Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 17 Φεβρουαρίου 2013 ο Ιωάννης Ντούβας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 11 Δεκεμβρίου 2012 στην υπόθεση F-107/11, Ντούβας κατά Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC)

(Υπόθεση T-94/13 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Ιωάννης Ντούβας (Άγιος Στέφανος, Ελλάδα) (εκπρόσωπος: Β. Κόλιας, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (Στοκχόλμη, Σουηδία)

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 11 Δεκεμβρίου 2012 στην υπόθεση F-107/11, Ντούβας κατά Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) η οποία απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως του αναιρεσείοντος κατά της εκθέσεώς του αξιολογήσεως για το έτος 2010 και τον καταδίκασε στο σύνολο των δικαστικών εξόδων,

να ακυρώσει την πρωτοδίκως προσβληθείσα απόφαση,

να καταδικάσει το αντίδικο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας και της κατ' αναίρεση διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει δεκατέσσερις λόγους αναιρέσεως.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με το βάρος και τη διεξαγωγή της απόδειξης, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δέχτηκε το αίτημα του καθού πρωτοδίκως για παράταση της προθεσμίας καταθέσεως υπομνήματος αντίκρουσης στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, παρά το γεγονός ότι το καθού πρωτοδίκως δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία των περιστάσεων που επικαλέστηκε προς δικαιολόγηση της παρατάσεως αυτής.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από ουσιώδη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η ημερομηνία κατά την οποία επιδόθηκε στο καθού πρωτοδίκως το εισαγωγικό δικόγραφο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν η 7η Νοεμβρίου 2011 και όχι η 4η Νοεμβρίου 2011.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερμήνευσε και εκτίμησε εσφαλμένα τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία προσκόμισε ο προσφεύγων προς αντίκρουση των επιχειρημάτων που επικαλέστηκε το καθού πρωτοδίκως προκειμένου να στηρίξει το αίτημά του για παράταση της προθεσμίας καταθέσεως υπομνήματος αντικρούσεως στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από εσφαλμένη νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης χαρακτήρισε ως "εξαιρετικές" τις περιστάσεις που επικαλέστηκε το καθού πρωτοδίκως προς στήριξη του αιτήματός του για παράταση της προθεσμίας καταθέσεως υπομνήματος αντικρούσεως στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από πλάνη περί την εκτίμηση και, επικουρικώς, περί τη νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εσφαλμένα έκρινε ότι ο αναιρεσείων δεν ζήτησε την έκδοση ερήμην αποφάσεως και, επικουρικώς, ότι τα επιχειρήματά του δεν συνιστούσαν αίτηση εκδόσεως ερήμην αποφάσεως.

Ο έκτος λόγος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων της δικογραφίας, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι δύο θέσεις εργασίας στο εσωτερικό των υπηρεσιών του καθού πρωτοδίκως ήταν σημαντικά διαφορετικές μεταξύ τους.

Ο έβδομος λόγος αντλείται από εσφαλμένο καθορισμό του βάρους της απόδειξης, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε, λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι συνέτρεχε σύγκρουση συμφερόντων ως προς τουλάχιστον ένα από τα μέλη της Επιτροπής Ίσης Εκπροσώπησης για τις Αξιολογήσεις που λειτουργεί στο εσωτερικό του καθού πρωτοδίκως, μολονότι το εισαγωγικό δικόγραφο της πρωτόδικης διαδικασίας περιείχε έγγραφα που συνιστούσαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία και στα οποία το καθού πρωτοδίκως είχε άμεση πρόσβαση· επικουρικώς, το Δικαστήριο ΔΔ παρέβη την υποχρέωση που υπέχει, ως διοικητικό δικαστήριο επιλαμβανόμενο εργατικής διαφοράς, να διατάσσει τα αναγκαία μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας προκειμένου να προσκομίζονται ενώπιόν του τέτοιας φύσεως έγγραφα. Επιπλέον, το Δικαστήριο ΔΔ ερμήνευσε εσφαλμένα τη νομική βάση του λόγου που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων καθώς και το άρθρο 9, παράγραφος 6, του κανόνα εφαρμογής υπ' αριθ. 20 σχετικά με τις αξιολογήσεις (στο εξής: κανόνας εφαρμογής), που εξέδωσε ο διευθυντής του ECDC στις 17 Απριλίου 2009.

Ο όγδοος λόγος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και μη εξέταση νομικού ισχυρισμού στηριζόμενου σε έλλειψη διαδικαστικών κανόνων λειτουργίας της Επιτροπής Ίσης Εκπροσώπησης για τις Αξιολογήσεις που λειτουργεί στο εσωτερικό του ECDC.

Ο ένατος λόγος αντλείται από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και, επικουρικώς, από εσφαλμένη νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ατεκμηρίωτο το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι η Επιτροπή Ίσης Εκπροσώπησης για τις Αξιολογήσεις που λειτουργεί στο εσωτερικό του ECDC παρέλειψε να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία, ως όφειλε δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του κανόνα εφαρμογής.

Ο δέκατος λόγος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση και, επικουρικώς, νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε επαρκή την αιτιολογία της γνώμης που εξέδωσε η Επιτροπή Ίσης Εκπροσώπησης για τις Αξιολογήσεις που λειτουργεί στο εσωτερικό του ECDC.

Ο ενδέκατος λόγος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία νομικού ισχυρισμού και, επικουρικώς, από εσφαλμένη νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερμήνευσε εσφαλμένα το επιχείρημα που προέβαλε ο αναιρεσείων περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της γνώμης που εξέδωσε η Επιτροπή Ίσης Εκπροσώπησης για τις Αξιολογήσεις που λειτουργεί στο εσωτερικό του ECDC ως επιχείρημα στηριζόμενο σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι η εν λόγω γνώμη είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Ο δωδέκατος λόγος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η επίμαχη έκθεση αξιολογήσεως δεν ενείχε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την αποτελεσματικότητα του αναιρεσείοντος σε σχέση με τον φόρτο του εργασίας.

Ο δέκατος τρίτος λόγος αντλείται από εσφαλμένη νομική υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε ότι τα επικριτικά σχόλια που περιλαμβάνει η επίμαχη έκθεση αξιολογήσεως για τον αναιρεσείοντα ανταποκρίνονταν προς την αρχή της αναλογικότητας, παρά το γεγονός ότι το καθού πρωτοδίκως ουδέποτε ενημέρωσε τον αναιρεσείοντα, κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολογήσεως, για την φερόμενη ως προβληματική συμπεριφορά του.

Ο δέκατος τέταρτος λόγος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι ο φόρτος εργασίας του αναιρεσείοντος ήταν λιγότερο σημαντικός από τον πραγματικό.

____________