Language of document : ECLI:EU:T:2018:132

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Μαρτίου 2018 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ηλεκτρική ενέργεια – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Προτιμησιακό τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας βάσει συμβάσεως συναφθείσας με τον κατεστημένο προμηθευτή – Καταγγελία της σύμβασης από τον κατεστημένο προμηθευτή – Δικαστική αναστολή, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, των αποτελεσμάτων της καταγγελίας της σύμβασης – Ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής από το Γενικό Δικαστήριο – Αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου από το Δικαστήριο – Αναπομπή της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο – Εύρος του αντικειμένου της προσφυγής μετά την αναπομπή – Χαρακτηρισμός της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ως νέας ενίσχυσης – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Χαρακτηρισμός του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης – Πλεονέκτημα – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Δικαιώματα άμυνας του λήπτη της ενίσχυσης – Υποχρέωση ανάκτησης – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση Τ-542/11 RENV,

Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ, πρώην Αλουμίνιον AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Γ. Δελλή, Ν. Κορογιαννάκη, Ε. Χρυσάφη, Δ. Διακόπουλο και Ν. Κεραμίδα, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Μπουχάγιαρ και É. Gippini Fournier,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους E. Μπουρτζάλα, Χ. Συνοδινό, Α. Οικονόμου και Χ. Ταγαρά, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα ακύρωση της απόφασης 2012/339/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.26117 – C 2/2010 (πρώην NN 62/2009) που εφάρμοσε η Ελλάδα υπέρ της Αλουμίνιον της Ελλάδος ΑΕ (ΕΕ 2012, L 166, σ. 83),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Labucka (εισηγήτρια), προεδρεύουσα, A. Dittrich και I. Ulloa Rubio, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το 1960, η Αλουμίνιον της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΑτΕ), την οποία διαδέχθηκαν η Αλουμίνιον AE και η προσφεύγουσα, Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ, τον Ιούλιο του 2007 και τον Μάιο του 2015 αντιστοίχως, στην παραγωγή αλουμινίου στην Ελλάδα, σύναψε σύμβαση (στο εξής: σύμβαση) με την παρεμβαίνουσα, Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ), τη δημόσια εταιρία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, η οποία προέβλεπε την εφαρμογή ως προς αυτήν προτιμησιακού τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: προτιμησιακό τιμολόγιο).

2        Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της σύμβασης, όπως κατά καιρούς ίσχυσε, προέβλεπε την ανά πενταετία ανανέωση της ισχύος της, με την επιφύλαξη της καταγγελίας από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών δύο έτη πριν από τη λήξη της με συστημένη επ’ αποδείξει παραλαβής επιστολή προς τον αντισυμβαλλόμενο.

3        Δυνάμει συμφωνίας μεταξύ ΑτΕ και Ελληνικού Δημοσίου, η οποία κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα του 1969, η σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, επρόκειτο να λήξει στις 31 Μαρτίου 2006, εκτός αν παρατεινόταν σύμφωνα με τους όρους της.

4        Με την απόφαση SG (92) D/867, της 23ης Ιανουαρίου 1992, Ενίσχυση υπέρ της επιχειρήσεως [AτΕ], ενίσχυση NN 83/91 (στο εξής: απόφαση του 1992), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκτίμησε ότι η συμφωνία βάσει της οποίας η ΔΕΗ προμήθευε ηλεκτρική ενέργεια την ΑτΕ βάσει προτιμησιακού τιμολογίου κατά το διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 1990 δεν περιείχε στοιχείο κρατικής ενίσχυσης και κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση να την ενημερώνει εγκαίρως σχετικά με το ισχύον τιμολόγιο για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην ΑτΕ από το 1991 και μετά.

5        Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2002, με τίτλο «Έγκριση των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων [107 και 108 ΣΛΕΕ] –Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση» (ΕΕ 2003, C 9, σ. 6), η Επιτροπή ενέκρινε την παρεχόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία επιχορήγηση στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: απόφαση του 2002).

6        Τον Φεβρουάριο του 2004, η ΔΕΗ κοινοποίησε στην ΑτΕ καταγγελία της σύμβασης (στο εξής: καταγγελία) και, από τα τέλη Μαρτίου του 2006, έπαυσε να εφαρμόζει ως προς αυτή το προτιμησιακό τιμολόγιο.

7        Η ΑτΕ προσέβαλε την καταγγελία της σύμβασης ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων.

8        Με την απόφαση 80/2007, της 5ης Ιανουαρίου 2007, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κρίνοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανέστειλε προσωρινώς και ex nunc τα αποτελέσματα της καταγγελίας, έως την έκδοση της απόφασης επί της ουσίας (στο εξής: πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή επίμαχο μέτρο).

9        Με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών θεώρησε ότι η καταγγελία ήταν άκυρη βάσει των όρων της σύμβασης και του εφαρμοστέου εθνικού νομικού πλαισίου.

10      Η ΔΕΗ ζήτησε την ανάκληση της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, κρίνοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δέχθηκε ex nunc το αίτημά της με την απόφαση 72/2008 του Μαρτίου 2008 (στο εξής: δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων).

11      Κατά συνέπεια, αφενός, κατά το διάστημα μεταξύ της καταγγελίας της σύμβασης και της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, όπως και μετά τη δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η ΔΕΗ δεν εφάρμοζε το προτιμησιακό τιμολόγιο. Αφετέρου, μεταξύ της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και της δεύτερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (στο εξής: επίμαχο χρονικό διάστημα), εφαρμοζόταν το προτιμησιακό τιμολόγιο ως προς την ΑτΕ και, στη συνέχεια, ως προς την προσφεύγουσα.

12      Τον Ιούλιο του 2008 υποβλήθηκαν στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που φέρονταν να έχουν χορηγηθεί στην προσφεύγουσα, οι οποίες συνίσταντο, ιδίως, στην εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου.

13      Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όσον αφορά, ιδίως, το προτιμησιακό τιμολόγιο, και κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης αυτής (στο εξής: απόφαση περί κίνησης της διαδικασίας).

14      Η απόφαση περί κίνησης της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Απριλίου 2010 (ΕΕ 2010, C 96, σ. 7).

15      Με την απόφαση περί κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν το προτιμησιακό τιμολόγιο βάσει του οποίου η ΔΕΗ χρέωνε την ΑτΕ και, στη συνέχεια, την προσφεύγουσα κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν του αυτού επιπέδου με το τιμολόγιο που ίσχυε για τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης, δεδομένου ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο έπρεπε να παύσει να εφαρμόζεται τον Μάρτιο του 2006, αλλά διατηρήθηκε με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.

16      Οι παρατηρήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας περιήλθαν στην Επιτροπή στις 31 Μαρτίου 2010.

17      Παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής υπέβαλαν η προσφεύγουσα στις 12 Μαΐου 2010, στις 3 Μαρτίου 2011 και στις 4 Μαΐου 2001, καθώς και η ΔΕΗ στις 17 Μαΐου 2010. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στην Ελληνική Δημοκρατία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της επ’ αυτών, πράγμα που η Ελληνική Δημοκρατία έπραξε στις 16 Ιουλίου και στις 6 Αυγούστου 2010 και στις 16 Μαΐου 2011.

18      Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές την 1η Δεκεμβρίου 2010. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στο αίτημα αυτό με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2011.

19      Άλλες παρατηρήσεις της προσφεύγουσας περιήλθαν στην Επιτροπή στις 31 Μαΐου και στις 4 Ιουλίου 2011.

20      Στις 13 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/339/ΕΕ σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26117 – C 2/2010 (πρώην NN 62/2009) που εφάρμοσε η Ελλάδα υπέρ της ΑτΕ και της Αλουμίνιον (ΕΕ 2012, L 166, σ. 93, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

21      Με το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε παρανόμως χορηγήσει στην ΑτΕ κρατική ενίσχυση ύψους 17,4 εκατομμυρίων ευρώ διά της εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

22      Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά και διέταξε την Ελληνική Δημοκρατία να την ανακτήσει από την προσφεύγουσα (βλ. άρθρο 1 και άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων στην υπόθεση Τ-542/11

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 2011, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

24      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2012, με το οποίο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2012, η ΔΕΗ ζήτησε να της επιτραπεί να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής.

26      Η αίτηση παρεμβάσεως της ΔΕΗ έγινε δεκτή με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 2012.

27      Με την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής (T‑542/11, στο εξής: αρχική δικαστική απόφαση, EU:T:2014:859), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και αποφάσισε ότι η μεν Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, η δε παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 2014, η ΔΕΗ άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.

29      Με την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, ΔΕΗ και Επιτροπή κατά Αλουμίνιον της Ελλάδος (C-590/14 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2016:797), το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική δικαστική απόφαση, ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων μετά την αναπομπή

30      Μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης και σύμφωνα με το άρθρο 215 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατέθηκε στο πέμπτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

31      Λόγω κωλύματος του προέδρου του πέμπτου τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε έναν δικαστή για να τον αντικαταστήσει και να προεδρεύσει και έναν άλλο δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

32      Σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και η ΔΕΗ υπέβαλαν εμπροθέσμως τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που θα πρέπει να συναχθούν από την αναιρετική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς.

