Language of document : ECLI:EU:C:2024:130

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 8ης Φεβρουαρίου 2024(1)

Υπόθεση C35/23 [Greislzel] (i)

Πατέρας

κατά

Μητέρας

παρισταμένων των:

Τέκνου L,

Δικηγόρου του τέκνου

[αίτηση του Oberlandesgericht Frankfurt am Main (εφετείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Γονική μέριμνα – Διεθνής δικαιοδοσία σε περίπτωση απαγωγής παιδιού – Συνήθης διαμονή του παιδιού πριν από την παράνομη μετακίνηση σε κράτος μέλος – Παράνομη μετακίνηση σε κράτος μέλος – Διαδικασία επιστροφής από κράτος μέλος σε τρίτο κράτος (Ελβετία) – Σύμβαση της Χάγης του 1980»






1.        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 (2), ο νομοθέτης της Ένωσης προσδιόρισε, μεταξύ άλλων, τα δικαστήρια τα οποία έχουν διεθνή δικαιοδοσία για να επιλαμβάνονται διαφορών που αφορούν απαγωγή παιδιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.        Σκοπός των διατάξεων του κανονισμού 2201/2003 στο πλαίσιο αυτό είναι, αφενός, η αποτροπή της απαγωγής (παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης) παιδιών μεταξύ κρατών μελών και, αφετέρου, η άμεση επιστροφή του παιδιού σε περίπτωση απαγωγής (3).

3.        Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει το άρθρο 10, το οποίο επιγράφεται «[Διεθνής δικαιοδοσία] σε περίπτωση απαγωγής παιδιού», του κανονισμού 2201/2003 απαντώντας σε πλείονες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (4). Εντούτοις, με καμία από τις εν λόγω αιτήσεις δεν τέθηκε ζήτημα εφαρμογής του προμνησθέντος άρθρου σε περίπτωση στην οποία, όπως εν προκειμένω, ζητείται η επιστροφή του παιδιού σε τρίτο κράτος (Ελβετία), όπου, επιπλέον, το παιδί δεν είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την παράνομη μετακίνηση.

4.        Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί επί της σχέσεως του κανονισμού 2201/2003 με τη Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 (5). Εάν δεν απατώμαι, το Δικαστήριο δεν έχει διευκρινίσει έως τώρα τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια αίτηση επιστροφής του παιδιού, βασισμένη στην εν λόγω Σύμβαση, στον προσδιορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί αιτήσεως επιμέλειας υποβληθείσας στο πλαίσιο του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003.

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η Σύμβαση της Χάγης του 1980

5.        Κατά το προοίμιο της εν λόγω Σύμβασης, σκοπός της είναι η προστασία του παιδιού διεθνώς από τις επιβλαβείς συνέπειες της παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης και η θέσπιση διαδικασιών για τη διασφάλιση της άμεσης επιστροφής του παιδιού στο κράτος συνήθους διαμονής του.

6.        Το άρθρο 12, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, ορίζει τα εξής:

«Εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.

Ακόμη κι αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος ενός έτους, που προβλέπεται [στο προηγούμενο εδάφιο], οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοσθεί στο νέο του περιβάλλον.»

Β.      Το δίκαιο της Ένωσης. Ο κανονισμός 2201/2003

7.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 12 και 17 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(12)      Οι κανόνες [διεθνούς δικαιοδοσίας] που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του [υπέρτερου] συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να [έχουν διεθνή δικαιοδοσία] τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.

[…]

(17)      Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η [Σύμβαση της Χάγης του 1980] όπως συμπληρώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα του άρθρου 11 […]».

8.        Το άρθρο 8 («Γενική δικαιοδοσία») ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν [διεθνή] δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης [του ενδίκου βοηθήματος].

2.      Η παράγραφος 1 δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12.»

9.        Το άρθρο 10 («[Διεθνής δικαιοδοσία] σε περίπτωση απαγωγής παιδιού») ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του παιδιού, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του διατηρούν [τη διεθνή δικαιοδοσία] τους έως ότου το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη [διαμονή] σε άλλο κράτος μέλος, και:

α)      κάθε πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας έχει συγκατατεθεί στη μετακίνηση ή κατακράτηση,

ή

β)      το παιδί έχει διαμείνει σε αυτό το άλλο κράτος μέλος για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους αφότου το πρόσωπο, το ίδρυμα ή οιαδήποτε άλλη οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί και το παιδί έχει ενταχθεί στο νέο περιβάλλον του, συντρέχει δε μια από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

i)      εντός ενός έτους αφότου ο δικαιούχος της επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί, δεν έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής ενώπιον των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται το παιδί,

ii)      έχει ανακληθεί αίτηση επιστροφής την οποία υπέβαλε ο δικαιούχος της επιμέλειας, και δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο σημείο i),

iii)      έχει περατωθεί υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 παράγραφος 7,

iv)      τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του έχουν εκδώσει απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού.»

10.      Το άρθρο 11 («Επιστροφή του παιδιού») έχει ως εξής:

«1.      Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της [Σύμβασης της Χάγης του 1980], απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.

[…]»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα

11.      Τον Μάρτιο του 2013 οι γονείς της L (εκ των οποίων ο πατέρας έχει γερμανική ιθαγένεια και η μητέρα πολωνική ιθαγένεια) συνήψαν γάμο στη Γερμανία, χώρα στην οποία έζησαν αρχικώς μαζί.

12.      Τον Ιούνιο του 2013 ο πατέρας μετοίκησε στην Ελβετία για επαγγελματικούς λόγους. Η L γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014 στην Ελβετία και έχει τη γερμανική και την πολωνική ιθαγένεια.

13.      Από τον Ιανουάριο του 2015 έως τις αρχές Απριλίου του 2016 η L έζησε με τη μητέρα της στη Γερμανία. Ο πατέρας επισκεπτόταν περιοδικά τη μητέρα και το κοινό τέκνο τους στη Γερμανία· έκαναν επίσης διακοπές μαζί.

14.      Στις 9 Απριλίου 2016 η μητέρα μετοίκησε με την L στην Πολωνία. Αρχικώς, ο πατέρας επισκεπτόταν την L στην Πολωνία.

15.      Από τις 17 Απριλίου 2017 και εφεξής η μητέρα δεν επέτρεψε στον πατέρα την επικοινωνία με την L και ενέγραψε το παιδί, χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα, σε νηπιαγωγείο στην Πολωνία.

16.      Στα τέλη Μαΐου του 2017 η μητέρα ενημέρωσε τον πατέρα ότι θα παρέμενε με την L στην Πολωνία.

17.      Στις 7 Ιουλίου 2017 ο πατέρας ζήτησε από τα πολωνικά δικαστήρια, μέσω της κεντρικής ελβετικής αρχής (Bundesamt für Justiz in Bern [ομοσπονδιακής υπηρεσίας δικαιοσύνης Βέρνης, Ελβετία]), την επιστροφή της L στην Ελβετία.

18.      Στις 8 Δεκεμβρίου 2017 το Sąd Rejonowy Krakowa-Nowej Huty (ειρηνοδικείο Κρακοβίας – Nowa Huta, Πολωνία) απέρριψε την αίτηση επιστροφής που υπέβαλε ο πατέρας, με την αιτιολογία ότι ο πατέρας είχε συγκατατεθεί στη μετακίνηση της L με τη μητέρα της στην Πολωνία επ’ αόριστον και ότι, επιπλέον, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για την ευημερία της L σε περίπτωση επιστροφής, κατά την έννοια του άρθρου 13, στοιχείο βʹ, της Σύμβασης της Χάγης του 1980.

19.      Στις 17 Απριλίου 2018 το Sąd Okręgowy Krakowa (πρωτοδικείο Κρακοβίας, Πολωνία) απέρριψε την έφεση που άσκησε ο πατέρας κατά της πρωτόδικης απόφασης.

20.      Με αίτηση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017 η μητέρα κίνησε διαδικασία διαζυγίου στην Πολωνία. Στις 5 Ιουνίου 2018 το Sąd Okręgowy Krakowa (πρωτοδικείο Κρακοβίας) ανέθεσε προσωρινά τη γονική μέριμνα του κοινού τέκνου στη μητέρα και ρύθμισε την υποχρέωση του πατέρα περί διατροφής.

