Language of document : ECLI:EU:T:2014:814

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφο της Γερμανίας στο πλαίσιο διαδικασίας EU Pilot — Άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5 — Άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση —Άρνηση προσβάσεως — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Υποχρέωση διεξαγωγής συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως — Μερική πρόσβαση — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον»

Στην υπόθεση T‑669/11,

Darius Nicolai Spirlea και Mihaela Spirlea, κάτοικοι Capezzano Pianore (Ιταλία), εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους V. Foerster και T. Pahl, στη συνέχεια, από τους V. Foerster και E. George, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την P. Costa de Oliveira και τον H. Kraemer,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 2011, με την οποία το θεσμικό αυτό όργανο δεν επέτρεψε στους προσφεύγοντες την πρόσβαση στις παρατηρήσεις τις οποίες απηύθυνε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην Επιτροπή, στις 7 Ιουλίου 2011, στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Περί της προσβάσεως στα έγγραφα

1        Το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθορισθούν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Οι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, καθορίζονται, μέσω κανονισμών, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Καθένα από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς εξασφαλίζει τη διαφάνεια των εργασιών του και εισάγει, στον εσωτερικό του κανονισμό, ειδικές διατάξεις για την πρόσβαση στα δικά του έγγραφα, σύμφωνα με τους κανονισμούς που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο […]».

2        Το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα», ορίζει:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος.»

3        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), καθορίζει τις αρχές, τις προϋποθέσεις και τα όρια του προβλεπόμενου από το άρθρο [15 ΣΛΕΕ] δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των εν λόγω οργάνων.

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 11 του κανονισμού 1049/2001 ορίζουν:

«(4)      Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα και να θεσπίσει τις γενικές αρχές και τα όρια της προσβάσεως αυτής σύμφωνα με το άρθρο 225, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ.

[…]

(11)      Καταρχήν, θα πρέπει να δοθεί στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Εντούτοις, ορισμένα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα θα πρέπει να προστατεύονται μέσω εξαιρέσεων. Θα πρέπει να επιτραπεί στα θεσμικά όργανα να προστατεύουν τις εσωτερικές γνωμοδοτήσεις και διαβουλεύσεις τους όταν κρίνεται απαραίτητο να προστατευθεί η δυνατότητα λειτουργίας τους. Για τον καθορισμό των εξαιρέσεων, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης.»

5        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει:

«Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι:

α)      να καθορίσει τις αρχές, τους όρους και τους περιορισμούς, για λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (εφεξής “τα θεσμικά όργανα”), όπως προβλέπεται στο άρθρο 255 της Συνθήκης ΕΚ, ώστε να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα·

β)      να θεσπίσει κανόνες διασφαλίζοντες την ευχερέστερη δυνατή άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, και

γ)      να προωθήσει ορθή διοικητική πρακτική ως προς την πρόσβαση στα έγγραφα.»

6        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«1.       Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

[…]

3.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]»

7        Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

[…]

–        του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός εάν για τη [δημοσιοποίηση] του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.»

8        Το άρθρο 4, παράγραφοι 4 έως 6, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«4.      Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

5.      Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.

6       Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.»

 Περί της διαδικασίας EU Pilot

9        Η διαδικασία EU Pilot είναι διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών βάσει της οποίας εξακριβώνεται αν το δίκαιο της ΕΕ τηρείται και εφαρμόζεται ορθώς εντός αυτών. Αποσκοπεί στην αποτελεσματική επίλυση τυχόν παραβάσεων του δικαίου της ΕΕ αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού, την τυπική κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

10      Οι επιχειρησιακές πτυχές της διαδικασίας EU Pilot περιγράφηκαν, κατ’ αρχάς, στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, με τίτλο «Μια Ευρώπη αποτελεσμάτων — εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» [COM(2007) 502 τελικό]. Ειδικότερα, το σημείο 2.2 της ανακοινώσεως αυτής, με τίτλο «Βελτίωση των μεθόδων εργασίας», προβλέπει τα εξής:

«[…] Όπως ισχύει και σήμερα, για τις αιτήσεις πληροφοριών και καταγγελίες που εγείρουν ζήτημα ορθής εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας και αποστέλλονται στην Επιτροπή, θα εξακολουθήσει να γίνεται πρωτοκόλληση και επιβεβαίωση παραλαβής […] Όταν ένα ζήτημα καθιστά αναγκαία την αποσαφήνιση μιας πραγματικής ή νομικής κατάστασης στο οικείο κράτος μέλος, θα παραπέμπεται σε αυτό […] θα τάσσεται στα κράτη μέλη σύντομη προθεσμία για την παροχή των απαραίτητων διευκρινίσεων, πληροφοριών και λύσεων απευθείας στον ενδιαφερόμενο πολίτη ή την επιχείρηση, ενώ θα πρέπει να ενημερώνεται σχετικά και η Επιτροπή. Οσάκις το ζήτημα ισοδυναμεί με παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη θα καλούνται να διευθετούν ή να προτείνουν μέτρα για τη διευθέτηση του θέματος εντός καθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που δεν προταθεί λύση, η Επιτροπή θα παρακολουθεί το ζήτημα, λαμβάνοντας κάθε περαιτέρω μέτρο που κρίνει αναγκαίο, μη εξαιρουμένης της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει, σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική […] Η έκβαση των υποθέσεων θα καταγράφεται, ώστε να είναι δυνατή η υποβολή έκθεσης σχετικά με τις επιδόσεις και η ενδεχόμενη παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοκόλλησης και της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει. Στις σχετικές εκθέσεις θα διευκρινίζονται ο όγκος, ο χαρακτήρας και η σοβαρότητα των προβλημάτων που παραμένουν ανεπίλυτα, με επισήμανση του κατά πόσον απαιτούνται πρόσθετοι ειδικοί μηχανισμοί επίλυσης προβλημάτων ή πρωτοβουλίες ειδικά σχεδιασμένες για επιμέρους κλάδους. Όλα τα προαναφερθέντα μέτρα αναμένεται να συμβάλουν στη μείωση του αριθμού διαδικασιών επί παραβάσει και στην αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους. Η Επιτροπή εισηγείται τη δοκιμαστική εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων με τη συμμετοχή ορισμένων κρατών μελών το 2008, με δυνατότητα επέκτασης στο σύνολο των κρατών μελών μετά από αποτίμηση του πρώτου έτους εφαρμογής […]».