33      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

34      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιουλίου 2017.

35      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαπιστώθηκε ότι ένας από τους εκπροσώπους της ΔΕΗ, ο οποίος έλαβε τον λόγο για να συμπληρώσει την απάντηση σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ήταν επίσης υπάλληλος της ΔΕΗ. Κληθέντες προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, οι λοιποί εκπρόσωποι της ΔΕΗ δήλωσαν ρητώς ότι υιοθετούν την εν λόγω απάντηση στο σύνολό της, η δήλωση δε αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, χωρίς ως εκ τούτου να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το παραδεκτό των επίμαχων δηλώσεων βάσει στοιχείων παρασχεθέντων συναφώς από τους εκπροσώπους της ΔΕΗ μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη ΔΕΗ, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

38      Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δέκα λόγους προς στήριξη της προσφυγής αυτής.

39      Οι τέσσερις πρώτοι, οι οποίοι αποτελούν τους κύριους λόγους, βάλλουν κατά του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως νέας ενίσχυσης. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, αντιστοίχως, νομικό σφάλμα, αναρμοδιότητα της Επιτροπής, παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

40      Ο πέμπτος, ο έκτος, ο έβδομος και ο όγδοος λόγος, οι οποίοι προβάλλονται επικουρικώς, βάλλουν κατά του χαρακτηρισμού του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, αντιστοίχως, παράβαση του άρθρου 107 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

41      Ο ένατος και ο δέκατος λόγος, οι οποίοι προβάλλονται όλως επικουρικώς, βάλλουν κατά της επιβολής υποχρέωσης ανάκτησης. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, αντιστοίχως, σφάλματα σχετικά με την έκταση της υποχρέωσης ανάκτησης και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

 Επί των λόγων που αφορούν τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως νέας ενίσχυσης

42      Για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα προβάλλει, με το δικόγραφο της προσφυγής της, τέσσερις λόγους κατά του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως νέας ενίσχυσης, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ οι άλλοι τρεις αφορούν την εξωτερική νομιμότητά της.

43      Με τις παρατηρήσεις της επί των συνεπειών που θα πρέπει να αντληθούν από την αναιρετική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς και σε απάντηση ερώτησης του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από τον πρώτο λόγο της προσφυγής, η δήλωση δε αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης και, ως εκ τούτου, παρέλκει η κρίση επί του λόγου αυτού.

 Επί του δεύτερου λόγου, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής

44      Με τον δεύτερο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, διότι, εν συνόψει, η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να την εκδώσει.

45      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο, δηλαδή την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ως νέα ενίσχυση, καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της.

46      Ειδικότερα, μολονότι το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στην Επιτροπή αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, τούτο δεν ισχύει για τις νομικές σχέσεις και τις διαφορές που διέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, ακόμη και αν η διαπίστωση υπάρξεως κρατικής ενίσχυσης εξαρτάται από τις εν λόγω σχέσεις και την επίλυση των διαφορών αυτών.

47      Επομένως, σε περίπτωση διαφοράς που επιλύεται αποκλειστικά στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποφανθεί επί του αμιγώς εθνικού περιεχομένου μιας διαφοράς.

48      Εν προκειμένω όμως, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη νέας ενίσχυσης στηριζόμενη σε εσφαλμένη, εν πάση περιπτώσει, ερμηνεία μιας συμβατικής σχέσης αμιγώς εσωτερικού δικαίου, διεπόμενης από τις εθνικές διατάξεις του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, τις οποίες ερμήνευσε επίσης εσφαλμένως, όπως και τα αποτελέσματα της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.

49      Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της κρίνοντας ότι η σύμβαση είχε λήξει τον Μάρτιο του 2006, ότι η καταγγελία της ήταν έγκυρη και ότι η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είχε παρατείνει υφιστάμενη ενίσχυση, παραγνωρίζοντας τους όρους της σύμβασης και το ισχύον νομικό καθεστώς, καθώς και τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα απόφασης ασφαλιστικών μέτρων εκδοθείσας κατά το εθνικό δίκαιο.

50      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη ΔΕΗ, προβάλλει ότι ο δεύτερος λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί, ιδίως κατόπιν της απόφασης επί της αίτησης αναίρεσης.

51      Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 108 ΣΛΕΕ και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται, αφενός, στην Επιτροπή και, αφετέρου, στα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants και transformateurs de saumon, C-354/90, EU:C:1991:440, σκέψη 8).

52      Όσον αφορά τον ρόλο της Επιτροπής, το Δικαστήριο έχει επισημάνει με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike και Weinlig (78/76, EU:C:1977:52, σκέψη 9), ότι η Συνθήκη, προβλέποντας με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ τη διαρκή εξέταση και τον έλεγχο των ενισχύσεων εκ μέρους της Επιτροπής, επιδιώκει η διαπίστωση του τυχόν ασυμβιβάστου μιας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά να γίνεται, υπό τον έλεγχο των δικαστηρίων της Ένωσης, σύμφωνα με την προσήκουσα διαδικασία, για την εφαρμογή της οποίας αρμόδια είναι η Επιτροπή.

53      Όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike και Weinlig (78/76, EU:C:1977:52), ότι αυτά μπορούν να επιλαμβάνονται διαφορών οι οποίες τα υποχρεώνουν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν την έννοια της ενίσχυσης κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, προκειμένου να κρίνουν αν ένα κρατικό μέτρο που θεσπίζεται χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έπρεπε ή όχι να έχει υποβληθεί στη διαδικασία αυτή.

54      Η παρέμβαση των εθνικών δικαστηρίων έχει έρεισμα στο άμεσο αποτέλεσμα που αναγνωρίζεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz (120/73, EU:C:1973:152, σκέψη 8), ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό απαγόρευση επάγεται άμεσα αποτελέσματα ως προς κάθε ενίσχυση που εφαρμόστηκε χωρίς να έχει κοινοποιηθεί και, σε περίπτωση κοινοποίησης, επάγεται τα αποτελέσματα αυτά ενόσω διαρκεί το προκαταρκτικό στάδιο και, εφόσον η Επιτροπή κινήσει κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης.

55      Επομένως, κατά το Δικαστήριο, ο κεντρικός και αποκλειστικός ρόλος που επιφυλάσσουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ στην Επιτροπή όσον αφορά την αναγνώριση του ενδεχόμενου ασυμβιβάστου ορισμένης ενίσχυσης προς την εσωτερική αγορά διαφέρει θεμελιωδώς από τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι διοικούμενοι από το άμεσο αποτέλεσμα της απαγόρευσης που επιβάλλεται με το άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ. Η μεν Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει εάν η σχεδιαζόμενη ενίσχυση συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, ακόμη και στις περιπτώσεις που το κράτος μέλος παραβαίνει την απαγόρευση εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως, τα δε εθνικά δικαστήρια απλώς διασφαλίζουν, μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης της Επιτροπής, τα δικαιώματα των διοικουμένων σε περίπτωση παράβασης, εκ μέρους των εθνικών αρχών, της απαγόρευσης του άρθρου 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ. Όταν τα εν λόγω δικαστήρια εκδίδουν απόφαση επί του ζητήματος αυτού, δεν αποφαίνονται παρά ταύτα επί της συμβατότητας των μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, διότι η τελική κρίση εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ενεργεί υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants και transformateurs de saumon, C-354/90, EU:C:1991:440, σκέψη 14).

56      Συνεπώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι, πέραν της εκτίμησης της συμβατότητας μιας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή δεν διαθέτει βεβαίως αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

57      Ωστόσο, διατηρεί προδήλως την αρμοδιότητά της ως προς το ζήτημα της συμβατότητας και, ως εκ τούτου, είναι αβάσιμη, εν προκειμένω, η σε βάρος της αιτίαση ότι έκρινε εαυτήν αρμόδια να αποφασίσει ότι ένα συγκεκριμένο εθνικό μέτρο συνιστούσε νέα ενίσχυση.

58      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει κάθε νέα ενίσχυση, πράγμα που σημαίνει ότι οφείλει να εξετάζει όχι μόνο κάθε σχέδιο ενίσχυσης, αλλά και κάθε ουσιώδη τροποποίηση υφιστάμενης ενίσχυσης και, επομένως, τα εν λόγω σχέδια ή τροποποιήσεις πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108 παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

59      Ως εκ τούτου, ακόμη και υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή ήταν αρμόδια να εκτιμήσει εάν υφίστατο νέα ενίσχυση.