21.      Στις 29 Ιουνίου 2018 ο πατέρας υπέβαλε αίτηση επιστροφής της L ενώπιον της Bundesamt für Justiz in Bonn (ομοσπονδιακής υπηρεσίας δικαιοσύνης Βόννης, Γερμανία), δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης του 1980. Αργότερα ο πατέρας ανακάλεσε την εν λόγω αίτηση.

22.      Στις 13 Ιουλίου 2018 ο πατέρας κίνησε ενώπιον του Amtsgericht Frankfurt am Main (ειρηνοδικείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ανέκυψε μεταγενέστερα η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Στις 13 Ιουλίου 2018 ο πατέρας υπέβαλε αίτηση ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, με τα ακόλουθα αιτήματα:

–      κυρίως, να του ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια της L και, επικουρικώς, να του αναγνωριστεί το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής της (σημείο I του αιτητικού),

–      επιπλέον, να υποχρεωθεί η μητέρα να επιστρέψει την L στην Ελβετία από την ημερομηνία παραγωγής των αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης (σημείο ΙΙ του αιτητικού).

23.      Στην εν λόγω διαφορά:

–      Ο πατέρας υποστήριξε ότι, το 2015, οι γονείς συμφώνησαν ότι στο μέλλον θα ζούσαν με την L στην Ελβετία. Τον Απρίλιο του 2016 η μητέρα αποφάσισε να μεταβεί προσωρινά στην Πολωνία. Ο πατέρας συγκατατέθηκε, περιόρισε όμως ρητώς τον χρόνο παραμονής στην Πολωνία (6).

–      Η μητέρα αντέκρουσε τους ως άνω ισχυρισμούς. Υποστήριξε ότι ο πατέρας συγκατατέθηκε στη μετακίνηση της L στην Πολωνία, χωρίς οι δύο γονείς να συμφωνήσουν ότι η εν λόγω μετακίνηση θα είχε περιορισμένη διάρκεια. Οι γονείς δεν συμφώνησαν επίσης ότι θα μετακινούνταν (στο μέλλον) στην Ελβετία.

24.      Στις 3 Ιουνίου 2019 το Amtsgericht Frankfurt am Main (ειρηνοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν) απέρριψε την αίτηση του πατέρα, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, ο πατέρας δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένης συμφωνίας σχετικά με τον προσωρινό χαρακτήρα της διαμονής της L στην Πολωνία. Τα στοιχεία που προσκόμισε ο πατέρας στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Μαΐου 2019 δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς που διατύπωσε με το υπόμνημα της 3ης Αυγούστου 2018, από το οποίο συνάγεται ότι, τον Μάιο του 2017, οι γονείς διαπραγματεύονταν ακόμη τη διάρκεια της παραμονής στην Πολωνία.

25.      Στις 8 Ιουλίου 2019 ο πατέρας άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του Oberlandesgericht Frankfurt am Main (εφετείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία). Στο πλαίσιο της εφέσεως, ο πατέρας επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως και υποστηρίζει τα εξής:

–      η διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκύπτει από το άρθρο 11, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με την παράγραφο 7, καθώς και από το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003. Με την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2017, το Sąd Rejonowy Krakowa-Nowej Huty (ειρηνοδικείο Κρακοβίας – Nowa Huta) διευκρίνισε ότι ο τόπος διαμονής της L, πριν από τη μετακίνησή της στην Πολωνία, δεν ήταν η Ελβετία, αλλά η Γερμανία,

–      στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται οι αρχές που διέπουν τη διαδικασία της Σύμβασης της Χάγης του 1980. Κατ’ αυτές, ο γονέας που αντιτάσσεται στην επιστροφή του παιδιού οφείλει να αποδείξει ότι ο γονέας που έχει (από κοινού) δικαίωμα επιμέλειας συγκατατέθηκε στη μετακίνηση ή στην κατακράτησή του ή την ενέκρινε εκ των υστέρων. Κατά τον πατέρα, η μητέρα δεν απέδειξε τη συγκατάθεση του πατέρα στην επ’ αόριστον μετακίνηση.

26.      Επιπλέον, ο πατέρας ζήτησε την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, αίτημα το οποίο το Oberlandesgericht Frankfurt am Main (εφετείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν) έκανε δεκτό και, επομένως, υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Έχει ο ρυθμιστικός μηχανισμός των άρθρων 10 και 11 του [κανονισμού 2201/2003] εφαρμογή αποκλειστικά και μόνο σε διαδικασίες που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης;

Συγκεκριμένα:

1)      Έχει εφαρμογή το άρθρο 10 του [κανονισμού 2201/2003], με αποτέλεσμα να διατηρείται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του μέχρι τούδε κράτους διαμονής, εάν το παιδί είχε, πριν από τη μετακίνησή του, τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος της Ένωσης (Γερμανία) και η διαδικασία επιστροφής διεξήχθη σύμφωνα με τη σύμβαση της Χάγης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών […], μεταξύ κράτους μέλους της Ένωσης (Πολωνία) και τρίτου κράτους (Ελβετία), η δε αίτηση επιστροφής του παιδιού απορρίφθηκε κατά τη διαδικασία αυτή;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

2)      Ποιες απαιτήσεις θεσπίζει το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του [κανονισμού 2201/2003] για τους σκοπούς της απόδειξης της διατήρησης της διεθνούς δικαιοδοσίας;

3)      Έχει εφαρμογή το άρθρο 11, παράγραφοι 6 έως 8, του [κανονισμού 2201/2003] ακόμη και σε περίπτωση διαδικασίας επιστροφής σύμφωνα με τη σύμβαση της Χάγης μεταξύ τρίτου κράτους και κράτους μέλους της Ένωσης ως κράτους μετακίνησης του παιδιού, εφόσον το παιδί, πριν από τη μετακίνησή του, είχε τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Ιανουαρίου 2023.

28.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι διάδικοι, καθώς και ο πατέρας του παιδιού, μετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 7 Δεκεμβρίου 2023.

IV.    Ανάλυση

29.      Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, θα επικεντρωθώ στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά τις απαιτήσεις που θεσπίζει το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003 για τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης (7).

30.      Η ανάλυσή μου θα διενεργηθεί ως ακολούθως.

–      Στην πρώτη ενότητα θα εξετάσω, συνοπτικά, τους κανόνες περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση απαγωγής παιδιών (άρθρα 8 και 10 του κανονισμού 2201/2003).

–      Στη δεύτερη ενότητα θα αναλύσω τα χαρακτηριστικά των αιτήσεων επιστροφής του απαχθέντος παιδιού, καθόσον συνιστούν μια από τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003.

–      Θα συμπληρώσω τις παρατηρήσεις μου εκθέτοντας τις συνέπειες τις οποίες θα μπορούσαν να έχουν τα συμπεράσματα της ανάλυσης της δεύτερης ενότητας στη διαφορά της κύριας δίκης.

–      Θα εξετάσω, τέλος, άλλα ειδικότερα ζητήματα τα οποία ανακύπτουν από τη διάταξη περί παραπομπής.

Α.      Κανόνες περί απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση απαγωγής παιδιών

31.      Κατά τον κανόνα «γενικής δικαιοδοσίας» του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, «τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν [διεθνή] δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης [του ενδίκου βοηθήματος]».

32.      Η εν λόγω απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας ανταποκρίνεται στην αρχή της (γεωγραφικής) εγγύτητας, η οποία κατέχει κεντρική θέση στο σύστημα (8).

33.      Κατά παρέκκλιση από τον ως άνω κανόνα, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το παιδί παύει να έχει συνήθη διαμονή σε ένα κράτος μέλος και αποκτά συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, πλην όμως η διεθνής δικαιοδοσία δεν απονέμεται στα δικαστήρια του δεύτερου αυτού κράτους. Τούτο συμβαίνει, συγκεκριμένα, σε περίπτωση παιδιών που μετακινούνται (ή κατακρατούνται) παρανόμως.

