Language of document : ECLI:EU:F:2008:161

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2008

Υπόθεση F-52/05

Q

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Καθήκον αρωγής που έχει η διοίκηση – Απόρριψη της αιτήσεως αρωγής – Καθήκον προνοίας που έχει η διοίκηση – Αξιολόγηση – Αξιολόγηση του προσωπικού για το έτος 2003 – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η Q ζητεί στην ουσία, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής με την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο απέρριψε σιωπηρά την αίτησή της αρωγής, δεύτερον, να ακυρωθούν οι εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας της που καταρτίστηκαν αντιστοίχως για τα χρονικά διαστήματα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 και από την 1η Νοεμβρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, τρίτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει την αίτηση αρωγής, που η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε στις 29 Απριλίου 2004, ακυρώνεται κατά το μέρος που η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει ένα προσωρινό μέτρο απομακρύνσεως. Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το ποσό των 18 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει, πέρα από τα δικαστικά της έξοδα, τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά που έχει ως σκοπό να υποτιμήσει τον ενδιαφερόμενο ή να υποβαθμίσει τις συνθήκες εργασίας του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, τριακοστή αιτιολογική σκέψη και άρθρα 1 και 2 § 3)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Σιωπηρή απορριπτική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που έχει η διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Έκταση – Καθήκον της διοικήσεως να εξετάζει τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως – Απαιτήσεις αναγόμενες στην επίδειξη φροντίδας και ταχύτητας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή περί ακυρώσεως μιας εκθέσεως βαθμολογίας – Υπάλληλος που συνταξιοδοτήθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43, 90 και 91)

5.      Υπάλληλοι – Αγωγή αποζημιώσεως – Αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της ζημίας που απορρέει από την ασθένεια του ενάγοντος και από το ότι αυτός περιήλθε σε κατάσταση αναπηρίας, ως συνέπεια υπηρεσιακού πταίσματος της διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των υπαλλήλων από τους κινδύνους επαγγελματικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρα 18 και 22)

6.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία δεν εξασφαλίζει αποκατάσταση, κατά προσήκοντα τρόπο, της ηθικής βλάβης

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική διαγωγή» που, για να αποδειχθεί, πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη μορφών συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, που γίνονται, αφενός, «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», γεγονός το οποίο προϋποθέτει ότι η ηθική παρενόχληση νοείται ως μια διαδικασία, που οπωσδήποτε απαιτεί χρόνο και προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανόμενων ή συνεχών ενεργειών, και, αφετέρου, «με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον σύνδεσμο «και», απαιτεί οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν ως αποτέλεσμα να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου. Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, οι κατά το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, πρέπει να είναι ηθελημένες, πράγμα που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τις ενέργειες που γίνονται συμπτωματικά. Αφετέρου, αντιθέτως δεν απαιτείται οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν γίνει με την πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να υποτιμήσει τον παθόντα ή να υποβαθμίσει επίτηδες τις συνθήκες εργασίας του παθόντος. Αρκεί μόνον οι ενέργειές του, εφόσον ήσαν ηθελημένες, να είχαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες.

Αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί η διάταξη αυτή κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, λόγω της δυσκολίας να αποδειχθεί κακόβουλη πρόθεση του προσώπου του οποίου η συμπεριφορά συνιστά ηθική παρενόχληση. Συγκεκριμένα, μολονότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου τέτοια πρόθεση συνάγεται φυσιολογικά από τις ενέργειες ενός προσώπου, τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες και, στις περισσότερες καταστάσεις, το πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί αποφεύγει κάθε διαγωγή που θα μπορούσε να αφήσει υπόνοιες για την πρόθεσή του να υποτιμήσει τον παθόντα ή να υποβαθμίσει τις συνθήκες εργασίας του τελευταίου. Επιπλέον, μια τέτοια ερμηνεία, στηριζόμενη στην κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί, δεν θα αντιστοιχούσε με τον ορισμό που δίνει στην παρενόχληση η οδηγία 2000/78/ΕΚ, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, κατά τον οποίο η ανεπιθύμητη συμπεριφορά «έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα» την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, γεγονός το οποίο καθιστά εναργές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε, όπως επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 30 της εν λόγω οδηγίας, να εγγυηθεί κατάλληλη δικαστική προστασία στα θύματα ηθικής παρενοχλήσεως. Πάντως, τέτοια προστασία δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί αν η ηθική παρενόχληση παρέπεμπε μόνο στις μορφές συμπεριφοράς που είχαν ως σκοπό να θιγεί η προσωπικότητα ενός προσώπου, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης δυσκολίας του θύματος μιας συμπεριφοράς που είχε ως στόχο την ηθική του παρενόχληση να αποδείξει μια τέτοια πρόθεση καθώς και το κίνητρο που υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει, επίσης, κατανοητό ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, αφού θεώρησε, με την οδηγία 2000/78, ότι συνιστά παρενόχληση μια συμπεριφορά η οποία, χωρίς να έχει ως σκοπό, έχει ωστόσο ως αποτέλεσμα να απαξιώσει ένα πρόσωπο, αποφάσισε, το 2004, κατά την αναμόρφωση του ΚΥΚ, η οποία έγινε με τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, να χαμηλώσει το επίπεδο δικαστικής προστασίας που είχε εξασφαλιστεί στους μονίμους υπαλλήλους και στα μέλη του λοιπού προσωπικού και να περιορίσει, θεσπίζοντας το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, την ηθική παρενόχληση μόνο στις μορφές συμπεριφοράς που είχαν ως σκοπό να θίξουν την αξιοπρέπεια ενός προσώπου.

(βλ. σκέψεις 132 έως 139)

2.       Η μη απάντηση σε αίτηση αρωγής κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ σημαίνει ότι, όταν έληξε η τετράμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ελήφθη σιωπηρή απορριπτική απόφαση, η οποία συνιστά βλαπτική πράξη για τον ενδιαφερόμενο. Συγκεκριμένα, μολονότι, όταν ο υπάλληλος που ζητεί να τον προστατεύσει το θεσμικό όργανο στο οποίο υπηρετεί έχει προσκομίσει αρχή αποδείξεως σχετικά με τις επιθέσεις των οποίων ισχυρίζεται ότι είναι το αντικείμενο, στη διοίκηση απόκειται να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, και ιδίως να οργανώσει έρευνα για να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία, παρά ταύτα η υποχρέωση αυτή δεν δύναται να επιτρέψει στο οικείο θεσμικό όργανο να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, οι οποίες παρέχουν στον υπάλληλο τη δυνατότητα να προκαλέσει το να λάβει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας η διοίκηση θέση υπό μορφή αποφάσεως.

Εξάλλου, αν και είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πριν από τη λήξη της διοικητικής έρευνας η Επιτροπή απέρριψε οριστικά την αίτηση αρωγής, παρά ταύτα η Επιτροπή, ακόμη και πριν λάβει οριστικά θέση επί της αιτήσεως αυτής, οφείλει να εκδώσει ορισμένες πράξεις, τουλάχιστον ως συντηρητικά μέτρα. Η μη λήψη τέτοιων μέτρων, μετά τη σιωπή της διοικήσεως επί της εν λόγω αιτήσεως, μπορεί να καταστεί βλαπτική για τον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 193, 195 και 196)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 3 Απριλίου 1990, T‑135/89, Pfloeschner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑153, σκέψη 17· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑223/95, Ronchi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑321 και II‑879, σκέψη 31· 26 Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 136

3.      Βάσει της υποχρεώσεως αρωγής, που προβλέπεται από το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η διοίκηση οφείλει, όταν πρόκειται για επεισόδιο ασύμβατο με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επέμβει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνται από τις περιστάσεις για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, με γνώση του θέματος, να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες.

Η διοίκηση δεν απαντά με όλη την απαιτούμενη φροντίδα σε μια αίτηση αρωγής στηριζόμενη σε ισχυρισμό περί ηθικής παρενοχλήσεως, όταν δεν λαμβάνει, πριν καν κινήσει διοικητική έρευνα, ένα προσωρινό μέτρο απομακρύνσεως του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, ενώ, αφενός, η σημασία και η σοβαρότητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών δικαιολογούν, αν όχι την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, τουλάχιστον μια υποψία τέτοιας παρενοχλήσεως και ενώ, αφετέρου, η εσωτερική κανονιστική ρύθμιση την οποία θέσπισε το οικείο θεσμικό όργανο προβλέπει τη δυνατότητα, εάν υπάρξει η παραμικρή υποψία ηθικής παρενοχλήσεως, να ληφθούν τέτοια μέτρα επ’ ωφελεία του προσώπου που τεκμαίρεται ότι είναι ο παθών.

