Language of document : ECLI:EU:C:2021:84

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 2ας Φεβρουαρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2003/6/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 3 – Κανονισμός (ΕΕ) 596/2014 – Άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Κατάχρηση αγοράς – Διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα – Μη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές – Άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης»

Στην υπόθεση C‑481/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουνίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

DB

κατά

Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (Consob)

παρισταμένου του:

Presidente del Consiglio dei ministri,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, E. Regan, M. Ilešič, L. Bay Larsen, A. Kumin και N. Wahl, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz, M. Safjan (εισηγητή), F. Biltgen, K. Jürimäe, I. Jarukaitis και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουλίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο DB, εκπροσωπούμενος από τους R. Ristuccia και A. Saitta, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους P. Gentili και P. G. Marrone, avvocati dello Stato,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον A. Rubio González και στη συνέχεια από τον L. Aguilera Ruiz,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους L. Visaggio και C. Biz, καθώς και από την L. Stefani,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Chavrier, E. Rebasti, I. Gurov και E. Sitbon,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, P. Rossi, T. Scharf και P. J. O. Van Nuffel,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ 2003, L 96, σ. 16), και του άρθρου 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6 και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 173, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του DB και της Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (Consob) (εθνικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς, Ιταλία), σχετικά με τη νομιμότητα κυρώσεων που επιβλήθηκαν στον DB λόγω παραβάσεων που σχετίζονται με την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών και λόγω μη συνεργασίας στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγε η Consob.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2003/6

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 37, 38 και 44 της οδηγίας 2003/6 έχουν ως εξής:

«(37)      Η αποτελεσματικότητα της εποπτείας θα εξασφαλιστεί με την παραχώρηση στην αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους ενός κοινού ελάχιστου συνόλου εξουσιών και ισχυρών μέσων δράσης. Οι επιχειρήσεις και όλοι οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στο επίπεδό τους στην ακεραιότητα της αγοράς. […]

(38)      Για να εξασφαλιστεί η επάρκεια του κοινοτικού πλαισίου καταπολέμησης της κατάχρησης αγοράς, οι παραβάσεις των απαγορεύσεων ή υποχρεώσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας πρέπει να εντοπίζονται εγκαίρως και να επιβάλλονται κυρώσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι κυρώσεις πρέπει να είναι αρκούντως αποτρεπτικές, ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης και προς τα αποκομισθέντα κέρδη και να επιβάλλονται με συνέπεια.

[…]

(44)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον [Χάρτη], και ειδικότερα από το άρθρο 11 αυτού, καθώς και από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης [για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών]. […]»

4        Το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Η αρμόδια αρχή έχει όλες τις εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης, που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων της. […]

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 7, οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ασκούνται εντός του πλαισίου της εθνικής νομοθεσίας και πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον το δικαίωμα της αρμόδιας αρχής:

α)      να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο σε οποιαδήποτε μορφή αυτού και να λαμβάνει αντίγραφό του·

β)      να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρεμβαίνουν διαδοχικά στη διαβίβαση των εντολών ή στην εκτέλεση των σχετικών πράξεων, καθώς επίσης των εντολέων τους, και, εάν είναι αναγκαίο, να καλεί ένα πρόσωπο σε ακρόαση·

[…]

3.      Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των εθνικών νομοθεσιών περί επαγγελματικού απορρήτου.»

5        Το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα αυτά να είναι αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά.

2.      Η Επιτροπή καταρτίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 17, παράγραφος 2, ενημερωτικό κατάλογο των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων της παραγράφου 1.

3.      Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συνεργασίας σε έρευνα που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 12.

[…]»

 Ο κανονισμός 596/2014

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 62, 63, 66 και 77 του κανονισμού 596/2014, ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε από τις 3 Ιουλίου 2016 την οδηγία 2003/6, έχουν ως εξής:

«(62)      Ένα σύνολο αποτελεσματικών εργαλείων, εξουσιών και πόρων για την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους εγγυάται την αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικότερα μια ελάχιστη δέσμη εποπτικών και ερευνητικών εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. […]

(63)      Οι φορείς της αγοράς και όλοι οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει και αυτοί να συνεισφέρουν στην ακεραιότητα της αγοράς. […]

[…]

(66)      Παρότι ο παρών κανονισμός ορίζει μια ελάχιστη δέσμη εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές, οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται στο πλαίσιο ενός πλήρους συστήματος εθνικής νομοθεσίας το οποίο θα εξασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. […]

[…]

(77)      Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο [Χάρτη]. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές. […]»

7        Κατά το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και της παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών»:

«Απαγορεύεται:

α)      η κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή η απόπειρα κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας·

β)      η σύσταση προς άλλο πρόσωπο να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή παρότρυνση άλλου προσώπου να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας· ή

γ)      η παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας.»