34.      Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003, σε περίπτωση απαγωγής παιδιού, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την παράνομη μετακίνηση (ή κατακράτησή) του διατηρούν, κατ’ αρχήν, τη διεθνή δικαιοδοσία τους. Τοιουτοτρόπως διασφαλίζεται ότι:

–      ο γονέας που απήγαγε το παιδί δεν ωφελείται από μια παράνομη πράξη. Εάν θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση επιμέλειας του παιδιού ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους νέας διαμονής, ο εν λόγω γονέας θα απολάμβανε αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος (9),

–      κατά συνέπεια, αποθαρρύνεται η πρακτική της διεθνούς απαγωγής παιδιών, πράγμα που αποτελεί βασικό σκοπό του κανονισμού 2201/2003 (10).

35.      Πάντως, η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνησή του δεν διατηρείται απεριόριστα.

36.      Συγκεκριμένα, η εν λόγω δικαιοδοσία είναι δυνατόν να μεταβιβασθεί στα δικαστήρια της νέας συνήθους διαμονής του παιδιού, από ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο και έπειτα, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003.

37.      Τούτο θα συμβεί, ειδικότερα, εάν ο δικαιούχος της επιμέλειας:

–      είτε συγκατατέθηκε στη μετακίνηση του παιδιού (άρθρο 10, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003],

–      είτε δεν προέβη σε ορισμένες ενέργειες (11) κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και, εν τέλει, το παιδί έχει ενταχθεί στο νέο περιβάλλον του (άρθρο 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003) (12). Επομένως, η αδράνεια του έχοντος την επιμέλεια του παρανόμως μετακινηθέντος παιδιού μπορεί να επηρεάσει τη μεταβίβαση της διεθνούς δικαιοδοσίας από ένα κράτος μέλος σε άλλο (13).

Β.      Αίτηση επιστροφής και άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003

38.      Όπως προεξέθεσα, η αίτηση επιστροφής του παιδιού είναι μια από τις απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003.

39.      Κατά την εν λόγω διάταξη, και εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προβλεπόμενες σε αυτήν περιστάσεις, η μη υποβολή αίτησης (ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί μετακινήθηκε παρανόμως) για την επιστροφή του παιδιού, όταν ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται το παιδί είναι γνωστός (ή θα πρέπει να είναι γνωστός), είναι παράγοντας ικανός να μεταβάλει τη διεθνή δικαιοδοσία.

40.      Εντούτοις, ο κανονισμός 2201/2003 δεν ορίζει την έννοια της «επιστροφής» ή της «αίτησης επιστροφής». Οι εν λόγω έννοιες δεν ορίζονται ούτε στη Σύμβαση της Χάγης του 1980, την οποία ο κανονισμός 2201/2003 συμπληρώνει (14), ούτε στη Σύμβαση της Χάγης του 1996 (15).

1.      Αίτηση επιστροφής του παιδιού σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την απαγωγή

41.      Υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, πρέπει να αποσαφηνιστεί αν αίτηση επιστροφής υπό τη στενή έννοια (16), με την οποία ζητείται όμως η επιστροφή του παιδιού σε κράτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του προ της μετακινήσεως, εμπίπτει στο άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003. (17)

42.      Εκ πρώτης όψεως, το γράμμα (18) του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003 δεν επιτάσσει να ζητείται η επιστροφή του παιδιού συγκεκριμένα στο κράτος μέλος στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την παράνομη μετακίνηση.  

43.      Όπως προεκτέθηκε, σκοπός του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003 είναι η αποτροπή των παράνομων μετακινήσεων παιδιών από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Προς τούτο, ο κανονισμός περιλαμβάνει κανόνες οι οποίοι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αποκλείουν την απονομή της διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί απέκτησε, μετά την παράνομη μετακίνησή του, νέα συνήθη διαμονή.

44.      Για τον ίδιο αυτόν σκοπό, το Δικαστήριο έχει προκρίνει τη συσταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων μεταβίβασης της διεθνούς δικαιοδοσίας (19). Στο ίδιο πνεύμα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι όσο πιο ευέλικτη είναι η ερμηνεία των απαιτήσεων από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού τόσο καλύτερα θα εξυπηρετείται ο προμνησθείς σκοπός (20).

45.      Εξ αυτού θα μπορούσε να συναχθεί ότι ενδέχεται να εμπίπτει στο άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003 μια αίτηση επιστροφής του παιδιού με την οποία ζητείται η «επιστροφή» του σε κράτος (μέλος, ενδεχομένως και τρίτο κράτος) διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

46.      Φρονώ, εντούτοις, ότι η ως άνω διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003, την οποία προτείνουν η Επιτροπή και ο πατέρας της L, ενέχει σοβαρές δυσχέρειες.

47.      Ο κανόνας της διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003 είναι lex specialis σε σχέση με τον γενικό κανόνα του άρθρου 8, παράγραφος 1. Επομένως, «χρήζ[ει] στενής ερμηνείας, η οποία δεν πρέπει να βαίνει πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπει ο οικείος κανονισμός […]» (21).

48.      Στο ίδιο πνεύμα, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003 όχι μόνον θεσπίζει κατά παρέκκλιση διεθνή δικαιοδοσία, αλλά διευκρινίζει επίσης τις περιστάσεις υπό τις οποίες η εν λόγω διεθνής δικαιοδοσία διατηρείται ή, αντιθέτως, μεταβιβάζεται στα κανονικώς έχοντα διεθνή δικαιοδοσία δικαστήρια, ήτοι αυτά του κράτους μέλους της τρέχουσας συνήθους διαμονής του παιδιού.

49.      Παρά το γεγονός ότι η νέα συνήθης διαμονή είναι αποτέλεσμα παράνομης μετακίνησης (22), τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει αποκτήσει συγκεκριμένους σταθερούς δεσμούς είναι, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς τους προς το περιβάλλον του παιδιού, καταλληλότερα για να εκτιμήσουν τα μέτρα που εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα του παιδιού (23).

50.      Κατά το Δικαστήριο, με το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003, «σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν, όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα της απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας […], να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ, αφενός, της ανάγκης να αποτραπεί το ενδεχόμενο η παράνομη πράξη να αποβεί υπέρ του απαγωγέα […], και, αφετέρου, της σκοπιμότητας απονομής στο δικαστήριο που είναι πλησιέστερο στο παιδί της διεθνούς δικαιοδοσίας επί αγωγών περί γονικής μέριμνας» (24).

51.      Καθοριστικό στοιχείο για την ορθή ερμηνεία του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003 και, κατά συνέπεια, των απαιτήσεων που προβλέπονται σε αυτό, είναι η επίτευξη της προεκτεθείσας ισορροπίας.

52.      Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω ισορροπία διαφυλάσσεται καλύτερα με μια αίτηση επιστροφής του παιδιού στο κράτος μέλος στο οποίο διέμενε αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση (εν προκειμένω, Γερμανία) παρά με μια αίτηση επιστροφής η οποία, εφόσον γίνει δεκτή, θα οδηγήσει το παιδί (25) σε άλλο κράτος (Ελβετία), διαφορετικό του κράτους της προηγούμενης διαμονής του, καθώς και του κράτους (Πολωνία) στο οποίο διαμένει επί του παρόντος.

53.      Στο άρθρο 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 εκτίθενται οι ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί το πρόσωπο που επιδιώκει να αποφύγει τη μεταβολή της διεθνούς δικαιοδοσίας:

–      σε σχέση με την απαγωγή, θα πρέπει να ζητήσει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, την επιστροφή του παιδιού από τις αρχές του κράτους στο οποίο ευρίσκεται το παιδί (26),

–      σε σχέση με απόφαση απόρριψης της αίτησης επιστροφής, εκδοθείσα στο πλαίσιο της Σύμβασης της Χάγης του 1980, θα πρέπει να υποβάλει ταχέως, ενώπιον των αρχών του κράτους της προηγούμενης διαμονής του παιδιού, αίτηση επιμέλειας του παιδιού (27) (εάν δεν εκκρεμεί ήδη τέτοια αίτηση).

