Language of document : ECLI:EU:C:2024:122

Υπόθεση C216/22

A. A.

κατά

Bundesrepublik Deutschland

(αίτηση του Verwaltungsgericht Sigmaringen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 8ης Φεβρουαρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3 – Μεταγενέστερη αίτηση – Προϋποθέσεις για την απόρριψη της αίτησης αυτής ως απαράδεκτης – Έννοια του όρου “νέα στοιχεία ή πορίσματα” – Απόφαση του Δικαστηρίου επί ζητήματος ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης – Άρθρο 46 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της ουσίας μιας τέτοιας αίτησης όταν η απόφαση απόρριψης της αίτησης ως απαράδεκτης στερείται νομιμότητας – Διαδικαστικές εγγυήσεις – Άρθρο 14, παράγραφος 2»

1.        Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32 – Διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας – Αίτηση που μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη από τα κράτη μέλη – Λόγος – Μεταγενέστερη αίτηση στην οποία δεν εκτίθενται νέα στοιχεία ή πορίσματα – Έννοια του όρου «νέα στοιχεία» – Απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με την εκτίμηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη χορήγηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Σχετική απόφαση που αφορά την ερμηνεία διάταξης ήδη ισχύουσας κατά την έκδοση προηγούμενης διοικητικής απόφασης – Εμπίπτει – Ημερομηνία της απόφασης – Δεν ασκεί επιρροή

(Οδηγία 2013/32 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχείο στʹ, 33 § 2, στοιχείο δʹ, και 40 §§ 2 και 3)

(βλ. σκέψεις 38, 40, 44, 49, 54, διατακτ. 1)

2.        Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32 – Προσφυγή κατά αποφάσεως επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Ακύρωση απόφασης απορρίπτουσας ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση – Υποχρέωση αναπομπής της αίτησης διεθνούς προστασίας προς εξέταση στην αποφαινόμενη αρχή – Δεν υφίσταται – Δυνατότητα των κρατών μελών να παρέχουν στα εθνικά δικαστήρια την εξουσία να αποφαίνονται τα ίδια επί της αιτήσεως αυτής – Προϋπόθεση – Τήρηση των εγγυήσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2013/32

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 2013/32 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 40 § 3 και 46 §§ 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, και 3)

(βλ. σκέψεις 58-65, 67, διατακτ. 2)


Σύνοψη

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Sigmaringen (διοικητικό πρωτοδικείο Sigmaringen, Γερμανία), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αποφαίνεται, μεταξύ άλλων, επί του ζητήματος εάν προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου συνιστά νέο στοιχείο που επιβάλλει την επί της ουσίας εξέταση μεταγενέστερης αίτησης ασύλου και τη μη απόρριψή της ως απαράδεκτης.

Στις 26 Ιουλίου 2017 ένα Σύρος υπήκοος υπέβαλε αίτηση ασύλου στη Γερμανία. Κατά τη συνέντευξή του ενώπιον της αρμόδιας γερμανικής αρχής, ανέφερε ότι είχε εκπληρώσει τη στρατιωτική θητεία του στη Συρία μεταξύ του 2003 και του 2005 και ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα αυτή από φόβο μήπως ανακληθεί υπό τα όπλα ή φυλακιστεί σε περίπτωση αρνήσεώς του να εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του.

Με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2017, η αρμόδια γερμανική αρχή χορήγησε στον αιτούντα επικουρική προστασία, αλλά αρνήθηκε να του αναγνωρίσει το καθεστώς του πρόσφυγα. Έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, καθόσον είχε εγκαταλείψει τη Συρία προτού κληθεί να καταταγεί στον συριακό στρατό, δεν συνέτρεχε λόγος να θεωρηθεί στη χώρα του ως λιποτάκτης ή αντίπαλος του καθεστώτος. Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο αιτών δεν απέδειξε ότι η στράτευση ήταν ο λόγος της αναχώρησής του, παρά μόνον επικαλέστηκε τη γενική κατάσταση κινδύνου λόγω του πολέμου στη Συρία.

Ο αιτών δεν άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, με αποτέλεσμα η τελευταία να καταστεί απρόσβλητη. Στις 15 Ιανουαρίου 2021 ο αιτών υπέβαλε νέα αίτηση ασύλου («μεταγενέστερη αίτηση ασύλου») με την οποία επικαλέστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) (1). Υποστήριξε ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, υφίσταται «ισχυρό τεκμήριο» ότι η άρνηση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας σχετίζεται με έναν από τους λόγους δίωξης που απαριθμούνται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95 (2).

