Language of document : ECLI:EU:C:2020:696

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 10ης Σεπτεμβρίου 2020 (1)

Υπόθεση C392/19

VG Bild-Kunst

κατά

Stiftung Preußischer Kulturbesitz

[αίτηση του Bundesgerichtshof
(Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Διανοητική ιδιοκτησία – Δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια της “παρουσιάσεως στο κοινό” – Ενσωμάτωση σε ιστοσελίδα, μέσω της τεχνικής του framing, ενός έργου προστατευόμενου με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας – Έργο το οποίο είναι ελεύθερα προσβάσιμο στον ιστότοπο κατόχου άδειας εκμεταλλεύσεως με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας – Άρθρο 6 – Αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα – Οδηγία 2014/26/ΕΕ – Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων – Άρθρο 16 – Όροι αδειοδότησης – Ρήτρα σε σύμβαση εκμετάλλευσης η οποία επιβάλλει στον κάτοχο της άδειας τη λήψη αποτελεσματικών τεχνολογικών μέτρων κατά του framing»






 Εισαγωγή

1.        Οι ήρωες της κινηματογραφικής εποποιίας «Star Wars» του George Lucas μπορούσαν να μετακινούνται στο «υπερδιάστημα» με ταχύτητες μεγαλύτερες από την ταχύτητα του φωτός, χάρη στους «υπερκινητήρες» των διαστημικών σκαφών τους. Με παρόμοιο τρόπο, οι χρήστες του διαδικτύου είναι σε θέση να ταξιδεύουν στον «κυβερνοχώρο» χάρη στους υπερσυνδέσμους. Οι σύνδεσμοι αυτοί, αν και δεν καταργούν τους νόμους της Φυσικής όπως συνέβαινε με τους υπερκινητήρες των διαστημοπλοίων στο Star Wars, θέτουν διάφορες προκλήσεις από νομικής απόψεως, και ιδίως από απόψεως δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα σχετικά ζητήματα έχουν ήδη σε ορισμένες περιπτώσεις απασχολήσει και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η υπό κρίση υπόθεση δίνει την αφορμή να επανεξεταστεί και να συμπληρωθεί η εν λόγω νομολογία.

2.        Όταν σκεφτόμαστε το διαδίκτυο, εστιάζουμε ουσιαστικά συνήθως σε μία μόνο λειτουργικότητα του δικτύου αυτού, πιθανότατα την πλέον χρησιμοποιούμενη: το World Wide Web, γνωστό και ως Παγκόσμιο Ιστό ή «Παγκόσμιο Δίκτυο». Το δίκτυο αυτό αποτελείται από μονάδες πληροφοριών και πόρων οι οποίες περιέχονται σε ιστοσελίδες (web page). Μια ιστοσελίδα είναι ένα έγγραφο σε γλώσσα HTML (hypertext markup language) το οποίο περιέχει ενδεχομένως και άλλο υλικό, όπως εικόνες και οπτικοακουστικά αρχεία ή αρχεία γραπτού κειμένου. Ένα διαρθρωμένο σύνολο ιστοσελίδων και τυχόν άλλων πόρων που δημοσιεύονται από έναν ιδιοκτήτη και φιλοξενούνται σε έναν ή περισσότερους διακομιστές συνιστά έναν ιστότοπο (website).

3.        Κατά την επίσκεψη σε έναν ιστότοπο, ο υπολογιστής δημιουργεί μια σύνδεση με τον ή τους διακομιστές στους οποίους φιλοξενείται ο ιστότοπος, ζητώντας τις πληροφορίες που τον αποτελούν. Αντίγραφο των πληροφοριών αυτών αποστέλλεται τότε και καταχωρίζεται (προσωρινά) στην ενδιάμεση μνήμη ή «κρυφή μνήμη» του υπολογιστή. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να διαβαστούν και να ανασυσταθούν στην οθόνη του υπολογιστή μέσω ενός ειδικού λογισμικού, του φυλλομετρητή διαδικτύου (browser).

4.        Κάθε πόρος στον Παγκόσμιο Ιστό, δηλαδή κάθε αρχείο, σελίδα και ιστότοπος, διαθέτει ένα μοναδικό αναγνωριστικό στοιχείο ονομαζόμενο URL [uniform resource locator(ενιαίος εντοπιστής πόρου)], το οποίο αποτελεί ένα είδος «διαδικτυακής διευθύνσεως» (2). Η ιστοσελίδα στην οποία οδηγεί η διεύθυνση ενός ιστοτόπου ονομάζεται αρχική σελίδα (home page). Η πρόσβαση στους πόρους του Παγκόσμιου Ιστού μέσω της διευθύνσεως URL γίνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος συνίσταται στην εισαγωγή της διευθύνσεως αυτής στο σχετικό παράθυρο του browser και ο δεύτερος, τον οποίο αφορά η υπό κρίση υπόθεση, στη χρήση υπερσυνδέσμων.

5.        Το «πλέγμα του Παγκόσμιου Ιστού» (webbing the Web) υφαίνεται με τους συνδέσμους υπερκειμένου ή υπερσυνδέσμους (hypertext links). Χάρη σε αυτούς, ο χρήστης μπορεί, ξεκινώντας από έναν ιστότοπο, να αποκτήσει άμεση πρόσβαση σε υλικό το οποίο περιέχεται σε άλλο ιστότοπο. Στην πραγματικότητα, οι υπερσύνδεσμοι αποτελούν την πεμπτουσία του Παγκόσμιου Ιστού και το στοιχείο που τον διαφοροποιεί, παραδείγματος χάριν, από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στη νομολογία του την ιδιαίτερη σημασία των υπερσυνδέσμων για τη λειτουργία του Παγκόσμιου Ιστού και την συμβολή του τελευταίου στην ελευθερία της έκφρασης (3).

6.        Ο υπερσύνδεσμος είναι μια εντολή προς τον browser να αναζητήσει πόρους σε άλλον ιστότοπο. Εκφράζει σε γλώσσα HTML τη διεύθυνση URL του πόρου-στόχου, το κείμενο ή την εικόνα που συμβολίζει τον σύνδεσμο στην ιστοσελίδα από την οποία ξεκίνησε ο χρήστης (4), καθώς και, ενδεχομένως, άλλα στοιχεία, όπως τον τρόπο ανοίγματος του πόρου-στόχου στην οθόνη. Ο σύνδεσμος πρέπει κανονικά να ενεργοποιηθεί (πατώντας κλικ) για να λειτουργήσει.

7.        Ένας απλός σύνδεσμος περιέχει μόνο τη διεύθυνση URL του ιστοτόπου στον οποίο παραπέμπει, δηλαδή της αρχικής σελίδας του. Αφού ο σύνδεσμος ενεργοποιηθεί με κλικ, η σελίδα αυτή θα ανοίξει είτε στη θέση της σελίδας όπου βρισκόταν ο σύνδεσμος είτε σε νέο παράθυρο. Στο παράθυρο διευθύνσεως του browser αναγράφεται η διεύθυνση URL του νέου ιστοτόπου, οπότε ο χρήστης γνωρίζει ότι έχει αλλάξει ιστότοπο. Υπάρχουν όμως και άλλοι τύποι συνδέσμων.

8.        Ο επονομαζόμενος «βαθύς σύνδεσμος» (deep link) δεν οδηγεί στην αρχική σελίδα του ιστοτόπου-στόχου, αλλά σε άλλη σελίδα, ή ακόμη και σε ειδικό πόρο που περιέχεται στην άλλη αυτή σελίδα, για παράδειγμα σε αρχείο γραφικών ή σε αρχείο κειμένου (5). Ειδικότερα, κάθε σελίδα και κάθε πόρος έχουν μια διεύθυνση URL η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον σύνδεσμο αντί της μοναδικής κύριας διεύθυνσης του ιστοτόπου. Ο βαθύς σύνδεσμος αγνοεί την κανονική σειρά πλοήγησης εντός του ιστοτόπου-στόχου, παρακάμπτοντας την αρχική σελίδα του. Εντούτοις, στο μέτρο που η διεύθυνση URL μιας ιστοσελίδας περιέχει συνήθως το όνομα του ιστοτόπου, ο χρήστης είναι πάντοτε ενήμερος για το ποιον ιστότοπο επισκέπτεται.

9.        Μια ιστοσελίδα είναι δυνατό να περιέχει και άλλους πόρους πλην κειμένου, όπως αρχεία γραφικών και οπτικοακουστικά αρχεία. Τα αρχεία αυτά δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εγγράφου HTML που συνιστά τη σελίδα, αλλά διασυνδέονται με αυτό. Η ενσωμάτωση (embedding) τέτοιων πόρων υλοποιείται μέσω ειδικών εντολών που προβλέπονται για τον σκοπό αυτό στη γλώσσα HTML. Επί παραδείγματι, για να ενσωματωθεί μια εικόνα, προβλέπεται η ετικέτα «image» [εικόνα] («<img>») (6). Κανονικά, η ετικέτα αυτή χρησιμοποιείται προκειμένου να ενσωματωθεί σε μια ιστοσελίδα αρχείο γραφικών το οποίο είναι αποθηκευμένο στον ίδιο διακομιστή με τη σελίδα αυτή (τοπικό αρχείο). Αρκεί, εντούτοις, να αντικατασταθεί, στο στοιχείο «πηγή» της ετικέτας «image», η διεύθυνση ενός τοπικού αρχείου («σχετικό URL») από τη διεύθυνση ενός αρχείου που περιέχεται σε άλλον ιστότοπο («απόλυτο URL») για να ενσωματωθεί το τελευταίο αυτό αρχείο –χωρίς να απαιτείται να αναπαραχθεί– στον πρώτο ιστότοπο (7).

10.      Η τεχνική αυτή κάνει χρήση της λειτουργικότητας των υπερσυνδέσμων, δηλαδή του γεγονότος ότι το επίμαχο στοιχείο, επί παραδείγματι μια εικόνα, απεικονίζεται στον browser από την αφετηρία του (τον ιστότοπο-στόχο), οπότε δεν αναπαράγεται στον διακομιστή του ιστοτόπου όπου εμφανίζεται. Το ενσωματωμένο στοιχείο εμφανίζεται ωστόσο αυτομάτως, χωρίς να είναι απαραίτητο να ενεργοποιηθεί με κλικ κάποιος σύνδεσμος. Για τον χρήστη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο όπως όταν το αρχείο περιέχεται στην ίδια τη σελίδα στην οποία εμφανίζεται. Η πρακτική αυτή είναι γνωστή με την ονομασία inline linking ή hotlinking.

11.      Το framing είναι μια τεχνική χάρη στην οποία η οθόνη μπορεί να χωριστεί σε περισσότερα μέρη και καθένα τους να εμφανίζει αυτοτελώς μια διαφορετική ιστοσελίδα ή έναν διαφορετικό πόρο διαδικτύου. Τουτέστιν, σε ένα μέρος της οθόνης μπορεί να εμφανίζεται η ιστοσελίδα αφετηρίας και σε ένα άλλο μέρος μια διαφορετική ιστοσελίδα ή ένας άλλος πόρος προερχόμενος από άλλον ιστότοπο. Η άλλη αυτή ιστοσελίδα δεν αναπαράγεται στον διακομιστή του ιστοτόπου που την πλαισιώνει, αφού η πρόσβαση στο περιεχόμενό της γίνεται απευθείας μέσω deep link. Η URL διεύθυνση της ιστοσελίδας-στόχου του συνδέσμου αυτού είναι συχνά κρυμμένη, με αποτέλεσμα ο χρήστης να έχει την εντύπωση ότι συμβουλεύεται μία μόνον ιστοσελίδα, ενώ στην πραγματικότητα συμβουλεύεται δύο (ή και περισσότερες).

12.      Το framing θεωρείται πλέον παρωχημένο και έχει εγκαταλειφθεί στην τελευταία εκδοχή της γλώσσας HTML (HTML5). Αντικαταστάθηκε από το inline frame (8), που καθιστά δυνατή την τοποθέτηση εξωτερικού πόρου, όπως είναι ένας ιστότοπος, μια ιστοσελίδα ή ακόμη και ένα στοιχείο ιστοσελίδας προερχόμενο από άλλον ιστότοπο, εντός πλαισίου του οποίου οι διαστάσεις και η θέση καθορίζονται ελεύθερα από τον δημιουργό της επίμαχης ιστοσελίδας. Το inline frame «συμπεριφέρεται» ως αναπόσπαστο στοιχείο της σελίδας αυτής, διότι η τεχνική αυτή, σε αντίθεση με το κλασικό framing, δεν είναι μια τεχνική για τον διαχωρισμό της οθόνης σε περισσότερα μέρη, αλλά αποτελεί μέσο ενσωματώσεως (embedding) εξωτερικών πόρων σε ιστοσελίδα.

13.      Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο πολύπλοκα, το inline frame μπορεί να οριστεί ως θέση ανοίγματος υπερσυνδέσμου (9). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μετά την ενεργοποίηση του συνδέσμου (μέσω κλικ), ο πόρος-στόχος ανοίγει σε ένα πλαίσιο (τα όρια του οποίου μπορεί να είναι αλλά μπορεί και να μην είναι ορατά στην οθόνη), στη θέση η οποία έχει καθοριστεί από τον δημιουργό της σελίδας που περιέχει τον σύνδεσμο (10).

14.      Μπορεί να φαίνεται ότι οι χειρισμοί αυτοί είναι περίπλοκοι και ότι απαιτούν ιδιαίτερες γνώσεις πληροφορικής, αλλά οι πολυάριθμες υπηρεσίες δημιουργίας διαδικτυακών τόπων και οι πλατφόρμες διαμοιρασμού αρχείων έχουν αυτοματοποιήσει τις σχετικές διαδικασίες, καθιστώντας δυνατή την ευχερή δημιουργία ιστοσελίδων, την ενσωμάτωση περιεχομένου σε αυτές και τη δημιουργία υπερσυνδέσμων χωρίς να κατέχει κάποιος ειδικές γνώσεις.

15.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η δημιουργία υπερσυνδέσμων προς αντικείμενα που προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν τεθεί στη διάθεση του κοινού για ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δεν συνιστά πράξη για την οποία απαιτείται εκ νέου η συγκατάθεση του κατόχου (11). Ωστόσο, μια πιο πρόσφατη νομολογία επιβάλλει τη θεώρηση του νομολογιακού αυτού κεκτημένου υπό κάπως διαφορετικό πρίσμα. Τουτέστιν, πρέπει να διερευνηθεί εάν το γεγονός ότι ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας χρησιμοποιεί τεχνολογικά μέσα προκειμένου να αποτραπεί τυχόν χρήση του έργου του υπό τη μορφή υπερσυνδέσμων και μέσω του framing διαφοροποιεί την εκτίμηση του ζητήματος από πλευράς δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Είναι επίσης απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, να επανεξεταστεί το ζήτημα της ενσωματώσεως σε ιστοσελίδες έργων προερχόμενων από άλλους ιστοτόπους (inline linking).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

16.      Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (12), ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

[…]

3.      Τα δικαιώματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν αναλώνονται με οιαδήποτε πράξη παρουσίασης ή διάθεσης στο κοινό, με την έννοια του παρόντος άρθρου.»

17.      Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2001/29 έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν την κατάλληλη έννομη προστασία κατά της εξουδετέρωσης κάθε αποτελεσματικού τεχνολογικού μέτρου την οποία πραγματοποιεί κάποιος εν γνώσει του ή έχοντας βάσιμους λόγους που του επιτρέπουν να γνωρίζει ότι επιδιώκει αυτό το σκοπό.

[…]

3.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “τεχνολογικά μέτρα” νοείται κάθε τεχνολογία, μηχανισμός ή συστατικό στοιχείο που, με τον συνήθη τρόπο λειτουργίας του, αποσκοπεί στο να εμποδίσει ή να περιορίσει πράξεις, σε σχέση με έργα ή άλλα προστατευόμενα αντικείμενα, μη επιτραπείσες από τον δικαιούχο οποιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικού δικαιώματος, όπως ορίζεται από το νόμο ή το δικαίωμα ειδικής φύσεως που προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας 96/9/ΕΚ [(13)]. Τα τεχνολογικά μέτρα θεωρούνται “αποτελεσματικά” όταν η χρήση του προστατευόμενου έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου ελέγχεται από τους δικαιούχους μέσω της εφαρμογής διαδικασίας ελέγχου της πρόσβασης ή προστασίας, όπως κρυπτογράφησης, διατάραξης της μετάδοσης ή άλλης μετατροπής του έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου, ή προστατευτικού μηχανισμού ελέγχου της αντιγραφής, ο οποίος επιτυγχάνει το στόχο της προστασίας.»

