Language of document : ECLI:EU:T:2001:117

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 5ης Απριλίου 2001 (1)

«Ανταγωνισμός - ΕΚΑΧ - Συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών - Κοινοποίηση - Απόφαση της Επιτροπής αφιστάμενη του περιεχομένου της συμφωνίας - Αιτιολογία»

Στην υπόθεση T-16/98,

Wirtschaftsvereinigung Stahl, με έδρα τo Düsseldorf (Γερμανία),

AG der Dillinger Hüttenwerke, με έδρα τo Dillingen (Γερμανία),

EKO Stahl GmbH, με έδρα τo Eisenhüttenstadt (Γερμανία),

Krupp Thyssen Nirosta GmbH, με έδρα τo Bochum (Γερμανία),

Thyssen Krupp Stahl GmbH, με έδρα τo Duisbourg (Γερμανία),

Salzgitter AG (πρώην Preussag Stahl AG), με έδρα τo Salzgitter (Γερμανία),

Stahlwerke Bremen GmbH, με έδρα τη Βρέμη (Γερμανία),

Thyssen Stahl AG, με έδρα τo Duisbourg,

εκπροσωπούμενες από τον J. Sedemund, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον K. Wiedner, επικουρούμενο από τον H.-J. Freund, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 98/4/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 1997, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (Υπόθεση IV/36.069 - Wirtschaftsvereinigung Stahl) (ΕΕ 1998, L 1, σ. 10),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, Πρόεδρο, K. Lenaerts και M. Jaeger, δικαστές,

γραμματέας: G. Herzig, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 5ης Οκτωβρίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1.
    Στις 28 Μαΐου 1996, η Wirstschaftsvereinigung Stahl, επαγγελματική ένωση της γερμανικής βιομηχανίας σιδηρουργίας και χάλυβα, και δεκαέξι από τα μέλη τηςκοινοποίησαν στην Επιτροπή συμφωνία περί συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών.

2.
    Στις 8 Ιουλίου 1996, η Επιτροπή απηύθυνε προειδοποίηση στην ένωση. Λαμβανομένου υπόψη του υπερβολικά συνοπτικού χαρακτήρα της κοινοποιήσεως και κατόπιν συναντήσεως που έγινε με τους διαδίκους στις 31 Ιουλίου 1996, η Επιτροπή τους απέστειλε αίτηση πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 47 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1996, οι προσφεύγουσες απάντησαν στην αίτηση αυτή.

3.
    Στις 14 Μαρτίου 1997, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεως στους διαδίκους. Στις 29 Απριλίου 1997, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν, συναφώς, τις παρατηρήσεις τους.

4.
    Στις 26 Νοεμβρίου 1997, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 98/4/ΕΚΑΧ, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (Υπόθεση IV/36.069 - Wirtschaftsvereinigung Stahl) (ΕΕ 1998, L 1, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το διατακτικό της οποίας ορίζει τα εξής:

«Αρθρο 1

Η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών που κοινοποιήθηκε στις 28 Μαΐου 1996 παραβιάζει το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, στο βαθμό που εμπεριέχει ανταλλαγή των ερωτηματολογίων 2-71, 2-73 και 2-74 όσον αφορά τα πλατέα προϊόντα, τις δοκούς, τις πασσαλοσανίδες, το σιδηροδρομικό υλικό και το χονδρόσυρμα από ανοξείδωτο χάλυβα.

Αρθρο 2

Η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών που κοινοποιήθηκε στις 28 Μαΐου 1996 δεν πληροί τους όρους έγκρισης δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 2.

Αρθρο 3

Η επιχείρηση Wirtschaftsvereinigung Stahl και οι 16 κοινοποιούσες επιχειρήσεις θα απέχουν από την εφαρμογή της κοινοποιηθείσας ανταλλαγής.»

5.
    Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε σε καθεμία από τις προσφεύγουσες μεταξύ της 10ης και της 15ης Δεκεμβρίου 1997.

