Language of document : ECLI:EU:C:2017:850

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 9ης Νοεμβρίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑359/16

Ömer Altun,

Abubekir Altun,

Sedrettin Maksutogullari,

Yunus Altun,

Absa NV,

M. Sedat BVBA,

Alnur BVBA

κατά

Openbaar Ministerie

[αίτηση του Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Αποσπασμένοι εργαζόμενοι – Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 – Άρθρο 11, παράγραφος 1 – Πιστοποιητικό E 101 – Δεσμευτικός χαρακτήρας – Πιστοποιητικό που αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο»






I.      Εισαγωγή

1.        «Το δικαίωμα σταματά εκεί που αρχίζει η κατάχρηση». Η διατύπωση αυτή, την οποία χρησιμοποίησε ο καθηγητής γαλλικού δικαίου, Marcel Ferdinand Planiol (2), εντοπίζει σαφώς την προβληματική την οποία αντιμετωπίζει το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο) στην παρούσα υπόθεση, η οποία εντάσσεται σε μια σειρά υποθέσεων που κατέληξαν σε πάγια εφεξής νομολογία σχετικά με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101, το οποίο βεβαιώνει την υπαγωγή εργαζομένου ο οποίος μετακινείται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους του φορέα που το εξέδωσε (3).

2.        Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, επί όσο διάστημα δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο, το πιστοποιητικό Ε 101, το οποίο χορηγείται από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 (4) περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (5), ισχύει στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους στο οποίο μεταβαίνει ο μισθωτός εργαζόμενος για να παράσχει την εργασία του και, ως εκ τούτου, δεσμεύει τους αρμόδιους φορείς του κράτους μέλους αυτού. Επομένως, τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής δεν είναι αρμόδια να διαπιστώνουν το κύρος πιστοποιητικού E 101 όσον αφορά τα στοιχεία βάσει των οποίων χορηγήθηκε (6).

3.        Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η νομολογία αυτή εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής ότι το πιστοποιητικό E 101 αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο (7).

4.        Με τις προτάσεις αυτές θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι το πιστοποιητικό E 101 δεν δεσμεύει τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής όταν αυτά διαπιστώνουν ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο, και ότι, στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω δικαστήρια μπορούν να μη λάβουν υπόψη το πιστοποιητικό E 101 (8).

II.    Το δίκαιο της Ένωσης

A.      Ο κανονισμός 1408/71

5.        Ενταγμένο στον τίτλο II του κανονισμού 1408/71, με επικεφαλίδα «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», το άρθρο 13, με τίτλο «Γενικοί κανόνες», ορίζει, στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.      Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους».

6.        Το άρθρο 14, που περιλαμβάνεται στον ίδιο τίτλο του κανονισμού 1408/71 και επιγράφεται «Ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα εκτός από τους ναυτικούς», ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ισχύει, με την επιφύλαξη των ακόλουθων εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

1) α)      Το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους σε επιχείρηση, στην οποία κανονικά υπάγεται και η οποία τον αποσπά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προς εκτέλεση εργασίας για λογαριασμό της, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και ότι δεν αποστέλλεται σε αντικατάσταση άλλου προσώπου του οποίου έληξε η περίοδος αποσπάσεως».

7.        Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1ης Μαΐου 2010 (9).

B.      Ο κανονισμός 574/72

8.        Ενταγμένο στον τίτλο III του κανονισμού 574/72, με επικεφαλίδα «Εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού περί προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας», το άρθρο 11, με τίτλο «Διατυπώσεις σε περίπτωση αποσπάσεως εργαζομένου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του άρθρου 14β, παράγραφος 1, του κανονισμού, και σε περίπτωση συμφωνιών συνομολογηθεισών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17 του κανονισμού», ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Ο φορέας που ορίζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου παραμένει εφαρμοστέα, χορηγεί πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι ο μισθωτός εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία αυτή και προσδιορίζει μέχρι ποίας ημερομηνίας:

α)      κατόπιν αιτήσεως του μισθωτού ή του εργοδότη του, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, και στο άρθρο 14β, παράγραφος 1, του κανονισμού.»

9.        Ο κανονισμός 574/72 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 987/2009, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1ης Μαΐου 2010 (10).

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

10.      Η Sociale Inspectie (Κοινωνική Επιθεώρηση, Βέλγιο) διενήργησε έρευνα σχετικά με την απασχόληση του προσωπικού της Absa NV, επιχειρήσεως βελγικού δικαίου δραστηριοποιούμενης στον οικοδομικό τομέα στο Βέλγιο. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι η ABSA από το 2008 δεν απασχολούσε σχεδόν καθόλου προσωπικό και ανέθετε καθ’ υπεργολαβία όλη τη χειρωνακτική εργασία σε βουλγαρικές επιχειρήσεις. Αυτές οι βουλγαρικές επιχειρήσεις δεν ασκούσαν σχεδόν καμία δραστηριότητα στη Βουλγαρία και αποσπούσαν εργαζομένους ώστε αυτοί να παρέχουν εργασία στο Βέλγιο καθ’ υπεργολαβία για την ABSA, εν μέρει με τη διαμεσολάβηση και συνεργασία άλλων βελγικών εταιριών. Η απασχόληση των εργαζομένων αυτών δεν δηλώθηκε στον βελγικό φορέα ο οποίος είναι αρμόδιος για την είσπραξη των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, με την αιτιολογία ότι οι εργαζόμενοι αυτοί διέθεταν πιστοποιητικά Ε 101 χορηγηθέντα από τον αρμόδιο βουλγαρικό φορέα, τα οποία πιστοποιούσαν την υπαγωγή τους στο βουλγαρικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

11.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι βελγικές αρχές υπέβαλαν στον αρμόδιο βουλγαρικό φορέα αιτιολογημένη αίτηση για την ανάκληση των εν λόγω πιστοποιητικών E 101, αλλά το όργανο στο οποίο απευθύνθηκε η εν λόγω αίτηση παρέλειψε να αποφανθεί επ’ αυτής. Η Βελγική Κυβέρνηση διευκρίνισε συναφώς ότι η αίτηση ανακλήσεως των πιστοποιητικών E 101 είχε αποσταλεί στον αρμόδιο βουλγαρικό φορέα στις 12 Νοεμβρίου 2012 και ότι ο φορέας αυτός είχε παράσχει, στις 9 Απριλίου 2013, απάντηση περιλαμβάνουσα «απλώς ανακεφαλαίωση των εκδοθέντων πιστοποιητικών E 101, τη διάρκεια της ισχύος τους και τη γνωστοποίηση του ότι οι όροι αποσπάσεως πληρούνταν από διοικητικής απόψεως κατά τον χρόνο της αιτήσεως χορηγήσεως των επίμαχων πιστοποιητικών E 101 από τις διάφορες βουλγαρικές επιχειρήσεις, χωρίς να εξετάσει ούτε να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν και πιστοποιήθηκαν στο Βέλγιο».

12.      Οι βελγικές αρχές άσκησαν δικαστικές διώξεις κατά των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης, Ömer Altun, Abubekir Altun, Sedrettin Maksutogullari, Yunus Altun, Absa, Sedat BVBA και Alnur BVBA (στο εξής, από κοινού: Altun κ.λπ.), υπό την ιδιότητά τους ως εργοδότη, προστηθέντος ή εντολοδόχων, πρώτον, διότι απασχόλησαν ή επέτρεψαν να απασχοληθούν αλλοδαποί οι οποίοι δεν διαθέτουν άδεια διαμονής στο Βέλγιο άνω των τριών μηνών ή άδεια εγκαταστάσεως, χωρίς προηγουμένως να έχουν αποκτήσει άδεια προσλήψεως συναφώς, δεύτερον, διότι παρέλειψαν κατά την ανάληψη εργασίας από τους εργαζομένους να υποβάλουν την εκ του νόμου δήλωση στον οργανισμό ο οποίος είναι αρμόδιος για την είσπραξη των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και, τρίτον, διότι παρέλειψαν να υπαγάγουν τους εργαζομένους στο Office national de la sécurité sociale (Εθνικό Ίδρυμα κοινωνικής ασφαλίσεως, Βέλγιο).