8        Το άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσίες των αρμόδιων αρχών», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

«2.      Για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:

α)      να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και άλλα δεδομένα οποιασδήποτε μορφής και να λαμβάνουν ή να παίρνουν αντίτυπο αυτών·

β)      να ζητούν ή να απαιτούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων όσων συμμετέχουν διαδοχικά στη μεταβίβαση εντολών ή στη διεξαγωγή των σχετικών εργασιών, καθώς και τους εντολείς αυτών και, όταν απαιτείται, να καλούν και να ανακρίνουν οποιοδήποτε πρόσωπο με στόχο την απόκτηση πληροφοριών·

[…]

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

[…]»

9        Το άρθρο 30 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Με την επιφύλαξη τυχόν ποινικών κυρώσεων και με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών κατά το άρθρο 23, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα κατ’ ελάχιστον για τις ακόλουθες παραβάσεις:

α)      τις παραβάσεις των άρθρων 14 και 15 […] και

β)      μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση με έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη μπορούν έως τις 3 Ιουλίου 2016 να αποφασίσουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β) του εν λόγω εδαφίου υπόκεινται ήδη σε ποινικές κυρώσεις δυνάμει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αναλυτικά στην Επιτροπή και την [Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ)] τους σχετικούς κανόνες του ποινικού δικαίου.

[…]

2.      Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και/ή να επιβάλλουν τα κατωτέρω διοικητικά μέτρα και κυρώσεις κατ’ ελάχιστον, στην περίπτωση των παραβάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχείο α):

α)      εντολή που υποχρεώνει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β)      αποστέρηση των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών λόγω της παράβασης, στον βαθμό που αυτά δύνανται να προσδιοριστούν·

γ)      δημόσια προειδοποίηση που αναφέρει το πρόσωπο που ευθύνεται και τη φύση της παράβασης·

δ)      ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας μιας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

ε)      η προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

στ)      σε περίπτωση επανειλημμένης παράβασης των άρθρων 14 ή 15, η μόνιμη απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

ζ)      η προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό·

η)      μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές που ανέρχονται έως και στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

θ)      όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές κατ’ ελάχιστον:

i)      για παραβάσεις των άρθρων 14 και 15, 5 000 000 [ευρώ], ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014· […]

[…]

Οι αναφορές στην αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου δεν περιορίζουν τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να ασκεί τις αρμοδιότητές της με οποιονδήποτε από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 23, παράγραφος 1.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη δύνανται να εκχωρούν στις αρμόδιες αρχές, βάσει του εθνικού δικαίου, άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και μπορούν να προβλέψουν υψηλότερα επίπεδα κυρώσεων από αυτά που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο.»

 Το ιταλικό δίκαιο

10      Η Ιταλική Δημοκρατία μετέφερε την οδηγία 2003/6 στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρθρο 9 του legge n. 62 – Disposizioni per l’adempimento di obblighi derivanti dall’appartenenza dell’Italia alle Comunità europee. Legge comunitaria 2004 (νόμου αριθ. 62, περί διατάξεων σχετικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν για την Ιταλία από το γεγονός ότι ανήκει στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Κοινοτικός νόμος του 2004), της 18ης Απριλίου 2005 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 76, της 27ης Απριλίου 2005). Το άρθρο αυτό ενέταξε στο decreto legislativo n. 58 – Testo unico delle disposizioni in materia di intermediazione finanziaria, ai sensi degli articoli 8 e 21 della legge 6 febbraio 1996, n. 52 (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 58, περί ενιαίου κειμένου των διατάξεων σχετικά με τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, κατά την έννοια των άρθρων 8 και 21 του νόμου 52 της 6ης Φεβρουαρίου 1996), της 24ης Φεβρουαρίου 1998 (στο εξής: ενιαίο κείμενο), διάφορες διατάξεις, μεταξύ των οποίων το άρθρο 187 bis του ως άνω ενιαίου κειμένου, σχετικά με τη διοικητική παράβαση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, και το άρθρο 187 quindecies του ίδιου ενιαίου κειμένου, σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας στο πλαίσιο έρευνας διεξαγόμενης από την Consob.

