Language of document : ECLI:EU:C:2018:262

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 19ης Απριλίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Οδηγία 86/653/ΕΟΚ – Δικαίωμα του εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας – Άρθρο 17 – Αποκλεισμός του δικαιώματος αποζημιώσεως σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης στη σύμβαση δοκιμαστικής περιόδου»

Στην υπόθεση C‑645/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Conseils et mise en relations (CMR) SARL

κατά

Demeures terre et tradition SARL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, E. Juhász, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Demeures terre και tradition SARL, εκπροσωπούμενη από τον F. Molinié, avocat,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και R. Coesme,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και M. Hellmann,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις J. Hottiaux και Ε. Τσερέπα-Lacombe,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17 της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ 1986, L 382, σ. 17).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Conseils et mise en relations (CMR) SARL και της Demeures terre et tradition SARL (στο εξής: DTT), όσον αφορά αγωγή την οποία άσκησε η CMR με αίτημα την καταβολή, αφενός, αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας που είχε συνάψει με την DTT και, αφετέρου, αποζημιώσεως λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της συμβάσεως αυτής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 86/653 έχουν ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εμπορικής αντιπροσώπευσης επηρεάζουν αισθητά στο εσωτερικό της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] τις συνθήκες ανταγωνισμού και άσκησης του επαγγέλματος, επηρεάζουν την προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους και είναι επιζήμιες για την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων· εξάλλου, οι διαφορές αυτές είναι δυνατό να παρεμποδίζουν αισθητά τη σύναψη και τη λειτουργία των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και εμπορικού αντιπροσώπου που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη·

[εκτιμώντας] ότι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών πρέπει να διενεργούνται υπό συνθήκες που προσιδιάζουν σε ενιαία αγορά, πράγμα που επιβάλλει την προσέγγιση των συστημάτων δικαίου των κρατών μελών στον απαραίτητο βαθμό για την καλή λειτουργία της κοινής αυτής αγοράς· ότι, για τον σκοπό αυτό, οι έστω ενοποιημένοι κανόνες για τις συγκρούσεις νόμων δεν εξαλείφουν στον τομέα της εμπορικής αντιπροσωπείας τις προαναφερόμενες δυσχέρειες και συνεπώς δεν καθιστούν περιττή την προτεινόμενη εναρμόνιση».

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«1.       Τα μέτρα εναρμόνισης που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, που διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στους εμπορικούς αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευoμένους από αυτούς.

2.      Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, “εμπορικός αντιπρόσωπος” είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.

[...]»

5        Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ’ αποκοπή αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2.      α)      Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση εάν και εφόσον:

–        έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, και

–        η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.[...]

β)      Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με μια ετήσια αποζημίωση υπολογιζόμενη με βάση τον μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.

γ)      Η χορήγηση αυτής της κατ’ αποκοπή αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη.

3.      Ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας που υφίσταται λόγω της διακοπής των σχέσεων με τον αντιπροσωπευόμενο.

Η ζημία αυτή οφείλεται ιδίως στη λύση της σύμβασης υπό όρους:

–      που στερούν τον εμπορικό αντιπρόσωπο από προμήθειες που θα του παρείχε η ομαλή εκτέλεση της σύμβασης ενώ συγχρόνως προσπορίζουν στον αντιπροσωπευόμενο σημαντικά πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου,

–      ή/και που δεν επέτρεψαν στον αντιπρόσωπο να αποσβέσει τα έξοδα και τις δαπάνες που ανέλαβε κατόπιν υποδείξεων του αντιπροσωπευόμενου για την εκτέλεση της σύμβασης.»

6        Το άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Η κατ’ αποκοπή αποζημίωση ή η ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 17 δεν οφείλεται:

α)      όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε βάσει της εθνικής νομοθεσίας καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο·

β)      όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός αν η λύση αυτή οφείλεται σε πταίσμα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του·

γ)      όταν, μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.»