6.
    Η αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που φέρει τον τίτλο «Είδος των πληροφοριών», έχει ως εξής:

«Η ανταλλαγή αφορά τα ερωτηματολόγια της ΕΚΑΧ 2-71 έως 2-74 και τα μερίδια αγοράς των παραγωγών στη Γερμανία. Τα ερωτηματολόγια αυτά, τα οποίακατάρτισε η Επιτροπή, της διαβιβάστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 47 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προκειμένου να είναι σε θέση να ”ανταποκριθεί στα καθήκοντά της σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης ΕΚΑΧ”. Οι κοινοποιούσες επιχειρήσεις αποφάσισαν να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με:

-    τα μερίδια αγοράς που κατέχουν οι παραγωγοί ανά προϊόν στη γερμανική αγορά και στην Κοινότητα,

-    στοιχεία όσον αφορά τις παραδόσεις διαφόρων προϊόντων ΕΚΑΧ κάθε παραγωγού σε κάθε κράτος μέλος (ερωτηματολόγιο 2-71), στοιχεία που αφορούν όλες τις ποιότητες,

-    στοιχεία όσον αφορά παραδόσεις διαφόρων προϊόντων ΕΚΑΧ κάθε παραγωγού σε ορισμένες τρίτες χώρες και ανά γεωγραφική περιοχή (ερωτηματολόγιο 2-72),

-    τις διανομές χάλυβα στην εθνική αγορά ανά προϊόν σύμφωνα με την ποιότητα και τον κλάδο καταναλωτή (ερωτηματολόγιο 2-73),

-    τις διανομές ορισμένης ποιότητας χάλυβα ανά προϊόν σε κάθε κράτος μέλος (ερωτηματολόγιο 2-74).

Η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά επομένως μόνο τα στοιχεία σχετικά με τις παραδόσεις και τα μερίδια αγοράς.»

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7.
    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Ιανουαρίου 1998, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως.

8.
    Με διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 1999, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών να αποκτήσουν πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που κατέθεσε η Επιτροπή στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 23 του Κανονισμού ΕΚΑΧ του Δικαστηρίου.

9.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

10.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου 2000.

11.
    Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

-    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

-    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12.
    Η καθής ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη·

-    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

13.
    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά λόγους προς στήριξη της προσφυγής τους. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, διατυπώνουν διάφορες αιτιάσεις σχετικά με το αντικείμενο και το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από την ανακρίβεια και την ανεπάρκεια των πληροφοριών σχετικά με τη δομή των οικείων αγορών καθώς και από πλάνη περί την εκτίμηση. Ο τρίτος λόγος αντλείται από εσφαλμένο ορισμό των διαφορετικών αγορών προϊόντων. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από τη σημασία της διαφάνειας στην αγορά των καταναλωτικών αγαθών. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Ο έκτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Ο έβδομος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Επί του πρώτου λόγου, που αφορά το αντικείμενο και το διατακτικό της αποφάσεως

Ισχυρισμοί των διαδίκων

14.
    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους αυτού του λόγου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κακώς βεβαιώνει ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών αφορά τα μερίδια αγοράς των παραγωγών στη Γερμανία. Η συμφωνία αφορά μόνον την ανταλλαγή των δύο ερωτηματολογίων ΕΚΑΧ 2-71 και 2-74 σχετικά με τις ποσότητες που παρέδωσαν οι επιχειρήσεις που μετέχουν στη συμφωνία κατά τον προηγηθέντα μήνα. Η προβλεφθείσα διαδικασία ανταλλαγής απλώς καθιστά δυνατό τον καθορισμό των μεριδίων αγοράς.

15.
    Οι προσφεύγουσες διαπιστώνουν ότι η Επιτροπή δέχεται ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία αφορά μόνον έμμεσα τα μερίδια αγοράς στη Γερμανία και δεν έχει ως άμεσο αντικείμενο την ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών. Προσθέτουν ότι τα στοιχεία που περιέχουν τα ερωτηματολόγια 2-71 και 2-74 δεν επιτρέπουν, καθαυτά, να υπολογιστούν τα μερίδια αγοράς, ελλείψει στοιχείων των επιχειρήσεων που δεν μετέχουν στην ανταλλαγή και στοιχείων σχετικών με τις εισαγωγές.

16.
    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή αποφάνθηκε «ultra petita», στο μέτρο που προέβη σε εκτίμηση της ανταλλαγής των ερωτηματολογίωνΕΚΑΧ 2-71 έως 2-74, ενώ οι επιχειρήσεις δεν είχαν κοινοποιήσει την ανταλλαγή των ερωτηματολογίων 2-72 και 2-73.