11      Το άρθρο 187 bis του ενιαίου κειμένου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, είχε τίτλο «Κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών» και προέβλεπε τα ακόλουθα:

«1.      Υπό την επιφύλαξη των ενδεχόμενων ποινικών κυρώσεων, όταν η πράξη συνιστά ποινικό αδίκημα, τιμωρείται με διοικητική χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες ευρώ έως τρία εκατομμύρια ευρώ όποιος, ενώ κατέχει προνομιακές πληροφορίες λόγω της ιδιότητας του μέλους των διοικητικών, διευθυντικών, ή εποπτικών οργάνων του εκδότη, της συμμετοχής του στο κεφάλαιο του εκδότη ή της εργασίας, της ασκήσεως επαγγέλματος ή καθηκόντων, περιλαμβανομένων και των δημοσίων:

a)      αποκτά, πωλεί ή διενεργεί άλλες πράξεις, άμεσα ή έμμεσα, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, επί χρηματοπιστωτικών μέσων, χρησιμοποιώντας τις ως άνω πληροφορίες·

b)      γνωστοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες σε άλλα πρόσωπα, εκτός εάν ενεργεί εντός του συνήθους πλαισίου ασκήσεως της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του·

c)      συνιστά ή παροτρύνει άλλα πρόσωπα, βάσει προνομιακών πληροφοριών, να προβούν σε οποιαδήποτε από τις πράξεις οι οποίες απαριθμούνται στο στοιχείο a ανωτέρω.

2.      Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 ποινή επιβάλλεται σε όποιον, ενώ κατέχει προνομιακές πληροφορίες λόγω της προπαρασκευής ή της εκτελέσεως παράνομων δραστηριοτήτων, τελεί οποιαδήποτε από τις πράξεις οι οποίες απαριθμούνται στην παράγραφο 1.

3.      Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως “χρηματοπιστωτικά μέσα” νοούνται επίσης τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, και των οποίων η αξία εξαρτάται από χρηματοπιστωτικό μέσο που διαλαμβάνεται στο άρθρο 180, παράγραφος 1, στοιχείο a).

4.      Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 ποινή επιβάλλεται επίσης σε όποιον, ενώ κατέχει προνομιακές πληροφορίες και γνωρίζει ή μπορούσε, επιδεικνύοντας συνήθη επιμέλεια, να γνωρίζει τον προνομιακό χαρακτήρα τους, τελεί οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στην ως άνω παράγραφο πράξεις.

5.      Τα διοικητικά πρόστιμα που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 4 επαυξάνονται έως το τριπλάσιο του ποσού τους ή έως και το δεκαπλάσιο της αξίας του αντληθέντος από την παράβαση προϊόντος ή ωφελήματος όταν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του παραβάτη ή της αξίας του αντληθέντος προϊόντος ή ωφελήματος, οι κυρώσεις δεν θα ήταν επαρκείς έστω και αν επιβαλλόταν το ανώτατο ποσό.

6.      Για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, η απόπειρα εξομοιώνεται με τέλεση της πράξης.»

12      Το άρθρο 187 quindecies του ενιαίου κειμένου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, είχε τίτλο «Προστασία των εποπτικών δραστηριοτήτων της Consob» και όριζε τα εξής:

«1.      Πλην των περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 2638 του codice civile [αστικού κώδικα], όποιος δεν συμμορφώνεται εμπρόθεσμα προς τα αιτήματα της Consob ή καθυστερεί την άσκηση των καθηκόντων της τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες ευρώ έως διακόσιες χιλιάδες ευρώ.»

13      Το άρθρο 187 quindecies τροποποιήθηκε με το decreto legislativo n. 129 del 2017 (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 129 του 2017). Το εν λόγω άρθρο 187 quindecies του ενιαίου κειμένου, όπως ισχύει σήμερα, φέρει τον τίτλο «Προστασία των εποπτικών δραστηριοτήτων της Banca d’Italia [Τράπεζας της Ιταλίας] και της Consob» και προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Πλην των περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 2638 του codice civile [αστικού κώδικα], σύμφωνα με το παρόν άρθρο τιμωρείται όποιος δεν συμμορφώνεται εμπρόθεσμα προς τα αιτήματα της Banca d’Italia [Τράπεζας της Ιταλίας] και της Consob ή δεν συνεργάζεται με τις αρχές αυτές για την εκτέλεση των συναφών εποπτικών καθηκόντων τους, ή καθυστερεί την άσκησή τους.

1 bis.      Εάν η παράβαση διαπράττεται από φυσικό πρόσωπο, αυτό τιμωρείται με διοικητική χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες ευρώ έως πέντε εκατομμύρια ευρώ.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Με απόφαση της 2ας Μαΐου 2012, η Consob επέβαλε στον DB, βάσει του άρθρου 187 bis του ενιαίου κειμένου, δύο χρηματικές κυρώσεις ύψους 200 000 ευρώ και 100 000 ευρώ, αντιστοίχως, για τη διοικητική παράβαση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, η οποία διαπράχθηκε από τις 19 Φεβρουαρίου έως τις 26 Φεβρουαρίου 2009 και περιλαμβάνει δύο σκέλη, ήτοι την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών και την παράνομη γνωστοποίηση τέτοιων πληροφοριών.

