Language of document : ECLI:EU:C:2024:105

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 1ης Φεβρουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C70/23 P

Westfälische Drahtindustrie GmbH,

Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG,

Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του προεντεταμένου χάλυβα – Υπόθεση COMP/38.344 – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται εν μέρει η απόφαση της Επιτροπής και καθορίζεται πρόστιμο ισόποσο με το αρχικώς επιβληθέν – Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με το οφειλόμενο υπόλοιπο του προστίμου – Ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται απαιτητό ένα πρόστιμο το ύψος του οποίου έχει καθοριστεί από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, οι Westfälische Drahtindustrie GmbH (στο εξής: WDI), Westfälische Drahtindustrie Verwaltungsgesellschaft mbH & Co. KG (στο εξής: WDV) και Pampus Industriebeteiligungen GmbH & Co. KG (στο εξής: Pampus) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσείουσες) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 23ης Νοεμβρίου 2022, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑275/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:723), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή-αγωγή τους με την οποία ζητούσαν, πρώτον, την ακύρωση, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, του εγγράφου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2020 με το οποίο η τελευταία τις όχλησε καλώντας τες να της καταβάλουν το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί, κατά το θεσμικό αυτό όργανο, στο οφειλόμενο υπόλοιπο του προστίμου που τους είχε επιβάλει στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, δεύτερον, να διαπιστωθεί ότι το πρόστιμο εξοφλήθηκε πλήρως στις 17 Οκτωβρίου 2019 διά της καταβολής του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ και, τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από την τελευταία αυτή ημερομηνία, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικουρικώς δε ζητούσαν, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να τους καταβάλει το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ, το οποίο είχε αξιώσει η Επιτροπή από την WDI, καθώς και το αχρεωστήτως καταβληθέν στο θεσμικό αυτό όργανο ποσό, ύψους 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 έως την πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού.

2.        Η συγκεκριμένη ένδικη διαφορά ανέκυψε κατόπιν εκδόσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10, στο εξής: απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, EU:T:2015:515), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε εν μέρει, μεταξύ άλλων, την απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ κατά το μέρος που, με την τελευταία αυτή απόφαση, επιβλήθηκε πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ικανότητάς τους προς καταβολή προστίμου, και, αφετέρου, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, επέβαλε στις νυν αναιρεσείουσες πρόστιμο ισόποσο με εκείνο που τους είχε επιβληθεί με την ως άνω απόφαση της Επιτροπής. Σε συνέχεια της δημοσιεύσεως της ως άνω αποφάσεως, υπήρξε διάσταση απόψεων όσον αφορά την ημερομηνία από την οποία έπρεπε να οφείλονται τόκοι επί του προστίμου. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες θεωρούσαν ότι οι τόκοι έπρεπε να αρχίσουν να υπολογίζονται από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε ex tunc το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο και καθόρισε νέο διακριτό πρόστιμο, ενώ, κατά την Επιτροπή, οι τόκοι οφείλονταν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση της Επιτροπής, ήτοι περίπου 5 έτη πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

3.        Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στην εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, και συγκεκριμένα όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει αρχικώς ακυρώσει απόφαση της Επιτροπής κατά το μέρος που καθόριζε το ποσό του επιβληθέντος προστίμου και, ακολούθως, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, καθορίζει το ποσό του προστίμου αυτού στο ίδιο ύψος, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του συνεπάγεται την επιβολή προστίμου το οποίο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως νέο και νομικώς διάφορο σε σχέση με το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, με αποτέλεσμα το πρόστιμο αυτό να καθίσταται απαιτητό από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που καθορίζει το ύψος του προστίμου.

4.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει, συνεπώς, στο Δικαστήριο την ευκαιρία, αφενός, να αποσαφηνίσει τη νομική φύση της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας από τον δικαστή της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (2) και, αφετέρου, να διευκρινίσει τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση ενός προστίμου επιβληθέντος από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού όταν ο δικαστής της Ένωσης ασκεί την πλήρη δικαιοδοσία του, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο καθίσταται απαιτητό το πρόστιμο αυτό και, συμπληρωματικώς, οι οφειλόμενοι τόκοι υπερημερίας.

II.    Το νομικό πλαίσιο

5.        Το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόστιμα», ορίζει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

«2.      Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101] ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] [...]

[...]

3.      Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.»

6.        Το άρθρο 31 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Έλεγχος από το Δικαστήριο», προβλέπει τα εξής:

«Το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.»

7.        Το σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (3), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δυνατότητα πληρωμής», ορίζει τα εξής:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό το λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς

8.        Το ιστορικό της διαφοράς και το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως εκτίθενται στις σκέψεις 2 έως 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Για τις ανάγκες της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

Α.      Η διοικητική διαδικασία

9.        Με την απόφαση C(2010) 4387 τελικό, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.344 – Προεντεταμένος χάλυβας) (στο εξής: απόφαση για τον προεντεταμένο χάλυβα), η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις σε πολλές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και στις αναιρεσείουσες –οι οποίες είναι προμηθεύτριες προεντεταμένου χάλυβα–, για τη συμμετοχή τους σε σύμπραξη στην αγορά του προεντεταμένου χάλυβα. Η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο ύψους 56 050 000 ευρώ στην WDI. Η WDV και η Pampus κρίθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες για ποσά ύψους, αντιστοίχως, 45 600 000 ευρώ και 15 485 000 ευρώ. Η κύρωση αυτή επιβλήθηκε με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της αποφάσεως για τον προεντεταμένο χάλυβα.

10.      Κατά τη διοικητική διαδικασία, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν την κατ’ εξαίρεση μείωση του προστίμου λόγω αδυναμίας πληρωμής του, βάσει του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

11.      Με την απόφαση για τον προεντεταμένο χάλυβα, η Επιτροπή δεν έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

12.      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, οι νυν αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως για τον προεντεταμένο χάλυβα. Η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό T‑393/10.

13.      Με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2010), η Επιτροπή προέβη στη διόρθωση ορισμένων λαθών στον υπολογισμό των προστίμων (4) και στην τροποποίηση της αποφάσεως για τον προεντεταμένο χάλυβα, ιδίως του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, μειώνοντας με τον τρόπο αυτόν το ποσό των επιβληθέντων προστίμων όσον αφορά ορισμένες επιχειρήσεις (στο εξής, από κοινού: επίδικη απόφαση) (5). Το επιβληθέν στην WDI πρόστιμο ορίστηκε επομένως στο ποσό των 46 550 000 ευρώ. Η WDV και η Pampus κρίθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες για ποσά ύψους, αντιστοίχως, 38 855 000 ευρώ και 15 485 000 ευρώ.

14.      Με την απόφαση της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 ορίστηκε ότι η καταβολή των προστίμων που προβλέπονταν στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 και ότι, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θα οφείλονταν αυτοδικαίως τόκοι με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως κατά την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες. Προβλεπόταν επίσης ότι, σε περίπτωση υποβολής προσφυγής από επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο, η επιχείρηση αυτή μπορούσε να καλύψει το πρόστιμο εμπροθέσμως είτε παρέχοντας τραπεζική εγγύηση είτε καταβάλλοντας προσωρινώς το πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 85α, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 (6).

15.      Στις 3 Δεκεμβρίου 2010 οι νυν αναιρεσείουσες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-393/10 με αίτημα, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής.

16.      Με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής απέρριψε νέο αίτημα των αναιρεσειουσών για μείωση του προστίμου λόγω αδυναμίας πληρωμής του (στο εξής: επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011).

17.      Με τη διάταξη της 13ης Απριλίου 2011, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 R, στο εξής: διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, EU:T:2011:178), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, διατάσσοντας την αναστολή εκτελέσεως της υποχρεώσεως που τους είχε επιβληθεί να συστήσουν τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής προς αποφυγήν της άμεσης πληρωμής των προστίμων, υπό την προϋπόθεση της καταβολής στο θεσμικό αυτό όργανο, προσωρινώς, αφενός, του ποσού των 2 000 000 ευρώ έως τις 30 Ιουνίου 2011 και, αφετέρου, μηναίων δόσεων ύψους 300 000 ευρώ τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα από τις 15 Ιουλίου 2011 μέχρι νεοτέρας αποφάσεως, αλλά το αργότερο έως την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής.

