Language of document : ECLI:EU:T:2018:476

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2018 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Υπολογισμός του δείκτη μοχλεύσεως – Άρνηση της ΕΚΤ να επιτρέψει στην προσφεύγουσα να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως τα ανοίγματα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις – Άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 – Διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ – Πλάνη περί το δίκαιο – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑745/16,

BPCE, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Gosset-Grainville, C. Renner και P. Kupka, στη συνέχεια από τους A. Gosset-Grainville, P. Kupka και M. Trabucchi, και τέλος από τους A. Gosset-Grainville και M. Trabucchi, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τους K. Lackhoff, R. Bax και G. Bassani, επικουρούμενους από τους H.-G. Kamann και F. Louis, δικηγόρους,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον S. Hartikainen,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως ECB/SSM/2016-9695005MSX1OYEMGDF46/195 της ΕΚΤ, της 24ης Αυγούστου 2016, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), και του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek (εισηγητή), πρόεδρο, E. Buttigieg, F. Schalin, B. Berke και J. Costeira, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Απριλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, BPCE, είναι ανώνυμη εταιρία του γαλλικού δικαίου, η οποία έχει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα. Ως σημαντική οντότητα, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), υπάγεται στην άμεση προληπτική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: ΕΚΤ).

2        Στις 4 Μαρτίου 2015 η προσφεύγουσα ζήτησε από την ΕΚΤ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6), την άδεια να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως τα ανοίγματα που συνίστανται στα ποσά τα οποία συνδέονται με ρυθμιζόμενα προϊόντα που εμπορεύεται η ίδια και τα οποία υποχρεούνταν όμως να μεταβιβάζει στο Caisse des dépôts et consignations (Ταμείο Καταθέσεων και Παρακαταθηκών, στο εξής: CDC), γαλλικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

3        Τα επίμαχα προϊόντα είναι ο λογαριασμός ταμιευτηρίου τύπου Α (livret A), που ρυθμίζεται από τα άρθρα L.221-1 έως L.221-9 του γαλλικού code monétaire et financier (νομισματικού και χρηματοοικονομικού κώδικα, στο εξής: CMF), ο λογαριασμός κοινωνικού ταμιευτηρίου (livret d’épargne populaire, στο εξής: LEP), που ρυθμίζεται από τα άρθρα L.221-13 έως L.221-17-2 του CMF, και ο λογαριασμός βιώσιμης και αλληλέγγυας αναπτύξεως (livret de développement durable et solidaire, στο εξής: LDD), που ρυθμίζεται από το άρθρο L.221-27 του CMF. Δυνάμει του άρθρου L.221-5 του CMF, μέρος από το συνολικό ποσό των καταθέσεων που συλλέγονται στο πλαίσιο του livret A και του LDD συγκεντρώνεται σε αποταμιευτικό λογαριασμό τον οποίο διαχειρίζεται το CDC. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον LEP, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου R.221-58 του CMF.

4        Στις 8 Ιουνίου 2016 η ΕΚΤ κοινοποίησε στην προσφεύγουσα σχέδιο αποφάσεως με την οποία αρνούνταν να της χορηγήσει τη ζητηθείσα παρέκκλιση.

5        Στις 8 Ιουλίου 2016, κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας, διεξήχθη τηλεδιάσκεψη με τους εκπροσώπους της ΕΚΤ.

6        Στις 24 Αυγούστου 2016 η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση ECB/SSM/2016-9695005MSX1OYEMGDF46/195, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 10 του κανονισμού 1024/2013 καθώς και του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

7        Με την απόφαση αυτή, η ΕΚΤ αρνήθηκε να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του εφαρμοζόμενου από την προσφεύγουσα δείκτη μοχλεύσεως τα ανοίγματα έναντι του CDC τα οποία συνίσταντο στο μέρος εκείνο των κατατεθειμένων στο πλαίσιο του livret A, του LDD και του LEP ποσών, το οποίο αυτή υποχρεούνταν να μεταβιβάσει στο CDC.

8        Πρώτον, η ΕΚΤ αναγνώρισε ότι συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες κατά το άρθρο 429, παράγραφος 14, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού 575/2013 προϋποθέσεις, καθόσον, καταρχάς, το CDC έπρεπε να χαρακτηριστεί ως οντότητα του δημόσιου τομέα, εν συνεχεία, ο χειρισμός των ανοιγμάτων στο CDC πραγματοποιούνταν για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, συμφώνως προς το άρθρο 116, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού και, τέλος, η προσφεύγουσα υποχρεούνταν να μεταβιβάζει στο CDC μέρος των αποταμιεύσεων που ήταν κατατεθειμένες στο πλαίσιο του livret A, του LDD και του LEP, με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδύσεων δημόσιου συμφέροντος. Η ΕΚΤ υπογράμμισε επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχαν όσον αφορά το μέρος εκείνο των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων για το οποίο δεν υφίστατο υποχρέωση μεταβιβάσεως στο CDC, ανεξαρτήτως των σκοπών της χρήσεώς του.

9        Δεύτερον, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι από το γράμμα του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 προκύπτει ότι διαθέτει διακριτική ευχέρεια βάσει της οποίας δύναται να εξαιρεί ή να μην εξαιρεί από τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως τα ανοίγματα που πληρούν τις προβλεπόμενες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις. Κατ’ ουσίαν, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι, ακόμη και όταν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, είναι δυνατόν να υφίστανται λόγοι προληπτικής εποπτείας δικαιολογούντες την απόρριψη αιτήματος παρεκκλίσεως βάσει της διατάξεως αυτής. Συναφώς, η ΕΚΤ αναφέρθηκε στον σκοπό της θεσπίσεως του δείκτη μοχλεύσεως, ο οποίος συνίσταται στην παροχή απλής και διαφανούς εικόνας του επιπέδου των ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος, η οποία δεν πρέπει να είναι σταθμισμένη βάσει του κινδύνου που ενέχουν τα διάφορα συστατικά στοιχεία των ανοιγμάτων αυτών, προκειμένου να αποτρέπεται η υπερβολική αύξηση των εν λόγω ανοιγμάτων σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος.

10      Τρίτον, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι τα ποσά που μεταβιβάζει η προσφεύγουσα στο CDC εξακολουθούν να αποτελούν ανοίγματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του εφαρμοζόμενου από αυτή δείκτη μοχλεύσεως. Η ΕΚΤ στήριξε την εκτίμηση αυτή σε αιτιολογία που περιλαμβάνει τρία σημεία. Το πρώτο σημείο, το οποίο η ΕΚΤ χαρακτήρισε «πρώτη ένδειξη», αφορά τη λογιστική μεταχείριση των συλλεγεισών αποταμιεύσεων. Από το γεγονός ότι οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις εμφανίζονται στο παθητικό του ισολογισμού της προσφεύγουσας και τα μεταβιβαζόμενα στο CDC ποσά στο ενεργητικό του ισολογισμού της, η ΕΚΤ συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να είναι υπεύθυνη για το άνοιγμα που συνίστατο στις συλλεγείσες αποταμιεύσεις, περιλαμβανομένων των μεταβιβαζόμενων στο CDC ποσών. Η ΕΚΤ προσέθεσε ότι η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να διασφαλίζει τη διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων που συνδέονται με τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις. Το δεύτερο σημείο αφορά [εμπιστευτικό] (1). Το τρίτο σημείο αφορά την ύπαρξη ορισμένης χρονικής περιόδου που μεσολαβεί μεταξύ της προσαρμογής των θέσεων της προσφεύγουσας και της προσαρμογής των θέσεων του CDC για αντισταθμιστικούς σκοπούς. Η ΕΚΤ εκτίμησε ότι, κατά την περίοδο αυτή, η προσφεύγουσα ενδέχεται να αναγκαστεί να προβεί σε εκποίηση έναντι πολύ χαμηλής τιμής στοιχείων του ενεργητικού, εν αναμονή της μεταβιβάσεως κεφαλαίων από το CDC. Εν κατακλείδι, η ΕΚΤ συνήγαγε από την αιτιολογία αυτή ότι ο μηχανισμός μεταβιβάσεως από το CDC στην προσφεύγουσα ήταν ατελής και προκαλούσε ανησυχίες από άποψη προληπτικής εποπτείας, οι οποίες δικαιολογούσαν την απόρριψη του αιτήματός της.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2017, η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ. Με διάταξη της 2ας Μαΐου 2017, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ και έκανε δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι της παρεμβαίνουσας.

