Language of document : ECLI:EU:C:2016:782

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 19ης Οκτωβρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑452/16 PPU

Openbaar Ministerie

κατά

Krzysztof Marek Poltorak

[αίτηση του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Έννοιες “δικαστική αρχή” και “δικαστική απόφαση”»





1.        Στο σύστημα που καθιερώθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ (2), η οποία αντικατέστησε τον παραδοσιακό μηχανισμό εκδόσεως, τον κύριο ρόλο έχουν οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, η απόφαση-πλαίσιο αφορά τόσο τη δικαστική αρχή εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (3) όσο και τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, στο κράτος παραλήπτη, η οποία οφείλει να το εκτελέσει.

2.        Το Δικαστήριο δεν έχει μέχρι τούδε κληθεί να ερμηνεύσει τις έννοιες «δικαστική αρχή» (άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου) και «δικαστική απόφαση» (άρθρο 1 του εν λόγω νομοθετήματος). Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) υποβάλλει στο Δικαστήριο τέσσερα ερωτήματα με τα οποία ζητεί, εν ολίγοις, να αποσαφηνισθεί το εννοιολογικό περιεχόμενο των ως άνω όρων, για τους σκοπούς της διεκπεραιώσεως ή, ενδεχομένως, της απορρίψεως ΕΕΣ εκδοθέντος από σουηδική αστυνομική αρχή, προς εκτέλεση τελεσίδικης αποφάσεως.

3.        Παράλληλα με την παρούσα υπόθεση το ίδιο αιτούν δικαστήριο υπέβαλε άλλα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την έννοια της δικαστικής αποφάσεως, η οποία απαντά μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου προϋποθέσεις, ερωτήματα τα οποία δεν σχετίζονται με το ΕΕΣ, αλλά με το εθνικό ένταλμα συλλήψεως που πρέπει να προηγείται αυτού. Αναπτύσσω τις προτάσεις μου την ίδια ημέρα στην άλλη αυτή υπόθεση (4).

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Συνθήκη ΕΕ

4.        Κατά το άρθρο 6 ΣΕΕ:

«1.      Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων [στο εξής: Χάρτης] […], ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες.

Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές του Χάρτη ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πηγές των εν λόγω διατάξεων.

2.      Η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών[, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)]. Η προσχώρηση στην εν λόγω Σύμβαση δεν μεταβάλλει τις αρμοδιότητες της Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες.

3.      Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την [ΕΣΔΑ] και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.»

2.      Ο Χάρτης

5.        Το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου», ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.

[…]»

3.      Η απόφαση-πλαίσιο

6.        Η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως-πλαισίου έχει ως εξής:

«Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. […]»

7.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου:

«Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.»

8.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως-πλαισίου:

«Ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της [Σ]υνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 της εν λόγω συνθήκης με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου.»

9.        Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα εξής:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της [Σ]υνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

10.      Το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών», ορίζει τα εξής:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

3.      Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

11.      Κατά το άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο αφορά την κεντρική αρχή:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να ορίσει μια κεντρική αρχή ή, εφόσον η έννομη τάξη του το προβλέπει, κεντρικές αρχές για να επικουρούν τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.      Ένα κράτος μέλος δύναται, εάν είναι αναγκαίο λόγω της οργάνωσης του εσωτερικού δικαστικού του συστήματος, να αναθέτει στην ή στις κεντρικές αρχές του τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και κάθε επίσημη αλληλογραφία που την ή τις αφορά.

[…]»

12.      Ως προς τη σχέση της αποφάσεως-πλαισίου με άλλα νομοθετήματα, το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, αυτής, ορίζει τα εξής:

«1.       Με την επιφύλαξη της εφαρμογής τους στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων κρατών, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αντικαθιστά, από την 1η Ιανουαρίου 2004, τις αντίστοιχες διατάξεις των ακόλουθων συμβάσεων που ισχύουν όσον αφορά την έκδοση στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών:

α)      ευρωπαϊκή σύμβαση εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957, πρόσθετο πρωτόκολλο της 15ης Οκτωβρίου 1975, δεύτερο πρόσθετο πρωτόκολλο της 17ης Μαρτίου 1978 και ευρωπαϊκή σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας της 27ης Ιανουαρίου 1977, στο μέτρο που αφορά την έκδοση·

[…]».

 Β –      Το σουηδικό δίκαιο

13.      Στις 29 Μαΐου 2009 η Σουηδία γνωστοποίησε (5) στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου, τις ακόλουθες επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις αρμόδιες βάσει του εθνικού της δικαίου δικαστικές αρχές:

«[Σχετικά με το] Άρθρο 6, παράγραφος 3

Οι ακόλουθες αρχές είναι αρμόδιες στη Σουηδία για την έκδοση και την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

Δικαστική αρχή έκδοσης

[…]

Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας εκδίδεται από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση (Rikspolisstyrelsen) […]».

14.      Κατά τη διάταξη περί παραπομπής και όπως επιβεβαίωσε η Σουηδική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκτέλεση των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, καθώς και των αποφάσεων που πρέπει να εκδοθούν συναφώς μεταγενέστερα στην εν λόγω χώρα ανατίθεται σε αρχές διάφορες των δικαστικών και, ειδικότερα, διάφορες των δικαστηρίων που εξέδωσαν τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις (6).

15.      Ομοίως, απαντώντας στην αίτηση του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ) περί παροχής πληροφοριών, με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 2016 η σουηδική αστυνομική αρχή (Swedish Police Authority) ενημέρωσε ότι η εν λόγω αρχή:

α)      είναι αρμόδια για την έκδοση ΕΕΣ το οποίο έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής·

β)      εκδίδει ΕΕΣ μόνον κατ’ αίτηση του Σουηδικού Ιδρύματος Σωφρονιστικών Καταστημάτων και Κοινωνικής Επανεντάξεως (στο εξής: Ίδρυμα Σωφρονιστικών Καταστημάτων), από το οποίο είναι, εντούτοις, ανεξάρτητη·

γ)      έχει αναθέσει αρμοδιότητες σε ένα ή περισσότερα μέλη της αστυνομίας που απασχολούνται στο Τμήμα Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας·

δ)      ασκεί τις εν λόγω αρμοδιότητες χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο δικαιοδοτικών οργάνων, του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ή να τέλει σε σχέση εξαρτήσεως από αυτά.

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16.      Στις 23 Μαΐου 2016 ο εισαγγελέας του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ) ζήτησε από το εν λόγω δικαστήριο να διεκπεραιώσει το ΕΕΣ που είχε εκδώσει στις 30 Ιουνίου 2014 η Γενική Διεύθυνση της Σουηδικής Αστυνομίας (7), με αντικείμενο τη σύλληψη και την παράδοση του K. M. Poltorak, ο οποίος κρατείται στο κέντρο κρατήσεως του Alphen aan de Rijn (Κάτω Χώρες).