15      Η Consob του επέβαλε επίσης διοικητικό πρόστιμο ύψους 50 000 ευρώ για τη διοικητική παράβαση του άρθρου 187 quindecies του ενιαίου κειμένου, διότι αυτός, αφού ζήτησε επανειλημμένως την αναβολή της ακρόασης στην οποία είχε κληθεί υπό την ιδιότητα του ενημερωμένου για τα πραγματικά περιστατικά προσώπου, όταν παρουσιάστηκε στην ακρόαση, αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του απευθύνθηκαν.

16      Επιπλέον, η Consob του επέβαλε, για χρονικό διάστημα 18 μηνών, την προβλεπόμενη στο άρθρο 187 quater, παράγραφος 1, του ενιαίου κειμένου παρεπόμενη ποινή προσωρινής απώλειας της δυνατότητας ασκήσεως επαγγέλματος, επειδή δεν είχε τα εχέγγυα εντιμότητας, και δυνάμει του άρθρου 187 sexies του ενιαίου κειμένου διέταξε την κατάσχεση του ισοδυνάμου του οφέλους ή των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτησή του.

17      Ο DB άσκησε ανακοπή κατά των κυρώσεων αυτών ενώπιον του Corte d’appello di Roma (εφετείου Ρώμης, Ιταλία), το οποίο την απέρριψε. Κατά της αποφάσεως αυτής ο DB άσκησε αναίρεση ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία). Με διάταξη της 16ης Φεβρουαρίου 2018, το δικαστήριο αυτό έθεσε στο Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) δύο παρεμπίπτοντα ζητήματα συνταγματικότητας, εκ των οποίων μόνον το πρώτο είναι κρίσιμο στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής.

18      Το ζήτημα αυτό αφορά το άρθρο 187 quindecies του ενιαίου κειμένου, καθόσον η διάταξη αυτή προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για τη μη εμπρόθεσμη συμμόρφωση προς τα αιτήματα της Consob ή για την πρόκληση καθυστέρησης στην άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του φορέα αυτού, ακόμη και εις βάρος του προσώπου στο οποίο η Consob, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων της, προσάπτει την τέλεση του αδικήματος της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών.

19      Στην απόφασή του περί παραπομπής, το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισημαίνει ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 187quindecies του ενιαίου κειμένου τίθεται σε συνάρτηση με διάφορα δικαιώματα και αρχές, ορισμένα εκ των οποίων απορρέουν από το εθνικό δίκαιο, ήτοι τα δικαιώματα άμυνας και την αρχή της ισότητας των διαδίκων στη δίκη που προβλέπονται στο ιταλικό Σύνταγμα, ενώ άλλα δικαιώματα απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης.

20      Κατά το δικαστήριο αυτό, το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης (στο εξής: δικαίωμα σιωπής), το οποίο θεμελιώνεται στις συνταγματικές διατάξεις, στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου των οποίων γίνεται επίκληση, δεν δύναται να δικαιολογήσει την άρνηση του ενδιαφερομένου να παραστεί στην ακρόαση που διέταξε η Consob ούτε το ότι παρέστη στην ακρόαση αυτή με καθυστέρηση, εφόσον διασφαλίζεται το δικαίωμά του να μην απαντήσει στις ερωτήσεις που του απευθύνονται κατά τη συγκεκριμένη ακρόαση. Εν προκειμένω, όμως, δεν υφίσταται τέτοια εγγύηση.

21      Κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει, αφενός, να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος, λόγω της υποχρέωσης συνεργασίας με την αρμόδια αρχή, ο φερόμενος ως αυτουργός διοικητικής παράβασης δυνάμενης να αποτελέσει το αντικείμενο κύρωσης ποινικού χαρακτήρα να συμβάλει, εκ των πραγμάτων, στην άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος του. Το δικαστήριο αυτό υπογραμμίζει, συναφώς, ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών που προσάπτεται στον DB συνιστά τόσο διοικητική όσο και ποινική παράβαση και ότι οι σχετικές διαδικασίες μπορούν να κινηθούν και να διεξαχθούν εκ παραλλήλου, στο μέτρο που τούτο είναι συμβατό με την αρχή ne bis in idem η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη (απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψεις 42 έως 63).