Με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2021, η αρμόδια γερμανική αρχή απέρριψε ως απαράδεκτη τη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου του αιτούντος με την αιτιολογία ότι η απόφαση του Δικαστηρίου την οποία επικαλέστηκε ο αιτών δεν την υποχρέωνε να εξετάσει επί της ουσίας την αίτηση.

Επιληφθέν προσφυγής του αιτούντος κατά της απόφασης αυτής, το διοικητικό πρωτοδικείο Sigmaringen, ήτοι το αιτούν δικαστήριο, εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν απόφαση του Δικαστηρίου η οποία περιορίζεται στην ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης που ίσχυε ήδη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης επί προηγούμενης αίτησης μπορεί να συνιστά «νέο στοιχείο ή πόρισμα», το οποίο εμποδίζει την απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης ασύλου ως απαράδεκτης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι από το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, καθώς και από την οικονομία της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι η δυνατότητα απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτης σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη συνιστά παρέκκλιση από την υποχρέωση επί της ουσίας εξέτασης μιας τέτοιας αίτησης. Όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, τόσο από τον εξαντλητικό χαρακτήρα της απαρίθμησης που περιλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη όσο και από το γεγονός ότι οι απαριθμούμενοι σε αυτήν λόγοι απαραδέκτου ισχύουν κατ’ εξαίρεση συνάγεται ότι οι λόγοι αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται στενά(3). Αντιθέτως, οι περιπτώσεις που, κατά την οδηγία 2013/32, μια μεταγενέστερη αίτηση θεωρείται κατ’ ανάγκην παραδεκτή πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως.

Επιπλέον, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 και, ειδικότερα, από τη χρήση της φράσης «νέα στοιχεία ή πορίσματα» προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται μόνο σε πραγματική μεταβολή της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος ή της κατάστασης στη χώρα καταγωγής του, αλλά και σε νέα νομικά στοιχεία.

Από τη νομολογία προκύπτει ειδικότερα ότι δεν είναι δυνατή η κήρυξη μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 (4), όταν η αποφαινόμενη αρχή, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας (5), διαπιστώνει ότι η μη δυνάμενη να προσβληθεί απόρριψη της προηγούμενης αίτησης αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης. Η εν λόγω αρχή επιβάλλεται, κατ’ ανάγκην, να προβεί στη διαπίστωση αυτή όταν η ως άνω αντίθεση απορρέει από απόφαση του Δικαστηρίου ή έχει διαπιστωθεί παρεμπιπτόντως από εθνικό δικαστήριο (6).

Ως εκ τούτου, στο ειδικό πλαίσιο της οδηγίας 2013/32, κάθε απόφαση του Δικαστηρίου δύναται να εμπίπτει στην έννοια του νέου στοιχείου του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής (7). Η κρίση αυτή είναι ανεξάρτητη από το εάν η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε πριν ή μετά τη διοικητική απόφαση επί της προηγούμενης αίτησης ή το εάν διαπιστώνει το ασυμβίβαστο προς το δίκαιο της Ένωσης της εθνικής διάταξης στην οποία στηρίχθηκε η εν λόγω διοικητική απόφαση ή περιορίζεται στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του ισχύοντος κατά τον χρόνο έκδοσης της διοικητικής απόφασης.

Εντούτοις, προκειμένου μια μεταγενέστερη αίτηση να είναι παραδεκτή πρέπει, επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα να «αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95]».

Επομένως, κάθε απόφαση του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης εκείνης η οποία περιορίζεται στην ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης ήδη ισχύουσας κατά τον χρόνο της έκδοσης απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, συνιστά νέο στοιχείο, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας έκδοσής της, εφόσον αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.


1      Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) (C‑238/19, EU:C:2020:945)


2      Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9). Το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο με τίτλο «Αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα», περιλαμβάνει κατάλογο στοιχείων τα οποία τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατά την αξιολόγηση των λόγων δίωξης.


3      Πρβλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Τέκνο προσφύγων το οποίο γεννήθηκε εκτός του κράτους υποδοχής) (C‑720/20, EU:C:2022:603, σκέψεις 49 και 51).


4      Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60). Σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη εάν στο πλαίσιο της αίτησης αυτής δεν προέκυψαν ή δεν υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.


5      Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ως «αποφαινόμενη αρχή» «κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις».


6      Πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság, (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψεις 198 και 203).


7      Το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32 περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την εξέταση μεταγενέστερων αιτήσεων.