17.      Το ΕΕΣ βασίζεται στην τελεσίδικη απόφαση που εξέδωσε δικαστήριο του Göteborg (Σουηδία) στις 21 Δεκεμβρίου 2012 (αριθ. B 9380/12), με την οποία επέβαλε στον Κ. Μ. Poltorak στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας ενός έτους και τριών μηνών για την τέλεση αδικήματος επιθέσεως με αποτέλεσμα την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (8).

18.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν το ΕΕΣ εκδόθηκε από «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου και, ως εκ τούτου, εάν συνιστά «δικαστική απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Προσθέτει ότι το πρόβλημα ανακύπτει ιδίως λαμβανομένων υπόψη των κρίσεων που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε την 1η Ιουνίου 2016 στην υπόθεση Bob-Dogi (9).

19.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνιστούν οι όροι “δικαστική αρχή”, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, και “δικαστική απόφαση”, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, βάσει ποιων κριτηρίων μπορεί να καθοριστεί αν μια αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως είναι τέτοια “δικαστική αρχή” και αν το εκδοθέν από αυτήν [ΕΕΣ] είναι ως εκ τούτου “δικαστική απόφαση”;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, εμπίπτει η Γενική Διεύθυνση της Σουηδικής Αστυνομίας στην έννοια “δικαστική αρχή” κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ και συνιστά, ως εκ τούτου, το [ΕΕΣ] που εκδόθηκε από την εν λόγω αρχή “δικαστική απόφαση” κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ;

4)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης ο χαρακτηρισμός εθνικής αστυνομικής αρχής, όπως είναι η Γενική Διεύθυνση της Σουηδικής Αστυνομίας, ως δικαστικής αρχής εκδόσεως;»

20.      Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, η οποία εκτίθεται στα σημεία 4.2 έως 4.6 της διατάξεως περί παραπομπής:

–        Ο όρος «δικαστική αρχή», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να θεωρηθεί ως καταλείπων τον καθορισμό της έννοιας «δικαστική αρχή» στο δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως ή ως αναθέτων απλώς τον καθορισμό της αρμόδιας αρχής στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως (10). Στην πρώτη περίπτωση η «δικαστική αρχή» δεν συνιστά έννοια του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν απαιτεί αυτοτελή και ομοιόμορφη ερμηνεία. Στη δεύτερη περίπτωση συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, αλλά χωρίς προφανή ερμηνεία (11) και χωρίς προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου που να την καθιστούν «acte éclairé» (12).

–        Από το συνολικό πλαίσιο και, ειδικότερα, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (στο εξής: ΕΣΕ), καθώς και από το ιστορικό της εκδόσεως της αποφάσεως-πλαισίου, ιδίως δε την πρόταση αποφάσεως-πλαισίου (13), δεν προκύπτει σαφώς εάν άλλες αρχές, πέραν των δικαστικών, μπορούν να είναι αρμόδιες για την έκδοση ΕΕΣ, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, παρά την τάση, η οποία παρατηρείται στην εξέλιξη του κανονιστικού πλαισίου μετά την ΕΣΕ, για αντικατάσταση των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών από τις σχέσεις μεταξύ δικαστικών αρχών.

–        Ο σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου περί καθιερώσεως ενός απλουστευμένου συστήματος παραδόσεως προσώπων, βασισμένου στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, το οποίο θα τελεί υπό δικαστικό έλεγχο (14), συνεπάγεται προστασία των δικονομικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων σε δύο επίπεδα (15), ήτοι στο κράτος μέλος εκδόσεως και στο κράτος μέλος εκτελέσεως, με αποτέλεσμα η έλλειψη της εν λόγω προστασίας σε ένα από τα δύο επίπεδα να μπορεί να έχει επιπτώσεις επί των εν λόγω αρχών της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και της εμπιστοσύνης.

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Αυγούστου 2016, με αίτημα να εξετασθεί με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία (άρθρο 267, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ). Το αιτούν δικαστήριο αιτιολόγησε το αίτημά του επισημαίνοντας ότι ο Κ. Μ. Poltorak στερείται της ελευθερίας του και ότι η διατήρηση ή μη της καταστάσεως αυτής εξαρτάται από την απόφαση που θα εκδοθεί επί της ουσίας της υποθέσεως.

22.      Κατά τη σύσκεψη επί διοικητικών θεμάτων της 1ης Σεπτεμβρίου 2016, το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την υπόθεση με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

23.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο εκπρόσωπος του Κ. Μ. Poltorak, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

24.      Στις 5 Οκτωβρίου 2016 διεξήχθη κοινή με την υπόθεση C‑477/16 PPU (Kovalkovas) επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας οι κατ’ άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ενδιαφερόμενοι, συγκεκριμένα δε η Σουηδική Κυβέρνηση, κλήθηκαν να απαντήσουν στις τεθείσες σε αυτούς ερωτήσεις.

25.      Κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση υπέβαλαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους οι εκπρόσωποι του Κ. Μ. Poltorak, της Ολλανδικής, της Γερμανικής, της Ελληνικής, της Φινλανδικής και της Σουηδικής Κυβερνήσεως καθώς και η Επιτροπή.

IV – Ανάλυση

 Α –      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

26.      Το ολλανδικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν οι όροι «δικαστική αρχή», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου, και «δικαστική απόφαση», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ιδίου νομοθετήματος, πρέπει να ερμηνευθούν ως αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης.

27.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχουν ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό του νοήματος και του περιεχομένου τους πρέπει, κατά κανόνα, να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η νομολογιακή αυτή θέση εφαρμόσθηκε συγκεκριμένα σε ορισμένες εκ των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου (16) και στην έννοια «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις», κατά το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών (17).

28.      Τούτου λεχθέντος, κανένα από τα δύο προμνησθέντα άρθρα της αποφάσεως-πλαισίου δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών για προσδιορισμό του νοήματος και του περιεχομένου του. Στο άρθρο 6, παράγραφος 1, γίνεται βεβαίως μνεία στη δικαστική αρχή «που είναι αρμόδια […] δυνάμει του δικαίου […] του κράτους [μέλους]». Εντούτοις, η παραπομπή αυτή δεν αφορά τον ορισμό της «δικαστικής αρχής», αλλά μόνον την ανάθεση αρμοδιότητας για την έκδοση ΕΕΣ σε ένα ή περισσότερα εθνικά δικαστικά όργανα, βάσει του εθνικού δικαίου.