22      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υφίσταται προσβολή του δικαιώματος σιωπής, το οποίο απορρέει από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπα τιμωρούνται βάσει του εθνικού δικαίου διότι δεν απάντησαν σε ερωτήσεις των διοικητικών αρχών στο πλαίσιο διαδικασιών για τη διαπίστωση διοικητικών παραβάσεων οι οποίες επισύρουν κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 3ης Μαΐου 2001, J. B. κατά Ελβετίας, CE:ECHR:2001:0503JUD003182796 §§ 63 έως 71, της 4ης Οκτωβρίου 2005, Shannon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2005:1004JUD000656303 §§ 38 έως 41, και της 5ης Απριλίου 2012, Chambaz κατά Ελβετίας, CE:ECHR:2012:0405JUD001166304 §§ 50 έως 58).

23      Κατά το αιτούν δικαστήριο, καθόσον το άρθρο 187 quindecies του ενιαίου κειμένου εισήχθη στην ιταλική έννομη τάξη προς εκτέλεση ειδικής υποχρέωσης που επιβάλλεται από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 και θέτει επί του παρόντος σε εφαρμογή το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014, ενδεχόμενη κήρυξη του εν λόγω άρθρου 187 quindecies ως αντισυνταγματικού θα προσέκρουε στο δίκαιο της Ένωσης, εάν οι ως άνω διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης ερμηνεύονταν υπό την έννοια ότι απαιτούν από τα κράτη μέλη την επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο που είναι ύποπτο για κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών τηρεί σιωπή κατά την ακρόασή του από την αρμόδια αρχή. Εντούτοις, εγείρονται αμφιβολίες ως προς τον συμβατό χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων κατά τον ως άνω τρόπο, με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, τα οποία φαίνεται να αναγνωρίζουν επίσης το δικαίωμα σιωπής εντός των ιδίων ορίων με εκείνα που συνάγονται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το ιταλικό Σύνταγμα.

24      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ακόμη ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το πρόσωπο έναντι του οποίου διεξάγεται έρευνα στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης υποχρεούται να απαντά για αμιγώς πραγματικά ζητήματα, έχει, ωστόσο, ως αποτέλεσμα να περιορίζει ουσιωδώς το περιεχόμενο του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να μη συμβάλει με τις δηλώσεις του, έστω και εμμέσως, στην αυτοενοχοποίησή του.

25      Η νομολογία αυτή, όμως, η οποία διαμορφώθηκε όσον αφορά τα νομικά και όχι τα φυσικά πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό πριν από τη θέσπιση του Χάρτη, συμβιβάζεται δυσχερώς με τον ποινικό χαρακτήρα τον οποίο αναγνώρισε το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Di Puma και Zecca (C‑596/16 και C‑597/16, EU:C:2018:192), των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στην ιταλική έννομη τάξη για τα αδικήματα κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών.

26      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο ή ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχουν ακόμη εξετάσει το ζήτημα αν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη επιβάλλουν, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 6 ΕΣΔΑ, τον σεβασμό του δικαιώματος σιωπής στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα, το αιτούν δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, πριν αποφανθεί επί του ζητήματος συνταγματικότητας που του έχει τεθεί, να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, προκειμένου το δεύτερο να προβεί σε ερμηνεία και, εφόσον απαιτείται, σε εκτίμηση του κύρους του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 και του άρθρου 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014, υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6, εφόσον εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ratione temporis, και το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014 την έννοια ότι επιτρέπουν στα κράτη μέλη να μην επιβάλλουν κυρώσεις σε όποιον αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις της αρμόδιας αρχής, από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για αδίκημα τιμωρούμενο με διοικητικές κυρώσεις “τιμωρητικού” χαρακτήρα;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, είναι το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6, εφόσον εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ratione temporis, και το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014 συμβατά με τα άρθρα 47 και 48 του [Χάρτη], υπό το πρίσμα επίσης της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών, στο μέτρο που επιβάλλουν κυρώσεις επίσης σε όποιον αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις της αρμόδιας αρχής από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για αδίκημα τιμωρούμενο με διοικητικές κυρώσεις “τιμωρητικού” χαρακτήρα;»

 Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

28      Με τις γραπτές παρατηρήσεις του, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διερωτάται αν είναι κρίσιμος, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης, ο κανονισμός 596/2014 ο οποίος, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του, δεν έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης.

29      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του νομικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη, και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να μην αποφανθεί επί αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή η εξέταση του κύρους του ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβάλλονται, καθώς και προκειμένου να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το εθνικό δικαστήριο φρονεί ότι υπάρχει ανάγκη να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά ώστε να αποφανθεί επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, Filipiak, C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψεις 40 έως 42, και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Slovenské elektrárne, C‑376/18, EU:C:2019:1068, σκέψη 24).