17.
    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες είχαν περιγράψει με ακρίβεια στην κοινοποίηση το αντικείμενο της προβλεπόμενης διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών, η Επιτροπή δεν μπορεί να τους προσάψει ότι δεν μνημόνευσαν, στην από 29 Απριλίου 1997 απάντησή τους προς την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι η ανταλλαγή δεν αφορούσε τα ερωτηματολόγια 2-72 και 2-73. Είναι αδιανόητο η Επιτροπή να μην παρατήρησε την πρόδηλη διάσταση μεταξύ της κοινοποιηθείσας συμφωνίας και της περιγραφής που έκανε με την ανακοίνωση αιτιάσεων. Αντιθέτως, από το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής εμφαίνεται ότι αυτή έκρινε ότι μπορεί, στο πλαίσιο διαδικασίας κοινοποιήσεως, να απαγορεύσει συμπεριφορές που ουδέποτε αποτέλεσαν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων ή ουδέποτε προβλέφθηκαν από αυτές. Το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ επιτρέπει στην Επιτροπή να απαγορεύει μόνον υφιστάμενες συμφωνίες και όχι να δρα αυτεπαγγέλτως έναντι πλασματικών συμφωνιών που ουδέποτε της έχουν κοινοποιηθεί.

18.
    Οι προσφεύγουσες επικρίνουν, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου, το γεγονός ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως απαγορεύει την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον όγκο των παραδόσεων «χονδροσύρματος από ειδικό/ανοξείδωτο χάλυβα» («Walzdraht aus Edelstahl»: το γαλλικό κείμενο της αποφάσεως κάνει λόγο για «ανοξείδωτο χάλυβα»· αντιθέτως, το γερμανικό κείμενο της αποφάσεως κάνει λόγο για «ειδικό χάλυβα»), ενώ η ονομασία αυτή δεν αντιστοιχεί στις αγορές προϊόντων που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή τις αγορές χονδροσύρματος από μη κεκραμένο χάλυβα, χονδροσύρματος από ανοξείδωτο χάλυβα και χονδροσύρματος από χαλυβοκράματα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα). Σημειώνουν ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προβλεπόμενη ανταλλαγή πληροφοριών περιορίζει τον ανταγωνισμό στην αγορά του «χονδροσύρματος από ανοξείδωτο χάλυβα» («Walzdraht aus nichtrostendem Stahl»), αλλά, κατά την αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό στην αγορά του «χονδροσύρματος (με εξαίρεση το χονδρόσυρμα από ανοξείδωτο χάλυβα)» [«Walzdraht (nicht aus rostfreiem Stahl)»]. Δεδομένου ότι το «χονδρόσυρμα από ανοξείδωτο χάλυβα» δεν αποτελεί παρά μέρος της ομάδας προϊόντων «από χονδρόσυρμα από ειδικό χάλυβα» («Walzdraht aus Edelstahl»), το άρθρο 1 της αποφάσεως θεσπίζει απαγόρευση η οποία υπερβαίνει τις διαπιστώσεις που έγιναν με τις αιτιολογικές σκέψεις 48 και 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία, ως εκ τούτου, δεν είναι, προς τούτο, αιτιολογημένη.

19.
    Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι από μακρού χρόνου υφίσταται, στον τομέα της χαλυβουργίας, ευρέως χρησιμοποιούμενη ορολογία που αφορά και περιγράφει με ακρίβεια σειρές ορισμένων προϊόντων και εκτιμούν ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων έχει ως συνέπεια οιοικείες επιχειρήσεις να μην μπορούν να καθορίσουν σαφώς, λόγω αντιφατικών ονομασιών, ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά η Επιτροπή θεωρεί επιτρεπόμενη ή απαγορευμένη.

20.
    Η καθής υποστηρίζει, κατ' αρχάς, ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών, ακόμη και αν δεν αφορά άμεσα την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα μερίδια αγοράς στη Γερμανία, καταλαμβάνει και αυτά, διότι το ερωτηματολόγιο 2-71 επιτρέπει τον υπολογισμό του μεριδίου αγοράς κάθε παραγωγού χάλυβα στη Γερμανία ακολουθώντας τα απλά στάδια υπολογισμού που διαλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που έχει ως εξής:

«Τα μερίδια της αγοράς υπολογίζονται συγκρίνοντας τις παραδόσεις κάθε παραγωγού με το σύνολο των παραδόσεων στη Γερμανία ως εξής:

    παραδόσεις στη Γερμανία (ερωτηματολόγιο 2-71)

    +    ενδοκοινοτικές παραδόσεις [στατιστικές της Statistisches Bundesamt]

    +    εισαγωγές από τρίτες χώρες (το ίδιο)

    +/-    στατιστικές διορθώσεις

    ______________________________________________________

    =     παραδόσεις στη γερμανική αγορά.»

