Naţională de Administrare Fiscală (C-357/19), SC Euro Box Promotion SRL (C-357/19), Direcţia Naţională Anticorupţie – Serviciul Teritorial Oradea (C-379/19), JM (C-811/19)

και στη διαδικασία

CY, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κατά Inspecţia Judiciară, Consiliul Superior al Magistraturii, Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie (C-547/19)

Διατακτικό

Η απόφαση 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς, παραμένει, εφόσον δεν έχει ανακληθεί, δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τη Ρουμανία. Οι στόχοι αναφοράς οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παράρτημά της έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι το κράτος μέλος αυτό σέβεται το κράτος δικαίου ως αξία που διακηρύσσεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ και έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα υπό την έννοια ότι η Ρουμανία οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προς επίτευξή τους, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη, όπως επιτάσσει η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τις εκθέσεις τις οποίες καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει της ως άνω αποφάσεως, και ιδίως τις συστάσεις που διατυπώνονται στις εκθέσεις αυτές.

Το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της Σύμβασης η οποία καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου K.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995, καθώς και η απόφαση 2006/928 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική κατά την οποία οι δικαστικές αποφάσεις επί υποθέσεων διαφθοράς και απάτης περί τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) οι οποίες δεν εκδόθηκαν, σε πρώτο βαθμό, από δικαστικούς σχηματισμούς στη σύνθεση των οποίων μετείχαν ειδικευμένοι στον εν λόγω τομέα δικαστές ή, σε δεύτερο βαθμό, από δικαστικούς σχηματισμούς στη σύνθεση των οποίων δεν μετείχαν αποκλειστικά δικαστές ορισθέντες με κλήρωση πάσχουν απόλυτη ακυρότητα, με αποτέλεσμα οι υποθέσεις διαφθοράς και απάτης περί τον ΦΠΑ να πρέπει, ενδεχομένως κατόπιν ασκήσεως έκτακτης προσφυγής κατά τελεσίδικων αποφάσεων, να επανεξετάζονται σε πρώτο και/ή δεύτερο βαθμό, καθόσον η εφαρμογή της εν λόγω εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής μπορεί να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας πραγματικών περιστατικών τα οποία στοιχειοθετούν σοβαρά αδικήματα που αφορούν απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή διαφθοράς εν γένει. Η υποχρέωση διασφάλισης αποτελεσματικών και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων για τέτοια αδικήματα δεν απαλλάσσει το αιτούν δικαστήριο από τον έλεγχο του αναγκαίου σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς, όμως, το εν λόγω δικαστήριο να μπορεί να εφαρμόσει εθνικό επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων το οποίο ενέχει συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας.

Το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και η απόφαση 2006/928 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική κατά την οποία τα τακτικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό δίκαιο εγγυάται την ανεξαρτησία του δικαστηρίου αυτού έναντι, μεταξύ άλλων, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, όπως απαιτείται από τις εν λόγω διατάξεις. Αντιθέτως, οι συγκεκριμένες διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ και η εν λόγω απόφαση έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία οποιαδήποτε περίπτωση μη συμμόρφωσης των δικαστών των εθνικών τακτικών δικαστηρίων προς τις αποφάσεις του συνταγματικού δικαστηρίου μπορεί να επισύρει την πειθαρχική τους ευθύνη.

Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική κατά την οποία τα εθνικά τακτικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και υπό τον φόβο διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος, να αφήσουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη την απορρέουσα από τις εν λόγω αποφάσεις νομολογία, ακόμη και όταν θεωρούν, υπό το πρίσμα απόφασης του Δικαστηρίου, ότι η νομολογία αυτή είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή της απόφασης 2006/928.

____________

1 ΕΕ C 288 της 26.8.2019.

ΕΕ C 246 της 22.7.2019.

ΕΕ C 372 της 4.11.2019.

ΕΕ C 54 της 17.2.2019.

ΕΕ C 201 της 15.6.2020.