60      Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε, κατά νόμον, να προβεί στην ερμηνεία της σύμβασης και του εφαρμοστέου εθνικού νομικού πλαισίου, τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού, προκειμένου να εκτιμήσει εάν υφίστατο νέα ενίσχυση, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου από το Γενικό Δικαστήριο του βασίμου της εκτίμησης αυτής.

61      Κατά συνέπεια και ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της αναιρετικής απόφασης, ο δεύτερος λόγος, σχετικά με αναρμοδιότητα της Επιτροπής, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

62      Με τον τρίτο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, καθόσον η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

63      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο, δηλαδή την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ως νέας ενίσχυση, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

64      Συγκεκριμένα, κρίνοντας ότι η καταγγελία ήταν έγκυρη, παρά την ύπαρξη διαφοράς εκκρεμούς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και την έκδοση της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία αφορούσε ακριβώς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία περιλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.

65      Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός, από την Επιτροπή, του επίμαχου μέτρου, δηλαδή της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, ως νέα ενίσχυσης συνεπάγεται ότι οι εθνικές αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή και ότι τα αποτελέσματά τους πρέπει να αναστέλλονται, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πράγμα που θα έθιγε την αρχή της αποτελεσματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας.

66      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη ΔΕΗ, προβάλλει ότι ο τρίτος λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί, ιδίως κατόπιν της αναιρετικής απόφασης.

67      Συναφώς, υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) (απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, Johnston, 222/84, EU:C:1986:206, σκέψεις 18 και 19), έχει επίσης επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει πεδίο εφαρμογής και επί διαδικασιών προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet, C-432/05, EU:C:2007:163, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς τα επιχειρήματα που είχε επικαλεστεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, ο οποίος απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με την παρούσα απόφαση.

69      Εν πάση περιπτώσει, ο τρίτος λόγος της προσφυγής δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

70      Συγκεκριμένα, αφενός, η ύπαρξη και μόνον της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αρκεί για να διαπιστωθεί ότι δεν ευσταθεί η αιτίαση σε βάρος της Επιτροπής ότι προσέβαλε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαίωμα της προσφεύγουσας να προσφύγει στα εθνικά δικαστήρια ζητώντας προσωρινή προστασία των δικαιωμάτων της.

71      Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται όσον αφορά, αφετέρου, τη δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ανακλήθηκε η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

72      Επομένως και ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της αναιρετικής απόφασης, ο τρίτος λόγος, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

73      Με τον τέταρτο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, καθόσον η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει.

74      Κατά την προσφεύγουσα, οι αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 11 και 35 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν για να εξηγηθεί η συλλογιστική της Επιτροπής.

75      Συγκεκριμένα, πρώτον, ενώ η Επιτροπή συνήγαγε την ύπαρξη νέας ενίσχυσης από το επίμαχο μέτρο, δηλαδή την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραπέμπει ρητώς σε αυτήν ούτε συνοψίζει το περιεχόμενό της, έστω προς θεμελίωση της εκτίμησης ως προς την επαναφορά σε ισχύ του προτιμησιακού τιμολογίου ή την παράταση υφιστάμενης ενίσχυσης.

76      Δεύτερον, και παρά την απουσία νομολογιακού προηγούμενου, η Επιτροπή δεν εξήγησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί ενδέχεται να συνιστά ενίσχυση μια εθνική δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων εκδοθείσα στο πλαίσιο της εκτέλεσης μιας σύμβασης.

77      Τρίτον, η Επιτροπή δεν εκθέτει τους λόγους που την οδήγησαν στη διαπίστωση ότι η ΔΕΗ είχε προβεί σε σύννομη καταγγελία, καθώς δεν στηρίχθηκε ούτε στο περιεχόμενο της σύμβασης ούτε στο περιεχόμενο της διαφοράς που υποβλήθηκε στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων.

78      Τέταρτον, η Επιτροπή εκτίμησε απλώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι όροι της νέας ενίσχυσης μπορεί να είναι παρεμφερείς με εκείνους της προγενέστερης υφιστάμενης ενίσχυσης, χωρίς ωστόσο να αντιπαραβάλει τα επίμαχα καθεστώτα.

79      Κατά την Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη ΔΕΗ, ο τρίτος λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί, ιδίως κατόπιν της αναιρετικής απόφασης.

80      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, από την απαιτούμενη από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, και ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδεχομένως έχουν στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας πράξης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2005, Brouwerij Haacht κατά Επιτροπής, T-48/02, EU:T:2005:436, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

81      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά, πρώτον, την υπέρμετρη συνοπτικότητα των στοιχείων αυτών σε σχέση με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.

82      Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

83      Πράγματι, είναι γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε σαφώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις παραπομπές στην πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και δεν ανέλυσε ούτε συνόψισε την αιτιολογία της απόφασης αυτής, πλην όμως παρέθεσε επαρκώς κατά νόμον, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της εν λόγω απόφασης με τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 11, 34 και 35 της προσβαλλόμενης απόφασης και, επομένως, υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας, η συλλογιστική της Επιτροπής παρέσχε τη δυνατότητα στη μεν προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν την προσβαλλόμενη απόφαση, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

84      Δεύτερον, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιο λόγο, ελλείψει νομολογιακού προηγούμενου, μπορούσε να συνιστά ενίσχυση μια δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων εκδοθείσα στο πλαίσιο της εκτέλεσης μιας σύμβασης.

85      Ούτε αυτή η αιτίαση μπορεί να γίνει δεκτή.

86      Πράγματι, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους χαρακτήρισε την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ως νέα ενίσχυση, εκτιμώντας, με τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 35 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση παρέτεινε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα την υφιστάμενη ενίσχυση που συνίστατο στο προτιμησιακό τιμολόγιο και, ως εκ τούτου, η συλλογιστική της Επιτροπής παρέσχε, υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας, τη δυνατότητα στη μεν προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν την προσβαλλόμενη απόφαση, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, ακόμη και αν ενδεχομένως δεν υφίσταται νομολογιακό προηγούμενο.

87      Τρίτον, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή ουδόλως εξέθεσε τους λόγους βάσει των οποίων δέχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης ήταν έγκυρη, μη λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της σύμβασης ή το περιεχόμενο της διαφοράς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

88      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

89      Πράγματι, όπως προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 8, 10, 11 και 35 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή συνήγαγε την εγκυρότητα της καταγγελίας από τους όρους της σύμβασης και από τη διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

90      Τέταρτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή εκτίμησε απλώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι όροι της νέας ενίσχυσης μπορεί να είναι παρεμφερείς με εκείνους της προγενέστερης υφιστάμενης ενίσχυσης, χωρίς ωστόσο να αντιπαραβάλει τα επίμαχα καθεστώτα.

91      Για την απόρριψη της αιτίασης αυτής, αρκεί η επισήμανση ότι δεν στηρίζεται στην εξωτερική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά στην ουσιαστική νομιμότητά της, καθόσον αμφισβητείται η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη νέας ενίσχυσης, εκτίμηση την οποία, εξάλλου, δεν αμφισβητεί πλέον η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της κατ’ αναπομπήν διαδικασίας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης.

92      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως νέας ενίσχυσης.

93      Επομένως και ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της αναιρετικής απόφασης, ο τέταρτος λόγος της προσφυγής, σχετικά με παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πρέπει να απορριφθεί, όπως και, κατά συνέπεια, το σύνολο των λόγων που βάλλουν κατά του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως νέας ενίσχυσης.

 Επί των λόγων που βάλλουν κατά του χαρακτηρισμού του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης

94      Για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα προβάλλει επικουρικώς τέσσερις λόγους κατά του χαρακτηρισμού του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ οι άλλοι τρεις αφορούν την εξωτερική νομιμότητα της απόφασης αυτής.

 Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

95      Με τον πέμπτο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, κατ’ ουσίαν διότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χαρακτηρίζοντας το προτιμησιακό τιμολόγιο ως κρατική ενίσχυση.

96      Προς τούτο, η προσφεύγουσα χωρίζει τον πέμπτο λόγο σε τρία σκέλη, τα οποία αφορούν την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος, ως προς την επιλεκτικότητά του και ως προς τις συνέπειές του.

–       Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος

97      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

98      Κατά την προσφεύγουσα, για να εκτιμηθεί εάν οι ενέργειες μιας δημόσιας επιχείρησης συνιστούν έμμεσα κρατική ενίσχυση, παρέχουσα πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις, η Επιτροπή οφείλει να εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

99      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου αυτού και προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενίσχυσης, πρέπει να συγκριθεί η συγκεκριμένη περίπτωση, υπό τους όρους της αγοράς που ίσχυαν την εποχή εκείνη, με τη συμπεριφορά ιδιωτών επενδυτών υπό παρόμοιες συνθήκες, δηλαδή να εξεταστεί εάν ο λήπτης του επίμαχου πλεονεκτήματος άντλησε οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

100    Η προσφεύγουσα θεωρεί, όμως, ότι, εν προκειμένω, ενώ το προτιμησιακό τιμολόγιο δικαιολογείται υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή παρέλειψε να εξακριβώσει εάν το εν λόγω τιμολόγιο εξασφάλιζε εύλογο κέρδος στη ΔΕΗ και, ως εκ τούτου, αποτελούσε απόφαση την οποία θα λάμβανε ένας επιχειρηματίας ενεργώντας υπό παρόμοιες συνθήκες της αγοράς.