21.
    Η καθής διευκρινίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει ότι τα μερίδια της αγοράς μπορούν να υπολογιστούν μόνο βάσει των δεδομένων των δύο ερωτηματολογίων, αλλά ότι πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι στατιστικές του Statistisches Bundesamt (SBA: ομοσπονδιακή υπηρεσία στατιστικής) των οποίων γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι προσφεύγουσες εξέθεσαν, άλλωστε, στην από 24 Σεπτεμβρίου 1996 απάντησή τους στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής, ότι η προβλεπόμενη διαδικασία επιτρέπει να καθοριστούν τα μερίδια της αγοράς μέσω των πληροφοριών που ανταλλάσσονται βάσει της κοινοποιηθείσας συμφωνίας και στατιστικών του SBA σχετικά με τις εισαγωγές από τρίτες χώρες και τις παραδόσεις εντός της Κοινότητας.

22.
    Η καθής αντιτάσσει, δεύτερον, ότι η απαγόρευση για την Επιτροπή, η οποία είναι εξουσιοδοτημένη να δρα αυτεπαγγέλτως, να αποφαίνεται «ultra petita» ισχύει για τη δικαστική διαδικασία, αλλά όχι για τη διοικητική διαδικασία που έχει κινηθεί από αυτή.

23.
    Η καθής προσθέτει ότι το επιχείρημα που αναπτύσσει στο υπόμνημά της απαντήσεως, ότι μπορεί να παρεμβαίνει αυτεπαγγέλτως μόνον όταν η απαγορευμένη συμπεριφορά έχει αποφασιστεί ή προβλεφθεί από την επιχείρηση,συνιστά νέο ισχυρισμό ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, είναι απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός είναι αλυσιτελής διότι οι προσφεύγουσες δεν θίγονται από την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον ουδέποτε είχαν αποφασίσει ή προβλέψει την ανταλλαγή του ερωτηματολογίου 2-73.

24.
    Επιπλέον, η καθής υπογραμμίζει ότι το ζήτημα θα μπορούσε να είχε ρυθμιστεί σύντομα αν οι προσφεύγουσες είχαν σημειώσει στην από 29 Απριλίου 1997 απάντησή τους προς την ανακοίνωση αιτιάσεων ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών αφορούσε μόνον τα ερωτηματολόγια 2-71 και 2-74 και όχι τα ερωτηματολόγια 2-72 και 2-73.

25.
    Η καθής ισχυρίζεται, τρίτον, ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων που τη στηρίζουν και ότι η χρήση ονομασίας που δεν περιλαμβάνεται στην ονοματολογία ΕΚΑΧ («Walzdraht aus Edelstahl») εξηγεί γιατί το οικείο προϊόν πρέπει να προσδιοριστεί βάσει της εκτιμήσεως των διαφορετικών τύπων χονδροσύρματος που έγινε με την προσβαλλόμενη απόφαση από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού. Κατόπιν αναγνώσεως των αιτιολογικών σκέψεων 48 και 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν υφίσταται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι η ονομασία «Walzdraht aus Edelstahl» σημαίνει «χονδρόσυρμα από ανοξείδωτο χάλυβα» («Walzdraht aus nichtrostendem Stahl»). Αυτή η αρχή, κατά την οποία το διατακτικό μιας αποφάσεως πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων, δεν αναιρείται από την ύπαρξη καθιερωμένης ορολογίας που χρησιμεύει στην οριοθέτηση των κατηγοριών προϊόντων. Εν πάση περιπτώσει, δεν τίθεται ζήτημα «πλάνης περί την εκτίμηση».

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

26.
    Στο πλαίσιο των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, στην ουσία, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πεπλανημένη περί τα πράγματα, καθόσον το περιεχόμενό της διαφέρει από το αντικείμενο της συμφωνίας ανταλλαγής πληροφοριών όπως αυτό κοινοποιήθηκε στις 28 Μαΐου 1996 από τις προσφεύγουσες. Ισχυρίζονται, συναφώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει, μεταξύ άλλων στην αιτιολογική σκέψη 13, αφενός, ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών αφορά τα «μερίδια αγοράς των παραγωγών στη Γερμανία», ενώ στην πραγματικότητα αφορά μόνον την ανταλλαγή των στοιχείων σχετικά με τις παραδοθείσες ποσότητες και, αφετέρου, ότι η συμφωνία περιλαμβάνει την ανταλλαγή των ερωτηματολογίων ΕΚΑΧ 2-71 έως 2-74, ενώ στην πραγματικότητα αφορά μόνον τα δύο ερωτηματολόγια ΕΚΑΧ 2-71 και 2-74.

