Language of document : ECLI:EU:T:2011:601

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Απόρριψη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας από το τμήμα ακυρώσεων – Κοινοποίηση της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων με τηλεομοιοτυπία – Προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής – Προθεσμία υποβολής – Παραδεκτό της προσφυγής – Άρθρο 57 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 – Διόρθωση αποφάσεως – Άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΚ) 2245/2002 – Γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης αποφάσεως»

Στην υπόθεση T‑53/10,

Peter Reisenthel, κάτοικος Gilching (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από την E. A. Busse, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον S. Schäffner και εν συνεχεία από την R. Manea και τον G. Schneider,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Dynamic Promotion Co. Ltd, με έδρα την Bangkok (Ταϊλάνδη),

με αντικείμενο προσφυγή, αφενός, κατά της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 6ης Νοεμβρίου 2009, όπως διορθώθηκε με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 (υπόθεση R 621/2009-3), και, αφετέρου, κατά της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 22ας Μαρτίου 2010 (υπόθεση R 621/2009‑3), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ του Peter Reisenthel και της Dynamic Promotion Co. Ltd,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαΐου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 2010,

έχοντας υπόψη το από 30 Αυγούστου 2010 αίτημα του προσφεύγοντος για τη διεξαγωγή αποδείξεων,

έχοντας υπόψη τη μεταβολή της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσε το ΓΕΕΑ στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Σεπτεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη τη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου προς τους διαδίκους,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 6ης Απριλίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) Dynamic Promotion Co. Ltd είναι δικαιούχος του καταχωρισθέντος υπό τον αριθμό 217955-0001 κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος (στο εξής: επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα).

2        Στις 22 Απριλίου 2008, ο προσφεύγων Peter Reisenthel, διά της εκπροσώπου του, υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1).

3        Με απόφαση της 20ής Μαΐου 2009 (στο εξής: απόφαση του τμήματος ακυρώσεων), το τμήμα ακυρώσεων του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων έχει έκταση έξι σελίδων. Την ημέρα της εκδόσεώς της, το ΓΕΕΑ την απέστειλε στην εκπρόσωπο του προσφεύγοντος με τηλεομοιοτυπία και ταχυδρομικώς μαζί με συνοδευτικό έγγραφο μίας σελίδας. Ο προσφεύγων έλαβε την κοινοποίηση ταχυδρομικώς στις 25 Μαΐου 2009.

4        Στις 3 Ιουνίου 2009, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων. Η εκπρόσωπος του προσφεύγοντος απέστειλε στο ΓΕΕΑ υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής, πρώτα ταχυδρομικώς στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 και κατόπιν με τηλεομοιοτυπία στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Το ΓΕΕΑ έλαβε την τηλεομοιοτυπία στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 και το ταχυδρομικώς αποσταλέν υπόμνημα στις 24 Σεπτεμβρίου 2009.

5        Στις 13 Οκτωβρίου 2009, η Γραμματεία των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής, την οποία προέβλεπε το άρθρο 57 του κανονισμού 6/2002, είχε λήξει στις 21 Σεπτεμβρίου 2009. Συνεπώς, κατά το ΓΕΕΑ, η προσφυγή του προσφεύγοντος μπορούσε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι το εν λόγω υπόμνημα είχε περιέλθει στο ΓΕΕΑ στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 και άρα εκπρόθεσμα. Συναφώς, ο προσφεύγων έλαβε προθεσμία μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 2009 για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

6        Στις παρατηρήσεις του της 14ης Οκτωβρίου 2009, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων τού είχε κοινοποιηθεί μόνο ταχυδρομικώς στις 25 Μαΐου 2009, όπως αποδεικνυόταν από τη σφραγίδα εισόδου που είχε τεθεί στο έγγραφο που κοινοποιήθηκε στο γραφείο της εκπροσώπου του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής είχε υποβληθεί εμπροθέσμως.

7        Με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009 (στο εξής: απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009), το τρίτο τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη. Επικαλούμενο το βεβαιωτικό αποστολής που εκτύπωσε η συσκευή τηλεομοιοτυπίας του τμήματος ακυρώσεων, το οποίο περιλαμβανόταν στον φάκελο της υποθέσεως, έκρινε ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων είχε πράγματι κοινοποιηθεί στην εκπρόσωπο του προσφεύγοντος με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαΐου 2009. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής είχε λήξει στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 και ότι συνεπώς το υπόμνημα που παρελήφθη στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 είχε υποβληθεί εκπροθέσμως. Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ακόμη ότι η σφραγίδα εισόδου δεν είχε αποδεικτική αξία όσον αφορά το ζήτημα της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

8        Στις 12 Νοεμβρίου 2009, ο προσφεύγων υπέβαλε στο ΓΕΕΑ νέες παρατηρήσεις, συνοδευόμενες από το βεβαιωτικό παραλαβών που εκτύπωσε η συσκευή τηλεομοιοτυπίας της εκπροσώπου του για το διάστημα από 18 μέχρι και 25 Μαΐου 2009. Κατά τον προσφεύγοντα, εξ αυτού προέκυπτε ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων δεν είχε κοινοποιηθεί στην εκπρόσωπό του με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαΐου 2009.