54.      Φρονώ ότι, εξαρτώντας τη διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας από τις συγκεκριμένες ως άνω νομικές ενέργειες, ο κανονισμός 2201/2003 επιδιώκει να συνδέσει την περίπτωση της απόρριψης της αίτησης επιστροφής του δικαιούχου της επιμέλειας με την απαγωγή του παιδιού, αλλά όχι μόνον.

55.      Προς το συμφέρον του παιδιού, ο κανονισμός 2201/2003 προωθεί την εφαρμογή μηχανισμών που έχουν σκοπό να θέσουν τέλος το συντομότερο δυνατόν σε μια προσωρινή κατάσταση (28) κατά τρόπο συνεπή προς το πνεύμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε ζητήματα διεθνούς απαγωγής παιδιών. (29) Η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα της παράνομης μετακίνησης κατάσταση είναι το πρώτο, απαραίτητο, βήμα για τη ρύθμιση της κατάστασης απαχθέντος παιδιού (30). Προς τούτο, είναι απαραίτητο να ζητηθεί η επιστροφή του ακριβώς στο κράτος μέλος από το οποίο μετακινήθηκε.

56.      Η αίτηση επιστροφής του παιδιού σε κράτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνησή του είναι ένας τρόπος εναντίωσης στην εν λόγω μετακίνηση, αλλά δεν εξυπηρετεί τον προεκτεθέντα σκοπό. Αντιθέτως, περιορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τρέχουσας συνήθους διαμονής του παιδιού, δηλαδή αυτά που είναι εγγύτερα στο παιδί, έχουν διεθνή δικαιοδοσία.

57.      Εν ολίγοις, δεν συμφωνώ με τον χαρακτηρισμό ως «αίτησης επιστροφής», κατά την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003, της αίτησης με την οποία ζητείται η επιστροφή του παιδιού σε κράτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο της παράνομης μετακίνησής του.

2.      Αίτηση επιστροφής και αίτηση επιμέλειας

58.      Κατά το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003:

–      η υποβολή αίτησης επιστροφής αποτελεί ρητή προϋπόθεση η οποία επιβάλλεται στο πρόσωπο που ζητεί την επιμέλεια του παιδιού προκειμένου να διατηρηθεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού, αφ’ ης στιγμής ο ενδιαφερόμενος γνωρίζει (ή όφειλε να γνωρίζει) τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί·

–      δεν υπάρχει δυνατότητα υποβολής αιτήσεων διαφορετικών από την αίτηση επιστροφής του παιδιού ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο έχει μετακινηθεί το παιδί.

59.      Όπως προεκτέθηκε, για τη διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού προ της παράνομης μετακίνησης, το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003 επιτάσσει την κίνηση διαδικασίας για την επιστροφή του παιδιού στη συγκεκριμένη χώρα.

60.      Από την άποψη αυτή, η αίτηση επιστροφής του παιδιού και η αίτηση επιμέλειας η οποία θα συνεπαγόταν την επιστροφή του, εφόσον γινόταν δεκτή, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμες.

61.      Εντούτοις, σε ζητήματα απαγωγής παιδιών ο παράγοντας του χρόνου είναι καθοριστικής σημασίας. (31) Για τον λόγο αυτόν, για τους σκοπούς του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003, μια αίτηση της οποίας μοναδικός σκοπός είναι η ταχεία επιστροφή του παιδιού και η οποία, ως εκ του λόγου τούτου, εξετάζεται κατεπειγόντως, και μια αίτηση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση ανάθεσης της επιμέλειας κατόπιν διεξοδικής εξέτασης της διαφοράς στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας, δεν είναι εναλλάξιμες. (32)

62.      Ούτε η συστηματική ερμηνεία υποστηρίζει την αντικατάσταση της αίτησης επιστροφής του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003 από αίτηση επιμέλειας. Το σημείο i και τα σημεία ii και iii (33) του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σχηματίζουν μια αλληλουχία στην οποία η αίτηση επιμέλειας έπεται της αίτησης επιστροφής. Συνολικά, τα εν λόγω σημεία προβλέπουν μια αλληλουχία βημάτων τα οποία πρέπει να ακολουθήσει ο ενδιαφερόμενος, εφόσον είναι γνωστός ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται το παιδί, σε μια «συνήθη» κατάσταση στην οποία δεν έχει υποβληθεί ακόμη αίτηση επιμέλειας.

63.      Από το χρονικό αυτό σημείο, προκειμένου να διατηρηθεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την απαγωγή του πρέπει: να καταβληθεί προσπάθεια επιστροφής του παιδιού με αίτηση προς τις αρχές του (νέου) κράτους μέλους στο οποίο έχει μετακινηθεί (σημείο i)· να δοθεί συνέχεια στην εν λόγω προσπάθεια (σημείο ii)· και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στην αίτηση επιστροφής (34), να υποβληθεί ταχέως η αίτηση επιμέλειας στο κράτος μέλος από το οποίο μετακινήθηκε το παιδί (σημείο iii).

64.      Εν κατακλείδι, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να διατηρηθεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο διέμενε το παιδί και από το οποίο μετακινήθηκε παρανόμως, το πρόσωπο που επιθυμεί να του ανατεθεί η επιμέλεια του παιδιού (και το οποίο γνωρίζει, ή όφειλε να γνωρίζει, τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί) πρέπει να ζητήσει την άμεση επιστροφή του. Από το χρονικό σημείο κατά το οποίο γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί (35), ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει δυνατότητα επιλογής μεταξύ άσκησης της αγωγής επί της ουσίας ή υποβολής αίτησης άμεσης επιστροφής του παιδιού (36). Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν υποβάλει την αίτηση επιστροφής, ή την υποβάλει εκπροθέσμως, η διεθνής δικαιοδοσία για την έκδοση απόφασης σχετικά με την επιμέλεια μεταβιβάζεται στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του (37).

Γ.      Εφαρμογή των προεκτεθέντων κριτηρίων στη διαφορά της κύριας δίκης

65.      Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στηριζόμενο σε δύο παραδοχές:

–      αφενός, δεν φαίνεται να αποδίδει σημασία, για τους σκοπούς του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003, στο γεγονός της υποβολής αίτησης επιστροφής ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων, κατά τη διαδικασία της Σύμβασης της Χάγης του 1980,

–      αφετέρου, εκλαμβάνει την αίτηση επιμέλειας της L, που υποβλήθηκε ενώπιον των γερμανικών αρχών, ως αίτηση επιστροφής, κατά την έννοια του προμνησθέντος άρθρου.

66.      Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να εκτιμηθεί η ορθότητα των ως άνω παραδοχών.

1.      Αίτηση επιστροφής της L στην Ελβετία

67.      Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η αίτηση επιστροφής (38) της L στην Ελβετία, την οποία ο πατέρας της υπέβαλε στις 7 Ιουλίου 2017 ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον σκοπό της διατήρησης της διεθνούς δικαιοδοσίας των γερμανικών δικαστηρίων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003.

68.      Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή εξέθεσε μια διαφορετική οπτική: η αίτηση επιστροφής στην Ελβετία είναι κρίσιμη· ο πατέρας της L «δεν άφησε τα πράγματα ως έχουν», αλλά προσπάθησε να επιτύχει την επιστροφή του παιδιού (39).

69.      Για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 41 επ. των παρουσών προτάσεων, εκτιμώ ότι η θέση του αιτούντος δικαστηρίου είναι, ως προς το αποτέλεσμά της, κατ’ ουσίαν ορθή. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, η διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της Γερμανίας, ως κράτους μέλους συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από τη μετακίνηση, θα απαιτούσε την υποβολή της αίτησης επιστροφής του παιδιού στην εν λόγω χώρα.

2.      Αίτηση επιμέλειας υποβληθείσα ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων

70.      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα δικαστήρια του κράτους μέλους (Γερμανία) στο οποίο η L είχε τη συνήθη διαμονή της πριν από την παράνομη μετακίνησή της έχουν (ακόμη) διεθνή δικαιοδοσία, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αίτηση επιμέλειας που υπέβαλε ο πατέρας ενώπιον αυτών υποβλήθηκε εντός της ενιαύσιας προθεσμίας του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003.