18.      Το άρθρο 16, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (14), ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και οι χρήστες διεξάγουν διαπραγματεύσεις για την αδειοδότηση των δικαιωμάτων με καλή πίστη. Οι οργανισμοί αυτοί ανταλλάσσουν κάθε αναγκαία πληροφορία.

2.      Οι όροι αδειοδότησης θα πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν εισάγουν διακρίσεις. Κατά την αδειοδότηση δικαιωμάτων οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δεν υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ως προηγούμενο για άλλες επιγραμμικές υπηρεσίες τους όρους αδειοδότησης που έχουν συμφωνηθεί με έναν χρήστη, όταν ο χρήστης αυτός παρέχει ένα νέο είδος επιγραμμικής υπηρεσίας το οποίο είναι διαθέσιμο στο κοινό της Ένωσης για λιγότερο από τρία έτη.

[…]»

 Το γερμανικό δίκαιο

19.      Το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, ρυθμίζεται στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 19a («διάθεση στο κοινό») και με το άρθρο 15, παράγραφος 2 («γενικό» δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό), του Gesetz über Urheberrecht und verwandte Schutzrechte – Urheberrechtsgesetz (νόμου περί του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων), της 9ης Σεπτεμβρίου 1965 (15) (στο εξής: UrhG).

20.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 95a του UrhG.

21.      Τέλος, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Gesetz über die Wahrnehmung von Urheberrechten und verwandten Schutzrechten durch Verwertungsgesellschaften – Verwertungsgesellschaftengesetz (νόμου περί διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων από εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως), της 24ης Μαΐου 2016 (16) (στο εξής: VGG), δυνάμει του οποίου μεταφέρθηκε στη γερμανική έννομη τάξη το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/26, οι εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως υποχρεούνται να χορηγούν σε κάθε πρόσωπο που υποβάλλει σχετική αίτηση, υπό εύλογους όρους, άδεια χρήσεως των δικαιωμάτων των οποίων η διαχείριση τους έχει ανατεθεί.

 Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η διαδικασία και το προδικαστικό ερώτημα

22.      Η Verwertungsgesellschaft Bild-Kunst (στο εξής: VG Bild-Kunst) είναι εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα των εικαστικών τεχνών στη Γερμανία. Το Stiftung Preußischer Kulturbesitz (στο εξής: SPK) είναι ίδρυμα το οποίο έχει συσταθεί κατά το γερμανικό δίκαιο.

23.      Το SPK είναι ο φορέας εκμεταλλεύσεως της Deutsche Digitale Bibliothek (DDB), ψηφιακής βιβλιοθήκης για τον πολιτισμό και τη γνώση, η οποία διασυνδέει γερμανικούς πολιτιστικούς και επιστημονικούς φορείς.

24.      Ο ιστότοπος της DDB περιέχει συνδέσμους προς ψηφιοποιημένο περιεχόμενο αποθηκευμένο στις διαδικτυακές πύλες των συμμετεχόντων φορέων. Η ίδια η DDB αποθηκεύει, εν είδει «ψηφιακής προθήκης», μόνον μικρογραφίες (thumbnails), δηλαδή εκδοχές εικόνων των οποίων το μέγεθος είναι μικρότερο σε σχέση με το αρχικό τους. Όταν ο χρήστης ενεργοποιεί, κάνοντας κλικ, ένα από τα αποτελέσματα της αναζήτησης, ανακατευθύνεται προς τη σελίδα του αντικειμένου στον ιστότοπο της DDB, όπου περιέχεται μια εκδοχή της εικόνας (440x330 pixels) σε μεγέθυνση. Κάνοντας κλικ στην εικόνα αυτή ή χρησιμοποιώντας τη λειτουργία «μεγεθυντικός φακός», μια μεγεθυμένη εκδοχή της μικρογραφίας, με ανώτατη ανάλυση τα 800x600 pixels, εμφανίζεται σε ένα lightbox. Επιπλέον, η επιλογή «Εμφάνιση του αντικειμένου στον ιστότοπο προελεύσεως» περιέχει απευθείας σύνδεσμο προς τον ιστότοπο του φορέα που παρέχει το αντικείμενο (είτε απλό σύνδεσμο προς την αρχική σελίδα του, είτε deep link προς τη σελίδα του αντικειμένου). Η DDB κάνει χρήση των έργων με συγκατάθεση των κατόχων των σχετικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

25.      Η VG Bild-Kunst έχει θέσει ως όρο για τη σύναψη, με το SPK, συμβάσεως παραχωρήσεως άδειας εκμεταλλεύσεως του καταλόγου των έργων της υπό τη μορφή μικρογραφιών την αποδοχή συμβατικής ρήτρας η οποία ορίζει ότι ο κάτοχος της άδειας υποχρεούται, κατά την εκμετάλλευση των έργων και των προστατευόμενων αντικειμένων που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως, να εφαρμόζει αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα προστασίας έναντι του framing εκ μέρους τρίτων, ως προς τις μικρογραφίες των έργων ή των προστατευόμενων αντικειμένων τα οποία εμφανίζονται στον ιστότοπο της DDB.

26.      Το SPK, θεωρώντας ότι ένας τέτοιος συμβατικός όρος δεν είναι εύλογος από πλευράς δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, άσκησε ενώπιον του Landgericht (περιφερειακού δικαστηρίου, Γερμανία) αναγνωριστική αγωγή με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η VG Bild-Kunst όφειλε να χορηγήσει την επίμαχη άδεια στο SPK, χωρίς η άδεια αυτή να εξαρτάται από την εφαρμογή των ως άνω τεχνολογικών μέτρων. Η αγωγή απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό από το Landgericht (περιφερειακό δικαστήριο). Η απόφαση του τελευταίου εξαφανίστηκε, κατόπιν εφέσεως της SPK, από το Kammergericht (δευτεροβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο, Γερμανία). Με αίτηση αναιρέσεως, η VG Bild-Kunst ζητεί την απόρριψη της αγωγής του SPK.

27.      Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) διευκρινίζει, αφενός, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του VGG, οι εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως υποχρεούνται να χορηγούν σε κάθε πρόσωπο που υποβάλλει σχετική αίτηση, υπό εύλογους όρους, άδεια χρήσεως των δικαιωμάτων των οποίων η διαχείριση τους έχει ανατεθεί. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφετέρου, ότι, κατά την εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση νομολογία του, γίνεται δεκτό ότι οι εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να παρεκκλίνουν από την υποχρέωσή τους και να αρνηθούν την παροχή άδειας εκμεταλλεύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η άρνηση αυτή δεν συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση μονοπωλιακής θέσεως και υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας επικλήσεως υπέρτερων εννόμων συμφερόντων ως αιτιολογίας για τη μη παροχή άδειας εκμεταλλεύσεως. Συναφώς, για να κριθεί αν υφίσταται αντικειμενικώς δικαιολογημένη εξαίρεση, απαιτείται στάθμιση των συμφερόντων των μερών, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει ο νόμος καθώς και του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί αυτή η κατ’ αρχήν υποχρέωση των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως.

28.      Η ευδοκίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από το ζήτημα αν η ενσωμάτωση, μέσω framing, σε ιστότοπο τρίτου ενός έργου το οποίο διατίθεται, με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, σε άλλον ιστότοπο, όπως είναι αυτός της DDB, συνιστά παρουσίαση του έργου στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, όταν μέσω της ενσωματώσεως παρακάμπτονται τα μέτρα προστασίας κατά του framing τα οποία έχουν ληφθεί από τον κάτοχο του δικαιώματος ή έχουν επιβληθεί από αυτόν σε κάτοχο άδειας εκμεταλλεύσεως. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, θα επηρεάζονταν τα δικαιώματα των μελών της VG Bild-Kunst και θα μπορούσε νομίμως η τελευταία να ζητήσει να περιληφθεί στη σύμβαση εκμεταλλεύσεως με το SPK η ρήτρα περί υποχρεώσεως εφαρμογής τεχνολογικών μέτρων προστασίας κατά του framing.

29.      Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο), διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τη χρήση των υπερσυνδέσμων στο διαδίκτυο, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστά παρουσίαση του έργου στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 η ενσωμάτωση σε ιστότοπο τρίτου, μέσω της τεχνικής του framing, ενός έργου που διατίθεται ήδη, με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, σε ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο, όταν με την ενσωμάτωση αυτή παρακάμπτονται τα μέτρα προστασίας κατά του framing τα οποία έλαβε ή απαίτησε να ληφθούν ο κάτοχος του δικαιώματος;»

30.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 2019. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω διάδικοι εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Μαΐου 2020.

 Ανάλυση

31.      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η ενσωμάτωση σε ιστότοπο τρίτου, μέσω της τεχνικής του framing, ενός έργου που διατίθεται ήδη, με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, σε ελευθέρως προσβάσιμο ιστότοπο, αποτελεί παρουσίαση του έργου αυτού στο κοινό κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, όταν με την ενσωμάτωση αυτή παρακάμπτονται τα μέτρα προστασίας κατά του framing τα οποία έλαβε ή απαίτησε να ληφθούν ο κάτοχος του δικαιώματος.

32.      Τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και οι μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις προτείνουν απαντήσεις οι οποίες μπορούν, κατά την άποψή τους, να συναχθούν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη θεώρηση των υπερσυνδέσμων υπό την οπτική του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, η εκ μέρους τους ανάλυση της εν λόγω νομολογίας τούς οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα. Ειδικότερα, ενώ το αιτούν δικαστήριο, η VG Bild-Kunst, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προτείνουν να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα καταφατική απάντηση, το SPK αναπτύσσει σοβαρή επιχειρηματολογία υπέρ της αρνητικής απαντήσεως.

33.      Συμμερίζομαι την άποψη ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα μπορεί εν μέρει να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Φρονώ, ωστόσο, ότι η συγκεκριμένη νομολογία χρήζει αποσαφηνίσεως κατόπιν εξετάσεώς της υπό το πρίσμα πρόσφατης νομολογίας η οποία δεν αφορά άμεσα τους υπερσυνδέσμους.

 Η νομολογία σχετικά με τους υπερσυνδέσμους

34.      Η διάθεση στο κοινό, μέσω του διαδικτύου, έργων προστατευόμενων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας εμπίπτει στο πεδίο του αποκλειστικού δικαιώματος της παρουσιάσεως στο κοινό, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (17). Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει «κάθε παρουσίαση στο κοινό […] έργων […], ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθίστ[ανται] προσιτά τα έργα […] στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος». Η διάθεση στο κοινό είναι αυτή που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο διαδίκτυο, μολονότι υπάρχει επίσης και η «κλασική» παρουσίαση (18).

35.      Το ζήτημα που τίθεται, επομένως, σχετικά με τους υπερσυνδέσμους, είναι εάν συντρέχει παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 όταν σε ιστοσελίδα τοποθετείται σύνδεσμος προς έργο τρίτου το οποίο επίσης διατίθεται στο διαδίκτυο (στον Παγκόσμιο Ιστό ακριβέστερα), εάν δηλαδή η τοποθέτηση τέτοιου συνδέσμου καλύπτεται από το αποκλειστικό δικαίωμα του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου αυτού.

36.      Στην απόφαση Svensson κ.λπ. (19), το Δικαστήριο έδωσε, κατ’ αρχήν, αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ένας υπερσύνδεσμος συνιστά όντως πράξη παρουσιάσεως στο κοινό, δεδομένου ότι ο σύνδεσμος προσφέρει στους χρήστες απευθείας πρόσβαση στο έργο (20). Η παρουσίαση αυτή απευθύνεται σε έναν απροσδιόριστο και αρκετά μεγάλο αριθμό αποδεκτών, δηλαδή σε κοινό (21).

37.      Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε εντούτοις ότι, στην περίπτωση έργου που διατίθεται ήδη σε ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο, το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο υπερσύνδεσμος που έχει τεθεί σε άλλον ιστότοπο δεν αποτελεί νέο κοινό σε σχέση με το κοινό της αρχικής παρουσιάσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το κοινό στο οποίο στόχευε η αρχική παρουσίαση ήταν το σύνολο των δυνητικών επισκεπτών ενός ελεύθερα προσβάσιμου ιστοτόπου, ήτοι όλοι οι χρήστες του διαδικτύου. Όλοι αυτοί οι χρήστες θα έπρεπε, επομένως, να είχαν ληφθεί υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική παρουσίαση στο κοινό (22). Κατά λογική ακολουθία, ο υπερσύνδεσμος δεν εξασφάλιζε σε έναν ευρύτερο κύκλο χρηστών πρόσβαση στο έργο.

38.      Στην περίπτωση δε περαιτέρω παρουσιάσεως στο κοινό πραγματοποιούμενης με το ίδιο τεχνικό μέσο όπως και η αρχική παρουσίαση (όπερ ισχύει για όλες τις διαδικτυακές παρουσιάσεις στο κοινό), η νομολογία του Δικαστηρίου απαιτεί την ύπαρξη νέου κοινού προκειμένου η δευτερεύουσα αυτή παρουσίαση να καλύπτεται από το αποκλειστικό δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (23).

39.      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για την τοποθέτηση σε ιστότοπο υπερσυνδέσμων («δυνάμενων να ενεργοποιηθούν με επιλογή συνδέσμων», κατά τη διατύπωση της αποφάσεως εκείνης) [στο εξής: σύνδεσμοι ενεργοποιούμενοι με κλικ ή σύνδεσμοι που ενεργοποιούνται με κλικ] προς προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας έργο το οποίο είναι ήδη ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο δεν απαιτείται η συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου αυτού (24). Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχύει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο σύνδεσμος καθιστά δυνατή την παράκαμψη μέτρων που είχαν ληφθεί στον ιστότοπο προελεύσεως με σκοπό τον περιορισμό της προσβάσεως στο έργο, οπότε ο σύνδεσμος αυτός θα μπορούσε να οδηγήσει στη διεύρυνση του κοινού της αρχικής παρουσιάσεως και να προσφέρει σε ένα νέο κοινό πρόσβαση στο έργο (25).

40.      Το ως άνω συμπέρασμα επιβεβαιώθηκε σύντομα, σε υπόθεση σχετική με τους συνδέσμους υπερκειμένου στους οποίους χρησιμοποιείται η τεχνική του framing (26).

41.      Ακολούθως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει μόνον όταν η αρχική παρουσίαση του έργου στο κοινό είχε πραγματοποιηθεί με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (27).

42.      Όσον αφορά τους συνδέσμους προς ιστοτόπους στους οποίους τίθενται στη διάθεση του κοινού έργα χωρίς τη συγκατάθεση των κατόχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούν παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αν ο χρήστης που τοποθέτησε τον σύνδεσμο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο σύνδεσμος αυτός παραπέμπει σε έργο το οποίο έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού χωρίς τη συγκατάθεση που απαιτείται κατά το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας (28). Σε περίπτωση που ο χρήστης επιδιώκει κερδοσκοπικό σκοπό, υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι αυτός γνώριζε (29).

43.      Συνοψίζοντας τη νομολογία περί υπερσυνδέσμων, όταν ο σύνδεσμος οδηγεί προς έργο που έχει ήδη τεθεί στη διάθεση του κοινού με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και είναι ελεύθερα προσβάσιμο, ο σύνδεσμος αυτός δεν θεωρείται ως παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, διότι ο εν λόγω σύνδεσμος, καίτοι συνιστά πράξη παρουσιάσεως στο κοινό, απευθύνεται σε κοινό το οποίο είχε ήδη λάβει υπόψη ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική διάθεση, ήτοι στο σύνολο των χρηστών του διαδικτύου.