27.
    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, που αντλείται από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κακώς βεβαιώνει ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών αφορά τα «μερίδια της αγοράς», επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι η αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρειπράγματι ότι «η ανταλλαγή αφορά τα ερωτηματολόγια 2-71 έως 2-74 ΕΚΑΧ και τα μερίδια αγοράς των παραγωγών στη Γερμανία» και ότι «οι κοινοποιούσες επιχειρήσεις αποφάσισαν να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με:

-    τα μερίδια αγοράς που κατέχουν οι παραγωγοί ανά προϊόν στη γερμανική αγορά και στην Κοινότητα,

[...]».

28.
    Η Επιτροπή δέχτηκε ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία δεν αφορά άμεσα την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα μερίδια αγοράς, αλλά ισχυρίστηκε ότι αφορά έμμεσα τα μερίδια αγοράς, στο μέτρο που οι ανταλλαγείσες πληροφορίες επιτρέπουν, με τη βοήθεια των στατιστικών του SBA, τον υπολογισμό των μεριδίων αγοράς με την εφαρμογή των πράξεων που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι προσφεύγουσες δέχτηκαν, πάντως, με την από 24 Σεπτεμβρίου 1996 απάντησή τους στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής, καθώς και με το δικόγραφό τους, ότι τα μερίδια αγοράς στη Γερμανία μπορούν πράγματι να υπολογιστούν βάσει του τύπου που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι αυτά τα μερίδια αγοράς δεν μπορούν να υπολογιστούν επακριβώς. Πράγματι, εκτός της ανάγκης στατιστικών διορθώσεων, για την οποία γίνεται άλλωστε λόγος στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι μετέχοντες στη συμφωνία δεν διαθέτουν στοιχεία σχετικά με τις παραδόσεις που έγιναν στη Γερμανία από Γερμανούς παραγωγούς μη μετέχοντες στη συμφωνία. Από την αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι κοινοποιούσες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 94 % των παραδόσεων από γερμανικές επιχειρήσεις πλατέων προϊόντων και 27 % των παραδόσεων επιμήκων προϊόντων (εκ των οποίων το 100 % αφορούσε πασσαλοσανίδες και το 80 % σιδηροδρομικό υλικό). Δεδομένου ότι παρέχει μόνο στοιχεία για τις πωλήσεις στη Γερμανία μέρους μόνον των Γερμανών παραγωγών, η κοινοποιηθείσα συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών επιτρέπει, επομένως, μόνον τον κατά προσέγγιση υπολογισμό των μεριδίων αγοράς των διαφόρων παραγωγών στη Γερμανία.

29.
    Επομένως, μολονότι η μνεία που γίνεται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία αφορά τα μερίδια αγοράς των Γερμανών παραγωγών, δεν πάσχει, καθαυτή, ουσιώδη πλάνη ικανή να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η εν λόγω απόφαση, κατ' ομολογία των ίδιων των προσφευγουσών στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ακομη και αν δεν έχει ως άμεσο αντικείμενο την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα μερίδια αγοράς, επιτρέπει τον καθορισμό αυτών, πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι ο σχετικός ισχυρισμός της Επιτροπής δεν αντιστοιχεί ακριβώς στο περιεχόμενο της κοινοποιηθείσας συμφωνίας, καθόσον η ακρίβεια των πληροφοριών σχετικά με τα μερίδια αγοράς δεν είναι παρά σχετική. Αντιθέτως προς το επιχείρημα των προσφευγουσών ότιη κοινοποιηθείσα συμφωνία περιορίζεται στην ανακοίνωση στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες και δεν αφορά τις τιμές ή τις μελλοντικές συμπεριφορές, η Επιτροπή ορθώς σημείωσε, στην αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παρατήρηση της συμπεριφοράς των ανταγωνιστών, καθώς και των προγενέστερων επιδόσεών τους, αποτελεί την αιτία όλων των περιοριστικών αποτελεσμάτων της συμφωνίας, διότι «όσο πιο ακριβείς και πρόσφατες είναι οι πληροφορίες σχετικά με τις πωλούμενες ποσότητες και τα μερίδια αγοράς, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αντίκτυπός τους στη μελλοντική συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά».

30.
    Ωστόσο, μολονότι αυτή η πλάνη ή, τουλάχιστον, αυτή η ανακρίβεια του ισχυρισμού ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία αφορά τα μερίδια αγοράς δεν οδηγεί, αφεαυτής, στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται να εξεταστεί αν μπορεί να έχει επίπτωση στην απόφαση σε συνδυασμό με άλλες ανακρίβειες. Επομένως, θα εκτιμηθεί μαζί με την εξέταση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου.