 Ιστορικό της διαφοράς

11      Οι προσφεύγοντες, Darius Nicolai Spirlea και Mihaela Spirlea, είναι γονείς τέκνου θανόντος τον Αύγουστο του 2010, με προβαλλόμενη αιτία θανάτου θεραπευτική αγωγή με αυτόλογα βλαστοκύτταρα, στην οποία υποβλήθηκε στο Düsseldorf (Γερμανία) (στο εξής: ιδιωτική κλινική).

12      Με έγγραφο της 8ης Μαρτίου 2011, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ενώπιον της γενικής διευθύνσεως (ΓΔ) «Υγεία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταγγελία, με την οποία υποστήριζαν, κατ’ ουσίαν, ότι η ιδιωτική κλινική διεξήγαγε τις θεραπευτικές δραστηριότητές της συνεπεία της αδράνειας των γερμανικών αρχών, οι οποίες παρέβησαν επομένως τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1394/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τα φάρμακα προηγμένων θεραπειών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 726/2004 (ΕΕ L 324, σ. 121).

13      Κατόπιν της καταγγελίας αυτής, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία EU Pilot, με αριθμό αναφοράς 2070/11/SNCO, και επικοινώνησε με τις γερμανικές αρχές για να εξακριβώσει σε ποιο βαθμό τα γεγονότα που περιγράφουν οι προσφεύγοντες στην καταγγελία τους, όσον αφορά την πρακτική της ιδιωτικής κλινικής, δύνανται να συνιστούν παράβαση του κανονισμού 1394/2007.

14      Στις 10 Μαΐου και στις 10 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δύο αιτήσεις παροχής πληροφοριών, στις οποίες η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απάντησε στις 7 Ιουλίου και στις 4 Νοεμβρίου 2011 αντιστοίχως.

15      Στις 11 Αυγούστου 2011, οι προσφεύγοντες ζήτησαν να τους επιτραπεί η πρόσβαση, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, σε πληροφορίες σχετικά με την εξέταση της καταγγελίας. Συγκεκριμένα, ζήτησαν την πρόσβαση σε παρατηρήσεις που κατέθεσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 7 Ιουλίου 2011 (στο εξής: επίμαχο έγγραφο).

16      Στις 12 Αυγούστου 2011, η Επιτροπή πληροφόρησε τις γερμανικές αρχές περί της αιτήσεως των προσφευγόντων να τους επιτραπεί η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

17      Στις 19 Αυγούστου 2011, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν συμφωνούσε να επιτραπεί η πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο βάσει των εξαιρέσεων που αφορούν, αφενός, την προστασία των διεθνών σχέσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και, αφετέρου, την προστασία του σκοπού έρευνας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του ιδίου κανονισμού.

18      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2011, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση προσβάσεως των προσφευγόντων στο επίμαχο έγγραφο.

19      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2011, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν ενώπιον της Επιτροπής επιβεβαιωτική αίτηση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

20      Στις 9 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την προηγούμενη απόφασή της να μην επιτρέψει στους προσφεύγοντες την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του ιδίου κανονισμού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

21      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατόπιν διαβουλεύσεως με τις γερμανικές αρχές, οι εν λόγω αρχές διαφωνούσαν με τη δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τη σχετική με την προστασία των ερευνών εξαίρεση του κανονισμού 1049/2001. Εν συνεχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή ήταν εκ πρώτης όψεως βάσιμη, όφειλε να αρνηθεί την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001. Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η μερική πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 δεν ήταν, εν προκειμένω, δυνατή. Τέλος, διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου.

22      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή πληροφόρησε τους προσφεύγοντες ότι η διαδικασία EU Pilot 2070/11/SNCO περατώθηκε οριστικώς.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Δεκεμβρίου 2011, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

24      Κατόπιν της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

25      Με διάταξη της 3ης Φεβρουαρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 65, στοιχείο β΄, 66, παράγραφος 1, και 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, υποχρέωσε την Επιτροπή να προσκομίσει το επίμαχο έγγραφο, ορίζοντας παράλληλα ότι αυτό δεν θα κοινοποιηθεί στους προσφεύγοντες στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τα ανωτέρω εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Στις 4 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους προσφεύγοντες και την Επιτροπή να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των συνεπειών, για τη λύση της υπό κρίση διαφοράς, οι οποίες πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2012, C‑135/11 P, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

28      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2014.

29      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

31      Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους, αντλούμενους από παράβαση ουσιώδους τύπου και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001 και παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, αντιστοίχως.

 Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Οι προσφεύγοντες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι θεώρησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εναντίωση απλώς και μόνον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου αρκεί προς απόρριψη της αιτήσεώς τους προσβάσεως βάσει του κανονισμού 1049/2001. Συναφώς, προβάλλουν ότι η Επιτροπή διέπραξε πλείονα σφάλματα κατά την εξέταση της αιτήσεώς τους προσβάσεως και αιτιολόγησε ελλιπώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

33      Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι, όταν πρόκειται για αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, όπως εν προκειμένω, το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 παρέχει στην Επιτροπή περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή των εξαιρέσεων των παραγράφων 1 και 2 της ιδίας αυτής διατάξεως. Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί αμέσως σε διαβούλευση περί της προσβάσεως με το οικείο κράτος μέλος αν είναι σαφές ότι το επίμαχο έγγραφο πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι βάσει ουδενός στοιχείου της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή έκανε χρήση του περιθωρίου αυτού εκτιμήσεως στο πλαίσιο της αιτήσεώς τους προσβάσεως.

34      Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, ακόμα και μετά τη διαβούλευση με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή όφειλε να εξακριβώσει εμπεριστατωμένα αν ήσαν βάσιμα τα πραγματικά περιστατικά και η αιτιολογία που προέβαλε το κράτος μέλος κατά της δημοσιοποιήσεως του επίμαχου εγγράφου. Κατά την άποψή τους, δεν απόκειται στην Επιτροπή μόνον να εξακριβώσει αν το εν λόγω κράτος μέλος αιτιολόγησε τυπικώς τη διαφωνία του, αλλά και να ελέγξει αν η αιτιολογία αυτή αφορά τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 και να εκτιμήσει in concreto αν οι επικληθείσες εξαιρέσεις και η προβληθείσα αιτιολογία έχουν εφαρμογή επί του επιμάχου εγγράφου.

35      Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι απηύθυνε πρόταση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να κάνει χρήση των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001. Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι, για να αποφύγει την πρόσβαση των προσφευγόντων στο επίμαχο έγγραφο, η Επιτροπή επέβαλε απευθείας στο κράτος μέλος να αντιταχθεί στην πρόσβαση αυτή και του υπέδειξε μάλιστα τον τρόπο επικλήσεως των εξαιρέσεων του κανονισμού 1049/2001. Ωστόσο, μια τέτοια ενέργεια αντιβαίνει στον σκοπό του κανονισμού αυτού, ήτοι τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

36      Εξάλλου, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε την αρχή της ισότητας των όπλων και το δικαίωμα ακροάσεως στη διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πληροφορήθηκε τους λόγους τους οποίους προέβαλαν προς στήριξη της αιτήσεώς τους προσβάσεως, ενώ οι προσφεύγοντες δεν πληροφορήθηκαν τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω κράτος μέλος αντιτίθετο στη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν την άποψή τους επί της βασιμότητας της αρνήσεως του εν λόγω κράτους μέλους όσον αφορά τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001. Τέλος, θεωρούν ότι, ως διάδικοι κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, έπρεπε να είχαν πρόσβαση στην απάντηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

37      Τέλος, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή κακώς επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 στις «γερμανικές αρχές», ενώ ο μόνος θεμιτός συνομιλητής της Επιτροπής στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου ήταν η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας».

38      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

39      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις, αντλούμενες, αντιστοίχως, από παράβαση ουσιώδους τύπου, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 1049/2001, και από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

40      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1049/2001 αποσκοπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 αυτού, στην παροχή στο κοινό όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑4723, σκέψη 33, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 2012, T‑63/10, Jurašinović κατά Συμβουλίου, σκέψη 28). Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα αυτό καλύπτει όχι μόνο τα έγγραφα που συντάσσουν τα θεσμικά όργανα, αλλά και όσα παραλαμβάνουν από τρίτους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και τα κράτη μέλη, όπως διευκρινίζει ρητά το άρθρο 3, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού.

41      Βεβαίως, το δικαίωμα αυτό προσβάσεως παραμένει υποκείμενο σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 62, και προαναφερθείσα απόφαση Jurašinović κατά Συμβουλίου, σκέψη 29). Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του (προαναφερθείσα απόφαση IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

42      Εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έκανε χρήση της ευχέρειας που της αναγνωρίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και ζήτησε από την Επιτροπή να μη δημοσιοποιήσει τις παρατηρήσεις τις οποίες της απηύθυνε στις 7 Ιουλίου 2011 στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO. Το εν λόγω κράτος μέλος στήριξε την άρνησή του, μεταξύ άλλων, στη σχετική με τους σκοπούς έρευνας εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή στήριξε την άρνηση προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο στις αντιρρήσεις που προέβαλαν οι γερμανικές αρχές βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

43      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει, στις αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑11389), και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, τα όρια των αντιρρήσεων που προβάλλει ένα κράτος μέλος δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

44      Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 έχει διαδικαστικό χαρακτήρα, στον βαθμό που απλώς απαιτεί την προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους, σε περίπτωση υποβολής εκ μέρους του ειδικής αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα, και εντάσσεται στη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεων της Ένωσης (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψεις 78 και 81, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

45      Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, αντιθέτως προς την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, η οποία παρέχει στους τρίτους, στην περίπτωση εγγράφων προερχόμενων από αυτούς, μόνον το δικαίωμα να πραγματοποιήσουν διαβουλεύσεις με το θεσμικό όργανο όσον αφορά την εφαρμογή μιας εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, ανάγει την προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους μέλους σε αναγκαία προϋπόθεση της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων που προέρχονται από το οικείο κράτος μέλος, εφόσον αυτό το ζητήσει (προαναφερθείσα απόφαση IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 54).

46      Το Δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι, εφόσον κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που του αναγνωρίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 να ζητήσει να μη δημοσιοποιηθεί, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, συγκεκριμένο έγγραφο προερχόμενο από το ίδιο, για την τυχόν δημοσιοποίηση του εγγράφου από το θεσμικό όργανο απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 50, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 55).