13.      Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014, το correctionele rechtbank Limburg, afdeling Hasselt (πλημμελειοδικείο Λιμβούργου, τμήμα Χάσελτ, Βέλγιο) απήλλαξε τους Altun κ.λπ. Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η απαλλαγή των ενδιαφερομένων στηριζόταν στη διαπίστωση ότι «η απασχόληση των Βουλγάρων εργαζομένων καλυπτόταν πλήρως από τα έντυπα E 101/A1, τα οποία μέχρι τότε χορηγούνταν τακτικώς και νομοτύπως». Η εισαγγελική αρχή άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

14.      Με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, το Hof van beroep te Antwerpen (εφετείο Αμβέρσας, Βέλγιο) καταδίκασε τους νυν αναιρεσείοντες. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το εφετείο διαπίστωσε ότι «τα πιστοποιητικά E 101 αποκτήθηκαν με δόλια μέσα, δια της παρουσιάσεως των πραγματικών περιστατικών με τρόπο που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, για την παράκαμψη των κατά την κοινοτική νομοθεσία προϋποθέσεων της αποσπάσεως και έτσι για την απόκτηση οφέλους το οποίο δεν θα αποκομιζόταν χωρίς αυτή την απάτη».

15.      Οι αναιρεσείοντες άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), το οποίο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Δύναται ένα πιστοποιητικό Ε101 το οποίο χορηγήθηκε βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 574/72 […] όπως είχε εφαρμογή πριν από την κατάργησή του από το άρθρο 96, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 987/2009 […], να ακυρωθεί ή να μη ληφθεί υπόψη από δικαστή άλλον από αυτόν του κράτους μέλους αποστολής, στην περίπτωση που τα τεθέντα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν τη διαπίστωση ότι το πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο;»

16.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι Altun κ.λπ., η Βελγική, η Ιρλανδική, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Ιουνίου 2017, οι ίδιοι διάδικοι και ενδιαφερόμενοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

IV.    Ανάλυση

A.      Επί του αντικειμένου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και επί των ερμηνευτέων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης

17.      Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72, «όπως είχε εφαρμογή πριν από την κατάργησή του από το άρθρο 96, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 […]».

18.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, πάντως, ότι το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να επεκταθεί στην ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και ratione temporis στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώκονται οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης έλαβαν χώρα εν μέρει μετά την 1η Μαΐου 2010, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία ο εν λόγω κανονισμός κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 574/72 (11).

19.      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει την ακριβή χρονική περίοδο στην οποία αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκή πραγματικά στοιχεία για να επεκτείνει την απάντησή του σε άλλες διατάξεις πέραν αυτών τις οποίες αφορά το προδικαστικό ερώτημα (12). Στις παρούσες προτάσεις, θα περιοριστώ, επομένως, στην ερμηνεία των διατάξεων των κανονισμών 1408/71 και 574/72.

20.      Επιθυμώ, πάντως, να τονίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση που προτίθεμαι να διατυπώσω, ως προς την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72, μπορεί να ισχύσει εξ ολοκλήρου για το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 και για τα άρθρα 5, παράγραφος 1, και 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι, υπό το καθεστώς των νέων κανονισμών, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 αντικατέστησε, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, ενώ το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 αντικατέστησε, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72 (13). Από την άλλη πλευρά, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, ο κανονισμός 987/2009, ο οποίος ισχύει σήμερα, κωδικοποίησε τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατοχυρώνοντας, μεταξύ άλλων, τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 και την αποκλειστική αρμοδιότητα του εκδίδοντος φορέα ως προς την εκτίμηση του κύρους του εν λόγω πιστοποιητικού(14). Πράγματι, το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009, που φέρει τον τίτλο «νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι τα έγγραφα τα οποία εκδίδονται από τον φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν έχουν ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.

21.      Άλλωστε, θεωρώ ότι είναι σκόπιμο να επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου στην εν εξελίξει νομοθετική διαδικασία που αποσκοπεί στην τροποποίηση των κανονισμών 883/2004 και 987/2009 επί τη βάσει προτάσεως που υπέβαλε η Επιτροπή στις 13 Δεκεμβρίου 2016 (15). Μεταξύ των τροποποιήσεων που προτείνει η Επιτροπή περιλαμβάνεται, ιδίως, η προσθήκη στο άρθρο 1 του κανονισμού 987/2009 ορισμού της έννοιας της «απάτης» (16) καθώς και η πρόβλεψη, στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, συγκεκριμένων προθεσμιών για την επανεξέταση από τον εκδίδοντα φορέα της νομιμότητας της χορηγήσεως του πιστοποιητικού E 101 και, ενδεχομένως, την ανάκληση ή τη διόρθωση του εν λόγω πιστοποιητικού, κατόπιν αιτήσεως αρμοδίου φορέα άλλου κράτους μέλους (17). Αν και οι εν λόγω νομοθετικές εργασίες δεν ασκούν άμεση επιρροή στην ανάλυση που πρέπει να πραγματοποιηθεί στην παρούσα υπόθεση, η οποία αφορά μόνο την ερμηνεία των –ήδη καταργηθεισών– διατάξεων των κανονισμών 1408/71 και 574/72, συνδέονται, κατά τη γνώμη μου, με το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παρούσα υπόθεση.

22.      Τέλος, εκτιμώ χρήσιμο να διατυπώσω κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την πρόταση «εναλλακτικής λύσεως», που υπέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά την προβληματική που εγείρει η παρούσα υπόθεση. Θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν είναι το πλέον λυσιτελές και ότι θα ήταν προτιμότερο να καθορίσει το Δικαστήριο αν οι περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως μαρτυρούν «πραγματική απόσπαση» υπό την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και, συνακολούθως, αν τα επίμαχα πιστοποιητικά E 101 ορθώς εκδόθηκαν από τον αρμόδιο βουλγαρικό φορέα (18). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα έδινε αρνητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά, οι αρμόδιοι βελγικοί φορείς θα μπορούσαν να ζητήσουν, βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου, από τον αρμόδιο βουλγαρικό φορέα να ανακαλέσει τα πιστοποιητικά E 101 ή να τα κηρύξει άκυρα, και ότι ο εν λόγω φορέας θα ήταν, ενδεχομένως, υποχρεωμένος να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτόν. Αντιθέτως, αν το Δικαστήριο επιβεβαίωνε το νομότυπο των εν λόγω πιστοποιητικών, η διαφορά της κύριας δίκης δεν θα υφίστατο πλέον.

23.      Η λύση που προτείνει η Επιτροπή δεν είναι πειστική, τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους.

24.      Πρώτον, θεωρώ ότι η λύση αυτή δεν συνάδει προς το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το οποίο στηρίζεται στη σαφή διάκριση των καθηκόντων μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους νομοθετήματος της Ένωσης, βάσει των πραγματικών περιστατικών που του εκθέτει το εθνικό δικαστήριο και ότι, αντιθέτως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης ή να εφαρμόζει επί εθνικών μέτρων ή καταστάσεων τους κανόνες της Ένωσης των οποίων έχει δώσει την ερμηνεία, δεδομένου ότι τα ζητήματα αυτά εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου (19). Όμως, η προσέγγιση που προτείνει η Επιτροπή έχει, κατά τη γνώμη μου, ως συνέπεια ότι το Δικαστήριο θα προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του (20).

