Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Ustavno sodišče Republike Slovenije (Σλοβενία) στις 28 Ιανουαρίου 2021 – Banka Slovenije· έτερος διάδικος: Državni zbor Republike Slovenije

(Υπόθεση C-45/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβενική

Αιτούν δικαστήριο

Ustavno sodišče Republike Slovenije

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούσα: Banka Slovenije

Έτερος διάδικος: Državni zbor Republike Slovenije

Προδικαστικά ερωτήματα

α)    Έχουν το άρθρο 123 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 21 του πρωτοκόλλου 4 την έννοια ότι αντιτίθενται στο ενδεχόμενο μια εθνική κεντρική τράπεζα, μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, να ευθύνεται σε αποζημίωση με ίδιους πόρους έναντι των πρώην κατόχων διαγραφέντων χρηματοοικονομικών μέσων, των οποίων τη διαγραφή αποφάσισε η εν λόγω τράπεζα στο πλαίσιο άσκησης της απονεμόμενης από τον νόμο αρμοδιότητάς της να λαμβάνει έκτακτα μέτρα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος με σκοπό την αποτροπή απειλών για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν, στο πλαίσιο μεταγενέστερων ένδικων διαδικασιών, προκύπτει ότι κατά τη εν λόγω διαγραφή των χρηματοοικονομικών μέσων δεν τηρήθηκε η αρχή ότι κανένας κάτοχος χρηματοοικονομικού μέσου δεν πρέπει να περιέλθει, λόγω ενός έκτακτου μέτρου, σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε ληφθεί το εν λόγω μέτρο, ενώ, στο πλαίσιο αυτό, η εθνική κεντρική τράπεζα ευθύνεται: (1) για τη ζημία που θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί βάσει των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, ως είχαν κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης της κεντρικής τράπεζας, τις οποίες η τράπεζα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, και (2) για τη ζημία που προέκυψε από τη συμπεριφορά προσώπων τα οποία, καίτοι ενήργησαν στο πλαίσιο άσκησης των εν λόγω αρμοδιοτήτων της κεντρικής τράπεζας κατ’ εντολή της, εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων που γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν σύμφωνα με τις εξουσίες που τους ανατέθηκαν, δεν ενήργησαν με την επιμέλεια του έμπειρου και συνετού προσώπου;

β)    Έχουν το άρθρο 123 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 21 του πρωτοκόλλου 4 την έννοια ότι αντιτίθενται στο ενδεχόμενο μια εθνική κεντρική τράπεζα, μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, να καταβάλλει, με ίδιους πόρους, ειδικές χρηματικές αποζημιώσεις σε ορισμένους εκ των πρώην κατόχων διαγραφέντων χρηματοοικονομικών μέσων (βάσει του κριτηρίου της περιουσιακής κατάστασης), λόγω διαγραφής των μέσων η οποία αποφασίστηκε από την ανωτέρω τράπεζα στο πλαίσιο άσκησης της απονεμόμενης από τον νόμο αρμοδιότητάς της να λαμβάνει έκτακτα μέτρα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος με σκοπό την αποτροπή απειλών για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στο μέτρο που, στο πλαίσιο αυτό, για τη στοιχειοθέτηση του δικαιώματος αποζημίωσης αρκεί ότι διαγράφηκε το χρηματοοικονομικό μέσο, χωρίς να ασκεί επιρροή το ζήτημα εάν παραβιάστηκε ή όχι η αρχή ότι κανένας κάτοχος χρηματοοικονομικού μέσου δεν πρέπει να περιέλθει, λόγω ενός έκτακτου μέτρου, σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε ληφθεί το εν λόγω μέτρο;

γ)    Έχουν το άρθρο 130 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου 4 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την έννοια ότι αντιτίθενται στην επιβολή, σε βάρος εθνικής κεντρικής τράπεζας, της υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από την άσκηση των νόμιμων αρμοδιοτήτων της, ανερχόμενης σε ποσό δυνάμενο να θίξει την ικανότητα της εν λόγω τράπεζας να ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της; Συναφώς, έχουν σημασία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν παραβιάστηκε η αρχή της χρηματοοικονομικής ανεξαρτησίας της εθνικής κεντρικής τράπεζας, οι προϋποθέσεις του νόμου βάσει των οποίων επιβάλλεται η εν λόγω ευθύνη;

δ)    Έχουν τα άρθρα 53 έως 62 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ1 ή τα άρθρα 44 έως 52 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ2 , τα οποία προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των εμπιστευτικών πληροφοριών που λαμβάνονται ή προκύπτουν στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας των τραπεζών, την έννοια ότι οι δύο αυτές οδηγίες προστατεύουν επίσης την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που ελήφθησαν ή προέκυψαν στο πλαίσιο εφαρμογής μέτρων που προορίζονταν για τη διάσωση των τραπεζών με σκοπό την εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν οι κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα των τραπεζών δεν μπορούσαν να εξαλειφθούν με τα συνήθη μέτρα προληπτικής εποπτείας, και μολονότι τα εν λόγω μέτρα θεωρούνταν μέτρα εξυγίανσης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 125, της 5.5.2001)3 ;