18.      Με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας με την επίδικη απόφαση, όσον αφορά τις νυν αναιρεσείουσες, την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που επέβαλλε πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες καθώς και την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ικανότητάς τους προς καταβολή προστίμου. Το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, υποχρέωσε τις νυν αναιρεσείουσες να καταβάλουν πρόστιμο ισόποσο με εκείνο που τους είχε επιβληθεί με την επίδικη απόφαση, όπως προκύπτει από το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 (7).

19.      Η WDI, συμμορφούμενη προς τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως και τις 16 Ιουνίου 2015 είχε καταβάλει προσωρινώς στην Επιτροπή συνολικό ποσό 16 400 000 ευρώ.

20.      Κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, οι δικηγόροι των αναιρεσειουσών επικοινώνησαν με τη ΓΔ «Προϋπολογισμός» της Επιτροπής για να συμφωνήσουν, στο πλαίσιο φιλικού διακανονισμού, ένα χρονοδιάγραμμα πληρωμής των προστίμων που καθορίστηκαν στα σημεία 4 έως 6 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, υπήρξε διάσταση απόψεων όσον αφορά την ημερομηνία από την οποία έπρεπε να οφείλονται τόκοι επί των προστίμων αυτών. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες θεωρούσαν ότι οι τόκοι έπρεπε να αρχίσουν να υπολογίζονται από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, ενώ κατά τη ΓΔ «Προϋπολογισμός» οι τόκοι οφείλονταν από την ημερομηνία που προκύπτει από το άρθρο 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της επίδικης αποφάσεως, ήτοι, όσον αφορά τις αναιρεσείουσες, τόκοι οφείλονταν μετά την παρέλευση τριών μηνών από την κοινοποίηση της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2010. Η θέση αυτή διατυπώθηκε σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ΓΔ «Προϋπολογισμός» της 12ης Αυγούστου 2015, προς απάντηση μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του εκπροσώπου των αναιρεσειουσών της 5ης Αυγούστου 2015, και επαναδιατυπώθηκε κατά τη διάρκεια συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2015 μεταξύ της Επιτροπής και της WDI.

21.      Κατά της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 ασκήθηκε αναίρεση από τις νυν αναιρεσείουσες, οι οποίες αμφισβήτησαν, μεταξύ άλλων, τη λήψη υπόψιν από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, της ικανότητάς τους προς καταβολή προστίμου κατά το έτος 2015 και όχι κατά το έτος 2010. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με διάταξη της 7ης Ιουλίου 2016, Westfälische Drahtindustrie και Pampus Industriebeteiligungen κατά Επιτροπής (C‑523/15 P, στο εξής: διάταξη του Δικαστηρίου, EU:C:2016:541).

22.      Κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ερμηνεύσει την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 υπό την έννοια ότι οι τόκοι επί του ποσού του προστίμου που είχε επιβληθεί με την απόφαση αυτή οφείλονταν από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της. Επικουρικώς, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο τη διόρθωση ή συμπλήρωση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 προκειμένου να διευκρινιστεί η ημερομηνία από την οποία οφείλονταν οι τόκοι.

23.      Με τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑393/10 INTP, EU:T:2018:293), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αυτές ως απαράδεκτες. Όσον αφορά την αίτηση ερμηνείας, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, για να κριθεί παραδεκτή, η αίτηση αυτή έπρεπε να αφορά ζήτημα το οποίο είχε κριθεί με την προς ερμηνεία απόφαση. Ωστόσο, το ζήτημα του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζουν να οφείλονται οι τόκοι υπερημερίας σε περίπτωση ετεροχρονισμένης πληρωμής του ποσού των επιβληθέντων στις νυν αναιρεσείουσες προστίμων δεν είχε εξεταστεί με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, με την εν λόγω αίτηση οι νυν αναιρεσείουσες ζητούσαν γνωμοδότηση επί των συνεπειών που έπρεπε να συναχθούν από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, πράγμα το οποίο δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αιτήσεως ερμηνείας που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 168, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του. Όσον αφορά τις δύο άλλες αιτήσεις, το Γενικό Δικαστήριο τις έκρινε εκπρόθεσμες.

24.      Στις 16 Οκτωβρίου 2019 η WDI ενημέρωσε την Επιτροπή, αφενός, ότι είχε ήδη καταβάλει το ποσό των 31 700 000 ευρώ και, αφετέρου, ότι σκόπευε ήδη να καταβάλει το υπόλοιπο του οφειλόμενου προστίμου, κεφάλαιο και τόκους, το οποίο υπολόγιζε σε 18 149 636,24 ευρώ. Για τον υπολογισμό αυτόν, η WDI έλαβε υπόψη ότι η τοκοφορία άρχισε την 15η Οκτωβρίου 2015, ήτοι μετά την παρέλευση τριών μηνών από τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, και εφάρμοσε επιτόκιο 3,48 %.

25.      Στις 17 Οκτωβρίου 2019 η WDI κατέβαλε το εν λόγω ποσό των 18 149 636,24 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της Επιτροπής, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν από τις 29 Ιουνίου 2011, προς αποπληρωμή του προστίμου, να ανέρχεται σε 49 849 636,24 ευρώ.

26.      Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2020 (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη), η Επιτροπή γνωστοποίησε τη διαφωνία της με την άποψη που διατύπωσε η WDI στην επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2019. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία διατυπώθηκαν στην απόφαση της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής (T‑275/94, στο εξής: απόφαση CB, EU:T:1995:141), οι τόκοι είχαν αρχίσει να τρέχουν όχι από τη δημοσίευση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, αλλά από την ημερομηνία που προβλεπόταν στην επίδικη απόφαση, ήτοι από τις 4 Ιανουαρίου 2011, και με επιτόκιο 4,5 %. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή όχλησε την WDI καλώντας τη να της καταβάλει το ποσό των 12 236 931,69 ευρώ που αντιστοιχούσε στο οφειλόμενο υπόλοιπο, με ημερομηνία αξίας την 31η Μαρτίου 2020.

Β.      Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

27.      Με δικόγραφο προσφυγής-αγωγής που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2020, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, δεύτερον, να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή όφειλε να συμψηφίσει τα ποσά που κατέβαλε η WDI κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015, πλέον τόκων για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ήτοι συνολικό ποσό ύψους 17 820 610 ευρώ, με το πρόστιμο που είχε επιβάλει το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το οποίο ήταν καταβλητέο από την ημερομηνία αυτή, και ότι, ως εκ τούτου, το ως άνω πρόστιμο εξοφλήθηκε πλήρως διά της καταβολής από την WDI, στις 17 Οκτωβρίου 2019, του ποσού των 18 149 636,24 ευρώ και, τρίτον, να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην WDI το ποσό των 1 633 085,17 ευρώ, πλέον τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 και μέχρι της ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επικουρικώς, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν με την προσφυγή-αγωγή τους να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, αφενός, να τους καταβάλει αποζημίωση ίση με το ποσό που αναζητείται με την προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι 12 236 931,69 ευρώ, και, αφετέρου, να καταβάλει στην WDI το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσό που εισέπραξε αχρεωστήτως το εν λόγω θεσμικό όργανο στις 17 Οκτωβρίου 2019, πλέον τόκων από την ημερομηνία αυτή και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού.