 Η κριτική ανάλυση της νομολογίας σχετικά με τους υπερσυνδέσμους

44.      Οι νομολογιακές λύσεις που μόλις υπομνήσθηκαν δεν είναι πάντοτε αυτονόητες και ενδέχεται να εγείρουν ερωτήματα, ιδίως όσον αφορά τρία μείζονος σημασίας σημεία: τον χαρακτηρισμό των συνδέσμων ως «πράξεων παρουσιάσεως στο κοινό» (διαθέσεως στο κοινό), την εισαγωγή του υποκειμενικού κριτηρίου της γνώσης στον ορισμό της έννοιας «παρουσιάσεως στο κοινό» και την εφαρμογή, στην περίπτωση του διαδικτύου, του κριτηρίου του νέου κοινού (30).

 Ο χαρακτηρισμός των υπερσυνδέσμων ως «πράξεων παρουσιάσεως στο κοινό»

45.      Όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 36 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Svensson κ.λπ.(31), ότι ένας υπερσύνδεσμος προς προστατευόμενο έργο προσβάσιμο στο διαδίκτυο συνιστά πράξη παρουσιάσεως του έργου αυτού για τους σκοπούς της εφαρμογής του δικαιώματος παρουσιάσεως στο κοινό, το οποίο διέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Ωστόσο, από τεχνικής απόψεως, η διαπίστωση αυτή δεν είναι διόλου προφανής (32).

46.      Δεν συμμερίζομαι, βεβαίως, τη διατυπωθείσα επ’ αυτού άποψη ότι κάθε πράξη παρουσιάσεως προϋποθέτει κατ’ ανάγκην μετάδοση ή αναμετάδοση του έργου (33). Συγκεκριμένα, η πλέον διαδεδομένη μορφή παρουσιάσεως έργων στον Παγκόσμιο Ιστό, δηλαδή η διάθεση στο κοινό έργων κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν ο ίδιος επιλέγει, δεν προϋποθέτει καμία μετάδοση. Σε μια τέτοια περίπτωση, το έργο τίθεται στη διάθεση του κοινού, δηλαδή αποθηκεύεται στον διακομιστή που φιλοξενεί τον επίμαχο ιστότοπο, ώστε να μπορεί το κοινό να έχει πρόσβαση στον ιστότοπο μέσω της URL διευθύνσεως του. Μετάδοση του έργου πραγματοποιείται, υπό μια έννοια, μόνο μετά την πρόσβαση κάποιου χρήστη στον διακομιστή, διότι με την πρόσβαση αυτή ενεργοποιείται προσωρινή αναπαραγωγή της ιστοσελίδας στην οποία ζητείται πρόσβαση μέσω του υπολογιστή του.

47.      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι, για να υπάρξει «πράξη παρουσιάσεως», αρκεί ένα έργο να τεθεί στη διάθεση του κοινού, χωρίς να είναι καθοριστικό το αν τα πρόσωπα που συνθέτουν το κοινό έχουν πράγματι πρόσβαση σε αυτό (34). Κατ’ άλλη διατύπωση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 εφαρμόζεται ήδη από τη θέση ενός έργου στη διάθεση του κοινού, πριν ακόμη πραγματοποιηθεί πραγματική μετάδοση του έργου.

48.      Τούτου λεχθέντος, στην περίπτωση υπερσυνδέσμου προς έργο που είναι ήδη ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο, η διάθεση στο κοινό πραγματοποιείται στον αρχικό ιστότοπο. Ο δε σύνδεσμος συνιστά απλώς εντολή που δίνεται στον browser να αποκτήσει πρόσβαση στον αρχικό ιστότοπο ακολουθώντας την διεύθυνση URL η οποία αποτελεί μέρος του συνδέσμου. Ο χρήστης ανακατευθύνεται επομένως σε άλλον ιστότοπο. Η διασύνδεση (και επομένως η μετάδοση του έργου) πραγματοποιείται εν συνεχεία απευθείας μεταξύ του υπολογιστή του χρήστη και του διακομιστή (ενίοτε και περισσότερων διακομιστών) όπου φιλοξενείται ο ιστότοπος-στόχος του συνδέσμου, χωρίς καμία μεσολάβηση από τον ιστότοπο που περιέχει τον σύνδεσμο αυτόν (35). Εξάλλου, η διεύθυνση URL στην οποία οδηγεί ο σύνδεσμος εμφανίζεται συνήθως μέσω δεξί κλικ (right click) στον σύνδεσμο. Είναι επομένως δυνατή η αντιγραφή του συνδέσμου αυτού στο παράθυρο διευθύνσεως του browser προκειμένου να επιτευχθεί πρόσβαση στο ίδιο σημείο με εκείνο στο οποίο παραπέμπει ο υπερσύνδεσμος. Ο σύνδεσμος απλώς και μόνον αυτοματοποιεί τη διαδικασία αυτή, παρέχοντας τη δυνατότητα προσβάσεως σε άλλον ιστότοπο «με ένα κλικ».

49.      Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν στάθηκε σε αυτή την αμιγώς τεχνική ανάλυση, κρίνοντας ότι ο υπερσύνδεσμος συνιστά πράξη παρουσιάσεως στο κοινό καθόσον παρέχει «άμεση πρόσβαση» στο έργο που περιέχεται σε άλλον ιστότοπο (36).

50.      Κατά την άποψή μου, η λειτουργική αυτή προσέγγιση λαμβάνει υπόψη και άλλα στοιχεία πέραν της αυτοματοποίησης της σύνδεσης με τον ιστότοπο-στόχο. Αυτό που είναι πολύ σημαντικότερο και καθιστά τους υπερσυνδέσμους ακρογωνιαίους λίθους της αρχιτεκτονικής του Παγκόσμιου Ιστού είναι ότι ο σύνδεσμος περιέχει τη διεύθυνση URL της ιστοσελίδας-στόχου, απαλλάσσοντας τον χρήστη από την ανάγκη να αναζητήσει τη διεύθυνση αυτή (ή, άλλως, ο σύνδεσμος είναι το αποτέλεσμα αναζητήσεως την οποία πραγματοποιεί ο χρήστης, όπως συμβαίνει συνήθως στις μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο). Ειδικότερα, ενώ ένας πόρος μπορεί να είναι διαθέσιμος στο διαδίκτυο, γίνεται ωστόσο προσβάσιμος μόνο μέσω της URL διευθύνσεώς του. Αν οι χρήστες δεν γνωρίζουν τη διεύθυνση αυτή, η διαθεσιμότητά του είναι αμιγώς θεωρητική. Το αποτελεσματικότερο δε μέσο γνωστοποίησης της διευθύνσεως URL μιας ιστοσελίδας είναι η δημιουργία υπερσυνδέσμου προς τη σελίδα αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι «τηλεφωνικοί κατάλογοι» του Παγκόσμιου Ιστού, δηλαδή οι μηχανές αναζήτησης, χρησιμοποιούν την τεχνική των υπερσυνδέσμων.

51.      Επομένως, αυτή ακριβώς η τεχνική δυνατότητα της παροχής απευθείας προσβάσεως σε έργο προσδιοριζόμενο από την URL διεύθυνσή του (ή τη διεύθυνση της ιστοσελίδας που περιέχει το έργο αυτό) είναι εκείνη η οποία δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτηρισμό των υπερσυνδέσμων ως «πράξεων παρουσιάσεως στο κοινό» για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

 Το υποκειμενικό στοιχείο της παρουσιάσεως στο κοινό

52.      Υπενθυμίζεται ότι ο νομολογιακός κανόνας τον οποίο έθεσε το Δικαστήριο στην απόφαση Svensson κ.λπ.(37), ήτοι ότι ένας υπερσύνδεσμος προς έργο το οποίο είναι ήδη ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, ισχύει μόνον όταν το επίμαχο έργο έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

53.      Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή το έργο έχει διατεθεί χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου, η νομική κατάσταση που απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου είναι πολύ πιο περίπλοκη. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το αν συντρέχει παρουσίαση στο κοινό εξαρτάται από το αν ο χρήστης που τοποθέτησε τον σύνδεσμο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το έργο στο οποίο παραπέμπει ο σύνδεσμος τέθηκε στη διάθεση του κοινού χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση συνδέσμων που τοποθετούνται για κερδοσκοπικούς σκοπούς, η γνώση αυτή τεκμαίρεται ότι υφίσταται, το τεκμήριο δε αυτό είναι μαχητό (38).

54.      Το Δικαστήριο προέβη στη διάκριση αυτή προς επιδίωξη του θεμιτού σκοπού της διασφάλισης της ισορροπίας μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος των κατόχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και, αφετέρου, της προστασίας των συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων (39). Εντούτοις, η λύση αυτή είναι μάλλον ανορθόδοξη από την άποψη των γενικών κανόνων του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδίως καθόσον εισάγει ένα υποκειμενικό κριτήριο (τη γνώση της καταστάσεως) στον ορισμό ενός αντικειμενικού στοιχείου, ήτοι του εύρους των πράξεων που υπόκεινται στο αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού (40).

 Το κριτήριο του νέου κοινού

55.      Μολονότι η εφαρμογή του κριτηρίου του νέου κοινού προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο συντρέχει παρουσίαση στο κοινό έργων προστατευόμενων από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας είχε εξετασθεί ήδη πριν τεθεί σε ισχύ η οδηγία 2001/29 (41), το συγκεκριμένο κριτήριο υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο μόνον από της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής, κατ’ αρχάς δε στο πλαίσιο της αναμεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών (42). Κατά την τρέχουσα διατύπωση του κριτηρίου αυτού, η περαιτέρω παρουσίαση προστατευόμενου έργου η οποία πραγματοποιείται με το ίδιο τεχνικό μέσο όπως η αρχική παρουσίαση πρέπει να αποβλέπει σε νέο κοινό, ήτοι κοινό το οποίο δεν είχε ληφθεί υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική παρουσίαση, προκειμένου να χαρακτηριστεί ως «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και, ως εκ τούτου, να υπόκειται στο αποκλειστικό δικαίωμα του εν λόγω κατόχου (43).

56.      Εφαρμοζόμενο στο διαδίκτυο, το κριτήριο αυτό βασίζεται στην παραδοχή, η οποία ανάγεται σε ένα είδος πλάσματος δικαίου (44), ότι οποιοσδήποτε χρήστης του διαδικτύου είναι σε θέση να δει και/ή να ακούσει ένα έργο από τη στιγμή που αυτό διατίθεται ελεύθερα προσβάσιμο στον Παγκόσμιο Ιστό και ότι, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το σύνολο των χρηστών αυτών ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ως κοινό κατά την αρχική διάθεση (45). Ο λόγος για τον οποίο κάνω εν προκειμένω λόγο για πλάσμα δικαίου έγκειται στο ότι η παραδοχή αυτή, καίτοι βάσιμη σε θεωρητικό επίπεδο, παραβλέπει εντούτοις το γεγονός ότι ο κυβερνοχώρος του Παγκόσμιου Ιστού είναι πολύ απλά τόσο αχανής ώστε ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει όλο το υλικό που περιλαμβάνουν οι πόροι του, πολλώ δε μάλλον να το έχει δει και/ή ακούσει.

57.      Η παραδοχή δε αυτή όχι μόνον ερείδεται σε μια τεχνητώς κατασκευασμένη και πλασματική βάση, αλλά, στο άκρων άωτό της, καταλήγει στην ανάλωση του δικαιώματος παρουσιάσεως στο κοινό, η οποία εντούτοις αποκλείεται ρητώς από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29. Όπως θα καταδείξω στη συνέχεια, η παραδοχή αυτή φαίνεται πλέον να έχει ξεπεραστεί στη νομολογία του Δικαστηρίου.

 Μια πρόταση για νέα ερμηνεία της νομολογίας σχετικά με τους υπερσυνδέσμους

58.      Η ως άνω ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τους υπερσυνδέσμους με οδηγεί, δίχως να την θέτω υπό αμφισβήτηση, στο να προτείνω μια εξελικτική ερμηνεία της, σε ευθυγράμμιση προς την πλέον πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου.

59.      Το Δικαστήριο, αν και κινείται εντός του πλαισίου της κλασικής ορολογικής κατασκευής του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας, κρίνοντας ποιες πράξεις υπόκεινται στο αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού και διακρίνοντάς τες από εκείνες που δεν υπόκεινται σε αυτό, δεν μετατρέπει ωστόσο το δικαίωμα αυτό σε κάτι εντελώς θεωρητικό. Το Δικαστήριο, καθώς καλείται να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης, εν προκειμένω την οδηγία 2001/29, ασφαλώς κατά τρόπο αφηρημένο και, επομένως, με αποτέλεσμα erga omnes, πλην όμως επί τη βάσει συγκεκριμένης διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιόν του από εθνικό δικαστήριο, οφείλει να δώσει απαντήσεις που να παρέχουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν ένας εκ των διαδίκων της κύριας δίκης φέρει ευθύνη για προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Το Δικαστήριο πρέπει επομένως να καθορίσει τις προϋποθέσεις της ευθύνης αυτής, εγχείρημα το οποίο βαίνει πέραν της απλής οριοθέτησης των πράξεων που καλύπτονται από το μονοπώλιο του δημιουργού. Μια πιο περιοριστική προσέγγιση θα έθετε σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της εναρμονίσεως που επιτεύχθηκε με την οδηγία 2001/29, καταλείποντας στην κατ’ ανάγκην ανομοιογενή κρίση των εθνικών δικαστηρίων τις αποφασιστικές παραμέτρους μιας τέτοιας ευθύνης (46).

60.      Αυτός είναι ο λόγος που το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τόσο η διάθεση και η διαχείριση, στο διαδίκτυο, πλατφόρμας ανταλλαγής προστατευόμενων έργων στο πλαίσιο διομότιμων συστημάτων δικτύων (peer-to-peer) όσο και η πώληση συσκευής ανάγνωσης πολυμέσων στην οποία βρίσκονται προεγκατεστημένοι υπερσύνδεσμοι προς ελεύθερα προσβάσιμους στο κοινό ιστοτόπους, οι οποίοι παρέχουν στο κοινό πρόσβαση σε έργα προστατευόμενα με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας χωρίς τη συγκατάθεση των κατόχων των σχετικών δικαιωμάτων, εμπίπτουν στην έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (47), παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις η πραγματική διάθεση των έργων στο κοινό έχει πραγματοποιηθεί σε προγενέστερο στάδιο. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στον καθοριστικό ρόλο και στην πλήρη γνώση του εμπλεκόμενου χρήστη όταν παρέχει, στην πράξη, πρόσβαση στα έργα (48).

61.      Η προσέγγιση αυτή μπορεί επίσης να οδηγήσει στον μετριασμό της ευθύνης. Σε έναν άλλο τομέα του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας (πιο συγκεκριμένα στον τομέα των συγγενικών δικαιωμάτων), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα του παραγωγού φωνογραφημάτων να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή του φωνογραφήματός του, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2001/29, δεν του παρέχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί στη χρήση από τρίτον ενός ηχητικού sample από το φωνογράφημά του με σκοπό την ενσωμάτωση του sample σε άλλο φωνογράφημα, αν το εν λόγω sample ενσωματώνεται εκεί υπό μορφή τροποποιημένη και μη αναγνωρίσιμη κατά την ακρόασή του (49), αν και προφανώς οποιαδήποτε χρήση sample προϋποθέτει αναπαραγωγή του φωνογραφήματος.

62.      Όσον αφορά τους υπερσυνδέσμους, η προσέγγιση του Δικαστηρίου, στον βαθμό που εστιάζει στην οριοθέτηση των προϋποθέσεων ευθύνης λόγω προσβολής του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, εξηγεί ειδικότερα για ποιον λόγο εισήχθη το υποκειμενικό στοιχείο στην ανάλυση της πράξεως η οποία ενδέχεται να στοιχειοθετεί την προσβολή αυτή (50).

63.      Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, και το κριτήριο του νέου κοινού, χάρη στο οποίο, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι υπερσύνδεσμοι δεν προϋποθέτουν κατ’ αρχήν τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (51).