101    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η προσφεύγουσα επικαλείται, πρώτον, το νομικό πλαίσιο των κρατών μελών και της Ένωσης.

102    Επικαλείται, καταρχάς, την απόφαση της Επιτροπής Κρατικές Ενισχύσεις – C 50/83 – Κάτω Χώρες (ΕΕ 1992, C 344, σ. 4), την απόφαση 2001/274/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Απριλίου 2000, περί του μέτρου που εκτελέστηκε από την EDF υπέρ ορισμένων εταιριών χαρτοβιομηχανίας (ΕΕ 2001, L 95, σ. 18), καθώς και την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38, σ. 219), από τις οποίες προκύπτει ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο για την πώληση ενέργειας μπορεί, όπως εν προκειμένω, να δικαιολογηθεί από οικονομικούς λόγους.

103    Η προσφεύγουσα αναφέρει, περαιτέρω, την προσέγγιση που υιοθέτησε η Επιτροπή με την απόφαση Κρατικές ενισχύσεις – C 38/92 – Ιταλία (ΕΕ 1992, C 344, σ. 4, στο εξής: απόφαση Alumix), και επικαλείται, a contrario, αυτή που υιοθέτησαν τα δικαστήρια της Ένωσης στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C‑194/09 P, EU:C:2011:497), και της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (T-332/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:79).

104    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα διαφοροποιημένα τιμολόγια όχι μόνον επιτρέπονται, αλλά και, προπάντων, επιβάλλονται από την οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ – Δηλώσεις σχετικά με τις δραστηριότητες παροπλισμού και διαχείρισης των αποβλήτων (ΕΕ 2003, L 176, σ. 37), από την εθνική νομοθεσία και από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ελλάδα) (στο εξής: ΡΑΕ).

105    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει αντικειμενικούς εμπορικούς λόγους που δικαιολογούν, κατ’ αυτήν, υπό το πρίσμα της πρακτικής της Επιτροπής και της ΡΑΕ, το προτιμησιακό τιμολόγιο, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της δικής της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, σε σχέση με όλους τους άλλους καταναλωτές υψηλής τάσης, με την εξαίρεση ενδεχομένως μιας άλλης επιχείρησης, καθώς και της προνομιακής και αποκλειστικής πρόσβασης της ΔΕΗ σε φθηνή παραγωγή ενέργειας.

106    Τρίτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο όχι μόνο καλύπτει το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ, όπως προκύπτει από την απόφαση του 1992, αλλά και της εξασφαλίζει εύλογο κέρδος, λαμβανομένου υπόψη του μέσου όρου του συνολικού λειτουργικού κόστους της κατά το επίμαχο διάστημα.

107    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από την απόφαση του 2002, με την οποία η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένως, κατά την προσφεύγουσα, ότι η χορηγούμενη στη ΔΕΗ επιδότηση αντιστάθμιζε το μειονέκτημα που υφίστατο λόγω του προτιμησιακού τιμολογίου, καθώς η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε εσφαλμένα στοιχεία παρασχεθέντα από τις ελληνικές αρχές και από τη ΔΕΗ, με αποκλειστικό σκοπό την έγκριση της επίμαχης επιδότησης πριν από την εισαγωγή της ΔΕΗ στο χρηματιστήριο.

108    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο κάλυπτε το οριακό κόστος παραγωγής της ΔΕΗ και μέρος των πάγιων εξόδων της, παρέχοντάς της συγχρόνως τη δυνατότητα να αποκομίζει εύλογο κέρδος.

109    Τέταρτον και τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το τιμολόγιο που εφαρμόζεται στους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές και το οποίο η Επιτροπή θεώρησε ως το τιμολόγιο της αγοράς, υποστηρίζοντας ότι το τιμολόγιο αυτό είχε καθοριστεί με αδιαφανή τρόπο, μέσω κανονιστικών ρυθμίσεων, και συνιστά σταυροειδή επιδότηση για άλλους βιομηχανικούς καταναλωτές, όπως προκύπτει από αποφάσεις της ΡΑΕ, καθώς και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, σύμφωνα με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

110    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου, υποστηρίζοντας ότι είναι απαράδεκτο.

111    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

112    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης, όπως καθορίζεται στη Συνθήκη ΛΕΕ, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατ’ αρχήν, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα συγκεκριμένα στοιχεία της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί όσο και τον τεχνικό ή περίπλοκο χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, C-83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 25, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, British Aggregates κατά Επιτροπής, C-487/98 P, EU:C:2008:248, σκέψη 111, και της 21ης Ιουνίου 2012, BNP Paribas και BNL κατά Επιτροπής, C-452/10 P, EU:C:2012:366, σκέψη 100).

113    Για τον χαρακτηρισμό της ενίσχυσης ως κρατικής ενίσχυσης ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-142/87, EU:C:1990:125, σκέψη 25, της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 68, και της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, EU:C:2003:415, σκέψη 74).

114    Από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση του κράτους ή για παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων, προϋπόθεση η οποία δεν εξετάζεται εν προκειμένω. Δεύτερον, η παρέμβαση πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα στον λήπτη της, διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C-280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 75, και της 22ας Φεβρουαρίου 2006, Le Levant 001 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-34/02, EU:T:2006:59, σκέψη 110).

115    Όσον αφορά, ειδικότερα, την τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 114 ανωτέρω, συνιστούν πλεονεκτήματα υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και που, ως εκ τούτου, ομοιάζουν με επιδότηση, όπως είναι, ιδίως, η παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών με προτιμησιακούς όρους (βλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2003, GEMO, C-126/01, EU:C:2003:622, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, Valmont κατά Επιτροπής, T-274/01, EU:T:2004:266, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Στο πλαίσιο αυτό, έχει γίνει δεκτό ότι ένα προτιμησιακό τιμολόγιο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, 67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38, σκέψεις 28 και 29).

117    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, πρώτον, ότι, πριν από το επίμαχο διάστημα, η ΔΕΗ εφάρμοζε προτιμησιακό τιμολόγιο υπέρ της ΑτΕ και της εταιρίας που τη διαδέχθηκε, βάσει νομοθετικού διατάγματος το οποίο εισήγαγε παρέκκλιση από τη γενικής ισχύος τιμολογιακή ρύθμιση με την οποία καθοριζόταν το υποχρεωτικής ισχύος κανονικό τιμολόγιο.

118    Δεύτερον, ωσαύτως δεν αμφισβητείται ότι, τουλάχιστον κατά το επίμαχο διάστημα, το προτιμησιακό τιμολόγιο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας που διατηρήθηκε σε ισχύ για την ΑτΕ και, κατόπιν, για τη διάδοχο εταιρία ήταν χαμηλότερο από το κανονικό τιμολόγιο που ίσχυε για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές της ΔΕΗ, ενώ το εν λόγω κανονικό τιμολόγιο, το οποίο ρυθμιζόταν σε εθνικό επίπεδο, ήταν δεσμευτικό για τη ΔΕΗ και τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές.

119    Τρίτον, δεν αμφισβητείται επίσης ότι, τουλάχιστον κατά το επίμαχο διάστημα, η ΑτΕ και η διάδοχος εταιρία ανήκαν στην κατηγορία των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών της ΔΕΗ.

120    Τέταρτον, δεν αμφισβητείται ακόμη ότι, τουλάχιστον κατά το επίμαχο διάστημα, η ΑτΕ και κατόπιν η διάδοχος εταιρία ήταν οι μοναδικοί μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές για τους οποίους ίσχυε το προτιμησιακό τιμολόγιο, η δε προσφεύγουσα παραδέχεται ότι, ακόμη και αν το προτιμησιακό τιμολόγιο είχε ισχύσει κατά το παρελθόν και για άλλον μεγάλο βιομηχανικό καταναλωτή, αυτό είχε παύσει να συμβαίνει κατά το επίμαχο διάστημα.

121    Εξάλλου, εφόσον όλες οι άλλες παράμετροι παραμένουν αμετάβλητες, ο μη αμφισβητούμενος χαρακτήρας των στοιχείων αυτών δεν μπορεί να κλονισθεί λόγω του κόστους που έφερε η ΔΕΗ για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε καθέναν από τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές.

122    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, τουλάχιστον κατά το επίμαχο διάστημα, χάρη στην εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου, περιορίστηκε η επιβάρυνση της ΑτΕ και, κατόπιν, της διαδόχου εταιρίας από άποψη κόστους παραγωγής.

123    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν κλονίζουν την εκτίμηση αυτή.