7        Το άρθρο 19 της οδηγίας 86/653 ορίζει:

«Τα μέρη δεν μπορούν πριν από τη λήξη της σύμβασης να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.»

 Το γαλλικό δίκαιο

8        Το άρθρο L. 134-12 του code de commerce (εμπορικού κώδικα) προβλέπει:

«Σε περίπτωσης διακοπής των σχέσεων με τον αντιπροσωπευόμενο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκπίπτει του δικαιώματος αποζημιώσεως αν δεν γνωστοποιήσει στον αντιπροσωπευόμενο, εντός προθεσμίας ενός έτους από τη λύση της συμβάσεως, ότι προτίθεται να ασκήσει τα δικαιώματά του.

Οι διάδοχοι του εμπορικού αντιπροσώπου έχουν επίσης δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας όταν η σύμβαση λύθηκε λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9        Στις 2 Δεκεμβρίου 2011 η DTT συνήψε με τη CMR σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας με αντικείμενο την πώληση μονοκατοικιών. Στη σύμβαση αυτή, η DTT και η CMR είχαν, αντιστοίχως, την ιδιότητα του αντιπροσωπευόμενου και του αντιπροσώπου. Η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε δοκιμαστική περίοδο δώδεκα μηνών, κατόπιν της οποίας θα καθίστατο αορίστου χρόνου, καθώς και τη δυνατότητα των συμβαλλομένων να καταγγείλουν τη σύμβαση κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τηρουμένης προθεσμίας προειδοποιήσεως δεκαπέντε ημερών κατά τον πρώτο μήνα και ενός μήνα μετά τον πρώτο μήνα. Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας έθετε ως στόχο την πραγματοποίηση 25 πωλήσεων ετησίως.

10      Με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 2012, η DTT γνωστοποίησε στη CMR την απόφασή της να καταγγείλει τη σύμβαση αυτή, κατά τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας προειδοποιήσεως του ενός μήνα. Η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής συνίστατο στη μη επίτευξη του στόχου που είχε τεθεί από την εν λόγω σύμβαση, δεδομένου ότι η CMR είχε πραγματοποιήσει μόνο μία πώληση σε διάστημα πέντε μηνών.

11      Με δικόγραφο της 20ής Μαρτίου 2013, η CMR άσκησε αγωγή κατά της DTT ενώπιον του tribunal de commerce d’Orléans (δικαστηρίου εμπορικών διαφορών Ορλεάνης, Γαλλία) με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας εξαιτίας της λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, καθώς και αποζημιώσεως λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της συμβάσεως. Με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει τα αιτήματα της CMR.

12      Στις 14 Φεβρουαρίου 2014 η DTT άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής. Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, το cour d’appel d’Orléans (εφετείο Ορλεάνης, Γαλλία) εξαφάνισε εν μέρει την απόφαση του tribunal de commerce d’Orléans (δικαστηρίου εμπορικών διαφορών Ορλεάνης). Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο L. 134-12 του εμπορικού κώδικα αποζημίωση δεν οφείλεται σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η καταγγελία της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της DTT και CMR δεν ήταν καταχρηστική, δεδομένου ότι μία και μόνη πώληση πραγματοποιήθηκε σε πέντε μήνες, ενώ ο στόχος που καθορίστηκε με τη σύμβαση αυτή ήταν είκοσι πέντε πωλήσεις ετησίως.

13      Επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η CMR κατά της αποφάσεως αυτής, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) επισήμανε, πρώτον, ότι η απόφαση του cour d’appel d’Orléans (εφετείου Ορλεάνης) εφάρμοσε πάγια νομολογία του chambre commerciale, financière et économique (τμήματος εμπορικών, χρηματοπιστωτικών και οικονομικών υποθέσεων) του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), κατά την οποία δεν υφίσταται δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου. Δεύτερον, το ως άνω δικαστήριο τόνισε ότι η οδηγία 86/653 δεν αναφέρεται σε ενδεχόμενη δοκιμαστική περίοδο, οπότε οι συμβαλλόμενοι σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας δύνανται να προβλέπουν μια τέτοια περίοδο, χωρίς τούτο να συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Τρίτον, το εν λόγω δικαστήριο, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, υπενθύμισε ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου στις σχέσεις του με τον αντιπροσωπευόμενο και ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβάλλοντα στην προστασία αυτή.