64.      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, δεν απαιτείται νέα συγκατάθεση για περαιτέρω πράξη παρουσιάσεως έργου στο κοινό, όταν αυτή πραγματοποιείται με τον ίδιο από τεχνικής απόψεως τρόπο όπως η αρχική παρουσίαση και απευθύνεται στο ίδιο κοινό το οποίο είχε λάβει υπόψη ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική παρουσίαση (52). Τούτο ισχύει και στην περίπτωση των υπερσυνδέσμων οι οποίοι, κάνοντας χρήση του ίδιου τεχνικού μέσου, ήτοι του Παγκόσμιου Ιστού, απευθύνονται στο ίδιο με την αρχική παρουσίαση κοινό, δηλαδή στο σύνολο των χρηστών του διαδικτύου, εφόσον η αρχική εκείνη παρουσίαση είχε γίνει χωρίς περιορισμούς στην πρόσβαση.

65.      Πάντως, κατ’ αρχάς, το ίδιο το Δικαστήριο έχει ήδη παρατηρήσει ότι η λύση αυτή δικαιολογείται όχι τόσο από την έλλειψη πράξεως παρουσιάσεως, διότι κατά την εκτίμησή του τέτοια παρουσίαση συντρέχει, αλλά από το γεγονός ότι ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, γνωρίζοντας την αρχιτεκτονική του διαδικτύου (ή, ακριβέστερα, του Παγκόσμιου Ιστού), έχοντας επιτρέψει τη διάθεση στο κοινό του έργου χωρίς περιορισμούς, θεωρείται ότι έχει επίσης επιτρέψει και την τοποθέτηση υπερσυνδέσμων προς το έργο αυτό. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι για κάθε πράξη που υπόκειται σε αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού πρέπει να λαμβάνεται προηγουμένως η συγκατάθεσή του, η οδηγία 2001/29 δεν απαιτεί εντούτοις η συγκατάθεση αυτή να παρέχεται οπωσδήποτε ρητώς (53).

66.      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διαπίστωσε, παραπέμποντας ρητώς στην απόφαση Svensson κ.λπ.(54), ότι «σε υπόθεση στην οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει την έννοια “νέο κοινό”, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον ο συγγραφέας έχει παράσχει την προηγούμενη, ρητή και χωρίς επιφυλάξεις άδειά του για τη δημοσίευση των άρθρων του στον ιστότοπο του εκδότη εντύπου, χωρίς κατά τα λοιπά να κάνει χρήση τεχνικών μέσων που να περιορίζουν την πρόσβαση στα εν λόγω έργα από άλλους ιστοτόπους, ο συγγραφέας αυτός μπορεί, κατ’ ουσίαν, να θεωρηθεί ότι έχει επιτρέψει την παρουσίαση των έργων στο σύνολο των χρηστών του διαδικτύου» (55).

67.      Πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί αν η σιωπηρή αυτή συγκατάθεση εκ μέρους του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί πράγματι να αφορά «το σύνολο των χρηστών του διαδικτύου». Φρονώ πως όχι.

68.      Ειδικότερα, τα όρια της παραδοχής αυτής επισημάνθηκαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Renckhoff (56). Η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε υπερσύνδεσμο προς προστατευόμενο έργο αλλά έργο το οποίο είχε μεταφορτωθεί από ιστότοπο όπου είχε τεθεί στη διάθεση του κοινού με τη συγκατάθεση του δημιουργού και είχε αναρτηθεί, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε άλλον ιστότοπο.

69.      Αν όμως το κριτήριο του νέου κοινού εφαρμοζόταν κατά γράμμα (57), η πράξη αυτή δεν θα καλυπτόταν από το αποκλειστικό δικαίωμα του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι για όσο διάστημα το επίμαχο έργο θα ήταν προσβάσιμο με τη συγκατάθεσή του στον πρώτο ιστότοπο (ή σε οποιονδήποτε άλλο ιστότοπο, όχι κατ’ ανάγκην στον ιστότοπο από τον οποίο αντιγράφηκε το έργο), η διάθεση στον δεύτερο ιστότοπο δεν θα αφορούσε νέο κοινό, δεδομένου ότι κατά την πρώτη διάθεση είχαν ληφθεί υπόψη όλοι οι χρήστες του διαδικτύου. Τουτέστιν, ο κάτοχος του δικαιώματος δεν θα ήλεγχε πλέον τη διάδοση του έργου του, πράγμα το οποίο, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο στην απόφασή του, θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάλωση του αποκλειστικού του δικαιώματος (58).

70.      Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επομένως ότι το περιεχόμενο του κριτηρίου του νέου κοινού έπρεπε να περιοριστεί διά της τροποποιήσεως του ορισμού του κοινού που υποτίθεται ότι ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική διάθεση του έργου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κοινό αυτό αποτελείται μόνον από τους χρήστες του ιστοτόπου στον οποίο έλαβε χώρα η αρχική αυτή διάθεση «και όχι από τους χρήστες του ιστοτόπου στον οποίο αναρτήθηκε μεταγενέστερα το έργο χωρίς την άδεια του εν λόγω κατόχου, ή από άλλους χρήστες του διαδικτύου» (59).

71.      Κατά συνέπεια, κατόπιν της αποφάσεως Renckhoff (60), το πλάσμα δικαίου σύμφωνα με το οποίο κάθε διάθεση στο κοινό προστατευόμενου έργου το οποίο είναι ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο αφορά το σύνολο των (πραγματικών και δυνητικών) χρηστών του διαδικτύου, δεν στέκει πλέον ούτε στο πλαίσιο των υπερσυνδέσμων. Όχι μόνο καταλήγει σε de facto ανάλωση του δικαιώματος παρουσιάσεως στο κοινό μέσω διαδικτύου, αλλά βρίσκεται και σε λογική ανακολουθία με την απόφαση αυτή.

72.      Ας αναλογιστούμε ειδικότερα τις συνέπειες της αποφάσεως Svensson κ.λπ.(61) υπό περιστάσεις παρόμοιες με εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Renckhoff. Κατά την τελευταία αυτή απόφαση, η μεταφόρτωση του προστατευόμενου έργου από ιστότοπο στον οποίο είχε τεθεί στη διάθεση του κοινού με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και η τοποθέτησή του σε άλλον ιστότοπο προσβάλλει τα δικαιώματα του κατόχου. Εντούτοις, η τοποθέτηση στη δεύτερη ιστοσελίδα συνδέσμου προς το ίδιο έργο το οποίο είναι διαθέσιμο στην πρώτη ιστοσελίδα, ακόμη και μέσω framing, με αποτέλεσμα το έργο να εμφανίζεται ως εάν ήταν τοποθετημένο στη δεύτερη ιστοσελίδα, δεν καλύπτεται από το νομικό μονοπώλιο του δημιουργού και, επομένως, δεν θα το έθιγε (62). Πάντως, το κοινό της αρχικής διαθέσεως είναι σε αμφότερες τις περιπτώσεις το ίδιο: το σύνολο των χρηστών του διαδικτύου!

73.      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως έκρινε και το Δικαστήριο στην απόφαση Renckhoff (63), ότι το κοινό που ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τη διάθεση στο κοινό ενός έργου σε ιστότοπο αποτελείται από το κοινό που επισκέπτεται τον συγκεκριμένο ιστότοπο. Ένας τέτοιος ορισμός του κοινού που λαμβάνεται υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας αντικατοπτρίζει ορθώς, κατά τη γνώμη μου, την πραγματικότητα του διαδικτύου. Συγκεκριμένα, μολονότι θεωρητικώς κάθε χρήστης του διαδικτύου μπορεί να επισκέπτεται έναν ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο, στην πράξη ο αριθμός των δυνητικών χρηστών που μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτόν είναι ασφαλώς μεν κατά το μάλλον ή ήττον σημαντικός, πλην όμως καθορίζεται κατά προσέγγιση. Ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας λαμβάνει υπόψη το εύρος αυτού του κύκλου δυνητικών χρηστών επιτρέποντας τη διάθεση στο κοινό του έργου του. Αυτό είναι σημαντικό ιδίως όταν η διάθεση αυτή πραγματοποιείται βάσει άδειας εκμεταλλεύσεως, διότι ο δυνητικός αριθμός των πιθανών επισκεπτών μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για τον καθορισμό του τιμήματος της άδειας εκμεταλλεύσεως.

74.      Η δε πρόσβαση στον εν λόγω ιστότοπο είναι πιθανό, και μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων, να λάβει χώρα μέσω υπερσυνδέσμων. Το κοινό του ιστοτόπου που περιέχει τον σύνδεσμο καθίσταται επομένως κοινό του ιστοτόπου-στόχου, δηλαδή κοινό στο οποίο αποβλέπει ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

75.      Συνοψίζοντας, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους υπερσυνδέσμους, ή γενικότερα σχετικά με την παρουσίαση έργων στο κοινό μέσω διαδικτύου, πρέπει να ερμηνευθεί, κατά τη γνώμη μου, υπό την έννοια ότι ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, επιτρέποντας τη διάθεση στο κοινό του έργου του σε ελεύθερα προσβάσιμη ιστοσελίδα, λαμβάνει υπόψη το σύνολο του κοινού που μπορεί να έχει πρόσβαση στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα, ακόμη και μέσω υπερσυνδέσμων. Κατά συνέπεια, οι σύνδεσμοι αυτοί, μολονότι αποτελούν πράξεις παρουσιάσεως, διότι παρέχουν άμεση πρόσβαση στο έργο, καλύπτονται κατ’ αρχήν από τη συγκατάθεση την οποία έχει παράσχει ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική διάθεση και δεν απαιτείται εκ νέου συγκατάθεσή του.

 Εφαρμογή στις περιπτώσεις ενσωματώσεως σε ιστοσελίδες έργων προερχόμενων από άλλους ιστοτόπους

 Το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος

76.      Υπενθυμίζεται ότι, με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η ενσωμάτωση σε ιστότοπο, μέσω της τεχνικής του framing, προστατευόμενου έργου το οποίο έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού, με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, σε άλλον ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο, συνιστά παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρο 3 παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, όταν με την ενσωμάτωση αυτή παρακάμπτονται τα μέτρα προστασίας κατά του framing τα οποία έλαβε ή απαίτησε να ληφθούν ο κάτοχος του δικαιώματος.

77.      Πρέπει εκ προοιμίου να διευκρινιστούν ορισμένες ορολογικές πτυχές. Η ορολογία του διαδικτύου δεν χαρακτηρίζεται από καρτεσιανή σαφήνεια και οι όροι framing, inline linkingκαι embedding χρησιμοποιούνται ενίοτε ως συνώνυμα. Το Δικαστήριο έχει εξάλλου υιοθετήσει στη νομολογία του τον γαλλικό όρο «transclusion», ο οποίος φαίνεται να περικλείει εννοιολογικά όλες αυτές τις τεχνικές. Καίτοι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται με το προδικαστικό ερώτημά του στο framing, μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι η προβληματική στη διαφορά της κύριας δίκης αφορά, ή μπορεί να αφορά, κάθε μέσο διά του οποίου ενσωματώνεται σε ιστοσελίδα πόρος προερχόμενος από άλλον ιστότοπο.

78.      Οι τεχνικές δε που καθιστούν δυνατό ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν περιορίζονται στο framing, το οποίο συνίσταται στον διαχωρισμό της οθόνης σε περισσότερα μέρη καθένα από τα οποία μπορεί να παρουσιάζει το περιεχόμενο άλλης ιστοσελίδας. Παραδείγματος χάριν, το inline linking καθιστά δυνατή την ενσωμάτωση σε ιστοσελίδα ενός στοιχείου, συνήθως αρχείου γραφικών ή οπτικοακουστικού αρχείου, από άλλον ιστότοπο (64). Κατόπιν τούτου, το ενσωματωμένο στοιχείο εμφανίζεται στην οθόνη αυτομάτως, χωρίς ο χρήστης να χρειάζεται να κάνει κλικ στον σύνδεσμο. Φρονώ ότι ο αυτοματισμός αυτός είναι πολύ σημαντικότερος από πλευράς δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με τη χρήση του framing. Θα αναπτύξω την ιδέα αυτή λεπτομερέστερα κατωτέρω.

79.      Υπάρχουν τεχνολογικά μέτρα προστασίας έναντι αυτής της μορφής συνδέσμων. Τα μέτρα αυτά συνίστανται ιδίως στην εισαγωγή στον κώδικα HTML της προστατευόμενης ιστοσελίδας εντολών που εμποδίζουν τη λειτουργία του συνδέσμου, που εμποδίζουν το άνοιγμα της σελίδας εντός πλαισίου (frame) απαιτώντας νέο παράθυρο ή καρτέλα (tab) ή ακόμη που εμφανίζουν στη θέση του στοιχείου που επιθυμεί να δει ο χρήστης μια άλλη εικόνα, επί παραδείγματι μια προειδοποίηση σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

80.      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η ενσωμάτωση σε άλλον ιστότοπο μέσω υπερσυνδέσμων ενός έργου το οποίο έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού σε ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο, με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε το έργο να εμφανίζεται στον δεύτερο ιστότοπο ως εάν αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του δευτέρου αυτού ιστοτόπου, συνιστά παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως όταν με την ενσωμάτωση αυτή παρακάμπτονται τα μέτρα προστασίας κατά μιας τέτοιου είδους χρήσεως του έργου.

 Οι σύνδεσμοι που ενεργοποιούνται με κλικ

81.      Όπως υπομνήσθηκε, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η τοποθέτηση υπερσυνδέσμου προς έργο το οποίο προστατεύεται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού σε άλλον, ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο, με τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, συνιστά πράξη παρουσιάσεως του έργου αυτού στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

82.      Για τον λόγο αυτό, δεν συμμερίζομαι την ανάλυση του SPK, σύμφωνα με την οποία από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι υπερσύνδεσμοι προς προστατευόμενα έργα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούν το framing ή παρόμοιες τεχνικές, βρίσκονται εκτός του πεδίου των αποκλειστικών δικαιωμάτων των κατόχων του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, οπότε ουδεμία παρουσίαση στο κοινό συντρέχει, παρά την ενδεχόμενη εφαρμογή από τους εν λόγω κατόχους μέτρων προστασίας κατά της χρήσεως τέτοιου είδους συνδέσμων.

83.      Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η τοποθέτηση υπερσυνδέσμων αποτελεί πράγματι πράξη η οποία έχει σημασία από απόψεως δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθόσον παρέχεται άμεση πρόσβαση στο έργο. Εντούτοις, η πράξη αυτή δεν σημαίνει ότι απαιτείται νέα συγκατάθεση από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι, στο μέτρο που αποβλέπει σε κοινό το οποίο αυτός έχει ήδη λάβει υπόψη κατά την αρχική διάθεση, καλύπτεται από τη συγκατάθεση που αυτός είχε παράσχει κατά την αρχική παρουσίαση.

84.      Όσον αφορά τον ορισμό του κοινού που ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, προτείνω να γίνει δεκτό, υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου στο σύνολό της, ότι το κοινό αυτό αποτελείται από το κοινό, ακόμη και δυνητικό, της ιστοσελίδας στην οποία πραγματοποιήθηκε η αρχική διάθεση (65).

85.      Το κοινό αυτό μπορεί να έχει πρόσβαση στον ιστότοπο με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων και μέσω υπερσυνδέσμων. Η διαπίστωση αυτή δεν δημιουργεί πρόβλημα στην περίπτωση απλών συνδέσμων, οι οποίοι παραπέμπουν στην αρχική σελίδα του ιστοτόπου. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και στην περίπτωση των deep links προς συγκεκριμένες σελίδες ενός ιστοτόπου. Τούτο διότι, στην πράξη, δεν θα ήταν εύλογο να απαιτεί οποιοσδήποτε δημιουργός από το κοινό του να ξεκινά πάντοτε από την πρώτη κενή σελίδα του βιβλίου ή από τους τίτλους αρχής όταν διαβάζει ή βλέπει το έργο του. Εξάλλου, πρόκειται για ζήτημα που δεν αφορά τόσο αυτή καθεαυτήν την πρόσβαση στα έργα όσο τις όλες περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η πρόσβαση, όπως η παράλειψη της διαφημίσεως που ενδεχομένως συνδέεται με το έργο και προσπορίζει έσοδα στον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Η έκταση όμως των αποκλειστικών δικαιωμάτων του κατόχου δεν είναι δυνατόν να καθορίζεται από τέτοια στοιχεία.