71.      Συμπεραίνω, επομένως, ότι το αιτούν δικαστήριο δέχεται την αίτηση σχετικά με την επιμέλεια της L ωσάν να επρόκειτο περί αιτήσεως «επιστροφής», κατά την έννοια του προμνησθέντος άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003. Τοιουτοτρόπως, μπορεί να υπερβεί το εμπόδιο της έλλειψης καθαυτό αίτησης επιστροφής, την οποία απαιτεί το προμνησθέν άρθρο για τη διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους καταγωγής, αφ’ ης στιγμής είναι γνωστός ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται το παιδί στο κράτος στο οποίο έχει μετακινηθεί.

72.      Για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 58 επ. των παρουσών προτάσεων, δεν θεωρώ ότι η ανωτέρω παραδοχή είναι ορθή. Δεν θεωρώ επίσης ότι δικαιολογείται από την καταφατική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως υπονοεί το αιτούν δικαστήριο.

73.      Είναι άλλο ζήτημα το γεγονός ότι η εφαρμογή του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003 (για την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας σε συγκεκριμένα δικαστήρια σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης παιδιού) δεν προϋποθέτει την εφαρμογή του άρθρου 11 του ίδιου κανονισμού (40), και άλλο ζήτημα η δυνατότητα χρήσης της εν λόγω κατά παρέκκλιση διεθνούς δικαιοδοσίας οποτεδήποτε, πέραν οποιασδήποτε πρόθεσης εξασφάλισης της επιστροφής του παιδιού.

Δ.      Άλλες απαιτήσεις του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003

74.      Το αιτούν δικαστήριο θέτει δύο ζητήματα τα οποία θα πρέπει να αποσαφηνιστούν για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί, εν αντιθέσει προς την πρότασή μου, ότι η αίτηση επιμέλειας που υποβλήθηκε στη Γερμανία ισοδυναμεί με αίτηση επιστροφής για τους σκοπούς του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003.

75.      Το πρώτο ζήτημα αφορά την προθεσμία που τίθεται στον δικαιούχο της επιμέλειας για να ζητήσει την άμεση επιστροφή του παιδιού, αφ’ ης στιγμής γνωρίζει (ή όφειλε να γνωρίζει) τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί.

76.      Η αμφιβολία φαίνεται να οφείλεται στην απόκλιση μεταξύ της έκθεσης των πραγματικών περιστατικών από τον πατέρα της L, όταν ζήτησε την επιστροφή μέσω των ελβετικών αρχών, και των όσων εξέθεσε στη Γερμανία προκειμένου να υποστηρίξει ότι τα γερμανικά δικαστήρια εξακολουθούν να έχουν διεθνή δικαιοδοσία στο ζήτημα της επιμέλειας:

–      στη διαδικασία επιστροφής, ο πατέρας προσδιόρισε ως ημερομηνία παράνομης μετακίνησης της L την 24η Μαΐου 2017, κατά την οποία το παιδί άρχισε να φοιτά σε νηπιαγωγείο στην Πολωνία·

–      στη διαδικασία επιμέλειας, ο πατέρας επικαλέστηκε συμφωνία με τη μητέρα της L, δυνάμει της οποίας το παιδί θα φοιτούσε στον παιδικό σταθμό στην Ελβετία από τον Νοέμβριο του 2017.

77.      Αναλόγως της ημερομηνίας που λαμβάνεται υπόψη, η ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003 θα είχε ή δεν θα είχε εκπνεύσει όταν ο πατέρας της L υπέβαλε την αίτηση επιμέλειας στη Γερμανία (13 Ιουλίου 2018). Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι ισχυρισμοί του πατέρα στη διαδικασία επιμέλειας, οι οποίοι διαφέρουν από τους ισχυρισμούς που προέβαλε στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης του 1980, μπορούν να γίνουν δεκτοί.

78.      Το δεύτερο ζήτημα αφορά την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών (συγκεκριμένα, της ενδεχόμενης συμφωνίας των γονέων σχετικά με την παραμονή του παιδιού στην Πολωνία πέραν ορισμένης ημερομηνίας), βάσει των οποίων καθορίζεται το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία. Κατά τον πατέρα, το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει η μητέρα της L δυνάμει του άρθρου 13 της Σύμβασης της Χάγης του 1980 (41), το οποίο εφαρμόζεται επίσης στο πλαίσιο του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003.

79.      Κατά τη γνώμη μου, οι ως άνω αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου μπορούν να αρθούν αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, λόγω της φύσης και του αντικειμένου τους, οι διαδικασίες επιστροφής και επιμέλειας που αφορούν παιδί που μετακινήθηκε παρανόμως, μολονότι σχετίζονται, είναι αυτοτελείς.

80.      Στον κανονισμό 2201/2003 η σχέση μεταξύ των δύο διαδικασιών εξετάζεται, ειδικότερα, σε δύο διατάξεις: στο άρθρο 11, που αφορά την «επιστροφή του παιδιού», και στο άρθρο 42, που περιλαμβάνεται στο τμήμα με αντικείμενο την «εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν το δικαίωμα επικοινωνίας και την επιστροφή του παιδιού». Καμία από τις δύο ως άνω διατάξεις δεν συνδέει τις διαδικασίες κατά τον τρόπο που υποδηλώνει το αιτούν δικαστήριο.

81.      Όσον αφορά το άρθρο 11 του κανονισμού 2201/2003, το περιεχόμενό του παραπέμπει στην περίπτωση αίτησης (υποβαλλόμενης από πρόσωπο που έχει δικαίωμα επιμέλειας) προς τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους με την οποία ζητείται η έκδοση, βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1980, απόφασης «για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση».

82.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει απλώς και μόνον έναν μηχανισμό επικοινωνίας μεταξύ αρχών, ώστε η αρχή που εξέδωσε απόφαση μη επιστροφής, βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης της Χάγης του 1980, να διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απόφασης στο έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο (ή στην κεντρική αρχή) του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του.

83.      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2201/2003, όταν η επιστροφή παιδιού είναι αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης που διατάσσει την εν λόγω επιστροφή βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, πρέπει να τηρηθούν ορισμένες διαδικασίες και να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου η εν λόγω απόφαση να είναι εκτελεστή κατά τα προβλεπόμενα στο κεφάλαιο III, τμήμα 4, του κανονισμού 2201/2003.

84.      Κανένα στοιχείο στον κανονισμό 2201/2003 δεν υποδηλώνει ότι, για τον σκοπό της κίνησης διαδικασίας γονικής μέριμνας, ο δικαιούχος της επιμέλειας ή το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσφεύγει δεσμεύονται αυστηρά από τα πραγματικά περιστατικά που εξέθεσε ενδεχομένως ο δικαιούχος της επιμέλειας στο πλαίσιο προγενέστερης αίτησης επιστροφής του παιδιού (42).

85.      Ο κανονισμός 2201/2003 δεν επιτάσσει επίσης οι κανόνες περί αποδείξεως των παραγόντων που καθορίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, κατά το άρθρο 10 αυτού, να είναι οι ίδιοι με εκείνους που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της Σύμβασης της Χάγης του 1980 για την έκδοση απόφασης σχετικά με την επιστροφή παιδιού (43).

86.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι απόφαση εκδοθείσα συνεπεία διαδικασίας κατά τη Σύμβαση της Χάγης του 1980 δεν επηρεάζει την ουσία του δικαιώματος επιμέλειας, ούτε, επομένως, την απόφαση που μπορεί να εκδώσει το έχον διεθνή δικαιοδοσία στο ζήτημα αυτό δικαστήριο (44).

87.      Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας επιστροφής, η σχετική αίτηση «πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία δυνάμενα να διακριβωθούν ταχέως και ευχερώς» και αναφέρθηκε, ειδικότερα, στην ημερομηνία από την οποία η μετακίνηση είναι παράνομη ως ένα από τα στοιχεία η απόδειξη των οποίων μπορεί να είναι δυσχερής, ενδεχομένως δε και αδύνατη (45).