(βλ. σκέψεις 205, 207, 209 και 213)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16

ΠΕΚ: 21 Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑477, σκέψη 31· 5 Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑267 και II‑1225, σκέψη 42

4.      Η έκθεση βαθμολογίας, εσωτερικό έγγραφο που έχει σημαντικό ρόλο για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου, επηρεάζει κατ’ αρχήν τα συμφέροντα του βαθμολογούμενου μόνο μέχρι την οριστική παύση των καθηκόντων του. Κατά συνέπεια, μετά την παύση αυτή, ο υπάλληλος δεν έχει πλέον συμφέρον να υποστηρίξει μια προσφυγή που ασκήθηκε κατά εκθέσεως βαθμολογίας, εκτός αν αποδείξει την ύπαρξη ιδιαίτερης περιστάσεως η οποία δικαιολογεί προσωπικό και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω εκθέσεως. Ένας υπάλληλος, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε λόγω αναπηρίας, δεν διατηρεί τέτοιο συμφέρον σε περίπτωση που η επιτροπή αναπηρίας εκτίμησε ότι, λόγω του μόνιμου χαρακτήρα των παθολογικών χαρακτηριστικών που προκάλεσαν τη λήψη του μέτρου αυτού, δεν είναι πλέον αναγκαία καμία ιατρική επανεξέταση.

Αντιθέτως, ο ως άνω υπάλληλος διατηρεί το συμφέρον να ζητήσει να εκδοθεί απόφαση επί της νομιμότητας της εν λόγω εκθέσεως στο πλαίσιο του αιτήματος να αποκατασταθεί η επαγγελματική και ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη από την πταισματική, όπως υποστηρίχθηκε, συμπεριφορά της διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 227, 228 και 259)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 1990, T‑20/89, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑769, σκέψη 18· 31 Μαΐου 2005, T‑105/03, Διονυσσοπούλου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑137 και II‑621, σκέψη 20· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 47, κατά της οποίας αίτηση αναιρέσεως εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑525/07 P

5.      Είναι απορριπτέα τα αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη ένας υπάλληλος λόγω της συνταξιοδοτήσεώς του για αναπηρία, που αποτελεί συνέπεια μιας επαγγελματικής ασθένειας που οφείλεται στα υπηρεσιακά πταίσματα της διοικήσεως. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος να αποφανθεί επί της σχέσεως αιτίου και αιτιατού μεταξύ των συνθηκών εργασίας ενός υπαλλήλου και της ασθένειας την οποία επικαλείται, καθόσον το άρθρο 18 της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τους κινδύνους επαγγελματικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας ορίζει ότι η απόφαση για την αναγνώριση του επαγγελματικού χαρακτήρα μιας ασθένειας λαμβάνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, βάσει των πορισμάτων του ιατρού ή των ιατρών που ορίστηκαν από το θεσμικό όργανο και, αν το ζητήσει ο υπάλληλος, μετά από διαβούλευση με την υγειονομική επιτροπή που προβλέπεται από το άρθρο 22 της εν λόγω ρυθμίσεως. Το καθεστώς που θεσπίσθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 73 του ΚΥΚ προβλέπει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση επαγγελματικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει ο ενδιαφερόμενος οποιοδήποτε πταίσμα του θεσμικού οργάνου και, μόνον όταν προκύπτει ότι το καθεστώς του ΚΥΚ δεν επιτρέπει προσήκουσα αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει πρόσθετη αποζημίωση.

Αντιθέτως, τα αιτήματα που αποσκοπούν στη χορήγηση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων πρέπει να εξετάζονται από τον δικαστή.

(βλ. σκέψεις 238 έως 240 και 242)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 8 Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2801, σκέψη 13· 9 Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 22

ΠΕΚ: 14 Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑203 και II‑627, σκέψη 74· 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψη 95

ΔΔΔ: 2 Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 193

6.      Η ακύρωση μιας εκθέσεως εξελίξεως σταδιοδρομίας που στερείται νομιμότητας δεν μπορεί να αποκαταστήσει, αυτή καθεαυτή, με προσήκοντα και επαρκή τρόπο την ηθική βλάβη που υπέστη ένας υπάλληλος, όταν η εν λόγω έκθεση περιέχει ρητώς αρνητικές αξιολογήσεις των ικανοτήτων του ενδιαφερομένου.

(βλ. σκέψη 273)