9        Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 (στο εξής: απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009), το τρίτο τμήμα προσφυγών διόρθωσε την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009, κατά την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού (ΕΚ) 2245/2002 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 6/2002 (ΕΕ L 341, σ. 28). Κατά το τμήμα προσφυγών, έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος της 12ης Νοεμβρίου 2009, τις οποίες υπέβαλε πριν τη λήξη της προθεσμίας που του είχε χορηγήσει το ΓΕΕΑ. Εντούτοις, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι τα στοιχεία του ΓΕΕΑ όσον αφορά την κοινοποίηση της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαΐου 2009 δεν μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση βάσει του βεβαιωτικού παραλαβής που είχε προσκομίσει ο προσφεύγων. Ειδικότερα, στο εν λόγω βεβαιωτικό παραλαβής γινόταν λόγος για τηλεομοιοτυπία επτά σελίδων την οποία είχε λάβει η εκπρόσωπος του προσφεύγοντος στις 12:35 της 20ής Μαΐου 2009. Κατά το τμήμα προσφυγών, το ως άνω έγγραφο αντιστοιχούσε στη διαβιβασθείσα μαζί με το συνοδευτικό έγγραφο απόφαση του τμήματος ακυρώσεων. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών αποφάσισε να μη μεταβάλει το διατακτικό της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2009.

10      Στις 23 Δεκεμβρίου 2009, ο προσφεύγων ζήτησε να διορθωθεί εκ νέου η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009, με αναγνώριση του γεγονότος ότι το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής είχε εμπροθέσμως υποβληθεί. Συναφώς, ο προσφεύγων υπέβαλε νέα στοιχεία σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών και τη διεκπεραίωση των τηλεομοιοτυπιών στο γραφείο της εκπροσώπου του, καθώς και σχετικά με τη συστηματική αναφορά του αριθμού του αποστολέα στις τηλεομοιοτυπίες που προέρχονταν από το ΓΕΕΑ. Επικουρικώς, ο προσφεύγων ζήτησε την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum) δυνάμει του άρθρου 67 του κανονισμού 6/2002.

11      Με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 (στο εξής: απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010), το τρίτο τμήμα προσφυγών απέρριψε τα αιτήματα που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στις 23 Δεκεμβρίου 2009. Ως προς το αίτημα διορθώσεως, εκτίμησε ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009, όπως διορθώθηκε με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009·

–        επικουρικώς, να διατάξει την υπέρ του προσφεύγοντος επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

13      Με έγγραφο της 7ης Απριλίου 2010, ο προσφεύγων προσάρμοσε τα αιτήματά του κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010, ζητώντας επιπλέον από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010·

–        να διαπιστώσει ότι το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής είχε εμπροθέσμως υποβληθεί ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

14      Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων παραιτήθηκε από τα αιτήματα να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να διαπιστωθεί ότι το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής είχε εμπροθέσμως υποβληθεί ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Ζητεί έτσι τελικώς από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009, όπως διορθώθηκε με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, να ακυρώσει την απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 και να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

15      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

16      Ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, ο πρώτος εκ των οποίων αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και ο δεύτερος από πλάνη εκτιμήσεως. Ζητεί επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.

17      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως του προσφεύγοντος. Υποστηρίζει ακόμη ότι το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010 είναι απαράδεκτο και ότι ορισμένα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

18      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εκτός από την εξέταση των λόγων, ισχυρισμών και επιχειρημάτων των διαδίκων, είναι απαραίτητο να διερευνήσει αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητα του ΓΕΕΑ να εκδώσει τις αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2009 και της 22ας Μαρτίου 2010.

 Επί του παραδεκτού του αιτήματος για την ακύρωση της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010

19      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010 είναι απαράδεκτο διότι μεταβάλλει το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς. Ειδικότερα, αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως ήταν δύο αιτήματα που είχε υποβάλει ο προσφεύγων μετά την έκδοση των αποφάσεων της 6ης Νοεμβρίου 2009 και της 10ης Δεκεμβρίου 2009.

20      Ο προσφεύγων φρονεί ότι, ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010, δεν μετέβαλε το αντικείμενο της διαφοράς, αλλ’ απλώς το επεξέτεινε. Όμως, κατά τη νομολογία, η επέκταση αυτή είναι επιτρεπτή για λόγους οικονομίας της δίκης.

21      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τα υπομνήματα των διαδίκων δεν μπορούν να τροποποιήσουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς.

22      Εν προκειμένω, η απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 εκδόθηκε σε απάντηση της από 23 Δεκεμβρίου 2009 επιστολής του προσφεύγοντος με την οποία ζητούσε, αφενός, να διορθωθεί για δεύτερη φορά η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009 και, αφετέρου, επικουρικώς, την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

23      Τα δύο αυτά αιτήματα εξετάστηκαν χωριστά στην απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 πριν απορριφθούν αμφότερα.