28.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατ’ αρχάς το τέταρτο σκέλος του αιτητικού, το οποίο αφορούσε αποζημιωτικό αίτημα ερειδόμενο στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής, λόγω του ότι η τελευταία δεν προέβη σε ορθή εκτέλεση της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, παραβαίνοντας με τον τρόπο αυτόν τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (8). Προς στήριξη του εν λόγω αποζημιωτικού αιτήματος, οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν, κατ’ ουσίαν, τέσσερις ισχυρισμούς. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το σύνολο των καταγγελθεισών παραβάσεων στηριζόταν στην παραδοχή ότι το επιβληθέν με την επίδικη απόφαση πρόστιμο δεν είχε «διατηρηθεί σε ισχύ» ή «επιβεβαιωθεί» με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, αλλά είχε ακυρωθεί ex tunc και είχε αντικατασταθεί από νέο πρόστιμο, το οποίο οι νυν αναιρεσείουσες ονομάζουν «δικαστικό πρόστιμο», απαιτητό μόνον από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής (9).

29.      Αφού έκρινε παραδεκτό το αποζημιωτικό αίτημα (10), το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε κατ’ αρχάς ότι, εφόσον το ζήτημα του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζουν να οφείλονται τόκοι υπερημερίας επί του ποσού του προστίμου ουδόλως είχε συζητηθεί μεταξύ των διαδίκων κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και δεν υπήρξε ρητή αναφορά σε αυτό ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 (11), έπρεπε να διερευνηθεί αν από την απόφαση αυτή μπορούσε να συναχθεί ότι το πρόστιμο που επέβαλε το Γενικό Δικαστήριο ήταν νομικώς διάφορο εκείνου που είχε επιβληθεί από την Επιτροπή με την επίδικη απόφαση (12). Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφασή του στην υπόθεση CB, ότι από το γράμμα του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας που έχει απονεμηθεί στον δικαστή της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού αφορά και περιορίζεται στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο και ότι, κατά συνέπεια, το πρόστιμο που καθορίζει ο δικαστής της Ένωσης δεν συνιστά νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο εκείνου που επιβάλλει η Επιτροπή (13). Συνεπώς, κατά το Γενικό Δικαστήριο, όταν ο δικαστής της Ένωσης υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του και μειώνει το ύψος του προστίμου στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, αντικαθιστά, στην απόφαση της Επιτροπής, το αρχικώς καθορισθέν με την απόφαση αυτή πρόστιμο με το πρόστιμο που προκύπτει από τη δική του εκτίμηση, με αποτέλεσμα η απόφαση της Επιτροπής, λόγω του αποτελέσματος υποκατάστασης που έχει η απόφαση του δικαστή της Ένωσης, να λογίζεται ότι εξαρχής ήταν αυτή που προέκυψε από την εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης (14).

30.      Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, παραπέμποντας στη διάταξη του Δικαστηρίου, ότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι, μολονότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως είχε ως συνέπεια την ακύρωσή της κατά το μέρος που με αυτήν η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες, τούτο, ωστόσο, ουδόλως συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, εξ αυτού του λόγου, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε τελικώς κρίνει ότι έπρεπε να διατηρήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το ίδιο πρόστιμο με εκείνο που είχε ορίσει η επίδικη απόφαση δεν ασκεί επιρροή στον σύννομο χαρακτήρα της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του (15). Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι το πρόστιμο αυτό ήταν απαιτητό από την ημερομηνία που ορίζεται στην επίδικη απόφασή της, καθόσον το πρόστιμο που όρισε το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελούσε νέο πρόστιμο (16).

31.      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειουσών τα οποία αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην ακύρωση του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου προτού καθορίσει το νέο ποσό βάσει στοιχείων μεταγενέστερων της επίδικης αποφάσεως (17) καθώς και ότι, με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την αναστολή της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η έκδοση της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων δεν συνεπαγόταν την αναστολή του απαιτητού της οφειλής, η οποία εξακολουθούσε να παράγει τόκους υπερημερίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας (18).

32.      Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, περαιτέρω, ότι, όταν ο δικαστής της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, διατηρεί μέρος ή το σύνολο του ποσού του προστίμου, η υποχρέωση καταβολής των τόκων υπερημερίας ab initio δεν συνιστά κύρωση, προστιθέμενη στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο. Συγκεκριμένα, τόσο η μη αλλοίωση της νομικής φύσεως του προστίμου που αναθεωρείται από τον δικαστή της Ένωσης όσο και η αρχή του μη ανασταλτικού αποτελέσματος των προσφυγών εμποδίζουν την Επιτροπή να απαλλάξει μια επιχείρηση που δεν κατέβαλε αμέσως το πρόστιμο αυτό και της οποίας η προσφυγή έχει γίνει εν μέρει δεκτή από την υποχρέωση καταβολής τόκων, από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητό το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, επί του ποσού του καθορισθέντος από τον δικαστή της Ένωσης προστίμου (19).

33.      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν υφίστατο κατάφωρη παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και απέρριψε το αποζημιωτικό αίτημα των νυν αναιρεσειουσών. Δεδομένου δε ότι και τα λοιπά αιτήματα των νυν αναιρεσειουσών στηρίζονταν κατ’ ουσίαν στην παραδοχή ότι η Επιτροπή είχε παραβεί τη συγκεκριμένη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της (20).

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

34.      Με την αναίρεση που άσκησαν, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν τα αιτήματα που είχαν διατυπώσει στον πρώτο βαθμό (21). Από την πλευρά της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

V.      Ανάλυση

35.      Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά πλάνη περί το δίκαιο λόγω μη συμμορφώσεως προς την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, καθώς και εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ λόγω μη τηρήσεως του κανόνα δικαίου που προκύπτει από τον συνδυασμό του αναιρετικού αποτελέσματος και της νομικής φύσεως της υποκαταστάσεως και ο τρίτος προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στην ανάλυση του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

36.      Από την περιγραφή του ιστορικού της διαφοράς προκύπτει ότι, όπως και η πρωτοδίκως ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή-αγωγή, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, και ιδίως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, επικεντρώνεται κατ’ ουσίαν στο ζήτημα εάν η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του στο πλαίσιο της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 οδήγησε στην επιβολή προστίμου το οποίο πρέπει να χαρακτηριστεί ως νέο και νομικώς διάφορο σε σχέση με το πρόστιμο που είχε επιβληθεί με την επίδικη απόφαση της Επιτροπής.

37.      Ειδικότερα, στο πλαίσιο του πρώτου αυτού λόγου αναιρέσεως, η άποψη των αναιρεσειουσών είναι κατ’ ουσίαν ότι με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε ex tunc το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο και από την ακύρωση αυτή γεννήθηκε υπέρ των αναιρεσειουσών αξίωση αντιστοιχούσα στο ποσό που είχαν καταβάλει οι ίδιες προσωρινώς σε συμμόρφωση προς τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, πλέον τόκων, και, αφετέρου, καθόρισε νέο, διακριτό πρόστιμο, καταβλητέο από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το οποίο προσδιορίζουν ως «δικαστικό πρόστιμο», σε αντιδιαστολή προς το «ακυρωθέν πρόστιμο» που είχε επιβάλει η Επιτροπή το 2010.

38.      Καθόσον οι διάφορες αιτιάσεις που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως εκκινούν στο σύνολό τους από την παραδοχή ότι, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 δεν συνιστά νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο από εκείνο που είχε επιβάλει η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, θεωρώ χρήσιμο να διατυπώσω κατ’ αρχάς ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη φύση της πλήρους δικαιοδοσίας και, ειδικότερα, τις συνέπειες που συνεπάγεται η εφαρμογή της (A) και, εν συνεχεία, να αναλύσω τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας παράλληλα τις διάφορες αιτιάσεις που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως (B).

Α.      Επί της πλήρους δικαιοδοσίας που απονέμεται στον δικαστή της Ένωσης ως προς την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού

39.      Κατά πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ συνίσταται στον κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, ο οποίος είναι δυνατόν να συμπληρωθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ και του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003 (22) και κατόπιν αιτήματος των προσφευγόντων, από την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλονται στον τομέα αυτόν από την Επιτροπή (23). Ως εκ τούτου, έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας μπορεί να ασκηθεί μόνο συμπληρωματικά στο πλαίσιο του κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας και δεν αποτελεί ανεξάρτητο ένδικο βοήθημα κατά την έννοια των ένδικων βοηθημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 256 ΣΛΕΕ (24).