88.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, εκτιμώ, τελικώς, ότι:

–      ο κανονισμός 2201/2003 δεν παρέχει στο εθνικό δικαστήριο (το οποίο πρέπει να κρίνει αν έχει, ή όχι, διεθνή δικαιοδοσία για να επιληφθεί αίτησης επιμέλειας παιδιού) κανόνες προκειμένου να διαπιστώσει τον βαθμό στον οποίο δεσμεύεται από παλαιότερους ισχυρισμούς προβληθέντες στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας στην οποία ζητήθηκε η επιστροφή του παιδιού (46),

–      ελλείψει κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το βάρος απόδειξης των περιστάσεων που, κατά το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003, θεμελιώνουν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων συγκεκριμένου κράτους μέλους, οι εν λόγω κανόνες καθορίζονται από την έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς και της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 2201/2003.

V.      Πρόταση

89.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του Oberlandesgericht Frankfurt am Main (εφετείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) ως εξής:

«Το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000,

έχει την έννοια ότι:

Αίτηση, υποβληθείσα στο πλαίσιο της Σύμβασης της Χάγης του 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, με αίτημα την επιστροφή παιδιού σε κράτος το οποίο δεν είναι το κράτος της συνήθους διαμονής του πριν από τη μετακίνηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί “αίτηση επιστροφής” για τους σκοπούς του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003.

Αφ’ ης στιγμής είναι γνωστός (ή πρέπει να είναι γνωστός) ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται το παιδί, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνησή του παύει να υφίσταται, εάν, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003, ο δικαιούχος της επιμέλειας ασκήσει αγωγή επιμέλειας ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων, όχι όμως αίτηση επιστροφής ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει μετακινηθεί.

Οι πραγματικοί ισχυρισμοί που προβλήθηκαν σε διαδικασία επιστροφής παιδιού κινηθείσα βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1980 δεν δεσμεύουν κατ’ ανάγκην το δικαιοδοτικό όργανο που πρέπει να κρίνει αν το δικαστήριο κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία σε μεταγενέστερη διαδικασία επιμέλειας.

Ο κανόνας περί του βάρους αποδείξεως που προβλέπεται στο άρθρο 13 της Σύμβασης της Χάγης του 1980 δεν εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά που προβάλλονται για να θεμελιώσουν τη διεθνή δικαιοδοσία σε αίτηση επιμέλειας.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


i      Η ονομασία της παρούσας υπόθεσης είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.


2      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1). Ο κανονισμός 2201/2003 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2019, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών (ΕΕ 2019, L 178, σ. 1), ο οποίος δεν εφαρμόζεται ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση.


3      Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Povse (C‑211/10 PPU, στο εξής: απόφαση Povse, EU:C:2010:400, σκέψη 43).


4      Αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2023, TT (Παράνομη μετακίνηση του παιδιού) (C‑87/22, στο εξής: απόφαση TT, EU:C:2023:571), της 24ης Μαρτίου 2021, MCP (C‑603/20 PPU, στο εξής: απόφαση MCP, EU:C:2021:231), της 17ης Οκτωβρίου 2018, UD (C‑393/18 PPU, EU:C:2018:835), και διάταξη της 10ης Απριλίου 2018, CV (C‑85/18 PPU, EU:C:2018:220).


5      Σύμβαση για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1980). Βλ., προσφάτως, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Rzecznik Praw Dziecka και Prokurator Generalny (Αναστολή εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής) (C‑638/22 PPU, EU:C:2023:103). Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζουν οι αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829), της 8ης Ιουνίου 2017, OL (C‑111/17 PPU, στο εξής: απόφαση OL, EU:C:2017:436), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, C. E. και N. E. (C‑325/18 PPU και C‑375/18 PPU, EU:C:2018:739).


6      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 9 Μαΐου 2019, στην οποία η μητέρα δεν παρέστη μολονότι κλήθηκε νομίμως προς τούτο, ο πατέρας ισχυρίστηκε ότι οι γονείς είχαν συμφωνήσει, σε τηλεφωνική συνομιλία στις 29 Ιανουαρίου 2016, ότι η L θα παρέμενε στην Πολωνία για μέγιστο διάστημα δύο έως τριών ετών και ότι, εν πάση περιπτώσει, θα φοιτούσε εν συνεχεία σε νηπιαγωγείο στην Ελβετία.


7      Εκκινώ από την παραδοχή ότι ο πατέρας της L είχε το δικαίωμα επιμέλειας και ότι η μετακίνηση, στην οποία συγκατατέθηκε αρχικώς, μετατράπηκε εν συνεχεία σε παράνομη μετακίνηση. Εάν η μετακίνηση δεν είναι παράνομη, το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003 απλώς δεν εφαρμόζεται. Δεν είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση πληρούται στην υπό κρίση υπόθεση, τούτο ωστόσο είναι ένα στοιχείο το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


8      Αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 2201/2003. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις TT (σκέψη 33), και της 27ης Απριλίου 2023, CM (Δικαίωμα επικοινωνίας τέκνου που μετοίκησε) (C‑372/22, EU:C:2023:364, σκέψεις 21 και 22). Σχετικά με τη σημασία της φυσικής παρουσίας του παιδιού για τη διαπίστωση της συνήθους διαμονής του και την εγγενή σχέση της με το κριτήριο της γεωγραφικής εγγύτητας, βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2018, UD (C‑393/18 PPU, EU:C:2018:835).


9      Θα εξασφάλιζε τουλάχιστον ένα δικονομικό και, ενδεχομένως, ένα ουσιαστικό πλεονέκτημα: με την παράνομη πράξη του, ο απαγωγέας γονέας θα δημιουργούσε τον σύνδεσμο που δικαιολογεί την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας σε δικαστήριο ενδεχομένως ευνοϊκότερο προς τα συμφέροντά του (επί της ουσίας της υποθέσεως).


10      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση TT (σκέψη 36).


11      Ενέργειες σχετικές με την επιστροφή ή τη γονική μέριμνα: σημεία i έως iii. Στο σημείο iv προβλέπεται η μεταβίβαση της διεθνούς δικαιοδοσίας ως αποτέλεσμα απόφασης για επιμέλεια, όταν συντρέχουν επιπλέον οι κοινές περιστάσεις του στοιχείου βʹ.


12      Το παιδί έχει διαμείνει στο κράτος μέλος προορισμού επί τουλάχιστον ένα έτος από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο δικαιούχος της επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί. Στο άρθρο 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 η ένταξη του παιδιού στο νέο κράτος μνημονεύεται ως προϋπόθεση διακριτή από την απόκτηση της συνήθους διαμονής του σε αυτό.


13      Απόφαση MCP (σκέψη 54).


14      Αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 2201/2003 και γνωμοδότηση 1/13 του Δικαστηρίου (Προσχώρηση τρίτων κρατών στη Σύμβαση της Χάγης), της 14ης Οκτωβρίου 2014 (EU:C:2014:2303, σκέψη 85). Η σχέση μεταξύ των δύο πράξεων είναι σαφής όσον αφορά το άρθρο 11 του κανονισμού 2201/2003: με την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Rzecznik Praw Dziecka και Prokurator Generalny (Αναστολή εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής) (C‑638/22 PPU, EU:C:2023:103, σκέψη 62), το Δικαστήριο χαρακτήρισε την εν λόγω διάταξη και τα άρθρα 8 έως 11 της Σύμβασης της Χάγης του 1980 ως «αδιαίρετο σύνολο κανόνων δικαίου», όπως είχε πράξει με τη γνωμοδότηση 1/13 (σκέψη 78). Ο σύνδεσμος δεν είναι εξίσου στενός όσον αφορά το άρθρο 10: συγκεκριμένα, μολονότι διασφαλίζεται η συνοχή μεταξύ των πράξεων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 10 περιλαμβάνει αιτήσεις επιστροφής οι οποίες δεν εμπίπτουν στη Σύμβαση της Χάγης του 1980, όμως δεν λαμβάνει υπόψη ορισμένες αιτήσεις επιστροφής οι οποίες καλύπτονται από την εν λόγω Σύμβαση.


