ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
DÁMAZO RUIZ-JARABO COLOMER
της 27ης Απριλίου 2004 (1)
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-397/01 έως C-403/01
Bernhard Pfeiffer κ.λπ.
κατά
Deutsches Rotes Kreuz Kreisverband Waldshut eV
[αίτηση του Arbeitsgericht Lörrach (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 93/104/ΕΚ –Μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας – Γενική αρχή – Άμεσο αποτέλεσμα – Παρεκκλίσεις – Προϋποθέσεις»
I – Ιστορικό της διαφοράς
1. Είναι η δεύτερη φορά που αναπτύσσω προτάσεις επί της παρούσας υποθέσεως (2), της οποίας η εκδίκαση άρχισε το 2001, οπότε στο Δικαστήριο υποβλήθηκαν τρία προδικαστικά ερωτήματα από το Arbeitsgericht Lörrach (Γερμανία) (3), πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδικάσεως διαφορών εργατικού δικαίου.
2. Το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ αρχάς, να αναθέσει τις εν λόγω υποθέσεις, τεχνικού χαρακτήρα (4), σε πενταμελές τμήμα (5) και να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας. Ωστόσο, ενώ στα δύο πρώτα ερωτήματα η απάντηση φαίνεται προβλέψιμη, το τρίτο παρουσιάζει σοβαρές δυσχέρειες.
Το τελευταίο αυτό ερώτημα έχει ως αντικείμενο εάν, σε περίπτωση που κράτος μέλος προέβη σε εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό του δίκαιο της οδηγίας 93/104/ΕΚ, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (6), το άρθρο 6, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στις εθνικές αρχές την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η μέση εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, είναι αρκούντως σαφές και απαλλαγμένο αιρέσεων ώστε οι ιδιώτες να μπορούν να το επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
3. Σύμφωνα με τη διάταξη του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2004 (7), περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας, το τμήμα έκρινε ότι, σε περίπτωση που η εν λόγω διάταξη πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να έχει άμεσο αποτέλεσμα, θα κληθεί να καθορίσει, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, τις συνέπειες που απορρέουν από το ασυμβίβαστο εθνικής διατάξεως, διά της οποίας μεταφέρεται οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, προς επαρκώς ακριβή και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Για τον λόγο αυτό, το έκτο τμήμα αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον της ολομέλειας.
4. Προς διευκόλυνση της εκδικάσεως, διεξήχθη συζήτηση επ’ ακροατηρίου, στην οποία κλήθηκαν, πέραν των διαδίκων της κύριας δίκης, τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο και η Επιτροπή.
Με τις παρούσες προτάσεις θα πραγματευθώ μόνον το ερώτημα αυτό, εμμένοντας, κατά τα λοιπά, στις προηγούμενες προτάσεις μου.
5. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Μαρτίου 2004 παρέστησαν οι εκπρόσωποι των εναγόντων της κύριας δίκης, οι εκπρόσωποι της Γερμανικής, της Γαλλικής και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και ο εκπρόσωπος της Επιτροπής.
II – Κανονιστικό και πραγματικό πλαίσιο
6. Ο χρόνος εργασίας και ο χρόνος αναπαύσεως διέπονται στη Γερμανία από τον νόμο περί του χρόνου εργασίας (Arbeitszeitgesetz), της 6ης Ιουνίου 1994, ο οποίος εκδόθηκε για τη μεταφορά της οδηγίας 93/104 στο εσωτερικό δίκαιο.
7. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, ως χρόνος εργασίας θεωρείται ο περιλαμβανόμενος μεταξύ της ενάρξεως και της λήξεως της εργάσιμης ημέρας, πλην των διαλειμμάτων· δυνάμει του άρθρου 3, ο εν λόγω χρόνος εργασίας δεν μπορεί να υπερβεί το οκτάωρο κατά τις εργάσιμες ημέρες, αλλά μπορεί, εντούτοις, να παραταθεί μέχρι του δεκαώρου, με την προϋπόθεση να μην υπερβαίνει τις οκτώ ώρες, κατά μέσον όρο, ανά εργάσιμη ημέρα εντός χρονικής περιόδου ημερολογιακού εξαμήνου ή 24 εβδομάδων.
8. Ωστόσο, το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 1, επιτρέπει διά συλλογικής συμβάσεως ή συμφωνίας σε επίπεδο επιχειρήσεως και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3:
a) ο χρόνος εργασίας να παρατείνεται πέραν των δέκα ωρών ημερησίως ακόμη και χωρίς αντιστάθμιση, όταν ο χρόνος εργασίας περιέχει τακτικά και σε σημαντικό ποσοστό διαστήματα επιφυλακής (Arbeitsbereitschaft),
[…]
9. Δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της συλλογικής συμβάσεως σχετικά με τους όρους εργασίας των υπαλλήλων, εργατών και μαθητευομένων του γερμανικού Ερυθρού Σταυρού (Tarifvertrag über Arbeitsbedingungen für Angestellte, Arbeiter und Auszubildende des Deutschen Roten Kreuzes, στο εξής: συλλογική σύμβαση του Ερυθρού Σταυρού), το οποίο έχει ως βάση το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, του Arbeitszeitgesetz, ο κανονικός χρόνος εργασίας, πλην των διαλειμμάτων, δεν μπορεί να υπερβεί τις 39 ώρες (38 και μισή ώρες από την 1η Απριλίου 1990) εβδομαδιαίως. Κατά κανόνα, για τον υπολογισμό της μέσης διάρκειας λαμβάνεται ως βάση περίοδος 26 εβδομάδων.
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, ο κανονικός χρόνος εργασίας μπορεί να παραταθεί:
a) μέχρι τις δέκα ώρες ημερησίως (49 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσον όρο) εφόσον περιλαμβάνει τακτικά μια επιφυλακή (“Arbeitsbereitschaft”) τουλάχιστον δύο ωρών ημερησίως κατά μέσον όρο,
b) μέχρι τις έντεκα ώρες ημερησίως (54 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσον όρο), εφόσον περιλαμβάνει τακτικά μια επιφυλακή («Arbeitsbereitschaft») τουλάχιστον τριών ωρών ημερησίως κατά μέσον όρο,
c) μέχρι τις δώδεκα ώρες ημερησίως (60 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσον όρο) εφόσον ο εργαζόμενος οφείλει απλώς και μόνο να είναι παρών στον χώρο εργασίας για να εκτελέσει την απαιτούμενη εργασία σε περίπτωση ανάγκης.