86.      Πιο λεπτά ζητήματα ανακύπτουν όταν γίνεται χρήση του framing και, ειδικότερα, του inline frame. Στην περίπτωση αυτή ειδικότερα είναι δύσκολο να καθοριστεί αν το κοινό που αποκτά κατ’ αυτόν τον τρόπο πρόσβαση σε ιστότοπο από άλλον ιστότοπο πρέπει να θεωρηθεί ότι ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική διάθεση του έργου στον πρώτο ιστότοπο.

87.      Κατά την άποψή μου, είναι αρκετά σαφές ότι η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική όταν αντικείμενο του framing είναι ένας ιστότοπος στο σύνολό του ή μια ολόκληρη ιστοσελίδα του ιστοτόπου αυτού. Είναι αληθές ότι μια τέτοιου είδους χρήση του ιστοτόπου ενός τρίτου προσώπου μπορεί να συνιστά κατάχρηση και να προκαλεί ορισμένα προβλήματα από την άποψη των ηθικών δικαιωμάτων του δημιουργού, του δικαίου των σημάτων ή ακόμη και του αθέμιτου ανταγωνισμού. Εντούτοις, από την άποψη της προσβάσεως στο έργο και, επομένως, του δικαιώματος παρουσιάσεως στο κοινό, η κατάσταση αυτή δεν είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των κλασικών συνδέσμων. Οι χρήστες αποκτούν όντως πρόσβαση στον ιστότοπο-στόχο του συνδέσμου και, μολονότι αυτός εμφανίζεται εντός της ιστοσελίδας που περιέχει τον σύνδεσμο, αποτελούν το κοινό του ιστοτόπου αυτού, δηλαδή το κοινό το οποίο ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τη διάθεση του έργου στον εν λόγω ιστότοπο.

88.      Πιο προβληματική είναι η περίπτωση των συνδέσμων που οδηγούν σε συγκεκριμένα στοιχεία μιας ιστοσελίδας (επί παραδείγματι σε εικόνες ή οπτικοακουστικά αρχεία), ιδίως όταν το στοιχείο εμφανίζεται ως αναπόσπαστο τμήμα άλλου ιστοτόπου μέσω του framing ή του inline frame. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, ο χρήστης, κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο, συνδέεται με τον ιστότοπο προέλευσης του συνδεόμενου στοιχείου ενεργοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μετάδοση του συγκεκριμένου στοιχείου. Ο εν λόγω χρήστης πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος του κοινού του ιστοτόπου αυτού, δηλαδή του κοινού που ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας όταν επέτρεψε τη διάθεση του έργου του στον ως άνω ιστότοπο.

89.      Εξάλλου, ο χρήστης, ακριβώς επειδή είναι υποχρεωμένος να ενεργοποιήσει προηγουμένως έναν σύνδεσμο, αντιλαμβάνεται ότι αποκτά έτσι πρόσβαση σε περιεχόμενο το οποίο δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστοσελίδας που περιέχει τον σύνδεσμο αυτόν. Μολονότι η πατρότητα του περιεχομένου αυτού μπορεί να αποκρυβεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο χρήστης ο οποίος είναι ευλόγως ενημερωμένος για τον τρόπο λειτουργίας του διαδικτύου οφείλει να γνωρίζει ότι είναι πιθανόν το περιεχόμενο στο οποίο στοχεύει ο σύνδεσμος να προέρχεται από άλλη πηγή και όχι από την ιστοσελίδα στην οποία βρίσκεται. Προς αποτροπή δε ενδεχόμενων καταχρήσεων, ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να επικαλεστεί το ηθικό δικαίωμά του ή, ενδεχομένως, δικαιώματα που εμπίπτουν σε άλλους τομείς της διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως το δίκαιο των σημάτων (66).

90.      Θεωρώ, εξάλλου, ότι είναι δύσκολο να χαράξουμε εν προκειμένω μιας σαφή διαχωριστική γραμμή, διότι οι καταστάσεις μπορούν σε μεγάλο βαθμό να ποικίλλουν, περιλαμβάνοντας περιπτώσεις όπως: framing ιστοτόπων ή ιστοσελίδων των οποίων το περιεχόμενο συνίσταται κατ’ ουσίαν αποκλειστικώς σε προστατευόμενα έργα ή ιστοτόπων και ιστοσελίδων που αποτελούν οι ίδιοι και οι ίδιες τέτοια έργα, deep links προς προστατευόμενα αντικείμενα που ανοίγουν σε χωριστό παράθυρο του browser ή με ή χωρίς ένδειξη της διευθύνσεως του τόπου προελεύσεως, απλοί σύνδεσμοι προς ιστοτόπους των οποίων η αρχική σελίδα ή ο ίδιος ο ιστότοπος αποτελούν προστατευόμενα έργα κ.λπ. Η ανάλυση αυτών των διαφορετικών καταστάσεων θα απαιτούσε την κατά περίπτωση εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, με αβέβαια αποτελέσματα. Πλην όμως, ο κύκλος των δυνάμενων να αποκτήσουν πρόσβαση στο έργο προσώπων, τον οποίο θεωρείται ότι έλαβε υπόψη ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τη διάθεση του έργου αυτού, δεν μπορεί να εξαρτάται από τέτοιου είδους εκτιμήσεις πραγματικής φύσης (67).

91.      Επομένως, είμαι της γνώμης ότι, στην περίπτωση προστατευόμενων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας έργων τα οποία έχουν τεθεί στη διάθεση του κοινού για ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο με τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το κοινό το οποίο αποκτά πρόσβαση σε τέτοια έργα μέσω συνδέσμων που ενεργοποιούνται με κλικ και χρησιμοποιούν την τεχνική του framing, συμπεριλαμβανομένου του inline frame, αποτελεί μέρος του κοινού το οποίο έλαβε υπόψη ο εν λόγω κάτοχος κατά την αρχική διάθεση των έργων αυτών (68). Βεβαίως, το ως άνω συμπέρασμα δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι σύνδεσμοι παρακάμπτουν τα περιοριστικά της προσβάσεως μέτρα ή παραπέμπουν σε έργα που τέθηκαν στη διάθεση του κοινού χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθότι στις περιπτώσεις αυτές έχουν εφαρμογή οι λύσεις που δόθηκαν με τις αποφάσεις Svensson κ.λπ.(69) και GS Media (70) αντιστοίχως.

 Η ενσωμάτωση (embedding)

92.      Εν συνεχεία, θα αναλύσω την περίπτωση κατά την οποία έργα που προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και περιλαμβάνονται σε άλλους ιστοτόπους ενσωματώνονται σε ιστοσελίδα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εμφανίζονται αυτομάτως σε αυτήν ήδη με το άνοιγμα της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, χωρίς καμία πρόσθετη ενέργεια εκ μέρους του χρήστη (inline links). Θα περιέγραφα την τεχνική αυτή ως «αυτόματοι σύνδεσμοι». Η περίπτωση των αυτόματων αυτών συνδέσμων διαφέρει κατά τη γνώμη μου από πολλές απόψεις από εκείνη των συνδέσμων που ενεργοποιούνται με κλικ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούν την τεχνική του framing (71).

–       Οι αυτόματοι σύνδεσμοι ως παρουσίαση στο κοινό

93.      Οι αυτόματοι σύνδεσμοι εμφανίζουν τον πόρο ως αναπόσπαστο στοιχείο της ιστοσελίδας που περιέχει τον σύνδεσμο αυτόν. Για τον χρήστη, επομένως, ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ μιας εικόνας η οποία ενσωματώνεται σε ιστοσελίδα από τον ίδιο διακομιστή και μιας εικόνας η οποία ενσωματώνεται από άλλον ιστότοπο. Αν, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Renckhoff (72), ο ιδιοκτήτης του ιστοτόπου όπου είχε πραγματοποιηθεί η περαιτέρω παρουσίαση στο κοινό είχε τοποθετήσει αυτόματο σύνδεσμο προς την επίμαχη εικόνα αντί να την αναπαραγάγει και να την δημοσιεύσει στο διαδίκτυο από τον δικό του διακομιστή, το αποτέλεσμα για το κοινό θα ήταν το ίδιο. Μόνον «παρασκηνιακά» διαφοροποιείται ο τρόπος λειτουργίας.

94.      Οι αυτόματοι σύνδεσμοι καθιστούν ως εκ τούτου δυνατή την άνευ συγκατάθεσης εκμετάλλευση ενός έργου τρίτου στο διαδίκτυο, με τον ίδιο, στην πράξη, τρόπο όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση αναπαραγωγής και αυτοτελούς διάθεσης στο κοινό. Συγχρόνως, η συγκάλυψη της χρήσεως της τεχνολογίας των υπερσυνδέσμων προσδίδει στην πρακτική αυτή μια επίφαση νομιμότητας, δεδομένου ότι το έργο αναρτάται στο διαδίκτυο, από τεχνικής απόψεως, μόνον από τον διακομιστή που φιλοξενεί τον ιστότοπο προελεύσεως (73).

95.      Εντούτοις, στην περίπτωση των αυτόματων συνδέσμων, το κοινό που βλέπει και/ή ακούει το έργο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι είναι το κοινό του ιστοτόπου προελεύσεως του έργου. Συγκεκριμένα, για το κοινό, δεν υπάρχει πλέον καμία διασύνδεση με τον ιστότοπο προελεύσεως, τα πάντα γίνονται στον ιστότοπο που περιέχει τον σύνδεσμο. Επομένως, είναι το κοινό του τελευταίου αυτού ιστοτόπου που βλέπει και/ή ακούει το έργο. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας έλαβε υπόψη το κοινό αυτό παρέχοντας την άδειά του για την αρχική διάθεση, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με επιστροφή στη θεωρητική κατασκευή του κοινού που αποτελείται από το σύνολο των χρηστών του διαδικτύου (74), όπερ προσκρούει στην απόφαση Renckhoff (75). Στο μέτρο δε που η τοποθέτηση των αυτόματων συνδέσμων έχει τα ίδια αποτελέσματα με αναπαραγωγή η οποία τίθεται αυτοτελώς στη διάθεση του κοινού, δεν βλέπω λόγο να αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Τυχόν διαφορετική μεταχείριση θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τόσο τη νομολογία που καθιερώθηκε με την απόφαση Renckhoff όσο και το, εκ φύσεως προληπτικού χαρακτήρα, αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού, αν ήταν δυνατό κάποιος, αντί να αναπαραγάγει ένα έργο και να το αναρτά στο διαδίκτυο, να το ενσωματώνει απλώς στον δικό του ιστότοπο μέσω αυτόματου συνδέσμου (76).

96.      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η περίπτωση των αυτόματων συνδέσμων διαφέρει από την περίπτωση των συνδέσμων που ενεργοποιούνται με κλικ και από πλευράς του τρόπου με τον οποίο νοείται το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

97.      Υπενθυμίζεται ότι το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνει τις πράξεις με τις οποίες το έργο διατίθεται στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να μπορεί να έχει πρόσβαση στο έργο όταν και όπου αυτός επιλέγει. Αυτός είναι ο συνήθης τρόπος παρουσιάσεως στο κοινό εντός του Παγκόσμιου Ιστού. Το έργο τίθεται στη διάθεση του κοινού σε έναν ιστότοπο και οι χρήστες ενεργοποιούν τη μετάδοσή του κατά τον χρόνο που αποκτούν πρόσβαση στον εν λόγω ιστότοπο. Στην περίπτωση των συνδέσμων που ενεργοποιούνται με κλικ, η μετάδοση ξεκινά με την ενεργοποίηση του συνδέσμου και, επομένως, από ενέργεια του χρήστη.

98.      Στην περίπτωση των αυτόματων συνδέσμων, η μετάδοση, από τον ιστότοπο προελεύσεως του έργου, ενεργοποιείται διά του αυτοματισμού που περιλαμβάνεται στον κώδικα HTML του ιστοτόπου που περιέχει τον σύνδεσμο. Μέσω αυτού του ιστοτόπου πραγματοποιείται, ως εκ τούτου, η παρουσίαση στο κοινό. Ο ιδιοκτήτης του διαδραματίζει συνεπώς καθοριστικό ρόλο στην παρουσίαση του έργου που αποτελεί το αντικείμενο του συνδέσμου σε ένα κοινό το οποίο δεν ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την αρχική διάθεση, ήτοι το κοινό του δικού του ιστοτόπου (77). Επομένως, πραγματοποιεί μια συμπληρωματική πράξη παρουσιάσεως (πράξη μεταδόσεως), ανεξάρτητη τόσο από τη διάθεση του έργου στο κοινό, η οποία πραγματοποιείται στον ιστότοπο προελεύσεως, όσο και από την πράξη παροχής άμεσης προσβάσεως στο έργο αυτό, η οποία συνίσταται στην τοποθέτηση συνδέσμου. Η συμπληρωματική αυτή πράξη απαιτεί συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του επίμαχου έργου.

99.      Είναι αληθές ότι, στην περίπτωση των αυτόματων συνδέσμων, σε αντίθεση με τις περιστάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Renckhoff, ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας διατηρεί, κατ’ αρχήν, τον τελικό έλεγχο επί της παρουσιάσεως του έργου, διότι μπορεί να αποσύρει το έργο αυτό από τον ιστότοπο προελεύσεως, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό ανενεργό κάθε σύνδεσμο που παραπέμπει σε αυτόν (78).

100. Εντούτοις, πρώτον, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, το να υποχρεωθεί ο κάτοχος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας να ανεχθεί την άνευ συγκατάθεσης χρήση του έργου από τρίτον ή να παραιτηθεί από τη χρήση του από τον ίδιο θα αντέβαινε σε όλη την ιδέα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Πράγματι, σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι να παράσχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να επιλέγει ελεύθερα τον τρόπο εκμεταλλεύσεως του έργου και να αντλεί τα σχετικά οικονομικά οφέλη, χωρίς η εκμετάλλευση αυτή να μπορεί να καταλήγει σε τυχόν περαιτέρω μη επιτρεπόμενη χρήση του εν λόγω έργου.

101. Δεύτερον, ο κάτοχος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι πάντοτε σε θέση να αποσύρει το έργο από έναν ιστότοπο, διότι η χρήση του μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συμβάσεως εκμεταλλεύσεως (79). Θα ήταν, επομένως, υποχρεωμένος ο κάτοχος να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του για την εκμετάλλευση του έργου, με όλες τις επακόλουθες νομικές και οικονομικές συνέπειες.

102. Τρίτον και τελευταίο, η απώλεια ελέγχου του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου του επ’ ουδενί αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη πράξεως καλυπτόμενης από το μονοπώλιο του κατόχου και, ως εκ τούτου, για την προσβολή του μονοπωλίου αυτού όταν η σχετική πράξη τελείται χωρίς τη συγκατάθεσή του. Ειδικότερα, στην περίπτωση της παρουσιάσεως στο κοινό, η περαιτέρω παρουσίαση μπορεί να συνιστά τέτοιου είδους πράξη, έστω και αν εξαρτάται από την αρχική παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε από τον κάτοχο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή με την άδειά του (80).

103. Επομένως, ο θεωρητικός αυτός έλεγχος τον οποίο ασκεί ο κάτοχος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί της αρχικής διαθέσεως του έργου δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι καθοριστική για την εκτίμηση, από πλευράς δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, της περαιτέρω χρήσεως του έργου αυτού μέσω αυτόματων συνδέσμων.