14      Υπό τις συνθήκες αυτές το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 17 της οδηγίας [86/653] σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης σε αυτή δοκιμαστικής περιόδου;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

15      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 17 της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι τα συστήματα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, στις παραγράφους 2 και 3 αντιστοίχως, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, εφαρμόζονται όταν η λύση αυτή επέρχεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου η οποία προβλέπεται στη σύμβαση αυτή.

16      Εισαγωγικά, πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον η οδηγία 86/653 αντιτίθεται στη συνομολόγηση ρήτρας δοκιμαστικής περιόδου σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.

17      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, η οδηγία αυτή δεν περιέχει καμία αναφορά στην έννοια της «δοκιμαστικής περιόδου». Δεδομένου ότι καμία διάταξη της εν λόγω οδηγίας δεν ρυθμίζει τη συνομολόγηση ρήτρας δοκιμαστικής περιόδου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια συνομολόγηση, η οποία εμπίπτει στη συμβατική ελευθερία των μερών της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, δεν απαγορεύεται, καθεαυτή, από την εν λόγω οδηγία.

18      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το chambre commerciale, financière et économique (τμήμα εμπορικών, χρηματοπιστωτικών και οικονομικών υποθέσεων) του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) έκρινε ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν έχει κανένα δικαίωμα αποζημιώσεως όταν η λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας επέρχεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου.

19      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφήνει όμως την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών».

20      Όπως επίσης υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, μολονότι η οδηγία 86/653 δεν αντιτίθεται σε συνομολόγηση ρήτρας δοκιμαστικής περιόδου σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, εντούτοις η πλήρης αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής δεν πρέπει να θίγεται από τα έννομα αποτελέσματα που αναγνωρίζει στη δοκιμαστική αυτή περίοδο το εθνικό δίκαιο.

21      Υπό το πρίσμα ακριβώς των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να εξεταστεί εάν η συνομολόγηση ρήτρας δοκιμαστικής περιόδου σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εμποδίζει την εφαρμογή των συστημάτων αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας, που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, αντιστοίχως, του άρθρου 17 της οδηγίας 86/653, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου.

22      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω του άρθρου 17 της οδηγίας 86/653, πρέπει να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη το γράμμα της, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί της (απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Angerer, C‑477/13, EU:C:2015:239, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου αυτού, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/653, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη «λύση της σύμβασης», αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη. Ομοίως, το άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της «διακοπής των σχέσεων με τον αντιπροσωπευόμενο». Επομένως, το δικαίωμα αποζημιώσεως ή αποκαταστάσεως της ζημίας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαρτάται από τη λύση της συμβατικής του σχέσεως με τον αντιπροσωπευόμενο.

24      Μολονότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, η συνομολόγηση δοκιμαστικής περιόδου αποσκοπεί στη διευκόλυνση της καταγγελίας συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ετούτοις η λύση της εν λόγω συμβάσεως κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου που προβλέπεται στη σύμβαση αυτή συνιστά «λύση της σύμβασης» ή «διακοπή [των] σχέσεων [του εμπορικού αντιπροσώπου] με τον αντιπροσωπευόμενο» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 86/653.

25      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, η νομολογία του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) που παρατίθεται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν έχει κανένα δικαίωμα αποζημιώσεως όταν η λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας επέρχεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, στηρίζεται στην εκτίμηση ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας δεν έχει ακόμη συναφθεί οριστικώς.