29.      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι όροι «δικαστική αρχή» και «δικαστική απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, αντίστοιχα, είναι αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο στο έδαφος της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη τόσο του γράμματος των εν λόγω διατάξεων όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται και του σκοπού των ρυθμίσεων των οποίων αποτελούν μέρος (18).

30.      Η ανωτέρω παραδοχή δεν είναι, εντούτοις, απόλυτη: λόγω του δικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται αμφότεροι οι όροι, θα πρέπει, κατά την ερμηνεία τους, να λαμβάνεται υπόψη η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών τόσο ως προς τον ορισμό των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων όσο και ως προς τη ρύθμιση των δικονομικών λεπτομερειών ασκήσεως των μέσων παροχής έννομης προστασίας που σκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από την έννομη τάξη της Ένωσης (19).

31.      Η καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα καθιστά άνευ αντικειμένου το τέταρτο ερώτημα, το οποίο υποβλήθηκε μόνον για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα.

 Β –      Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

32.      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) ζητεί, τελικώς, να αποσαφηνισθεί εάν όργανο όπως η ΓΔΣΑ πληροί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ως «δικαστικής αρχής», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, ούτως ώστε το ΕΕΣ που αυτή εξέδωσε στην παρούσα υπόθεση να έχει τον χαρακτήρα «δικαστικής αποφάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του ιδίου νομοθετήματος.

33.      Όπως ήδη επισήμανα, εν αντιθέσει προς την προδικαστική παραπομπή C‑453/16 PPU, εν προκειμένω, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούν την αρμόδια για την έκδοση του προηγούμενου εθνικού εντάλματος αρχή, αλλά την αρμόδια για την έκδοση του ΕΕΣ αρχή, βάσει της αποφάσεως‑πλαισίου.

34.      Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι η αναδιατύπωση του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος, την οποία προτείνω, απορρέει από την πεποίθησή μου ότι υφίσταται στενός δεσμός μεταξύ της φύσεως μιας δικαστικής αποφάσεως και της ιδιότητας του εκδότη αυτής ως δικαστικής αρχής. Ως εκ τούτου, η έννοια η οποία πρέπει στην πραγματικότητα να αποσαφηνισθεί εν προκειμένω είναι αυτή της «δικαστικής αρχής».

35.      Εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι, εάν η ΓΔΣΑ δεν συγκαταλέγεται στους φορείς και στα όργανα που χαρακτηρίζονται δικαστικές αρχές, το ΕΕΣ που αυτή εκδίδει θα στερείται του καθοριστικής σημασίας γνωρίσματος και, ταυτόχρονα, δεν θα πληροί τη βασική προϋπόθεση αποφάσεως «δικαστικού» χαρακτήρα, δηλαδή την εκπόρευσή της από όργανο που μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης.

36.      Λόγω της απουσίας ορισμού (20) της «δικαστικής αρχής» στο κείμενο της αποφάσεως-πλαισίου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με τα συνήθη ερμηνευτικά κριτήρια του Δικαστηρίου, το γράμμα, το πλαίσιο και ο σκοπός της.

37.      Εντούτοις, προς αποφυγή παρανοήσεων, φρονώ ότι είναι απαραίτητο να επισημάνω εξαρχής ότι δεν υφίσταται νομικό έρεισμα για τη διαφορετική αντιμετώπιση των ΕΕΣ με αντικείμενο την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως και των ΕΕΣ με αντικείμενο την εκτέλεση άλλων ποινικών μέτρων, τα οποία προηγούνται της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως (όπως ενταλμάτων συλλήψεως και άλλων παρόμοιων μέτρων). Δεδομένου ότι όλα τα ΕΕΣ σκοπούν στην παράδοση, από ένα κράτος μέλος, των προσώπων που εκζητούνται σε άλλο κράτος μέλος, στερείται σημασίας, για την ερμηνεία των εννοιών της δικαστικής αρχής εκδόσεως και παραλαβής του ΕΕΣ, το εάν η αναζήτηση πραγματοποιείται με σκοπό την παραπομπή στο εθνικό δικαστήριο καταδικασθέντος σε συγκεκριμένη ποινή προσώπου ή προσώπου κατά του οποίου έχει ασκηθεί δίωξη αλλά το οποίο δεν έχει δικασθεί ακόμη.

38.      Η διευκρίνιση αυτή είναι σημαντική, δεδομένου ότι, εάν δεν ληφθεί υπόψη, μπορεί να θεωρηθεί ότι, στην περίπτωση των ΕΕΣ με αντικείμενο την εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως, η παρέμβαση της «δικαστικής αρχής» θα εξαντλείται στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως και η «δικαστική αρχή» δεν θα έχει, επομένως, λόγο όσον αφορά την εκτέλεση αυτής. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν ισχύει και, σε ένα σύστημα παραδόσεως το οποίο διακρίνεται για τη δικαστικοποίηση και την επακόλουθη αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, το ΕΕΣ που εκδίδεται μετά την έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει επίσης την έκδοση ορισμένων αποφάσεων, οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι δικαστικές, καθόσον αφορούν τη στέρηση, προσωρινή ή μη, της ελευθερίας και τον έλεγχο της αναλογικότητας της εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος (21).

39.      Πρώτον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6 και την κοινώς αποδεκτή έννοια των όρων «αρχή» και «δικαστική», πρέπει να επισημανθεί ότι ο πρώτος όρος παραπέμπει σε φορέα ο οποίος ασκεί εξουσία σε τομέα του δημόσιου βίου, κατόπιν αναθέσεως αρμοδιοτήτων και εξουσιών και βάσει σχετικής εξουσιοδοτήσεως. Το επίθετο «δικαστική» προσθέτει στο όνομα το οποίο προσδιορίζει τη συνδήλωση ότι η εν λόγω αρχή πρέπει να μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης (22), κατ’ αντιδιαστολή, κατά την πάγια διάκριση των εξουσιών, προς τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία.

40.      Πράγματι, στις γλωσσικές εκδοχές της αποφάσεως-πλαισίου που εξέτασα γίνεται πάντοτε μνεία στη δικαιοσύνη: «autorité judiciaire», στη γαλλική εκδοχή· «judicial authority», στην αγγλική· «Justizbehörde», στη γερμανική· «autorità giudiziaria», στην ιταλική· «autoridade judiciária», στην πορτογαλική· «rättsliga myndighet», στη σουηδική και «tiesu iestāde», στη λεττονική εκδοχή.

41.      Επομένως, ήδη στο στάδιο αυτό, υπάρχει μια πρώτη ένδειξη ότι η αρχή για την οποία γίνεται λόγος, ειδικότερα, στο άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης. Η πρώτη αυτή ένδειξη επιβεβαιώνεται, όπως ορθώς επισημαίνει το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ), από το ιστορικό της εκδόσεως της αποφάσεως-πλαισίου. Τόσο στην ΕΣΕ όσο και στην πρόταση αποφάσεως-πλαισίου (23) οι όροι «αρμόδια αρχή» και «δικαστική αρχή», αντίστοιχα, χρησιμοποιούνται ως εμπερικλείοντες τα δικαστήρια και την εισαγγελική, εξαιρουμένων, εντούτοις, ρητώς των αστυνομικών αρχών (24).