24      Από την απόφαση όμως της 22ας Μαρτίου 2010 προκύπτει ότι το αίτημα διορθώσεως που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα με την επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2009 αφορούσε το ζήτημα αν η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων είχε κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαΐου 2009. Έτσι, είχε ακριβώς το ίδιο αντικείμενο με τις αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου και της 10ης Δεκεμβρίου 2009. Συνεπώς, η απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010, κατά το μέτρο που αφορά το αίτημα διορθώσεως, αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων αποφάσεων του τμήματος προσφυγών, οπότε δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της ενώπιον του εν λόγω τμήματος διαφοράς.

25      Αντιθέτως, ο προσφεύγων ζήτησε από το ΓΕΕΑ την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση για πρώτη φορά με την επιστολή του της 23ης Δεκεμβρίου 2009. Το ζήτημα αυτό δεν αποτελούσε έτσι αντικείμενο ούτε της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2009 ούτε της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2009. Συνεπώς, κατά το μέτρο που το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010 αφορά την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, το αίτημα αυτό μεταβάλλει το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

26      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010 πρέπει να κριθεί παραδεκτό κατά το μέτρο που η εν λόγω απόφαση αφορά το αίτημα διορθώσεως και απαράδεκτο κατά το μέτρο που αυτή αφορά το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

 Επί της αρμοδιότητας του ΓΕΕΑ να εκδώσει τις αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2009 και της 22ας Μαρτίου 2010

27      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η εξέταση της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την πράξη αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως το οποίο πρέπει ως εκ της φύσεώς του αυτής να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1992, T‑79/89, T‑84/89 έως T‑86/89, T‑89/89, T‑91/89, T‑92/89, T‑94/89, T‑96/89, T‑98/89, T‑102/89 και T‑104/89, BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑315, σκέψη 31).

28      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να εξετασθεί η αρμοδιότητα του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ να εκδώσει τις αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2009 και της 22ας Μαρτίου 2010 επί τη βάσει του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002.

29      Το άρθρο 39 του κανονισμού 2245/2002 έχει ως εξής:

«Στις αποφάσεις του [ΓΕΕΑ], μόνο τα γλωσσικά και ορθογραφικά λάθη, καθώς και τα προφανή σφάλματα μπορούν να διορθωθούν· διορθώνονται δε από το τμήμα που εξέδωσε την απόφαση, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός εκ των διαδίκων.»

30      Εν προκειμένω, ούτε οι τροποποιήσεις που επέφερε η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 ούτε οι τροποποιήσεις τις οποίες ζήτησε ο προσφεύγων στις 23 Δεκεμβρίου 2009 αφορούν γλωσσικά ή γραφικά λάθη, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητούν οι διάδικοι.

31      Σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως που τέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν αφορούν ούτε τη διόρθωση προφανών σφαλμάτων. Φρονεί, συνεπώς, ότι οι αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2009 και της 22ας Μαρτίου 2010 πρέπει να ακυρωθούν λόγω αναρμοδιότητας του ΓΕΕΑ.

32      Ως προς την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι η παράλειψη να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις που υπέβαλε εμπροθέσμως ο προσφεύγων αποτελούσε προφανές σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση του τμήματος προσφυγών μπορούσε να στηριχθεί σε έτερη νομική βάση και ιδίως στη γενική αρχή του δικαίου βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως.

33      Ως προς την απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών ήταν αρμόδιο να κρίνει το αίτημα διορθώσεως του προσφεύγοντος της 23ης Δεκεμβρίου 2009 δυνάμει του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002.

34      Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας των διαδίκων, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι τροποποιήσεις που επέφερε η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 και εκείνες που ζήτησε ο προσφεύγων στις 23 Δεκεμβρίου 2009 αφορούσαν τη διόρθωση προφανών σφαλμάτων κατά την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002.

35      Συναφώς, κατά τη νομολογία, δεδομένης της σπουδαιότητας που έχει ο δεσμευτικός χαρακτήρας του διατακτικού μιας οριστικής αποφάσεως που εκδίδεται από αρμόδια αρχή και προκειμένου να τηρείται η αρχή της ασφάλειας δικαίου, ο κανόνας που επιτρέπει να επέλθουν, κατ’ εξαίρεση, μεταγενέστερες διορθώσεις σε μια τέτοια απόφαση πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Συνεπώς, ο όρος «προφανές σφάλμα» αφορά μόνο σφάλματα τυπικής φύσεως τα οποία προκύπτουν σαφώς από το σώμα της αποφάσεως και τα οποία δεν επηρεάζουν την έκταση εφαρμογής και την ουσία της, που προσδιορίζεται από το διατακτικό και την αιτιολογία της. Αντιστρόφως, ο όρος «προφανές σφάλμα» δεν μπορεί να αφορά σφάλμα ικανό να θίξει την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως [βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑392/04, Gagliardi κατά ΓΕΕΑ – Norma Lebensmittelfilialbetrieb (MANŪ MANU MANU), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 55].