ε)    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο υπό στοιχείο δ΄ ερώτημα, έχουν τα άρθρα 53 έως 62 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή τα άρθρα 44 έως 52 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, σχετικά με την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών που λαμβάνονται ή προκύπτουν στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας, την έννοια ότι, για τους σκοπούς της παρεχόμενης από αυτά προστασίας, κρίσιμη είναι η χρονικά μεταγενέστερη οδηγία 2013/36/ΕΕ, ακόμη και όταν πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες που ελήφθησαν ή προέκυψαν κατά την περίοδο εφαρμογής της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, στην περίπτωση που οι εν λόγω πληροφορίες έπρεπε να δημοσιοποιηθούν κατά την περίοδο εφαρμογής της οδηγίας 2013/36/ΕΕ;

στ)    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο υπό στοιχείο δ΄ ερώτημα, έχει το άρθρο 53, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (και το άρθρο 44, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο προηγούμενο ερώτημα), την έννοια ότι δεν αποτελούν πλέον εμπιστευτικές πληροφορίες, για τις οποίες ισχύει η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, οι πληροφορίες τις οποίες έχει στη διάθεσή της μια εθνική κεντρική τράπεζα ως όργανο εποπτείας και οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μεταγενέστερο εκείνου κατά το οποίο προέκυψαν, ή οι πληροφορίες που θα μπορούσαν να αποτελούν επαγγελματικό απόρρητο, πλην όμως χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών και, ως εκ τούτου, θεωρείται, κατ’ αρχήν, ότι λόγω παρέλευσης του χρόνου συνιστούν παρωχημένες πληροφορίες και έχουν, συνεπώς, απωλέσει τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα; Στην περίπτωση παρωχημένων πληροφοριών που χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών, εξαρτάται η διατήρηση του καθεστώτος εμπιστευτικότητας από το ζήτημα εάν μπορεί να δικαιολογηθεί η εμπιστευτικότητα από άλλους λόγους πέραν της εμπορικής κατάστασης των τραπεζών που έχουν τεθεί υπό εποπτεία ή της εμπορικής κατάστασης άλλων επιχειρήσεων;

ζ)    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο υπό στοιχείο δ΄ ερώτημα, έχει το άρθρο 53, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (και το άρθρο 44, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο υπό στοιχείο ε΄ ερώτημα), την έννοια ότι επιτρέπει να ανακοινώνονται αυτόματα τα εμπιστευτικά έγγραφα, τα οποία δεν αφορούν τρίτους που επιχείρησαν να διασώσουν πιστωτικό ίδρυμα και τα οποία είναι κρίσιμα, από νομικής άποψης, για την έκδοση δικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης που κινήθηκε κατά του αρμόδιου για την προληπτική εποπτεία οργάνου και έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης, ακόμη και πριν από την έναρξη της ένδικης διαδικασίας, σε όλους τους δυνητικούς ενάγοντες της δίκης και στους εντολοδόχους τους, χωρίς να κινείται ειδική διαδικασία για την έκδοση απόφασης περί της νομιμότητας της γνωστοποίησης κάθε επιμέρους εγγράφου σε κάθε νομιμοποιούμενο πρόσωπο και χωρίς να πραγματοποιείται στάθμιση των συμφερόντων που διακυβεύονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τούτο δε ακόμη και όταν πρόκειται για πληροφορίες σχετικές με πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε τελούν υπό αναγκαστική εκκαθάριση, αλλά τα οποία, αντιθέτως, έχουν λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία διαγράφηκαν χρηματοοικονομικά μέσα μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων;

η)    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο υπό στοιχείο δ΄ ερώτημα, έχει το άρθρο 53, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (και το άρθρο 44, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο υπό στοιχείο ε΄ ερώτημα), την έννοια ότι επιτρέπει τη δημοσίευση στο διαδίκτυο, κατά τρόπο προσβάσιμο σε όλους, εμπιστευτικών εγγράφων ή σύνοψης των εν λόγω εγγράφων, τα οποία δεν αφορούν τρίτους που επιχείρησαν να διασώσουν πιστωτικό ίδρυμα και τα οποία είναι κρίσιμα, από νομικής άποψης, για την έκδοση δικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης που κινήθηκε κατά του αρμόδιου για την προληπτική εποπτεία οργάνου και έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης, όταν πρόκειται για πληροφορίες σχετικές με πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε τελούν υπό αναγκαστική εκκαθάριση, αλλά τα οποία, αντιθέτως, έχουν λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία διαγράφηκαν χρηματοοικονομικά μέσα μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, ακόμη και όταν επιβάλλεται, στο πλαίσιο της εν λόγω δημοσίευσης στο διαδίκτυο, η απόκρυψη όλων των εμπιστευτικών πληροφοριών;

____________

1     Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).

2     Οδηγία 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2006, L 177, σ. 1).

3     ΕΕ 2001, L 125, σ. 15.