25.      Δεύτερον, εκτιμώ ότι η λύση που προτείνει η Επιτροπή καταλήγει, στην πραγματικότητα, στην τροποποίηση του αντικειμένου και της φύσεως της παρούσας υποθέσεως. Πράγματι, ενώ το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά την αρμοδιότητα δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής να μη λάβει υπόψη πιστοποιητικό E101 σε περίπτωση απάτης, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει σε σαφώς διαφορετικό ερώτημα, δηλαδή στο ζήτημα του νομοτύπου της εκδόσεως των επίμαχων πιστοποιητικών E 101. Όμως, το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να εξετασθεί μάλλον στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, κινηθείσας σύμφωνα με τα άρθρα 258 ή 259 ΣΛΕΕ.

26.      Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι προϋποθέσεις αποσπάσεως του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 δεν πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένο, όπως παραδέχεται εξάλλου η Επιτροπή, να λαμβάνει υπόψη τα πιστοποιητικά E 101, πριν τα ακυρώσει ή τα ανακαλέσει ο αρμόδιος βουλγαρικός φορέας. Κατά συνέπεια, η λύση που προτείνει η Επιτροπή δεν μπορεί να ρυθμίσει την κατάσταση που αντιμετωπίζει το αιτούν δικαστήριο.

27.      Επομένως, θεωρώ ότι παρέλκει η αναδιατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος.

B.      Επί του προδικαστικού ερωτήματος

28.      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να ακυρώσει ή να μη λάβει υπόψη πιστοποιητικό E 101 εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72, εάν τα πραγματικά περιστατικά που υποβλήθηκαν στην κρίση του επιτρέπουν τη διαπίστωση ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο. Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το δεσμευτικό αποτέλεσμα που η νομολογία του Δικαστηρίου προσδίδει συνήθως στο πιστοποιητικό E 101 επιβάλλεται σε δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής στην περίπτωση απάτης που διαπιστώθηκε από το δικαστήριο αυτό (21).

29.      Η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρούν, συναφώς, ότι πρέπει να αναγνωριστεί η δυνατότητα δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής να μη λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101 σε περίπτωση απάτης. Αντιθέτως, οι Altun κ.λπ., η Ιρλανδική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι πιστοποιητικό E 101 εκδοθέν από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους δεσμεύει τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής, ακόμη και όταν τα δικαστήρια αυτά διαπιστώνουν ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο.

30.      Πριν αρχίσω να εξετάζω το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, κρίνω χρήσιμο να υπενθυμίσω εν συντομία τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 καθώς και τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η νομολογία αυτή (πρώτο τμήμα).

31.      Θα εξετάσω, στη συνέχεια, το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Πρώτον, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι η σχετική με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 νομολογία δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής ότι το πιστοποιητικό E 101 αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο και ότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο αυτό μπορεί να μη λάβει υπόψη το εν λόγω πιστοποιητικό (δεύτερο τμήμα). Δεύτερον, θα εκθέσω κάποιες σκέψεις όσον αφορά τη διαπίστωση απάτης από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής (τρίτο τμήμα). Τέλος, θα εξετάσω τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση κατά της λύσεως την οποία προτείνω στο Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα).

1.      Επί της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101

32.      Ο δεσμευτικός χαρακτήρας του πιστοποιητικού E 101 προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι επί όσο διάστημα δεν έχει ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο, το πιστοποιητικό E 101 ισχύει στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους στο οποίο μεταβαίνει ο μισθωτός εργαζόμενος για να εργαστεί και, ως εκ τούτου, δεσμεύει τους φορείς του εν λόγω κράτους μέλους (22). Επομένως, αφενός, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους στο οποίο ο εργαζόμενος απασχολείται πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο εργαζόμενος αυτός υπάγεται ήδη στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση η οποία τον απασχολεί και ο φορέας αυτός δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να υπαγάγει τον επίμαχο εργαζόμενο στο δικό του καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως. Αφετέρου, δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής δεν έχει αρμοδιότητα να επαληθεύσει το κύρος πιστοποιητικού E 101 υπό το πρίσμα των στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκε (23).

33.      Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ο φορέας που εκδίδει το έντυπο Ε 101 οφείλει να προβαίνει σε ορθή εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών για την εφαρμογή των κανόνων των σχετικών με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως και, ως εκ τούτου, να εγγυάται την ακρίβεια των περιλαμβανόμενων στο εν λόγω πιστοποιητικό Ε 101 στοιχείων. Στο πλαίσιο αυτό, στον αρμόδιο φορέα εναπόκειται να επανεξετάσει το βάσιμο των στοιχείων του εκδοθέντος πιστοποιητικού E 101 και, ενδεχομένως, να ανακαλέσει το πιστοποιητικό αυτό εφόσον ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής διατυπώνει αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό και, ως εκ τούτου, των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτό, μεταξύ άλλων επειδή αυτά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που προβλέπει η διάταξη του κανονισμού 1408/71 δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό (24).

34.      Στην περίπτωση που οι αρμόδιοι φορείς των εμπλεκομένων κρατών μελών δεν καταλήγουν σε συμφωνία ως προς τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας στην επίμαχη υπόθεση νομοθεσίας, έχουν την ευχέρεια να απευθυνθούν στη διοικητική επιτροπή. Εάν η επιτροπή αυτή δεν κατορθώσει να συμβιβάσει τις απόψεις των οικείων φορέων, υφίσταται η δυνατότητα, υπό την επιφύλαξη των τυχόν μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στο κράτος μέλος του φορέα ο οποίος εξέδωσε το πιστοποιητικό, να κινηθεί η διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 259 ΣΛΕΕ (25).

35.      Όπως εξέθεσα στις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση A-Rosa Flussschiff, το πιστοποιητικό E 101 σκοπό έχει να εξασφαλίσει τον σεβασμό της αρχής της εφαρμογής μίας μόνο νομοθεσίας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ώστε να αποτρέπεται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η σύγκρουση αρμοδιοτήτων που απορρέει από αποκλίνουσες εκτιμήσεις ως προς το ποια κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία είναι εφαρμοστέα (26). Συναφώς, το πιστοποιητικό E 101 συμβάλλει στην εδραίωση της ασφάλειας δικαίου των εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ένωσης και, ως εκ τούτου, στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός της Ένωσης, η οποία αποτελεί και τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό 1408/71 σκοπό.

36.      Κατά τη γνώμη μου, από τη σχετική με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού Ε 101 νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71 σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας καθιερώνουν όχι μόνον ένα σύστημα άρσεως της συγκρούσεως νόμων, αλλά εγκαθιδρύουν και ένα σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών, υπό την έννοια ότι ο φορέας που εκδίδει το πιστοποιητικό E 101 είναι ο μόνος αρμόδιος να εκτιμά το κύρος του και να προσδιορίζει, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε σε απάντηση αιτήματος που υποβάλλεται από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους, αν, βάσει των πληροφοριών που έχει συγκεντρώσει σχετικά με την κατάσταση του συγκεκριμένου εργαζομένου, το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να ανακληθεί ή να ακυρωθεί, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να μη δεσμεύει πλέον το εν λόγω πιστοποιητικό τους αρμόδιους φορείς και τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών (27). Η αντίθετη λύση θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο λήψεως αντίθετων αποφάσεων ως προς την εφαρμοστέα σε συγκεκριμένη περίπτωση νομοθεσία και, συνακολούθως, τον κίνδυνο υπαγωγής του εργαζομένου σε δύο συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες, ιδίως την υποχρέωση του εργαζομένου να καταβάλλει διπλές εισφορές (28).