10. Όλοι οι ενάγοντες είναι νοσοκόμοι, εξειδικευμένοι στην παροχή επείγουσας ιατρικής βοήθειας και στη μεταφορά ασθενών, εργαζόμενοι ή πρώην εργαζόμενοι του γερμανικού Ερυθρού Σταυρού, εξ αυτών δε δύο ζητούν την καταβολή αμοιβής για υπερωρίες, οι δε λοιποί την αναγνώριση του δικαιώματος να μην εργάζονται πλέον των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Ο εναγόμενος, ανεξαρτήτως των άλλων δραστηριοτήτων, παρέχει υπηρεσίες επείγουσας ιατρικής βοήθειας με σωστικές ομάδες εδάφους, διατηρεί πληθώρα σταθμών παροχής πρώτων βοηθειών σε ετοιμότητα επί εικοσιτετραώρου βάσεως, επιτελεί δε την αποστολή του με τη χρήση ασθενοφόρων.
11. Οι συμβάσεις εργασίας διέπονται από τη συλλογική σύμβαση του Ερυθρού Σταυρού. Όλοι οι διάδικοι συμφωνούν ότι συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται από το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο b, της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως, για την παράταση του ημερήσιου χρόνου εργασίας, ήτοι η παραμονή υποχρεωτικώς επί τρεις, τουλάχιστον, ώρες ημερησίως σε κατάσταση επιφυλακής («Arbeitsbereitschaft»).
12. Σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η υπέρβαση του ανώτατου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας κατά το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 ήταν δυνατή επί μονίμου βάσεως, διότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, του Arbeitszeitgesetz επέτρεπε να παρατείνεται, διά συλλογικής συμβάσεως, η ημερήσια διάρκεια εργασίας πέραν του δεκαώρου, χωρίς δικαίωμα αναπληρώσεως, εφόσον περιελάμβανε κατά κανόνα και σε μεγάλη έκταση διάστημα επιφυλακής (8).
III – Εξέταση του ερωτήματος
13. Με τις προηγούμενες προτάσεις μου, στηριζόμενος σε σειρά παραπομπών στη νομολογία και τη νομική θεωρία, υποστήριξα ότι πρόκειται για διαφορά μεταξύ ιδιωτών, οπότε οι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα, βάσει της γνωστής νομολογίας του Δικαστηρίου περί του αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών τις οποίες τα κράτη μέλη δεν μετέφεραν ορθώς στο εσωτερικό τους δίκαιο, να επικαλεστούν το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104.
14. Επίσης, επισήμανα ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, οφείλει να το πράξει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, προς το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ.
15. Τέλος, υπενθύμισα ότι, όταν αυτή η «σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία» αποβαίνει ανέφικτη, η νομολογία του Δικαστηρίου επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως, αν χρειάζεται, να αφήσει ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, χωρίς να υποχρεούται προηγουμένως να ζητήσει ή να αναμείνει την κατάργησή της διά της νομοθετικής οδού ή άλλης συνταγματικώς προβλεπομένης διαδικασίας.
16. Αντιλαμβάνομαι και συμμερίζομαι τις ανησυχίες εκείνων, για τους οποίους η μη αναγνώριση του οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών αποκλείει αυτή τη συνέπεια, αλλά η συμφιλίωση αυτής της νομολογίας, η οποία υιοθετήθηκε αντιθέτως προς τις απόψεις ορισμένων γενικών εισαγγελέων και σημαντικής μερίδας της νομικής θεωρίας, με την απαίτηση της «σύμφωνης προς την οδηγία ερμηνείας» είναι ένα από τα πολυπλοκότερα διλήμματα του κοινοτικού δικαίου, στα οποία είναι δύσκολο να δοθεί λύση γενικού χαρακτήρα. Ωστόσο, επιβάλλεται να αναλυθεί διεξοδικότερα η κατάσταση, προκειμένου να εξευρεθεί τουλάχιστον κατάλληλη διέξοδος στις ιδιαιτερότητες των προκειμένων υποθέσεων, η οποία να λαμβάνει υπόψη την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας η οποία βαρύνει τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, καθώς και την κανονιστική φύση της οδηγίας και τα αποτελέσματα που παράγει στο νομικό σύστημα που ίδρυσε η Συνθήκη.
Μπορώ ήδη να δηλώσω ότι δεν με έπεισε πλήρως κανένα από τα επιχειρήματα τα οποία αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας.
17. Το Δικαστήριο επιθυμεί να διευκρινιστεί η έννοια της «σύμφωνης προς την οδηγία ερμηνείας», λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων στις υποθέσεις αυτές: 1) ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, του γερμανικού νόμου περί του χρόνου εργασίας συνιστά παρέκκλιση από γενικότερες διατάξεις του αυτού νόμου, οι οποίες συνάδουν πλήρως προς το γράμμα και τους σκοπούς των κοινοτικών διατάξεων· 2) ότι η οδηγία 93/104 αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων ως ασθενούς μέρους στο πλαίσιο της συμβάσεως εργασίας· και 3) ότι οι πλείστοι των εναγόντων, με την αγωγή που άσκησαν, ζητούν να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να μην εργάζονται πλέον των 48 ωρών εβδομαδιαίως, αξίωση στερούμενη οικονομικού χαρακτήρα η οποία δυσχερώς μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά, οπότε η πιθανότητα να τύχουν αποζημιώσεως από τις κρατικές αρχές, λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, φαίνεται πολύ μικρή.
18. Λόγω των χαρακτηριστικών τους, οι υποθέσεις αυτές διαφοροποιούνται από άλλες προηγουμένως κριθείσες από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των οποίων μια οδηγία είτε δεν μεταφέρθηκε στη νομοθεσία κράτους μέλους εντός της ταχθείσας προθεσμίας, είτε μεταφέρθηκε χωρίς τον προσήκοντα τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως, η Γερμανία εξέδωσε νόμο για τη μεταφορά του γράμματος και των σκοπών της οδηγίας 93/104 στο εσωτερικό της δίκαιο. Υποθέτω ότι είχε την πρόθεση να προβεί σε ορθή μεταφορά, διότι δεν υπάρχουν ενδείξεις σκόπιμης παραβάσεως του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας που της επιβάλλει το άρθρο 10 ΕΚ. Η καλή της πίστη αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι, σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, τροποποίησε τη νομοθεσία της για να την εναρμονίσει προς την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Jaeger (9). Εξάλλου, κατά τη νομολογία, κάθε εθνικό δικαστήριο πρέπει να θεωρεί δεδομένο ότι το κράτος είχε την πρόθεση να εκτελέσει πλήρως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οικεία οδηγία (10).
19. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο γερμανικός νόμος περί του χρόνου εργασίας διέπεται από την πρόθεση να μεταφερθούν στο σύνολό τους οι κανόνες της οδηγίας 93/104. Εντούτοις, ο νόμος έσφαλε επί συγκεκριμένου ζητήματος: υπερέβη τα όρια που χαράσσει ο ορθός συντονισμός των αρχών (άρθρα 1 έως 16) και των παρεκκλίσεων (άρθρα 17 και 18), βάσει του οποίου διαρθρώνεται το νομικό καθεστώς της οδηγίας. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, του επίδικου νόμου, το οποίο εμφανίζεται ως παρέκκλιση, ενώ οι λοιπές διατάξεις περί καθορισμού του χρόνου εργασίας και των περιόδων αναπαύσεως συνάδουν απολύτως προς την κοινοτική νομοθεσία.
20. Πράγματι, η προμνημονευθείσα διάταξη του γερμανικού νόμου, επί της οποίας βασίζεται το άρθρο 14 της συλλογικής συμβάσεως του Ερυθρού Σταυρού για να παρατείνει την εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, έλαβε τη μορφή εξαιρέσεως από το άρθρο 3 του νόμου, σύμφωνα με το οποίο η διάρκεια εργασίας δεν δύναται να υπερβεί τις οκτώ ώρες ημερησίως.
21. Ερμηνεύοντας την τελευταία αυτή διάταξη σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του προμνημονευθέντος νόμου, το οποίο ορίζει την Κυριακή ως ημέρα αναπαύσεως, καταλήγουμε σε εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας 48 ωρών, ο οποίος συμπίπτει με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104. Η εφαρμογή απλώς των δύο αυτών άρθρων του εσωτερικού δικαίου παρέχει τη δυνατότητα να δικαιωθούν οι περισσότεροι από τους ενάγοντες της κύριας δίκης, διότι, όπως εξέθεσα, ενώ δύο από τους επτά ενάγοντες ζητούν την καταβολή υπερωριών, οι λοιποί πέντε ζητούν να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να μην εργάζονται πλέον των 48 ωρών εβδομαδιαίως.
Αν ο Γερμανός δικαστής αποφαινόταν υπ’ αυτό το πνεύμα, τούτο θα σήμαινε ότι, αντιθέτως προς πάγια νομολογία, θα αναγνώριζε το άμεσο αποτέλεσμα διατάξεως οδηγίας η οποία, όπως είναι γνωστό, δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για ιδιώτες (11);
22. Τα κράτη μέλη, τα οποία έλαβαν μέρος στη διαδικασία της προκείμενης προδικαστικής παραπομπής, εξέφρασαν απεριφράστως τη λύπη τους για το ενδεχόμενο μεταστροφής της νομολογίας, προκειμένου να αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα σε οδηγία η οποία είτε δεν μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας, είτε μεταφέρθηκε χωρίς τον προσήκοντα τρόπο. Δεν συμμερίζομαι αυτούς τους φόβους, διότι δεν νομίζω ότι το ζήτημα αυτό τίθεται όσον αφορά το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104, μολονότι πληροί τις προϋποθέσεις για να είναι επαρκώς σαφής και απαλλαγμένη αιρέσεων (12). Ομοίως, δεν συμμερίζομαι την άποψη εκείνων οι οποίοι φρονούν ότι η μη εφαρμογή της γερμανικής διατάξεως, η οποία είναι αντίθετη στον ως άνω κανόνα του κοινοτικού δικαίου, στην κύρια δίκη, θα ισοδυναμούσε προς αναγνώριση του εν λόγω αμέσου αποτελέσματος, μολονότι πληθώρα αποφάσεων του Δικαστηρίου το απορρίπτει στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών.
Αντιθέτως, συμφωνώ με την Ιταλική Κυβέρνηση, η οποία φρονεί ότι είναι προσφορότερο, υπό το πρίσμα των στόχων που επιδιώκει η Συνθήκη μέσω των οδηγιών, να διατηρηθεί η λύση που έδωσε το Δικαστήριο, να προκριθεί δε η πλέον σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία της εθνικής διατάξεως.
23. Είναι αυτονόητο ότι η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία αυτή, καθώς και το καθήκον που έχουν, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων (13).
24. Προκειμένου να μετριασθεί η μη αναγνώριση αμέσου αποτελέσματος σε συγκεκριμένη διάταξη οδηγίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, το Δικαστήριο ανέπτυξε τη θεωρία της λεγόμενης «σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας», βάσει της οποίας, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, το εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου του σκοπού της οδηγίας, ώστε να συμμορφωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προς το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ (14). Το εθνικό δικαστήριο οφείλει να τηρεί την εν λόγω αρχή ιδιαιτέρως οσάκις ένα κράτος μέλος έχει θεωρήσει, όπως εν προκειμένω, ότι οι διατάξεις, τις οποίες θέσπισε, ανταποκρίνονται στις επιταγές της οδηγίας (15).
25. Εντούτοις, σε σειρά υποθέσεων κατά τις οποίες προέκρινε αυτό το είδος ερμηνείας, προκειμένου περί διαφορών μεταξύ ιδιωτών, το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε απλώς να αναφερθεί σε αυτήν, αλλά, περαιτέρω, υπέδειξε στον δικαστή, ο οποίος είχε υποβάλει σχετικό ερώτημα, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα στο οποίο αυτός έπρεπε να καταλήξει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Θα αναφέρω ενδεικτικώς ορισμένα παραδείγματα (16).