31.
    Όσον αφορά το δεύτερο αυτό σκέλος σχετικά με τα ερωτηματολόγια ΕΚΑΧ, από την κοινοποίηση των προσφευγουσών προκύπτει ότι η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών αφορά μόνον τα δύο ερωτηματολόγια ΕΚΑΧ 2-71 «και» 2-74 και όχι τα ερωτηματολόγια 2-71 «έως» 2-74. Όπως δέχτηκε ρητώς η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει, επομένως, πλάνη περί τα πράγματα στο μέτρο που σημειώνεται σ' αυτήν ότι η ανταλλαγή των ερωτηματολογίων 2-72 και 2-73 αποτελεί μέρος της κοινοποιηθείσας συμφωνίας. Η Επιτροπή δέχτηκε, επιπλέον, κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία, ότι δεν είχε καμία απόδειξη ότι είχε γίνει ανταλλαγή του ερωτηματολογίου 2-73 και ποτέ δεν υποστήριξε ότι θα γινόταν μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών, ακόμη και αν δεν το προέβλεπε η κοινοποιηθείσα συμφωνία.

32.
    Βεβαίως, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, η απουσία κοινοποιήσεως μιας συμφωνίας δεν μπορεί να εμποδίσει την εξέταση της νομιμότητάς της, δεδομένου ότι η Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη να δρα αυτεπαγγέλτως προς διασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

33.
    Ωστόσο, η Επιτροπή υποχρεούται, κατά την εξέταση αυτή της νομιμότητας μιας συμφωνίας, να λαμβάνει υπόψη το υφιστάμενο νομικό και πραγματικό πλαίσιο και, ιδιαιτέρως, να στηρίζεται στις ακριβείς διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας.

34.
    Επομένως, επιβάλλεται να εκτιμηθεί η επίπτωση της πλάνης αυτής στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

35.
    Κατ' αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πλάνη περί τα πράγματα ως προς το ερωτηματολόγιο 2-72 στερείται συνεπειών στο μέτρο που σημειώνεται, στην αιτιολογική σκέψη 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν βάλλει κατά της ανταλλαγής του εν λόγω ερωτηματολογίου.

36.
    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ερωτηματολόγιο 2-71 παρέχει στοιχεία για τις παραδόσεις διαφόρων προϊόντων ΕΚΑΧ που πραγματοποίησε κάθε παραγωγός σε κάθε κράτος μέλος, ότι τα στοιχεία αφορούν όλες τις ποιότητες και ότι το ερωτηματολόγιο 2-74 παρέχει πληροφορίες για τις παραδόσεις ορισμένης ποιότητας χάλυβα ανά προϊόν, ενώ το ερωτηματολόγιο 2-73 αφορά τις παραδόσεις χάλυβα στην εθνική αγορά ανά προϊόν και διακρίνει μεταξύ 28 διαφορετικών κλάδων καταναλωτών.

37.
    Τα δεδομένα που προκύπτουν από το ερωτηματολόγιο 2-73 είναι πολύ λεπτομερέστερα και ακριβέστερα από τα προκύπτοντα από τα ερωτηματολόγια 2-71 και 2-74, καθόσον ιδίως το ερωτηματολόγιο 2-73 καταδεικνύει την κατανομή των πωλήσεων ανά τομέα καταναλώσεως.

38.
    Στο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τη νομική εκτίμηση, η Επιτροπή υπενθύμισε, κατ' αρχάς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 41, ότι είχε ήδη αποφασίσει στην υπόθεση UK Tractors [απόφαση 92/157/ΕΟΚ, της 17ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.370 και 31.446 - Agricultural Tractor Registration Exchange) (ΕΕ L 68, σ. 19)] ότι «η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών ευαίσθητου, επίκαιρου και εξατομικευμένου χαρακτήρα σε αγορά υψηλής συγκέντρωσης όπου υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην είσοδο, δύναται να παρεμποδίσει τον ανταγωνισμό» και ότι, κατ' αυτήν, η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε από το Πρωτοδικεί, το οποίο έκρινε, με τις αποφάσεις του της 27ης Οκτωβρίου 1994, T-34/92, Fiatagri και New Holland Ford κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II-905) και T-35/92, John Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II-957), ότι «η γενίκευση, μεταξύ των κυρίων πωλητών, της συχνής μάλιστα ανταλλαγής συγκεκριμένων πληροφοριών που αφορούν τον εντοπισμό των ταξινομουμένων οχημάτων και τον τόπο ταξινομήσεως τους, είναι ικανή να νοθεύσει αισθητά τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρηματιών σε ολιγοπωλιακές αγορές [...]», διότι έχει «ως συνέπεια να αποκαλύπτει στο σύνολο των ανταγωνιστών, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τις θέσεις στην αγορά και τις στρατηγικές των διαφόρων ανταγωνιστών». Η Επιτροπή προσέθεσε ακόμη, με την αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «όσο πιο ακριβείς και πρόσφατες είναι οι πληροφορίες σχετικά με τις πωλούμενες ποσότητες, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αντίκτυπός τους στη μελλοντική συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά».