124    Έχει κριθεί, βεβαίως, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι ένα τέτοιο πλεονέκτημα δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά από οικονομικούς λόγους (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, 67/85, 68/85 και 70/85, EU:C:1988:38, σκέψη 30).

125    Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή τέτοιων δικαιολογητικών λόγων, εφόσον έχει διαπιστώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, διότι η απόδειξη της συνδρομής τέτοιων λόγων εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος, εάν αυτό προτίθεται να αμφισβητήσει την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

126    Επιπλέον, έχει επίσης κριθεί ότι η Επιτροπή νομίμως περιορίζεται στα στοιχεία που έχουν υποβληθεί από το κράτος μέλος κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2004, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, T-109/01, EU:T:2004:4, σκέψη 49).

127    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα σχετικό επιχείρημα, πράγμα που η προσφεύγουσα ουσιαστικά δεν αμφισβητεί.

128    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί στην εξέταση αυτή, διαπιστώνεται ότι η ΔΕΗ, ως προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας της προσφεύγουσας, υποστηρίζει κατηγορηματικά με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι, κατά το επίμαχο διάστημα, το προτιμησιακό τιμολόγιο υπολειπόταν του αντίστοιχου κόστους παραγωγής της και ότι, ακόμη και υπό ευρύτερη θεώρηση, δεν αντισταθμιζόταν με άλλον τρόπο.

129    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δέχθηκε ότι από την καταγγελία της σύμβασης από τη ΔΕΗ προκύπτει ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από σχετικούς με αυτήν οικονομικούς λόγους.

130    Κατά συνέπεια, δεν είναι πειστική η θέση ότι, κατά το κρίσιμο διάστημα, το προτιμησιακό τιμολόγιο δικαιολογούνταν από οικονομικούς λόγους, την οποία η προσφεύγουσα προβάλλει προκειμένου να αποδείξει ότι το εν λόγω τιμολόγιο δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ικανό να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

131    Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή επίσης δεν είναι πειστική.

132    Πράγματι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να εφαρμοστεί υπό τις όλως ιδιάζουσες περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, ανεξαρτήτως του ποιος έχει θεσπίσει το επίμαχο μέτρο καθώς και της φύσης του μέτρου αυτού, μπορεί ευλόγως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας ιδιώτης επενδυτής να θέλησε να εφαρμόζει τιμολόγιο ίσο με το προτιμησιακό, αντί του υψηλότερου κανονικού τιμολογίου, εκτός εάν απέβλεπε σε αντισταθμίσεις, όπερ ουδόλως προέβαλε η προσφεύγουσα, υπό το πρίσμα μάλιστα της θέσης της ΔΕΗ στην αγορά της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας κατά το επίμαχο διάστημα.

133    Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι η ΔΕΗ θα εγκατέλειπε οικειοθελώς το προτιμησιακό τιμολόγιο, καταγγέλλοντας τη σύμβαση προμήθειας που το προβλέπει, εάν η εφαρμογή του κανονικού τιμολογίου έπληττε τα οικονομικά της συμφέροντα, τούτο δε ανεξαρτήτως των συνεπειών της απόφασης του 2002.

134    Τα επιχειρήματα που αντλεί η προσφεύγουσα από την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής, το παράγωγο δίκαιο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, τις αποφάσεις της ΡΑΕ ή την παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι είναι παραδεκτά και ουσία ή νόμω βάσιμα, δεν μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση αυτή ως προς το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της προσφυγής.

135    Πράγματι, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης εξαρτάται αποκλειστικά από τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, καθώς και από τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή της, και όχι, επί παραδείγματι, από τυχόν προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2015, Aer Lingus κατά Επιτροπής, T‑473/12, EU:T:2015:78, σκέψη 118).

136    Συνεπώς, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί, ανεξαρτήτως του ζητήματος του παραδεκτού της και χωρίς να συντρέχει λόγος να διαταχθεί το μέτρο απόδειξης που ζήτησε η προσφεύγουσα.

137    Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, το προτιμησιακό τιμολόγιο παρείχε στην ΑτΕ και, στη συνέχεια, στη διάδοχο εταιρία, οικονομικό πλεονέκτημα ικανό να αποτελέσει κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

138    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος κρίνεται απορριπτέος ως προς το πρώτο σκέλος του.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά την επιλεκτικότητα

139    Με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε το προτιμησιακό τιμολόγιο ως επιλεκτικό, υποπίπτοντας έτσι σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης, λόγω του οποίου η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομιμότητας.

140    Κατά την προσφεύγουσα, για να αποδειχθεί αν το επίμαχο μέτρο εφαρμόζεται επιλεκτικώς σε ορισμένες επιχειρήσεις ή σε ορισμένους κλάδους παραγωγής, η Επιτροπή οφείλει να καταδείξει ότι το μέτρο αυτό διαφοροποιεί επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται, με βάση τον σκοπό του επίμαχου μέτρου, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση. Ωστόσο, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης δεν καλύπτει μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων όσον αφορά τις επιβαρύνσεις, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση και την οικονομία του επίμαχου συστήματος επιβαρύνσεων.

141    Εν προκειμένω, η ΔΕΗ όφειλε, δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχείρισης, να εφαρμόζει διαφοροποιημένο τιμολόγιο σε σχέση με τους άλλους βιομηχανικούς καταναλωτές, με κριτήριο το συγκεκριμένο καταναλωτικό προφίλ.

142    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο εφαρμόστηκε και σε άλλη επιχείρηση, η οποία θα μπορούσε να καταταγεί στην ίδια κατηγορία καταναλωτών με αυτήν.

143    Το προτιμησιακό τιμολόγιο δικαιολογείται από την ιδιαιτερότητα της κατηγορίας πελατών στην οποία ανήκει η προσφεύγουσα, ως επιχείρηση που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, και τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, δηλαδή στην παγκόσμια αγορά αλουμινίου.

144    Επομένως, το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, διότι δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις της Ένωσης που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά αλουμινίου, στην οποία οι τιμές καθορίζονται χρηματιστηριακά σε διεθνές επίπεδο.

145    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου.

146    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τον επιλεκτικό χαρακτήρα του προτιμησιακού τιμολογίου.

147    Επιβάλλεται, ωστόσο, η επισήμανση ότι η ίδια η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι, αν υπήρξε άλλη επιχείρηση ως προς την οποία να εφαρμόστηκε το προτιμησιακό τιμολόγιο, τούτο δεν συνέβη κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, καθώς τα αποτελέσματα της πρώτης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αφορούσαν μόνον τους διαδίκους της υπό κρίση διαφοράς, ήτοι την ΑτΕ και τη ΔΕΗ.

148    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος κρίνεται απορριπτέος ως προς το δεύτερο σκέλος του.

–       Επί του τρίτου σκέλους, που αφορά τις συνέπειες

149    Με το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης, εκ μέρους της Επιτροπής, των συνεπειών του προτιμησιακού τιμολογίου, δεδομένου ότι το εν λόγω τιμολόγιο δεν επηρέασε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών ούτε προκάλεσε στρέβλωση του ανταγωνισμού.

150    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τις επιπτώσεις του προτιμησιακού τιμολογίου στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

151    Χωρίς να αμφισβητεί ότι τα προϊόντα της αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, για να εκτιμηθεί κατά πόσον το πλεονέκτημα που φέρεται να απορρέει από το προτιμησιακό τιμολόγιο νόθευσε το εμπόριο στο εσωτερικό της Ένωσης, πρέπει να εξετασθεί εάν, κατά το επίμαχο διάστημα, το τιμολόγιο αυτό της επέτρεψε να ενισχύσει τη θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις εντός της Ένωσης. Θεωρεί, ωστόσο, ότι δεν προκύπτει τέτοιο συμπέρασμα από τα δεδομένα της αγοράς.

152    Αφενός, δεδομένου ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι σχετικά ομοιόμορφα και οι τιμές τους καθορίζονται χρηματιστηριακά σε διεθνές επίπεδο, δεν υπάρχει δυνατότητα μετακυλίσεως του τυχόν μειωμένου κόστους παραγωγής στους πελάτες, όσον αφορά την ποιότητα ή την τιμή.

153    Αφετέρου, δεδομένου ότι η αγορά αλουμινίου είναι παγκόσμια αγορά, το προτιμησιακό τιμολόγιο ήταν το 2006 κατά πολύ υψηλότερο από τη μέση τιμή που κατέβαλλαν οι παραγωγοί αλουμινίου στα άλλα κράτη μέλη και στον κόσμο, όπως επιβεβαιώνεται από την απόφαση του 1992.

154    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου.