13      Στις 13 Ιουνίου 2017 η Δημοκρατία της Φινλανδίας υπέβαλε υπόμνημα παρεμβάσεως. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επ’ αυτού εμπροθέσμως. Η ΕΚΤ δεν κατέθεσε παρατηρήσεις.

14      Κατόπιν προτάσεως του δεύτερου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

15      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Απριλίου 2018.

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

18      Η ΕΚΤ και η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κυρίως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο. Με τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει, αντιστοίχως, πλάνη περί το δίκαιο, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανεπαρκή αιτιολογία.

20      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΕΚΤ ότι αναγνώρισε ότι διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, ενώ η ΕΚΤ δεν διαθέτει τέτοια διακριτική ευχέρεια.

21      Όσον αφορά τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι κοινό στοιχείο τους είναι ότι βάλλουν κατά της νομιμότητας της ασκήσεως από την ΕΚΤ της διακριτικής ευχέρειάς της, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ διαθέτει όντως τέτοια διακριτική ευχέρεια. Πρέπει, συνεπώς, να συνεξεταστούν.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα της ΕΚΤ να ασκήσει διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013

22      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η ΕΚΤ υπερέβη, κατά παράβαση των κανόνων περί κατανομής των εξουσιών εντός της συνταγματικής τάξεως της Ένωσης, τις εξουσίες που της αναγνωρίζει το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 αναγνωρίζοντας ότι διαθέτει διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθόρισε με λεπτομερή και σαφή τρόπο τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση της προβλεπόμενης με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 παρεκκλίσεως και, επομένως, άσκησε πλήρως τη διακριτική της ευχέρεια. Επισημαίνει ότι ο νομοθέτης ανέθεσε στην Επιτροπή την εξουσία τροποποιήσεως του μέτρου του συνολικού ανοίγματος για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως και ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αναθέσει περαιτέρω τη δική της διακριτική ευχέρεια, ειδάλλως στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 290 ΣΛΕΕ ή της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (9/56, EU:C:1958:7). Εξ αυτού η προσφεύγουσα συνάγει ότι το γράμμα του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναγνωρίζει στην ΕΚΤ διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εκτίμηση της σκοπιμότητας χορηγήσεως ή μη της ζητηθείσας παρεκκλίσεως, όταν πληρούνται οι προβλεπόμενες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις.

23      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Προκαταρκτικώς, η ΕΚΤ τρέφει αμφιβολίες ως προς το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας να προβάλει τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως. Εν πάση περιπτώσει, η ΕΚΤ φρονεί ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

24      Όσον αφορά το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι το επιχείρημα αυτό έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ως προς το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, το οποίο θεσπίστηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/62 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 37). Εξ αυτού η ΕΚΤ συνάγει, κατ’ ουσίαν, ότι εάν ήθελε γίνει δεκτή τέτοια ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να τύχει οποιασδήποτε παρεκκλίσεως κατά τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεώς της.

25      Εντούτοις, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν έχει αυτή την έννοια. Όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζει απλώς ότι το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναθέτει στην ΕΚΤ δέσμια αρμοδιότητα και όχι διακριτική ευχέρεια, χωρίς όμως να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, κατά της εν λόγω διατάξεως. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το κύρος της διατάξεως αυτής, αλλά επικεντρώνει την επιχειρηματολογία της μόνο στην ερμηνεία της.

26      Όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η αρμοδιότητα της ΕΚΤ προς έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρέει από τον κανονισμό 1024/2013, η δε έκταση των εξουσιών της καθορίζεται από το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

27      Όσον αφορά την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, ανατίθεται στην ΕΚΤ το καθήκον να «διασφαλίζει συμμόρφωση προς τις πράξεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4, παράγραφος 3, διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς των ιδίων κεφαλαίων, της τιτλοποίησης, των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της ρευστότητας, της μόχλευσης, καθώς και απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσίευσης πληροφοριών σχετικά με τα εν λόγω θέματα». Επιπλέον, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είναι σημαντική οντότητα, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013, το καθήκον αυτό ασκείται απευθείας από την ΕΚΤ και όχι από τις εθνικές αρχές στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2017:337, σκέψη 63).

28      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013, «[γ]ια τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία [της Ένωσης]». Στην οικεία νομοθεσία περιλαμβάνεται ο κανονισμός 575/2013.

29      Όσον αφορά την έκταση των εξουσιών της ΕΚΤ στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, διάταξη η οποία προστέθηκε στον εν λόγω κανονισμό με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/62, στη διάταξη αυτή διευκρινίζεται ότι «[ο]ι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε κάποιο ίδρυμα να εξαιρεί από το μέτρο του ανοίγματος τα ανοίγματα που ικανοποιούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πρόκειται για ανοίγματα σε οντότητα του δημόσιου τομέα· β) ο χειρισμός τους πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 4· γ) προκύπτουν από καταθέσεις που το ίδρυμα υποχρεούται εκ του νόμου να μεταβιβάσει στην οντότητα του δημόσιου τομέα η οποία αναφέρεται στο στοιχείο αʹ για τους σκοπούς της χρηματοδότησης επενδύσεων δημοσίου συμφέροντος».

30      Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως θα πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στις αρμόδιες αρχές –και, κατά συνέπεια, στην ΕΚΤ– τη διακριτική ευχέρεια να αρνούνται τη χορήγηση παρεκκλίσεως, έστω και αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, ή, αντιθέτως, ότι αναθέτει στην ΕΚΤ δέσμια αρμοδιότητα η οποία επιβάλλει τη χορήγηση της παρεκκλίσεως, όταν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις.

31      Η προσφεύγουσα θεμελιώνει την εκ μέρους της ερμηνεία του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 στην παραδοχή ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να παράσχει στις αρμόδιες αρχές διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της εφαρμογής της συγκεκριμένης διατάξεως, υποστηρίζει δε ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να την καθιστά σύμφωνη προς τη Συνθήκη.

32      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να συνάδουν προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2007, Schutzverband der Spirituosen-Industrie, C‑457/05, EU:C:2007:576, σκέψη 22· της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 174, και της 25ης Νοεμβρίου 2009, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑376/07, EU:T:2009:467, σκέψη 22).