 Επί της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2009

36      Διαπιστώνεται ότι, εκδίδοντας την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, το τμήμα προσφυγών, κατ’ ουσίαν, χρησιμοποίησε τον μηχανισμό διορθώσεως για να άρει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 62 του κανονισμού 6/2002, η οποία προκλήθηκε λόγω του ότι η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009 είχε εκδοθεί πριν τη λήξη της προθεσμίας που είχε χορηγηθεί στον προσφεύγοντα για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

37      Η προσβολή όμως αυτή των δικαιωμάτων άμυνας δεν αποτελεί προφανές σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002, όπως ερμηνεύθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω. Ειδικότερα, η προσβολή αυτή αποτελεί σφάλμα που επηρέασε τη διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2009 και, συνεπώς, σφάλμα ικανό να θίξει την ουσία της ως άνω αποφάσεως. Ομοίως, το ότι ελήφθησαν υπόψη οι παρατηρήσεις που υπέβαλε εμπροθέσμως ο προσφεύγων επηρέασε την αιτιολογία της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2009 και κατά συνέπεια το περιεχόμενό της.

38      Συνεπώς, το άρθρο 39 του κανονισμού 2245/2002 δεν αποτελούσε κατάλληλη νομική βάση που να παρέχει τη δυνατότητα στο ΓΕΕΑ να άρει την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος, η οποία επήλθε στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2009. Έτσι, το τμήμα προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 βάσει της διατάξεως αυτής.

39      Χωρίς να θίγεται το συμπέρασμα της προηγούμενης σκέψεως, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, το τμήμα προσφυγών καταρχήν μπορούσε να εκδώσει την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 με άλλη νομική βάση.

40      Ειδικότερα, η νομολογία έχει καθιερώσει γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία η αναδρομική ανάκληση παρανόμου διοικητικής πράξεως με την οποία δημιουργήθηκαν δικαιώματα επιτρέπεται υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, εκ μέρους του εκδόντος την πράξη θεσμικού οργάνου, των προϋποθέσεων σχετικά με την τήρηση ευλόγου προθεσμίας και τον σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκείνου που ωφελείται από την πράξη ο οποίος βασίσθηκε ενδεχομένως στη νομιμότητα αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1957, 7/56 και 3/57 έως 7/57, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνελεύσεως, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 157, και της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑25/04, González y Díez κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3121, σκέψη 97).

41      Εντούτοις, παρά την ύπαρξη άλλης νομικής βάσεως, το σφάλμα ως προς την επιλογή της νομικής βάσεως οδηγεί σε ακύρωση της οικείας πράξεως όταν μπορεί να έχει επιπτώσεις στο περιεχόμενό της, ιδίως με το να συνεπάγεται παρατυπία της διαδικασίας που ισχύει για την έκδοσή της [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, Συλλογή 2002, σ. I‑11453, σκέψη 98, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑211/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑8913, σκέψη 52].

42      Εν προκειμένω όμως η προπαρατεθείσα στη σκέψη 40 νομολογία δεν προβλέπει ιδιαίτερη διαδικασία για την ανάκληση παράνομης πράξεως.

43      Όσον αφορά την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η εν λόγω νομολογία, αφενός, η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 εκδόθηκε ένα μήνα και τέσσερις ημέρες μετά την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009, που συνιστά εύλογο χρονικό διάστημα.

44      Αφετέρου, η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2009 ωφελούσε τον έτερο διάδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών, εφόσον απέρριπτε την προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων. Εφόσον όμως η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 δεν μετέβαλε το διατακτικό της αποφάσεως της 6ης Νοεμβρίου 2009, δεν εθίγη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ετέρου διαδίκου ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

45      Συνεπώς, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2009 ενδέχεται να επηρεάσθηκε από την εσφαλμένη επιλογή της νομικής βάσεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως εξαιτίας αυτού του σφάλματος δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η απόφαση που θα εξέδιδε το τμήμα προσφυγών κατόπιν της ακυρώσεως θα εκδιδόταν υπό τις αυτές συνθήκες και θα στηριζόταν στα ίδια στοιχεία με την ακυρωθείσα απόφαση.

46      Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι το σφάλμα του τμήματος προσφυγών ως προς την επιλογή της εφαρμοστέας νομικής βάσεως δεν δικαιολογεί ακύρωση της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2009.

 Επί της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2010

47      Αντικείμενο του αιτήματος διορθώσεως που υπέβαλε ο προσφεύγων στις 23 Δεκεμβρίου 2009 ήταν να αναγνωρισθεί ότι το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής είχε υποβληθεί εμπροθέσμως. Ένα τέτοιο αίτημα όμως δεν αποβλέπει στη διόρθωση ενός σφάλματος τυπικής φύσεως από το οποίο πάσχει η οικεία απόφαση, αλλά σε επανεξέταση της ουσίας της αποφάσεως αυτής και στην έκδοση νέας αποφάσεως με διαφορετικό περιεχόμενο.

48      Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτέθηκαν στη σκέψη 35 ανωτέρω, το σφάλμα που επικαλέσθηκε ο προσφεύγων με το αίτημα της 23ης Δεκεμβρίου 2009 δεν ήταν προφανές σφάλμα κατά την έννοια του άρθρου 39 του κανονισμού 2245/2002, οπότε το τμήμα προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει το εν λόγω αίτημα ως προς τη βασιμότητά του δυνάμει της ως άνω διατάξεως.