155    Συνεπώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι προϋποθέσεις που αφορούν τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού αντιστοίχως είναι, κατά κανόνα, άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως T‑607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, EU:T:2000:151, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

156    Επομένως, όταν μια κρατική ενίσχυση ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο εμπόριο εντός της Ένωσης, πρέπει να θεωρείται ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την ενίσχυση (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris κατά Επιτροπής, 730/79, EU:C:1980:209, σκέψη 11, και της 20ής Νοεμβρίου 2003, GEMO, C‑126/01, EU:C:2003:622, σκέψη 41).

157    Στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτίμησης των δύο αυτών προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον εάν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι να αποδείξει ότι οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και στρεβλώνουν πράγματι τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 44, της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 111, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Holland Malt κατά Επιτροπής, T‑369/06, EU:T:2009:319, σκέψη 37).

158    Πράγματι, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι οι εξεταζόμενες ενισχύσεις είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να οριοθετήσει τη σχετική αγορά και να αναλύσει τη δομή της καθώς και τις σχέσεις ανταγωνισμού που απορρέουν από αυτήν (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris κατά Επιτροπής, 730/79, EU:C:1980:209, σκέψεις 9 έως 12, και της 15ης Ιουνίου 2000, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T‑600/97 έως T-607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, EU:T:2000:151, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

159    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η ΑτΕ δραστηριοποιούνταν σε κλάδο του οποίου τα προϊόντα αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς αλουμίνιο παράγεται σε εννέα κράτη μέλη πλην της Ελλάδας, και συγκεκριμένα στη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

160    Δεδομένης της εκτίμησής της ότι το επίμαχο μέτρο ενίσχυε τη θέση της προσφεύγουσας σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα, στην ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν υποστεί ζημία από το εν λόγω μέτρο και ότι, ως εκ τούτου, πληρούται το κριτήριο της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

161    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν κλονίζουν την εκτίμηση αυτή.

162    Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο είχε ως συνέπεια τη μείωση του κόστους παραγωγής της ΑτΕ και, κατόπιν, της προσφεύγουσας, ανεξαρτήτως του κόστους παραγωγής των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, και, ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα περί υπάρξεως στρεβλώσεως του ανταγωνισμού.

163    Συναφώς, το επιχείρημα που αντλεί η προσφεύγουσα από τη σχετική ομοιομορφία των επίμαχων προϊόντων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμο, συνδυαζόμενο με την παγκόσμια διάσταση της σχετικής αγοράς, της οποίας οι τιμές καθορίζονται χρηματιστηριακά, στηρίζεται προδήλως σε σύγχυση όσον αφορά το τι εμπίπτει στα έσοδα και τι αποτελεί κέρδος.

164    Πράγματι, είναι γεγονός ότι οι τιμές πώλησης των επίμαχων προϊόντων καθορίζονταν χρηματιστηριακά σε διεθνές επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να μετακυλίσει τη μείωση του κόστους παραγωγής της στην τιμή πώλησης των εν λόγω προϊόντων, πλην όμως δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να αποκομίσει κέρδος λόγω του προτιμησιακού τιμολογίου που της χορηγήθηκε από τη ΔΕΗ, σε αντίθεση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε άλλα κράτη μέλη.

165    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί, προς στήριξη των επιχειρημάτων της, την απόφαση του 1992 ή οικονομικής φύσεως στοιχεία τα οποία αφορούν διαφορετικά χρονικά διαστήματα από το επίμαχο, ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά ήταν βάσιμα.

166    Επομένως, κρίνεται απορριπτέο το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου, όπως και, κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος στο σύνολό του, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Επί του έκτου λόγου, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

167    Με τον έκτο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, καθόσον η Επιτροπή παραβίασε, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

168    Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση του 1992 δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, κατά μείζονα λόγο επειδή η ΑτΕ ήταν αποδέκτριά της, καθόσον η Επιτροπή εκτίμησε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, για τον λόγο ότι ήταν εύλογο, σύμφωνο με τις πρακτικές της αγοράς και κάλυπτε το λειτουργικό κόστος της παραγωγής της παρεχόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.

169    Δεν επήλθε καμία μεταβολή ως προς την τήρηση των όρων αυτών μεταξύ της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης του 1992 και της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

170    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι βασίμως επικαλείται τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε ενίσχυση, η δε Επιτροπή δεν μπορεί να της αντιτάξει την απόφαση του 2002, διότι η προσφεύγουσα δεν μετείχε στη διαδικασία έκδοσης της απόφασης αυτής.

171    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του έκτου λόγου.

172    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, το δικαίωμα επίκλησης της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να είναι ικανές να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-394/08, T-408/08, T-453/08 και T-454/08, EU:T:2011:493, σκέψη 273 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

173    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι μπορούσε δικαιολογημένα να προσδοκά ότι η Επιτροπή δεν θα χαρακτηρίσει το προτιμησιακό τιμολόγιο ως κρατική ενίσχυση, διότι αυτό είχε αποφασίσει με την απόφαση του 1992 και η απόφαση του 2002 δεν είναι αντιτάξιμη έναντι αυτής.

174    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απόφαση του 2002 δεν είναι αντιτάξιμη έναντι αυτής, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την απόφαση του 1992 σχετικά με το ζήτημα του χαρακτηρισμού του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης, καθόσον, αφενός, όπως σαφώς προκύπτει από την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διευκρινίζει, σε δύο τουλάχιστον σημεία, ότι η εκτίμησή της αφορά το διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 1990.

175    Αφετέρου, από την απόφαση του 1992 προκύπτει επίσης σαφώς ότι η εκτίμηση της Επιτροπής συνοδεύεται από πλείονες επισημάνσεις από τις οποίες εξαρτάται η εκτίμηση αυτή σε μεγάλο βαθμό, όπως είναι, ιδίως, τα στοιχεία που υποβάλλονταν από τις ελληνικές αρχές, η προϋπόθεση ότι τα εφαρμοζόμενα τιμολόγια, πέραν της κάλυψης του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας, κάλυπταν μέρος του πάγιου κόστους και εξασφάλιζαν τη συνολική επικερδή λειτουργία των εταιριών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ότι ο χρήστης της ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα αποκτούσε ιδιαίτερα πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του, η ύπαρξη σημαντικών κερδών της ΔΕΗ, τουλάχιστον από το 1987, οι πηγές προμήθειας της ΔΕΗ για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην ΑτΕ και το αίτημα της Επιτροπής να ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τα τιμολόγια χρέωσης της παρεχόμενης στην ΑτΕ ηλεκτρικής ενέργειας από το 1991 και εφεξής.

176    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του προτιμησιακού τιμολογίου σε σχέση με το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με βάση την απόφαση του 1992.

177    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος ο έκτος λόγος σχετικά με παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί του έβδομου λόγου, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

178    Με τον έβδομο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη καθόσον η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης.

179    Κατά την προσφεύγουσα, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, λόγω της οποίας καθίσταται μη σύννομη η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει από σειρά στοιχείων.

180    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μετά την απόφαση του 1992, μπορούσε να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι, κατά την Επιτροπή, το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε ενίσχυση, πλην όμως, με την απόφαση του 2002, η Επιτροπή μετέβαλε τη θέση της, χαρακτηρίζοντας εμμέσως το προτιμησιακό τιμολόγιο ως ενίσχυση.

181    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν κλήθηκε να μετάσχει στη διαδικασία έκδοσης της απόφασης του 2002, η οποία δεν της κοινοποιήθηκε.

182    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, προκειμένου να θεμελιώσει την ύπαρξη ενίσχυσης, η Επιτροπή παρέπεμψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην απόφαση του 2002, παρά το γεγονός ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε εν τη απουσία και εν αγνοία της προσφεύγουσας και, επομένως, δεν είναι αντιτάξιμη έναντι αυτής.

183    Διατείνεται ότι η απόφαση του 2002 δεν είναι αντιτάξιμη έναντι αυτής κατά μείζονα λόγο διότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε στην απόφαση αυτή με την απόφαση περί κίνησης της διαδικασίας και, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις του Μαΐου του 2010 και του Μαΐου του 2011 που αφορούν την εν λόγω απόφαση και κατόπιν της απόφασης του 1992, αναφέρθηκε δευτερευόντως μόνο στο προτιμησιακό τιμολόγιο.

184    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του έβδομου λόγου.

185    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του έβδομου λόγου, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που είχε προβάλει προς στήριξη του έκτου λόγου, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

186    Ως εκ τούτου, για την απόρριψη του σκέλους αυτού αρκεί η παραπομπή στις σκέψεις 173 και 175 έως 177 ανωτέρω.

187    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει κριθεί, η Επιτροπή δεν ήταν μεν υποχρεωμένη να παραθέσει στην ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας ολοκληρωμένη ανάλυση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση, πλην όμως όφειλε να προσδιορίσει επαρκώς το πλαίσιο της εξέτασής της, ώστε να μην καθίσταται κενό περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία και France Télécom κατά Επιτροπής, T‑427/04 και T-17/05, EU:T:2009:474, σκέψη 148), προϋπόθεση την οποία εκπλήρωσε εν προκειμένω η Επιτροπή.