37.      Ο δεσμευτικός χαρακτήρας του πιστοποιητικού E 101 στηρίζεται, επιπλέον, στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Πράγματι, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι υποχρεώσεις συνεργασίας που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη δεν θα τηρούνταν εάν ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής εκτιμούσε ότι δεν δεσμεύεται από τα στοιχεία που διαλαμβάνει το πιστοποιητικό E 101 (29).

38.      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση A-Rosa Flussschiff (30), το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η σχετική με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού Ε 101 νομολογία του εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι οι όροι απασχολήσεως του εργαζομένου προδήλως δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της διατάξεως δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το πιστοποιητικό E 101. Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά σ’ αυτό το ερώτημα. Έκρινε συναφώς ότι το γεγονός ότι οι οικείοι εργαζόμενοι προδήλως δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 του κανονισμού 1408/71 ουδόλως μετάβαλλε τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η σχετική με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού Ε 101 νομολογία του (31).

39.      Επιβάλλεται, πάντως, να τονισθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς την παρούσα υπόθεση, στην υπόθεση A-Rosa Flussschiff (32), το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν είχε παράσχει καμία ένδειξη, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ως προς το ότι τα πραγματικά περιστατικά των οποίων είχε επιληφθεί αποδείκνυαν την ύπαρξη απάτης. Αυτό συνιστούσε καθοριστικό παράγοντα για την ανάλυση της υποθέσεως την οποία υιοθέτησα. Εκκίνησα, πράγματι, από την παραδοχή ότι το ερώτημα που υπέβαλλε το εν λόγω δικαστήριο δεν αποσκοπούσε στην παροχή διευκρινίσεων όσον αφορά την εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου για το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 σε περίπτωση απάτης (33). Ομοίως, στην απόφαση που εκδόθηκε εν συνεχεία στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό, αλλά αποφάνθηκε μόνον ως προς την περίπτωση κατά την οποία οι όροι απασχολήσεως του εργαζομένου προδήλως δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του κανονισμού 1408/71 δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το πιστοποιητικό E 101.

40.      Επομένως, το ζήτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση είναι καινοφανές. Συναφώς, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η σχετική με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού Ε 101 νομολογία του ισχύουν και στην περίπτωση απάτης που διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής.

41.      Τονίζω ήδη από το σημείο αυτό ότι, κατά τη γνώμη μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Πράγματι, εκτιμώ ότι, για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω, η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 δεν μπορεί να επεκταθεί ώστε να καλύψει περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο και ότι πρέπει να αναγνωριστεί στο δικαστήριο αυτό η δυνατότητα, στην περίπτωση αυτή, να μη λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101.

2.      Επί της επιτακτικής ανάγκης καταπολεμήσεως της απάτης

42.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, τα δε εθνικά δικαστήρια μπορούν, κατά περίπτωση, στηριζόμενα σε αντικειμενικά στοιχεία, να λαμβάνουν υπόψη την καταχρηστική ή δόλια συμπεριφορά των ενδιαφερομένων ώστε, ενδεχομένως, να μην εφαρμόζουν υπέρ αυτών τις διατάξεις του εν λόγω δικαίου (34). Η αρχή αυτή συνιστά, κατά τη γνώμη μου, γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (35), η οποία ισχύει ανεξαρτήτως εφαρμογής της στην ευρωπαϊκή ή στην εθνική νομοθεσία (36). Εκτιμώ ότι από την αρχή αυτή απορρέει ότι εθνικό δικαστήριο που αντιμετωπίζει δόλια εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης έχει όχι μόνο την ευχέρεια αλλά και το καθήκον, ως δικαστήριο της Ένωσης, να καταπολεμήσει την απάτη, αρνούμενο να αναγνωρίσει στους ενδιαφερομένους το όφελος που απορρέει από τις εν λόγω διατάξεις (37).

43.      Είμαι, επομένως, της γνώμης ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής ότι το πιστοποιητικό E 101 αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο, εναπόκειται στο δικαστήριο αυτό να αρνηθεί στους ενδιαφερομένους το πλεονέκτημα που απορρέει από το πιστοποιητικό αυτό και, κατά συνέπεια, από τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το πιστοποιητικό αυτό, εν προκειμένω, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71. Τούτο σημαίνει ότι, στην περίπτωση αυτή, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλεστούν την εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή και ότι εφαρμόζεται ο γενικός κανόνας ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού και δυνάμει του οποίου ο εργαζόμενος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ασκεί τη μισθωτή δραστηριότητά του (lex loci laboris) (38).

44.      Φρονώ ότι η αντίθετη λύση θα κατέληγε σε απαράδεκτο αποτέλεσμα. Πράγματι, το γεγονός της διατηρήσεως του δεσμευτικού χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101, στην περίπτωση απάτης που διαπιστώθηκε από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής, σημαίνει, αφενός, ότι οι υπεύθυνοι της απάτης θα μπορούσαν να αντλήσουν όφελος από τις δόλιες ενέργειές τους και, αφετέρου, ότι το δικαστήριο αυτό θα έπρεπε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να ανεχθεί ή ακόμη και να αποδεχθεί την απάτη.

45.      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση FTS, ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs επισήμανε ότι, αν το κράτος μέλος υποδοχής «αποδείξει ότι το πιστοποιητικό εκδόθηκε με απάτη, η εκδούσα αρχή πρέπει να ανακαλέσει το πιστοποιητικό της χωρίς να δημιουργήσει περαιτέρω πρόβλημα» (39). Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, καθόσον η εκδούσα αρχή προβαίνει στην ακύρωση ή στην ανάκληση του πιστοποιητικού E 101 βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και πιστοποιούν την ύπαρξη απάτης, η προσφυγή στα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής θα ήταν πράγματι περιττή. Πάντως, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν καταστάσεις, όπως καταδεικνύει η παρούσα υπόθεση, στις οποίες ο φορέας που εξέδωσε το πιστοποιητικό E 101 δεν προβαίνει, για κάποιο λόγο, σε ακύρωση ή ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού, μολονότι οι αρχές κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους υποδοχής προσκόμισαν στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη απάτης (40). Η επιβολή, υπό τις συνθήκες αυτές, σε δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής της υποχρεώσεως να λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101 παρά τη διαπίστωση ότι το πιστοποιητικό αυτό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο, θα ισοδυναμούσε με την επιβολή στο εν λόγω δικαστήριο της υποχρεώσεως να αγνοήσει την απάτη. Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι το ενδεχόμενο να προβεί η εκδούσα αρχή στην ακύρωση ή στην ανάκληση του πιστοποιητικού E 101 δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην αρμοδιότητα δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής να μη λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101, όταν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να διαπιστώσει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε η χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο (41).

46.      Επιπλέον, εκτιμήσεις κοινωνικο-οικονομικής φύσεως συνηγορούν υπέρ του να δοθεί, στην περίπτωση αυτή, προτεραιότητα στην καταπολέμηση της απάτης. Πράγματι, στο πλαίσιο του συστήματος συγκρούσεως νόμων που καθιερώνουν οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, η απάτη που συνδέεται με τη χορήγηση των πιστοποιητικών E 101 συνιστά απειλή για τη συνοχή των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών (42). Συναφώς, εκτιμώ ότι τα κράτη μέλη έχουν θεμιτό συμφέρον να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύουν τα χρηματοοικονομικά τους συμφέροντα και να διασφαλίζουν την οικονομική ισορροπία των συστημάτων τους κοινωνικής ασφαλίσεως (43). Επιπλέον, η χρήση των πιστοποιητικών E 101 που αποκτήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με δόλιο τρόπο συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού και υπονομεύει την ισότητα των όρων εργασίας στις εθνικές αγορές εργασίας.