30      Εν προκειμένω, το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) εκτιμά ότι πρέπει να αποφανθεί επί της συνταγματικότητας του άρθρου 187 quindecies του ενιαίου κειμένου όχι μόνον όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, με το οποίο είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6, αλλά και όπως ισχύει σήμερα, καθόσον θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014. Το αιτούν δικαστήριο επικαλείται, συναφώς, τη συνοχή και τη συνέχεια που υφίστανται μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 2003/6 και εκείνων του κανονισμού 596/2014 και δικαιολογούν την από κοινού εξέταση των συσχετιζόμενων διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής και του άρθρου 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ως άνω κανονισμού.

31      Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 187 quindecies του ενιαίου κειμένου θα είχε συνέπειες και ως προς την επί του παρόντος ισχύουσα μορφή του άρθρου αυτού, το οποίο θέτει πλέον σε εφαρμογή το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014.

32      Στο πλαίσιο αυτό, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία της τελευταίας διάταξης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

33      Κατά συνέπεια, τα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

34      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 και το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στα κράτη μέλη να μην επιβάλλουν κυρώσεις σε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο έρευνας διενεργούμενης εις βάρος του από την αρμόδια δυνάμει της ως άνω οδηγίας ή του ως άνω κανονισμού αρχή, αρνείται να παράσχει απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα.

35      Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του απευθύνονται στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

36      Εξάλλου, μολονότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, τα οποία κατοχυρώνουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μνημονεύει επίσης τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Μολονότι η ΕΣΔΑ δεν συνιστά, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης, πρέπει εντούτοις να υπομνησθεί ότι, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές. Επίσης, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται σε αυτόν και αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των αντίστοιχων αυτών δικαιωμάτων χωρίς να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψεις 24 και 25).

37      Κατά τις εξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και το άρθρο 48 του Χάρτη είναι «το ίδιο» με το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία στην οποία προβαίνει σε σχέση με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48 του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως όριο ελάχιστης προστασίας [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Επικαρπίες επί γεωργικών γαιών), C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψη 72, της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 124, και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Centraal Israëlitisch Consistorie van België κ.λπ., C‑336/19, EU:C:2020:1031, σκέψη 56].

38      Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επισημάνει ότι, μολονότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν μνημονεύει ρητώς το δικαίωμα σιωπής, το δικαίωμα αυτό αποτελεί γενικώς αναγνωρισμένο διεθνή κανόνα, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο της έννοιας της δίκαιης δίκης. Το δικαίωμα αυτό, προφυλάσσοντας τον κατηγορούμενο από καταχρηστικές ενέργειες εξαναγκασμού εκ μέρους των αρχών, συμβάλλει στην αποφυγή νομικών σφαλμάτων και στη διασφάλιση του αποτελέσματος που επιδιώκεται με το εν λόγω άρθρο 6 (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Φεβρουαρίου 1996, John Murray κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1996:0208JUD001873191 § 45).

39      Προσβολή του δικαιώματος σιωπής, του οποίου η προστασία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι, στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης, η κατηγορούσα αρχή θεμελιώνει την επιχειρηματολογία της χωρίς να χρησιμοποιεί αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν μέσω εξαναγκασμού ή πίεσης, παρά την αντίθετη βούληση του κατηγορουμένου (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 17ης Δεκεμβρίου 1996, Saunders κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1996:1217JUD001918791 § 68), υφίσταται, ιδίως, στην περίπτωση υπόπτου ο οποίος, απειλούμενος ότι θα του επιβληθούν ποινές εάν δεν καταθέσει, είτε καταθέτει είτε τιμωρείται επειδή αρνείται να το πράξει (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2016:0913JUD005054108 § 267).

40      Το δικαίωμα σιωπής λογικά δεν μπορεί να περιορίζεται στις ομολογίες παρανομιών ή στις δηλώσεις που στρέφονται άμεσα κατά του εξεταζόμενου προσώπου, αλλά καλύπτει επίσης πληροφορίες επί πραγματικών γεγονότων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταγενέστερα προς στήριξη της κατηγορίας και, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν την καταδίκη ή την ποινή που επιβάλλεται στο πρόσωπο αυτό (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 17ης Δεκεμβρίου 1996, Saunders κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1996:1217JUD001918791 § 71, και της 19ης Μαρτίου 2015, Corbet κ.λπ. κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2015:0319JUD000749411 § 34).

41      Ωστόσο, το δικαίωμα σιωπής δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάθε άρνηση συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές, όπως η άρνηση εμφάνισης σε ακρόαση οριζόμενη από τις αρχές αυτές ή παρελκυστικές μεθοδεύσεις με σκοπό την αναβολή της διεξαγωγής της ακρόασης.

