Language of document : ECLI:EU:C:2024:139

Υπόθεση C715/20

K.L.

κατά

X sp. z o.o.

(αίτηση του Sąd Rejonowy dla Krakowa – Nowej Huty w Krakowie
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Φεβρουαρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Διαφορετική μεταχείριση σε περίπτωση απόλυσης – Καταγγελία σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου – Μη ύπαρξη υποχρέωσης αιτιολόγησης της καταγγελίας – Δικαστικός έλεγχος – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

1.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Συνθήκες απασχόλησης – Έννοια – Καθεστώς καταγγελίας σύμβασης εργασίας σε περίπτωση απόλυσης – Εμπίπτει

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

(βλ. σκέψεις 35-40)

2.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη να αναφέρει τους λόγους καταγγελίας μιας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά όχι μιας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου – Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

(βλ. σκέψεις 51-56, 63-67, 82 και διατακτ.)

3.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου – Άμεσο αποτέλεσμα – Δυνατότητα επίκλησης της εν λόγω απαγόρευσης στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτών – Δεν υφίσταται

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

(βλ. σκέψεις 75, 76)

4.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου – Σχέση με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Δυνατότητα επίκλησης του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Ένδικες διαφορές μεταξύ δύο ιδιωτών – Υποχρεώσεις και εξουσίες του εθνικού δικαστή – Σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής ρύθμισης – Υποχρέωση να αφήνεται ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη η οποία αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο 47

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47, 51 § 1 και 52 § 1· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

(βλ. σκέψεις 77-82 και διατακτ.)

Σύνοψη

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, αποφαινόμενο στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, διευκρινίζει το περιεχόμενο της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης αιτιολόγησης της καταγγελίας σύμβασης εργασίας, καθώς και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων σε περίπτωση παραβίασης της εν λόγω αρχής στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.

Ο K.L., εργαζόμενος, και η X sp. z o.o., εταιρία πολωνικού δικαίου, συνήψαν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με καθεστώς μερικής απασχόλησης για την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2019 έως τις 31 Ιουλίου 2022. Στις 15 Ιουλίου 2020 η X κοινοποίησε στον K.L. δήλωση καταγγελίας της ως άνω σύμβασης εργασίας με προειδοποίηση, χωρίς να αναφέρει τους λόγους της καταγγελίας. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 4, του πολωνικού εργατικού κώδικα (1), ο εργοδότης υποχρεούται να αναφέρει τον λόγο μόνο σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης αορίστου χρόνου με προειδοποίηση (2).

Ο K.L. άσκησε ενώπιον του Sąd Rejonowy dla Krakowa – Nowej Huty w Krakowie (πρωτοδικείου Κρακοβίας – Nowa Huta, Κρακοβία, Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, αγωγή αποζημιώσεως λόγω του παράνομου χαρακτήρα της απόλυσής του. Ειδικότερα, προέβαλε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, την οποία καθιερώνει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου (3).

Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, μολονότι το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο, Πολωνία) είχε ήδη κρίνει ότι το άρθρο 30, παράγραφος 4, του εργατικού κώδικα συμβιβάζεται με τις συνταγματικές αρχές του δημοκρατικού κράτους δικαίου και της ισότητας ενώπιον του νόμου, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εν λόγω εθνικής διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, το τελευταίο αυτό δικαστήριο δεν μπορούσε να μην εφαρμόσει την επίμαχη διάταξη, για τον λόγο ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

Σε αυτό το πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης και αν είναι δυνατή η επίκληση της ρήτρας αυτής στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Αφού διευκρίνισε ότι το επίμαχο καθεστώς καταγγελίας σύμβασης εργασίας εμπίπτει στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης», κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία αφορά την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αν το καθεστώς αυτό εισάγει διαφορετική μεταχείριση η οποία συνίσταται σε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου που τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, προτού εκτιμήσει αν, σε τέτοια περίπτωση, η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί από «αντικειμενικούς λόγους».

Πρώτον, όσον αφορά τη συγκρισιμότητα των υπό κρίση καταστάσεων, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία, κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου (4), λαμβάνοντας υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι συνθήκες απασχόλησης.

Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, η ύπαρξη λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου απορρέει από το γεγονός ότι στους τελευταίους δεν εφαρμόζεται ο επίμαχος περιορισμός όσον αφορά την ενημέρωση σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν την απόλυση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, κατόπιν αγωγής την οποία ασκεί εργαζόμενος ορισμένου χρόνου κατά της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, εξασφαλίζεται ο δικαστικός έλεγχος του βασίμου των λόγων της καταγγελίας της σύμβασης αυτής και διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία του ενδιαφερομένου, ο εν λόγω εργαζόμενος δεν διαθέτει εξαρχής πληροφορίες που ενδέχεται να είναι καθοριστικές για την επιλογή του να ασκήσει ή να μην ασκήσει τέτοια αγωγή.

Τρίτον, όσον αφορά την ύπαρξη «αντικειμενικών λόγων», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η Πολωνική Κυβέρνηση επικαλείται, στηριζόμενη στην προαναφερθείσα απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, την επιδίωξη μιας πολιτικής πλήρους απασχόλησης, η οποία απαιτεί μεγάλο βαθμό ευελιξίας στην αγορά εργασίας, και υποστηρίζει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συμβάλλει στην ευελιξία αυτή.

Κατά το Δικαστήριο, όμως, τα ανωτέρω στοιχεία προσομοιάζουν μάλλον με κριτήριο το οποίο, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, αναφέρεται αποκλειστικά στην ίδια τη διάρκεια της απασχόλησης και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί βάσει των στοιχείων αυτών ότι η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση εξυπηρετεί πραγματική ανάγκη. Επίσης, η εν λόγω μεταχείριση δεν είναι αναγκαία υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επικαλείται η Πολωνική Κυβέρνηση. Πράγματι, ο υπό εξέταση όρος απασχόλησης δεν αφορά την ίδια τη δυνατότητα του εργοδότη να καταγγείλει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με προειδοποίηση, αλλά την έγγραφη γνωστοποίηση στον εργαζόμενο του ή των λόγων που δικαιολογούν την απόλυσή του. Επομένως, ακόμη και αν οι εργοδότες ήταν υποχρεωμένοι να αναφέρουν τους λόγους της πρόωρης καταγγελίας σύμβασης ορισμένου χρόνου, δεν θα στερούνταν, εκ του γεγονότος αυτού, την ευελιξία που είναι σύμφυτη με τη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης εργασίας.

Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν το άρθρο 30, παράγραφος 4, του εργατικού κώδικα μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου. Εάν τούτο δεν είναι δυνατό, το εν λόγω δικαστήριο δεν υποχρεούται καταρχήν, βάσει του δικαίου της Ένωσης και μόνον, να αφήσει ανεφάρμοστη τη διάταξη του εσωτερικού του δικαίου που είναι αντίθετη προς τη ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, η οποία στερείται άμεσου αποτελέσματος σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

Πάντως, όταν ένα κράτος μέλος θεσπίζει ρύθμιση η οποία διευκρινίζει και συγκεκριμενοποιεί τις συνθήκες απασχόλησης που διέπονται ιδίως από τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης (5) και οφείλει επομένως να διασφαλίζει τον σεβασμό, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τελευταία αυτή διάταξη, όμως, έχει άμεσο αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η διαφορετική μεταχείριση την οποία καθιερώνει η επίμαχη εθνική διάταξη θίγει το ανωτέρω δικαίωμα, δεδομένου ότι ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου στερείται τη δυνατότητα –την οποία διαθέτει εντούτοις ο εργαζόμενος αορίστου χρόνου– να εκτιμήσει εκ των προτέρων αν είναι σκόπιμο να προσφύγει δικαστικώς κατά της απόφασης περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και, κατά περίπτωση, να ασκήσει αγωγή με την οποία να προσβάλλει επακριβώς τους λόγους της καταγγελίας αυτής.

Ως εκ τούτου, σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, όταν αδυνατεί να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη.


1      Ustawa – Kodeks pracy (νόμος περί θεσπίσεως εργατικού κώδικα), της 26ης Ιουνίου 1974 (Dz. U. αριθ. 24, θέση 141), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (Dz. U. του 2020, θέση 1320, όπως έχει τροποποιηθεί) (στο εξής: εργατικός κώδικας).


2      Ή σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας χωρίς προειδοποίηση, ανεξάρτητα από το αν η σύμβαση είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου.


3      Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43, στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο).


4      Βλ. ρήτρα 3, σημείο 2, και ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.


5      Κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.