33      Εντούτοις, όπως επιβεβαιώνεται από τη χρήση στη μνημονευόμενη στη σκέψη 32 ανωτέρω νομολογία, της φράσεως «στο μέτρο του δυνατού», η νομολογία αυτή τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση διατάξεως της οποίας το νόημα είναι σαφές και μη διφορούμενο, οπότε δεν χρήζει ερμηνείας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2009, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑376/07, EU:T:2009:467, σκέψη 22). Σε αντίθετη περίπτωση, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας των πράξεων παράγωγου δικαίου της Ένωσης θα μπορούσε να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία της διατάξεως αυτής, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 17ης Ιουλίου 2015, EEB κατά Επιτροπής, T‑685/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:560, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όσον αφορά διάταξη της οποίας το νόημα είναι σαφές και μη διφορούμενο, το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση παρεμπίπτουσας αμφισβητήσεως της νομιμότητας της διατάξεως αυτής κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, οφείλει μόνο να ελέγξει ότι αυτή συνάδει προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

34      Εντούτοις, όπως εξηγήθηκε στη σκέψη 25 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας σε σχέση με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

35      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το νόημα του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 είναι σαφές και μη διφορούμενο ή αν, αντιθέτως, μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να συνάδει προς τις διατάξεις της Συνθήκης και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, μόνον εφόσον συντρέχει η δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να εξακριβωθεί αν, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να παράσχει στις αρμόδιες αρχές διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, με αποτέλεσμα το άρθρο αυτό να πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στις εν λόγω αρχές δέσμια αρμοδιότητα.

36      Προκειμένου να προσδιοριστεί το ακριβές περιεχόμενο του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο το γράμμα του, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η διατύπωση κατά την οποία οι «αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε κάποιο ίδρυμα να εξαιρεί από το μέτρο του ανοίγματος τα ανοίγματα που ικανοποιούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις» υποδηλώνει κατ’ ανάγκη ότι η διάταξη αυτή εν μέρει επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές δέσμια αρμοδιότητα και εν μέρει τους παρέχει διακριτική ευχέρεια.

38      Αφενός, το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 προβλέπει τρεις προϋποθέσεις οι οποίες δεσμεύουν τις αρμόδιες αρχές. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούν νομίμως να χορηγήσουν παρέκκλιση εάν δεν συντρέχουν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, έχουν δέσμια αρμοδιότητα και οφείλουν να αρνηθούν να χορηγήσουν παρέκκλιση βάσει της διατάξεως αυτής.

39      Αφετέρου, στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές «δύνανται», ήτοι έχουν τη δυνατότητα, να χορηγήσουν παρέκκλιση. Η μνεία στη δυνατότητα αυτή συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να χορηγήσουν ή να μη χορηγήσουν την παρέκκλιση. Επομένως, διαθέτουν συναφώς διακριτική ευχέρεια.

40      Ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 έχει σαφή και μη διφορούμενη διατύπωση από την οποία προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες κατ’ αυτήν προϋποθέσεις.

41      Το συμπέρασμα αυτό συνάδει επίσης προς τη συστηματική και την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

42      Όσον αφορά τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, επισημαίνεται ότι η άσκηση διακριτικής ευχέρειας αποτελεί έναν εκ των τριών τρόπων εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπονται με τον κανονισμό αυτό.

43      Συγκεκριμένα, από την εν γένει οικονομία του κανονισμού 575/2013 προκύπτει ότι αυτός συγχρόνως προβλέπει παρεκκλίσεις εφαρμοζόμενες αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να είναι αναγκαία κάποια ενέργεια των αρμόδιων αρχών, όπως η προβλεπόμενη με το άρθρο 429, παράγραφος 13, του εν λόγω κανονισμού παρέκκλιση, παρεκκλίσεις που συνεπάγονται ορισμένη ενέργεια των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας, όπως η προβλεπόμενη με το άρθρο 78, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού παρέκκλιση, ή ακόμη παρεκκλίσεις που συνεπάγονται την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από τις εν λόγω αρχές. Εκτός από το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, στις υπαγόμενες στην τρίτη αυτή κατηγορία παρεκκλίσεις περιλαμβάνεται το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, T‑712/15, EU:T:2017:900, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, σκέψεις 67 και 68).

44      Όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, στο μέτρο που αυτό αφορά το ενδεχόμενο εξαιρέσεως ορισμένων ανοιγμάτων από τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων, κρίσιμοι είναι τόσο οι σκοποί που επιδιώκονται με τη θέσπιση δείκτη μοχλεύσεως όσο και εκείνοι στους οποίους ανταποκρίνεται ειδικώς το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

45      Όσον αφορά, πρώτον, τους σκοπούς που επιδιώκονται διά της θεσπίσεως δείκτη μοχλεύσεως, με υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να δημοσιεύουν τον δείκτη μοχλεύσεώς τους και, ενδεχομένως, μακροπρόθεσμα, να τηρούν ορισμένα επίπεδα δείκτη μοχλεύσεως, από την αιτιολογική σκέψη 90 του κανονισμού 575/2013 προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αποθαρρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα από τη δημιουργία υπερβολικών μοχλεύσεων. Από την αιτιολογική αυτή σκέψη και από τους ορισμούς που παρατίθενται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 93 και 94, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι η υπερβολική μόχλευση αφορά την κατάσταση στην οποία το πιστωτικό ίδρυμα χρηματοδοτεί ένα πολύ σημαντικό μέρος των επενδύσεών του με δανεισμό παρά με ίδια κεφάλαια. Υφίσταται τότε κίνδυνος να μη διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα επαρκή ίδια κεφάλαια για να ανταποκριθεί στα αιτήματα εξοφλήσεως των οφειλών του και να πρέπει να προβεί σε υπό πίεση πώληση μέρους των στοιχείων ενεργητικού του. Οι αρνητικές συνέπειες αυτής της υπό πίεση μειώσεως του επιπέδου μοχλεύσεως κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσεως επεξηγήθηκαν, στην αιτιολογική σκέψη 90 του κανονισμού 575/2013, ως εξής: «[τ]ο γεγονός αυτό αύξησε τις καθοδικές πιέσεις στις τιμές των στοιχείων ενεργητικού, προκαλώντας περαιτέρω ζημίες για τα ιδρύματα, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε περαιτέρω μειώσεις των ιδίων κεφαλαίων τους[· τ]ο τελικό αποτέλεσμα αυτής της αρνητικής αλληλουχίας ήταν η μείωση της διαθεσιμότητας πιστώσεων στην πραγματική οικονομία και μια βαθύτερη και διαρκέστερη κρίση».

46      Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός του δείκτη μοχλεύσεως είναι να καθιστά δυνατή την εκτίμηση του επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων ενός πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τα ανοίγματά του, ανεξάρτητα από τη συνεκτίμηση του επιπέδου κινδύνου που συνεπάγεται καθένα από τα ανοίγματα αυτά. Τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 91 του κανονισμού 575/2013, στην οποία διευκρινίζεται ότι «απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κινδύνων […] δεν επαρκούν για να αποτρέψουν την ανάληψη υπερβολικού και μη βιώσιμου κινδύνου μόχλευσης από τα ιδρύματα», καθώς και από τις εργασίες της επιτροπής της Βασιλείας, στις οποίες παραπέμπουν οι αιτιολογικές σκέψεις 92 και 93 του κανονισμού 575/2013. Συγκεκριμένα, στο έγγραφο της επιτροπής της Βασιλείας σχετικά με τις συμφωνίες της Βασιλείας III, το οποίο προσαρτάται στο υπόμνημα αντικρούσεως, επισημαίνεται ότι ο δείκτης μοχλεύσεως θα είναι «απλός, διαφανής δείκτης, ο οποίος δεν θα βασίζεται στον κίνδυνο και θα διαμορφώνεται έτσι ώστε να συμπληρώνει κατά τρόπο αξιόπιστο τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο». Η μη στάθμιση του δείκτη μοχλεύσεως με βάση τον κίνδυνο προκύπτει επίσης από την παρουσίαση της μεθοδολογίας υπολογισμού του, όπως αυτή περιλαμβάνεται στο άρθρο 429, παράγραφος 2, του κανονισμού 575/2013. Στη διάταξη αυτή διευκρινίζεται ότι ο δείκτης μοχλεύσεως υπολογίζεται «ως το μέτρο κεφαλαίου ενός ιδρύματος προς το μέτρο συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος αυτού και εκφράζεται ως ποσοστό». Δεν γίνεται μνεία σε οποιαδήποτε στάθμιση αναλόγως του επιπέδου κινδύνου των ανοιγμάτων.