26. Η ερμηνεία της μη μεταφερθείσας στο ισπανικό δίκαιο οδηγίας 68/151/ΕΟΚ (17), η οποία έχει σκοπό να περιοριστούν οι περιπτώσεις ακυρότητας των ανωνύμων εταιριών, για λόγους ασφάλειας δικαίου στις σχέσεις μεταξύ της εταιρίας και των τρίτων, όπως και μεταξύ των εταίρων, οδήγησε το Δικαστήριο να επισημάνει στον εθνικό δικαστή ότι έχει την υποχρέωση να ερμηνεύει το εσωτερικό του δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, ώστε να εμποδίζεται η αναγνώριση της ακυρότητας μιας ανώνυμης εταιρίας για λόγους άλλους εκτός από αυτούς που απαριθμούνται στο άρθρο 11 αυτής (18).
Η εταιρία Marleasing SA είχε ζητήσει ακύρωση εταιρικής συμβάσεως, διότι στερούνταν νόμιμης αιτίας, ήταν εικονική και καταρτίστηκε προς καταδολίευση των δικαιωμάτων των δανειστών. Η εναγομένη απέρριψε το αίτημα, επικαλούμενη κυρίως το γεγονός ότι το άρθρο 11 της οδηγίας απαριθμεί περιοριστικώς τις περιπτώσεις ακυρότητας, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Προς συμμόρφωση με την επισήμανση του Δικαστηρίου, τα άρθρα 1261 και 1275 του ισπανικού Αστικού Κώδικα, κατά τα οποία στερούνται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος οι άνευ αιτίας συμβάσεις ή οι συμβάσεις των οποίων η αιτία είναι παράνομη, θα έπρεπε να μην τύχουν εφαρμογής. Υπ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα αποφάνθηκε το Juzgado de Primera Instancia (πρωτοδικείο) nº 1 του Oviedo, με την απόφασή του της 23ης Φεβρουαρίου 1991, απορρίπτοντας την αγωγή, καθόσον στηριζόταν στην έλλειψη αιτίας, λόγο ακυρότητας μη προβλεπόμενο από την οδηγία 68/151 (19). Η απόφαση, η οποία έτυχε καθολικής επιδοκιμασίας για το κοινοτικό της πνεύμα, δεν εξέτασε το ζήτημα αν η εφαρμογή της θεωρίας της «σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας» θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτελέσματα παρόμοια με αυτά της αναγνωρίσεως οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών.
27. Η απόφαση Wagner Miret (20) συνήγαγε από την περί παραπομπής διάταξη ότι οι διατάξεις του ισπανικού δικαίου δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν σύμφωνα με την οδηγία 80/987/ΕΟΚ (21) και, συνεπώς, δεν καθιστούσαν δυνατή την εξασφάλιση για το διευθυντικό προσωπικό του ευεργετήματος των εγγυήσεων που προβλέπει η κοινοτική οδηγία, αποφαινόμενη ότι το κράτος μέλος όφειλε να αποκαταστήσει τις ζημίες, τις οποίες υπέστησαν οι ενδιαφερόμενοι λόγω μη εκτελέσεως της οδηγίας.
Κατά τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, τονίστηκε ότι η Ισπανία δεν είχε συστήσει άλλον οργανισμό εγγυήσεως εκτός από το FOGASA, το οποίο δεν κάλυπτε αυτή την κατηγορία προσωπικού σε περίπτωση διεκδικήσεως μη καταβληθέντων μισθών λόγω αφερεγγυότητας της επιχειρήσεως. Λόγω της ευχέρειας εκτιμήσεως που παρέχει η οδηγία 80/987 στα κράτη μέλη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω κατηγορία εργαζομένων δεν μπορεί να επικαλείται τη διάταξη αυτή για να ζητεί την καταβολή των οφειλομένων μισθών από τον Οργανισμό Εγγυήσεως που έχει συσταθεί για τις άλλες κατηγορίες μισθωτών. Με την απόφασή του της 16ης Φεβρουαρίου 1994, το Tribunal Superior de Cataluña απέρριψε την αγωγή, απαλλάσσοντας το FOGASA της ευθύνης του, δέχθηκε όμως ότι ο ενάγων είχε δικαίωμα αποζημιώσεως έναντι του κράτους για τη ζημία που υπέστη και όφειλε να το ασκήσει ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (22).
28. Στην απόφαση Océano Grupo Editorial y Salvat Editores (23) ήταν κρίσιμο το ζήτημα αν, ελλείψει εμπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (24) στο εσωτερικό δίκαιο, μπορούσε να κριθεί αυτεπαγγέλτως η αναρμοδιότητα ενός πολιτικού δικαστηρίου της Βαρκελώνης, καθόσον η αρμοδιότητα αυτή του είχε απονεμηθεί με συμβατική ρήτρα, την οποία το ίδιο δικαστήριο έκρινε καταχρηστική υπό την έννοια της οδηγίας. Το Δικαστήριο, ακολουθώντας τις εξαίρετες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Saggio, των οποίων οι σκέψεις 27 έως 37 εξετάζουν εξαντλητικώς το λεπτό αυτό ζήτημα, έδωσε καταφατική απάντηση, αποφαινόμενο ότι η ανάγκη «σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας» επιτάσσει, ειδικότερα, στο εθνικό δικαστήριο να προκρίνει την ερμηνεία του εθνικού δικαίου που θα του επιτρέψει να απεκδυθεί αυτεπαγγέλτως αρμοδιότητας η οποία του έχει απονεμηθεί δυνάμει καταχρηστικής ρήτρας.
Η επίδικη ρήτρα απένεμε στο δικαστήριο της έδρας της επιχειρήσεως αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκδίκαση των διαφορών οι οποίες θα ανέκυπταν από την εφαρμογή μιας συμβάσεως πωλήσεως. Η οδηγία 93/13 μεταφέρθηκε εκπροθέσμως στο εθνικό δίκαιο, εν τω μεταξύ δε οι εφαρμοστέες διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή δεν ρύθμιζαν ρητώς το θέμα της δυνατότητας αυτεπάγγελτης επικλήσεως καταχρηστικών ρητρών, ενώ δεν υφίστατο, στο ισπανικό δίκαιο, νομική βάση προς θεμελίωση της αρμοδιότητας του δικαστή να αποφανθεί επί της ακυρότητας, αν δεν υπάρχει αίτημα διαδίκου. Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε στο ισπανικό δικαστήριο ότι είχε υποχρέωση να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως αναρμόδιο προς εκδίκαση διαφοράς η οποία του είχε απονεμηθεί υπό τις συνθήκες αυτές (25). Με τη διάταξή του της 14ης Ιουλίου 2000, το ισπανικό Πρωτοδικείο εφάρμοσε κατά γράμμα την απόφαση του Δικαστηρίου και έκανε χρήση της δυνατότητάς του να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας και να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω καταχρηστικότητας της ρήτρας απονομής δικαιοδοσίας στους δικαστές της Βαρκελώνης, προσθέτοντας ότι από την ακυρότητα αυτή απέρρεε αρμοδιότητα των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγομένου να επιληφθούν της υποθέσεως (26).