26      Η ερμηνεία αυτή δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην οδηγία 86/653. Αντιθέτως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών του, η σχέση μεταξύ εμπορικού αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 86/653, υφίσταται από τη στιγμή της συνάψεως της συμβάσεως που έχει ως αντικείμενο είτε τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων είτε τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των πράξεων αυτών για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ανεξάρτητα από το αν στη σύμβαση αυτή προβλέπεται δοκιμαστική περίοδος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής έχουν εφαρμογή από τη στιγμή της συνάψεως της εν λόγω συμβάσεως μεταξύ του αντιπροσωπευομένου και του εμπορικού αντιπροσώπου, έστω και αν στη σύμβαση αυτή προβλέπεται δοκιμαστική περίοδος.

27      Δεύτερον, όπως προκύπτει από το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 86/653, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημίωση, μεταξύ άλλων, εάν έφερε νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο ή εάν προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο αντιπροσωπευόμενος διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, το ποσό της αποζημιώσεως αυτής εξαρτάται από την επίδοση του εμπορικού αντιπροσώπου κατά τη διάρκεια της συμβάσεως. Ομοίως, από το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ιδίως όταν η ζημία αυτή προήλθε από τη διακοπή των συμβατικών σχέσεων υπό όρους που στερούν τον αντιπρόσωπο αυτόν από τις προμήθειες που θα του παρείχε η εκτέλεση της συμβάσεως, ενώ συγχρόνως προσπορίζουν στον αντιπροσωπευόμενο σημαντικά πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τη δραστηριότητα του εν λόγω αντιπροσώπου και/ή υπό όρους που δεν επέτρεψαν στον εμπορικό αντιπρόσωπο να αποσβέσει τα έξοδα και τις δαπάνες που ανέλαβε για την εκτέλεση της συμβάσεως κατόπιν υποδείξεων του αντιπροσωπευόμενου.

28      Επομένως, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 26 και 50 των προτάσεών του, από το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 86/653 προκύπτει ότι τα συστήματα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν έχουν ως σκοπό την επιβολή κυρώσεως για τη λύση της συμβάσεως, αλλά την αποζημίωση του εμπορικού αντιπροσώπου για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του οι οποίες εξακολουθούν να προσπορίζουν στον αντιπροσωπευόμενο πλεονεκτήματα και μετά τη διακοπή των συμβατικών σχέσεων ή για τα έξοδα και τις δαπάνες που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος για τους σκοπούς των παροχών αυτών. Επομένως, ο εν λόγω αντιπρόσωπος δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα αποζημιώσεως ή αποκαταστάσεως της ζημίας απλώς και μόνον επειδή η λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας επήλθε κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής.

29      Συνεπώς, από το γράμμα του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι το δικαίωμα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας υφίσταται ακόμη και αν η διακοπή της συμβατικής σχέσεως μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του εμπορικού αντιπροσώπου επέρχεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου.

30      Οι προεκτεθείσες εκτιμήσεις ενισχύονται από την ανάλυση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 17 της οδηγίας 86/653 καθώς και του σκοπού της οδηγίας αυτής.

31      Πρώτον, όσον αφορά το πλαίσιο του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι το άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας απαριθμεί περιοριστικά τις περιπτώσεις στις οποίες δεν οφείλεται αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας. Η λύση της συμβάσεως κατά τη δοκιμαστική περίοδο δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις αυτές. Περαιτέρω, εφόσον το εν λόγω άρθρο 18 συνιστά εξαίρεση από το δικαίωμα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Ως εκ τούτου, το εν λόγω άρθρο δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να προστεθεί ένας επιπλέον λόγος απώλειας της αξιώσεως καταβολής αποζημιώσεως ή αποκαταστάσεως της ζημίας ο οποίος δεν προβλέπεται ρητώς στο άρθρο αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, Volvo Car Germany, C‑203/09, EU:C:2010:647, σκέψη 42). Το να θεωρηθεί ότι δεν οφείλεται καμία αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας όταν η διακοπή των συμβατικών σχέσεων επέρχεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου θα ισοδυναμούσε ακριβώς με το να γίνει δεκτός λόγος απώλειας της αξιώσεως ο οποίος δεν προβλέπεται στο άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας.