42.      Δεύτερον, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το συγκείμενο του άρθρου 6. Το άρθρο 6 από κοινού με το άρθρο 7, το οποίο, κατά τον τίτλο του, αφορά την «προσφυγή στην κεντρική αρχή», συνθέτουν τον θεσμικό άξονα της απλουστευμένης διαδικασίας που καθιερώνεται με την απόφαση-πλαίσιο. Το εν λόγω σύστημα λειτουργεί σύμφωνα με έναν βασικό μηχανισμό, στον οποίο θα γίνει μνεία εν συνεχεία.

43.      Κατ’ αρχήν, όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 5, η έκδοση μεταξύ κρατών μελών αντικαθίσταται σύστημα παραδόσεως μεταξύ δικαστικών αρχών, το οποίο ερείδεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (25). Τη βάση της εν λόγω αναγνωρίσεως αποτελεί, ακριβώς, ο διάλογος inter pares που το άρθρο 6 καθιερώνει μεταξύ της δικαστικής αρχής εκδόσεως του ΕΕΣ και της δικαστικής αρχής εκτελέσεως ή παραλαβής, η οποία πρέπει να το διεκπεραιώσει. Χάρη σε αυτές τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, μέσω των αντίστοιχων δικαστικών αρχών τους, επιτυγχάνεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ως προς το ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ένωσης, ιδίως δε στον Χάρτη (26).

44.      Η μόνη αποδεκτή από τον νομοθέτη παρέκκλιση από τη λειτουργία του συγκεκριμένου μηχανισμού προβλέπεται στο άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση, την παρέμβαση αρχών εκτός του «δικαστικού» τομέα. Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή, το γράμμα της εν λόγω διατάξεως δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: οι χρησιμοποιούμενοι για την περιγραφή του δευτερεύοντος χαρακτήρα της δράσεως των εν λόγω «κεντρικών αρχών» όροι επιλέχθηκαν με προσοχή, ώστε να οριοθετηθούν τα καθήκοντα που αυτές ασκούν στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ δικαστικών αρχών.

45.      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου, η δυνατότητα ορισμού του συγκεκριμένου είδους κεντρικών αρχών παρέχεται στα κράτη μέλη προκειμένου αυτές να «επικουρούν» τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Από τη διατύπωση αυτή συνάγεται ευθέως ο αμιγώς βοηθητικός, και σε καμία περίπτωση αποφασιστικός ή καθοδηγητικός, ρόλος τους, η δε διεκπεραιωτική λειτουργία τους επιβεβαιώνεται από το γράμμα της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου: τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί η ορισθείσα κεντρική αρχή είναι η διοικητική «διαβίβαση» και «παραλαβή» των ΕΕΣ, καθώς και η «επίσημη αλληλογραφία που την […] αφορά».

46.      Από τη σύγκριση των εν λόγω καθηκόντων με εκείνα που ανατίθενται στις δικαστικές αρχές (η αρχή εκδόσεως είναι «αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως» και η αρχή εκτελέσεως είναι «αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης», βάσει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, αντίστοιχα), προκύπτει ότι οι κεντρικές αρχές περιορίζονται σε δραστηριότητες αμιγώς διοικητικές καθώς και ότι αυτές στερούνται οιασδήποτε εξουσίας για την απαραίτητη κίνηση της διαδικασίας, δηλαδή για την ενεργοποίηση του μηχανισμού εκδόσεως ΕΕΣ.

47.      Ως εκ τούτου, καίτοι ο νομοθέτης προέβλεψε την ύπαρξη ενός ειδικού διοικητικού οργάνου στον διάλογο μεταξύ δικαστικών αρχών στον οποίο προσβλέπει η απόφαση-πλαίσιο, η παρέμβαση του οργάνου αυτού είναι πολύ περιορισμένη: α) αφενός, δικαίωμα δράσεως έχει μόνον η ρητώς ορισθείσα από το κράτος μέλος αρχή (η οποία γνωστοποιείται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου) και όχι άλλη· και β) αφετέρου, τα καθήκοντα που αυτή μπορεί να ασκεί περιορίζονται στη διοικητική υποστήριξη των οργάνων που πραγματικά λαμβάνουν τις αποφάσεις, δηλαδή των δικαστικών αρχών που οφείλουν να λάβουν την απόφαση εκδόσεως ή εκτελέσεως των ΕΕΣ.

48.      Η ερμηνεία αυτή συνάγεται επίσης από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως-πλαισίου (27). Στις κατ’ άρθρο επεξηγήσεις διευκρινίζεται ότι το ισχύον άρθρο 7 «εμπνέεται από τις διατάξεις της Σύμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έκδοση του 1996 και της Σύμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2000 για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις […], πρόκειται για πρακτική διάταξη η οποία έχει ως στόχο τη διευκόλυνση της διαβίβασης πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών […]», καθώς και ότι «[ο] ρόλος των εν λόγω κεντρικών αρχών πρέπει να είναι η διευκόλυνση της διαβίβασης και της εκτέλεσης των [ΕΕΣ] μεταξύ των κρατών μελών [και] [θ]α πρέπει μεταξύ άλλων να εξασφαλίζουν τη μετάφραση, καθώς και τη διοικητική υποστήριξη για την εκτέλεση των ενταλμάτων» (28).

49.      Τρίτον, η συγκεκριμένη διάρθρωση του ΕΕΣ είναι αυτή που ανταποκρίνεται καλύτερα στον σκοπό της δημιουργίας ενός νέου απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παραδόσεως των ατόμων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, διευκολύνοντας και επιταχύνοντας τη δικαστική συνεργασία για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στηριζόμενος στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών (29).

50.      Ο διάλογος μεταξύ δικαστικών αρχών, οι οποίες συγκεντρώνουν τα βασικά συνταγματικά χαρακτηριστικά της συμμετοχής στη δικαστική εξουσία στα αντίστοιχα κράτη μέλη και εγγυώνται τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που μνημονεύονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της αμοιβαίας αυτής εμπιστοσύνης. Εγγενές στοιχείο του εν λόγω διαλόγου είναι η απουσία παρεμβάσεων από άλλου είδους μη δικαστικές αρχές, καθήκον των οποίων μπορεί, ενδεχομένως, να είναι μόνον η απλή παροχή συνδρομής εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 7 της αποφάσεως-πλαισίου.