29. Η υποχρέωση «σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας» δεν επιβάλλεται μόνο στις υποθέσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων παραδειγμάτων. Η απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (27) έδειξε ότι η διαπίστωση ότι ένα κράτος μέλος παρέβη τις κοινοτικές του υποχρεώσεις συνεπάγεται για τις αρχές αυτού του κράτους μέλους, δικαστικές και διοικητικές, αφενός μεν, την αυτοδίκαιη απαγόρευση εφαρμογής της ρυθμίσεως περί φορολογικής απαλλαγής που δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, αφετέρου δε, την υποχρέωση θεσπίσεως κάθε διατάξεως που είναι αναγκαία για την πλήρη υλοποίηση της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου.
30. Σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς να προσδιορίζει με τέτοια ακρίβεια στον εθνικό δικαστή πώς πρέπει να αποφανθεί, το Δικαστήριο του υπέδειξε τον προσφορότερο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας.
31. Με την απόφαση Παφίτης κ.λπ. (28) το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 25 της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ (29), που αποβλέπει στην εξασφάλιση ελάχιστου επιπέδου προστασίας των μετόχων σε όλα τα κράτη μέλη, αποκλείει την εφαρμογή ρυθμίσεως προβλέπουσας ότι το κεφάλαιο μιας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας που, λόγω υπερχρεώσεως, βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, μπορεί να αυξηθεί με διοικητική πράξη και χωρίς απόφαση της γενικής συνελεύσεως.
Η διαφορά της κύριας δίκης ήταν μεταξύ τράπεζας, συνεστημένης με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, και των νέων μετόχων της, αφενός, και των παλαιών μετόχων της, αφετέρου, οι οποίοι έβαλλαν συγχρόνως κατά της τροποποιήσεως του καταστατικού της εταιρίας η οποία επέτρεψε αύξηση του κεφαλαίου, διατεινόμενοι ότι επρόκειτο για απόφαση του προσωρινού επιτρόπου, χωρίς σύγκλιση της γενικής συνελεύσεως, και κατά της κατανομής των μετοχών. Οι παλαιοί μέτοχοι ζητούσαν επίσης την ακύρωση των τριών αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες επακολούθησαν. Οι μεταγενέστερες περιπέτειες της δίκης δεν άφησαν να φανεί ποια θα ήταν η έκβασή της (30).
32. Στην υπόθεση Ruiz Bernáldez (31) τα ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά οδηγού ο οποίος προκάλεσε τροχαίο ατύχημα ενώ οδηγούσε σε κατάσταση μέθης. Ο εθνικός δικαστής τον υποχρέωσε σε καταβολή αποζημιώσεως για τις υλικές ζημίες που είχε προκαλέσει, αλλά απάλλαξε από κάθε υποχρέωση αποζημιώσεως την ασφαλιστική του εταιρία, στηριζόμενος στις εθνικές διατάξεις περί ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης εκ της χρήσεως και της κυκλοφορίας αυτοκινήτων οχημάτων, η οποία απέκλειε την κάλυψη των ζημιών αν ο υπαίτιος οδηγούσε σε κατάσταση μέθης.
Σε αυτή την περίπτωση, το Δικαστήριο ερμήνευσε τις οδηγίες 72/166/ΕΟΚ (32) και 84/5/ΕΟΚ (33) υπό την έννοια ότι, ενόψει του επιδιωκόμενου προστατευτικού σκοπού, η υποχρεωτική ασφάλιση αυτοκινήτου πρέπει να παρέχει στα θύματα ατυχήματος, το οποίο προκλήθηκε από αυτοκίνητο, δικαίωμα αποζημιώσεως για όλες τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημίες που έχουν υποστεί, η δε σύμβαση υποχρεωτικής ασφαλίσεως δεν μπορεί να προβλέπει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις και, ιδίως, στην περίπτωση κατά την οποία ο οδηγός τελούσε σε κατάσταση μέθης, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρεώσεως καταβολής αποζημιώσεως για τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημίες που προκλήθηκαν σε τρίτους από το ασφαλισμένο όχημα. Επομένως, το Δικαστήριο επισήμανε στον εθνικό δικαστή ότι η εταιρία είχε υποχρέωση να αποζημιώσει τα θύματα, ενώ η εθνική νομοθεσία δεν το είχε προβλέψει (34). Η Audiencia Provincial de Sevilla αποφάνθηκε σύμφωνα με την προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου και υποχρέωσε, στις 30 Απριλίου 1996, τον ασφαλιστή να αποζημιώσει το θύμα για το ατύχημα που προκάλεσε ο Ruiz Bernáldez σε κατάσταση μέθης (35).
33. Με την απόφαση Draehmpaehl (36) το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία 76/207/ΕΟΚ (37) απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος που υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, αν αποδεικνύεται ότι ο υποψήφιος αυτός θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις, όριο δε έξι μηνιαίων μισθών σε περίπτωση που πολλοί υποψήφιοι ζητούν αποζημίωση. Ο εργαζόμενος υπέβαλε την υποψηφιότητά του σε σχέση με προσφορά εργασίας, η οποία απευθυνόταν σε γυναίκες και δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα, χωρίς η επιχείρηση να του απαντήσει ή να του επιστρέψει τα δικαιολογητικά που είχε υποβάλει. Προσέφυγε στη δικαιοσύνη, διατεινόμενος ότι είχε τα περισσότερα προσόντα και ότι είχε υποστεί δυσμενή διάκριση. Η σαφήνεια της προδικαστικής αποφάσεως δεν άφηνε μεγάλο περιθώριο επιλογής στο Arbeitsgericht Hamburg (38).