188    Ως προς το δεύτερο σκέλος, διαπιστώνεται επίσης ότι ο έβδομος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά τη νομιμότητα της απόφασης του 2002 και, επομένως, η επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αλυσιτελής.

189    Ως προς το τρίτο σκέλος του έβδομου λόγου, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η διοικητική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων κινείται μόνον κατά του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-127/99, T-129/99 και T-148/99, EU:T:2002:59, σκέψη 254), καθώς ο αποδέκτης της ενίσχυσης θεωρείται απλώς ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1999, Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, T-158/96, EU:T:1999:335, σκέψη 42), κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

190    Ωστόσο, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας των προσώπων κατά των οποίων κινείται η διαδικασία, αλλά έχουν μόνον το δικαίωμα να μετάσχουν επαρκώς στη διοικητική διαδικασία (αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1998, British Airways κ.λπ. και British Midland Airways κατά Επιτροπής, T-371/94 και T-394/94, EU:T:1998:140, σκέψη 60, και της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-127/99, T‑129/99 και T-148/99, EU:T:2002:59, σκέψη 255), λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1999, Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, T-158/96, EU:T:1999:335, σκέψη 45).

191    Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν αποτελεί διαδικασία η οποία κινείται κατά του λήπτη ή των ληπτών των ενισχύσεων, οι λήπτες δεν μπορούν να προβάλουν δικαιώματα εξίσου ευρέα με τα δικαιώματα άμυνας αυτά καθαυτά (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C-74/00 P και C-75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 82 και 83).

192    Βεβαίως, οι ενδιαφερόμενοι έχουν, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, δικαίωμα να υποβάλουν παρατηρήσεις κατά το στάδιο έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑127/99, T-129/99 και T-148/99, EU:T:2002:59, σκέψη 255).

193    Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η απόφαση περί κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας σκοπεί μόνο στο να συλλέξει η Επιτροπή από τους ενδιαφερομένους όλα τα στοιχεία που έχουν ως προορισμό να διαφωτίσουν την Επιτροπή στις μελλοντικές της ενέργειες (απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, Επιτροπή κατά Γερμανίας, 70/72, EU:C:1973:87, σκέψη 19), το δε Γενικό Δικαστήριο έχει ακολουθήσει τη νομολογία αυτή, με την οποία αναγνωρίζεται κατ’ ουσίαν στους ενδιαφερομένους ο ρόλος της πηγής πληροφοριών για την Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία κινείται δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1996, Skibsværftsforeningen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑266/94, EU:T:1996:153, σκέψη 256).

194    Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, πέραν του οικείου κράτους μέλους, δεν μπορούν να ζητήσουν κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που διεξάγεται με το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς καμία διάταξη σχετική με τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν επιφυλάσσει, μεταξύ των ενδιαφερομένων, ιδιαίτερο ρόλο στον λήπτη της ενίσχυσης (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 83).

195    Επομένως, η κατάσταση του λήπτη της ενίσχυσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαφέρει από εκείνη των τρίτων ενδιαφερομένων (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουλίου, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, T‑198/01, EU:T:2004:222, σκέψη 195).

196    Η προσφεύγουσα, ως λήπτρια της ενίσχυσης και, συνεπώς, ως ενδιαφερόμενη, μπορούσε εντούτοις να ασκήσει το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑127/99, T‑129/99 και T‑148/99, EU:T:2002:59, σκέψη 255).

197    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι δόθηκε στην προσφεύγουσα δυνατότητα ακρόασης μετά την έκδοση της απόφασης περί κίνησης της διαδικασίας, δηλαδή στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και, επομένως, δεν μπορεί αυτή βασίμως να προβάλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

198    Εν πάση περιπτώσει, τυχόν πλημμέλεια θα μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον εάν, χωρίς την πλημμέλεια αυτή, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ., συναφώς αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1987, Γαλλία κατά Επιτροπής, 259/85, EU:C:1987:478, σκέψεις 12 και 13, της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:1990:67, σκέψεις 30 έως 31, της 22ας Φεβρουαρίου 2006, Le Levant 001 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑34/02, EU:T:2006:59, σκέψη 95, και της 1ης Ιουλίου 2010, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑53/08, EU:T:2010:267, σκέψη 115).

199    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, χωρίς την προβαλλόμενη πλημμέλεια, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

200    Επομένως, ο έβδομος λόγος κρίνεται απορριπτέος ως προς το τρίτο σκέλος του και, συνεπώς, στο σύνολό του.

 Ως προς τον όγδοο λόγο, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

201    Με τον όγδοο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, καθόσον η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης.

202    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει, καταρχάς, όσον αφορά την εκτίμηση της ύπαρξης πλεονεκτήματος απορρέοντος από το προτιμησιακό τιμολόγιο, διότι αρκέστηκε στην επισήμανση ότι ένας πωλητής στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς δεν θα δεχόταν μια μηνιαία μειωμένη τιμή χωρίς ειδική αιτιολόγηση.

203    Η παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης ως προς το σημείο αυτό διαπιστώνεται κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω υπό το πρίσμα της απόφασης 2010/460/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις C 38/A/04 (πρώην NN 58/04) και C 36/B/06 (πρώην NN 38/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Alcoa Trasformazioni (ΕΕ 2010, L 227, σ. 62, στο εξής: απόφαση Alcoa), στην οποία η Επιτροπή αφιέρωσε δεκατέσσερις αιτιολογικές σκέψεις στο επίμαχο στην υπόθεση εκείνη ενεργειακό τιμολόγιο.

204    Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, χαρακτηρίζοντας το προτιμησιακό τιμολόγιο ως επιλεκτικό, με μόνο κριτήριο την αποκλειστικότητα του προτιμησιακού τιμολογίου και χωρίς να εξετάσει εάν το τιμολόγιο αυτό είχε εφαρμοστεί σε άλλες επιχειρήσεις ή να εξηγήσει γιατί θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό.

205    Τέλος, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τις επιπτώσεις του προτιμησιακού τιμολογίου επί του ανταγωνισμού και επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, διότι απλώς επανέλαβε την εκτίμησή της σχετικά με την επιλεκτικότητα, χωρίς να παράσχει καμία ένδειξη σχετικά με την κατάσταση της αγοράς, τα μερίδια αγοράς και τη θέση των ανταγωνιστών.

206    Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αναφορά στις αποφάσεις της ΡΑΕ, με τις οποίες διαπιστώνεται ανάγκη για διαφοροποιημένη τιμολόγηση ορισμένων βιομηχανικών καταναλωτών όπως η προσφεύγουσα, ούτε σε ορισμένες από τις προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής, με τις οποίες είχε δεχθεί μειωμένες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες πληρούνται εν προκειμένω.

207    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του όγδοου λόγου.

208    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του όγδοου λόγου της προσφυγής, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, την επιλεκτικότητά του, καθώς και τις επιπτώσεις του στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

209     Όσον αφορά, πρώτον, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στην επισήμανση ότι ένας πωλητής που ασκεί δραστηριότητα στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς δεν θα δεχόταν μειωμένο μηνιαίο τιμολόγιο χωρίς να συντρέχει ειδικός λόγος.

210    Για την απόρριψη της αιτίασης αυτής, αρκεί η υπόμνηση ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να αιτιολογήσει εκτενέστερα την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, δεδομένου ότι το εμπλεκόμενο κράτος μέλος δεν είχε προβάλει, κατά τη διοικητική διαδικασία, κανένα σχετικό πειστικό επιχείρημα.

211    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε εάν το προτιμησιακό τιμολόγιο είχε εφαρμοστεί σε άλλες επιχειρήσεις ούτε εξήγησε γιατί ενδεχομένως θεωρεί ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό.

212    Για την απόρριψη του επιχειρήματος αυτού, αρκεί η παραπομπή στις επισημάνσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 146 έως 148 ανωτέρω, οι οποίες αφορούν βεβαίως την ουσιαστική νομιμότητα, αλλά ισχύουν, κατ’ αναλογίαν, και ως προς την υποχρέωση αιτιολόγησης.

213    Όσον αφορά, τρίτον και τέλος, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τις συνέπειες του επίμαχου μέτρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία ένδειξη σχετικά με την κατάσταση της αγοράς, τα μερίδια αγοράς και τη θέση των ανταγωνιστών.

214    Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, αν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να προκύπτει από τις ίδιες τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση ότι αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, εντούτοις η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να παραθέσει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασής της (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής, T-55/99, EU:T:2000:223, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

215    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλόμενης απόφασης παρατίθενται επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές εκτιμήσεις που ελήφθησαν υπόψη κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών, στοιχεία τα οποία παρέχουν στην προσφεύγουσα και στα δικαστήρια τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίδικες ενισχύσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις αυτές.