42      Όσον αφορά το ζήτημα υπό ποιες προϋποθέσεις το εν λόγω δικαίωμα πρέπει επίσης να τηρείται στο πλαίσιο διαδικασιών για τη διαπίστωση διοικητικών παραβάσεων, υπογραμμίζεται ότι το ίδιο δικαίωμα δύναται να ασκηθεί στο πλαίσιο διαδικασιών που μπορούν να καταλήξουν στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα. Τρία κριτήρια είναι κρίσιμα για την εκτίμηση του εν λόγω χαρακτήρα. Το πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παράβασης κατά το εθνικό δίκαιο, το δεύτερο αφορά την ίδια τη φύση της παράβασης και το τρίτο σχετίζεται με τον βαθμό αυστηρότητας της κύρωσης η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στο συγκεκριμένο πρόσωπο (απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψη 28).

43      Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των κριτηρίων αυτών, εάν οι επίμαχες στην κύρια δίκη διοικητικές κυρώσεις έχουν ποινικό χαρακτήρα, το αιτούν δικαστήριο ορθώς υπενθυμίζει, πάντως, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ορισμένες από τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλει η Consob επιδιώκουν κατασταλτικό σκοπό και ενέχουν αυξημένο βαθμό αυστηρότητας, καθόσον ενδέχεται να έχουν ποινικό χαρακτήρα (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2018, Di Puma και Zecca, C‑596/16 και C‑597/16, EU:C:2018:192, σκέψη 38, και της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψεις 34 και 35). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει καταλήξει, κατ’ ουσίαν, στο ίδιο συμπέρασμα (απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Μαρτίου 2014, Grande Stevens κ.λπ. κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2014:0304JUD001864010 § 101).

44      Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, εν προκειμένω, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον DB από την εμπλεκόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης εποπτική αρχή δεν έπρεπε να έχουν ποινικό χαρακτήρα, η απαίτηση σεβασμού του δικαιώματος σιωπής στο πλαίσιο διαδικασίας έρευνας που διενεργεί η αρχή αυτή μπορεί επίσης να οφείλεται στο γεγονός, το οποίο επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του ίδιου προσώπου, προκειμένου να αποδειχθεί η τέλεση αξιόποινης πράξεως.

45      Λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 35 έως 44 της παρούσας απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μεταξύ των εγγυήσεων οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και από το άρθρο 48 του Χάρτη και των οποίων η τήρηση επιβάλλεται τόσο στα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσο και στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα σιωπής φυσικού προσώπου το οποίο «κατηγορείται» κατά την έννοια της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές. Το δικαίωμα αυτό αντιτίθεται, μεταξύ άλλων, στην επιβολή κυρώσεων στο πρόσωπο αυτό λόγω της άρνησής του να παράσχει στην αρμόδια δυνάμει της οδηγίας 2003/6 ή του κανονισμού 596/2014 αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

46      Η ανάλυση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, από την οποία προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης των κανόνων αυτών, η οικεία επιχείρηση μπορεί να υποχρεωθεί να παράσχει όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία ως προς τα πραγματικά περιστατικά που ενδεχομένως γνωρίζει και, εν ανάγκη, να κοινοποιήσει τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της, ακόμη και αν αυτά μπορούν να χρησιμεύσουν για να αποδειχθεί, ενδεχομένως και εις βάρος της, η ύπαρξη συμπεριφοράς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1989, Orkem κατά Επιτροπής, 374/87, EU:C:1989:387, σκέψη 34, της 29ης Ιουνίου 2006, Επιτροπή κατά SGL Carbon, C‑301/04 P, EU:C:2006:432, σκέψη 41, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψη 34).

47      Πράγματι, αφενός, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στην εν λόγω επιχείρηση η υποχρέωση να παράσχει απαντήσεις από τις οποίες θα οδηγούνταν στην αποδοχή της ύπαρξης μιας τέτοιας παράβασης (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1989, Orkem κατά Επιτροπής, 374/87, EU:C:1989:387, σκέψη 35, και της 29ης Ιουνίου 2006, Επιτροπή κατά SGL Carbon, C‑301/04 P, EU:C:2006:432, σκέψη 42).

48      Αφετέρου, όπως επισημαίνει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, η νομολογία που υπομνήσθηκε στις δύο προηγούμενες σκέψεις της παρούσας απόφασης αφορά διαδικασίες δυνάμενες να οδηγήσουν στην επιβολή κυρώσεων σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων. Δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής κατ’ αναλογίαν όταν πρόκειται να καθοριστεί το περιεχόμενο του δικαιώματος σιωπής φυσικών προσώπων, όπως ο DB, κατά των οποίων διεξάγεται διαδικασία λόγω παραβάσεων που σχετίζονται με την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.