47      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο σκοπός αυτός δεν είναι απόλυτος, δεδομένου ότι ο κανονισμός 575/2013 λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο να αντικατοπτρίζεται το ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ κινδύνου ορισμένων ανοιγμάτων στον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων.

48      Η διαπίστωση αυτή προκύπτει, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 95 του κανονισμού 575/2013, με την οποία διευκρινίζεται ότι, «[κ]ατά την εξέταση των επιπτώσεων του δείκτη μόχλευσης σε διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε επιχειρηματικά μοντέλα που θεωρείται ότι ενέχουν χαμηλό κίνδυνο, όπως είναι ο ενυπόθηκος δανεισμός και ο ειδικός δανεισμός με περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές ή οντότητες του δημοσίου τομέα». Η πρόθεση αυτή εξειδικεύεται με το άρθρο 511 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Μόχλευση», από το οποίο προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η έκθεση την οποία οφείλει να υποβάλει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) στην Επιτροπή, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να προτείνει στον νομοθέτη να καταστήσει υποχρεωτικά ορισμένα κατάλληλα επίπεδα δείκτη μοχλεύσεως, πρέπει να περιλαμβάνει «τον προσδιορισμό επιχειρηματικών μοντέλων όπου να αντικατοπτρίζεται το συνολικό προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων και τη θέσπιση διαφοροποιημένων επιπέδων του δείκτη μόχλευσης για τα επιχειρηματικά μοντέλα αυτά».

49      Η ως άνω διαπίστωση προκύπτει, αφετέρου, από την προσθήκη, με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/62, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 456, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 575/2013, στον ίδιο αυτό κανονισμό, της διατάξεως του άρθρου 429, παράγραφος 14, που προβλέπει τη δυνατότητα εξαιρέσεως ορισμένων ανοιγμάτων από τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως.

50      Όσον αφορά, δεύτερον, τους σκοπούς που επιδιώκονται με την προσθήκη της διατάξεως του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 στον κανονισμό αυτό, επισημαίνεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/62, οι τροποποιήσεις που επιφέρει ο κανονισμός αυτός «θα πρέπει να οδηγήσουν σε βελτίωση της συγκρισιμότητας του δείκτη μόχλευσης που κοινοποιούν τα ιδρύματα και θα πρέπει να βοηθήσει να αποφευχθεί η παραπλάνηση των συμμετεχόντων στην αγορά ως προς την πραγματική μόχλευση των ιδρυμάτων».

51      Από το γράμμα του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις. Καταρχάς, τα ανοίγματα που είναι δυνατόν να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως πρέπει να είναι ανοίγματα έναντι οντότητας του δημόσιου τομέα. Εν συνεχεία, ο χειρισμός τους πρέπει να πραγματοποιείται συμφώνως προς το άρθρο 116, παράγραφος 4, του κανονισμού 575/2013. Τέλος, τα εν λόγω ανοίγματα πρέπει να απορρέουν από καταθέσεις τις οποίες το ίδρυμα υποχρεούται εκ του νόμου να μεταβιβάσει στην εν λόγω οντότητα του δημόσιου τομέα με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδύσεων δημόσιου συμφέροντος.

52      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την παρέκκλιση αυτή, η Επιτροπή προέβλεψε, με την έγκριση του νομοθέτη, τη δυνατότητα να μη λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως και, επομένως, να μπορούν να εξαιρούνται από τον υπολογισμό αυτό τα ανοίγματα πιστωτικού ιδρύματος έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα τα οποία, λόγω κρατικής εγγυήσεως, εμφανίζουν το ίδιο χαμηλό επίπεδο κινδύνου με τα ανοίγματα έναντι του οικείου κράτους και τα οποία δεν συνιστούν επενδυτική επιλογή εκ μέρους του ιδρύματος αυτού –υπό την έννοια ότι το πιστωτικό ίδρυμα υπέχει υποχρέωση μεταβιβάσεως των σχετικών ποσών.

53      Συγκεκριμένα, το άρθρο 116, παράγραφος 4, του κανονισμού 575/2013 προβλέπει ότι, «[σ]ε εξαιρετικές περιστάσεις, τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης, περιφερειακής κυβέρνησης ή τοπικής αρχής στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύουν αυτές, εφόσον κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών της δικαιοδοσίας αυτής δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών και εκείνων των ανοιγμάτων, καθόσον τα πρώτα είναι δεόντως εγγυημένα από την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή». Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 114, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, στο οποίο διευκρινίζεται ότι «[σ]τα ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούμενα στο εθνικό νόμισμα της εν λόγω κεντρικής κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %». Επομένως, το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 αφορά μόνο ανοίγματα επί των οποίων, κατά την εφαρμογή της τυποποιημένης προσεγγίσεως υπολογισμού των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, εφαρμόζεται συντελεστής σταθμίσεως κινδύνου 0 %.

54      Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 συνεπάγεται τον συγκερασμό δύο σκοπών: αφενός, τη συμμόρφωση προς τη λογική του δείκτη μοχλεύσεως, κατά την οποία ο υπολογισμός του δείκτη αυτού περιλαμβάνει το μέτρο του συνολικού ανοίγματος του πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς στάθμιση αναλόγως του κινδύνου, και, αφετέρου, τη συνεκτίμηση του σκοπού της Επιτροπής, όπως εγκρίθηκε από τον νομοθέτη, κατά τον οποίο ορισμένα ανοίγματα που εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ κινδύνου και δεν απορρέουν από επενδυτική επιλογή του πιστωτικού ιδρύματος είναι, κατά περίπτωση, δυνατόν να μη χρειάζεται να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως και να μπορούν να εξαιρεθούν από τον εν λόγω υπολογισμό.

55      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 παρέχει σε αυτές τη δυνατότητα να προβαίνουν σε στάθμιση των δύο αυτών σκοπών λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιπτώσεως.

56      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στις αρμόδιες αρχές διακριτική ευχέρεια προκειμένου να αρνούνται τη χορήγηση της παρεκκλίσεως που αυτό θεσπίζει, ακόμη και όταν συντρέχουν οι προβλεπόμενες κατά το εν λόγω άρθρο προϋποθέσεις.

57      Δεδομένου του σαφούς και μη διφορούμενου νοήματος του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμφωνης προς το πρωτογενές δίκαιο ερμηνείας, όπως ζητεί η προσφεύγουσα. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να παράσχει στις αρμόδιες αρχές –και, κατά συνέπεια, στην ΕΚΤ– διακριτική ευχέρεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, θα ήταν δε λυσιτελή μόνο στο πλαίσιο τυχόν παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, διενεργούμενου δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

58      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της ασκήσεως από την ΕΚΤ της διακριτικής της ευχέρειας

59      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η ΕΚΤ κατέστησε το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι η συλλογιστική που εφάρμοσε στην προσβαλλόμενη απόφαση έχει, καταρχήν, ως αποτέλεσμα να μην μπορούν τα προβλεπόμενα στο πλαίσιο του συστήματος των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων ανοίγματα έναντι του CDC να τύχουν της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η αιτιολογία που αντλείται από την ύπαρξη ορισμένης χρονικής περιόδου που μεσολαβεί μεταξύ της περιόδου προσαρμογής των θέσεων της προσφεύγουσας και εκείνης των θέσεων του CDC είναι προδήλως εσφαλμένη. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΕΚΤ ότι, στο πλαίσιο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραβίασε ορισμένες γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

60      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, φρονεί ότι οι τρεις αυτοί λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν. Υπενθυμίζει τα όρια εντός των οποίων το Γενικό Δικαστήριο δύναται να ελέγχει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και προσθέτει ότι το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, δεδομένου ότι συνιστά εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Εκ των ανωτέρω η ΕΚΤ συνάγει, κατ’ ουσίαν, ότι, για την ερμηνεία του άρθρου 429, παράγραφος 14, του εν λόγω κανονισμού, κρίσιμοι είναι οι γενικοί σκοποί του κανονισμού αυτού οι οποίοι αφορούν τον δείκτη μοχλεύσεως και όχι οι ειδικοί σκοποί της συγκεκριμένης διατάξεως. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι ο σκοπός του δείκτη μοχλεύσεως επιβάλλει όπως αυτός καθορίζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε στάθμιση κινδύνου.