34. Αποφαινόμενο ως προς την οδηγία 86/653/ΕΟΚ (39) επί της υποθέσεως Bellone (40), το Δικαστήριο έκρινε ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση που εξαρτά το κύρος συμβάσεως πρακτορείας από την εγγραφή του εμπορικού πράκτορα σε προβλεπόμενο προς τούτο μητρώο. Η ιταλική νομοθεσία όχι μόνον απαιτούσε την εν λόγω εγγραφή στα εμπορικά επιμελητήρια, αλλά και εξαρτούσε από την εγγραφή στο μητρώο το κύρος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, με συνέπεια να στερείται οποιασδήποτε έννομης προστασίας όποιος δεν πληροί αυτή την προϋπόθεση, ιδίως σε περίπτωση λύσεως των σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων. Πράγματι, η διαφορά είχε ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως εμπορικού αντιπροσώπου, κατόπιν λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας την οποία είχε συνάψει με επιχείρηση. Με τη σκέψη 35 των προτάσεών του επί της υποθέσεως Océano Grupo Editorial, ο γενικός εισαγγελέας Α. Saggio υποστήριξε ότι, με την απόφαση Bellone, το Δικαστήριο διέγνωσε ότι είναι απολύτως ασυμβίβαστες η εθνική διάταξη και η επίδικη οδηγία, πράγμα που απέκλειε κάθε απόπειρα «σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας», οπότε επέβαλε στο αιτούν εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση να μην εφαρμόσει τον κανόνα του εσωτερικού του δικαίου (41).
35. Η απόφαση Centrosteel (42) επέλυσε ζήτημα το οποίο θεωρείται ότι βρίσκεται στην προέκταση του προηγούμενου ερωτήματος. Άλλος Ιταλός δικαστής, θεωρώντας ότι η μη αναγνώριση από τη νομολογία οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος στις οδηγίες τον εμπόδιζε να αφήσει ανεφάρμοστη την εθνική διάταξη, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα αν οι διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι οποίες έχουν αναμφιβόλως απευθείας εφαρμογή, αποκλείουν εθνική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τον ασκούντα δραστηριότητα εμπορικού αντιπροσώπου να εγγραφεί σε μητρώο, επ’ απειλή ακυρότητας των συμβάσεων τις οποίες αυτός θα συνήπτε. Το Δικαστήριο απάντησε στο προδικαστικό ερώτημα, παραπέμποντας το αιτούν εθνικό δικαστήριο στη γνωστή θεωρία της «σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας» του εθνικού δικαίου, ώστε να επιτευχθούν οι σκοποί της οδηγίας 86/653, χωρίς να απαιτείται ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου. Τόσο ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs, με τη σκέψη 5 των προτάσεών του, όσο και το Δικαστήριο, με τη σκέψη 17 της αποφάσεως, επισήμαναν ότι, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Bellone, το Corte di Cassazione μετέβαλε τη νομολογία του και δέχεται ότι η μη συμμόρφωση προς την εκ του νόμου προβλεπόμενη υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της συμβάσεως πρακτορείας.
36. Παρέκκλιση από τη νομολογιακή αυτή εξέλιξη θα σήμαινε σοβαρή οπισθοδρόμηση όσον αφορά την έννοια της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, υπονόμευση του κύρους του Δικαστηρίου όσον αφορά την επιβολή ενιαίας ερμηνείας των κανόνων του εντός της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καθώς και αποθάρρυνση των εθνικών δικαστών κατά την εκ μέρους τους άσκηση καθηκόντων κοινοτικού δικαστή, ιδίως δε εκείνων από αυτούς που ακολούθησαν τις κατευθύνσεις των οικείων προδικαστικών αποφάσεων για τη «σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία» της νομοθεσίας τους.
Δεδομένου ότι αυτό το οποίο πλέον μας ελκύει, έλεγε ο Κικέρων (43), είναι να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων του ανθρωπίνου γένους, επιχειρούμε να διαφυλάξουμε και να εμπλουτίσουμε τη ζωή των ανθρώπων με τις συμβουλές και με τις προσπάθειές μας και, δεδομένου ότι η ίδια η φύση μας ωθεί σε αυτή την ευχαρίστηση, ακολουθούμε την πορεία των αρίστων και δεν ακούμε το σήμα της υποχωρήσεως, το οποίο θα οδηγούσε σε οπισθοχώρηση όσους ήδη προπορεύονται.
37. Ωστόσο, η απόφαση Arcaro (44), επί άλλης ιταλικής προδικαστικής παραπομπής, δέχθηκε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν διαθέτει μηχανισμό ο οποίος να επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να μη λαμβάνει υπόψη διατάξεις εθνικής νομοθεσίας αντίθετες προς διάταξη οδηγίας, της οποίας δεν είναι δυνατή η επίκληση· ομοίως, δέχθηκε ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αναφέρεται στο περιεχόμενο της οδηγίας όταν ερμηνεύει τους σχετικούς κανόνες του εθνικού του δικαίου περιορίζεται όταν μια τέτοια ερμηνεία έχει ως αποτέλεσμα να θέτει τον ιδιώτη ενώπιον υποχρεώσεως η οποία προβλέπεται από μη μεταφερθείσα στην εσωτερική έννομη τάξη οδηγία ή, κατά μείζονα λόγο, όταν έχει ως αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται η ποινική ευθύνη όσων ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της.
38. Ωστόσο, οι κατευθύνσεις αυτές της αποφάσεως Arcaro δεν μπορούν απλώς και μόνον να τύχουν εφαρμογής επί των προκείμενων υποθέσεων, όπως υποστηρίζουν ορισμένα από τα κράτη μέλη που έλαβαν θέση, τούτο δε για διαφόρους λόγους.
Πρώτον, διάδικοι της δίκης, στην οποία μετείχε ο L. Arcaro, δεν ήταν ιδιώτες, καθόσον αυτός ήταν κατηγορούμενος στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Επομένως, επεζητείτο το κράτος μέλος, το οποίο δεν είχε συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του να μεταφέρει στο εσωτερικό του δίκαιο τις οδηγίες 76/464/ΕΟΚ (45) και 83/513/ΕΟΚ (46), να μην επωφεληθεί από την παράβασή του και επιβάλει ποινική κύρωση σε επιχειρηματία ο οποίος είχε παραβεί μία από τις διατάξεις τους. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αναφέρεται στο περιεχόμενο της οδηγίας όταν ερμηνεύει τους σχετικούς κανόνες του εθνικού δικαίου περιορίζεται από τις γενικές αρχές του δικαίου που αποτελούν τμήμα του κοινοτικού δικαίου και ιδίως από τις αρχές της ασφαλείας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας, κατ’ εξοχήν δε όταν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη (47).