47      Εντεύθεν προκύπτει, a contrario, ότι το θεσμικό όργανο που δεν έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους δεν νομιμοποιείται να δημοσιοποιήσει το επίμαχο έγγραφο (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 44, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

48      Πάντως, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν αναγνωρίζει στο οικείο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να εναντιωθεί, κατά την απόλυτη κρίση του και χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφασή του, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή θεσμικού οργάνου, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 58, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 57).

49      Συγκεκριμένα, η άσκηση της εξουσίας την οποία απονέμει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 πλαισιώνεται από τις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου αυτού άρθρου, οπότε στο κράτος μέλος αναγνωρίζεται συναφώς απλώς και μόνο εξουσία συμμετοχής στην απόφαση του θεσμικού οργάνου. Η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό δεν ομοιάζει συνεπώς με δικαίωμα αρνησικυρίας κατά το δοκούν, αλλά με κάποιας μορφής σύμφωνη γνώμη ως προς το ότι δεν συντρέχουν λόγοι εξαιρέσεως βασιζόμενοι στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού. Επομένως, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων την οποία θεσπίζει το άρθρο αυτό επιβάλλει στο οικείο θεσμικό όργανο και κράτος μέλος να κάνουν χρήση μόνον των ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεων των εν λόγω παραγράφων 1 έως 3 (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψεις 76 και 83, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 58).

50      Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εναντιωθεί στη δημοσιοποίηση εγγράφων προερχόμενων από το ίδιο μόνον εφόσον η εναντίωσή του στηρίζεται στις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου αυτού και εφόσον αιτιολογήσει προσηκόντως την άποψή του επ’ αυτού (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 99, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 59).

51      Όσον αφορά, εν προκειμένω, την έκταση εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 έναντι του επιληφθέντος με αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο θεσμικού οργάνου, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι η παρέμβαση του οικείου κράτους μέλους δεν συνεπάγεται, έναντι του αιτούντος την πρόσβαση, ότι η απόφαση την οποία απευθύνει στον αιτούντα μεταγενέστερα το θεσμικό όργανο, προς απάντηση στην αίτηση προσβάσεως που του υπέβαλε σχετικά με έγγραφο που βρισκόταν στην κατοχή του οικείου οργάνου, παύει να αποτελεί πράξη της Ένωσης (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 94, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 60).

52      Το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα όργανο, ως εκδότης αποφάσεως απορρίπτουσας αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, είναι επομένως υπεύθυνο για τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το οικείο όργανο δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στην εναντίωση ενός κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση εγγράφου προερχόμενου από το κράτος αυτό, αν η εναντίωση αυτή στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας ή αν η προβαλλόμενη αιτιολογία επί της οποίας στηρίζεται το εν λόγω κράτος μέλος για να αρνηθεί την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο δεν ανάγεται στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 88, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

53      Ως εκ τούτου, το όργανο αυτό, πριν αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, οφείλει να εξετάσει αν το εν λόγω κράτος μέλος στήριξε την εναντίωσή του στις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και αν αιτιολόγησε προσηκόντως τη θέση του επ’ αυτού. Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως αποφάσεως περί αρνήσεως της προσβάσεως, το εν λόγω θεσμικό όργανο πρέπει να διασφαλίζει την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας και να το αναφέρει στην απόφαση την οποία εκδίδει μετά το πέρας της διαδικασίας (προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 99, και IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 62).

54      Αντιθέτως, κατά τη νομολογία, δεν απόκειται στο όργανο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφο να εξετάσει εξαντλητικώς τους λόγους εναντιώσεως του οικείου κράτους μέλους, εκτείνοντας τον έλεγχό του πέραν του ζητήματος αν υφίσταται αιτιολογία στηριζόμενη στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 (προαναφερθείσα απόφαση IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 63).

55      Συγκεκριμένα, η απαίτηση τέτοιας εξαντλητικής εξετάσεως θα παρείχε —κακώς— στο επιλαμβανόμενο της σχετικής αιτήσεως όργανο τη δυνατότητα, αφ’ ης στιγμής πραγματοποιηθεί η εκτίμηση αυτή, να κοινοποιήσει το επίμαχο έγγραφο στον αιτούντα παρά την αιτιολογημένη κατά την έννοια των σκέψεων 52 και 53 της παρούσας αποφάσεως εναντίωση του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται το εν λόγω έγγραφο (προαναφερθείσα απόφαση IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 64).

56      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξετασθούν οι δύο αιτιάσεις τις οποίες προέβαλαν οι διάδικοι στο πλαίσιο του πρώτου λόγου.

–       Επί της προβαλλομένης παραβάσεως ουσιώδους τύπου

57      Όσον αφορά την αιτίαση η οποία αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου, οι προσφεύγοντες διατείνονται, πρώτον, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 έχει την έννοια ότι η Επιτροπή, πριν από τη διαβούλευση με το οικείο κράτος μέλος υπό την έννοια της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, υποχρεούται να εξακριβώνει, εντός του περιθωρίου της διακριτικής της ευχέρειας, αν το έγγραφο στο οποίο ζητείται η πρόσβαση πρέπει να δημοσιοποιηθεί υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

58      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό σκοπεί στην αμφισβήτηση της εκτιμήσεως της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και στα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικόγραφά της, σύμφωνα με την οποία, όταν η αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, ζητεί στη συνέχεια τη σύμφωνη γνώμη του εν λόγω κράτους για τη δημοσιοποίηση.

59      Πάντως, ορθώς οι προσφεύγοντες επικρίνουν την εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής, διότι το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει ότι, στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, περιλαμβανομένων των κρατών μελών (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), το επιληφθέν αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφο θεσμικό όργανο προβαίνει σε διαβούλευση με τον τρίτο προκειμένου να καθορίσει αν εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 ή 2 του ιδίου άρθρου εξαίρεση, εκτός αν είναι σαφές ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί.