61      Αντικρούοντας το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι δεν κατέστησε την προβλεπόμενη με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 παρέκκλιση άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, καθόσον ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Προσθέτει ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά μόνο το γαλλικό σύστημα ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων και ότι δεν αποκλείεται να τύχει εφαρμογής και σε άλλες περιπτώσεις. Τέλος, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι, από την αιτιολογική σκέψη 95 του κανονισμού 575/2013 προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις τράπεζες με ιδιαίτερο επιχειρηματικό μοντέλο και όχι να εξαιρεθούν ορισμένα προϊόντα.

62      Αντικρούοντας το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η ΕΚΤ υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η περίοδος προσαρμογής των αντίστοιχων θέσεων της προσφεύγουσας και του CDC δημιουργεί κίνδυνο πρόσθετης μοχλεύσεως. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να απευθυνθεί στο CDC κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η προσφεύγουσα, σε περίπτωση αναλήψεων από τις συλλεγείσες αποταμιεύσεις, ενδέχεται να αναγκαστεί να μειώσει τη μόχλευσή της μέσω δυνητικών αναγκαστικών εκποιήσεων, οι οποίες θα συνεπάγονται σημαντικές απώλειες για αυτήν. Η ΕΚΤ προσθέτει ότι, μολονότι ο κίνδυνος υπερβολικής μοχλεύσεως αρχίζει να εκδηλώνεται μέσω μιας ελλείψεως ρευστότητας, διαφέρει από αυτήν καθόσον έχει ως βάση του τη σχετική σημασία των χρηματοδοτούμενων μέσω δανεισμού ανοιγμάτων σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος. Συναφώς, η ΕΚΤ αντικρούει το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται συνοχή μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως [εμπιστευτικό]. Η ΕΚΤ προσθέτει ότι ο δείκτης μοχλεύσεως έχει ως σκοπό να αποτρέψει την κατάσταση στην οποία οι πηγές χρηματοδοτήσεως του πιστωτικού ιδρύματος είναι υπερβολικά στραμμένες προς τον δανεισμό και συνιστά το «ύστατο εποπτικό δίχτυ ασφάλειας».

63      Αντικρούοντας το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ανακριβή ή ελλιπή διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Η ΕΚΤ προσθέτει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προφανώς οφείλεται σε σύγχυση μεταξύ παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως και πλάνης εκτιμήσεως και παραπέμπει στα επιχειρήματά της κατά τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει καμιά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η εξομοίωση των ανοιγμάτων έναντι του CDC με ανοίγματα έναντι του Γαλλικού Δημοσίου και η εφαρμογή επ’ αυτών συντελεστή κινδύνου 0 % για τους σκοπούς υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων δεν ασκούν επιρροή στον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως, και επεξηγεί ότι απλώς υπογράμμισε ότι τα ανοίγματα έναντι του CDC δεν διαφέρουν από τα λοιπά ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα και των κεντρικών κυβερνήσεων και ότι, από την άποψη αυτή, τίποτε δεν δικαιολογεί την εξαίρεσή τους από τον υπολογισμό του εν λόγω δείκτη. Η ΕΚΤ υπογραμμίζει επίσης ότι το επιχείρημα κατά το οποίο το σύστημα ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων συνιστά «ασφαλές καταφύγιο» σε περίπτωση εντάσεως ή κρίσεως είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι τα κράτη εκτίθενται σε κίνδυνο φερεγγυότητας και ότι οι αγορές μπορούν να παύσουν να έχουν εμπιστοσύνη σε επενδύσεις που θεωρούνται συνήθως πολύ ασφαλείς.

64      Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 8 έως 10 ανωτέρω, η ΕΚΤ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αρνήθηκε να χορηγήσει τη ζητηθείσα παρέκκλιση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013. Η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι τα ποσά που μεταβιβάζει η προσφεύγουσα στο CDC εξακολουθούν να αποτελούν ανοίγματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως, καθόσον το σύστημα ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων στηρίζεται σε ατελή μηχανισμό μεταβιβάσεως, ο οποίος καταλείπει στην προσφεύγουσα τον κίνδυνο που συνδέεται με τον δείκτη μοχλεύσεως. Προκειμένου να συναγάγει το συμπέρασμα αυτό, η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε αιτιολογία που περιλαμβάνει τρία σημεία εκ των οποίων το πρώτο αφορά τη λογιστική μεταχείριση των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων, η οποία καταδεικνύει ότι η προσφεύγουσα παραμένει υπεύθυνη για το σύνολο του ανοίγματος που συνίσταται στις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις, περιλαμβανομένων των ποσών που μεταβιβάζει στο CDC, το δεύτερο [εμπιστευτικό] και το τρίτο την ύπαρξη ορισμένης περιόδου που μεσολαβεί μεταξύ της προσαρμογής των θέσεων της προσφεύγουσας και της προσαρμογής των θέσεων του CDC.

65      Στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα των σημείων αυτών της αιτιολογίας.

66      Στο μέτρο που, για τους λόγους που επεξηγούνται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η ΕΚΤ διαθέτει διακριτική ευχέρεια και, κατά συνέπεια, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίζει αν θα χορηγήσει ή όχι την προβλεπόμενη κατά το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 παρέκκλιση, ο δικαστικός έλεγχος που οφείλει να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο επί του βασίμου της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση της εκτιμήσεως της ΕΚΤ με τη δική του, αλλά σκοπό έχει να ελεγχθεί αν η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε αναληθή πραγματικά περιστατικά, ενέχει πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, CEEES και Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, T‑342/11, EU:T:2014:60, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Εντούτοις, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα διαθέτουν τέτοια εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, προς την οποία συναρτάται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Εσθονίας, C‑505/09 P, EU:C:2012:179, σκέψη 95).

 Επί της νομιμότητας της παρατιθεμένης στο σημείο 2.3.3, υπό i και ii, της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογίας

68      Στο σημείο 2.3.3, υπό i, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΕΚΤ στήριξε την επιλογή της να αρνηθεί τη ζητηθείσα παρέκκλιση στην αιτιολογία ότι η λογιστική μεταχείριση των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων συνιστά μια πρώτη ένδειξη του ότι η προσφεύγουσα παραμένει υπεύθυνη για τα ανοίγματα έναντι του CDC. Συναφώς, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις εγγράφονται στο παθητικό του ισολογισμού της προσφεύγουσας και ότι τα ανοίγματα έναντι του CDC εμφανίζονται στο ενεργητικό του ισολογισμού αυτού. Επιπλέον, η ΕΚΤ παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα ήταν υπεύθυνη για τη διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων που συνδέονται με τη συλλογή των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων.