51.      Κατά τα λοιπά, όπως ήδη επισήμανε το Δικαστήριο, κάθε διαδικασία παραδόσεως μεταξύ κρατών μελών προβλεπόμενη από την απόφαση-πλαίσιο διεξάγεται υπό δικαστικό έλεγχο (30).

52.      Υπέρ του περιορισμού της συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων, όσον αφορά τα ΕΕΣ, στα δικαστικά όργανα συνηγορεί και ένα ακόμη επιχείρημα: πρόκειται για την ουσιαστική νομική βάση της ίδιας της αποφάσεως-πλαισίου, το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, ΣΕΕ. Στην ισχύουσα το 2002 έκδοση της εν λόγω Συνθήκης (31) γινόταν ήδη μνεία σε διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας «μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων και των δικαστικών αρχών ή αντίστοιχων αρμόδιων αρχών». Εντούτοις, μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, η εν λόγω διάταξη μεταφέρθηκε στη ΣΛΕΕ ως άρθρο 82, η παράγραφος 1 του οποίου καθιερώνει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, ενώ το στοιχείο δʹ αυτής επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του προϊσχύσαντος άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΕΕ, καίτοι με τη σημαντική αλλαγή της απαλοιφής της ρητής μνείας στα υπουργεία (32). Η αλλαγή αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της αποφάσεως‑πλαισίου κατά το νέο πνεύμα, το οποίο περιορίζει έτι περαιτέρω στον δικαστικό τομέα τη συγκεκριμένη μορφή συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (33). Συναφώς, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις των Συνθηκών (34).

53.      Στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας τροποποίησε ουσιωδώς το θεσμικό πλαίσιο και ότι το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι οι πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής θα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται με αποτελεσματικό τρόπο παρά την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου που τη ρυθμίζει (35).

54.      Η κρίση αυτή, η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ουδόλως αντίκειται σε μια εξελικτική ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου, η οποία, παρά την έκδοση της αποφάσεως‑πλαισίου βάσει προγενέστερης νομικής βάσεως, συμβάλλει στην ευθυγράμμισή της με το γράμμα και τους σκοπούς της νέας βάσεως, δηλαδή την καθιστά περισσότερο σύμφωνη με τη μορφή που προσέδωσε ο νομοθέτης στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Η συνέχιση της ερμηνείας της κανονιστικής πράξεως αποκλειστικά στο πνεύμα της προγενέστερης νομικής βάσεως θα ενείχε τον κίνδυνο καθηλώσεως της έννομης τάξεως, σε αντίθεση προς τα οριζόμενα στην ίδια τη ΣΛΕΕ και τη μεταγενέστερη ρητή βούληση του νομοθέτη.

55.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εφόσον στην παρούσα υπόθεση αρχή εκδόσεως του ΕΕΣ είναι η «αστυνομία», χωρίς λήψη της σχετικής αποφάσεως από οποιοδήποτε δικαστήριο, γεννάται εύλογα η αμφιβολία εάν αστυνομικό όργανο μπορεί να συνιστά «δικαστική αρχή», κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου. Καίτοι καταλέγεται αναμφισβήτητα μεταξύ των φορέων της εξουσίας καταναγκασμού του κράτους, τελώντας συνήθως υπό τις εντολές των εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας, η αστυνομία επικουρεί συχνά τις δικαστικές αρχές στη διερεύνηση των αδικημάτων και ενίοτε στην εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Εντούτοις, το εν λόγω στοιχείο συνεργασίας ή παροχής συνδρομής δεν τη μετατρέπει σε δικαστική αρχή.

56.      Από τις πληροφορίες που παρέσχε η σουηδική αστυνομική αρχή (36) απαντώντας στις ερωτήσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η επιφορτισμένη με την έκδοση ΕΕΣ αρχή έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) η αστυνομία είναι αρχή επιβολής του νόμου με ευρείες εξουσίες δράσεως· β) η εν λόγω αρχή δεν λαμβάνει οδηγίες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με τα ΕΕΣ· γ) δεν έχει κανέναν άμεσο ή έμμεσο δεσμό με το δικαστήριο που καταδίκασε το εκζητούμενο πρόσωπο· δ) ενεργεί, όσον αφορά τα ΕΕΣ, κατ’ αίτηση της αρμόδιας διοικήσεως σωφρονιστικών καταστημάτων, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνει οδηγίες από αυτήν, και απολαύει διακριτικής ευχέρειας κατά την έκδοση των ΕΕΣ· και ε) ανέθεσε στο IPO (37), διοικητική υποδιαίρεση απαρτιζόμενη από νομικούς, εκ των οποίων μόνον τρεις είναι εξουσιοδοτημένοι να υπογράφουν τα σουηδικά ΕΕΣ, την αρμοδιότητα εκδόσεως ΕΕΣ για την εκτέλεση τελεσίδικης καταδικαστικής σε στερητική της ελευθερίας ποινή αποφάσεως.

57.      Εκ του συνόλου των προαναφερθέντων διακριτικών γνωρισμάτων, τον μεγαλύτερο προβληματισμό εγείρει εκείνο που αφορά τον καθορισμό της αρχής εκδόσεως των ΕΕΣ, δυνάμει του σουηδικού νόμου περί μεταφοράς της αποφάσεως-πλαισίου στην εσωτερική έννομη τάξη, λαμβανομένης υπόψη της γνωστοποιήσεως της Σουηδικής Κυβερνήσεως στο Συμβούλιο το 2009, σε σχέση με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου (38).

58.      Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο είχε συστήσει στη Σουηδία (39) να θεσπίσει κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι, σε περιπτώσεις εκτελέσεως ποινών, τα ΕΕΣ εκδίδονται από δικαστική αρχή ή υπό την επίβλεψη δικαστικής αρχής, σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο.

59.      Η αρνητική απάντηση της Σουηδικής Κυβερνήσεως στη συγκεκριμένη σύσταση είναι σαφής όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής του συστήματος του ΕΕΣ στην εσωτερική έννομη τάξη της χώρας. Εν ολίγοις (40), κατά τη Σουηδική Κυβέρνηση, η εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας σε ποινική υπόθεση, δυνάμει της οποίας ζητείται η παράδοση του καταδικασθέντος από άλλο κράτος μέλος, δεν πρέπει να απαιτεί την έκδοση ΕΕΣ από δικαστική αρχή stricto sensu. Η Σουηδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι, δεδομένου ότι το εθνικό σύστημα εκτελέσεως των αποφάσεων που εκδίδουν δικαστές και δικαστήρια αναθέτει την αρμοδιότητα σε άλλου είδους αρχές, οι οποίες δεν είναι κατ’ ανάγκη δικαστικές, δεν αντιβαίνει στην απόφαση-πλαίσιο να αποφασίζουν επίσης σχετικά με την έκδοση του ΕΕΣ οι εν λόγω αρχές, των οποίων τον μη δικαστικό χαρακτήρα αναγνωρίζει.

