Language of document : ECLI:EU:T:2010:356

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 8ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Σύμβαση σχετικά με σχέδιο αναπτύξεως τεχνολογίας για την παραγωγή αδιάβροχου δέρματος – Μη εκτέλεση της συμβάσεως – Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών – Τόκοι υπερημερίας – Αναπομπή στο Γενικό Δικαστήριο κατόπιν αναιρέσεως – Διαδικασία εκδόσεως ερήμην αποφάσεως»

Στην υπόθεση T‑312/05,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου,

ενάγουσα,

κατά

Ευφροσύνης Αλεξιάδου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Ελλάδα), εκπροσωπούμενης από τον Χ. Ματέλλα, δικηγόρο,

εναγομένη,

με αντικείμενο αγωγή ασκηθείσα από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ με αίτημα την επιστροφή του εκ μέρους της καταβληθέντος στην εναγομένη, στο πλαίσιο συμβάσεως με αντικείμενο σχέδιο αναπτύξεως τεχνολογίας για την παραγωγή αδιάβροχου δέρματος (σύμβαση G1ST-CT-2002-50227), ποσού των 23 036,31 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγητή) και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2008,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνήψε στις 10 Ιουλίου 2002 τη σύμβαση G1ST-CT-2002-50227 (στο εξής: σύμβαση) με κοινοπραξία συγκροτούμενη από την ιταλική εταιρία Sicerp, ως συντονιστή (στο εξής: συντονιστής), και εννέα άλλους συμβαλλομένους, μεταξύ των οποίων η εναγομένη, Ευφροσύνη Αλεξιάδου, κάτοικος Θεσσαλονίκης (Ελλάδα).

2        Η σύμβαση προβλέπει την υλοποίηση του σχεδίου «Cold plasma treatment for new, high-quality water repellent leathers: innovative, eco-friendly technology to enhance product performances and the competitiveness of the European tanneries» (Κατεργασία νέου αδιάβροχου δέρματος υψηλής ποιότητας με ψυχρό πλάσμα: καινοτόμος και μη ρυπογόνος τεχνολογία για μεγαλύτερες επιδόσεις του προϊόντος και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βυρσοδεψείων, στο εξής: σχέδιο) και εντάσσεται στο πλαίσιο της αποφάσεως 1999/169/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1999, για τη θέσπιση ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως με θέμα «Ανταγωνιστική και αειφόρος οικονομική ανάπτυξη» (1998-2002) (EE L 64, σ. 40), η οποία υπάγεται με τη σειρά της στο πέμπτο πρόγραμμα-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως (1998-2002), το οποίο καταρτίστηκε με την απόφαση 182/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1998 (EE 1999, L 26, σ. 1).

3        Η σύμβαση έχει συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και διέπεται, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, αυτής, από το βελγικό δίκαιο. Περιέχει δύο παραρτήματα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Το παράρτημα I αφορά την τεχνική περιγραφή του σχεδίου, το δε παράρτημα II τους γενικούς όρους που διέπουν τη σύμβαση (στο εξής: γενικοί όροι).

4        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας υπό την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, η οποία έχει ως εξής:

«Το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αποκλειστικά αρμόδια να επιλαμβάνονται των διαφορών μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των συμβαλλομένων σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της παρούσας συμβάσεως.»

5        Σχετικά με τη χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας, το άρθρο 3 των γενικών όρων προβλέπει:

«1.      Η χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)      Η Επιτροπή καταβάλλει αρχική προκαταβολή εντός 60 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας υπογραφής εκ μέρους των συμβαλλομένων. Ο συντονιστής επιμερίζει την προκαταβολή σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον λεπτομερή ενδεικτικό πίνακα των πληρωτέων εξόδων.

[…]

3.      Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 26 του παρόντος παραρτήματος, όλες οι πληρωμές λογίζονται ως προκαταβολές μέχρις εγκρίσεως της τελικής εκθέσεως.

[…]

5.      Μετά την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως ή της καταγγελίας αυτής ή του πέρατος της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου, η Επιτροπή δύναται ή οφείλει, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τον συμβαλλόμενο, εφόσον αποκαλύφθηκε επ’ ευκαιρία δημοσιονομικού ελέγχου απάτη ή σοβαρή δημοσιονομική παρατυπία, την επιστροφή όλων των ποσών που του καταβλήθηκαν στα πλαίσια της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας. Στα οφειλόμενα ποσά προστίθενται τόκοι με οριζόμενο από την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] επιτόκιο για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως κατά την πρώτη ημέρα του μηνός της λήψεως των κεφαλαίων από τον συμβαλλόμενο, προσαυξημένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήψεως των κεφαλαίων και της επιστροφής τους.»