47.      Πρέπει, πάντως, να τονίσω ότι άρνηση δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής να αναγνωρίσει το όφελος που απορρέει από το πιστοποιητικό E 101 και, συνακολούθως, από τη διάταξη δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό, είναι δυνατή μόνον σε περίπτωση δεόντως αποδειχθείσας απάτης. Είναι, πράγματι, επιτακτική ανάγκη να αποτραπεί το ενδεχόμενο να καταστρατηγηθεί η λύση την οποία προτείνω, κατά τρόπον ώστε να τεθεί σε κίνδυνο το σύνολο του συστήματος άρσεως των συγκρούσεων νόμων που καθιερώνουν οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71. Με άλλα λόγια, θεωρώ ότι η καταπολέμηση της απάτης δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τον δεσμευτικό χαρακτήρα πιστοποιητικού E 101 που χορήγησε ο αρμόδιος φορέας άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72, παρά μόνον υπό πολύ ειδικές περιστάσεις που θα περιγραφούν κατωτέρω.

3.      Επί της διαπιστώσεως απάτης

48.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 δεν περιλαμβάνουν ορισμό της «απάτης» για τον σκοπό της εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών (44). Ελλείψει τέτοιου ορισμού, στο Δικαστήριο εναπόκειται να οριοθετήσει τις περιπτώσεις απάτης στις οποίες δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να μη λάβει υπόψη πιστοποιητικό E 101 που χορήγησε ο αρμόδιος φορέας άλλου κράτους μέλους.

49.      Είμαι της γνώμης ότι η διαπίστωση απάτης απαιτεί τη συνδρομή ενός αντικειμενικού και ενός υποκειμενικού στοιχείου. Το αντικειμενικό στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την απόκτηση του επιδιωκομένου οφέλους, δηλαδή, στο παρόν πλαίσιο, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε το πιστοποιητικό E 101, δεν συντρέχουν, στην πραγματικότητα (45).

50.      Πάντως, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα περί της υπάρξεως απάτης που παρέχει σε δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής τη δυνατότητα να μη λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101. Πράγματι, είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε, με την απόφαση A-Rosa Flussschiff, ότι το πιστοποιητικό E 101 δεσμεύει τους φορείς και τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής, ακόμη και όταν διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες απασχολήσεως του εργαζομένου δεν εμπίπτουν προδήλως στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του κανονισμού 1408/71 δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε το πιστοποιητικό E 101 (46). Η περίπτωση αυτή μπορεί, πράγματι, να προκληθεί από (απλή) πλάνη, πραγματική ή νομική, κατά τη χορήγηση του πιστοποιητικού E 101, ή από τη μεταβολή της καταστάσεως του συγκεκριμένου εργαζομένου (47).

51.      Για να συναχθεί το συμπέρασμα περί της υπάρξεως απάτης, είναι, κατά τη γνώμη μου, επίσης αναγκαίο να αποδειχθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι είχαν την πρόθεση να αποκρύψουν το γεγονός ότι δεν συντρέχουν, στην πραγματικότητα, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του πιστοποιητικού E 101, προκειμένου να αποκομισθεί το όφελος που απορρέει από το εν λόγω πιστοποιητικό (48). Η εν λόγω πρόθεση εξαπατήσεως συνιστά, κατά τη γνώμη μου, το υποκειμενικό στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα διακρίσεως της απάτης από την απλή διαπίστωση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως του τίτλου II του κανονισμού 1408/71 δυνάμει του οποίου χορηγήθηκε το πιστοποιητικό E 101. Η απόδειξη της υπάρξεως της εν λόγω προθέσεως εξαπατήσεως μπορεί να συνίσταται σε εκούσια ενέργεια, για παράδειγμα εσφαλμένη παρουσίαση της πραγματικής καταστάσεως του αποσπασμένου εργαζομένου ή της επιχειρήσεως που αποσπά τον εν λόγω εργαζόμενο, ή σε εκούσια παράλειψη, όπως η μη αποκάλυψη κρίσιμης πληροφορίας.

52.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, η βελγική Κοινωνική Επιθεώρηση απέδειξε ότι οι εμπλεκόμενες βουλγαρικές επιχειρήσεις που αποσπούν εργαζομένους στο Βέλγιο δεν ασκούσαν, για να εκφραστώ έτσι, καμία δραστηριότητα στη Βουλγαρία (49). Πάντως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μόνον η επιχείρηση που ασκεί συνήθως σημαντικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους εγκαταστάσεως μπορεί να τύχει του οφέλους που παρέχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 εξαίρεση(50). Είναι, επομένως, σαφές, υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το εθνικό δικαστήριο, ότι δεν συνέτρεχε η μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκαν τα οικεία πιστοποιητικά E 101 (51).

53.      Επιπλέον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι δικαστές που έκριναν κατ’ έφεση διαπίστωσαν ότι «τα πιστοποιητικά Ε101 αποκτήθηκαν με δόλια μέσα, δια της παρουσιάσεως των πραγματικών περιστατικών με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, για την παράκαμψη των κατά την κοινοτική νομοθεσία προϋποθέσεων της αποσπάσεως και έτσι για την απόκτηση οφέλους το οποίο δεν θα αποκομιζόταν χωρίς αυτή την απάτη» (52). Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι εν προκειμένω η απάτη συνίστατο στη δημιουργία, στη Βουλγαρία, επιχειρήσεων «γραμματοθυρίδων», οι οποίες δεν ασκούσαν καμία ή ασκούσαν ελάχιστες δραστηριότητες, προκειμένου να ζητήσουν, κατ’ αρχάς, πιστοποιητικά E 101, και στη συνέχεια, να αποσπάσουν μισθωτούς εργαζομένους στο Βέλγιο, ενώ οι εισφορές θα εξακολουθούσαν να καταβάλλονται στη Βουλγαρία.

54.      Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει αν, στη συγκεκριμένη υπόθεση, συντρέχουν το αντικειμενικό και το υποκειμενικό στοιχείο που απαιτούνται για να συναχθεί το συμπέρασμα περί της υπάρξεως απάτης. Πρέπει να ληφθεί υπόψη συναφώς το σύνολο των συνθηκών της υποθέσεως, περιλαμβανομένων και των πληροφοριών που παρέσχε ενδεχομένως ο φορέας ο οποίος εξέδωσε το πιστοποιητικό E 101 (53).

55.      Διευκρινίζω ότι η απάτη πρέπει να αποδειχθεί στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διαδικασίας που συνοδεύεται από νόμιμες εγγυήσεις για τους ενδιαφερομένους και τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ειδικότερα του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, στις αρμόδιες αρχές εναπόκειται να προσκομίσουν την απόδειξη της υπάρξεως απάτης, δηλαδή να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον, αφενός, ότι οι προϋποθέσεις της διατάξεως του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε το πιστοποιητικό E 101, δεν πληρούνται εν προκειμένω (αντικειμενικό στοιχείο) και, αφετέρου, ότι οι ενδιαφερόμενοι εκ προθέσεως απέκρυψαν το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνταν (υποκειμενικό στοιχείο). Μόνον υπό τις ειδικές αυτές περιστάσεις μπορεί δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής να καταλήξει στο συμπέρασμα περί υπάρξεως απάτης, που επιτρέπει στο δικαστήριο αυτό να μη λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101.

56.      Διευκρινίζω τις έννομες συνέπειες της διαπιστώσεως απάτης από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής. Πρώτον, δεδομένου ότι το πιστοποιητικό E 101 συνιστά έγγραφο που προέρχεται από φορέα άλλου κράτους μέλους, φρονώ ότι δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής δεν μπορεί, ακόμη και σε περίπτωση απάτης, να κρίνει εαυτό αρμόδιο να ακυρώσει ή να κηρύξει ανίσχυρο το εν λόγω πιστοποιητικό. Η αρμοδιότητά του περιορίζεται στο να μη λάβει υπόψη το εν λόγω πιστοποιητικό. Δεύτερον, θεωρώ προφανές ότι η διαπίστωση απάτης από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα μόνον έναντι των αρμοδίων αρχών αυτού του κράτους μέλους.