49      Επιπλέον, εφόσον με την απόρριψη του αιτήματος της 23ης Δεκεμβρίου 2009 το τμήμα προσφυγών προέβη εμμέσως στην εκτίμηση ότι η προηγούμενη απόφασή του επί της προσφυγής δεν ήταν παράνομη, δεν είχε πλέον ούτε αρμοδιότητα να ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση.

50      Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει την απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 όσον αφορά την απόρριψη ως αβασίμου του από 23 Δεκεμβρίου 2009 αιτήματος διορθώσεως.

51      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέτρο που αφορά το από 23 Δεκεμβρίου 2009 αίτημα διορθώσεως του προσφεύγοντος.

 Επί των παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής

52      Κατά το ΓΕΕΑ, τα παραρτήματα K 8 και K 13 του δικογράφου της προσφυγής δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον δεν υποβλήθηκαν ενώπιόν του παρά μόνο μετά την έκδοση των αποφάσεων της 6ης Νοεμβρίου και της 10ης Δεκεμβρίου 2009.

53      Ο προσφεύγων δεν απάντησε συγκεκριμένα στο επιχείρημα του ΓΕΕΑ.

54      Παρατηρείται ότι τα εν λόγω έγγραφα, ήτοι οι υπεύθυνες δηλώσεις της εκπροσώπου του προσφεύγοντος και μιας υπαλλήλου της τελευταίας, υποβλήθηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ συνημμένα στο έγγραφο του προσφεύγοντος της 23ης Δεκεμβρίου 2009, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί στον προσφεύγοντα από το ΓΕΕΑ προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του παραδεκτού του υπομνήματος στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής. Συνεπώς, δεν αποτελούσαν μέρος του πραγματικού πλαισίου της υποθέσεως, όπως είχε αυτό κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2009.

55      Κατά τα λοιπά, τα εν λόγω έγγραφα εξετάσθηκαν από το τμήμα προσφυγών στην απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010. Αφενός όμως, από τις σκέψεις 47 έως 51 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν έπρεπε να εξετασθούν όσον αφορά το αίτημα διορθώσεως του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει το βάσιμο του αιτήματος αυτού. Αφετέρου, κατά το μέτρο που η απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 αφορά το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, το αίτημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτό προκύπτει από τις σκέψεις 19 έως 26 ανωτέρω. Συνεπώς, το περιεχόμενο των παραρτημάτων K 8 και K 13, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει σημασία όσον αφορά το εν λόγω αντικείμενο.

56      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη τα παραρτήματα K 8 και K 13 του δικογράφου της προσφυγής, δεδομένου ότι, αφενός, δεν αποτελούσαν μέρος του πραγματικού πλαισίου κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 και, αφετέρου, δεν περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτό προσδιορίστηκε στις σκέψεις 19 έως 26 ανωτέρω.

 Επί της ουσίας

57      Ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, ο πρώτος εκ των οποίων αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και ο δεύτερος από πλάνη εκτιμήσεως. Εντούτοις, παρατηρείται ότι οι δύο αυτοί λόγοι έχουν κατ’ ουσίαν το ίδιο αντικείμενο και έτσι συμπίπτουν, καθόσον αφορούν αμφότεροι την πλάνη στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών εκτιμώντας ότι το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής είχε υποβληθεί εκπροθέσμως και ήταν επομένως απαράδεκτο. Ως εκ τούτου, και οι δύο λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

58      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων τού είχε κοινοποιηθεί ταχυδρομικώς στις 25 Μαΐου 2009, οπότε το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής, το οποίο περιήλθε στο ΓΕΕΑ στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας τεσσάρων μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 57 του κανονισμού 6/2002.

59      Ο προσφεύγων δεν δέχεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων κοινοποιήθηκε στην εκπρόσωπό του με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαΐου 2009 και υπενθυμίζει ότι το ΓΕΕΑ φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως.

60      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

61      Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι από το άρθρο 47 του κανονισμού 2245/2002 προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να κοινοποιεί τις αποφάσεις του με τηλεομοιοτυπία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Απριλίου 2005, T‑380/02 και T‑128/03, Success‑Marketing κατά ΓΕΕΑ – Chipita (PAN & CO), Συλλογή 2005, σ. II‑1233, σκέψεις 54 έως 61].

62      Το άρθρο 51 του κανονισμού 2245/2002 διευκρινίζει ότι οι λεπτομέρειες της διαβιβάσεως με τηλεομοιοτυπία καθορίζονται από τον πρόεδρο του ΓΕΕΑ.