6        Το άρθρο 7 των γενικών όρων, με τίτλο «Καταγγελία της συμβάσεως ή παύση της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου», περιλαμβάνει την παράγραφο 6 η οποία αναφέρει τα εξής:

«[…]

Σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως ή παύσεως της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου:

α)      […] η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την επιστροφή όλης ή μέρους της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα αποτελέσματα των αναληφθεισών εργασιών καθώς και τη χρησιμότητά τους για την Κοινότητα στο πλαίσιο του σχετικού ειδικού προγράμματος,

[…]».

7        Το άρθρο 7, παράγραφος 8, των γενικών όρων ορίζει:

«[…]

Και μετά την καταγγελία της συμβάσεως ή το πέρας της συμμετοχής του συμβαλλομένου, οι ακόλουθες ρήτρες εξακολουθούν να παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, υπό την επιφύλαξη των ορίων που τίθενται ενδεχομένως από τη σύμβαση:

–        άρθρα 5, 6 και 8 της συμβάσεως,

[…]».

8        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της συμβάσεως, το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών του σχεδίου καθορίστηκε σε 1 665 513 ευρώ και το συνολικό ύψος της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας σε 832 362 ευρώ. Η Επιτροπή όφειλε να καταβάλει αρχική προκαταβολή ύψους 332 944 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του συντονιστή, αυτός δε υποχρεωνόταν να την επιμερίσει μεταξύ των διαφόρων συμβαλλομένων σύμφωνα με τα στοιχεία του λεπτομερούς ενδεικτικού πίνακα των πληρωτέων δαπανών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση.

9        Όπως προκύπτει από τον λεπτομερή ενδεικτικό πίνακα των πληρωτέων δαπανών, οι επιλέξιμες δαπάνες της εναγομένης είχαν εκτιμηθεί ως ανερχόμενες σε 61 105 ευρώ. Η συνολική συμμετοχή της Κοινότητας περιοριζόταν σε 3 000 ευρώ. Είχε προβλεφθεί πληρωμή προκαταβολής ύψους 1 200 ευρώ.

10      Ο συντονιστής κατέθεσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2002 ως προκαταβολή στον λογαριασμό της εναγομένης το ποσό των 23 036,31 ευρώ με την ακόλουθη γνωστοποίηση: «προκαταβολή σχέδιο plasmaleather G1ST CT 2002/50227».

11      Η διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος (23 036,31 ευρώ) και του καταβλητέου (1 200 ευρώ) ποσού της προκαταβολής εξηγείται από το γεγονός ότι η εναγομένη μπορούσε, ως αντισυμβαλλόμενη, να λάβει και άλλα ποσά που επρόκειτο να καταβάλει στους υπεργολάβους του προγράμματος έρευνας (Università degli Studi di Milano, Morimeccanica Srl), οι οποίοι επίσης μπορούσαν να λάβουν προκαταβολές προκειμένου να υλοποιήσουν τις δράσεις που τους είχαν ανατεθεί. Το ακριβές ποσό της προκαταβολής που εισέπραξε η εναγομένη επιβεβαιώνεται με το έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2002 και την απόδειξη καταβολής.

12      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, η εναγομένη απευθύνθηκε εγγράφως στην επιχείρηση Unic Servizi, επιφορτισμένη να επικουρεί τον συντονιστή κατά τη διοικητική διαχείριση του σχεδίου, προκειμένου να την ενημερώσει ότι είχε παύσει να παράγει δερμάτινα είδη και είχε την πρόθεση να αποσυρθεί από το σχέδιο.

13      Με έγγραφα της 4ης και της 25ης Νοεμβρίου 2002, ο συντονιστής αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να επιδιώξει την απόδοση της καταβληθείσας προκαταβολής.