60      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, με τη νομολογία του, έκρινε ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, αν το οικείο θεσμικό όργανο θεωρεί ότι είναι σαφές ότι, βάσει των προβλεπόμενων στις παραγράφους 1 ή 2 του ιδίου άρθρου εξαιρέσεων, δεν πρέπει να επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφο που προέρχεται από κράτος μέλος, το όργανο αυτό αρνείται την πρόσβαση στον αιτούντα χωρίς να απαιτείται να διαβουλευτεί με το κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το έγγραφο, τούτο δε ανεξάρτητα από το αν το οικείο κράτος μέλος υπέβαλε ή όχι προηγουμένως αίτημα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

61      Επομένως, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, αν το προερχόμενο από κράτος μέλος έγγραφο στο οποίο ζητήθηκε η πρόσβαση ουδαμώς σχετίζεται με τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε διαβούλευση με το κράτος μέλος αυτό και πρέπει να δημοσιοποιήσει άμεσα το επίμαχο έγγραφο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Συναφώς, σημειωτέον ότι, κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 48 ανωτέρω νομολογία, τα κράτη μέλη δεν έχουν γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα να εναντιωθούν στη δημοσιοποίηση κάθε εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή θεσμικού οργάνου, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από αυτά.

62      Εν προκειμένω, πάντως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή καμία παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 καθόσον, όπως ανέφερε στην προσβαλλόμενη απόφαση, το επίμαχο έγγραφο αφορά διαδικασία EU Pilot και, επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορούσε να επικαλεστεί την εξαίρεση υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

63      Συναφώς, επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν ότι το επίμαχο έγγραφο αφορά δραστηριότητα «έρευνας» υπό την έννοια της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση.

64      Εν πάση περιπτώσει, από την ανακοίνωση της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) προκύπτει ότι ο σκοπός των διαδικασιών EU Pilot είναι η εξακρίβωση του κατά πόσον το δίκαιο της ΕΕ τηρείται και εφαρμόζεται ορθώς εντός των κρατών μελών. Προς τούτο, η Επιτροπή κάνει συνήθως χρήση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, τις οποίες απευθύνει τόσο στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη όσο και στους οικείους πολίτες και επιχειρήσεις. Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO, η Επιτροπή εξέτασε αν, πράγματι, τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφουν οι προσφεύγοντες στην καταγγελία τους δύνανται να συνιστούν παράβαση του κανονισμού 1394/2007 εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Συναφώς, απέστειλε, κατ’ αρχάς, αιτήσεις παροχής πληροφοριών στο εν λόγω κράτος μέλος. Κατόπιν, προέβη σε αξιολόγηση των συλλεγεισών απαντήσεων. Τέλος, εξέθεσε τα πορίσματά της, έστω και υπό μορφή προσχεδίου, στο πλαίσιο εκθέσεως απευθυνθείσας στους προσφεύγοντες.

65      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, η Επιτροπή εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 όταν προέβη σε διαβούλευση με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περί του αν, κατά τη γνώμη της, είχαν εφαρμογή στην αίτησή τους προσβάσεως οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις. Επιπλέον, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση προσβάσεως εξηρτάτο από την απόφαση που θα ελάμβαναν οι γερμανικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

66      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι επέβαλε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να αντιταχθεί στη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό ουδόλως αποδεικνύεται. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 12ης Αυγούστου 2011 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), το έγγραφο αυτό γνωστοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την αίτηση των προσφευγόντων για πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο και, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή απλώς ζήτησε τη γνώμη τους ως προς τη δημοσιοποίηση του επίμαχου κειμένου. Αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγοντες, τούτο δεν συνιστά υπόδειξη προς εναντίωση στην αίτησή τους προσβάσεως, αλλά αφορά μάλλον την εκπλήρωση της υποχρεώσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, να προβεί σε διαβούλευση με το κράτος μέλος το οποίο αφορά η εν λόγω αίτηση.

67      Τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή κακώς απευθύνθηκε στις «γερμανικές αρχές» και όχι στην «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας». Συναφώς, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό προκύπτει από παρανόηση των όρων της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αιτιολογίας της, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον όρο «γερμανικές αρχές» ως ισοδύναμο του όρου «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας». Καθόσον οι δύο αυτοί όροι αφορούν, εν προκειμένω, το οικείο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το έγγραφο που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή καμία παράβαση του εν λόγω άρθρου. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο αυτό αφορά όλα τα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη και τα οποία διαβιβάζουν σε θεσμικό όργανο, ανεξαρτήτως του συντάκτη τους εντός των κρατών μελών αυτών σύμφωνα με την εθνική κατανομή αρμοδιοτήτων (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 61).

68      Τέταρτον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι προσέβαλε την αρχή της ισότητας των όπλων και δεν τους επέτρεψε να πληροφορηθούν τη γνώμη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατόπιν της διαβουλεύσεως που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

69      Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, δεν υποχρεούται να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ισότητας των όπλων, επί διαφοράς μεταξύ του αιτούντος την πρόσβαση σε ένα έγγραφο και του κράτους μέλους που είναι ο συντάκτης του εν λόγω εγγράφου. Εν προκειμένω, απόκειται ακριβώς στην Επιτροπή, ως θεσμικό όργανο αρμόδιο να επιτρέψει την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο, να εξετάσει αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξέθεσε, υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, τους λόγους που μπορεί να δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως την εναντίωση στην αίτηση προσβάσεως.