Δεύτερον, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως Arcaro διαφέρουν σημαντικά από εκείνα των υποθέσεων των εργαζομένων στον γερμανικό Ερυθρό Σταυρό, καθόσον, στην πρώτη υπόθεση, ο Ιταλός νομοθέτης προέβη σε ελλιπή μόνο μεταφορά του δικαίου της Ενώσεως στο εσωτερικό δίκαιο, ενώ η Γερμανία, προκειμένου να μεταφέρει πλήρως στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 93/104, εξέδωσε ειδικό νόμο, του οποίου το άρθρο 3 μεταφέρει ορθώς το περιεχόμενο του άρθρου 6, σημείο 2, της κοινοτικής οδηγίας, καθορίζοντας τον ανώτατο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας σε 48 ώρες.
39. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ότι, αν εξαλειφόταν το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, του Arbeitszeitgesetz, ο εθνικός δικαστής θα βρισκόταν ενώπιον νομικού κενού το οποίο θα τον ανάγκαζε να επιβάλει υποχρεώσεις σε επιχειρηματία δυνάμει της οδηγίας 93/104, διότι θα μπορούσε απλώς να εφαρμόσει άλλη εθνική διάταξη, ανήκουσα στο ίδιο σύνολο κανόνων που εκδόθηκαν για τη μεταφορά των κοινοτικών διατάξεων στο εσωτερικό δίκαιο (48), η οποία να συνάδει προς τη γενική υποχρέωση που επέβαλε ο κοινοτικός νομοθέτης (49), ότι δηλαδή ο χρόνος εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τον εν λόγω αριθμό ωρών στα κράτη μέλη (50).
Συναφώς, συμμερίζομαι την εκτίμηση του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven, στη σκέψη 7, δεύτερο εδάφιο, των προτάσεών του επί της υποθέσεως Marleasing (51), ότι η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να ερμηνεύουν την εθνική τους νομοθεσία σύμφωνα με την οδηγία ουδόλως συνεπάγεται ότι μπορεί να προσδοθεί σε διάταξη οδηγίας οποιοδήποτε άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ ιδιωτών. Αντιθέτως, έχουν εφαρμογή οι ίδιες οι εθνικές διατάξεις, ερμηνευόμενες σύμφωνα με την οδηγία.
40. Πρέπει να αναφερθώ επίσης σε δύο αποφάσεις, τις οποίες επικαλούνται συχνά οι διάδικοι που παρενέβησαν σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας είτε υπέρ είτε κατά των θέσεων που υποστηρίζουν. Πρόκειται για τις αποφάσεις CIA Security International (52) και Unilever (53), οι οποίες, μολονότι αποτελούν ορόσημα στην εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου όσον αφορά την εφαρμογή, εκ μέρους των εθνικών δικαστών, των οδηγιών προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκαν τα κράτη μέλη, δεν φαίνεται να έχουν μεγάλη χρησιμότητα για την απάντηση στο ερώτημα που τίθεται επί του παρόντος (54).
Στο πλαίσιο των δύο αυτών υποθέσεων, δόθηκε μεν η απάντηση στον εθνικό δικαστή ότι έπρεπε να μην εφαρμόσει, επί διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, εθνικό τεχνικό κανόνα ο οποίος εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση στην Επιτροπή, με κατάφωρη παράβαση των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ (55), το δε Δικαστήριο φρόντισε να διευκρινίσει ότι η νομολογία του Faccini Dori (56) δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω, διότι η μη τήρηση των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας συνιστούσε ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια και οι διατάξεις αυτές δεν γεννούσαν ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις για τους ιδιώτες (57).
41. Ομοίως, το γεγονός ότι το κάθετο αποτέλεσμα διατάξεως οδηγίας ασκεί επιρροή επί των δικαιωμάτων ιδιωτών, οι οποίοι δεν αποτελούν μέρος της κάθετης σχέσεως, δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να το αναγνωρίσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της θέσεως αποτελούν η απόφαση Fratelli Costanzo (58) επί της ερμηνείας της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ (59) στο πλαίσιο προσφυγής περί ακυρώσεως της αναθέσεως συμβάσεως δημοσίου έργου (60)· η απόφαση World Wildlife Fund κ.λπ. (61) επί άλλης προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από γείτονες αεροδρομίου και δύο ενώσεις προστασίας του περιβάλλοντος, οι οποίοι έβαλλαν κατά της εγκρίσεως σχεδίου μετασκευής των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου· η απόφαση Smith & Nephew και Primecrown (62), η οποία δέχθηκε ότι ο κάτοχος αδείας κυκλοφορίας φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος, χορηγηθείσας κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ (63), δικαιούται να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας αυτής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσει το κύρος αδείας, χορηγηθείσας από την αρμόδια αρχή, δυνάμει της αυτής οδηγίας, σε ανταγωνίστριά του επιχείρηση για φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα που φέρει την ίδια ονομασία· ή η πρόσφατη απόφαση Wells (64), η οποία τονίζει ότι απλές αρνητικές συνέπειες επί των δικαιωμάτων τρίτων, ακόμη και αν είναι βέβαιες, δεν δικαιολογούν το να μην επιτρέπεται σε ιδιώτη να επικαλεστεί τις διατάξεις οδηγίας κατά του οικείου κράτους μέλους.
42. Ομοίως, δεν συμμερίζομαι την άποψη εκείνων που υποστήριξαν ότι η υπεροχή μπορεί να απορρέει μόνον από το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο ή, το πολύ, από κανονισμό, διότι αυτός ήταν ο επίδικος κανόνας στο πλαίσιο της υποθέσεως Simmenthal (65): η διάκριση αυτή φαίνεται τεχνητή και ανακριβής (66), καθόσον με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο δέχθηκε την υπεροχή τόσο της Συνθήκης όσο και των απευθείας εφαρμοστέων πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Εξάλλου, μόλις αποδειχθεί ότι κοινοτικός κανόνας είναι αντίθετος προς διάταξη ενός των κρατών μελών, αναβεβαιώνεται η υπεροχή του, η οποία αναγνωρίστηκε πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια, όποια και αν είναι η πηγή του κοινοτικού δικαίου: η Συνθήκη (67), ένας κανονισμός ή μια οδηγία (68).