14      Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2002 που απηύθυνε στην επιχείρηση Unic Servizi, η εταιρία Elkede, συμμετέχουσα στο σχέδιο ως υπεύθυνη εκτελέσεως του προγράμματος έρευνας και τεχνολογικής αναπτύξεως, αναφέρθηκε σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με την εναγομένη σχετικά με την επιστροφή των προκαταβληθέντων ποσών, συμπεραίνοντας ότι έπρεπε να κινηθεί ένδικη διαδικασία.

15      Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2002, ο συντονιστής ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεση της εναγομένης να μη συμμετέχει πλέον στο πρόγραμμα, καθώς και με τις άκαρπες απόπειρες του ιδίου προς αναζήτηση της προκαταβολής.

16      Η Επιτροπή απηύθυνε στην εναγομένη στις 20 Δεκεμβρίου 2002 το υπ’ αριθ. S12.276983 ένταλμα εισπράξεως ποσού ύψους 23 036,31 ευρώ αντιστοιχούντος στην καταβληθείσα προκαταβολή. Το ένταλμα εισπράξεως αναφερόταν στην «απόσυρση» της εναγομένης.

17      Η Επιτροπή εξέδωσε στις 13 Ιανουαρίου 2003 το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3240409847 για ποσό ύψους 23 036,31 ευρώ εις βάρος της εναγομένης, καλώντας την να το εμβάσει μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2003 το αργότερο, αναφερόμενη στην καταβολή τόκων υπερημερίας («interest rate “EUR” of February 2003 + 3,5 %») από της ημερομηνίας αυτής.

18      Με συστημένη επιστολή της 13ης Μαΐου 2003, η Επιτροπή προέβη σε υπόμνηση προς την εναγομένη σχετικά με το επίδικο χρέος. Η εν λόγω επιστολή επεστράφη στην Επιτροπή από τις ελληνικές ταχυδρομικές υπηρεσίες με τη μνεία «μη παραληφθείσα».

19      Με συστημένη επιστολή της 26ης Ιουνίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε προς την εναγομένη και δεύτερη υπόμνηση σχετικά με το επίδικο χρέος και τους συναφείς τόκους. Και η εν λόγω επιστολή επεστράφη στην Επιτροπή από τις ελληνικές ταχυδρομικές υπηρεσίες με τη μνεία «μη παραληφθείσα».

20      Ο φάκελος της εναγομένης διαβιβάστηκε στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής στις 27 Νοεμβρίου 2003.

 Διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 9 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή άσκησε αγωγή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 238 ΕΚ. Με αυτήν ζητούσε, πρώτον, να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή του ποσού των 26 068,11 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στην οφειλή ύψους 23 036,31 ευρώ του κεφαλαίου και σε πόσο 3 031,80 ευρώ για οφειλόμενους για το χρονικό διάστημα από 1ης Μαρτίου 2003 έως 31 Αυγούστου 2005 τόκους υπερημερίας. Δεύτερον, η Επιτροπή ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει τόκους υπερημερίας ύψους 3,31 ευρώ ημερησίως, από 1ης Σεπτεμβρίου 2005, και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής. Τρίτον, ζήτησε από το Πρωτοδικείο να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

22      Η εναγομένη, στην οποία επιδόθηκε το δικόγραφο της αγωγής, δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Στις 10 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο να δεχθεί τα αιτήματά της, σύμφωνα με το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Γραμματεία επέδωσε τη σχετική αίτηση στην εναγομένη.

23      Το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) απέρριψε την αγωγή με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2007, T‑312/05, Επιτροπή κατά Αλεξιάδου (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση του Πρωτοδικείου).

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 3 Αυγούστου 2007, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

25      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προέβαλε ένα μόνο λόγο αντλούμενο από την εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς την υποχρέωση διενεργείας δημοσιονομικού ελέγχου κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων. Με το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προέβαλε ότι το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε από κοινού ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 5, και 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των γενικών όρων, η οποία θα καθιστούσε δυνατό τον προσδιορισμό εκ μέρους του Πρωτοδικείου της εκτάσεως εφαρμογής της συμβατικής απαιτήσεως περί δημοσιονομικού ελέγχου.

26      Με την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2008, C‑436/07 P, Επιτροπή κατά Αλεξιάδου (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή) το Δικαστήριο έκανε δεκτό το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο έκρινε:

«18      Παρατηρείται ότι, ναι μεν η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς, με την ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή της, στο άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων προς στήριξη της αιτήσεώς της περί επιστροφής, γεγονός, όμως, παραμένει ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, κάλεσε το Πρωτοδικείο να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη συμβατική διάταξη όχι μεμονωμένως, αλλά “σε σχέση με τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως και των παραρτημάτων της” και, αφετέρου, ισχυρίστηκε ότι έκανε χρήση “των συμβατικών και των νομίμων δικαιωμάτων της λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης”.