40.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η έκταση του κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των οποίων διασφαλίζει το Γενικό Δικαστήριο, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αυτοί υποβάλλουν στην κρίση του. Πάντως, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν με τη δική τους αιτιολογία αυτήν του εκδόντος την επίμαχη πράξη οργάνου (25).

41.      Αντιθέτως, εφόσον ασκεί την πλήρη δικαιοδοσία του, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία, πέραν του ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να προβαίνει στη δική του εκτίμηση ως προς το ποσό της κυρώσεως αυτής, υποκαθιστώντας την Επιτροπή η οποία εξέδωσε την πράξη στην οποία καθορίστηκε αρχικώς το ποσό αυτό. Κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, προκειμένου να καταργήσει, μειώσει ή αυξήσει το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, η δε αρμοδιότητα αυτή ασκείται λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστάσεων (έλεγχος de novo) (26).

42.      Επομένως, η έκταση της εν λόγω πλήρους δικαιοδοσίας, αντιθέτως προς τον έλεγχο νομιμότητας, περιορίζεται μεν αυστηρώς στον καθορισμό του ποσού του προστίμου (27), ο δικαστής της Ένωσης έχει, ωστόσο, τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο πλήρους δικαιοδοσίας όταν υποβάλλεται στην κρίση του το ζήτημα του ποσού του προστίμου (28), η δε άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του συνεπάγεται την οριστική μεταβίβαση στον δικαστή της Ένωσης της εξουσίας επιβολής των κυρώσεων (29).

43.      Επομένως, από μεθοδολογικής απόψεως, μόνον αφού ο δικαστής της Ένωσης ολοκληρώσει τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως που υποβλήθηκε στην κρίση του, βάσει των προβληθέντων λόγων, δύναται, σε περίπτωση μη ολικής ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του προκειμένου, αφενός, να συναγάγει τις συνέπειες που απορρέουν από την κρίση του όσον αφορά τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, με γνώμονα τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην κρίση του, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως, αν απαιτείται να υποκαταστήσει την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση, ούτως ώστε να καταλήξει στο ενδεδειγμένο ύψος του προστίμου (30).

44.      Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, προς εκπλήρωση των επιταγών του ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά το πρόστιμο, ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 και 263 ΣΛΕΕ, να εξετάζει και να αναμορφώνει κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (31). Πράγματι, ο κατά τις Συνθήκες δικαστικός έλεγχος πληροί τις απαιτήσεις που επιβάλλει η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων χάρις ακριβώς σε αυτή την εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας (32). Η εν λόγω άσκηση απαιτεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να λαμβάνεται υπόψη, για κάθε επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται κύρωση, η σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως και η διάρκειά της, τηρουμένων, μεταξύ άλλων, των αρχών της αιτιολογήσεως, της αναλογικότητας, της εξατομικεύσεως των κυρώσεων και της ίσης μεταχειρίσεως και χωρίς ο δικαστής της Ένωσης να δεσμεύεται από τους ενδεικτικούς κανόνες που καθορίζει η Επιτροπή στις κατευθυντήριες γραμμές της, ακόμη και αν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να παρέχουν καθοδήγηση στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης όταν ασκούν την πλήρη δικαιοδοσία τους (33).

45.      Κατά τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η άσκηση του ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και ότι η διαδικασία εξακολουθεί να διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Με την εξαίρεση των λόγων δημοσίας τάξεως τους οποίους ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως (34), απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (35). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έλλειψη αυτεπάγγελτου ελέγχου του συνόλου της επίδικης αποφάσεως δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Προς τήρηση της αρχής αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο βεβαίως πρέπει να απαντήσει στους προβληθέντες λόγους και να ασκήσει έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών στοιχείων, δεν υποχρεούται να προβεί αυτεπαγγέλτως σε νέα πλήρη εξέταση της υποθέσεως (36). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης δύναται επίσης να διαπιστώσει ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι δεν δικαιολογεί τη χρήση της εν λόγω δικαιοδοσίας για τη μείωση του ποσού των προστίμων (37).

46.      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των γενικών διαπιστώσεων πρέπει να εξεταστεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες.

Β.      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

47.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως –ο οποίος διαρθρώνεται σε μια σειρά εν πολλοίς επικαλυπτόμενων αιτιάσεων που αφορούν τις σκέψεις 98, 99, 102, 105, 107, 111, 113, 115, 117, 118, 125 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως–, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη συμμορφούμενο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 που το ίδιο εξέδωσε και διατυπώνοντας εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία σε σχέση με την απόφαση αυτή, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δεδικασμένο.

48.      Στον βαθμό που το σύνολο της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών εκκινεί από την παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, επέβαλε νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο από εκείνο που είχε επιβάλει η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, φρονώ ότι, για λόγους σαφήνειας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η παραδοχή αυτή είναι ορθή. Σε περίπτωση που κριθεί ότι αυτή δεν είναι ορθή, όλες οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως θα είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον ουδεμία αντίφαση θα υφίσταται μεταξύ της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

1.      Επί της βασιμότητας της παραδοχής στην οποία στηρίζεται ο πρώτος λόγος αναιρέσεως

49.      Κατ’ αρχάς, εκτιμώ ότι επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 96 και 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι, καθόσον το ζήτημα του χρονικού σημείου από το οποίο αρχίζουν να οφείλονται τόκοι υπερημερίας επί του ποσού του προστίμου δεν είχε εξεταστεί ρητώς στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, έπρεπε να διερευνηθεί εάν μπορούσε από την απόφαση αυτή να συναχθεί ότι το πρόστιμο που επέβαλε το Γενικό Δικαστήριο ήταν νομικώς διάφορο του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση της Επιτροπής (38).

50.      Προς τούτο, παρατηρώ ότι το σημείο εκκινήσεως για την ανάλυση της ενδεχόμενης αντιφάσεως μεταξύ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι το περιεχόμενο, και, ειδικότερα, το σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, ερμηνευόμενο επίσης υπό το πρίσμα της διατάξεως του Δικαστηρίου. Επ’ αυτού, η σύνοψη του περιεχομένου της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 την οποία παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 95 και 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και η οποία αποτελεί τη βάση της αναλύσεώς του είναι ακριβής και σύμφωνη προς την ερμηνεία του Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από τη διάταξη που το ίδιο εξέδωσε (39).

51.      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι οι νυν αναιρεσείουσες, προς στήριξη της κατά της επίδικης αποφάσεως προσφυγής τους, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, είχαν προβάλει εννέα λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων μόνον ο έκτος και ο ένατος είναι κρίσιμοι για την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Αφενός, ο έκτος λόγος στηριζόταν, μεταξύ άλλων, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη στην επίδικη απόφαση την εκ μέρους τους αδυναμία καταβολής του προστίμου. Αφετέρου, ο ένατος λόγος αφορούσε την εκτίμηση της ικανότητάς τους προς καταβολή προστίμου στην επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011, της οποίας την ακύρωση ζήτησαν επίσης οι νυν αναιρεσείουσες.

52.      Με την απόφασή του της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο, κάνοντας δεκτούς τους δύο αυτούς λόγους ακυρώσεως, ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που επέβαλε πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες, καθώς και την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2011, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ικανότητάς τους προς καταβολή προστίμου, κατά την έννοια του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του εκ μέρους του ελέγχου νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως, έκρινε στις σκέψεις 285 έως 332 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 ότι η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση της ικανότητας των νυν αναιρεσειουσών προς καταβολή προστίμου, υπέπεσε σε πολλαπλά σφάλματα και ότι οι περιπτώσεις αυτές σφαλμάτων ήταν ικανές, αφενός, να επιφέρουν ακύρωση της επίδικης αποφάσεως καθ’ ο μέρος δι’ αυτής είχε επιβληθεί πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες, καθώς και της επιστολής της 14ης Φεβρουαρίου 2011, και, αφετέρου, να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του (40).