63      Συναφώς, στο άρθρο 2 της αποφάσεως EX-03-04 του προέδρου του ΓΕΕΑ, της 20ής Ιανουαρίου 2003, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

«Κάθε απόφαση, ανακοίνωση ή κοινοποίηση που διαβιβάζεται από το [ΓΕΕΑ] με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό μέσο επικοινωνίας στο πλαίσιο διαδικασιών που αφορούν καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα αναφέρει το αρμόδιο τμήμα στην κεφαλίδα καθώς και ολόκληρο το όνομα του υπαλλήλου ή των υπαλλήλων που είναι αρμόδιοι για την απόφαση, ανακοίνωση ή κοινοποίηση. Τα στοιχεία αυτά αντικαθιστούν οποιαδήποτε σφραγίδα ή υπογραφή.»

64      Εν προκειμένω, το βεβαιωτικό αποστολής του ΓΕΕΑ για την κοινοποίηση με τηλεομοιοτυπία της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

–        αντίγραφο της πρώτης σελίδας της τηλεομοιοτυπίας, ήτοι ενός συνοδευτικού εγγράφου που απευθυνόταν στην εκπρόσωπο του προσφεύγοντος και στο οποίο κατονομαζόταν το αρμόδιο τμήμα (HAUPTABTEILUNG GESCHMACKSMUSTER – NICHTIGKEITSABTEILUNG) και ο αρμόδιος υπάλληλος και επιπλέον αναφερόταν ότι κοινοποιούνταν συνημμένως απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 20ής Μαΐου 2009 με έκταση έξι σελίδων·

–        ημερομηνία κοινοποιήσεως 20 Μαΐου 2009 και ώρα κοινοποιήσεως 12:22·

–        αριθμός της συσκευής τηλεομοιοτυπίας του ΓΕΕΑ «+34965139818»·

–        αριθμός της συσκευής τηλεομοιοτυπίας του παραλήπτη «00498982006111»·

–        αριθμός σελίδων που απεστάλησαν «7»·

–        αποτέλεσμα μεταδόσεως «OK»·

–        ημερομηνία δημιουργίας του βεβαιωτικού 20 Μαΐου 2009 και ώρα δημιουργίας 12:27.

65      Έτσι, λαμβανομένου υπόψη του βεβαιωτικού αποστολής, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι το ΓΕΕΑ τήρησε τις απαιτήσεις του άρθρου 2 της αποφάσεως EX-03-04 όσον αφορά τη διαδικασία κοινοποιήσεως με τηλεομοιοτυπία.

66      Εν συνεχεία, από το βεβαιωτικό αποστολής προκύπτει επίσης ότι το ΓΕΕΑ απέστειλε στην εκπρόσωπο του προσφεύγοντος, στις 20 Μαΐου 2009 και ώρα 12:22, τηλεομοιοτυπία επτά σελίδων που περιελάμβανε συνοδευτικό έγγραφο μίας σελίδας στο οποίο αναφερόταν ότι κοινοποιούνταν συνημμένως απόφαση του τμήματος ακυρώσεων με έκταση έξι σελίδων.

67      Τέλος, κατά το βεβαιωτικό αποστολής, η τηλεομοιοτυπία που απέστειλε το ΓΕΕΑ στις 12:22 παρελήφθη ορθώς από τη συσκευή τηλεομοιοτυπίας της εκπροσώπου του προσφεύγοντος.

68      Πρέπει να εξετασθούν τα τέσσερα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων προς αμφισβήτηση της τελευταίας αυτής διαπιστώσεως.

69      Έτσι, πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι από το βεβαιωτικό παραλαβής της συσκευής τηλεομοιοτυπίας της εκπροσώπου του για το διάστημα από 18 έως 25 Μαΐου, το οποίο υπέβαλε ο προσφεύγων, προκύπτει η λήψη τηλεομοιοτυπίας επτά σελίδων από άγνωστης ταυτότητας αποστολέα στις 20 Μαΐου 2009 και ώρα 12:35.

70      Το γεγονός αυτό από μόνο του τείνει να ενισχύσει την αποδεικτική αξία του βεβαιωτικού αποστολής που εξετάσθηκε ανωτέρω, από τη στιγμή που πιστοποιεί ότι μια τηλεομοιοτυπία που είχε τον ίδιο αριθμό σελίδων με την τηλεομοιοτυπία που απέστειλε το ΓΕΕΑ παρελήφθη, λίγο αργότερα, από την εκπρόσωπο του προσφεύγοντος.

71      Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι μεσολαβεί πάντως υπερβολικό χρονικό διάστημα μεταξύ της αποστολής της τηλεομοιοτυπίας από το ΓΕΕΑ και της λήψεως μιας τηλεομοιοτυπίας από την εκπρόσωπο του προσφεύγοντος.

72      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ενώ από το βεβαιωτικό αποστολής της συσκευής τηλεομοιοτυπίας του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι η αποστολή της τηλεομοιοτυπίας άρχισε στις 12:22 και ολοκληρώθηκε το αργότερο στις 12:27, το βεβαιωτικό παραλαβής της συσκευής τηλεομοιοτυπίας της εκπροσώπου του προσφεύγοντος αναφέρει ως ώρα λήψεως τις 12:35.