43. Δεν είναι πρόθεσή μου, στο παρόν στάδιο, να συνηγορήσω υπέρ του οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών που δεν μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο, οι οποίες πληρούν τις τεθείσες από τη νομολογία προϋποθέσεις. Επίσης, δεν προτίθεμαι να παρακινήσω τους εθνικούς δικαστές να εφαρμόζουν αυτούς τους κανόνες σφετεριζόμενοι τις αρμοδιότητες του εθνικού νομοθέτη.
Ωστόσο, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με εκείνους που υποστηρίζουν ότι, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, οι ιδιώτες έχουν μόνον τη δυνατότητα να θέσουν ζήτημα αστικής ευθύνης του κράτους για τις ζημίες που προκλήθηκαν από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον, όπως θέλησε το Δικαστήριο, η λύση αυτή έχει επικουρικό χαρακτήρα και θα εφαρμοζόταν, στην περίπτωση αυτή, μόνον αν οι λοιπές εθνικές διατάξεις, οι οποίες θεσπίστηκαν για τη μεταφορά της οδηγίας 93/104, δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν σύμφωνα με το γράμμα και τους σκοπούς αυτής.
44. Υπό τις συνθήκες των προκειμένων υποθέσεων, ο ρόλος του Δικαστηρίου ως εγγυητή της ενιαίας ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, τον οποίο τούτο ασκεί ιδίως στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του να αποφαίνεται διά προδικαστικών αποφάσεων, δεν του επιτρέπει να παράσχει στον εθνικό δικαστή ως μόνη δυνατότητα την εφαρμογή διατάξεως του εσωτερικού δικαίου (69) αντίθετης, συγχρόνως, προς το γράμμα του άρθρου 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 και προς τον σκοπό της να επιφέρει βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων (70).
45. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 είναι σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη, για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτείται παρέμβαση του εθνικού νομοθέτη (71) και ότι ο Γερμανός δικαστής μπορεί να κάνει χρήση διατάξεων του νόμου περί του χρόνου εργασίας άλλων από το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, παρέλκει να υποδειχθεί στους εργαζομένους να εγείρουν αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου.
46. Πρέπει να προσθέσω ότι η επιδίωξη της οδηγίας 93/104 να προστατεύονται οι εργαζόμενοι, ως ασθενέστερο μέρος στη σχέση εργασίας, πρέπει να σταθμίζεται από τον εθνικό δικαστή, όταν ερμηνεύει τις εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (72). Το ίδιο το Δικαστήριο, με την απόφαση Unilever (73), επέμεινε στη διάκριση μεταξύ των οδηγιών οι οποίες γεννούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τους ιδιώτες και εκείνων που δεν δημιουργούν.
47. Κατά συνέπεια, φαίνεται ενδεδειγμένο να υποδειχθεί στο Arbeitsgericht Lörrach να αναλάβει τις εκ του κοινοτικού δικαίου ευθύνες του, ακολουθώντας την οδό που χάραξαν το Juzgado de Primera Instancia de Oviedo, το Tribunal Superior de Justicia de Cataluña, το Juzgado de Primera Instancia nº 35 de Barcelona, η Audiencia Provincial de Sevilla, το Arbeitsgericht Hamburg, το Tribunale Civile de Bolonia, το Corte di Cassazione της Ιταλικής Δημοκρατίας και ο Pretore de Brescia.
48. Για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, αφ’ ης στιγμής κράτος μέλος δεν έκανε χρήση της δυνατότητας του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, i, της οδηγίας 93/104, το άρθρο 6, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, του Arbeitszeitgesetz, η οποία παρέχει τη δυνατότητα παρατάσεως, διά συλλογικής συμβάσεως ή συμφωνίας σε επίπεδο επιχειρήσεως, του χρόνου εργασίας πέραν των δέκα ωρών ανά εργάσιμη ημέρα, εφόσον στον χρόνο εργασίας περιλαμβάνονται κατά κανόνα και σε μεγάλη έκταση διαστήματα επιφυλακής.
Κατά συνέπεια, το άρθρο 14 της συλλογικής συμβάσεως του γερμανικού Ερυθρού Σταυρού, στο μέτρο που στηρίζεται στο ως άνω άρθρο 7, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι εργαζόμενοι, επί των οποίων έχει εφαρμογή, δεν υποχρεούνται να εργαστούν πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσον όρο, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθρων 16, σημείο 2, και 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/104, σχετικά με τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου όρου.
IV – Πρόταση
49. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω και πάλι στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα, το οποίο υπέβαλε το Arbeitsgericht Lörrach στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, ως ακολούθως:
«Το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία τα κράτη μέλη εισάγουν παρεκκλίσεις από την περίοδο αναφοράς, όπως αυτή ορίζεται με το άρθρο 16, σημείο 2, αυτής της οδηγίας, φαίνεται σαφές, ακριβές και απαλλαγμένο αιρέσεων. Παρέχει εξάλλου, δικαιώματα στους ιδιώτες κατά τρόπον ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικλήσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, σε περίπτωση που το κράτος μέλος δεν το μετέφερε ορθώς και εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αντικείμενο των κύριων δικών είναι διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα της ως άνω διατάξεως.
Το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104, αφ’ ης στιγμής το κράτος μέλος δεν έκανε χρήση της δυνατότητας του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, i, απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο a, του Arbeitszeitgesetz, η οποία παρέχει τη δυνατότητα παρατάσεως, διά συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή συμφωνίας σε επίπεδο επιχειρήσεως, του χρόνου εργασίας πέραν των δέκα ωρών ανά εργάσιμη ημέρα, όταν στον χρόνο αυτό περιλαμβάνονται κατά κανόνα και σε μεγάλη έκταση διαστήματα επιφυλακής. Κατά συνέπεια, το άρθρο 14 της συλλογικής συμβάσεως περί των όρων εργασίας των υπαλλήλων, εργατών και μαθητευομένων του γερμανικού Ερυθρού Σταυρού, στο μέτρο που βασίζεται επί του ως άνω άρθρου 7, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι εργαζόμενοι, επί των οποίων έχει εφαρμογή, δεν υποχρεούνται να εργασθούν πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσον όρο, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθρων 16, σημείο 2, και 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/104, σχετικά με τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς για τον υπολογισμό της μέσης διάρκειας εργασίας.»