104. Το ίδιο ισχύει και ως προς το ότι είναι σχετικά εύκολο να καταστεί ανενεργός ένας αυτόματος σύνδεσμος μεταβάλλοντας τη διεύθυνση URL του έργου, τροποποιώντας επί παραδείγματι το όνομα του αρχείου που περιέχει το έργο αυτό. Αφενός, ο κάτοχος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι πάντοτε κύριος της αρχικής διαθέσεως του έργου, ιδίως όταν αυτή πραγματοποιείται στον ιστότοπο κατόχου άδειας εκμεταλλεύσεως. Επομένως, δεν έχει πάντοτε τη δυνατότητα να μεταβάλλει ελεύθερα τη διεύθυνση του έργου, ούτε τη δυνατότητα να το αποσύρει από τον ιστότοπο. Αφετέρου, το συγκεκριμένο μέτρο δύναται να ληφθεί μόνον αφότου διαπιστωθεί χρήση του έργου μέσω αυτόματου συνδέσμου, ενώ το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού έχει προληπτικό χαρακτήρα, όπως υπογραμμίζει σχετικώς το Δικαστήριο στη νομολογία του (81).

105. Για τους λόγους αυτούς, καταλήγω ότι επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ των «ενεργοποιούμενων με κλικ» συνδέσμων, στους οποίους αναφέρεται η νομολογία του Δικαστηρίου, και των αυτόματων συνδέσμων, μέσω των οποίων ο πόρος στον οποίο παραπέμπει ο σύνδεσμος εμφανίζεται αυτομάτως στην ιστοσελίδα που περιέχει τον σύνδεσμο αυτόν, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του χρήστη. Πράγματι, όταν οι εν λόγω αυτόματοι σύνδεσμοι παραπέμπουν σε έργα προστατευόμενα με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, συντρέχει, τόσο από τεχνικής όσο και από λειτουργικής απόψεως, πράξη παρουσιάσεως του έργου σε κοινό το οποίο δεν ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του σχετικού δικαιώματος κατά την αρχική διάθεσή του, ήτοι σε κοινό ιστοτόπου διαφορετικού από εκείνον όπου πραγματοποιήθηκε η αρχική διάθεση.

–       Η κατάσταση των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας

106. Μια τέτοια ερμηνεία προσφέρει στους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας νομικά εργαλεία προστασίας από την άνευ συγκατάθεσης εκμετάλλευση των έργων τους στο διαδίκτυο. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται, επομένως, η διαπραγματευτική θέση τους για τη χορήγηση αδειών χρήσεως των έργων αυτών. Πράγματι, ποιος θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει κατάλληλο αντίτιμο για τη χρήση ενός έργου στο διαδίκτυο, αν ήταν δυνατή και απολύτως νόμιμη η δωρεάν τοποθέτηση αυτόματου συνδέσμου προς τον ιστότοπο του δημιουργού ή προς οποιονδήποτε άλλο ιστότοπο στον οποίο το επίμαχο έργο τίθεται στη διάθεση του κοινού;

107. Με τη λύση αυτή διασφαλίζεται περαιτέρω η αναγκαία ευελιξία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι κάτοχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επιθυμούν να επιτρέψουν την τοποθέτηση αυτόματων συνδέσμων προς τα έργα τους. Ειδικότερα, ορισμένοι δημιουργοί δημοσιεύουν τα έργα τους στο διαδίκτυο αποβλέποντας στον ευρύτερο δυνατό διαμοιρασμό τους, χωρίς να επιθυμούν την άμεση άντληση εσόδων. Οι δημιουργοί αυτοί θα μπορούσαν, σε μια τέτοια περίπτωση, να συνοδεύσουν τη διάθεση του έργου τους στο διαδίκτυο με την παροχή μιας άδειας που θα καθορίζει τους επιτρεπόμενους τρόπους χρήσεως (επί παραδείγματι, εμπορική ή μη χρήση) και τις προϋποθέσεις της χρήσεως αυτής (επί παραδείγματι, την αναγραφή του ονόματος του δημιουργού), όπως προβλέπεται στο σύστημα των αδειών «Creative Commons»(82). Οι πλατφόρμες ανταλλαγής περιεχομένου στο διαδίκτυο ρυθμίζουν ήδη το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο των πολιτικών τους σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση του περιεχομένου που μεταφορτώνεται από τους χρήστες, καταλείποντας στους χρήστες, κατά το μάλλον ή ήττον, ελευθερία ως προς το ζήτημα αυτό (83). Μολονότι ενίοτε ανακύπτουν αντιπαραθέσεις σχετικά με το εάν οι άδειες αυτές καλύπτουν τους αυτόματους συνδέσμους ή το framing, οι αντιπαραθέσεις αυτές οφείλονται στην αβεβαιότητα που περιβάλλει το καθεστώς των τεχνικών αυτών από πλευράς δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Άπαξ και αρθεί η αβεβαιότητα αυτή, οι πλατφόρμες θα είναι σε θέση να προσαρμόσουν αναλόγως τους όρους χρήσεώς τους (84).

108. Εξάλλου, ορισμένοι αυτόματοι σύνδεσμοι προς έργα που τίθενται στη διάθεση του κοινού στο διαδίκτυο θα μπορούσαν αναμφίβολα να εμπίπτουν σε μία από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29. Αναφέρομαι στο σημείο αυτό, ιδίως, στις εξαιρέσεις της παραθέσεως αποσπασμάτων καθώς και της χρήσεως για γελοιογραφία, παρωδία ή μίμηση (άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχεία δʹ και ιαʹ, αντιστοίχως, της οδηγίας 2001/29), στις οποίες θα μπορούσαν να εμπίπτουν πολλές από τις τρέχουσες χρήσεις στο διαδίκτυο. Οι χρήσεις αυτές θα πρέπει, βεβαίως, να πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω εξαιρέσεων.

–       Η διάταξη BestWater International

109. Τέλος, η ανωτέρω προτεινόμενη ερμηνεία φαίνεται ότι δεν συνάδει πλήρως με τη λύση που έγινε δεκτή στη διάταξη BestWater International (85). Οφείλω, ωστόσο, να διατυπώσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις σχετικά με τη διάταξη αυτή.

110. Η συγκεκριμένη διάταξη στηρίζεται στην κρίση που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Svensson κ.λπ. ότι η διαπίστωση ότι οι σύνδεσμοι που ενεργοποιούνται με κλικ δεν συνιστούν παρουσίαση του έργου σε νέο κοινό «δεν θα μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει, […] ότι, όταν οι χρήστες του διαδικτύου ενεργοποιούν με επιλογή τον επίμαχο σύνδεσμο, το έργο εμφανίζεται δίδοντας την εντύπωση ότι παρουσιάζεται από τον ιστότοπο στον οποίο βρίσκεται ο σύνδεσμος, ενώ το έργο αυτό προέρχεται στην πραγματικότητα από άλλον ιστότοπο» (86). Στη διάταξη BestWater International, η περίπτωση αυτή εξομοιώθηκε «κατ’ ουσίαν» με την περίπτωση του inline link (87).

111. Εντούτοις, όπως εξέθεσα στα σημεία 93 έως 105 των παρουσών προτάσεων, υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ, αφενός, της ενσωματώσεως πόρων μέσω τεχνικών τύπου inline linking και, αφετέρου, των συνδέσμων που ενεργοποιούνται με κλικ, ακόμη και όταν κάνουν χρήση του framing. Η δε απόφαση Svensson κ.λπ. (88) αφορά αποκλειστικά τους συνδέσμους που ενεργοποιούνται με κλικ. Επομένως, η συγκεκριμένη απόφαση δεν θα μπορεί να χρησιμεύσει ως ορθή νομική βάση για την έκδοση διατάξεως σχετικής με το inline linking. Εξάλλου, φαίνεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη BestWater International αφορούσε σύνδεσμο ενεργοποιούμενο με κλικ. Το διατακτικό της διατάξεως BestWater International δεν αναφέρεται σε inline linking, αλλά μόνον στο framing (89).

112. Επιπλέον, ορισμένες πραγματικές περιστάσεις, οι οποίες, αν είχαν ληφθεί υπόψη, θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει σε διαφορετική λύση στην υπόθεση BestWater International, δεν συνεκτιμήθηκαν ούτε από το αιτούν δικαστήριο, κατά τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση εκείνη (90), ούτε εν συνεχεία από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ίδιας της διατάξεως. Πρώτον, η υπόθεση αφορούσε την ενσωμάτωση σε ιστότοπο οπτικοακουστικού έργου που είχε αναρτηθεί στην πλατφόρμα YouTube. Όπως δε προαναφέρθηκε (91), οι όροι χρήσης της συγκεκριμένης πλατφόρμας περιλαμβάνουν ρητή άδεια για τη χρήση από τρίτους του περιεχομένου που αναρτάται εκεί. Εξ όσων γνωρίζω, τούτο ίσχυε ήδη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης στην υπόθεση εκείνη. Δεύτερον, το επίμαχο έργο είχε τεθεί στη διάθεση του κοινού στην εν λόγω πλατφόρμα χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (92). Ενδεχομένως λοιπόν η υπόθεση να έπρεπε να κριθεί σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν μεταγενέστερα από το Δικαστήριο στην απόφασή του GS Media (93).

113. Επομένως, είμαι της γνώμης ότι η διάταξη BestWater International (94) δεν πρέπει να θεωρηθεί ως δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο για την εκτίμηση των αυτόματων συνδέσμων υπό το πρίσμα του δικαιώματος παρουσιάσεως στο κοινό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

–       Η στάθμιση των διαφόρων συμφερόντων που διακυβεύονται

114. Η διαφορετική νομική μεταχείριση που προτείνω να επιφυλάσσεται, αφενός, στους ενεργοποιούμενους με κλικ συνδέσμους που χρησιμοποιούν το framing και, αφετέρου, στους αυτόματους συνδέσμους όπως τους όρισα ανωτέρω, μπορεί να μην φαίνεται απόλυτα δικαιολογημένη. Πράγματι, από τη στιγμή που ο χρήστης έχει ενεργοποιήσει με κλικ τον σύνδεσμο, το αποτέλεσμα των δύο αυτών τεχνικών, από την δική του οπτική, είναι παρόμοιο: το αντικείμενο του συνδέσμου εμφανίζεται ως αναπόσπαστο μέρος της ιστοσελίδας που περιέχει τον σύνδεσμο. Θα μπορούσε ευλόγως να τεθεί το ερώτημα μήπως οι σύνδεσμοι οι οποίοι ενεργοποιούνται με κλικ και χρησιμοποιούν framing δεν θα έπρεπε, όπως και οι αυτόματοι σύνδεσμοι, να θεωρηθούν ως πράξεις παρουσιάσεως στο κοινό όταν παραπέμπουν προς έργα προστατευόμενα με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.

115. Εντούτοις, πέραν των τεχνικών και λειτουργικών διαφορών μεταξύ των δύο αυτών τύπων συνδέσμων, τις οποίες περιέγραψα στα σημεία 93 έως 98 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι η διάκριση αυτή συμβάλλει στο να επιτευχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένας από τους σκοπούς της οδηγίας 2001/29, δηλαδή η διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των κατόχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συμφερόντων των χρηστών (95). Στην πράξη, είναι συχνά δύσκολο για τον χρήστη να γνωρίζει με βεβαιότητα εάν το αντικείμενο προς το οποίο παραπέμπει ο σύνδεσμος που έχει τοποθετήσει στην ιστοσελίδα του συνιστά έργο προστατευόμενο με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ακόμη και οι απλοί σύνδεσμοι δεν είναι απολύτως ασφαλείς υπό την έννοια αυτή, διότι μπορεί η αρχική σελίδα ενός ιστοτόπου ή και ολόκληρος ο ίδιος ο ιστότοπος να αποτελεί προστατευόμενο έργο. Η δυσκολία αυτή θα μπορούσε να αποθαρρύνει σε βαθμό δυσανάλογο, κατά τη γνώμη μου, σε σχέση με τα νόμιμα συμφέροντα των κατόχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας τους χρήστες του διαδικτύου από τη χρήση του framing, μολονότι η τεχνική αυτή είναι διαδεδομένη στο διαδίκτυο και χρήσιμη για τη λειτουργία του και την ελκυστικότητα πολλών ιστοτόπων.

116. Αντιθέτως, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι η διάκριση μεταξύ συνδέσμων ενεργοποιούμενων με κλικ και αυτόματων συνδέσμων γίνεται εύκολα αντιληπτή σε κάθε χρήστη του διαδικτύου και δεν δημιουργεί καμία αβεβαιότητα. Είναι εξάλλου σπάνιο να χρησιμοποιούνται αυτόματοι σύνδεσμοι για την ενσωμάτωση ολόκληρων ιστοσελίδων ή και ιστοτόπων. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται συνήθως για την ενσωμάτωση γραφικών και οπτικοακουστικών αρχείων.

117. Αφετέρου, μολονότι το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι οι υπερσύνδεσμοι συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία του διαδικτύου καθιστώντας δυνατή τη διάδοση πληροφοριών εντός του εν λόγω δικτύου (96), τούτο ισχύει αναμφίβολα όσον αφορά τους συνδέσμους που ενεργοποιούνται με κλικ (97). Ωστόσο, δεν νομίζω ότι το ίδιο επιχείρημα μπορεί να προβληθεί και στην περίπτωση των αυτόματων συνδέσμων. Τουναντίον, οι σύνδεσμοι αυτοί λειτουργούν σαν σκούπα που «ρουφάει» περιεχόμενο από τον Παγκόσμιο Ιστό, απαλλάσσοντας τους χρήστες από την ανάγκη να «σερφάρουν» σε διαφορετικούς ιστοτόπους. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν στη δημιουργία μονοπωλίων στον Παγκόσμιο Ιστό και στη συγκέντρωση της πληροφορίας σε περιορισμένο αριθμό υπηρεσιών με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, οι οποίες ανήκουν σε ακόμη πιο περιορισμένο αριθμό εταιριών.

118. Επομένως, θεωρώ ότι η στάθμιση μεταξύ των διαφόρων διακυβευόμενων συμφερόντων δικαιολογεί διαφορετική νομική μεταχείριση μεταξύ των συνδέσμων που ενεργοποιούνται με κλικ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούν την τεχνική του framing, και των αυτόματων συνδέσμων. Μολονότι μπορεί όντως να θεωρηθεί ότι οι κάτοχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν λάβει υπόψη τούς πρώτους όταν επιτρέπουν τη διάθεση των έργων τους στο διαδίκτυο, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από αυτούς να ανέχονται τους δεύτερους.

119. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η ενσωμάτωση σε ιστοσελίδα έργων τα οποία προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν τεθεί στη διάθεση του κοινού σε άλλους ελεύθερα προσβάσιμους ιστοτόπους με συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά τρόπο ώστε τα έργα αυτά να εμφανίζονται αυτομάτως στη συγκεκριμένη σελίδα με το άνοιγμά της, χωρίς καμία πρόσθετη ενέργεια εκ μέρους του χρήστη.

120. Το ως άνω συμπέρασμα ισχύει ανεξαρτήτως εάν το έργο ενσωματώνεται ενδεχομένως υπό τη μορφή μικρογραφίας (thumbnail) ή αν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ίδια η πηγή της ενσωματώσεως είναι μικρογραφία του πρωτότυπου έργου. Συγκεκριμένα, η αλλαγή του μεγέθους δεν είναι κρίσιμη για την εκτίμηση του κατά πόσον συντρέχει πράξη παρουσιάσεως στο κοινό, εφόσον τα πρωτότυπα στοιχεία του έργου μπορούν να γίνουν αντιληπτά (98). Εξάλλου, το μέγεθος των εικόνων στις ιστοσελίδες είναι σχετικό, διότι εξαρτάται από την ανάλυση της εικόνας και από το μέγεθος της οθόνης στην οποία αυτή απεικονίζεται. Το μέγεθος της εμφάνισης είναι προσαρμοσμένο όχι μόνο στον σχεδιασμό της ιστοσελίδας αλλά συνήθως και στο μέγεθος της οθόνης της συσκευής στην οποία ανοίγει η συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Τουναντίον, σπανίως οι εικόνες εμφανίζονται στο πραγματικό τους μέγεθος, διότι αυτό, όσον αφορά τα σύγχρονα αρχεία, συχνά υπερβαίνει το μέγεθος μιας κανονικής οθόνης υπολογιστή. Επομένως, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τι αποτελεί μικρογραφία ή προεπισκόπηση ή «κανονικό» μέγεθος μιας εικόνας.