73      Πάντως, όπως υποστήριξε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η διαφορά αυτή των οκτώ λεπτών μπορεί να εξηγηθεί από το ότι, λόγω ρυθμίσεων που έχουν γίνει με το χέρι, οι επίμαχες δύο συσκευές τηλεομοιοτυπίας δεν έχουν τεθεί ακριβώς στην ίδια ώρα και έτσι τα στοιχεία που εμφανίζουν έχουν κάποια απόκλιση.

74      Συνεπώς, η χρονική απόσταση που διαπιστώνεται μεταξύ αποστολής και λήψεως δεν σημαίνει ότι η τηλεομοιοτυπία την οποία έλαβε η εκπρόσωπος του προσφεύγοντος δεν είναι αυτή που απέστειλε το ΓΕΕΑ.

75      Τρίτον, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι η τηλεομοιοτυπία την οποία έλαβε η εκπρόσωπος του στις 12:35 δεν αναγράφει αριθμό αποστολέα.

76      Εντούτοις, έστω και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, ο αριθμός αποστολέα γενικώς αναγράφεται στις τηλεομοιοτυπίες που αποστέλλει το ΓΕΕΑ, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει να μην εμφανίζει αυτό το αναγνωριστικό στοιχείο μια συγκεκριμένη συσκευή τηλεομοιοτυπίας για τεχνικούς ιδίως λόγους. Συναφώς, το ΓΕΕΑ πράγματι διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η συσκευή που είχε χρησιμοποιηθεί για την αποστολή της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας δεν ανήκε στο μηχανοργανωμένο σύστημά του, οπότε δεν ήταν ρυθμισμένη αυτομάτως για να εμφανίζει τον αριθμό αποστολέα.

77      Επιπλέον, από την απόφαση EX-03-04 δεν προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ υποχρεούται να αναγράφει τον αριθμό αποστολέα στις τηλεομοιοτυπίες που αποστέλλει, ο δε προσφεύγων δεν υποστηρίζει ότι υφίσταται τέτοια υποχρέωση βάσει άλλου ερείσματος.

78      Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να θεωρηθεί, ούτε βάσει του γεγονότος ότι ο αριθμός του αποστολέα δεν αναγραφόταν στην τηλεομοιοτυπία την οποία έλαβε η εκπρόσωπος του προσφεύγοντος, ότι δεν επρόκειτο για την αποσταλείσα από το ΓΕΕΑ τηλεομοιοτυπία.

79      Τέταρτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει ένα αρνητικό γεγονός, ήτοι τη μη λήψη της τηλεομοιοτυπίας που απέστειλε το ΓΕΕΑ, προκειμένου να μπορέσει να αμφισβητήσει την αποδεικτική αξία του βεβαιωτικού αποστολής για την κοινοποίηση της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων με τηλεομοιοτυπία.

80      Διαπιστώνεται όμως ότι η αποδεικτική αξία του εν λόγω βεβαιωτικού αποστολής μπορούσε να αμφισβητηθεί με προσκόμιση θετικών αποδείξεων. Ειδικότερα, ο προσφεύγων μπορούσε να προσκομίσει ιδίως την τηλεομοιοτυπία που πράγματι ελήφθη στις 20 Μαΐου 2009 και ώρα 12:35, ώστε να αποδείξει ότι δεν πρόκειται για την τηλεομοιοτυπία που είχε αποστείλει το ΓΕΕΑ την ίδια μέρα στις 12:22.

81      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, εντούτοις, ότι δεν μπορεί να απαιτείται από αυτόν να προσκομίσει το ως άνω στοιχείο. Αφενός, λόγω της μη αναγραφής του αριθμού της συσκευής τηλεομοιοτυπίας του αποστολέα, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο διεκπεραιώθηκε η εν λόγω τηλεομοιοτυπία. Αφετέρου, έχει περάσει σημαντικό χρονικό διάστημα από τη λήψη της τηλεομοιοτυπίας αυτής.

82      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Ειδικότερα, η διεκπεραίωση των τηλεομοιοτυπιών τις οποίες λαμβάνει η εκπρόσωπος του προσφεύγοντος αποτελεί αποκλειστική ευθύνη της ως άνω εκπροσώπου. Συνεπώς, από τη στιγμή που από την εξέταση των αναφορών αποστολής και παραλαβής προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ απέστειλε τηλεομοιοτυπία στην εκπρόσωπο του προσφεύγοντος και ότι, λίγο αργότερα, η ως άνω εκπρόσωπος έλαβε τηλεομοιοτυπία με τον ίδιο αριθμό σελίδων από αποστολέα άγνωστης ταυτότητας, ο προσφεύγων πρέπει να βαρύνεται με τις συνέπειες της μη προσκομίσεως της τηλεομοιοτυπίας την οποία πράγματι έλαβε η ως άνω εκπρόσωπος.

83      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο i, του κανονισμού 2245/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, ο αιτούμενος την κήρυξη ακυρότητας ή ο εκπρόσωπός του είναι ελεύθερος να αναγράψει ή όχι έναν αριθμό συσκευής τηλεομοιοτυπίας και, συνεπώς, να καθορίσει αν θα χρησιμοποιηθεί αυτός ο τρόπος επικοινωνίας κατά τη διαβίβαση των γνωστοποιήσεων μεταξύ του ΓΕΕΑ και του ιδίου. Ειδικότερα, υπ’ αυτές τις συνθήκες, στον αιτούμενο την κήρυξη ακυρότητας ή στον εκπρόσωπό του εναπόκειται να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις ώστε να είναι σε θέση να αποδείξει, αν χρειαστεί, το περιεχόμενο των εγγράφων που πράγματι έλαβε με αυτό το μέσο επικοινωνίας.