70      Στη συνέχεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν εξέθεσε μόνον την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως προς την αίτησή τους προσβάσεως, αλλά επανέλαβε, κατά γράμμα, τα αποσπάσματα της γνωμοδοτήσεως που της διαβίβασε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατόπιν της διαβουλεύσεως (τμήμα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, πρόκειται για αποσπάσματα στα οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξηγεί, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά την άποψή της, στο πλαίσιο διαδικασίας EU Pilot, πρέπει να επικρατεί κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης με την Επιτροπή εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί διαδικασία διαπραγματεύσεως και συμβιβασμού ενόψει ταχείας και πλήρους διευθετήσεως της διαφοράς. Από τα αποσπάσματα αυτά προκύπτει επίσης ότι, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου θα έθιγε μόνον την ειλικρινή συνεργασία μεταξύ της ιδίας και της Επιτροπής, η διατήρηση της οποίας ήταν απαραίτητη στο πλαίσιο της κινηθείσας έρευνας.

71      Κατά συνέπεια, θεωρείται ότι η Επιτροπή έδωσε στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να γνωρίσουν την προβληθείσα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αιτιολογία για την εναντίωσή της στη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου.

72      Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους ακροάσεως για τον λόγο ότι δεν τους έδωσε τη δυνατότητα να προβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της απαντήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

73      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001, προβλέπεται ότι, κατόπιν της πρώτης αρνητικής αποφάσεως εκ μέρους του επιληφθέντος αιτήσεως προσβάσεως θεσμικού οργάνου, οι αιτούντες την πρόσβαση σε ένα έγγραφο μπορούν να υποβάλουν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, αίτηση για επιβεβαιωτική απόφαση. Με την ευκαιρία αυτή, διατηρούν τη δυνατότητα να διαβιβάσουν τις παρατηρήσεις τους, ενδεχομένως κατά της υποστηριχθείσας από το εν λόγω θεσμικό όργανο απόψεως. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος αντιτάχθηκε στη ζητηθείσα δημοσιοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, προβάλλοντας τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 1 και 2 της ιδίας διατάξεως εξαιρέσεις, οι αιτούντες έχουν, μέσω της αιτήσεως για επιβεβαιωτική απόφαση, τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί της προβληθείσας από το εν λόγω κράτος μέλος αιτιολογίας.

74      Ωστόσο, εν προκειμένω, μετά την απόφαση της Επιτροπής της 22ας Σεπτεμβρίου 2011 περί απορρίψεως της αιτήσεως των προσφευγόντων για πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), οι προσφεύγοντες κατέθεσαν ενώπιον της Επιτροπής επιβεβαιωτική αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, αντιθέτως προς τα επιχειρήματά τους, είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τις ενέργειες της Επιτροπής όσον αφορά τη διαβούλευση με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού και την αρνητική θέση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως προς την αίτησή τους. Εξάλλου, σημειωτέον ότι, στο πλαίσιο της αιτιολογίας της, η Επιτροπή απάντησε συγκεκριμένα στα επιχειρήματα και παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες με την επιβεβαιωτική αίτηση (τμήμα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

75      Πέμπτον, ενώ οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε σαφώς το έγγραφο που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεώς τους προσβάσεως, επιβάλλεται, αντιθέτως, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ορθώς αναφέρθηκε στο έγγραφο αυτό, τόσο στο πλαίσιο της αιτήσεώς της προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση, εκλαμβάνοντάς το ως την απάντηση την οποία το εν λόγω κράτος μέλος απηύθυνε στην Επιτροπή στις 7 Ιουλίου 2011 κατόπιν της αιτήσεως που έγινε στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

76      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή τήρησε τις υποχρεώσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 1049/2001 όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στη νομολογία του, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να διατείνονται ότι η Επιτροπή παρέβη ουσιώδη τύπο κατά την εξέταση της αιτήσεώς τους προσβάσεως.

77      Επομένως, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

–       Επί της προβαλλομένης αθετήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

78      Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν πλείονα επιχειρήματα προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι εξακρίβωσε μόνον επιφανειακώς την αιτιολογία που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς στήριξη της εναντιώσεώς της στην αίτηση προσβάσεως. Φρονούν ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούνταν να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση της εν λόγω αιτιολογίας και όφειλε να εξηγήσει, σε περίπτωση αρνήσεως, τον λόγο για τον οποίο η πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο θα έθιγε τη διάταξη που επικαλέστηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήτοι το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

79      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, με την αιτίαση αυτή, οι προσφεύγοντες εγείρουν το ζήτημα της φύσεως και της εκτάσεως του ελέγχου που πρέπει να πραγματοποιεί η Επιτροπή και της αιτιολογήσεως που πρέπει να προβάλλει όταν αποφασίζει να επικαλεστεί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις.

80      Συναφώς, οι προσφεύγοντες ορθώς προβάλλουν ότι το Δικαστήριο βεβαίωσε, κατ’ αρχήν, ότι, για να δικαιολογηθεί η άρνηση της προσβάσεως σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η δημοσιοποίηση, δεν αρκεί το έγγραφο αυτό να εμπίπτει σε δραστηριότητα απαριθμούμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει επίσης να επεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση του άρθρου αυτού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, Συλλογή 2010, σ. I‑5885, σκέψη 53· της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑8533, σκέψη 72, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, C‑514/11 P και C‑605/11 P, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 44).

81      Ωστόσο, παρατηρείται ότι η υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως η οποία απορρέει από την αρχή της διαφάνειας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην προπαρατεθείσα νομολογία, δεν ισχύει όταν η αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

82      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 53 και 55 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως αποφάσεως περί αρνήσεως της προσβάσεως, έπρεπε απλώς να διασφαλίσει, αφενός, ότι το οικείο κράτος μέλος στήριξε την εναντίωσή του στις ουσιαστικές εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και, αφετέρου, ότι αιτιολόγησε προσηκόντως την άποψή του επ’ αυτού.