 Ενδιάμεσο συμπέρασμα

57.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, είμαι της γνώμης ότι, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπου διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής ότι πιστοποιητικό E 101 το οποίο χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο, το δικαστήριο αυτό μπορεί να μη λάβει υπόψη το εν λόγω πιστοποιητικό. Για να συναχθεί το συμπέρασμα περί υπάρξεως απάτης, που δικαιολογεί τη μη λήψη υπόψη του πιστοποιητικού E 101, πρέπει να αποδειχθεί, αφενός, ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε το πιστοποιητικό E 101, δεν πληρούνται εν προκειμένω (αντικειμενικό στοιχείο) και, αφετέρου, ότι οι ενδιαφερόμενοι εκ προθέσεως απέκρυψαν το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται (υποκειμενικό στοιχείο).

58.      Είμαι της γνώμης ότι η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού δεν μπορεί να κλονισθεί από τα επιχειρήματα που προβάλλουν κατ’ αυτού οι διάδικοι και οι ενδιαφερόμενοι οι οποίοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Θα εξετάσω τα επιχειρήματα αυτά κατωτέρω.

4.      Επί των προβαλλομένων περί του αντιθέτου επιχειρημάτων

59.      Κατά της λύσεως που προτείνω στο Δικαστήριο προβλήθηκαν, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ορισμένα επιχειρήματα.

60.      Πρώτον, η Ιρλανδική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση επικαλέσθηκαν την κωδικοποίηση, με το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009, της σχετικής με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 νομολογίας(54), προβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός αυτό εμποδίζει το Δικαστήριο να προβεί στην κάμψη της νομολογίας αυτής.

61.      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί.

62.      Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι, κατά την έκδοση του κανονισμού 987/2009, το ζήτημα της απάτης ούτε εξετάσθηκε ούτε, κατά μείζονα λόγο, επιλύθηκε, από τον νομοθέτη της Ένωσης (55). Ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως περί του αντιθέτου στο κείμενο του κανονισμού, πρέπει να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε απλώς να κωδικοποιήσει την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 (56). Όμως, όπως ήδη εξέθεσα ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί επί του δεσμευτικού αποτελέσματος πιστοποιητικού E 101 σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο(57). Επομένως, η λύση που προτείνω δεν συνεπάγεται καμία τροποποίηση της προηγούμενης νομολογίας του Δικαστηρίου, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό 987/2009, αλλά περιορίζεται στη διευκρίνιση της νομολογίας αυτής και, ιδίως, στην εφαρμογή της σε καινοφανή περίπτωση, δηλαδή αυτή της απάτης που διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής. Επομένως, η κωδικοποίηση της σχετικής με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 νομολογίας, στον κανονισμό 987/2009, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αναγνωρίσει τη δυνατότητα δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής να μη λάβει υπόψη του το πιστοποιητικό E 101, όταν το δικαστήριο αυτό διαπιστώνει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο.

63.      Δεύτερον, η Ιρλανδική, η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή επικαλούνται την αρχή της εφαρμογής μιας και μόνης νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, και, στο πλαίσιο αυτό, την αρχή της ασφάλειας δικαίου (58).

64.      Όσον αφορά, πρώτον, την αρχή της εφαρμογής μιας και μόνης νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, επιβάλλεται να αναγνωρισθεί ότι η λύση που προτείνω συνεπάγεται, καταρχήν, τη δυνατότητα ταυτόχρονης εφαρμογής, τουλάχιστον προσωρινώς, πλειόνων εθνικών νομοθεσιών. Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής καταλήξει στο συμπέρασμα της υπάρξεως απάτης, σύμφωνα με τις αρχές που εκτέθηκαν στα σημεία 48 έως 56 των προτάσεων αυτών και δεν λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101, χωρίς η εκδούσα αρχή να προβεί, παράλληλα, στην ακύρωση ή στην ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού, ο οικείος εργαζόμενος και ο εργοδότης του διατρέχουν τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση υπαγωγής σε δύο συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (59). Φρονώ, πάντως, ότι ο κίνδυνος αυτός είναι εγγενής της διαπιστώσεως απάτης. Με άλλα λόγια, θεωρώ ότι, στην περίπτωση αυτή, η επιτακτική ανάγκη να διασφαλισθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν αντλούν κανένα όφελος από δόλιες συμπεριφορές πρέπει οπωσδήποτε να κατισχύσει της αρχής της εφαρμογής μίας και μόνης νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (60).

65.      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στον φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό E 101, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να επανεξετάσει τη νομιμότητα της χορηγήσεως του εν λόγω πιστοποιητικού και, ενδεχομένως, να το ανακαλέσει εφόσον ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής διατυπώνει αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται το εν λόγω πιστοποιητικό και, ως εκ τούτου, των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτό, ιδίως επειδή αυτά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που προβλέπει η διάταξη του κανονισμού 1408/71 δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το πιστοποιητικό αυτό (61). Φρονώ ότι τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής ότι το πιστοποιητικό E 101 αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο (62). Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορέας που εξέδωσε το πιστοποιητικό E 101 προβαίνει στην ακύρωση ή στην ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού, η αρχή της εφαρμογής μιας και μόνης νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως θα είναι (εκ νέου) διασφαλισμένη.

66.      Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της ασφάλειας δικαίου, φρονώ ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνει ότι το πιστοποιητικό E 101 αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο, οι αυτουργοί και/οι αντλούντες όφελος από την απάτη δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της ασφάλειας δικαίου προκειμένου να αντιταχθούν στην άρνηση χορηγήσεως του οφέλους από το εν λόγω πιστοποιητικό και από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 (63). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η άρνηση αυτή δεν καταλήγει στην επιβολή ex nihilo υποχρεώσεως στον ιδιώτη, αλλά συνιστά την απλή συνέπεια της διαπιστώσεως ότι οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άντληση του επιδιωκομένου οφέλους, στην πραγματικότητα, δεν συντρέχουν (64).

67.      Τέλος, τρίτον, οι Altun κ.λπ., η Ιρλανδική, η Ουγγρική και Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή επικαλούνται την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και την ύπαρξη ειδικής διαδικασίας για τη ρύθμιση των διαφορών που αφορούν τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, σε συγκεκριμένη περίπτωση (65), προβάλλοντας, κατ’ ουσία, ότι η δυνατότητα δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής να μη λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101 σε περίπτωση απάτης δεν συνάδει προς την τήρηση της εν λόγω αρχής και της εν λόγω διαδικασίας.

68.      Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό.

69.      Όπως ήδη εξέθεσα, θεωρώ ότι, στην περίπτωση απάτης που διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής, το δικαστήριο αυτό υποχρεούται, ως δικαστής της Ένωσης, να αρνηθεί την αναγνώριση του οφέλους που αντλείται από το πιστοποιητικό E 101 (66). Συναφώς, η ικανότητά του να εκπληρώσει το καθήκον αυτό δεν μπορεί να εξαρτάται ούτε από τη βούληση της εκδούσας αρχής να προβεί στην ακύρωση ή στην ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού ούτε από τη διεξαγωγή ειδικής διαδικασίας η οποία, κατά την εκτίμησή μου, διαμορφώθηκε, άλλωστε, για την αντιμετώπιση σαφώς διαφορετικών καταστάσεων (67). Τούτο θα κατέληγε, πράγματι, σε απαράδεκτα αποτελέσματα (68).