60.      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το θεσμικό σύστημα του οποίου υπεραμύνεται η Σουηδική Κυβέρνηση δεν συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο. Θα μπορούσε ενδεχομένως να συνάδει με αυτήν μόνον εάν η αστυνομική αρχή εκδόσεως του ΕΕΣ προς εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως πληρούσε τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τις οποίες κρίνω αναγκαίες για τη διασφάλιση των δικονομικών εγγυήσεων στις οποίες στηρίζεται το σύστημα των ΕΕΣ: α) ενεργούσε κατ’ εντολή και υπό την εποπτεία δικαστικής αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 6 της αποφάσεως-πλαισίου· και β) δεν είχε διακριτική ευχέρεια ούτε περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την έκδοση του ΕΕΣ, αλλά όφειλε να συμμορφώνεται με τις εντολές της δικαστικής αρχής. Επιπλέον, σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με το ένταλμα, η εν λόγω δικαστική αρχή θα έπρεπε να συμβουλεύεται το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου μέσω υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

61.      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία και από τις γραπτές παρατηρήσεις της Σουηδικής Κυβερνήσεως, η ΓΔΣΑ δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις. Από οργανικής απόψεως δεν συγκαταλέγεται στις αρχές απονομής της δικαιοσύνης και, λόγω της απουσίας δεσμού μεταξύ αυτής και των δικαστηρίων και της εισαγγελικής αρχής, η ΓΔΣΑ διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις αποφάσεις εκδόσεως ΕΕΣ και δεν υπόκειται στον αναγκαίο έλεγχο εκ μέρους δικαστικής αρχής.

62.      Τη διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί η ενδεχόμενη ανεξαρτησία της αστυνομικής αρχής έναντι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Ιδρύματος Σωφρονιστικών Καταστημάτων, από τα οποία δεν λαμβάνει οδηγίες. Κατά την άποψή μου, το χαρακτηριστικό αυτό στερείται σημασίας από πλευράς του χαρακτηρισμού της αστυνομίας ως «δικαστικής αρχής». Όσον αφορά εξάλλου τη διακριτική ευχέρεια που η αστυνομική αρχή διαθέτει κατά την έκδοση ΕΕΣ, το καθοριστικής σημασίας στοιχείο είναι ότι αυτή δεν υποχρεούται να ζητήσει την έκδοση αποφάσεως ούτε λογοδοτεί στο δικαστήριο που καταδίκασε το εκζητούμενο πρόσωπο. Καίτοι το γεγονός αυτό ενισχύει την αυτονομία της έναντι του δικαστηρίου εκδόσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, καταδεικνύει ταυτόχρονα την απουσία δικαστικού ελέγχου, σε αντίθεση προς τη νομολογία κατά την οποία κάθε διαδικασία παραδόσεως μεταξύ κρατών μελών προβλεπόμενη από την απόφαση-πλαίσιο διεξάγεται υπό δικαστικό έλεγχο (41).

63.      Τέλος, η αυτονομία των κρατών μελών τούς παρέχει την ελευθερία δράσεως προκειμένου να καθορίζουν, στην εθνική έννομη τάξη τους, τις αρχές στις οποίες θα αναθέτουν τις διαδικαστικές αρμοδιότητες (εν προκειμένω, τις σχετικές με την έκδοση ΕΕΣ). Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει συναφούς κοινοτικής ρυθμίσεως, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τους όρους ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που σκοπούν στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (42).

64.      Μετά την έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου ορισμένα κράτη μέλη γνωστοποίησαν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, αυτής, τις αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες, βάσει του εθνικού δικαίου τους, για την έκδοση ή την εκτέλεση των ΕΕΣ, η δε Σουηδία συμπεριέλαβε την αστυνομική αρχή (Γενική Αστυνομική Διεύθυνση ή Rikspolisstyrelsen) στις αρχές που είναι αρμόδιες για τα ΕΕΣ με αντικείμενο την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου.

65.      Εντούτοις, οι γνωστοποιήσεις αυτές δεν εξασφαλίζουν κατ’ ανάγκην τη συμβατότητα της δράσεως κάθε κράτους μέλους με το περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου ούτε αποτελούν προϋπόθεση αυτής, υπό την αυστηρώς νομική έννοια του όρου. Ο κανόνας δικαίου επιτρέπει στα κράτη να ορίζουν ή να επιλέγουν, μεταξύ των δικαστικών αρχών τους, εκείνες που θα είναι αρμόδιες να παραλαμβάνουν ή να εκδίδουν ΕΕΣ, αλλά δεν τους επιτρέπει να διευρύνουν την έννοια της δικαστικής αρχής, επεκτείνοντάς την σε όργανα που δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο καθεστώς.

66.      Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμώ ότι δεν συνιστά υπέρμετρη παρέμβαση στο σύστημα που επέλεξε το εν λόγω κράτος για τη διεκπεραίωση της εκτελέσεως των αποφάσεων, βάσει της δικονομικής αυτοτέλειάς του, η επιβολή σε αυτό (σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου προς τη Σουηδική Κυβέρνηση) της υποχρεώσεως να θεσπίσει τα απαραίτητα μέτρα ώστε, εάν επιθυμεί να διατηρήσει τον ρόλο των αστυνομικών αρχών στα ΕΕΣ, να θέσει αυτές υπό τις εντολές και τον έλεγχο πραγματικής δικαστικής αρχής που θα τις εποπτεύει. Μια τέτοια ρύθμιση, αφενός, δεν θα έθιγε τα θεμέλια του εθνικού συστήματος της Σουηδίας και, αφετέρου, θα διευκόλυνε την ευθυγράμμισή του με τον σκοπό της δικαστικής συνεργασίας που η απόφαση-πλαίσιο καθιερώνει στον συγκεκριμένο τομέα.

67.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι αστυνομική αρχή με αρμοδιότητες όπως αυτές της ΓΔΣΑ δεν εμπίπτει στην έννοια της «δικαστικής αρχής» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου και, για τον λόγο αυτόν, ΕΕΣ εκδοθέν από την εν λόγω αρχή δεν μπορεί ομοίως να χαρακτηρισθεί «δικαστική απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

V –    Επί του περιορισμού της χρονικής εμβέλειας των αποτελεσμάτων της αποφάσεως του Δικαστηρίου

68.      Ορισμένες από τις κυβερνήσεις που παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και η Επιτροπή, ζήτησαν από το Δικαστήριο, στην περίπτωση κατά την οποία αποφασίσει τελικώς να μην αναγνωρίσει τα ΕΕΣ που εκδίδει η ΓΔΣΑ ως δικαστικές αποφάσεις (γεγονός το οποίο θα εμποδίσει, εύλογα, τη δικαστική αρχή του κράτους εκτελέσεως να τα διεκπεραιώσει), να περιορίσει τη χρονική ισχύ της αποφάσεώς του, ούτως ώστε αυτή να ισχύσει μόνο για το μέλλον.