 Τα μέτρα προστασίας

121. Η ερμηνεία, ωστόσο, που προτείνω να δοθεί σε σχέση με τους αυτόματους συνδέσμους δεν απαντά πλήρως στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Ειδικότερα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι αυτόματοι σύνδεσμοι συνιστούν πράξεις παρουσιάσεως στο κοινό, δεν επιλύεται ένα άλλο ζήτημα που τίθεται με το προδικαστικό ερώτημα, ήτοι εάν η χρήση του framing στην περίπτωση συνδέσμων ενεργοποιούμενων με κλικ δεν πρέπει να θεωρείται ως παρουσίαση στο κοινό ούτε όταν οι σύνδεσμοι αυτοί παρακάμπτουν τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας κατά του framing.

122. Η VG Bild-Kunst, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι στο ερώτημα αυτό αρμόζει καταφατική απάντηση. Αυτή είναι και η άποψη του αιτούντος δικαστηρίου.

123. Οφείλω να ομολογήσω ότι η λύση αυτή φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, γοητευτική. Ομολογουμένως, έχει το πλεονέκτημα ότι είναι σαφής. Όπως παρατηρεί η Γαλλική Κυβέρνηση, από τη χρήση τεχνικών μέτρων προστασίας προκύπτει σαφώς η βούληση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας να μην επιτρέψει την πρόσβαση του κοινού στο έργο του μέσω υπερσυνδέσμων που χρησιμοποιούν το framing. Αυτή η έκφραση βουλήσεως οριοθετεί με σαφήνεια τον κύκλο των προσώπων που έχουν ληφθεί υπόψη από τον εν λόγω κάτοχο κατά την αρχική διάθεση του έργου.

124. Φρονώ, ωστόσο, ότι τα επιχειρήματα κατά της ερμηνείας αυτής είναι πολλά και σημαντικά.

125. Πρώτον, σε πολλές περιπτώσεις διαθέσεως προστατευόμενων έργων στο κοινό μέσω διαδικτύου (ή ακριβέστερα μέσω του Παγκόσμιου Ιστού), ο κάτοχος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι σε θέση να αποφασίσει σχετικά με τη χρήση τεχνολογικών μέτρων προστασίας. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση έργων που αναρτώνται στο διαδίκτυο δυνάμει άδειας, δηλαδή όχι από τον ίδιο τον δικαιούχο, αλλά από τρίτον αφού ο δικαιούχος το έχει επιτρέψει(99). Το ίδιο ισχύει και για τα έργα που αναρτώνται στο διαδίκτυο σε διάφορες πλατφόρμες ανταλλαγής αρχείων, των οποίων οι χρήστες δεν ελέγχουν ούτε την πολιτική προστασίας του περιεχομένου ούτε τη χρήση τεχνολογικών μέτρων προς επίτευξη της προστασίας αυτής. Τέλος, η υπό κρίση υπόθεση καταδεικνύει ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μπορούν να απαιτήσουν τη χρήση τέτοιου είδους μέτρων προστασίας χωρίς να έχουν εξουσιοδοτηθεί ρητώς από τα μέλη τους να το πράξουν.

126. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι η χρήση ή μη τεχνολογικών μέτρων προστασίας αντανακλά τη βούληση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας σχετικά με την πρόσβαση στο έργο του μέσω υπερσυνδέσμων που χρησιμοποιούν το framing.

127. Δεύτερον, η προτεινόμενη αυτή λύση στηρίζεται σε έναν παραλληλισμό με τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Svensson κ.λπ., όπου κρίθηκε ότι «σε περίπτωση που ένας δυνάμενος να ενεργοποιηθεί σύνδεσμος παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες του ιστοτόπου στον οποίον βρίσκεται ο σύνδεσμος αυτός να παρακάμψουν περιοριστικά μέτρα που έχει λάβει ο ιστότοπος στον οποίο βρίσκεται το προστατευόμενο έργο για να περιοριστεί η πρόσβαση του κοινού στους συνδρομητές του και μόνο και, συνεπώς, συνιστά παρέμβαση χωρίς την οποία οι εν λόγω χρήστες δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στα μεταδιδόμενα έργα, πρέπει να θεωρηθεί το σύνολο των χρηστών αυτών ως νέο κοινό, το οποίο δεν ελήφθη υπόψη από τους κατόχους του δικαιώματος του δημιουργού όταν επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση, οπότε για μια τέτοια παρουσίαση στο κοινό επιβάλλεται η άδεια των κατόχων του εν λόγω δικαιώματος» (100). Με άλλα λόγια, όταν πρόκειται για σύνδεσμο υπερκειμένου, η συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας απαιτείται μόνον όταν διευρύνεται ο κύκλος του κοινού που έχει πρόσβαση στο έργο σε σχέση με το κοινό το οποίο είχε ληφθεί υπόψη από τον κάτοχο κατά την αρχική διάθεση του έργου στο κοινό, όπως, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που παρακάμπτονται τα περιοριστικά της προσβάσεως μέτρα τα οποία είχαν ληφθεί κατά την αρχική διάθεση.

128. Εντούτοις, υφίσταται θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των μέτρων περιορισμού της προσβάσεως για τα οποία γίνεται λόγος στην απόφαση εκείνη και των μέτρων προστασίας κατά του framing. Τα μέτρα περιορισμού της προσβάσεως περιορίζουν πράγματι τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να έχουν πρόσβαση στο επίμαχο έργο. Τα πρόσωπα που αποκτούν πρόσβαση στο έργο παρακάμπτοντας τα μέτρα αυτά συνιστούν συνεπώς νέο κοινό, δηλαδή κοινό το οποίο δεν ελήφθη υπόψη από τον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τη διάθεση του έργου του. Μολονότι είναι αληθές ότι ο κάτοχος των δικαιωμάτων αυτών δεν ελέγχει πάντοτε τη χρήση τέτοιων μέτρων, η χρήση τους αποτελεί συνήθως στοιχείο διαπραγματεύσεως του τιμήματος της άδειας χρήσεως, διότι καθορίζει τα προσδοκώμενα εισοδήματα από τη χρήση αυτή και, συνεπώς, την αξία της άδειας. Ο κάτοχος, επομένως, του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας έχει λάβει υπόψη τα περιοριστικά αυτά μέτρα όταν συμφωνεί το αντίτιμο μιας τέτοιας άδειας. Όσον αφορά τις περιπτώσεις διαθέσεως έργων από τους ίδιους τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, οι τελευταίοι έχουν κατά κανόνα ορισμένο βαθμό ελέγχου επί του κύκλου των προσώπων που έχουν πρόσβαση στα έργα. Αυτό ισχύει, ιδίως, στις περιπτώσεις ιστοτόπων που είναι κατασκευασμένοι «κατά παραγγελία», αλλά και στις πλατφόρμες διαμοιρασμού όπου συνήθως παρέχεται τουλάχιστον η δυνατότητα να προσδιοριστεί αν η ανάρτηση στο διαδίκτυο έχει «δημόσιο» ή «ιδιωτικό» χαρακτήρα. Επομένως, μπορεί κατά τη γνώμη μου να γίνει δεκτό ότι η επιλογή του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ως προς το ζήτημα αυτό αντανακλά πράγματι, εν πάση περιπτώσει στις περισσότερες καταστάσεις, τη βούλησή του όσον αφορά το κοινό το οποίο είχε λάβει υπόψη κατά την αρχική διάθεση του έργου.

129. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση των μέτρων προστασίας κατά του framing. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά δεν περιορίζουν την πρόσβαση στο έργο ούτε καν μια δίοδο προσβάσεως σε αυτό, αλλά μόνον τον τρόπο εμφανίσεώς του στην οθόνη. Συχνά το αποτέλεσμα των μέτρων αυτών είναι ότι ο browser αρνείται να ανοίξει την ιστοσελίδα-στόχο του συνδέσμου σε ένα πλαίσιο και, στη συνέχεια, είτε προτείνει να ανοίξει τη σελίδα αυτή σε νέο παράθυρο, είτε την ανοίγει αυτομάτως αντί της σελίδας που περιέχει τον σύνδεσμο. Επομένως, ο σύνδεσμος εμφανίζεται ως κανονικός υπερσύνδεσμος. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ως εκ τούτου να γίνει λόγος για νέο κοινό, διότι το κοινό είναι πάντοτε το ίδιο: εκείνο του ιστοτόπου-στόχου. Δεν υφίσταται επομένως αναλογία με τα μέτρα περιορισμού της προσβάσεως στο έργο όσον αφορά την εκτίμηση του αν υφίσταται νέο κοινό. Επομένως, πέραν του γεγονότος ότι η χρήση τέτοιων μέτρων σπανίως αντικατοπτρίζει τη βούληση του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, τα μέτρα αυτά δεν οριοθετούν τον κύκλο των προσώπων που ελήφθησαν υπόψη ως δυνητικό κοινό για τη διάθεση του έργου. Επομένως, ενδεχόμενη παράκαμψή τους δεν διευρύνει τον κύκλο αυτόν και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετεί πράξη παρουσιάσεως στο κοινό βάσει της θεωρίας του νέου κοινού.

130. Τρίτον και τελευταίο, αν η έκταση των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού συνδεόταν με την εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων για τον περιορισμό όχι της προσβάσεως, αλλά της χρήσης ορισμένων πρακτικών στο διαδίκτυο, τότε το δίκαιο της Ένωσης για την πνευματική ιδιοκτησία θα εισερχόταν, κατά τη γνώμη μου, σε επικίνδυνη ατραπό. Συγκεκριμένα, μια τέτοιου είδους λύση θα σήμαινε ότι η εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων προστασίας αποτελεί προϋπόθεση της έννομης προστασίας που παρέχει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και θα αντέβαινε στην αρχή ότι η προστασία την οποία εξασφαλίζει το δικαίωμα αυτό είναι ανεπιφύλακτη (101). Το Δικαστήριο έχει ήδη ρητώς απορρίψει την άποψη ότι η προστασία που παρέχει το δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό μπορεί να εξαρτηθεί από το αν ο κάτοχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας έχει περιορίσει τη δυνατότητα χρήσεως του έργου από τους χρήστες του διαδικτύου ή όχι (102).

131. Κατά τη γνώμη μου, είναι προτιμότερο να οριοθετηθεί με βεβαιότητα η έκταση των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού και να επιτραπεί η δυνατότητα opt-out, όπως περιγράφεται στο σημείο 107 των παρουσών προτάσεων, αντί να μετατραπεί το σύστημα του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά τις διαδικτυακές χρήσεις, σε ένα προαιρετικό σύστημα (opt-in) εξαρτώμενο από την εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων προστασίας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζονται καλύτερα οι σκοποί της οδηγίας 2001/29, οι οποίοι συνίστανται, αφενός, στην καθιέρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των κατόχων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και, αφετέρου, στη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των εν λόγω κατόχων και των συμφερόντων των χρηστών (103).

132. Για όλους τους λόγους που εξέθεσα, προτείνω να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η ενσωμάτωση στον ιστότοπο τρίτου, μέσω framing, έργου που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού σε ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο με τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, όταν με την ενσωμάτωση αυτή παρακάμπτονται μέτρα προστασίας κατά του framing τα οποία έλαβε ή απαίτησε να ληφθούν ο κάτοχος των δικαιωμάτων αυτών.

 Το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/29

133. Για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, θα ήταν περαιτέρω χρήσιμο να διευκρινιστεί εάν τα ίδια τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας κατά της ενσωμάτωσης σε ιστοσελίδες έργων που περιέχονται σε άλλους ιστοτόπους μπορούν να τύχουν προστασίας, νομικής αυτή τη φορά, βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/29.

134. Κατά το άρθρο αυτό, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν έννομη προστασία κατά της εν γνώσει εξουδετέρωσης κάθε αποτελεσματικού μέτρου προστασίας. Μέτρα προστασίας κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι, μεταξύ άλλων, κάθε τεχνολογία που αποσκοπεί στο να εμποδίσει ή να περιορίσει πράξεις τις οποίες δεν επιτρέπει ο δικαιούχος οποιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Θεωρούνται αποτελεσματικά όταν παρέχουν στους δικαιούχους τον έλεγχο της χρήσεως του έργου, ειδικότερα μέσω της εφαρμογής οποιασδήποτε διεργασίας για τη μετατροπή του.

135. Φαίνεται ότι τα μέτρα προστασίας κατά της ενσωμάτωσης έργων από άλλους ιστοτόπους πληρούν, κατ’ αρχήν, τις προϋποθέσεις αυτές. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τεχνολογίες οι οποίες, μέσω της μετατροπής του έργου, ήτοι του κώδικα της ιστοσελίδας που περιέχει το έργο αυτό, παρέχουν στον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας τον έλεγχο της χρήσεως του έργου υπό τη μορφή της ενσωματώσεώς του σε άλλον ιστότοπο. Μολονότι τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά να εμποδίσουν πλήρως μια τέτοια χρήση, διότι υφίστανται «αντίμετρα», μπορούν ασφαλώς να την περιορίσουν.

136. Το Δικαστήριο έχει, ωστόσο, αποφανθεί ότι η έννομη προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2001/29 αφορά μόνον την προστασία του δικαιούχου από πράξεις για τις οποίες απαιτείται η συγκατάθεσή του (104). Πλην όμως, όπως προτείνω να κριθεί, για την ενσωμάτωση έργων που προέρχονται από άλλους ιστοτόπους, μέσω συνδέσμων οι οποίοι ενεργοποιούνται με κλικ και χρησιμοποιούν το framing δεν απαιτείται η συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι αυτός θεωρείται ότι την έχει παράσχει κατά την αρχική διάθεση του έργου. Επομένως, τα μέτρα προστασίας από τέτοιες πράξεις, καίτοι νόμιμα, δεν τυγχάνουν της προστασίας του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/29.

137. Αντιθέτως, για την ενσωμάτωση έργων προερχομένων από άλλους ιστοτόπους μέσω αυτόματων συνδέσμων (inline linking) απαιτείται, κατά την πρότασή μου, η συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας κατά μιας τέτοιου είδους ενσωμάτωσης εμπίπτουν στο άρθρο 6 της οδηγίας 2001/29.

138. Κατά συνέπεια, προτείνω να γίνει δεκτό ότι τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας κατά της ενσωμάτωσης σε ιστοσελίδα έργων που προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν τεθεί στη διάθεση του κοινού σε άλλους ελεύθερα προσβάσιμους ιστοτόπους με τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά τρόπο ώστε τα έργα αυτά να εμφανίζονται αυτομάτως στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα ήδη με το άνοιγμά της και χωρίς καμία πρόσθετη ενέργεια εκ μέρους του χρήστη, συνιστούν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/29.

 Πρόταση

139. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία):

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η ενσωμάτωση σε ιστοσελίδα έργων που προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν τεθεί στη διάθεση του κοινού σε άλλους ελεύθερα προσβάσιμους ιστοτόπους με τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά τρόπον ώστε τα έργα να εμφανίζονται αυτομάτως στην εν λόγω ιστοσελίδα ήδη από το άνοιγμά της και χωρίς καμία πρόσθετη ενέργεια εκ μέρους του χρήστη.

2)      Το ως άνω άρθρο έχει την έννοια ότι δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η ενσωμάτωση στον ιστότοπο τρίτου, μέσω συνδέσμου που ενεργοποιείται με κλικ και χρησιμοποιεί την τεχνική του framing, ενός έργου που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού σε ελεύθερα προσβάσιμο ιστότοπο με τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, όταν με την ενσωμάτωση αυτή παρακάμπτονται τα μέτρα προστασίας κατά του framing τα οποία έλαβε ή απαίτησε να ληφθούν ο κάτοχος των δικαιωμάτων αυτών.