83      Περαιτέρω, το Δικαστήριο διευκρίνισε, απαντώντας σε επιχειρήματα παρεμφερή με τα προβληθέντα από τους προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση, ότι δεν απόκειται στο επιληφθέν αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφο θεσμικό όργανο να εξετάσει εξαντλητικώς την απόφαση περί αρνήσεως του οικείου κράτους μέλους, προβαίνοντας σε έλεγχο βαίνοντα πέραν της απλής εξετάσεως της υπάρξεως αιτιολογίας αφορώσας τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001.

84      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξακρίβωσε ότι στην εναντίωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας γινόταν μνεία των ουσιαστικών εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και η εν λόγω άρνηση ήταν προσηκόντως αιτιολογημένη επ’ αυτού. Εξάλλου, επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι οι γερμανικές αρχές αντιτάχθηκαν στη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου στηριζόμενες στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, σχετικά με την προστασία των σκοπών έρευνας. Συναφώς, παρέθεσε κατά γράμμα το κείμενο της απαντήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στη συνέχεια, επισήμανε ότι οι διευκρινίσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας φαίνονται εκ πρώτης όψεως βάσιμες, όπως απαιτείται, κατά την άποψή της, από το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής. Τέλος, απάντησε στα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγοντες με την από 27 Σεπτεμβρίου 2011 αίτησή τους για επιβεβαιωτική απόφαση (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω) κατά της διαβουλεύσεως με τις γερμανικές αρχές.

85      Επομένως, η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της για ενδελεχή έλεγχο, τηρώντας το επίπεδο της εκτάσεως του ελέγχου που απαιτεί το Δικαστήριο με τη νομολογία του στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

86      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

87      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001

 Επιχειρήματα των διαδίκων

88      Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της ως προς τη μη ύπαρξη υπέρτερου συμφέροντος κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001. Επικουρικώς, θεωρούν ότι η Επιτροπή δεν στάθμισε ορθώς τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στην προκειμένη περίπτωση και, επομένως, αμφισβητούν το ότι κανένα υπέρτερο συμφέρον από αυτό της διαδικασίας EU Pilot δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου. Κατ’ ουσίαν, ισχυρίζονται ότι ο σκοπός της προστασίας της υγείας πρέπει να υπερισχύει του ιδιαιτέρου συμφέροντος της Επιτροπής προς εξακολούθηση της έρευνάς της.

89      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

90      Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 για να αποκλείσει την πρόσβαση σε ζητηθέντα έγγραφα, δεν αποκλείεται η δυνατότητα να αποδειχθεί ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων δυνάμει της τελευταίας περιόδου του άρθρου 4, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στη σκέψη 49 ανωτέρω νομολογία, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων την οποία θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 απαιτεί το οικείο θεσμικό όργανο και το κράτος μέλος να περιορίζονται στις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις των εν λόγω παραγράφων 1 έως 3, του άρθρου 4 του ιδίου κανονισμού, όπερ περιλαμβάνει κατ’ ανάγκη το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος.

91      Ωστόσο, κατά τη νομολογία, σε αυτόν που προβάλλει την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος απόκειται να επικαλεστεί με συγκεκριμένο τρόπο στοιχεία που να δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2012, C‑477/10 P, Επιτροπή κατά Agrofert Holding, σκέψη 68, και προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerk Ilmenau, σκέψη 62, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 103, και LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 94).

92      Περαιτέρω, η έκθεση αμιγώς γενικής φύσεως εκτιμήσεων δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατισχύει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση δημοσιοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 93).

93      Εξάλλου, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δύναται να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να διακρίνεται από τις αρχές που διέπουν τον κανονισμό 1049/2001 (βλ., συναφώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψεις 74 και 75, και LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 92).

94      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δεν δικαιολογούσε τη δημοσιοποίηση των εγγράφων βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, διότι ο καλύτερος τρόπος προασπίσεως του γενικού συμφέροντος εν προκειμένω ήταν η περάτωση της διαδικασίας EU Pilot με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κατά την Επιτροπή, η οποία επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, την αιτιολογία που προβλήθηκε συναφώς από τις γερμανικές αρχές με το από 19 Αυγούστου 2011 έγγραφό τους (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω, καθώς και σημεία 3 και 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τούτο θα καθιστούσε δυνατό να εξακριβωθεί αν πράγματι παραβιάστηκε το δίκαιο της Ένωσης υπό το πρίσμα των προβληθέντων από τους προσφεύγοντες πραγματικών περιστατικών με την καταγγελία τους κατά των γερμανικών αρχών.

95      Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής δεν ενέχει καμία πλάνη.

96      Συγκεκριμένα, πρώτον, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 94 ανωτέρω, η Επιτροπή αιτιολόγησε την κρίση της ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, δεν δικαιολογεί, εν προκειμένω, τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου. Συνεπώς, το επιχείρημα των προσφευγόντων το οποίο αντλείται από ελλιπή συναφώς αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν δύναται να ευδοκιμήσει.

97      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες, πέραν των γενικών επιχειρημάτων περί της ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας και το γεγονός ότι οι θεραπείες της ιδιωτικής κλινικής προκάλεσαν τον θάνατο πολλών ασθενών στη Γερμανία, δεν προβάλλουν συγκεκριμένους λόγους οι οποίοι θα δικαιολογούσαν, εν προκειμένω, τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου. Ειδικότερα, δεν εξηγούν σε ποιο βαθμό η δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού στους προσφεύγοντες, ήτοι της απαντήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στις ερωτήσεις που της απηύθυνε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας EU Pilot, εξυπηρετεί το συμφέρον της προστασίας της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, τονίζεται ότι, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στις σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω νομολογία, μολονότι κατά την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το θεσμικό όργανο που επικαλείται την εν λόγω εξαίρεση φέρει το βάρος της αποδείξεως, αντιθέτως, όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού αυτού, σε αυτούς που επικαλούνται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής περιόδου της εν λόγω διατάξεως, απόκειται να το αποδείξουν.