53.      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, έκρινε ότι οι νυν αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν βασίμως να αξιώσουν μείωση του προστίμου λόγω ελλείψεως ικανότητας προς καταβολή προστίμου και, ως εκ τούτου, καθόρισε το πρόστιμο στο ίδιο ποσό με αυτό που τους είχε επιβληθεί με την επίδικη απόφαση. Ειδικότερα, στις σκέψεις 333 έως 358 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας το ίδιο σε εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, έκρινε, βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι νυν αναιρεσείουσες σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, ότι οι νυν αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν βασίμως να ζητήσουν μείωση του προστίμου λόγω ελλείψεως ικανότητας προς καταβολή προστίμου, για λόγους ανάλογους προς εκείνους που προβλέπονται στο σημείο 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, και ότι, ως εκ τούτου, οι νυν αναιρεσείουσες έπρεπε να υποχρεωθούν στην καταβολή προστίμου του ίδιου ύψους με εκείνο που τους είχε επιβληθεί με την επίδικη απόφαση (41).

54.      Συναφώς, θεωρώ σημαντικό να επισημανθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έκανε μεν δεκτούς τους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν την εκτίμηση της ικανότητας των νυν αναιρεσειουσών προς καταβολή προστίμου, πλην όμως όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που άπτονταν της νομιμότητας της παραβάσεως και του ύψους του επιβληθέντος συνακολούθως προστίμου απορρίφθηκαν. Κατ’ άλλη διατύπωση, το Γενικό Δικαστήριο ουδένα λόγο διέκρινε να θεωρήσει ότι το ύψος των προστίμων που είχαν επιβληθεί στις αναιρεσείουσες, όπως αυτό είχε καθοριστεί στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως (42), ήταν μη προσήκον επί τη βάσει των τεσσάρων πρώτων λόγων ακυρώσεως, από την εξέταση των οποίων ουδεμία πλημμέλεια προέκυψε που να καθιστά την επίδικη απόφαση μη σύννομη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε το ίδιο πρόστιμο με το πρόστιμο που είχε προηγουμένως επιβάλει η Επιτροπή στις αναιρεσείουσες με την επίδικη απόφαση. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 αποτελεί το τελευταίο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού των επιβαλλομένων προστίμων για παράβαση κανόνων ανταγωνισμού (43).

55.      Όσον αφορά το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο σημείο 2 του διατακτικού, αφενός, ακύρωσε το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως, με το οποίο είχε επιβληθεί πρόστιμο στις νυν αναιρεσείουσες, και, αφετέρου, καθόρισε, στα σημεία 4 έως 6 του διατακτικού της, τα ποσά του προστίμου, τα οποία αντιστοιχούσαν σε εκείνα της επίδικης αποφάσεως. Ωστόσο, το να θεωρηθεί η επιλογή αυτή του Γενικού Δικαστηρίου ως ένδειξη της βουλήσεώς του να καθορίσει ένα νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο από εκείνο που είχε επιβάλει η Επιτροπή, θα συνιστούσε υπέρμετρο φορμαλισμό και θα υπονόμευε, κατά τη γνώμη μου, τον θεμελιώδη κανόνα, που απορρέει από πάγια νομολογία, ότι το διατακτικό μιας αποφάσεως του Δικαστηρίου πρέπει να νοείται υπό το φως του σκεπτικού βάσει του οποίου κατέληξε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο έρεισμά του (44). Εξάλλου, υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα περιπτώσεων κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην ακύρωση του διατακτικού αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου και εν συνεχεία καθόρισε το νέο ποσό του προστίμου στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του (45). Πράγματι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει πρώτα το άρθρο της αποφάσεως της Επιτροπής που καθορίζει το πρόστιμο και εν συνεχεία επανακαθορίζει το πρόστιμο στο διατακτικό της αποφάσεώς του (46). Σε άλλες περιπτώσεις το Γενικό Δικαστήριο απλώς μεταρρυθμίζει το πρόστιμο χωρίς να ακυρώνει το σχετικό άρθρο της αποφάσεως της Επιτροπής (47). Μολονότι αυτή η έλλειψη συνοχής στην πρακτική του Γενικού Δικαστηρίου είναι ατυχής και μπορεί, από αμιγώς τυπικής απόψεως, να αποτελέσει πηγή συγχύσεως, στην πραγματικότητα, ωστόσο, εφόσον η πλήρης δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση CB, «αφορά και περιορίζεται στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο» (48), ουδεμία κατ’ αρχήν επίδραση έχει σε επίπεδο έννομων συνεπειών (49).

56.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η παραδοχή στην οποία βασίζεται η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, επέβαλε νέο πρόστιμο νομικώς διάφορο από εκείνο που είχε επιβάλει η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, ουδόλως προκύπτει από το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη.

57.      Το συμπέρασμα αυτό αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για την απόρριψη ως αβάσιμης της συνολικής επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών, παρέλκει δε η λεπτομερέστερη εξέταση των διαφόρων αιτιάσεων του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

58.      Ωστόσο, σε περίπτωση που κριθεί από το Δικαστήριο απαραίτητο να εξετασθούν και τα διάφορα επικουρικώς προβαλλόμενα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών, και για λόγους πληρότητας, προτείνω την απόρριψή τους επί τη βάσει της αναλύσεως που ακολουθεί.

2.      Επί των διαφόρων αιτιάσεων του πρώτου λόγου αναιρέσεως

59.      Κατά πρώτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προέβη στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι  «το πρόστιμο που καθορίζει ο δικαστής της Ένωσης δεν συνιστά νέο πρόστιμο, νομικώς διάφορο εκείνου που επιβάλλει η Επιτροπή (πρβλ. [απόφαση CB], σκέψεις 58 και 60)». Η διαπίστωση αυτή είναι, κατά τη γνώμη τους, εσφαλμένη, διότι δεν δίδει απάντηση στο ερώτημα σε τι συνίσταται το μεταρρυθμιστικό αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα υποκατάστασης που έχει η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 όσον αφορά το ακυρωθέν πρόστιμο που είχε επιβληθεί με την επίδικη απόφαση.

60.      Προς στήριξη του επιχειρήματός τους, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στις σκέψεις 58 και 60 της αποφάσεως CB, η οποία διακρίνεται από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, αντιθέτως προς την απόφαση CB, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, προέβη στην επιβολή του «δικαστικού προστίμου» επί τη βάσει «νέων πραγματικών περιστατικών» και, αφετέρου, κατ’ αρχάς κατήργησε το επιβληθέν πρόστιμο στο σύνολό του, τούτο δε από την ημερομηνία ενάρξεως της οφειλής του (μείωση ex tunc), και εν συνεχεία προέβη στον καθορισμό του «δικαστικού προστίμου», μη επιλέγοντας, επομένως, να επικυρώσει ή απλώς να μειώσει (αναδρομικώς) το επιβληθέν με την αρχική απόφαση της Επιτροπής πρόστιμο.

61.      Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

62.      Συγκεκριμένα, πρώτον, όπως διαπιστώθηκε στα σημεία 52 έως 56 των παρουσών προτάσεων, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 ο δικαστής της Ένωσης δεν επέβαλε πρόστιμο αντί του επιβληθέντος από την Επιτροπή προστίμου, όπερ άλλωστε δεν ήταν σε θέση να πράξει, αλλά απλώς «μεταρρύθμισε» το αρχικώς καθορισθέν με την επίδικη απόφαση πρόστιμο. Κατ’ άλλη διατύπωση, μεταξύ του επιβληθέντος με την επίδικη απόφαση της Επιτροπής προστίμου και του προστίμου που καθορίστηκε με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, κατόπιν του ελέγχου που διενήργησε το Γενικό Δικαστήριο, υπάρχει ταύτιση από πραγματικής και νομικής απόψεως.