3)      Συνιστούν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/29, τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας κατά της ενσωμάτωσης σε ιστοσελίδα έργων που προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και έχουν τεθεί στη διάθεση του κοινού σε άλλους ελεύθερα προσβάσιμους ιστοτόπους με τη συγκατάθεση του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά τρόπον ώστε τα έργα να εμφανίζονται αυτομάτως στην ιστοσελίδα ήδη με το άνοιγμά αυτής και χωρίς καμία πρόσθετη ενέργεια εκ μέρους του χρήστη.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Για την ανεύρεση των πόρων στο διαδίκτυο, αυτές οι URL διευθύνσεις πρέπει να μετατραπούν, με τη βοήθεια των διακομιστών DNS (domain name server), σε διευθύνσεις IP (Internet protocol) των διακομιστών που φιλοξενούν τους συγκεκριμένους πόρους. Η λειτουργία αυτή δεν ασκεί επιρροή από απόψεως πνευματικής ιδιοκτησίας.


3      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 45).


4      Ένας υπερσύνδεσμος έχει κατά κανόνα την εξής διατύπωση: «<a href=“[διεύθυνση URL του πόρου στόχου]”>[περιγραφή του συνδέσμου στην αρχική ιστοσελίδα]</a>». Η ετικέτα («tag») <a> υποδηλώνει ότι πρόκειται για σύνδεσμο και υποδεικνύει την τοποθεσία της σελίδας με την οποία «διασυνδέεται» ο σύνδεσμος.


5      Οι παραπομπές στη νομολογία του Δικαστηρίου οι οποίες περιέχονται στις παρούσες προτάσεις (στην ηλεκτρονική μορφή τους) αποτελούν παραδείγματα deep links.


6      Υπάρχουν και άλλες ετικέτες για την ενσωμάτωση άλλων τύπων αρχείων, όπως «<audio>», «<video>», «<object>» ή «<embed>». D’autres balises existent pour incorporer d’autres types de fichiers, comme « <audio> », « <video> », « <object> » ou « <embed>».


7      Επομένως, η εντολή έχει την ακόλουθη μορφή: «<img src =“[απόλυτη διεύθυνση url του αρχείου γραφικών]”>».


8      Ετικέτα «<iframe>».


9      Θέτοντας την ονομασία του inline frame στη λειτουργία «στόχος» (target) εντός της περιγραφής του συνδέσμου στη γλώσσα HTML (« <a href=“[URL διεύθυνση του συνδέσμου]” target=“[ονομασία του iframe]”>[εμφανής περιγραφή του συνδέσμου]</a> »).


10      Σχετικά με τις τεχνικές πληροφορίες που αφορούν τις διάφορες λειτουργίες της γλώσσας HTML, παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στους ιστοτόπους https://developer.mozilla.org και https://www.w3schools.com/html.


11      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σημείο 1 του διατακτικού).


12      ΕΕ 2001, L 167, σ. 10.


13      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ 1996, L 77, σ. 20).


14      ΕΕ 2014, L 84, σ. 72.


15      BGBl. 1965 I, σ. 1273.


16      BGBl. 2016 I, σ. 1190.


17      Στις παρούσες προτάσεις, θα εστιάσω, χάριν απλότητας, στο δικαίωμα που έχουν οι δημιουργοί επί των έργων τους. H ίδια συλλογιστική, ωστόσο, ισχύει mutatis mutandis και ως προς τα λοιπά προστατευόμενα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29.


18      Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του διαδικτυακού ραδιοφώνου (web radio).


19      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑466/12, EU:C:2014:76).


20      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψεις 18 έως 20).


21      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 22).


22      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψεις 25 έως 27).


23      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 27).


25      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 31).


26      Διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014, BestWater International (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315, διατακτικό).


27      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 43).


28      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 49).


29      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 51).


30      Η νομολογία αυτή έχει αποτελέσει επίσης αντικείμενο πολυάριθμων σχολίων στη θεωρία, ως επί το πλείστον επικριτικών. Και στη θεωρία, ωστόσο, επ’ ουδενί υπάρχει ομοφωνία, ιδίως όσον αφορά την προσήκουσα μεταχείριση που πρέπει να επιφυλάσσεται στους υπερσυνδέσμους στο πλαίσιο της νομοθεσίας της Ένωσης για την πνευματική ιδιοκτησία. Επί παραδείγματι, θα αναφερθώ στις θέσεις που έχουν συναφώς υιοθετηθεί από τρεις ενώσεις για την προάσπιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας: την Association littéraire et artistique internationale, ALAI Report and Opinion on a Berne-compatible reconciliation of hyperlinking and the communication to the public right on the internet, της 17ης Ιουνίου 2015 (όπου διατυπώνει διαφορετική άποψη από εκείνη την οποία είχε εκφράσει στις 15 Σεπτεμβρίου 2013)· την European Copyright Society, Opinion on the Reference to the CJEU in Case C466/12 Svensson, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, και την International Association for the Protection of Intellectual Property, Resolution on Linking and Making Available on the Internet, της 20ής Σεπτεμβρίου 2016. Τα αποκλίνοντα συμπεράσματα των ως άνω εκθέσεων καταδεικνύουν ότι δεν υφίσταται μία μοναδική και προφανής λύση στο πρόβλημα του χαρακτηρισμού των υπερσυνδέσμων από την άποψη του δικαιώματος της παρουσιάσεως έργων στο κοινό.


31      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑466/12, EU:C:2014:76).


32      Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της πτυχής αυτής, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:221, σημεία 48 έως 60).


33      European Copyright Society, όπ.π.


34      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 19).


35      Η εμφάνιση του αποτελέσματος μπορεί να διαφέρει για τον χρήστη ανάλογα με τον τρόπο ανοίγματος της ιστοσελίδας στην οποία στοχεύει ο σύνδεσμος: αντί της αρχικής σελίδας του συνδέσμου, εντός νέου παράθυρου του browser ή εντός πλαισίου στην αρχική σελίδα (σύνδεσμος με χρήση framing). Ειδικότερα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο χρήστης μπορεί να έχει την εντύπωση ότι συνδέεται απλώς στην αρχική σελίδα του συνδέσμου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ωστόσο, η τεχνική λειτουργία είναι η ίδια: πραγματοποιείται απευθείας σύνδεση με τον ιστότοπο-στόχο του συνδέσμου.


36      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 18).


37      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑466/12, EU:C:2014:76).


38      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:644, διατακτικό).


39      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media (C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψεις 44 έως 49).


40      Κατά τη θεωρία, η λύση αυτή μπορεί, ωστόσο, να είναι αναγκαία για την άμβλυνση των συνεπειών μιας ευρείας ερμηνείας την οποία έχει υιοθετήσει το Δικαστήριο όσον αφορά την έκταση του αποκλειστικού δικαιώματος παρουσιάσεως στο κοινό [βλ. Husovec, M., «How Europe Wants to Redefine Global Online Copyright Enforcement», εις Συνοδινού, T.E. (επιμ.), Pluralism or Universalism in International Copyright Law, Wolters Kluwer, 2019, σ. 513 επ., ιδίως σ. 526].


41      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. La Pergola στην υπόθεση Egeda (C‑293/98, EU:C:1999:403, ιδίως σημείο 22).


42      Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE (C‑306/05, EU:C:2006:764, σκέψη 40).


43      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers (C‑263/18, EU:C:2019:1111, σκέψη 70).


44      Η έκφραση είναι της Καραπαπά, Σ., «The requirement for a “new public” in EU copyright law», European Law Review, αριθ. 42/2017, σ. 63, την χρησιμοποιεί όμως σε ελαφρώς διαφορετικό πλαίσιο.


45      Βλ., στο πλαίσιο των υπερσυνδέσμων, μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψεις 24 έως 27).


46      Έχω ήδη διατυπώσει παρόμοιες παρατηρήσεις στις προτάσεις μου στην υπόθεση Stichting Brein (C‑610/15, EU:C:2017:99, σημείο 3). Πρβλ. Rosati, E., «When Does a Communication to the Public under EU Copyright Law Need to Be to a “New Public”?», SSRN (papers.ssrn.com), 2 Ιουλίου 2020. Ωστόσο, βλ. επίσης, για μια αντίθετη γνώμη, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις YouTube και Cyando (C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2020:586, ιδίως σημεία 94 έως 106).


47      Βλ., αντιστοίχως, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2017, Stichting Brein (C‑610/15, EU:C:2017:456, διατακτικό), και της 26ης Απριλίου 2017, Stichting Brein (C‑527/15, EU:C:2017:300, σημείο 1 του διατακτικού).


48      Αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2017, Stichting Brein (C‑610/15, EU:C:2017:456, σκέψη 37), και της 26ης Απριλίου 2017, Stichting Brein (C‑527/15, EU:C:2017:300, σκέψη 50).


49      Απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Pelham κ.λπ. (C‑476/17, EU:C:2019:624, σημείο 1 του διατακτικού).


50      Βλ. σημεία 52 έως 54 των παρουσών προτάσεων.


51      Βλ. σημεία 37 έως 39 των παρουσών προτάσεων.


52      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 24 και μνημονευόμενη νομολογία).


53      Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, Soulier και Doke (C‑301/15, EU:C:2016:878, σκέψεις 33 έως 35).


54      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑466/12, EU:C:2014:76).


55      Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, Soulier και Doke (C‑301/15, EU:C:2016:878, σκέψη 36). Η υπογράμμιση δική μου.


56      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 (C‑161/17, EU:C:2018:634).


57      Όπως εξάλλου ζήτησε το ενάγον της κύριας δίκης στην υπόθεση αυτή (βλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff, C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 27).


58      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 33).


59      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 35).


60      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 (C‑161/17, EU:C:2018:634).


61      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑466/12, EU:C:2014:76).


62      Δυνάμει της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76).


63      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 35).


64      Βλ. σημεία 9 και 10 των παρουσών προτάσεων.


65      Βλ. σημείο 73 των παρουσών προτάσεων.


66      Όπως, επί παραδείγματι, ο σφετερισμός της πατρότητας του δημιουργού.


67      Πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, Soulier και Doke (C‑301/15, EU:C:2016:878, σκέψη 38).


68      Πρέπει περαιτέρω να διευκρινιστεί ότι η ενεργοποίηση ενός συνδέσμου μέσω «κλικ» πρέπει να διακρίνεται από τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο χρήστης στο διαδίκτυο για άλλους σκοπούς, παραδείγματος χάριν για να εκκινήσει ένα βίντεο ή μια ηχητική εγγραφή, για τις οποίες απαιτείται επίσης ενεργοποίηση μέσω κλικ. Οι ενέργειες αυτές δεν έχουν σημασία από την άποψη του δικαιώματος της παρουσιάσεως στο κοινό, διότι πραγματοποιούνται αφότου αποκτήσει ο χρήστης πρόσβαση στο έργο.


69      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑466/12, EU:C:2014:76).


70      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 (C‑160/15, EU:C:2016:644).


71      Η ιδέα ότι δεν μπορούν όλες οι κατηγορίες συνδέσμων να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο απλώς και μόνο λόγω του παρεμφερούς τεχνικού τρόπου λειτουργίας τους προβάλλεται επίσης, τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα χωρία που ακολουθούν βασίζονται εν πολλοίς στους Ginsberg, J.C., και Budiardjo, L.A., «Embedding Content or Interring Copyright: Does the Internet Need the “Server Rule”?», Columbia Journal of Law & the Arts, αριθ. 42/2019, σ. 417, αν και οι εν λόγω συγγραφείς προτείνουν να γίνει δεκτό ότι τόσο το inline linkingόσο και το framing καλύπτονται από το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού.


72      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 (C‑161/17, EU:C:2018:634).


73      Δεν θα υπεισέλθω σε άλλες αρνητικές συνέπειες των αυτομάτων συνδέσμων που δεν εμπίπτουν στον τομέα των περιουσιακών δικαιωμάτων του δημιουργού, όπως η προσβολή του ηθικού δικαιώματος, η στέρηση εσόδων από διαφημίσεις που συνδέονται με την εκμετάλλευση του έργου, ο αθέμιτος ανταγωνισμός ή ακόμη το φαινόμενο της «κλοπής εύρους ζώνης (bandwidth theft)» (χρήση του εύρους ζώνης του διακομιστή του ιστοτόπου στον οποίο απευθύνεται ο σύνδεσμος προς όφελος του ιστοτόπου που περιέχει τον σύνδεσμο).


74      Βλ. σημεία 68 έως 72 των παρουσών προτάσεων.


75      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 (C‑161/17, EU:C:2018:634).


76      Πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 30).


77      Πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψεις 45 και 46).


78      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψεις 30 και 44).


79      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634), το έργο αναπαρήχθη από ιστότοπο ο οποίος δεν ανήκε στον κάτοχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά σε κάτοχο άδειας εκμεταλλεύσεως.


80      Επί παραδείγματι, αναμετάδοση του τηλεοπτικού σήματος στα δωμάτια ξενοδοχείου, βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE (C‑306/05, EU:C:2006:764).


81      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 29).


82      Οι άδειες Creative Commons αποτελούν σύνολο αδειών οι οποίες διέπουν τους όρους επαναχρησιμοποιήσεως και διαμοιρασμού έργων, ιδίως στο διαδίκτυο, και καταρτίζονται από ομώνυμο μη κερδοσκοπικό οργανισμό με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το σύστημα αυτό προβλέπει διάφορες άδειες χρήσεως βάσει τριών κριτηρίων τα οποία ο δημιουργός του έργου μπορεί να συνδυάσει ελεύθερα κατά τη διάθεσή του στο κοινό: εμπορικές ή μη εμπορικές χρήσεις, δυνατότητα τροποποιήσεως ή μη του πρωτότυπου έργου και ενδεχόμενη προϋπόθεση διανομής του παράγωγου έργου βάσει της ίδιας άδειας. Ένα σύστημα σημείων, ενσωματωμένων στο έργο μέσω κώδικα HTML, καθιστά δυνατή την ενημέρωση του κοινού σχετικά με την ισχύουσα άδεια.


83      Ενδεικτικώς, οι όροι χρήσεως της υπηρεσίας YouTube ορίζουν τα εξής: «[…], εκχωρείτε σε κάθε άλλον χρήστη της υπηρεσίας μια παγκόσμια, μη αποκλειστική και άνευ καταβολής δικαιωμάτων άδεια προσβάσεως στο περιεχόμενό σας μέσω της υπηρεσίας και άδεια χρήσεως αυτού του περιεχομένου (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αναπαραγωγής, διανομής, τροποποίησης, έκθεσης και παρουσίασης του περιεχομένου), μόνον όπως παρέχεται τέτοια δυνατότητα από μία λειτουργικότητα της υπηρεσίας.»


84      Μια τέτοια αντιπαράθεση ανέκυψε προσφάτως σε σχέση με μια άλλη πλατφόρμα ανταλλαγής περιεχομένου, το Instagram: https://arstechnica.com/tech-policy/2020/06/instagram-just-threw-users-of-its-embedding-api-under-the-bus.


85      Διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014 (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315).


86      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 29). Η υπογράμμιση δική μου.


87      Διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014, BestWater International (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315, σκέψη 17).


88      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑466/12, EU:C:2014:76).


89      Διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014, BestWater International (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315, σκέψη 5 και διατακτικό).


90      Διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014 (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315).


91      Βλ. υποσημείωση 83 των παρουσών προτάσεων.


92      Διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014, BestWater International (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315, σκέψη 4, τελευταίο εδάφιο).


93      Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 (C‑160/15, EU:C:2016:644).


94      Διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014 (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315).


95      Αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29.


96      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


97      Βλ. σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.


98      Αντιθέτως, τυχόν ενσωμάτωση μικρογραφίας τόσο περιορισμένου μεγέθους ώστε να μην είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτά τα πρωτότυπα στοιχεία του επίμαχου έργου, προκειμένου να δηλωθεί παραδείγματος χάριν η θέση ενός συνδέσμου ενεργοποιούμενο με κλικ, δεν συνιστά πράξη παρουσιάσεως του έργου αυτού στο κοινό.


99      Υπενθυμίζεται ότι αυτή ήταν η περίπτωση του επίμαχου έργου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634).


100      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ. (C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 31).


101      Ή, ακριβέστερα, εξαρτάται μόνον από την ύπαρξη ενός έργου νοούμενου ως έκφραση της πνευματικής εργασίας του δημιουργού του.


102      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff (C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 36).


103      Αιτιολογικές σκέψεις 9 και 31 της οδηγίας 2001/29.


104      Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Nintendo κ.λπ. (C‑355/12, EU:C:2014:25, σκέψη 25).