19      Υπό τις περιστάσεις αυτές και λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προσιδιάζουν στην υπό κρίση υπόθεση και τα οποία άλλωστε δεν αμφισβητούνται, το Πρωτοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως περί πιθανολογούμενης παύσεως της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου στην εκτέλεση της συμβάσεως, ειδικότερα το άρθρο 7, παράγραφος 6, των γενικών όρων, και όχι να στηριχτεί, όπως έπραξε στις σκέψεις 35 και 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο τυπικό γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έκανε ενώπιόν του ρητή μνεία της συγκεκριμένης συμβατικής διατάξεως και ότι η αναφορά της στα συμβατικά και νόμιμα δικαιώματά της δεν ανταποκρινόταν στις επιταγές περί σαφηνείας, όπως απαιτεί το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

20      Επομένως, κακώς το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 7, παράγραφος 6, των γενικών όρων και δεν επαλήθευσε αν επληρούντο εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

21      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των γενικών όρων προκύπτει ότι σε περίπτωση παύσεως της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή του συνόλου ή μέρους της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα αποτελέσματα των αναληφθεισών εργασιών καθώς και τη χρησιμότητά τους στο πλαίσιο του σχετικού συγκεκριμένου προγράμματος.

22      Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, πρέπει να τονιστεί ότι η διάταξη αυτή της παρέχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση αποσύρσεως ενός αντισυμβαλλομένου, να απαιτήσει την πλήρη ή μερική επιστροφή, με γνώμονα τις τυχόν πραγματοποιηθείσες από αυτόν εργασίες, της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής, χωρίς η προσφυγή στη δυνατότητα αυτή να εξαρτάται από την προηγούμενη διενέργεια δημοσιονομικού ελέγχου.

23      Κατόπιν αυτού, συνάγεται ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής λόγω μη τηρήσεως εν προκειμένω της υποχρεώσεως διενεργείας προηγούμενου δημοσιονομικού ελέγχου, όπως προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των ρητρών της συμβάσεως.»

27      Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Το Δικαστήριο διευκρίνισε στη σκέψη 28 της αποφάσεώς του ότι «εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει, αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να εκφράσουν επί του σημείου αυτού την άποψή τους, αν, εν προκειμένω, οι περιστάσεις δικαιολογούν πλήρη ή μερική επιστροφή της καταβληθείσας στην αναιρεσίβλητη προκαταβολής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των γενικών όρων».

28      Η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα του Πρωτοδικείου.

 Διαδικασία μετά την αναπομπή

29      Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ζητώντας από το νυν Γενικό Δικαστήριο επί τη βάσει του άρθρου 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας να δεχθεί τα αιτήματά της λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Αλεξιάδου. Η εναγομένη, στην οποία επιδόθηκε αντίγραφο των παρατηρήσεων, όσον αφορά την εξέλιξη της διαδικασίας, δεν κατέθεσε παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

30      Κατόπιν αυτού, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί ερήμην. Δεδομένου ότι ουδόλως αμφισβητείται το παραδεκτό, τηρήθηκαν δε όλοι οι τύποι, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, να ελέγξει αν τα αιτήματα της ενάγουσας παρίστανται βάσιμα.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε, αφενός, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, αφετέρου, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό απαντώντας εν συντομία στις ερωτήσεις, όχι όμως και ειδικώς σε καθεμιά από αυτές. Η εναγομένη δεν παρέσχε απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

32      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Φεβρουαρίου 2010, στην οποία δεν μετέσχε η εναγομένη, η Επιτροπή αγόρευσε και απάντησε στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

 Αιτήματα της Επιτροπής

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την εναγομένη στην καταβολή υπέρ της Επιτροπής του ποσού των 26 068,11 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στην οφειλή ύψους 23 036,31 ευρώ του κεφαλαίου και στο ποσό των 3 031,80 ευρώ για οφειλόμενους για το χρονικό διάστημα από 1ης Μαρτίου 2003 έως 31 Αυγούστου 2005 τόκους υπερημερίας·