70.      Υπενθυμίζω, στο πλαίσιο αυτό, ότι το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί επί της δυνατότητας εφαρμογής της νομολογίας του σχετικά με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101 ή με τη διαδικασία που πρέπει να τηρείται για τη ρύθμιση των διαφορών οι οποίες αφορούν τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, στην περίπτωση απάτης που διαπιστώνεται από δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής (69). Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα και ότι είναι δυνατόν να επιβληθούν περιορισμοί στην αρχή αυτή σε εξαιρετικές περιστάσεις, ιδίως στην περίπτωση διαπιστώσεως απάτης (70). Είναι, πράγματι, επιτακτική ανάγκη να αποτραπεί το ενδεχόμενο μετατροπής της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σε τυφλή εμπιστοσύνη η οποία θα διευκόλυνε δόλιες συμπεριφορές.

71.      Πάντως, εκτιμώ ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ επιβάλλει στις αρχές κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους υποδοχής να απευθυνθούν, καταρχάς, στον φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό E 101, όταν διαθέτουν στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη απάτης, πράγμα το οποίο θα έδινε τη δυνατότητα στον φορέα αυτόν να επανεξετάσει τη νομιμότητα της εκδόσεως του πιστοποιητικού E 101 και να αποφασίσει, εάν, βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να ανακαλέσει ή να ακυρώσει το εν λόγω πιστοποιητικό. Η διαβούλευση αυτή θα παρείχε, στην πραγματικότητα, τη δυνατότητα άρσεως ενδεχομένων αμφιβολιών όσον αφορά τις πραγματικές περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως (71). Επιπλέον, στην περίπτωση κατά την οποία η εκδούσα αρχή προβαίνει στην ακύρωση ή την ανάκληση του πιστοποιητικού E 101, κατόπιν της διαβουλεύσεως αυτής, η προσφυγή στα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής θα ήταν πράγματι περιττή (72). Συναφώς, η διαβούλευση με την εκδούσα αρχή θα μπορούσε να διασφαλίσει την οικονομία της διαδικασίας. Υπογραμμίζω, πάντως, ότι η διαβούλευση αυτή δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην αρμοδιότητα δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να μη λάβει υπόψη το πιστοποιητικό E 101, όταν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να διαπιστώσει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο (73).

V.      Πρόταση

72.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Bέλγιο):

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3795/81 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1981, έχει την έννοια ότι δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να μη λάβει υπόψη πιστοποιητικό E 101 το οποίο εκδόθηκε από τον φορέα που όρισε η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1390/81 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1981, όταν διαπιστώνεται από το δικαστήριο αυτό ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με δόλιο τρόπο.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Planiol, M., Traité élémentaire de droit civil, δεύτερος τόμος, 9η έκδ., Librairie générale de droit & de jurisprudence, Παρίσι, 1923, σ. 287.


3      Το πιστοποιητικό E 101, με τίτλο «Βεβαίωση για την εφαρμοστέα νομοθεσία», αντιστοιχεί σε έντυπο το οποίο έχει συνταχθεί από τη διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων (στο εξής: διοικητική επιτροπή). Βλ. απόφαση αριθ. 202 της διοικητικής επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2005, σχετικά με τα υποδείγματα των εντύπων, των αναγκαίων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου (E 001, E 101, E 102, E 103, E 104, E 106, E 107, E 108, E 109, E 112, E 115, E 116, E 117, E 118, E 120, E 121, E 123, E 124, E 125, E 126, E 127) (2006/203/CE) (ΕΕ 2006, L 77, σ. 1). Από 1ης Μαΐου 2010, το πιστοποιητικό E 101 μετονομάσθηκε σε φορητό έγγραφο A1, υπό το καθεστώς των κανονισμών (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1), και 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1).


4      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3795/81 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1981, περί επεκτάσεως στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους του κανονισμού 574/72 (ΕΕ 1981, L 378, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 574/72).


5      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στου μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1390/81 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1981, περί επεκτάσεως στους μη μισθωτούς και τα μέλη των οικογενειών τους του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ 1981, L 143, σ. 1), και τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98, του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, για τροποποίηση του κανονισμού 1408/71 και του κανονισμού 574/72, με σκοπό την επέκτασή τους ώστε να καλύπτουν ειδικά συστήματα για τους δημοσίους υπαλλήλους (ΕΕ 1998, L 209, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71).


6      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψεις 48 και 49). Για τη σχετική με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού Ε 101 νομολογία του Δικαστηρίου, βλ. σημεία 32 έως 39 των παρουσών προτάσεων.


7      Το ερώτημα αυτό αποτελεί το αντικείμενο και της εκκρεμούς υποθέσεως CRPNPAC (C‑370/17).


8      Βλ. για τη διαπίστωση απάτης, σημεία 48 έως 56 των παρουσών προτάσεων.


9      Βλ. άρθρα 90 και 91 του κανονισμού 883/2004. Βλ. σημεία 17 έως 21 των παρουσών προτάσεων όσον αφορά τις διατάξεις που πρέπει να ερμηνευθούν στην υπό κρίση υπόθεση.


10      Βλ. άρθρα 96 και 97 του κανονισμού 987/2009. Βλ. σημεία 17 έως 21 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τις διατάξεις που πρέπει να ερμηνευθούν στην παρούσα υπόθεση.


11      Βλ. σημείο 9 των παρουσών προτάσεων.


12      Προς υπόμνηση, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους νομοθετήματος της Ένωσης, βάσει των πραγματικών περιστατικών που του εκθέτει το εθνικό δικαστήριο. Βλ. διάταξη της 4ης Μαΐου 2017, Svobodová (C‑653/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:371, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


13      Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, «[τ]ο πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εργοδότη του, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου». Το άρθρο 14, παράγραφος 1 στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 παρατίθεται στο σημείο 6 των προτάσεων αυτών. Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, «[μ]ετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού, βεβαιώνει ότι αυτή η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους». Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 574/72 παρατίθεται στο σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.


14      Βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 59).


15      Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 [COM(2016) 815 τελικό].


16      Κατά τον ορισμό που προτείνει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του κανονισμού 987/2009, νοείται ως «“απάτη” κάθε εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη με σκοπό την απόκτηση ή την απολαβή παροχών κοινωνικής ασφάλισης ή την αποφυγή της υποχρέωσης καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, κατά παράβαση της νομοθεσίας κράτους μέλους». Βλ. άρθρο 2, σημείο 4, της ανωτέρω αναφερθείσας προτάσεως της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2016 και σχετικές επεξηγήσεις στην αιτιολογική έκθεση, τμήμα 5.


17      Βλ. άρθρο 2, σημείο 7, της προτάσεως της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2016, της οποίας μνεία έγινε ανωτέρω, και σχετικές επεξηγήσεις στις αιτιολογικές σκέψεις, τμήμα 5. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προτείνει, όταν ο εκδούς φορέας διαπιστώνει αδιαμφισβήτητη περίπτωση απάτης που διέπραξε ο αιτηθείς τη χορήγηση του εγγράφου, να ανακαλεί ή να διορθώνει αμέσως το έγγραφο, με αναδρομική ισχύ. Βλ., όσον αφορά την επανεξέταση από τον φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό, σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.


18      Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 εξαρτάται, ιδίως, από το αν, αφενός, υπάρχει οργανικός δεσμός μεταξύ του εργαζομένου και της επιχειρήσεως που αποσπά τον εργαζόμενο και, αφετέρου, αν η επιχείρηση αυτή ασκεί συνήθως σημαντικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους εγκαταστάσεως. Βλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψεις 24 και 40 έως 45), της 9ης Νοεμβρίου 2000, Plum (C‑404/98, EU:C:2000:607, σκέψεις 21 και 22), και της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C‑2/05, EU:C:2006:69, σκέψη 19). Βλ., επίσης, πρώτο μέρος, σημεία 2 έως 4, του πρακτικού οδηγού της διοικητικής επιτροπής, του Δεκεμβρίου 2013, για την εφαρμοστέα νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και στην Ελβετία. Βλ. σημείο 52 των παρουσών προτάσεων.