63.      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 58 έως 60 της αποφάσεως CB, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας που έχει απονεμηθεί στον δικαστή της Ένωσης ως προς την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού «αφορά και περιορίζεται στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο» (σκέψη 58), ότι ο δικαστής της Ένωσης «δεν έχει την εξουσία επιβολής προστίμου», αλλά μπορεί «αποκλειστικώς [...] να αποφαίνεται επί των προστίμων που καθορίζονται με την απόφαση της Επιτροπής» (σκέψη 59), και ότι, επομένως, δεν είναι αρμόδιος «να αντικαθιστά το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο με νέο, νομικώς διάφορο αυτού, πρόστιμο» (σκέψη 60). Οι ως άνω δε γενικής φύσεως διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο το 1995, μολονότι δεν υιοθετήθηκαν ποτέ από το Δικαστήριο, φρονώ ότι εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 40 των παρουσών προτάσεων, και λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, δεν αμφισβητείται ότι ο δικαστής της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσει με τη δική του αιτιολογία εκείνη του εκδόντος την επίμαχη πράξη.

64.      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι στη μεν απόφαση CB το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε το επίδικο μέρος του προστίμου μετά από επανεξέταση των ίδιων πραγματικών περιστατικών στα οποία είχε στηριχθεί και η επίδικη απόφαση, ενώ, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να επικυρώσει το ίδιο πρόστιμο στηριζόμενο επίσης στην εξέταση νέων πραγματικών περιστατικών, η διαφοροποίηση που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες είναι άνευ σημασίας από νομικής απόψεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ο δικαστής της πλήρους δικαιοδοσίας πρέπει, κατ’ αρχήν και υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως των στοιχείων που του έχουν υποβάλει οι διάδικοι, να λάβει υπόψη τη νομική και πραγματική κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί κατά τον χρόνο που διαμορφώνει την κρίση του, στην περίπτωση που θα εκτιμήσει ότι πρέπει να ασκήσει τη μεταρρυθμιστική του εξουσία (50). Κατά μείζονα λόγο, τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής της πλήρους δικαιοδοσίας δύναται να λάβει υπόψη όχι μόνο προγενέστερα στοιχεία τα οποία δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη πράξη (51), αλλά, κατά περίπτωση και όλως εξαιρετικώς, και στοιχεία μεταγενέστερα της εκδόσεως της αποφάσεως. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 43 της διατάξεώς του, ο δικαστής της Ένωσης δύναται να λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να ολοκληρώσει την άσκηση του ελέγχου του νομιμότητας, όλα τα πραγματικά στοιχεία που θεωρεί κρίσιμα, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε μεταγενέστερα της ληφθείσας αποφάσεως (52). Το ίδιο ισχύει, επομένως, κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας αφορά την εξέταση της ικανότητας της οικείας επιχειρήσεως προς καταβολή του προστίμου. Συγκεκριμένα, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, εάν ο δικαστής της Ένωσης δεν είχε τη δυνατότητα να εκτιμήσει την ικανότητα αυτή λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη πραγματική κατάσταση κατά τον χρόνο διαμορφώσεως της κρίσεώς του, θα όφειλε ενδεχομένως να απορρίψει ή να δεχτεί τη μείωση ή την κατάργηση οφειλόμενου ή μη οφειλόμενου προστίμου, με αποτέλεσμα την πρόκληση στην εν λόγω επιχείρηση ενός αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού μειονεκτήματος ή την παροχή σ’ αυτή ενός αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος (53). Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος περί αδυναμίας καταβολής προστίμου, κατά την έννοια του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, περιλαμβάνει και την ανάλυση του «συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου» κατά τον χρόνο του προσδιορισμού του προστίμου προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το πρόστιμο θα έθετε «ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα» της εμπλεκόμενης επιχείρησης. Ένας τέτοιου είδους έλεγχος διενεργείται επομένως, ως εκ της φύσεως και του σκοπού του, βάσει προβολής στο μέλλον και ενδέχεται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να απαιτεί τη λήψη υπόψη στοιχείων μεταγενέστερων της αποφάσεως περί επιβολής του προστίμου.

65.      Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική όσον αφορά το αποτέλεσμα υποκατάστασης που έχει η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015. Ειδικότερα, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «[ό]ταν ο δικαστής της Ένωσης υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του και μειώνει το ύψος του προστίμου στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, αντικαθιστά, στην απόφαση της Επιτροπής, το αρχικώς καθορισθέν με την απόφαση αυτή πρόστιμο με το πρόστιμο που προκύπτει από τη δική του εκτίμηση». Κατά τις αναιρεσείουσες, η σκέψη αυτή μπορεί μεν να συνιστά μια ορθή κατά τα φαινόμενα αφετηρία, ωστόσο το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, κατά τη γνώμη τους, να συναγάγει τα ακόλουθα συμπεράσματα: i) στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε πλήρως την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του· ii) βάσει της εκτιμήσεως αυτής, μείωσε το ποσό του ακυρωθέντος προστίμου στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του διά της ακυρώσεως και του ρητού συμψηφισμού των ήδη πραγματοποιηθεισών καταβολών, και iii) το Γενικό Δικαστήριο αντικατέστησε το ακυρωθέν πρόστιμο με το τροποποιημένο κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαστικό πρόστιμο. Αντί, όμως, να συναγάγει τα συμπεράσματα αυτά, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[η] απόφαση της Επιτροπής, λόγω του αποτελέσματος υποκατάστασης που έχει η απόφαση του δικαστή της Ένωσης, λογίζεται ότι εξαρχής ήταν αυτή που προέκυψε από την εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση [CB], σκέψεις 60 έως 65 και 85 έως 87)».

66.      Επιβάλλεται, συναφώς, η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, ακύρωσε μεν κατ’ αρχάς την επίδικη απόφαση περί συμπράξεως κατά το μέρος που καθόριζε το ποσό του επιβληθέντος στις αναιρεσείουσες προστίμου και καθόρισε, εν συνεχεία, το ποσό του προστίμου στο ίδιο ύψος ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, πλην όμως, για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 53 και 54 των παρουσών προτάσεων, και όπως έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 38 και 40 της διατάξεώς του, στις οποίες παραπέμπει η σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προέβη, στην περίπτωση αυτή, σε ριζική μεταρρύθμιση ή «ανανέωση» του προστίμου.

67.      Κατά τρίτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, δεδομένης της τροποποιήσεως του προστίμου, αυτό δεν μπορεί να καταστεί απαιτητό αναδρομικώς από τις 4 Ιανουαρίου 2011. Αμφισβητούν, επομένως, τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία, «[ε]ν προκειμένω, η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι το πρόστιμο αυτό ήταν απαιτητό από τις 4 Ιανουαρίου 2011, καθόσον το πρόστιμο που όρισε το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελούσε νέο πρόστιμο». Κατά τη γνώμη τους, δεδομένης της πλήρους καταργήσεως και εξαφανίσεως του προστίμου, το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να καταστεί αναδρομικώς απαιτητό, η δε μετάθεση του χρόνου ως προς το απαιτητό του δικαστικού προστίμου προκύπτει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση από τις σκέψεις 302 και 356 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αποφάσεως της Επιτροπής και της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, δεν διατηρούσε σχετική αξίωση.

68.      Με το ως άνω επιχείρημα οι αναιρεσείουσες απλώς αναπτύσσουν μια επιχειρηματολογία η οποία, ωστόσο, αποδεικνύεται και αυτή αλυσιτελής, διότι ερείδεται επί εσφαλμένης ερμηνείας της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες εσφαλμένως υποστηρίζουν ότι, εν προκειμένω, το αποτέλεσμα υποκατάστασης που έχει το πρόστιμο το οποίο καθόρισε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ισχύει ex nunc και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη την πλήρη δικαιοδοσία του όσον αφορά τις κυρώσεις. Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, με τη διάταξή του, διαπίστωσε ότι το πρόστιμο που επέβαλε το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελούσε νέο πρόστιμο (54). Εξάλλου, όπως υπογραμμίστηκε στα σημεία 53 και 54 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ως μη προσήκον το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες, όπως αυτό προέκυπτε από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως, επί τη βάσει των τεσσάρων πρώτων λόγων ακυρώσεως, από την εξέταση των οποίων ουδεμία πλημμέλεια προέκυψε ικανή να καταστήσει την επίδικη απόφαση μη σύννομη, όπερ αποτέλεσε και τη δικαιολογητική βάση για την επιβολή προστίμου ίδιου ύψους με το πρόστιμο που είχε προηγουμένως επιβληθεί στις αναιρεσείουσες από την Επιτροπή με την επίδικη απόφαση.

