Language of document : ECLI:EU:C:2024:143

Υπόθεση C491/21

WA

κατά

Direcţia pentru Evidenţa Persoanelor şi Administrarea Bazelor de Date din Ministerul Afacerilor Interne

(αίτηση του Înalta Curte de Casație și Justiție για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Φεβρουαρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών – Άρθρο 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 4 – Χορήγηση δελτίου ταυτότητας – Προϋπόθεση να κατοικεί ο αιτών στο κράτος μέλος εκδόσεως του εγγράφου – Άρνηση των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους να χορηγήσουν δελτίο ταυτότητας σε υπήκοό του, κάτοικο άλλου κράτους μέλους – Ίση μεταχείριση – Περιορισμοί – Δικαιολόγηση»

Ιθαγένεια της Ένωσης – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών – Χορήγηση δελτίου ταυτότητας με ισχύ ταξιδιωτικού εγγράφου εντός της Ένωσης – Πολίτης της Ένωσης ο οποίος έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής – Άρνηση των αρχών του κράτους μέλους καταγωγής του να τού χορηγήσουν δελτίο ταυτότητας με ισχύ ταξιδιωτικού εγγράφου λόγω του ότι έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 21 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 45 § 1· οδηγία 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 και άρθρο 4 § 3)

(βλ. σκέψεις 25-27, 33, 34, 36-44, 46-53, 58-61 και διατακτ.)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο, αποφαινόμενο στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, κρίνει ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και αποσαφηνίζεται, ως προς τους όρους που διέπουν την άσκησή του, με την οδηγία 2004/38 (1), αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας δεν χορηγείται δελτίο ταυτότητας με ισχύ ταξιδιωτικού εγγράφου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπήκοο του εν λόγω κράτους μέλους, ο οποίος έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, για τον λόγο και μόνον ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης είναι Ρουμάνος υπήκοος, ο οποίος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα ως δικηγόρος τόσο στη Γαλλία όσο και στη Ρουμανία και ο οποίος από το 2014 είναι κάτοικος Γαλλίας. Οι ρουμανικές αρχές τού χορήγησαν απλό ηλεκτρονικό διαβατήριο, το οποίο αποτελεί ταξιδιωτικό έγγραφο που του παρέχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει στην αλλοδαπή και στο οποίο αναγραφόταν ότι κατοικεί στη Γαλλία, καθώς και προσωρινό δελτίο ταυτότητας. Το προσωρινό δελτίο ταυτότητας χορηγείται στους Ρουμάνους υπηκόους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και διαμένουν προσωρινά στη Ρουμανία και ανανεώνεται κάθε χρόνο. Δεν αποτελεί ταξιδιωτικό έγγραφο.

Τον Σεπτέμβριο του 2017 ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ζήτησε να του χορηγηθεί απλό ή ηλεκτρονικό δελτίο ταυτότητας, το οποίο αποτελεί ταξιδιωτικό έγγραφο που θα του παρείχε τη δυνατότητα να μεταβαίνει στη Γαλλία. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε κατά βάση για τον λόγο ότι ο αιτών είχε την κατοικία του στην αλλοδαπή.

Κατόπιν τούτου, τον Δεκέμβριο του 2017 ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε ένδικη διοικητική προσφυγή ενώπιον του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) ζητώντας από το δικαστήριο αυτό να υποχρεώσει την αρμόδια αρχή να του χορηγήσει το ζητηθέν έγγραφο. Με απόφαση εκδοθείσα τον Μάρτιο του 2018, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, με την αιτιολογία ότι η ρουμανική νομοθεσία δεν προβλέπει τη χορήγηση τέτοιου δελτίου ταυτότητας σε περίπτωση που ο αιτών κατοικεί στην αλλοδαπή, όπερ δεν αντιβαίνει, άλλωστε, στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά μείζονα δε λόγο, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι ο αναιρεσείων της κύριας δίκης δεν είχε υποστεί δυσμενή διάκριση, δεδομένου ότι οι ρουμανικές αρχές του χορήγησαν απλό ηλεκτρονικό διαβατήριο.

Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής, το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με το κατά πόσον είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης η άρνηση χορήγησης του εν λόγω δελτίου ταυτότητας με ισχύ ταξιδιωτικού εγγράφου εντός της Ένωσης στον αναιρεσείοντα της κύριας δίκης, για τον λόγο ότι αυτός έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ρουμανική νομοθεσία περί χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των Ρουμάνων πολιτών που κατοικούν στη Ρουμανία και των Ρουμάνων πολιτών που είναι κάτοικοι αλλοδαπής. Οι μεν πρώτοι μπορούν να ζητήσουν να τους χορηγηθούν ένα ή και δύο ταξιδιωτικά έγγραφα που τους παρέχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν εντός της Ένωσης, ήτοι ένα δελτίο ταυτότητας και/ή ένα διαβατήριο, ενώ οι δεύτεροι δεν μπορούν να ζητήσουν να τους χορηγηθεί παρά μόνο διαβατήριο ως ταξιδιωτικό έγγραφο.