69.      Κατά την άποψή μου, το αίτημα αυτό δεν πρέπει να γίνει δεκτό. Όπως υπενθύμισα σε άλλες πρόσφατες προτάσεις (43), ο γενικός κανόνας είναι ότι «η ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, διαφωτίζει και διευκρινίζει τη σημασία και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τότε που τέθηκε σε ισχύ. Εκ του ανωτέρω προκύπτει ότι ο ούτως ερμηνευθείς κανόνας μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμη και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν, κατά τα λοιπά, οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά».

70.      Εκτιμώ ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω λόγοι παρεκκλίσεως από τον ως άνω κανόνα, δεδομένου ότι:

α) Το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε κανένα ερώτημα σχετικό με τη χρονική εμβέλεια της αποφάσεως του Δικαστηρίου (ακριβέστερα, δεν υπέβαλε ερώτημα ούτε σχετικά με τις άμεσες συνέπειες της αποφάσεως σε σχέση με το ΕΕΣ), περιορίζοντας τις αμφιβολίες του στα ήδη εξετασθέντα ερωτήματα.

β) Απόκειται στα δικαστήρια κάθε κράτους να κρίνουν, κατά περίπτωση, εάν τα ήδη εκδοθέντα ΕΕΣ ανταποκρίνονται στα κριτήρια που το Δικαστήριο θα διαμορφώσει με την απόφασή του, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει και εκκρεμείς καταστάσεις, πολλώ δε μάλλον προκειμένου για τη στέρηση της ελευθερίας προσώπων που τελούν υπό κράτηση εν αναμονή της παραδόσεώς τους. Η λύση που θα δοθεί σε κάθε περίπτωση θα εξαρτάται από παράγοντες οι οποίοι είναι δύσκολο να προβλεφθούν επί του παρόντος, περιλαμβανομένης, ενδεικτικά, της ενδεχόμενης εκ των υστέρων θεραπείας του «ελαττώματος» του αρχικού ΕΕΣ.

γ) Τέλος, όσον αφορά τις ήδη δρομολογηθείσες παραδόσεις (των οποίων η τύχη φαίνεται να αποτελεί το επίκεντρο του προβληματισμού της Επιτροπής), τα εθνικά δικαστήρια θα είναι εκ νέου εκείνα τα οποία θα αξιολογήσουν τις συνέπειες της αποφάσεως του Δικαστηρίου επ’ αυτών, χωρίς να μπορούν να παραβλέψουν τις εγγενείς στην αρχή του δεδικασμένου επιταγές.

VI – Πρόταση

71.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) τις ακόλουθες απαντήσεις:

«1)      Οι όροι “δικαστική απόφαση” και “δικαστική αρχή”, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, αντίστοιχα, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, συνιστούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να τυγχάνουν ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2)      Αστυνομική αρχή με αρμοδιότητες όπως αυτές της Γενικής Διευθύνσεως της Σουηδικής Αστυνομίας δεν πληροί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της ως “δικαστικής αρχής”, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, το δε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που αυτή εξέδωσε εν προκειμένω δεν έχει χαρακτήρα “δικαστικής αποφάσεως”, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ και την κατοχύρωση, διά του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).


3      Στο εξής: ΕΕΣ.


4      Υπόθεση Özçelik, C‑453/16 PPU, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.


5      «Ενημέρωση των πληροφοριών και επεξηγήσεων της Σουηδίας σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών» (Έγγραφο του Συμβουλίου υπ’ αριθ. 10400/09, σ. 2).


6      Στις εξηγήσεις της εν λόγω κυβερνήσεως, οι οποίες παρατίθενται στο σύνολό τους στο έγγραφο του Συμβουλίου υπ’ αριθ. 14876/11 (Evaluation report on the fourth round of mutual evaluations «the practical application of the European Arrest Warrant and corresponding surrender procedures between Member States» Follow-up to Report on Sweden), σ. 2, εκτίθενται τα εξής: «Sweden would like to stress that when a judgment is final all subsequent decisions concerning the enforcement of the sentence in our legal system are taken by other authorities than the court. […] In Sweden we have three different enforcement authorities and in order to coordinate the issuing of the EAWs: in these cases, the International Police Cooperation Division (IPO) was designated as the issuing authority. […] To conclude, the existing system is the most effective and in line with our national procedure and no complaints has been put forward. Thus, Sweden has not found any convincing reason to change the current system».


7      Στο εξής: ΓΔΣΑ.


8      Όπως εκτίθεται στο σημείο e του ΕΕΣ, στις 4 Μαΐου 2012, στο Husargatan (Göteborg, Σουηδία), ο Κ. Μ. Poltorak επιτέθηκε και κάρφωσε το άκρο σαρώθρου στον οφθαλμό του θύματος, με αποτέλεσμα το θύμα να υποστεί ρήξη του συνδέσμου και του ρινοδακρυϊκού πόρου του οφθαλμού, που ματώνει σε περίπτωση επιπεφυκίτιδας, καθώς και κάταγμα του άνω και του κάτω οστικού τοιχώματος του οφθαλμικού κόγχου. Το αδίκημα θεωρήθηκε διακεκριμένο λόγω της σκληρότητας και της βαναυσότητας της πράξεως του καταδικασθέντος.


9      Υπόθεση C-241/15, EU:2016:385.


10      Καίτοι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών, ο στενός δεσμός του όρου «δικαστική απόφαση» με τον όρο «δικαστική αρχή», συνηγορεί —κατά το αιτούν δικαστήριο— υπέρ της αυτής αντιμετωπίσεως.


11      Κατά τη σχετική με την «acte clair» νομολογιακή θέση που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, CILFIT (C‑283/81, EU:C:1982:335).


12      Κατά τη νομολογία που εγκαινιάσθηκε με την απόφαση της 27ης Μαρτίου 1963, Da Costa en Schaake NV κ.λπ. (C‑28/62 έως C‑30/62, EU:C:1963:6).


13      Πρόταση αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες μεταξύ κρατών μελών, υποβληθείσα από την Επιτροπή στις 19 Σεπτεμβρίου 2001 (COM/2001/0522 τελικό – CNS 2001/0215) ΕΕ 2001, C 332 E, σ. 305.


14      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F. (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 46).


15      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:2016:385, σκέψη 57).


16      Απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, J.Z. (C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Baláž (C-60/12, EU:C:2013:733, σκέψεις 24 έως 32).