69.      Κατά τέταρτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Trioplast (σκέψεις 15 και 56 έως 62) παραπέμποντας στη συγκεκριμένη απόφαση, στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προς στήριξη του συμπεράσματος ότι «[α]ποτέλεσμα υποκατάστασης ανάλογο με εκείνο για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 99 ανωτέρω έχει ήδη αναγνωριστεί στην περίπτωση διατακτικού με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο είχε κατ’ αρχάς ακυρώσει το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο ως προς το ποσό μέχρι το οποίο η μητρική εταιρία είχε κριθεί εις ολόκληρον υπεύθυνη για την καταβολή του και εν συνεχεία καθόρισε εκ νέου το ποσό αυτό ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του». Κατά τη γνώμη τους, η νομολογία αυτή ουδόλως ασκεί επιρροή, με συνέπεια να μην έχει εκδοθεί καμία απόφαση με χαρακτήρα νομολογιακού προηγουμένου αναγνωρισθέντος από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης με την οποία το χρονικό σημείο κατά το οποίο άρχεται αναδρομικώς η τοκοφορία να προσδιορίζεται ήδη κατά τρόπο οριστικό σε περίπτωση που στο διατακτικό της αποφάσεως ενυπάρχει ακύρωση σε συνδυασμό με επιβολή υποχρεώσεως.

70.      Εντούτοις, εκτιμώ, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, και υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στο σημείο 55 των παρουσών προτάσεων, ότι η απόφαση Trioplast ασκεί επιρροή όσον αφορά το χρονικό σημείο κατά το οποίο άρχεται η τοκοφορία. Συγκεκριμένα, στην απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο, κατά τρόπο ανάλογο με τον τρόπο που ενήργησε εν προκειμένω, ακύρωσε κατ’ αρχάς με το διατακτικό της αποφάσεως το ποσό του προστίμου για το οποίο μια μητρική εταιρία ευθυνόταν εις ολόκληρον και εν συνεχεία προέβη στον επανακαθορισμό του ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του. Τουτέστιν, το αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο αντικαταστάθηκε σαφώς ex tunc. Επομένως, δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως Trioplast είναι καθόλα όμοιες με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, η τέταρτη αυτή αιτίαση είναι επίσης απορριπτέα.

71.      Κατά πέμπτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της νεότερης ικανότητας των αναιρεσειουσών προς καταβολή προστίμου που διαπιστώθηκε το 2015 και των τυχόν συνεπειών που συνεπάγεται η ικανότητα αυτή επί του ποσού του «δικαστικού προστίμου». Συγκεκριμένα, στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρει ότι, «[σ]το πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ικανότητας των προσφευγουσών-εναγουσών προς καταβολή προστίμου, αλλά χωρίς να δέχεται ότι κανένα πρόστιμο δεν μπορούσε να τους επιβληθεί το 2010 και το 2011», προσθέτοντας, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[η] ύπαρξη ορισμένης ικανότητας των προσφευγουσών-εναγουσών το 2010 και το 2011 προς καταβολή προστίμου είχε διαπιστωθεί από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες-ενάγουσες». Κατά τις αναιρεσείουσες, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, λόγω ορισμένης ικανότητας προς καταβολή προστίμου, να διατηρήσει σε ισχύ την αρχική απόφασή του περί επιβολής προστίμου και να επικυρώσει με τον τρόπο αυτόν το μη προσήκον ύψος του ακυρωθέντος προστίμου.

72.      Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, απαντώντας σε ένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες και παραπέμποντας στη σκέψη 346 της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015, απλώς διευκρίνισε ότι, με την απόφαση αυτή, είχε διαπιστώσει ότι, βάσει του σχεδίου προσωρινής πληρωμής που είχε καθοριστεί με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, οι αναιρεσείουσες είχαν μπορέσει να καταβάλουν ποσό άνω των 15 000 000 ευρώ ήδη από το 2011, γεγονός που καθιστούσε δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη «ορισμένης ικανότητας των [αναιρεσειουσών] το 2010 και το 2011 προς καταβολή προστίμου».

73.      Καθ’ έκτον, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν την αιτιολογία που εκθέτει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, «η υποχρέωση της Επιτροπής προς καταβολή του ημίσεος των δικαστικών εξόδων των προσφευγουσών-εναγουσών [...] εξηγείται από την ακύρωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 8, της επίδικης αποφάσεως». Κατά τις αναιρεσείουσες, το διατακτικό περί δικαστικών εξόδων «υπογραμμίζει την κατ’ ουσίαν ευνοϊκή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το πρόστιμο που τροποποιήθηκε ουσιωδώς υπέρ [αυτών] με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015».

74.      Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ μιας προβαλλόμενης ως επιτυχούς μεταρρυθμίσεως του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου το οποίο ακυρώθηκε και του καθορισμού των δικαστικών εξόδων και, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές.

75.      Τέλος, καθ’ έβδομον, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν το συμπέρασμα που διαλαμβάνεται στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο «η υποχρέωση καταβολής των τόκων υπερημερίας ab initio δεν συνιστά κύρωση, πρόσθετη στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, που θα αποτελούσε εμπόδιο στο δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής».

76.      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής προστίμου αποτελεί άμεση συνέπεια της εκτελεστότητας των πράξεων της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ. Η αναγκαστική εκτέλεση των πράξεων αυτών αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Η υποχρέωση περί καταβολής τόκων υπερημερίας αποσκοπεί, επομένως, στο να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των προστίμων που επιβάλλονται από την Επιτροπή στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και να παρακινήσει εκείνους εις βάρος των οποίων καταλογίζονται τα πρόστιμα να τα καταβάλουν εμπροθέσμως. Συνεπώς, η υποχρέωση περί καταβολής τόκων υπερημερίας ab initio δεν συνιστά κύρωση η οποία προστίθεται στο αρχικώς επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο.

77.      Αφετέρου, με την απόφασή του της 15ης Ιουλίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη στην ακύρωση των διατάξεων σχετικά με τους τόκους υπερημερίας που περιέχονταν στην απόφαση περί συμπράξεως ούτε καθόρισε νέα προθεσμία καταβολής ή νέο επιτόκιο υπερημερίας. Αντιθέτως, με τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Westfälische Drahtindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (55), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ρητώς ότι η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 ουδεμία επιρροή ασκεί επί του ζητήματος των τόκων υπερημερίας. Επομένως, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να ισχυριστούν βασίμως ότι δεν οφείλονται τόκοι υπερημερίας από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

VI.    Πρόταση

78.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και στο μέτρο που οι παρούσες προτάσεις αφορούν αποκλειστικά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον λόγο αυτόν ως αβάσιμο.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


3      ΕΕ 2006, C 210, σ. 2 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).


4      Βλ. σημείο 7 της περίληψης της αποφάσεως για τον προεντεταμένο χάλυβα, η οποία είναι διαθέσιμη στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/FR/TXT/HTML/?uri=CELEX:52011XC1119(01)


5      Η ενοποιημένη έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής [C(2010) 4387 τελικό] είναι διαθέσιμη στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: https://ec.europa.eu/competition/antitrust/cases/dec_docs/38344/38344_5856_3.pdf


6      Κανονισμός της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1).


7      Το διατακτικό της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 2015 έχει ως εξής:


      «1) Καταργεί τη δίκη επί της παρούσας προσφυγής όσον αφορά τη μείωση του προστίμου που παρασχέθηκε στη [WDI] και στη [WDV] με την απόφαση [...] της 30ής Σεπτεμβρίου 2010.


      2)      Ακυρώνει το άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο], σημείο 8, της [επίδικης] αποφάσεως […].


      3)      Ακυρώνει την επιστολή [...] της 14ης Φεβρουαρίου 2011.