39.
    Από τα χωρία αυτά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή φρονεί ότι ο «ευαίσθητος» χαρακτήρας των πληροφοριών είναι θεμελιώδες στοιχείο για την εκτίμηση του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας ανταλλαγής πληροφοριών, όπως και το γεγονός ότι τονίζει όχι μόνον τη θέση στην αγορά, αλλά επίσης τις «στρατηγικές» των διαφόρων ανταγωνιστών.

40.
    Εξετάζοντας τα περιοριστικά αποτελέσματα της κοινοποιηθείσας συμφωνίας, η Επιτροπή εκτίμησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 42 και 43 της προσβαλλομένηςαποφάσεως, ότι τα ερωτηματολόγια 2-73 και 2-74 είναι «άρρηκτα συνδεδεμένα» με το ερωτηματολόγιο 2-71 και ότι το τελευταίο, «σε συνδυασμό με τα ερωτηματολόγια 2-73 και 2-74, αποκαλύπτει τη στρατηγική κάθε επιχείρησης σε κάθε κράτος μέλος για διάφορα προϊόντα (45 προϊόντα, 8 ποιότητες) και πιο συγκεκριμένα στη γερμανική αγορά (28 διαφορετικοί κλάδοι καταναλωτών)». Η Επιτροπή κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 48, με την αιτιολογική σκέψη 60 και με το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών, όπως κοινοποιήθηκε, συνιστά παράβαση του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο μέτρο που περιέχει την ανταλλαγή των ερωτηματολογίων 2-71, 2-73 και 2-74.

41.
    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία αντίκειται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ στο μέτρο που περιέχει ανταλλαγή του ερωτηματολογίου 2-73, σε συνδυασμό με τα ερωτηματολόγια 2-71 και 2-74.

42.
    Εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η ανταλλαγή του ερωτηματολογίου 2-73 δεν αποτελεί μέρος της κοινοποιηθείσας συμφωνίας, η εκτίμηση των περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων της κοινοποιηθείσας συμφωνίας στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε πλάνη περί τα πράγματα.

43.
    Αυτή η πλάνη περί τα πράγματα, σε συνδυασμό με εκείνη που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, μπορεί, επιπλέον, να έχει ουσιαστική επίπτωση στην εκτίμηση που έκανε η Επιτροπή για την κοινοποιηθείσα απόφαση.

44.
    Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από τη νομολογία όσο και από την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, οι συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών δεν απαγορεύονται, γενικώς και άνευ ετέρου, αλλά μόνον όταν εμφανίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον ευαίσθητο και ακριβή χαρακτήρα πρόσφατων στοιχείων των οποίων είχε γίνει ανταλλαγή σε κοντινά χρονικά διαστήματα. Η Επιτροπή παραπέμπει ρητώς και σχεδόν αποκλειστικά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην προπαρατεθείσα απόφαση UK Tractors, για να στηρίξει τη δική της θέση ως προς την τύχη των ανταλλαγών πληροφοριών σε μια ολιγοπωλιακή αγορά. Η υπόθεση αυτή αφορούσε ανταλλαγή πληροφοριών εξαιρετικής ακρίβειας σχετικά με τον εντοπισμό των ταξινομουμένων οχημάτων και τον τόπο ταξινομήσεώς τους, η οποία επέτρεπε τον εντοπισμό των πωλήσεων που πραγματοποιούσε κάθε ανταγωνιστής στη γεωγραφική ζώνη ενός αντιπροσώπου καθώς και των πωλήσεων που πραγματοποιούσε ένας αντιπρόσωπος εκτός της γεωγραφικής ζώνης του, τον έλεγχο της δραστηριότητας των αντιπροσώπων και τον εντοπισμό των εισαγωγών και εξαγωγών και επομένως των έλεγχο των παραλλήλων εισαγωγών. Η Επιτροπή διευκρίνισε, με την αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι στην προπαρατεθείσα απόφαση UK Tractors η ανταλλαγή πληροφοριών είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη των κατεχομένων θέσεων στην αγορά και των στρατηγικών των διαφόρων ανταγωνιστών. Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 42 και 43 τηςπροσβαλλομένης αποφάσεως, όχι μόνον τα ερωτηματολόγια 2-71, 2-73 και 2-74 είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, αλλά ο συνδυασμός τους αποκαλύπτει τη στρατηγική κάθε επιχειρήσεως που αναπτύσσει δραστηριότητα στις εν λόγω αγορές.