32      Αφετέρου, το άρθρο 19 της οδηγίας 86/653 απαγορεύει στα συμβαλλόμενα μέρη, πριν από τη λήξη της σύμβασης, να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 της οδηγίας σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, συνιστά παρέκκλιση σε βάρος του εν λόγω εμπορικού αντιπροσώπου το να γίνει δεκτό ότι η συνομολόγηση ρήτρας δοκιμαστικής περιόδου σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας συνεπάγεται ότι δεν υφίσταται δικαίωμα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, τούτο θα ισοδυναμούσε με το να εξαρτάται η χορήγηση ή η άρνηση της χορηγήσεως αποζημιώσεως στον εμπορικό αντιπρόσωπο απλώς και μόνον από τη συνομολόγηση ή όχι ρήτρας δοκιμαστικής περιόδου στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.

33      Δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας 86/653, υπενθυμίζεται ότι από τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική σκέψη της προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να προστατεύσει τους εμπορικούς αντιπροσώπους στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους (απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, ERGO Poist’ovňa, C‑48/16, EU:C:2017:377, σκέψη 41).

34      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα άρθρα 17 και 18 της εν λόγω οδηγίας έχουν καθοριστική σημασία, διότι καθορίζουν το επίπεδο προστασίας το οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης κρίνει εύλογο να παρασχεθεί στους εμπορικούς αντιπροσώπους στο πλαίσιο της δημιουργίας της ενιαίας αγοράς (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Unamar, C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 39). Περαιτέρω, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 17 έως 19 της ίδιας οδηγίας αποσκοπούν στην προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας. Το καθεστώς που θεσπίστηκε προς τούτο με την οδηγία 86/653 έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2000, Ingmar, C‑381/98, EU:C:2000:605, σκέψη 21, και της 23ης Μαρτίου 2006, Honyvem Informazioni Commerciali, C‑465/04, EU:C:2006:199, σκέψη 22).

35      Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, δεδομένου του σκοπού της οδηγίας 86/653, αποκλείεται κάθε ερμηνεία του άρθρου 17 της οδηγίας αυτής η οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι λειτουργεί σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2009, Semen, C‑348/07, EU:C:2009:195, σκέψη 21).

36      Η ερμηνεία κατά την οποία δεν οφείλεται καμία αποζημίωση σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου δεν είναι συμβατή με τον χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου του συστήματος που θεσπίζεται με το άρθρο 17 της οδηγίας 86/653. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία, η οποία εξαρτά τη χορήγηση αποζημιώσεως από τη συνομολόγηση ή όχι ρήτρας δοκιμαστικής περιόδου σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επίδοση του εμπορικού αντιπροσώπου ή τα έξοδα και οι δαπάνες στα οποία υποβλήθηκε, αντιθέτως προς τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, συνιστά, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που παρατίθενται στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, ερμηνεία σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου, ο οποίος στερείται κάθε αποζημίωση απλώς και μόνον επειδή η σύμβαση που τον συνδέει με τον αντιπροσωπευόμενο περιλαμβάνει δοκιμαστική περίοδο.

37      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αντιβαίνει στον σκοπό της οδηγίας 86/653 ερμηνεία του άρθρου 17 αυτής κατά την οποία δεν οφείλεται καμία αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας όταν η λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας επέρχεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου.

38      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17 της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι τα συστήματα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας που προβλέπει το άρθρο αυτό, στις παραγράφους 2 και 3 αντιστοίχως, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας έχουν εφαρμογή όταν η λύση αυτή επέρχεται κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης στη σύμβαση δοκιμαστικής περιόδου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 17 της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχει την έννοια ότι τα συστήματα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας που προβλέπει το άρθρο αυτό, στις παραγράφους 2 και 3 αντιστοίχως, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας έχουν εφαρμογή όταν η λύση αυτή επέρχεται κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης στη σύμβαση δοκιμαστικής περιόδου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.