Εξετάζοντας τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης μιας διαφορετικής μεταχείρισης τέτοιας φύσεως, το Δικαστήριο, πρώτον, σημειώνει, αφενός, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 (2) αφήνει στα κράτη μέλη την επιλογή του είδους του ταξιδιωτικού εγγράφου, δηλαδή δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, το οποίο υποχρεούνται να χορηγούν στους υπηκόους τους. Αφετέρου, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ωστόσο ότι η οδηγία 2004/38 αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ασκήσεως του θεμελιώδους και ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συνακόλουθα, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους στον τομέα της χορήγησης δελτίων ταυτότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφός τους, όπως αυτή προβλέπεται στην τελευταία ως άνω διάταξη.

Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, καθ’ ο μέτρο επιβάλλει στους Ρουμάνους υπηκόους που διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη και επιθυμούν να λάβουν τόσο διαβατήριο όσο και δελτίο ταυτότητας να έχουν την κατοικία τους στη Ρουμανία, οδηγεί σε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των συγκεκριμένων υπηκόων και τους περιάγει σε δυσμενή θέση απλώς και μόνον επειδή άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Επιπλέον, εκκινώντας από την αρχή ότι οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης δεν θα μπορούσαν να αναπτύξουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπήρχε το ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους μέλους από τη χρήση τους εξαιτίας κωλυμάτων οφειλόμενων στη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του η οποία τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία μπορεί να αποτρέψει τους Ρουμάνους υπηκόους που βρίσκονται σε κατάσταση όπως αυτή του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης να ασκήσουν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός της Ένωσης. Πράγματι, οι Ρουμάνοι πολίτες που ευρίσκονται σε αυτή τη θέση πρέπει να υποστούν βαρύτερο διοικητικό φόρτο σε σχέση με τους Ρουμάνους πολίτες που κατοικούν στη Ρουμανία όσον αφορά τη διαδικασία έκδοσης δελτίων ταυτότητας και/ή διαβατηρίων. Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής που προβλέπεται στις διατάξεις τόσο του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσο και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Χάρτη, εκ των οποίων η τελευταία διάταξη απηχεί την προηγούμενη.

Τρίτον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένας περιορισμός αυτού του είδους μπορεί να δικαιολογηθεί από πλευράς δικαίου της Ένωσης μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις γενικού συμφέροντος, ανεξάρτητες της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων, και εφόσον είναι ανάλογος προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό όταν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού αυτού και, παράλληλα, δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του. Συναφώς, η Ρουμανική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία δικαιολογείται από ορισμένους λόγους διοικητικής φύσεως, οι οποίοι αφορούν κυρίως την ανάγκη να προσδοθεί αποδεικτική αξία στην αναγραφόμενη στο δελτίο ταυτότητας διεύθυνση κατοικίας και την αποτελεσματικότητα της ταυτοποίησης και της εξακρίβωσης της διεύθυνσης αυτής από την αρμόδια εθνική διοικητική αρχή. Εξετάζοντας τα διάφορα αυτά επιχειρήματα, το Δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι η Ρουμανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε τη σχέση μεταξύ της αναγραφής της διεύθυνσης στο δελτίο ταυτότητας και της υποχρέωσης της διοίκησης να αρνηθεί τη χορήγηση δελτίου ταυτότητας στους Ρουμάνους υπηκόους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος. Αφετέρου, υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, οι λόγοι διοικητικής φύσεως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την εκ μέρους κράτους μέλους παρέκκλιση από τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, από κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ρουμανική Κυβέρνηση δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση στηρίζεται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις γενικού συμφέροντος. Επομένως, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής εντός της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Χάρτη, έναντι των Ρουμάνων υπηκόων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος.


1      Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77). Η οδηγία αυτή θέτει σε εφαρμογή το θεμελιώδες δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνεται στα άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45, παράγραφος 1, του Χάρτη και καθορίζει τους όρους που διέπουν την άσκησή του.


2      Κατά την εν λόγω διάταξη: «Τα κράτη μέλη, ενεργώντας σύμφωνα με το δίκαιό τους, εκδίδουν ή ανανεώνουν στους υπηκόους τους δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο που αναγράφει την ιθαγένειά τους».