–        να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στην Επιτροπή τόκους υπερημερίας ύψους 3,31 ευρώ ημερησίως, από 1ης Σεπτεμβρίου 2005, και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής·

–        να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της επιστροφής της προκαταβολής

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

34      Η Επιτροπή κάνει μνεία του άρθρου 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, τονίζοντας ότι η ρήτρα αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως και τα παραρτήματα αυτής, καθώς και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών οι οποίες διέπουν το εφαρμοστέο, στην επίδικη διαφορά, βελγικό δίκαιο. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το αίτημά της αποτελεί άσκηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τη σύμβαση και τον νόμο, ενόψει της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης.

35      Εξ αυτών συνάγει ότι, αφής στιγμής αποδεικνύεται ότι η εναγομένη δεν έχει, αφενός, συμμετάσχει σε καμιά ερευνητική δραστηριότητα του σχεδίου και, αφετέρου, δεν έχει χρησιμοποιήσει το ποσό της επίδικης προκαταβολής για την υλοποίηση οιασδήποτε ερευνητικής εργασίας στο πλαίσιο του εν λόγω σχεδίου, παρακρατεί παρανόμως και κατά παράβαση της συμβάσεως την προκαταβολή των 23 036,31 ευρώ.

36      Επιπλέον, ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, δεδομένης της μη εκπληρώσεως της παροχής, το επίμαχο χρεωστικό σημείωμα δικαιολογημένα αναφέρεται στο σύνολο της αποδεδειγμένα εισπραχθείσης προκαταβολής.

37      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υπενθύμισε, κατόπιν ερωτήσεων που υποβλήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως και των παραρτημάτων αυτής, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄ των γενικών όρων. Συνεπώς, η συνδυασμένη ερμηνεία των δυο ρητρών είναι αναγκαία προκειμένου να προσδιοριστεί το σύνολο των υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

38      Όπως σαφώς προκύπτει από τη δικογραφία, ο συντονιστής κατέθεσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2002 στον λογαριασμό της εναγομένης ως προκαταβολή το ποσό των 23 036,31 ευρώ.

39      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, των γενικών όρων, όλες οι πραγματοποιούμενες από την Επιτροπή πληρωμές λογίζονται ως προκαταβολές μέχρι την έγκριση της τελικής εκθέσεως.

40      Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι σε δυο διατάξεις γίνεται λόγος περί της επιστροφής της κοινοτικής συνδρομής σε περίπτωση παύσεως της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου. Επομένως, παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι δυο διατάξεις αυτές.

41      Πρώτον, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, πρέπει να τονιστεί ότι η ρήτρα αυτή εφαρμόζεται μόνον εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός, η λήξη της συμβάσεως, η καταγγελία της συμβάσεως ή το πέρας της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου και, αφετέρου, η διενέργεια δημοσιονομικού ελέγχου από τον οποίο προκύπτει διάπραξη απάτης ή σοβαρής δημοσιονομικής παρατυπίας.

42      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δεύτερη προϋπόθεση, η σχετική με τη διενέργεια δημοσιονομικού ελέγχου, δεν πληρούται εν προκειμένω. Οι εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή, ερωτηθείσα στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από το τότε Πρωτοδικείο τον Μάρτιο του 2007 στο πλαίσιο της διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου), κατά τις οποίες η έλλειψη οποιασδήποτε δηλώσεως περί δαπάνης εκ μέρους της εναγομένης καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη διενέργεια ελέγχου «[λ]όγω της φύσεως του προβλήματος (αποχώρηση αντισυμβαλλομένου μετά την έναρξη του προγράμματος και χωρίς δηλώσεις κόστους) δεν υπήρχε ανάγκη διενέργειας ελέγχου» και «[έ]λεγχος διεξάγεται όταν υπάρχει υποψία ότι οι δηλώσεις κόστους είναι υπερβολικές ή δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα», δεν ανατρέπουν το συμπέρασμα αυτό.

43      Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 6, των γενικών όρων, η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την επιστροφή όλης ή μέρους της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα αποτελέσματα των αναληφθεισών εργασιών καθώς και τη χρησιμότητά τους για την Κοινότητα στο πλαίσιο του σχετικού ειδικού προγράμματος.