69      Με τα δικόγραφά της, η ΕΚΤ υπενθυμίζει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η λογιστική μεταχείριση των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων χρησιμοποιήθηκε μόνο ως μια «πρώτη ένδειξη» του ότι η προσφεύγουσα παραμένει υπεύθυνη για τα ανοίγματα έναντι του CDC και προσθέτει ότι δεν στηρίχθηκε στο στοιχείο αυτό για να αρνηθεί τη ζητηθείσα παρέκκλιση. Εντούτοις, από την όλη οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις που παρατίθενται στο σημείο 2.3.3, υπό i, της εν λόγω αποφάσεως συνιστούν μία από τις πτυχές της αιτιολογίας στις οποίες στηρίχθηκε η ΕΚΤ για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ποσά που μεταβιβάζει η προσφεύγουσα στο CDC εξακολουθούν να αποτελούν ανοίγματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του εφαρμοζόμενου από αυτήν δείκτη μοχλεύσεως. Επομένως, θα πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα του σημείου αυτού της αιτιολογίας.

70      Στο σημείο 2.3.3, υπό ii, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι η προσφεύγουσα [εμπιστευτικό]. Η ΕΚΤ προσέθεσε ότι τόσο ο όγκος των ανοιγμάτων έναντι του CDC όσο και το γεγονός ότι τα ανοίγματα αυτά είναι δυνατόν να μη ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο άλλων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας δικαιολογούν τη συνεκτίμησή τους κατά τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως.

71      Επομένως, με το σημείο αυτό της αιτιολογίας, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι τα ανοίγματα έναντι του CDC έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι [εμπιστευτικό].

72      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μόνη περίπτωση, που μνημονεύεται ως παράδειγμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία το CDC δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά στην προσφεύγουσα είναι εκείνη της αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου. Ερωτηθείσα επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΚΤ επιβεβαίωσε ότι αυτή ήταν η μόνη περίπτωση στην οποία στηρίχθηκε.

73      Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΕΚΤ ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθιστώντας το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

74      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι η ΕΚΤ δύναται, στο πλαίσιο της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζει το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, να χορηγήσει ή να μη χορηγήσει την προβλεπόμενη με τη διάταξη αυτή παρέκκλιση, η εξουσία αυτή ασκείται με την επιφύλαξη της τηρήσεως των σκοπών που επιδιώκει η παρέκκλιση αυτή και της διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Nemec, C‑256/15, EU:C:2016:954, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75      Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 44 έως 55 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σκοπός του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 είναι να παράσχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να σταθμίζουν, αφενός, τη λογική του δείκτη μοχλεύσεως, κατά την οποία το μέτρο του επιπέδου ανοίγματος του πιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο που ενέχουν τα ανοίγματα του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, και, αφετέρου, το ενδεχόμενο ορισμένα ανοίγματα τα οποία εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ κινδύνου και δεν απορρέουν από επενδυτική επιλογή του πιστωτικού ιδρύματος να μην είναι κρίσιμα για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως και να μπορούν να εξαιρεθούν από αυτόν.

76      Εκ των ανωτέρω συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι η ΕΚΤ δεν δύναται να στηρίζεται σε αιτιολογία που καθιστά σχεδόν ανεφάρμοστη στην πράξη την παρεχόμενη από το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 δυνατότητα, ειδάλλως η διάταξη αυτή θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και δεν θα λαμβάνονταν υπόψη οι σκοποί που υπαγόρευσαν τη θέσπισή της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Stichting Centraal Begeleidingsorgaan voor de Intercollegiale Toetsing, C‑407/07, EU:C:2008:713, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Όσον αφορά την παρατιθέμενη στο σημείο 2.3.3, υπό i, της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με αυτή, η ΕΚΤ αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 επί των ανοιγμάτων της προσφεύγουσας έναντι του CDC, στηριζόμενη σε εκτιμήσεις που είναι σύμφυτες με τα ανοίγματα τα οποία αφορά η διάταξη αυτή.

78      Η διαπίστωση αυτή ισχύει, πρώτον, αναφορικά με την εκτίμηση κατά την οποία τα ανοίγματα της προσφεύγουσας έναντι του CDC εγγράφονται στο ενεργητικό του ισολογισμού της.

79      Κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 575/2013, ως άνοιγμα νοείται «ένα στοιχείο ενεργητικού ή ένα στοιχείο εκτός ισολογισμού». Επομένως, ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει οπωσδήποτε τα στοιχεία που είναι εγγεγραμμένα στο ενεργητικό του ισολογισμού του πιστωτικού ιδρύματος. Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 429, παράγραφος 14, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 575/2013 αφορά ανοίγματα που προκύπτουν από καταθέσεις τις οποίες το ίδρυμα υποχρεούται εκ του νόμου να μεταβιβάζει σε οντότητα του δημόσιου τομέα με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδύσεων δημόσιου συμφέροντος, πρόκειται για ανοίγματα τα οποία προορίζονται, ως εκ φύσεως, να εμφανίζονται στον ισολογισμό του πιστωτικού ιδρύματος και όχι να συνιστούν στοιχεία εκτός ισολογισμού.

80      Συναφώς, το γεγονός ότι η ΕΚΤ επισημαίνει, με τα δικόγραφά της, ότι τα ανοίγματα έναντι του CDC στο πλαίσιο των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων διαφέρουν από τα εμπιστευματικά στοιχεία ενεργητικού, τα οποία μπορούν, ενδεχομένως, να αποαναγνωριστούν και να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 429, παράγραφος 13, του κανονισμού 575/2013, δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι εν προκειμένω τίθεται ζήτημα μόνο ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

81      Επομένως, στο μέτρο που τα ανοίγματα σε σχέση με τα οποία το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 προβλέπει δυνατότητα μη συνεκτιμήσεώς τους στο πλαίσιο του υπολογισμού του δείκτη μοχλεύσεως του πιστωτικού ιδρύματος προορίζονται, ως εκ φύσεως, να εμφανίζονται στο ενεργητικό του ισολογισμού του εν λόγω ιδρύματος, το γεγονός ότι τα ανοίγματα έναντι του CDC εμφανίζονται στο ενεργητικό του προϋπολογισμού της προσφεύγουσας δεν μπορεί βασίμως να δικαιολογήσει την άρνηση χορηγήσεως της ζητηθείσας παρεκκλίσεως.

82      Δεύτερον, το ίδιο ισχύει, για παρεμφερείς λόγους, για την εκτίμηση κατά την οποία τα εν λόγω ανοίγματα συνιστούν μέρος των ποσών που έχουν κατατεθεί στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων, το οποίο παραμένει στο παθητικό του ισολογισμού της. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 429, παράγραφος 14, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 575/2013, το στοιχείο αυτό όχι μόνο δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή της διατάξεως αυτής, αλλά συνιστά προϋπόθεση της εφαρμογής της.

83      Τρίτον, το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και για την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα φέρει τον λειτουργικό κίνδυνο που συνδέεται με τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 52, του κανονισμού 575/2013, ως λειτουργικός κίνδυνος νοείται «ο κίνδυνος ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή την αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα και περιλαμβάνει τον νομικό κίνδυνο». Στο μέτρο που το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 αφορά ανοίγματα που συνιστούν μέρος καταθέσεων τηρούμενων στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα, είναι αυτονόητο, βάσει της λογικής της διατάξεως αυτής, ότι η προσφεύγουσα φέρει τον λειτουργικό κίνδυνο που συνδέεται με τις επίμαχες αποταμιεύσεις.

84      Όσον αφορά την αιτιολογία που εκτίθεται στο σημείο 2.3.3, υπό ii, της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 429, παράγραφος 14, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 575/2013, «[ο]ι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε κάποιο ίδρυμα να εξαιρεί από το μέτρο του ανοίγματος τα ανοίγματα που ικανοποιούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πρόκειται για ανοίγματα σε οντότητα του δημόσιου τομέα· β) ο χειρισμός τους πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 4».