49      Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο ως προς το κύρος του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 και του άρθρου 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014, υπό το πρίσμα του δικαιώματος σιωπής που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 48 του Χάρτη, πρέπει επίσης να εξετασθεί αν οι εν λόγω διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που συνάδει προς το εν λόγω δικαίωμα σιωπής, υπό την έννοια ότι δεν υποχρεώνουν να επιβάλλονται κυρώσεις σε φυσικό πρόσωπο λόγω της άρνησής του να παράσχει στην αρμόδια βάσει της ως άνω οδηγίας ή κανονισμού αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

50      Συναφώς, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, σύμφωνα με γενική ερμηνευτική αρχή, οι πράξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη θίγεται το κύρος τους και να συνάδουν με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και δη με τις διατάξεις του Χάρτη. Ως εκ τούτου, οσάκις οι εν λόγω πράξεις επιδέχονται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία που τις καθιστά σύμφωνες με το πρωτογενές δίκαιο και όχι εκείνη η οποία θα συνεπαγόταν το ασυμβίβαστό τους με το πρωτογενές δίκαιο [απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M. κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 77]. Εξάλλου, τόσο η αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας 2003/6 όσο και η αιτιολογική σκέψη 77 του κανονισμού 596/2014 υπογραμμίζουν ότι οι δύο αυτές πράξεις σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρούν τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη.

51      Όσον αφορά, καταρχάς, το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6, αυτό ορίζει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συνεργασίας σε έρευνα που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής. Το τελευταίο αυτό άρθρο διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εάν είναι αναγκαίο, να καλέσει ένα πρόσωπο σε ακρόαση.

52      Μολονότι το γράμμα των δύο αυτών διατάξεων δεν αποκλείει ρητώς το ενδεχόμενο εφαρμογής της υποχρέωσης που επιβάλλεται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις ισχύουσες σε τέτοια περίπτωση κυρώσεις και στην περίπτωση άρνησης ενός προσώπου, στο πλαίσιο της ακρόασής του, να παράσχει στην εν λόγω αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του, κανένα στοιχείο του γράμματος του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 δεν αντιτίθεται σε ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά την οποία η ως άνω υποχρέωση δεν τυγχάνει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

53      Όσον αφορά, στη συνέχεια, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014, η διάταξη αυτή επιβάλλει τον καθορισμό διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης με έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, του οποίου το στοιχείο βʹ διευκρινίζει ότι τούτο περιλαμβάνει την ανάκριση προσώπου με στόχο την απόκτηση πληροφοριών.

54      Σημειώνεται ωστόσο ότι, μολονότι το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 596/2014 απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, ιδίως στις περιπτώσεις του στοιχείου βʹ της διάταξης αυτής, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν την επιβολή τέτοιων κυρώσεων ή μέτρων στα φυσικά πρόσωπα τα οποία, στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα, αρνούνται να παράσχουν στην αρμόδια αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη τους για μια τέτοια παράβαση ή η ποινική τους ευθύνη.

55      Ως εκ τούτου, τόσο το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 όσο και το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014 επιδέχονται ερμηνεία σύμφωνη με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, κατά την οποία δεν απαιτείται να επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο κύρωση λόγω της άρνησής του να παράσχει στην αρμόδια αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

56      Το κύρος των διατάξεων αυτών του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, ερμηνευόμενων κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θίγεται, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, επειδή δεν αποκλείουν ρητώς την επιβολή κύρωσης για τέτοια άρνηση.

57      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να κάνουν χρήση της εξουσίας εκτίμησης που τους αναγνωρίζει διάταξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης κατά τρόπο που συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E., C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψεις 53 και 54). Επομένως, στο πλαίσιο της εφαρμογής των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2003/6 ή από τον κανονισμό 596/2014, οφείλουν να διασφαλίζουν, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης, ότι, σύμφωνα με το δικαίωμα σιωπής που κατοχυρώνεται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις σε φυσικό πρόσωπο λόγω της άρνησής του να της παράσχει απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

58      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6 και το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 596/2014, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στα κράτη μέλη να μην επιβάλλουν κυρώσεις σε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο έρευνας διενεργούμενης εις βάρος του από την αρμόδια δυνάμει της ως άνω οδηγίας ή του ως άνω κανονισμού αρχή, αρνείται να παράσχει στην αρχή αυτή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), και το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6 και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στα κράτη μέλη να μην επιβάλλουν κυρώσεις σε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο έρευνας διενεργούμενης εις βάρος του από την αρμόδια δυνάμει της ως άνω οδηγίας ή του ως άνω κανονισμού αρχή, αρνείται να παράσχει στην αρχή αυτή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.