44      Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι σκοπός αυτής είναι η θεμελίωση υποχρεώσεως προς επιστροφή στις περιπτώσεις που η λήψη ελεγκτικού μέτρου, όπως ο δημοσιονομικός έλεγχος, δεν είναι αναγκαία, ιδίως δε σε περίπτωση που αποσυρθεί ένας συμβαλλόμενος.

45      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή, η εναγομένη ενημέρωσε τον συντονιστή ευθύς μετά την είσπραξη της προκαταβολής, ήτοι στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, ότι:

–        «[it] stopped production of leather articles and decided to move its business activities to a different line» (σταμάτησε την παραγωγή δερμάτινων ειδών και αποφάσισε να στρέψει τις δραστηριότητές της προς άλλη κατεύθυνση)·

–        «[it] cannot guarantee successful completion of the project activities» (δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχή ολοκλήρωση των δραστηριοτήτων του προγράμματος)·

–        «it would be better to leave the project partnership at the beginning of all activities» (θα ήταν καλύτερα να εγκαταλείψει το πρόγραμμα συνεργασίας στην αρχή όλων των δραστηριοτήτων).

46      Στη συνέχεια, ο συντονιστής αποπειράθηκε επανειλημμένως να επιτύχει κατά τα συμφωνηθέντα την επιστροφή της προκαταβολής την οποία εισέπραξε η εναγομένη. Τέλος, ο συντονιστής ενημέρωσε σχετικώς την Επιτροπή, η οποία απηύθυνε στην εναγομένη ένταλμα εισπράξεως για την ανάκτηση του ποσού των 23 036,31 ευρώ.

47      Η εναγομένη διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον συντονιστή και κατέστησε αδύνατη κάθε επικοινωνία της με την Επιτροπή. Επιπλέον, αρνήθηκε να παραλάβει τις συστημένες επιστολές που της απευθύνθηκαν.

48      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι η εναγομένη δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση και τον νόμο, ούτε ανταποκρίθηκε στις προσκλήσεις και υπομνήσεις ως προς την επιστροφή της προκαταβολής.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να κριθεί ότι η εναγομένη είναι οφειλέτης έναντι της Επιτροπής ποσού 23 036,31 ευρώ το οποίο υποχρεούται να επιστρέψει δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των γενικών όρων.

50      Επομένως, το αίτημα της Επιτροπής όσον αφορά την επιστροφή της προκαταβολής πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί της καταβολής τόκων υπερημερίας

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

51      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τόκοι υπερημερίας οφείλονται από της ημερομηνίας λήξεως του χρεωστικού σημειώματος που απηύθυνε προς την εναγομένη στις 13 Ιανουαρίου 2003, και συγκεκριμένα από τις 28 Φεβρουαρίου 2003. Τονίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται στην επιστροφή όχι μόνον του κεφαλαίου των 23 036,31 ευρώ, αλλά επίσης και των οφειλόμενων από της ημερομηνίας αυτής τόκων υπερημερίας μέχρι πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής. Υπενθυμίζει ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων ισχύει το επιτόκιο που όρισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά τον χρόνο εισπράξεως του καταβλητέου ποσού (δηλαδή τον Σεπτέμβριο του 2002), προσαυξημένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (ήτοι συνολικώς 5,25 %) και έως της επιστροφής του ποσού. Εκτιμά ότι, κατά την 31η Αυγούστου 2005, το ποσό των τόκων υπερημερίας ανερχόταν σε 3 031,80 ευρώ και ότι το συνολικό ποσό της οφειλής της εναγομένης έναντι της Επιτροπής έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 3,31 ευρώ ημερησίως μέχρι πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής.

52      Ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας που εμφανίζεται στο χρεωστικό σημείωμα (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω) βασιζόταν στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE L 357, σ. 1), τόσο ως προς την έναρξη της τοκοφορίας όσο και ως προς το επιτόκιο, σύμφωνα με την τότε ακολουθούμενη πρακτική.

53      Απαντώντας σε ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση που το άρθρο 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των γενικών όρων εφαρμοστεί εν προκειμένω, η καταβολή των τόκων υπερημερίας μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των ως άνω γενικών όρων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

54      Στο χρεωστικό σημείωμα που εξέδωσε με παραλήπτη την εναγομένη, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η καταβολή έπρεπε να χωρήσει έως τις 28 Φεβρουαρίου 2003 και ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, οφείλονται τόκοι υπερημερίας με επιτόκιο «EUR» Φεβρουαρίου του 2003, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι μονάδες.