85      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 51 έως 53 ανωτέρω, η παραπομπή που κάνει το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 στο άρθρο 116, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 114, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, δηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να μπορούν, ενδεχομένως, να μη λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα τα οποία, λόγω κρατικής εγγυήσεως, εμφανίζουν το ίδιο επίπεδο κινδύνου με τα ανοίγματα έναντι του οικείου κράτους.

86      Δεδομένου ότι το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 αφορά μόνο εγγυημένα από το κράτος ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα, άρνηση η οποία έχει ως δικαιολογητική της βάση την αφετηριακή παραδοχή ότι ένα κράτος είναι δυνατόν να περιέλθει σε κατάσταση αθετήσεως πληρωμών, χωρίς να έχει προηγηθεί εξέταση του αν όντως υφίσταται τέτοια πιθανότητα σε σχέση με το συγκεκριμένο κράτος, θα ισοδυναμούσε με το να καταστεί σχεδόν ανεφάρμοστη στην πράξη η προβλεπόμενη με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 δυνατότητα.

87      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα [εμπιστευτικό], η ΕΚΤ περιορίστηκε να στηριχθεί μόνο στο ενδεχόμενο αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου, χωρίς να εξετάσει αν κάτι τέτοιο είναι πιθανό.

88      Επιπλέον και κατά συνέπεια, στο μέτρο που η ΕΚΤ δεν εξέτασε την πιθανότητα αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου, η αναφορά που κάνει το σημείο 2.3.3, υπό ii, της προσβαλλομένης αποφάσεως στον όγκο των ανοιγμάτων της προσφεύγουσας έναντι του CDC επίσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αφ’ εαυτής, τη συνεκτίμηση των εν λόγω ανοιγμάτων στον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως. Πράγματι, ο όγκος αυτός θα μπορούσε να ασκεί επιρροή μόνο στην περίπτωση που, λόγω αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να λάβει από το CDC τα ποσά που του μεταβίβασε στο πλαίσιο του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων και θα έπρεπε να προβεί σε αναγκαστική εκποίηση στοιχείων ενεργητικού.

89      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στο σημείο 2.3.3, υπό i και ii, της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την προβλεπόμενη με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 παρέκκλιση, δεδομένου ότι αποκλείει την εφαρμογή της βάσει εκτιμήσεων που είναι σύμφυτες με τα προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο ανοίγματα.

90      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από την επιχειρηματολογία της ΕΚΤ και ιδίως την άποψη ότι τα ανοίγματα έναντι του CDC δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τα ανοίγματα που δημιουργούν μόχλευση, δεδομένου ότι τα στοιχεία ενεργητικού αυτά χρηματοδοτούνται με δανεισμό από τους αποταμιευτές, τον οποίο η προσφεύγουσα οφείλει να τους επιστρέψει όταν το ζητήσουν. Συναφώς, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για άλλα ανοίγματα, ο νομοθέτης προέβλεψε για τα ανοίγματα που πληρούν τις προβλεπόμενες με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 προϋποθέσεις τη δυνατότητα μη συνεκτιμήσεώς τους στον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως, δυνατότητα την οποία η ΕΚΤ δεν μπορεί να αποκλείσει εκ προοιμίου.

91      Το ίδιο ισχύει για την εκτίμηση ότι η κρατική εγγύηση που συνοδεύει τα ανοίγματα έναντι του CDC δεν συνεπάγεται ότι αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι σκοπός του εν λόγω δείκτη είναι να παρέχει εκτίμηση η οποία δεν στηρίζεται στο επίπεδο κινδύνου που συνεπάγεται κάθε άνοιγμα της προσφεύγουσας και ότι, επιπλέον, τα κράτη είναι δυνατόν να εκτεθούν σε κινδύνους φερεγγυότητας. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να μπορούν, ενδεχομένως, να μη συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του δείκτη μοχλεύσεως ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα τα οποία πληρούν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 προϋποθέσεις, εναπέκειτο στην ΕΚΤ να συμβιβάσει, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, τους σκοπούς που υπαγόρευσαν τη θέσπιση του δείκτη μοχλεύσεως και εκείνους του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013. Εντούτοις, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 85 έως 87 ανωτέρω, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθόσον η ΕΚΤ δεν στηρίχθηκε σε εκτίμηση της πιθανότητας κινδύνου αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου, αλλά εφάρμοσε συλλογιστική η οποία απέκλειε, εν τοις πράγμασι, οποιαδήποτε δυνατότητα αποδοχής αιτήματος στηριζόμενου στο άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

92      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η παρατιθέμενη στο σημείο 2.3.3, υπό i και ii, της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο.

 Επί της νομιμότητας της παρατιθεμένης στο σημείο 2.3.3, υπό iii, της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογίας

93      Στο σημείο 2.3.3, υπό iii, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΕΚΤ αναφέρθηκε στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των προσαρμογών των αντίστοιχων θέσεων της προσφεύγουσας και του CDC. Εξ αυτού η ΕΚΤ συνήγαγε, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα ενδέχεται να αναγκαστεί να προβεί σε εκποίηση έναντι πολύ χαμηλής τιμής στοιχείων ενεργητικού εν αναμονή των μεταβιβάσεων κεφαλαίων από το CDC.

94      Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σημείο αυτό της αιτιολογίας είναι προδήλως εσφαλμένο. Επιπλέον, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η ΕΚΤ παρέβη τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την αρχή της χρηστής διοικήσεως, μεταξύ άλλων, διότι δεν διενήργησε αρκούντως διεξοδική εξέταση των χαρακτηριστικών του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων.

95      Υπογραμμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, του κανονισμού 575/2013, ως κίνδυνος υπερβολικής μοχλεύσεως νοείται «ο κίνδυνος που απορρέει από τον ευάλωτο χαρακτήρα ιδρύματος λόγω μόχλευσης ή ενδεχόμενης μόχλευσης που ενδέχεται να απαιτεί ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιό του, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων ενεργητικού που μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες ή σε αναπροσαρμογές της αξίας των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού του».

96      Εξ αυτού συνάγεται ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με κατάσταση υπερβολικής μοχλεύσεως δημιουργούνται υπό συνθήκες ανεπαρκούς ρευστότητας. Συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλίσει ρευστά διαθέσιμα, το πιστωτικό ίδρυμα είναι δυνατόν να αναγκαστεί να λάβει μέτρα μη προβλεπόμενα από το επιχειρηματικό σχέδιο, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πωλήσεως στοιχείων ενεργητικού που θα έχει τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, του κανονισμού 575/2013 συνέπειες, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 90 του ίδιου κανονισμού.

97      Δεδομένου ότι οι αρνητικές συνέπειες της υπερβολικής μοχλεύσεως εκδηλώνονται σε περίπτωση ανεπαρκούς ρευστότητας, το στοιχείο που επισήμανε η προσφεύγουσα ότι η περίοδος προσαρμογής των θέσεών της προς εκείνες του CDC αφορά τον κίνδυνο ρευστότητας δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω περίοδος στερείται σημασίας στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κινδύνου που συνδέεται με τον εφαρμοζόμενο από αυτήν δείκτη μοχλεύσεως.

98      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η ίδια η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι αυτή η περίοδος προσαρμογής δεν αποτελεί γενεσιουργό αιτία κινδύνου ρευστότητας στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των απαιτήσεων καλύψεως ρευστότητας που προβλέπεται στο άρθρο 412 του κανονισμού 575/2013 και στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ 2015, L 11, σ. 1).

99      Συναφώς, η προσφεύγουσα μνημονεύει [εμπιστευτικό].