84      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι το βεβαιωτικό αποστολής αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο την κοινοποίηση με τηλεομοιοτυπία της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων στην εκπρόσωπο του προσφεύγοντος στις 20 Μαΐου 2009. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη με το να θεωρήσει ότι το υπόμνημα στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής, το οποίο ελήφθη στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, περιήλθε στο ΓΕΕΑ μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 57 του κανονισμού 6/2002 και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.

85      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται ο προσφεύγων, το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούνταν να λάβει υπόψη του το ενδεχόμενο να υπήρξε τεχνικό πρόβλημα στη λήψη της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας ή να απεστάλη αυτή σε λάθος αριθμό. Άλλωστε, ο προσφεύγων δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τη φύση του τυχόν τεχνικού προβλήματος και δεν αμφισβητεί ότι ο αριθμός παραλήπτη που εμφανίζεται στο βεβαιωτικό αποστολής είναι ο αριθμός της συσκευής τηλεομοιοτυπίας της εκπροσώπου του.

86      Ο προσφεύγων δεν μπορεί ούτε να επικαλεσθεί βασίμως ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμά του ακροάσεως, μη επιτρέποντας του να υποβάλει παρατηρήσεις. Ειδικότερα, αφενός, μη υποβάλλοντας υπόμνημα που να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, ο προσφεύγων παρέλειψε ο ίδιος να κάνει χρήση του εν λόγω δικαιώματος όσον αφορά τους λόγους της προσφυγής του. Αφετέρου, όσον αφορά το παραδεκτό του υπομνήματος στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής, ο προσφεύγων υπέβαλε παρατηρήσεις στο ΓΕΕΑ στις 14 Οκτωβρίου και στις 12 Νοεμβρίου 2009, οι οποίες εξετάσθηκαν από το τμήμα προσφυγών με τις αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου και της 10ης Δεκεμβρίου 2009.

87      Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τα εμπλεκόμενα συμφέροντα δεν σταθμίστηκαν επαρκώς από το τμήμα προσφυγών, ιδίως όσον αφορά ενδεχόμενο αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της μεταδόσεως της επίμαχης τηλεομοιοτυπίας.

88      Εντούτοις, ο προσφεύγων δεν διευκρινίζει ποια συμφέροντα έπρεπε να είχαν σταθμιστεί σε σχέση με το γεγονός της εκπρόθεσμης υποβολής του υπομνήματος στο οποίο εκτίθεντο οι λόγοι της προσφυγής.

89      Άλλωστε, η απόφαση του τμήματος προσφυγών ως προς το παραδεκτό της προσφυγής δεν στέρησε τον προσφεύγοντα από τη δυνατότητα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, όπως έπραξε, πράγματι, στις 23 Δεκεμβρίου 2009. Από τις σκέψεις 25 και 26 ανωτέρω προκύπτει όμως ότι η αντιμετώπιση της αιτήσεως αυτής από το τμήμα προσφυγών στην απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 δεν αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

90      Εφόσον όλα τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν, και οι δύο λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του αιτήματος για τη διεξαγωγή αποδείξεων

91      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακούσει δύο μάρτυρες προκειμένου, αφενός, να αποδειχθεί ότι οι τηλεομοιοτυπίες που αποστέλλονται από το ΓΕΕΑ αναγράφουν τον αριθμό της συσκευής αποστολής και, αφετέρου, να παρουσιαστεί ο τρόπος εργασίας στο γραφείο της εκπροσώπου του, ιδίως όσον αφορά τη διεκπεραίωση των εισερχόμενων τηλεομοιοτυπιών. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι με το μέτρο αυτό θα μπορέσει να αποδειχθεί ότι η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων δεν κοινοποιήθηκε στην εκπρόσωπό του με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαΐου 2009.

92      Δεδομένων όμως των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 75 έως 78 και 81 έως 83 ανωτέρω, ούτε το ζήτημα αν οι τηλεομοιοτυπίες που αποστέλλονται από το ΓΕΕΑ αναγράφουν τον αριθμό της συσκευής αποστολής ούτε οι λεπτομέρειες της οργανώσεως της εργασίας στο γραφείο της εκπροσώπου του προσφεύγοντος ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, το αίτημα για τη διεξαγωγή αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

93      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της 22ας Μαρτίου 2010 κατά το μέτρο που αφορά το από 23 Δεκεμβρίου 2009 αίτημα διορθώσεως του προσφεύγοντος και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να αποφασιστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 22ας Μαρτίου 2010 (υπόθεση R 621/2009‑3) κατά το μέτρο που αφορά το από 23 Δεκεμβρίου 2009 αίτημα διορθώσεως του Peter Reisenthel.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.