Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 3 Αυγούστου 2023 η Meta Platforms Ireland Ltd, πρώην Facebook Ireland Ltd, κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 24 Μαΐου 2023 στην υπόθεση T-452/20, Meta Platforms Ireland κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-496/23 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Meta Platforms Ireland Ltd, πρώην Facebook Ireland Ltd (εκπρόσωποι: D. Jowell, KC, D. Bailey, Barrister-at-Law, J Aitken, D. Das, S. Malhi και R. Haria, Solicitors, T. Oeyen, avocat)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2020) 3013 final της 4ης Μαΐου 2020 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40684 – Facebook Marketplace), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής C(2020) 9229 final της 11ης Δεκεμβρίου 2020 (στο εξής, από κοινού: επίμαχη απόφαση),

ή, επικουρικώς:

να αναπέμψει την υπόθεση όσον αφορά τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της προσφυγής ακυρώσεως στο Γενικό Δικαστήριο για νέα κρίση, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας δίκης και να προσαρμόσει το κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως που αφορά τα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με την έκβαση της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους αναιρέσεως.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 87–108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι όροι αναζήτησης που μνημονεύονται στις σκέψεις 87 και 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ήταν σύμφωνοι με την αρχή της αναγκαιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1/2003 1 . Συγκεκριμένα:

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε κατ' ουσίαν, με τις σκέψεις 92, 93–95, 99 και 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή της αναγκαιότητας είχε τηρηθεί απλώς και μόνον επειδή η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει, κατά τρόπο εντελώς αφηρημένο, ότι οι όροι αναζήτησης θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να διαπιστώσει αν είχε υιοθετηθεί η συμπεριφορά που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 1 της επίμαχης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδωσε (ή, επικουρικώς, δεν απέδωσε επαρκή) βαρύτητα στο γεγονός ότι οι αδικαιολόγητα γενικοί όροι αναζήτησης που επέλεξε η Επιτροπή, εφαρμοζόμενοι σε όλα τα έγγραφα των θεματοφυλάκων καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου, θα είχαν αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα να εντοπιστεί ένας ιδιαιτέρως σημαντικός αριθμός εγγράφων τα οποία ουδεμία σχέση θα είχαν με την έρευνα (και εκ των οποίων πολλά θα περιείχαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ή ευαίσθητες πληροφορίες εμπορικού χαρακτήρα), λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή γνώριζε εκ των προτέρων ότι η προσέγγισή της θα παρήγαγε αναπόφευκτα τέτοια αποτελέσματα.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα έγγραφα μπορούσαν να θεωρηθούν άσχετα με την έρευνα «μόνο μετά την εφαρμογή των όρων αναζήτησης στις βάσεις δεδομένων της προσφεύγουσας». Στην πράξη, μια τέτοια προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο αποκλεισμού της αρχής της αναγκαιότητας από τον δικαστικό έλεγχο. Στην ουσία, παρέχει στην Επιτροπή απεριόριστη διακριτική ευχέρεια και στερεί από την αρχή της αναγκαιότητας τη χρησιμότητά της. Το να επιτρέπεται σε μια αρχή να εφαρμόζει σε έναν τεράστιο αριθμό εγγράφων όρους αναζήτησης οι οποίοι είναι προφανώς υπερβολικά γενικοί και στους οποίους ανταποκρίνεται σημαντικός αριθμός άσχετων και εμπιστευτικών εγγράφων, συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία της νομικής αρχής της αναγκαιότητας (και της αναλογικότητας). Περαιτέρω, με τη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε και διαστρέβλωσε το πραγματικό νόημα των αποδεικτικών στοιχείων της αναιρεσείουσας από τα οποία προέκυπτε ότι η Επιτροπή γνώριζε εκ των προτέρων ότι η μηχανική εφαρμογή γενικών όρων αναζήτησης θα οδηγούσε στον εντοπισμό άσχετων, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, εγγράφων (όπως αποδείχθηκε στην πράξη ότι συνέβη).

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο με τις σκέψεις 105-106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αρνήθηκε να θεωρήσει ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει τις αποφάσεις περί ελέγχου είχε εφαρμογή στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και καθόσον επέτρεψε στην Επιτροπή να ζητήσει έγγραφα χωρίς εγγυήσεις ή φίλτρα αντίστοιχα με εκείνα που προβλέπονται για τους ελέγχους του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και αιτιολόγησε ανεπαρκώς το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι “δεν απαιτείται συνολική εκτίμηση της συμμόρφωσης της Επιτροπής προς την αρχή της αναγκαιότητας”.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 179–185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να ζητήσει έγγραφα που περιείχαν προσωπικά δεδομένα και συνδέονταν επίσης με τις εμπορικές δραστηριότητες της αναιρεσείουσας χωρίς να παρέχει καμία εγγύηση διασφάλισης ή προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

____________

1 Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).