100    Υπογραμμίζεται ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/61 εκδόθηκε με σκοπό να συμπληρώσει τον κανονισμό 575/2013, του οποίου το άρθρο 412, παράγραφος 1, διευκρινίζει ότι «[τ]α ιδρύματα διατηρούν ρευστά στοιχεία ενεργητικού, το άθροισμα των αξιών των οποίων καλύπτει τις εκροές ρευστότητας μείον τις εισροές ρευστότητας υπό ακραίες συνθήκες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας για να αντιμετωπίσουν πιθανές ανισορροπίες μεταξύ εισροών και εκροών ρευστότητας υπό ιδιαίτερα ακραίες συνθήκες για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών [και ότι σ]ε περιόδους ακραίων συνθηκών, επιτρέπεται στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα ρευστά στοιχεία του ενεργητικού για να καλύπτουν τις καθαρές εκροές ρευστότητας».

101    Κατά το άρθρο 26 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/61, το οποίο επιγράφεται «Εκροές με αλληλοεξαρτώμενες εισροές», «[μ]ε την επιφύλαξη προηγούμενης έγκρισης από την αρμόδια αρχή, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να υπολογίζουν την εκροή ρευστότητας μετά την αφαίρεση μιας αλληλεξαρτώμενης εισροής που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η αλληλοεξαρτώμενη εισροή συνδέεται άμεσα με την εκροή και δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των εισροών ρευστότητας στο κεφάλαιο 3· β) η αλληλοεξαρτώμενη εισροή απαιτείται βάσει νομικής, κανονιστικής ή συμβατικής δέσμευσης· γ) η αλληλοεξαρτώμενη εισροή πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: i) προκύπτει υποχρεωτικά πριν από την εκροή· ii) λαμβάνεται εντός 10 ημερών και καλύπτεται από εγγύηση της κεντρικής κυβέρνησης ενός κράτους μέλους».

102    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές –και, κατά συνέπεια, στην ΕΚΤ, στο πλαίσιο του καθήκοντος προληπτικής εποπτείας που της έχει ανατεθεί με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013– να συμψηφίζουν τις αλληλοεξαρτώμενες εισροές και εκροές ρευστότητας, εάν, λόγω της υπάρξεως εγγυήσεως της κεντρικής κυβερνήσεως κράτους μέλους και της βραχείας διάρκειας της περιόδου που μεσολαβεί μεταξύ αυτών, εκτιμούν ότι η περίοδος αυτή δεν συνεπάγεται κίνδυνο ρευστότητας.

103    Εξ αυτού συνάγεται κατά λογική αναγκαιότητα ότι η εφαρμογή από την ΕΚΤ του άρθρου 26 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/61 επί των εισροών και των εκροών ρευστότητας που συνδέονται με τα ανοίγματα έναντι του CDC ισοδυναμεί με αναγνώριση από την ΕΚΤ του ότι το χρονικό διάστημα που ενδέχεται να μεσολαβεί μεταξύ αυτών δεν συνεπάγεται κίνδυνο ρευστότητας.

104    Στο μέτρο που, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 96 ανωτέρω, οι κίνδυνοι που συνδέονται με κατάσταση υπερβολικής μοχλεύσεως δημιουργούνται υπό συνθήκες ανεπαρκούς ρευστότητας, η αφετηριακή παραδοχή της ΕΚΤ, κατά την οποία η επίμαχη περίοδος προσαρμογής, καίτοι δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής κίνδυνο ρευστότητας, εντούτοις μπορεί να ευνοήσει την επέλευση των κινδύνων που συνδέονται με υπερβολική μόχλευση, πρέπει, λόγω της γενικότητάς της, να θεωρηθεί προδήλως εσφαλμένη.

105    Συγκεκριμένα, η επίμαχη περίοδος προσαρμογής θα μπορούσε να ασκεί επιρροή αναφορικά με τον κίνδυνο μοχλεύσεως, μολονότι δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον κίνδυνο ρευστότητας, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι αναλήψεις καταθέσεων προερχόμενων από ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις ήταν τέτοιας εκτάσεως ώστε να υπερβαίνουν τις «ιδιαίτερα ακραίες συνθήκες» που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού του δείκτη ρευστότητας βάσει του άρθρου 412, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013.

106    Πάντως, η συνεκτίμηση ενός τέτοιου ενδεχομένου με σκοπό την απόρριψη του αιτήματος της προσφεύγουσας θα ήταν δυνατή μόνο κατόπιν διεξοδικής εξετάσεως από την ΕΚΤ των χαρακτηριστικών του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων. Ειδικότερα, η ΕΚΤ όφειλε να εξετάσει αν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του –και ιδίως της κρατικής εγγυήσεως που συνδέεται με το σύστημα ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων–, ήταν πιθανό να υπάρξουν τόσο αιφνίδιες και εκτεταμένες αναλήψεις καταθέσεων από ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις ώστε η προσφεύγουσα να αναγκαστεί να λάβει τα προβλεπόμενα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, του κανονισμού 575/2013 μέτρα, χωρίς να μπορεί να αναμείνει τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων από το CDC στο πλαίσιο της προσαρμογής των αντίστοιχων θέσεών τους.

107    Συγκεκριμένα, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω, η ΕΚΤ, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, όφειλε να προβεί σε στάθμιση μεταξύ των σκοπών του δείκτη μοχλεύσεως και του ενδεχομένου να μπορούν ορισμένα ανοίγματα που πληρούν τις προβλεπόμενες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του δείκτη αυτού, λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περιπτώσεως. Η υποχρέωση αυτή εξετάσεως των ιδιαιτεροτήτων του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων προέκυπτε επίσης από την παρατεθείσα στη σκέψη 67 ανωτέρω νομολογία.

108    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ δεν προέβη σε λεπτομερή εξέταση των χαρακτηριστικών του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων, αλλά περιορίστηκε να επισημάνει αορίστως τους κινδύνους που συνεπαγόταν η περίοδος που μεσολαβούσε μεταξύ της προσαρμογής των θέσεων της προσφεύγουσας και της προσαρμογής των θέσεων του CDC.

109    Επομένως, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΤ παρέβη την υποχρέωση που υπέχει βάσει της παρατιθεμένης στη σκέψη 67 ανωτέρω νομολογίας να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

110    Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι ο δείκτης μοχλεύσεως αποτελεί απαίτηση προληπτικής εποπτείας μη στηριζόμενη στον κίνδυνο, οι δε αγορές μπορούν να απολέσουν αίφνης την εμπιστοσύνη τους σε επενδύσεις που θεωρούνται συνήθως πολύ ασφαλείς. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό, το οποίο στηρίζεται μόνο στους σκοπούς που επιδιώκονται με τη θέσπιση του δείκτη μοχλεύσεως από τον κανονισμό 575/2013, δεν λαμβάνει υπόψη τους σκοπούς που επιδιώκονται με την προσθήκη της διατάξεως του άρθρου 429, παράγραφος 14, στον ίδιο κανονισμό.

111    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο σύνολό της, η αιτιολογία που παρέθεσε η ΕΚΤ προκειμένου να συναγάγει ότι ο επίμαχος μηχανισμός μεταβιβάσεως είναι ατελής και καταλείπει στην προσφεύγουσα τον κίνδυνο που συνδέεται με τον δείκτη μοχλεύσεως, και, ως εκ τούτου, να απορρίψει το αίτημα της προσφεύγουσας να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του εφαρμοζόμενου από αυτήν δείκτη μοχλεύσεως τα ανοίγματα έναντι του CDC που συνίστανται στα ποσά που οφείλει να του μεταβιβάζει είναι παράνομη.

112    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να γίνουν δεκτοί και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

113    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ηττήθηκε, η ΕΚΤ πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

114    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση ECB/SSM/2016-9695005MSX1OYEMGDF46/195 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 24ης Αυγούστου 2016.

2)      Καταδικάζει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Prek

Buttigieg

Schalin

Berke

 

      Costeira

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.