18      Απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, J.Z. (C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψη 37).


19      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Toma (C-205/15, EU:2016:499, σκέψη 33).


20      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επισήμανε τις ερμηνευτικές αποκλίσεις στις οποίες οδηγεί ο όρος «δικαστική αρχή» της αποφάσεως-πλαισίου και, για τον λόγο αυτό, εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου 2014 ψήφισμα με συστάσεις προς την Επιτροπή για την αναθεώρηση του ΕΕΣ, στο οποίο επέκρινε «τη μη αποσαφήνιση του όρου “δικαστική αρχή” που χρησιμοποιείται στην απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και σε άλλα νομικά μέσα αμοιβαίας αναγνώρισης, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται διαφορετικές πρακτικές μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες προκαλούν αβεβαιότητα, πλήττουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη και δημιουργούν δικαστικές διαφορές» [διαδικασία 2013/2019(INL)]. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει νέες «νομοθετικές προτάσεις σε συνέχεια των αναλυτικών συστάσεων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα κατωτέρω, οι οποίες θα προβλέπουν […] α) μια διαδικασία κατά την οποία ένα μέτρο αμοιβαίας αναγνώρισης θα μπορεί, αν κρίνεται αναγκαίο, να επικυρώνεται στο κράτος έκδοσης από δικαστή, δικαστήριο, ανακριτή ή εισαγγελέα προκειμένου να υπερκερασθούν οι διαφορετικές ερμηνείες του όρου “δικαστική αρχή” […]».


21      Όσον αφορά την αναλογικότητα στο πλαίσιο του ΕΕΣ, παραπέμπω στις προτάσεις (με τις οποίες συντάσσομαι πλήρως) του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:2016:140, σημεία 137 επ., και, προκειμένου για τη δικαστική αρχή εκδόσεως, σημεία 145 έως 155). Βλ., ομοίως, το έγγραφο του Συμβουλίου 17195/1/10 REV 1, Αναθεωρημένη εκδοχή του ευρωπαϊκού εγχειριδίου για το πώς εκδίδεται το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, της 17ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 14, με το οποίο οι αρχές εκδόσεως καλούνται να διενεργούν έλεγχο αναλογικότητας πριν από την έκδοση του ΕΕΣ.


22      Το ζήτημα κατά πόσον η εισαγγελική αρχή μπορεί να θεωρηθεί δικαστική αρχή, κατά την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου, δεν εξετάζεται με τις παρούσες προτάσεις, αλλά με τις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση Özçelik, C‑453/16 PPU, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.


23      COM/2001/0522 τελικό· βλ. υποσημείωση 13 των παρουσών προτάσεων.


24      Στο σχόλιο του άρθρου 3 της προτάσεως εκτίθενται τα εξής: «Η διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. Συνεπώς, οι σχέσεις μεταξύ κρατών αντικαθίστανται κατά μέγα μέρος από σχέσεις μεταξύ δικαστικών αρχών. Ο όρος “δικαστική αρχή” αντιστοιχεί, όπως και στη Σύμβαση του 1957 (πρβλ. αιτιολογική έκθεση άρθρο 1), στις καθεαυτό δικαστικές αρχές και στην εισαγγελία, εξαιρουμένων των αστυνομικών αρχών. Η εκδούσα δικαστική αρχή είναι η δικαστική αρχή η οποία, στο πλαίσιο του δικονομικού συστήματος του κράτους μέλους, είναι αρμόδια για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (άρθρο 4)».


25      Απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:2016:198, σκέψη 75).


26      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:2016:385, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27      Βλ. σημείο 41 των παρουσών προτάσεων και σχετική υποσημείωση.


28      Η υπογράμμιση δική μου. Στην αιτιολογική έκθεση η διοικητική παρέμβαση γίνεται δεκτή σε περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις: όταν, στο σύστημα του οικείου κράτους μέλους, διοικητική αρχή πρέπει να αποφασίσει εάν το πρόσωπο απολαύει ασυλίας (άρθρο 31)· όταν υπάρχουν σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι που δικαιολογούν την αναστολή της εκτελέσεως του εντάλματος (άρθρο 38)· ή για την αξιολόγηση των εγγυήσεων που παρέχει ένα άλλο κράτος μέλος να μην επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης (άρθρο 37).


29      Απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Dworzecki (C‑108/16 PPU, EU:C:2016:346, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F. (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 46).


31      Το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, όριζε τα εξής: «[Η από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:] διευκόλυνση και επιτάχυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων και των δικαστικών αρχών ή αντίστοιχων αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας, όταν ενδείκνυται, μέσω της Eurojust, σε σχέση με τη διεξαγωγή δικών και την εκτέλεση αποφάσεων».


32      Το άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ έχει ως εξής: «τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών μελών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και την εκτέλεση των αποφάσεων».


33      Τόσο το άρθρο 30 ΣΕΕ, προ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, όσο και τα ισχύοντα άρθρα 87 ΣΛΕΕ έως 89 ΣΛΕΕ (τα οποία εντάσσονται στο κεφάλαιο 5 του τίτλου V, το οποίο επιγράφεται «Αστυνομική συνεργασία») αφορούν την αστυνομική συνεργασία, στην οποία μπορούν να υπαχθούν οι σχέσεις των σουηδικών αστυνομικών αρχών με τις ομολόγους αρχές άλλων κρατών μελών. Αντιθέτως, οι κανόνες που αφορούν το ΕΕΣ, μεταξύ άλλων μέτρων, περιέχονται στο κεφάλαιο 4 του ως άνω τίτλου, το οποίο επιγράφεται «Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις».


34      Απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


35      Όπ.π. (σκέψη 44).


36      Διάδοχος της ΓΔΣΑ.


37      International Police Cooperation Division (το ακρωνύμιο IPO προέρχεται από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το Rechtbank Amsterdam).


38      Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.


39      Evaluation report on the fourth round of mutual evaluations «the practical application of the European Arrest Warrant and corresponding surrender procedures between Member States» (Έγγραφο του Συμβουλίου υπ’ αριθ. 9927/2/08 REV 2, σ. 46).


40      Βλ. σημείο 13 και υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.


41      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F. (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψη 46).


42      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târșia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 27), και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Ansaldo Energia κ.λπ. (C‑279/96, C‑280/96 και C‑281/96, EU:C:1998:403, σκέψη 16), η οποία παραπέμπει στις ιστορικές αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), και Comet (45/76, EU:C:1976:191, σκέψεις 13 και 16), καθώς και στην απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 12).


43      Αναπτυχθείσες στις 13 Ιουλίου 2016 στις υποθέσεις Eco-Emballages και Melitta France κ.λπ. (C-313/15 και C‑530/15, EU:C:2016:551, σημείο 56).