98      Τρίτον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα γενικά επιχειρήματα περί γενικού συμφέροντος για την προστασία της υγείας πρέπει να γίνουν δεκτά, η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στο συμφέρον αυτό. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν απόκειται στους προσφεύγοντες να αποδείξουν κατά πόσον οι γερμανικές αρχές έχουν τηρήσει το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων, τον κανονισμό 1394/2007, λαμβανομένου υπόψη του εκτεθέντος στην καταγγελία τους πραγματικού πλαισίου. Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι το δημόσιο συμφέρον να διερευνήσει η ίδια αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τήρησε το δίκαιο της Ένωσης αποτελούσε το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την προστασία της δημόσιας υγείας.

99      Τέταρτον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι το επίμαχο έγγραφο μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την αγωγή εξωσυμβατικής ευθύνης την οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να ασκήσουν ενώπιον των γερμανικών εθνικών δικαστηρίων. Κατ’ ουσίαν, η αίτηση των προσφευγόντων αποσκοπεί στη συλλογή αποδεικτικών εγγράφων προς στήριξη της αγωγής τους χρησιμοποιώντας προς τούτο την Επιτροπή και τις εξουσίες έρευνας που αυτή διαθέτει ως θεματοφύλακας της Συνθήκης ΛΕΕ. Ωστόσο, το συμφέρον των προσφευγόντων να προσκομίσουν αποδεικτικά έγγραφα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, αλλά πρόκειται για ιδιωτικό συμφέρον (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Agrofert Holding, σκέψη 86). Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή θα γίνει το μέσο για να επιτευχθεί η πρόσβαση σε αποδεικτικά μέσα η οποία άλλως είναι ανέφικτη.

100    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία ώθησαν τους προσφεύγοντες να προσφύγουν ενώπιον των γερμανικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων είναι προδήλως ατυχή και αποδοκιμαστέα, η Επιτροπή ορθώς τόνισε ότι οι προσφεύγοντες πρέπει να προσφύγουν ενώπιον της δικαιοσύνης ασκώντας τα ένδικα μέσα και τα μέσα συγκεντρώσεως αποδεικτικών στοιχείων που τους αναγνωρίζει η εθνική έννομη τάξη.

101    Πέμπτον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους επέτρεψε την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο, με γνώμονα το προβληθέν δημόσιο συμφέρον, ακόμα και μετά την περάτωση της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO.

102    Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑432/07, Γαλλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η περάτωση της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO επήλθε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

104    Εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείεται ότι, όπως προκύπτει, αφενός, από τη σκέψη 12 της προπαρατεθείσας αποφάσεως LPN κατά Επιτροπής και, αφετέρου, από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πλήρης ή μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αφορά η προκειμένη υπόθεση μπορεί να επιτραπεί στους προσφεύγοντες, καθόσον η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση παύσει να ισχύει κατόπιν της αρχειοθετήσεως της καταγγελίας εκ μέρους της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτει ότι τα εν λόγω έγγραφα καλύπτονται από άλλη εξαίρεση προβλεπόμενη στον εν λόγω κανονισμό. Ωστόσο, ένα τέτοιο ζήτημα θα ετίθετο μόνον αν υποβαλλόταν στην Επιτροπή νέα αίτηση προσβάσεως.

105    Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αθέτησε την υποχρέωση αιτιολογίας και δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001.

106    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001

 Επιχειρήματα των διαδίκων

107    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους για μερική πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο.

108    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

109    Κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο οποίος έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, και δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τούτο πρέπει να γίνεται με τη δέουσα σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το κείμενο του ίδιου του δικογράφου της προσφυγής (διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993, T‑85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑523, σκέψη 20, και της 11ης Ιουλίου 2005, T‑294/04, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2719, σκέψη 23).

110    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πέραν της αόριστης προβολής, στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής, λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 (βλ., μεταξύ άλλων, σημείο 91 του δικογράφου της προσφυγής), οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν καμία επιχειρηματολογία προς στήριξή του. Συγκεκριμένα, απλώς διατείνονται ότι «η Επιτροπή όφειλε να αναφέρει επακριβώς τον συντάκτη του επίμαχου κειμένου, τον όγκο του κειμένου αυτού καθώς και τα παραρτήματά του, τον αριθμό αναφοράς του, κ.λπ., ώστε να είναι δυνατό να προσδιοριστεί το εν λόγω κείμενο» και ότι «[ε]φόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί το [επίμαχο κείμενο] των “γερμανικών αρχών”, […] η διαδικασία δεν είναι δίκαιη».

111    Ωστόσο, καθόσον το επιχείρημα αυτό δεν έχει καμία σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 στην προκειμένη περίπτωση, αλλά αφορά μάλλον την υποχρέωση αιτιολογήσεως όπως εξετάστηκε στις σκέψεις 78 έως 86 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ως αλυσιτελές για τη στήριξη του παρόντος λόγου ακυρώσεως.

112    Εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί ότι ούτε τα προβληθέντα από τους προσφεύγοντες επιχειρήματα στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως μπορούν να εξεταστούν, καθόσον, μεταξύ άλλων, στηρίζονται σε στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως τα οποία ήσαν γνωστά κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2010, T‑474/08, Umbach κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 60).

113    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

114    Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

116    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.