216    Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε οικονομική ανάλυση της κατάστασης της σχετικής αγοράς, του μεριδίου αγοράς της προσφεύγουσας και του μεριδίου αγοράς των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι είχε εκθέσει με ποιον τρόπο οι επίδικες ενισχύσεις νόθευσαν τον ανταγωνισμό ή επηρέασαν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris κατά Επιτροπής, 730/79, EU:C:1980:209, σκέψεις 9 έως 12, και της 30ής Απριλίου 1998, Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, T-214/95, EU:T:1998:77, σκέψη 67).

217    Όσον αφορά την αιτίαση στο πλαίσιο της οποίας προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπάρχει καμία αναφορά στις αποφάσεις της ΡΑΕ ούτε σε ορισμένες από τις προηγούμενες αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή είχε εγκρίνει μειωμένα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας υπό ορισμένες προϋποθέσεις που πληρούνται εν προκειμένω, αρκεί, για την απόρριψη της αιτίασης, η υπόμνηση ότι, στην αιτιολογία των αποφάσεων που καλείται να λαμβάνει προς διασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί να εκθέτει η Επιτροπή τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της απόφασης (βλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1992, La Cinq κατά Επιτροπής, T‑44/90, EU:T:1992:5, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 30ής Απριλίου 1998, Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, T-214/95, EU:T:1998:77, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), όπως έπραξε εν προκειμένω και, επομένως, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν αναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στις αποφάσεις της ΡΑΕ ή σε ορισμένες αποφάσεις της, προγενέστερες της προσβαλλόμενης.

218    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 30 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η εκτίμησή της και, επομένως, η μεν προσφεύγουσα ήταν πλήρως σε θέση να γνωρίζει τους δικαιολογητικούς λόγους της προσβαλλόμενης απόφασης, το δε Γενικό Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του, όπως, άλλωστε, προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

219    Επίσης, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τα κριτήρια στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου.

220    Συνεπώς, ο όγδοος λόγος, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, κρίνεται απορριπτέος, όπως και το σύνολο των λόγων κατά του χαρακτηρισμού του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης.

 Επί των λόγων που βάλλουν κατά της υποχρέωσης ανάκτησης

221    Για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα προβάλλει, όλως επικουρικώς, δύο λόγους κατά της υποχρέωσης ανάκτησης, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση ως προς την έκταση της υποχρέωσης ανάκτησης και ο δεύτερος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

 Επί του ένατου λόγου, σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση ως προς την έκταση της υποχρέωσης ανάκτησης

222    Με τον ένατο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, καθόσον η Επιτροπή έσφαλε όσον αφορά την υποχρέωση ανάκτησης.

223    Κατά την προσφεύγουσα, όταν η Επιτροπή εξετάζει μια ενίσχυση, οφείλει να αξιολογεί και να αποδεικνύει ποιο θα ήταν, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, το αντάλλαγμα για τη χορηγούμενη παροχή.

224    Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή ούτε αξιολόγησε την εικαζόμενη ενίσχυση με βάση τη συνήθη αντιπαροχή που έπρεπε να καταβληθεί από την προσφεύγουσα προκειμένου να αγοράσει την ενέργεια που ήταν αναγκαία για τη βιομηχανική της δραστηριότητα ούτε απέδειξε το ακριβές ποσό της ενίσχυσης, διότι εξομοίωσε εσφαλμένως τη «συνήθη αντιπαροχή» ως προς την προσφεύγουσα με το τιμολόγιο που ισχύει για τους άλλους βιομηχανικούς πελάτες.

225    Από την εξομοίωση αυτή προκύπτουν δύο σφάλματα, καθόσον το εν λόγω τιμολόγιο, αφενός, δεν μπορούσε να ισχύσει και για την προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη των ενεργειακών χαρακτηριστικών της και των κριτηρίων τιμολόγησης που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο, και, αφετέρου, θα αποτελούσε αδιαφανή μονομερή και καταχρηστική επιβολή, εκ μέρους της ΔΕΗ, η οποία είναι κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, τιμολογίου το οποίο έχει διαμορφωθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία του κόστους και χωρίς τα στοιχεία αυτά να έχουν ελεγχθεί από τις ελληνικές δημόσιες αρχές.

226    Δεχόμενη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η καταγγελία της σύμβασης από τη ΔΕΗ στοιχειοθετεί την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η Επιτροπή εξομοίωσε τη ΔΕΗ με προμηθευτή ο οποίος λειτουργεί στο πλαίσιο οικονομίας ελεύθερης αγοράς και ανταγωνισμού, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η ΔΕΗ κατέχει μονοπωλιακή θέση, κατ’ αντίθεση προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

227    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να υπολογίσει το ποσό του φερόμενου πλεονεκτήματος βάσει της διαφοράς της τιμής την οποία έπρεπε να καταβάλλει η προσφεύγουσα σε μια πραγματικά απελευθερωμένη αγορά, στο πλαίσιο ελεύθερης διαπραγμάτευσης, και η οποία θα αντιστοιχούσε σε ένα εύλογο και δίκαιο τίμημα.

228    Επιπλέον, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αφαιρέσει από το προς ανάκτηση ποσό το υπερβάλλον ποσό που κατέβαλε η προσφεύγουσα και το οποίο συνίστατο, κατά το διάστημα που ακολούθησε το επίμαχο χρονικό διάστημα, στο ποσό που κατέβαλε βάσει του παρανόμως ισχύσαντος τιμολογίου, υπό την έννοια ότι αυτό δεν αποτελούσε την τιμή της αγοράς.

229    Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και να αναπεμφθεί στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να επανεξετάσει εάν υπήρχε ενίσχυση και, ενδεχομένως, να υπολογίσει εκ νέου το ακριβές προς ανάκτηση ποσό.

230    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του ένατου λόγου.

231    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του ένατου λόγου της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπολόγισε εσφαλμένως το πλεονέκτημα με βάση την κανονική τιμή που ισχύει για τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, αντί να λάβει υπόψη την τιμή που θα είχε διαμορφωθεί σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, μη χαρακτηριζόμενης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, από μονοπώλιο που συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

232    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

233    Αφενός, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και το στενά συνδεόμενο με αυτό επιχείρημα σχετικά με το τιμολόγιο που εφαρμόστηκε μετά το επίμαχο χρονικό διάστημα.

234    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του ένατου λόγου της προσφυγής, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τα επιχειρήματα που προέβαλε στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του πέμπτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος και την επιλεκτικότητα και, επομένως, τα επιχειρήματα αυτά, τα οποία προβάλλονται στο πλαίσιο της εξέτασης του ένατου λόγου πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους.

235    Εν πάση περιπτώσει, ορθώς αποφάσισε η Επιτροπή ότι το ποσό της προς ανάκτηση ενίσχυσης συνίσταται στη διαφορά, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, μεταξύ της κανονικής τιμής και του προτιμησιακού τιμολογίου, δεδομένου ότι έκρινε ότι το εν λόγω τιμολόγιο συνιστά πλεονέκτημα.

236    Επομένως, ο ένατος λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δέκατου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

237    Με τον δέκατο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη, διότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, όσον αφορά την υποχρέωση ανάκτησης.

238    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αθέτησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει συναφώς, διότι δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση καμία ένδειξη σχετικά με το κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης στους βιομηχανικούς πελάτες το οποίο φέρει η ΔΕΗ.

239    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί την απόρριψη του δέκατου λόγου.

240    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τον δέκατο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εξωτερική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι την τήρηση του ουσιώδους τύπου, αλλά το βάσιμο της εκτίμησης της Επιτροπής όσον αφορά, αφενός, την ύπαρξη πλεονεκτήματος και, αφετέρου, τη συνεκτίμηση του κανονικού τιμολογίου κατά τον υπολογισμό του ποσού της προς ανάκτηση ενίσχυσης.

241    Τα επιχειρήματα αυτά, όμως, έχουν εξεταστεί επί της ουσίας, αφενός, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου και, αφετέρου, στο πλαίσιο του ένατου λόγου.

242    Εν πάση περιπτώσει, στην αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των εσόδων της ΔΕΗ από το κανονικό τιμολόγιο που θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί κατά το επίμαχο διάστημα και των εσόδων της ΔΕΗ από το προτιμησιακό τιμολόγιο και, επομένως, υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας, η συλλογιστική της Επιτροπής παρέσχε τη δυνατότητα στη μεν προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, όπως προκύπτει από την εξέταση του ένατου λόγου της προσφυγής.

243    Επομένως, ο δέκατος λόγος, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πρέπει να απορριφθεί, όπως και, κατά συνέπεια, το σύνολο των λόγων που βάλλουν κατά της υποχρέωσης ανάκτησης, καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

244    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

245    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, και τα έξοδα της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.


2)      Η Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ φέρει, εκτός των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής και της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού ΑΕ (ΔΕΗ).

Labucka

Dittrich

Ulloa Rubio

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

Η προεδρεύουσα

E. Coulon

 

      I. Labucka


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.