55      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, το οποίο παρέχει δυνατότητα επιστροφής των προκαταβληθέντων ποσών, προσαυξημένων κατά τους τόκους υπερημερίας, το άρθρο 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των εν λόγω όρων δεν παρέχει δυνατότητα προσαυξήσεως των προς επιστροφή ποσών με τόκους υπερημερίας.

56      Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των γενικών όρων, η οποία προτάθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από την Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι πρόκειται περί αποσύρσεως συμβαλλομένου, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, των γενικών όρων, και όχι περί καταγγελίας της συμβάσεως ή ακυρώσεως της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, των γενικών όρων.

57      Ελλείψει ρήτρας σχετικά με τους τόκους υπερημερίας η οποία να εφαρμόζεται εν προκειμένω και δεδομένου ότι η σύμβαση διέπεται από το βελγικό δίκαιο, επιβάλλεται η εφαρμογή του άρθρου 1153 του βελγικού αστικού κώδικα, το οποίο ορίζει:

«Σε περίπτωση υπερημερίας κατά την εκπλήρωση αποκλειστικώς χρηματικών ενοχών, οφείλεται αποζημίωση που συνίσταται αποκλειστικά στην καταβολή νομίμου τόκου, εκτός των εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος. Η αποζημίωση οφείλεται χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ο δανειστής ότι υπέστη ζημία. Οφείλεται από την ημέρα της οχλήσεως προς καταβολή, εκτός αν ο νόμος ορίζει ότι οφείλεται αυτοδικαίως […]».

58      Δεδομένου ότι είχε οχλήσει την εναγομένη, η Επιτροπή δικαιούται να αξιώσει την καταβολή τόκων υπερημερίας, βάσει του οριζόμενου από τη βελγική νομοθεσία επιτοκίου, από 1ης Μαρτίου 2003.

59      Εντούτοις, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η Επιτροπή ζητεί, με την αγωγή της, την εφαρμογή επιτοκίου 5,25 %, δηλαδή αυτού που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο λήψεως των κεφαλαίων και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE 2002, C 210, σ. 1), προσαυξημένου κατά 2 μονάδες.

60      Κατά το μέτρο που, για το χρονικό διάστημα από 1ης Μαρτίου 2003 έως 31 Αυγούστου 2005, το επιτόκιο, την εφαρμογή του οποίου ζητεί η Επιτροπή, είναι χαμηλότερο από αυτό που ορίζει η βελγική νομοθεσία, το σχετικό αίτημα της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτό (βλ. υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, C‑127/03, Επιτροπή κατά Trendsoft, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 35, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑279/03, Επιτροπή κατά Implants, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

61      Ως προς το χρονικό διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 2005 έως την ημερομηνία πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής, η εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους βάσει της βελγικής νομοθεσίας με όριο ετήσιο επιτόκιο ύψους 5,25 %.

62      Κατά συνέπεια, η εναγομένη υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 23 036,31 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας:

–        με ετήσιο επιτόκιο ύψους 5,25 % από της 1ης Μαρτίου 2003 και έως την 31η Αυγούστου 2005·

–        με νόμιμο ετήσιο επιτόκιο υπολογιζόμενο βάσει της βελγικής νομοθεσίας, με όριο ετήσιο επιτόκιο 5,25 %, από της 1ης Σεπτεμβρίου 2005 και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Στην απόφαση του Δικαστηρίου, αυτό επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των εξόδων καθ’ όλες τις διαδικασίες, σύμφωνα με το άρθρο 121 του Κανονισμού Διαδικασίας.

64      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η εναγομένη ηττήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στη διαδικασία κατόπιν αναπομπής, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Ευφροσύνη Αλεξιάδου να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ποσό των 23 036,31 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας:

–        με ετήσιο επιτόκιο ύψους 5,25 % από της 1ης Μαρτίου 2003 και έως την 31η Αυγούστου 2005·

–        με νόμιμο ετήσιο επιτόκιο υπολογιζόμενο βάσει της βελγικής νομοθεσίας, με όριο ετήσιο επιτόκιο 5,25 %, από της 1ης Σεπτεμβρίου 2005 και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής.

2)      Καταδικάζει την Ευφροσύνη Αλεξιάδου στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.