      4)      Καταδικάζει εις ολόκληρον τις [WDI], [WDV] και Pampus [...] στην καταβολή προστίμου ύψους 15 485 000 ευρώ.


      5) Καταδικάζει εις ολόκληρον τις [WDI] και [WDV] στην καταβολή προστίμου ύψους 23 370 000 ευρώ.


      6) Καταδικάζει τη [WDI] στην καταβολή προστίμου ύψους 7 695 000 ευρώ.


      7) Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.


      8) Οι [WDI], [WDV] και Pampus [...] φέρουν το ήμισυ των δικαστικών τους εξόδων περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Η Επιτροπή φέρει τα δικά της έξοδα και το ήμισυ των εξόδων της [WDI], της [WDV] και της Pampus [...], περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.»


8      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 67 έως 131).


9      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 75).


10      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 64).


11      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 96).


12      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 96 και 97).


13      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 98, η οποία παραπέμπει, με τη μνεία «πρβλ.», στην απόφαση CB, σκέψεις 58 και 60).


14      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 99, η οποία παραπέμπει, με τη μνεία «πρβλ.», στην απόφαση CB, σκέψεις 60 έως 65 και 85 έως 87).


15      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 101, η οποία παραπέμπει στη διάταξη του Δικαστηρίου, σκέψεις 38 και 40).


16      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 102).


17      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 116).


18      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 124).


19      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 127, η οποία παραπέμπει, με τη μνεία «πρβλ.», στην απόφαση CB, σκέψεις 86 και 87).


20      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 135 και 141).


21      Βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο: – να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη· – κατά συνέπεια, να κρίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να συμψηφίσει τις καταβολές της WDI προς την Επιτροπή κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου 2011 έως τις 16 Ιουνίου 2015, ύψους 16 400 000 ευρώ πλέον αντισταθμιστικών τόκων συνολικού ύψους 1 420 610 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό ύψους 17 820 610 ευρώ, με το καταβλητέο από 15ης Ιουλίου 2015 χρηματικό πρόστιμο που αυτοτελώς επιδίκασε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, και ότι συνεπώς το ως άνω πρόστιμο εξοφλήθηκε πλήρως διά της καταβολής στις 17 Οκτωβρίου 2019 ποσού ύψους 18 149 636,24 ευρώ· – να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην WDI ποσό ύψους 1 633 085,17 ευρώ πλέον αντισταθμιστικών τόκων από 17ης Οκτωβρίου 2019 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του αντιστοίχως οφειλόμενου ποσού· – επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στις (τρεις) αναιρεσείουσες αποζημίωση ύψους 12 236 931,69 ευρώ συμψηφίζοντάς τη με την αξίωση ύψους 12 236 931,36 ευρώ την οποία η Επιτροπή προέβαλε, με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2020, έναντι της WDI, και να επιστρέψει στην WDI το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό ύψους 1 633 085,17 ευρώ πλέον αντισταθμιστικών τόκων από τις 17 Οκτωβρίου 2019 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού· – επικουρικώς προς τα αιτήματα που διαλαμβάνονται στις ανωτέρω υπό 1 έως 5 περιπτώσεις, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί, και εν πάση περιπτώσει – να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής διαδικασίας.


22      Πλήρης δικαιοδοσία στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού είχε αρχικώς αναγνωριστεί στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 17 του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25). Για έναν πλήρη κατάλογο των κανονισμών που παρέχουν εξουσίες πλήρους δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο, βλ. Lenaerts, K., Gutman, K., Nowak, J.T., EU Procedural Law, 2η έκδ., Οξφόρδη, 2023, σ. 633, ειδικότερα υποσημείωση 2.


23      Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Orange Polska κατά Επιτροπής (C‑123/16 P, στο εξής: απόφαση Orange Polska, EU:C:2018:590, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και προτάσεις μου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημεία 148 έως 162).


24      Βλ., ωστόσο, άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Για μια ιστορική επισκόπηση του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, βλ. Muguet-Poullennec, G., Berghe, P., «Article 31 – Review by the Court of Justice – Commentary», στο Regulation 1/2003 and EU Antitrust Enforcement – A Systematic Guide, Wolters Kluwer, 2023, σ. 679.


25      Βλ. απόφαση Orange Polska (σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Βλ. απόφαση Orange Polska (σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψεις 75 έως 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


28      Βλ. διάταξη του Δικαστηρίου (σκέψη 34).


29      Βλ. διάταξη του Δικαστηρίου (σκέψη 34).


30      Πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Orange Polska κατά Επιτροπής (T‑486/11, EU:T:2015:1002, σκέψεις 65 και 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 25ης Ιανουαρίου 2023, GEA Group κατά Επιτροπής (T‑640/16 RENV, EU:T:2023:18, σκέψη 263).


31      Βλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 195 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψεις 96 και 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32      Πρβλ. αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής (C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψεις 66 και 67), και της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 63).


33      Πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 90).


34      Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Pometon κατά Επιτροπής (C‑440/19 P, EU:C:2021:214, σκέψη 138).


35      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Duravit κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑609/13 P, EU:C:2017:46, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Duravit κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑609/13 P, EU:C:2017:46, σκέψεις 33 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Tokin κατά Επιτροπής (T‑343/18, EU:T:2021:636, σκέψη 181).


38      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 96 και 97).


39      Διάταξη του Δικαστηρίου (σκέψεις 17, 35 και 36).


40      Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 (σκέψη 332).


41      Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 (σκέψεις 357 και 358).


42      Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 (σκέψη 334).


43      Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 (σκέψη 297).


44      Βλ. απόφαση CB (σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Μαΐου 2016, Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (T‑669/14, στο εξής: απόφαση Trioplast, EU:T:2016:285, σκέψεις 15 και 56 έως 62).


46      Βλ., ενδεικτικώς, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής (T‑325/01, EU:T:2005:322), και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (T‑851/14, EU:T:2018:929).


47      Βλ., ενδεικτικώς, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 1992, ICI κατά Επιτροπής (T‑13/89, EU:T:1992:35), της 15ης Ιουλίου 2015, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑47/10, EU:T:2015:506), της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Panasonic και MT Picture Display κατά Επιτροπής (T‑82/13, EU:T:2015:612), καθώς και της 18ης Νοεμβρίου 2020, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (T‑814/17, EU:T:2020:545).


48      Βλ. απόφαση CB (σκέψη 58).


49      Βλ., επί παραδείγματι, διατακτικό της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής (T‑587/08, EU:T:2013:129).


50      Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015 (σκέψη 302 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία του Δικαστηρίου).


51      Αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑236/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, EU:T:2004:118, σκέψη 165), και της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής (T‑11/06, EU:T:2011:560, σκέψεις 280 έως 284).


52      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1974, Istituto Chemioterapico Italiano και Commercial Solvents κατά Επιτροπής (6/73 και 7/73, EU:C:1974:18, σκέψεις 51 και 52), της 22ας Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Tomkins (C‑286/11 P, EU:C:2013:29, σκέψη 49), της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Alliance One International κατά Επιτροπής (C‑679/11 P, EU:C:2013:606, σκέψη 107), καθώς και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Total κατά Επιτροπής (C‑597/13 P, EU:C:2015:613, σκέψη 41).


53      Διάταξη του Δικαστηρίου (σκέψεις 44 και 45). Εξάλλου, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφασή του της 15ης Ιουλίου 2015, προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εκτιμήσεως περί της ικανότητας μιας επιχειρήσεως προς καταβολή προστίμου σε σχέση με το ποσό του προστίμου που πρέπει να της επιβληθεί, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, όταν πρόκειται να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του, να εκτιμήσει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία εκδίδει την απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη έγγραφα που έχουν τη δυνατότητα να του προσκομίσουν οι διάδικοι, υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 84 του Κανονισμού Διαδικασίας της 4ης Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, L 105, σ. 1).


54      Διάταξη του Δικαστηρίου (σκέψεις 39 και 40).


55      T‑393/10 INTP (EU:T:2018:293).