15      Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών, η οποία συνήφθη στη Χάγη στις 19 Οκτωβρίου 1996 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1996). Το άρθρο της 7, λειτουργικό ισοδύναμο του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003, κατισχύει του άρθρου 16 της Σύμβασης της Χάγης του 1980: βλ. επεξηγηματική έκθεση του Paul Lagarde, η οποία δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά και έγγραφα της Δέκατης Όγδοης συνόδου της Συνδιάσκεψης της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (1996), τόμος II, σ. 532 επ., σημείο 40 (στο εξής: έκθεση Lagarde). Στην ισπανική γλώσσα, ο κανονισμός 2201/2003 χρησιμοποιεί τον όρο «restitución», μολονότι στις δύο Συμβάσεις της Χάγης χρησιμοποιείται ο όρος «retorno». Στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα (γλώσσες των δύο αυθεντικών κειμένων των Συμβάσεων), και οι τρεις πράξεις χρησιμοποιούν τους όρους «retour» και «return», αντιστοίχως. Κατ’ αρχήν, η έννοια είναι ίδια για τις τρεις πράξεις: βλ., εντούτοις, προηγούμενη υποσημείωση.


16      Ως τέτοια θεωρώ την αίτηση της οποίας μοναδικός σκοπός είναι η επιστροφή του παιδιού στο κράτος προέλευσης το συντομότερο δυνατόν, χωρίς να αποσαφηνιστούν ζητήματα ουσίας τα οποία άπτονται της γονικής μέριμνας.


17      Τα αυθεντικά κείμενα του προοιμίου της Σύμβασης της Χάγης του 1980 κάνουν λόγο για την επιστροφή του παιδιού ή των παιδιών «dans l’État de sa residence habituelle» και «to the State of their habitual residence». Αντιθέτως, η διευκρίνιση αυτή δεν περιέχεται στο άρθρο 1.


18      Στηριζόμενο στο γράμμα του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση MCP (σκέψεις 39 και 40), ότι «τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η διάταξη αυτή για την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση απαγωγής παιδιού αφορούν κατάσταση η οποία περιορίζεται στο έδαφος των κρατών μελών». Διευκρίνισε επίσης ότι «το ίδιο αυτό άρθρο διέπει μόνον τη διεθνή δικαιοδοσία στις περιπτώσεις απαγωγής παιδιού μεταξύ των κρατών μελών». Στην υπόθεση εκείνη τέθηκε ζήτημα ερμηνείας της διάταξης όταν το παιδί, κατόπιν παράνομης μετακίνησης σε τρίτο κράτος, είχε αποκτήσει σε αυτό τη συνήθη διαμονή του. Λόγω των διαφορών μεταξύ των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση και των επίμαχων πραγματικών περιστατικών στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία ζητείται η επιστροφή του παιδιού στην Ελβετία, πλην όμως η παράνομη μετακίνηση πραγματοποιήθηκε από τη Γερμανία στην Πολωνία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ως άνω παρατηρήσεις (και, ως εκ τούτου, το ίδιο το στηριζόμενο στη γραμματική ερμηνεία επιχείρημα) αίρουν αφ’ εαυτών τις αμφιβολίες στην υπό κρίση υπόθεση.


19      Απόφαση Povse (σκέψη 45). Στη συγκεκριμένη απόφαση επρόκειτο για το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2201/2003 και για την έννοια της «απόφασης για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού». Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω έννοια αφορά μόνον «οριστική απόφαση».


20      Αντιλαμβάνομαι ότι οι υποστηρικτές της άποψης αυτής τη στηρίζουν, όπως έπραξε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στη διάταξη της 10ης Απριλίου 2018, CV (C‑85/18 PPU, EU:C:2018:220, σκέψη 51). Με αυτήν, το Δικαστήριο επέκτεινε την κρίση του με την απόφαση Povse σχετικά με το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003 στο στοιχείο αʹ και στα λοιπά σημεία του στοιχείου βʹ της εν λόγω διάταξης.


21      Απόφαση MCP (σκέψη 47).


22      Και, επιπλέον, παρά τον προσωρινό χαρακτήρα της κατάστασης του παρανόμως μετακινηθέντος παιδιού, τον οποίο μνημονεύω στην υποσημείωση 28.


23      Η αυξημένη καταλληλότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους της νέας συνήθους διαμονής του παιδιού δεν φαίνεται να αμφισβητείται ούτε σε τέτοιες περιπτώσεις: βλ. απόφαση MCP (σκέψη 60). Τα δικαστήρια αυτά είναι επίσης συνήθως καταλληλότερα για να εκδικάσουν τη διαφορά κατά την έννοια του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003: απόφαση TT (σκέψη 44).


24      Απόφαση MCP (σκέψη 59). Για τον λόγο αυτόν (μεταξύ άλλων), στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο δεν δέχθηκε να επεκτείνει τη διεθνή δικαιοδοσία που προκύπτει από το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003 χωρίς χρονικό περιορισμό, όταν ο προορισμός της παράνομης μετακίνησης ήταν τρίτο κράτος στο οποίο το παιδί είχε αποκτήσει τη συνήθη διαμονή του.


25      Επισημαίνω επιπλέον ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2201/2003, σημασία έχει η υποβολή της αίτησης, όχι η έκβασή της. Η διεθνής δικαιοδοσία δεν παύει να υφίσταται αυτομάτως, εάν η απόφαση επί της αιτήσεως επιστροφής είναι απορριπτική: στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο στοιχείο βʹ, σημείο iii.


26      Άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημεία i και ii.


27      Άρθρο 10, στοιχείο βʹ, σημείο iii, του κανονισμού 2201/2003. Το συγκεκριμένο σημείο περιορίζεται στην περίπτωση στην οποία η επιστροφή ζητείται, και απορρίπτεται, στο πλαίσιο της Σύμβασης της Χάγης του 1980. Μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης, τούτο είναι το κοινό καθεστώς των αιτήσεων επιστροφής παιδιών, το οποίο δεν αποκλείει άλλα καθεστώτα, εφόσον διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την επιστροφή. Θα ήταν εύλογο ο κανόνας του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, σημείο iii, να επεκταθεί επίσης στα συγκεκριμένα καθεστώτα.


28      Η κατάσταση είναι προσωρινή από δικονομικής απόψεως, κατά τη βούληση του ίδιου του νομοθέτη, καθώς και από πραγματικής απόψεως, μολονότι το παιδί έχει συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος στο οποίο μετακινήθηκε παρανόμως. Κατά την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης διατηρείται εάν, μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος ενός έτους από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο δικαιούχος της επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται το παιδί, το παιδί δεν έχει ενταχθεί ακόμη στο νέο περιβάλλον του, μολονότι απέκτησε σε αυτό συνήθη διαμονή. Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, της Σύμβασης της Χάγης του 1980, εάν κατά την κίνηση της διαδικασίας επιστροφής δεν έχει παρέλθει ένα έτος από την απαγωγή του ανηλίκου, οι αρχές του κράτους προορισμού οφείλουν να διατάξουν την επιστροφή του. Στην επεξηγηματική έκθεση της Elisa Pérez Vera, που συνοδεύει την εν λόγω Σύμβαση, η οποία δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά και έγγραφα της Δέκατης Όγδοης συνόδου της Συνδιάσκεψης της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (1980), τόμος III, σ. 426 επ., σημείο 107 (στο εξής: έκθεση Pérez Vera), εκτίθεται ότι η θέσπιση της εν λόγω προθεσμίας αποτελεί προσπάθεια να αποτυπωθεί σε αντικειμενικό κανόνα το κριτήριο της «προσαρμογής του παιδιού». Εντούτοις, στο άρθρο 12, δεύτερο εδάφιο, της Σύμβασης της Χάγης του 1980, ορίζεται ότι η επιστροφή του παιδιού διατάσσεται υποχρεωτικώς, ακόμη και αν ζητηθεί εκπρόθεσμα, εάν δεν αποδεικνύεται η προσαρμογή του παιδιού στο νέο περιβάλλον του.