45.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει επομένως ότι η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της στο συνδυασμένο αποτέλεσμα της ανταλλαγής των τριών ερωτηματολογίων 2-71, 2-73 και 2-74, οπότε το γεγονός ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία δεν προβλέπει την ανταλλαγή του ερωτηματολογίου 2-73, που είναι εκείνο το οποίο παρέχει τα πλέον ακριβή και λεπτομερή στοιχεία και μπορεί, έτσι, να αποκαλύπτει τη στρατηγική των διαφόρων παραγωγών, έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή της αναλύσεως που έκανε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη το πραγματικό περιεχόμενο της κοινοποιηθείσας συμφωνίας, το οποίο περιορίζεται σε στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις μόνον των μετεχουσών επιχειρήσεων, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των διαφορετικών κλάδων καταναλωτών και δεν επιτρέπει τον υπολογισμό των μεριδίων της αγοράς παρά μόνον κατά προσέγγιση, δεν αποκλείεται η αξιολόγησή της να ήταν διαφορετική και να είχε εκτιμήσει ότι δεν αντέκειτο στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

46.
    Εφόσον δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της ακυρωτικής διαδικασίας, να υποκαταστήσει με την κρίση του την Επιτροπή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1996, T-79/95 και T-80/95, SNCF και British Railways κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-1491, σκέψη 64), επιβάλλεται η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

47.
    Δεδομένου ότι τα άλλα άρθρα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορούν να εξεταστούν χωριστά από το άρθρο 1, επιβάλλεται η ακύρωση του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως.

48.
    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον λόγο που επικαλέστηκε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι δηλαδή ο ισχυρισμός, ερμηνευόμενος κατ' αυτόν τον τρόπο, προβάλλεται οψίμως κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

49.
    Πράγματι, αφενός, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι στο πλαίσιο του πρώτου λόγου τους, που φέρει τον τίτλο «Το αντικείμενο της κοινοποιηθείσας συμφωνίας ανταλλαγής πληροφοριών και το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως», οι προσφεύγουσες εξέθεσαν ότι δεν είχαν κοινοποιήσει την ανταλλαγή των ερωτηματολογίων 2-72 και 2-73 και ισχυρίστηκαν ότι «αυτό συνιστά πλάνη περί τα πράγματα εκ μέρους της Επιτροπής που έχει επίπτωση στην προσβαλλόμενη απόφαση», διευκρινίζοντας ότι η Επιτροπή θεωρεί, στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανταλλαγή του ερωτηματολογίου 2-73 συνιστά παράβαση, ενώ αυτή δεν αποτελούσε το αντικείμενο της κοινοποιήσεως. Επομένως, οι προσφεύγουσες προέβαλαν, ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής, τον λόγο που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα που συνίσταται κυρίως σε εσφαλμένο ορισμό του περιεχομένου της κοινοποιηθείσας αποφάσεως.Επιβάλλεται να προστεθεί ότι η απαγόρευση που θέτει το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορά μόνον τους νέους ισχυρισμούς και δεν εμποδίζει τις προσφεύγουσες να προβάλλουν νέα επιχειρήματα προς στήριξη των λόγων που περιέχονται ήδη στο δικόγραφο της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 1960, 19/58, Γερμανία κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 395).

50.
    Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λόγω της πλάνης περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, το συμπέρασμα ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία αντίκειται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν βασίζεται πλέον σε καμία αιτιολογία, εφόσον η αιτιολογία που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά συμφωνία διάφορη της κοινοποιηθείσας. Δεδομένου ότι πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως, μπορεί να γίνει επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας ανά πάσα στιγμή, επομένως και αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή.

51.
    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το τελευταίο σκέλος αυτού του λόγου και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

52.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος αντιδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ζήτησαν την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Ακυρώνει την απόφαση 98/4/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 1997, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (Υπόθεση IV/36.069 - Wirtschaftsvereinigung Stahl).

2)    Η Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και τα έξοδα των προσφευγουσών.

Azizi
Lenaerts
Jaeger

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Απριλίου 2001.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

J. Azizi


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.