29      Η θεσπισθείσα ρύθμιση λαμβάνει υπόψη μια συνήθη πραγματική κατάσταση, στην οποία τα βασικά στοιχεία, λόγω των οποίων το κράτος προηγούμενης διαμονής του παιδιού χαρακτηρίστηκε ως το «περιβάλλον» του, διατηρούνται ακόμη στο εν λόγω κράτος. Αντιθέτως, στο σημείο 110 της έκθεσης Pérez Vera εκτίθεται μια μη συνήθης κατάσταση, στην οποία το περιβάλλον του παιδιού είναι «κυρίως οικογενειακό», ο δε αιτών την επιστροφή δεν ζει πλέον στο κράτος συνήθους διαμονής του παιδιού προ της μετακίνησης. Λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσχερειών που θα συνεπαγόταν η επιστροφή του παιδιού στο συγκεκριμένο κράτος, προτείνεται η Σύμβαση της Χάγης του 1980 να επιτρέπει την παράδοση του παιδιού σε διαφορετικό κράτος. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος του πατέρα της L παρέπεμψε στο συγκεκριμένο σημείο της έκθεσης Pérez Vera προς στήριξη ερμηνείας του κανονισμού 2201/2003 διαφορετικής από αυτήν που προτείνω. Εντούτοις, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης αντιστοιχούν στην κατάσταση που εκτίθεται στην έκθεση Pérez Vera, δεν διαφαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε υπόψη τη μη συνήθη αυτή περίπτωση και τις συνέπειές της όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία.


30      Υπενθυμίζω ότι σκοπός του κανονισμού 2201/2003 είναι η αποτροπή της απαγωγής παιδιών μεταξύ κρατών μελών. Σε περίπτωση απαγωγής, εντούτοις, σκοπός είναι «η άμεση επιστροφή του τέκνου»: απόφαση Povse (σκέψη 43). Η επιστροφή είναι τόσο σημαντική ώστε, κατά το πνεύμα της Σύμβασης της Χάγης του 1980, η αίτηση επιμέλειας πρέπει να υποβάλλεται μετά την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως επιστροφής. Η Σύμβαση της Χάγης του 1996 εφαρμόζει την ίδια συλλογιστική, μολονότι είναι κάπως πιο ευέλικτη. Βλ. υποσημείωση 31 κατωτέρω.


31      Με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980 επιχειρείται μάλιστα η υποβολή αίτησης επιμέλειας να εξαρτάται από την προϋπόθεση της υποβολής αίτησης επιστροφής: βλ. άρθρο 34 και έκθεση Pérez Vera (σημείο 40). Ο προβληματισμός ενυπάρχει επίσης στη Σύμβαση της Χάγης του 1996, η οποία δέχεται πιο ευέλικτη λύση μόνον κατ’ εξαίρεση: έκθεση Lagarde (σημείο 168).


32      Επομένως, μεταξύ κρατών μελών, ο κανονισμός 2201/2003 διευκολύνει την αναγνώριση της απόφασης για την επιμέλεια, μετριάζοντας τον προβληματισμό όσον αφορά τον παράγοντα του χρόνου, ο οποίος υπήρξε καθοριστικής σημασίας σε άλλες περιπτώσεις: βλ. υποσημείωση 31 των παρουσών προτάσεων. Εντούτοις, ο σχεδιασμός και η διάρκεια της διαδικασίας επιμέλειας επαφίενται στα κράτη μέλη και, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, δεν υφίσταται διάταξη η οποία να τάσσει προθεσμία για την έκδοση απόφασης. Υπενθυμίζω ότι η πρόταση κανονισμού της Επιτροπής περιείχε τέτοια διάταξη: βλ. COM(2002) 222 final, άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο ii.


33      Στο πλαίσιο αυτό, το σημείο iv χαρακτηρίζεται από κάποιον βαθμό αυτοτέλειας. Αφορά αποφάσεις για επιμέλεια που δεν συνεπάγονται την επιστροφή του παιδιού, οι οποίες εκδόθηκαν στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του προ της μετακίνησής του. Φαίνεται ότι κάθε απόφαση για επιμέλεια λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του συγκεκριμένου σημείου: κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει ότι πρόκειται περί απόφασης επακόλουθης της ενέργειας που μνημονεύεται στο σημείο iii.


34      Ο κανονισμός 2201/2003 δεν εξετάζει την περίπτωση καταφατικής απάντησης.


35      Η επιστροφή πρέπει να ζητηθεί κατεπειγόντως και πριν από το χρονικό αυτό σημείο, ς, αλλά η ουσιαστική πραγματοποίηση της επιστροφής δεν είναι δυνατή και, επομένως, δεν φαίνεται εύλογο να απαιτείται το συγκεκριμένο βήμα ως προϋπόθεση για τη διατήρηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού. Ανακύπτουν επιπλέον πρόδηλα πρακτικά ζητήματα, όπως ο προσδιορισμός των αρχών που είναι αρμόδιες να διατάξουν την επιστροφή, μολονότι προβλέπεται η διαβίβαση της αίτησης: βλ. άρθρο 9 της Σύμβασης της Χάγης του 1980.


36      Το Δικαστήριο δεν έχει επικρίνει τις περιπτώσεις στις οποίες οι διαδικασίες κινήθηκαν παραλλήλως: βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση TT (σκέψεις 19 και 20).


37      Εφόσον πληρούνται, επιπλέον, οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003.


38      Χρησιμοποιώ τον συγκεκριμένο όρο, μολονότι, λαμβανομένης υπόψη της έκθεσης των πραγματικών περιστατικών, θεωρώ αμφισβητήσιμο το αν η εν λόγω αίτηση είναι καθαυτό αίτηση επιστροφής και όχι αίτηση μετεγκατάστασης του παιδιού, υποβαλλόμενης κατά τη διαδικασία της Σύμβασης της Χάγης του 1980.


39      Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής (σημείο 43).


40      Καθότι κινήθηκε μεταξύ δύο κρατών μελών η προβλεπόμενη στη Σύμβαση της Χάγης του 1980 διαδικασία.


41      Πρόκειται για το πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, κατά το οποίο «[…], η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει: α) ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο […] είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων».


42      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εκπρόσωποι της Γερμανικής Κυβέρνησης και του πατέρα της L εξέθεσαν ότι, κατά το εγχώριο δίκαιο, σε οικογενειακές διαφορές, ο δικαστής προβαίνει αυτεπαγγέλτως στις αναγκαίες έρευνες για τη διαπίστωση των κρίσιμων για την απόφαση πραγματικών περιστατικών. Επομένως, δεν θα μπορούσε να «αποκλειστεί ενδεχόμενη νέα έκθεση των πραγματικών περιστατικών από τον πατέρα» σε διαδικασία (επιμέλειας) σε σχέση με άλλη διαδικασία (επιστροφής), όπως φαίνεται να υπαινίσσεται το αιτούν δικαστήριο.


43      Ούτε, ομολογουμένως, κάποιοι άλλοι. Ο κανονισμός 2201/2003 επιτάσσει μόνον την εξακρίβωση της διεθνούς δικαιοδοσίας και, ενδεχομένως, την αυτεπάγγελτη διαπίστωση της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας: βλ. άρθρο 17.


44      Αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829, σκέψεις 62 επ.), και OL (σκέψη 65).


45      Απόφαση OL (σκέψη 58).


46      Σε υπόθεση στην οποία πρέπει να κατισχύει το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού, οι ισχυρισμοί γονέα σχετικά με το χρονικό σημείο κατά το οποίο η μετακίνηση ήταν, ή κατέστη, παράνομη (ως περίσταση ισοδύναμη, ενδεχομένως, με τη γνώση του τόπου στον οποίο ευρίσκεται το παιδί) δεν θα πρέπει να δεσμεύουν το δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει το άρθρο 10 του κανονισμού 2201/2003. Υπ’ αυτήν την έννοια, η κρίσιμη ημερομηνία πρέπει να είναι η ημερομηνία από την οποία, λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων, δεν χωρεί αντικειμενικώς οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία σχετικά με το γεγονός ότι το παιδί δεν πρόκειται να επιστραφεί στο κράτος μέλος προέλευσης.