19      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, CEPSA (C‑279/06, EU:C:2008:485, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


20      Συναφώς, εκτιμώ ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, X και van Dijk (C‑72/14 και C‑197/14, EU:C:2015:564). Υπενθυμίζω ότι, στις σκέψεις 43 έως 51 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι πιστοποιητικό εκδοθέν, με τη μορφή πιστοποιητικού E 101, αναφορικά με λεμβούχους του Ρήνου, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί πιστοποιητικό E 101 και, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να παραγάγει τα αποτελέσματα του πιστοποιητικού αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δεσμευτική ισχύς έναντι των φορέων των κρατών μελών πέραν του κράτους μέλους ο φορέας του οποίου εξέδωσε τέτοιο πιστοποιητικό. Η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε τον καθορισμό της εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού 1408/71 στην επίμαχη περίπτωση, αλλά μάλλον τη διευκρίνιση των αποτελεσμάτων πιστοποιητικού εκδοθέντος αναφορικά με πρόσωπα που δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 36 της αποφάσεως, ότι η απόφαση εκείνη δεν περιέχει καμία εκτίμηση επί του χαρακτηρισμού των προσφευγόντων στις κύριες δίκες ως λεμβούχων του Ρήνου ούτε επί της εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται σ’ αυτούς.


21      Για τη σχετική με τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού Ε 101 νομολογία του Δικαστηρίου, βλ. σημεία 32 έως 39 των παρουσών προτάσεων.


22      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψεις 43 και 49). Τονίζω ότι η φύση, αστική ή ποινική, της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους υποδοχής δεν ασκεί καμία επιρροή στον δεσμευτικό χαρακτήρα του πιστοποιητικού E 101, εφόσον αυτό δεσμεύει το σύνολο των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους. Βλ. διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2017, Belu Dienstleistung και Nikless (C‑474/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:812, σκέψη 17).


24      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψεις 39 και 44, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επιπλέον, σημείο 7, στοιχεία αʹκαι γʹ, της αποφάσεως αριθ. 181 της διοικητικής επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, για την ερμηνεία των άρθρων 14, παράγραφος 1, 14α, παράγραφος 1, και 14β, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71 (2001/891/ΕΚ) (ΕΕ 2001, L 329, σ. 73) (στο εξής: απόφαση αριθ. 181 της διοικητικής επιτροπής). Βλ., τέλος, άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 987/2009. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση.


25      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψεις 45 και 46, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. και άρθρο 84α, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, το οποίο προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τροποποίηση των κανονισμών 1408/71 και 574/72, όσον αφορά την εξίσωση των δικαιωμάτων και την απλούστευση των διαδικασιών (ΕΕ 2004, L 100, σ. 1). Βλ., επιπλέον, σημείο 9 της προμνησθείσας αποφάσεως αριθ. 181 της διοικητικής επιτροπής. Βλ., τέλος, άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 987/2009. Για τη σύνθεση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της διοικητικής επιτροπής, βλ. διατάξεις του τίτλου IV του κανονισμού 1408/71.


26      Προτάσεις στην υπόθεση A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:12, σημείο 47). Βλ. επιπλέον, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, Hoogstad (C‑269/15, EU:C:2016:802, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 παρατίθεται στο σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.


27      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:12, σημείο 49) και, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 59).


28      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:12, σημείο 50) και, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30      Απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309).


31      Βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 52).


32      Απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309).


33      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:12, σημείο 36).


34      Βλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 21ης Ιουλίου 2011, Oguz (C‑186/10, EU:C:2011:509, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


35      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2007, Kofoed (C‑321/05, EU:C:2007:408, σκέψη 38), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti κ.λπ. (C‑131/13, C‑163/13 et C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψεις 43 και 46). Βλ., επιπλέον, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. La Pergola στην υπόθεση Centros (C‑212/97, EU:C:1998:380, σημείο 20), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2005:200, σημείο 64).


36      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti κ.λπ. (C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψη 59).


37      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2005, Fini H (C‑32/03, EU:C:2005:128, σκέψη 34), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti κ.λπ. (C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), από όπου προκύπτει ότι εναπόκειται στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια να μην επιτρέπουν την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που προβλέπει η έκτη οδηγία, όταν αποδεικνύεται, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η επίκληση του δικαιώματος αυτού γίνεται δολίως ή καταχρηστικώς.


38      Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα O. Lenz στην υπόθεση Calle Grenzshop Andresen (C‑425/93, EU:C:1995:12, σημείο 63), ο οποίος επισημαίνει ότι, στην περίπτωση πιστοποιητικού E 101 που αποκτήθηκε με δόλια μέσα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτό κατισχύει των διατάξεων του κανονισμού 1408/71. Βλ., με ανάλογο πνεύμα, όσον αφορά άλλους τύπους βεβαιώσεων, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon στην υπόθεση van de Bijl (130/88, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1989:157, σημείο 17), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Paletta (C‑45/90, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1991:234, σημείο 34) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην υπόθεση Paletta (C‑206/94, EU:C:1996:20, σημείο 51). Το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 παρατίθενται στα σημεία 5 και 6 των παρουσών προτάσεων.


39      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση FTS (C‑202/97, EU:C:1999:33, σημείο 58).


40      Βλ. σημείο 11 των παρουσών προτάσεων. Βλ., όσον αφορά την υποχρέωση του εκδίδοντος φορέα να επανεξετάσει τη νομιμότητα της εκδόσεως πιστοποιητικού E 101 και, ενδεχομένως, να το ανακαλέσει, σημείο 33 των παρουσών προτάσεων. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν υπέβαλε παρατηρήσεις, προφορικές ή γραπτές, ενώπιον του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση.


41      Βλ. και σημείο 69 των παρουσών προτάσεων.


42      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρει ότι, κατά την εκτίμηση του γαλλικού Cour des comptes (Ελεγκτικού Συνεδρίου), η απάτη που αφορά τους μη δηλωμένους αποσπασμένους εργαζομένους συνεπάγεται, μόνο για το γαλλικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, απώλεια κοινωνικών πόρων της τάξεως των 380 εκατομμυρίων ευρώ. Βλ., για την προβληματική φορητών εγγράφων που αποκτήθηκαν με δόλια μέσα, Jorens, Y., Lhernould, J.‑P., Procedures related to the granting of Portable Document A1:an overview of country pratices, point 3.3.3, έκθεση που εκπονήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής, τον Μάιο του 2014.


43      Βλ., υπό ανάλογη έννοια όσον αφορά τον τομέα του ΦΠΑ, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑126/15, EU:C:2017:504, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπενθυμίζω, επιπλέον, ότι στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταπολέμηση της απάτης, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, και η αποτροπή των καταστρατηγήσεων, ειδικότερα δε η αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, περιλαμβάνονται μεταξύ των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στις εν λόγω ελευθερίες, στο μέτρο που ο σκοπός αυτός μπορεί να συνδεθεί ιδίως με τον σκοπό προστασίας της χρηματοοικονομικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, De Clercq κ.λπ. (C‑315/13, EU:C:2014:2408, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑577/10, EU:C:2012:814, σκέψη 45).


44      Το ίδιο ισχύει για τους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009, οι οποίοι αντικατέστησαν τους κανονισμούς 1408/71 και 574/72. Αντιθέτως, η προμνησθείσα πρόταση της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2016, αποσκοπεί να εισαγάγει, στον κανονισμό 987/2009, ορισμό της «απάτης». Βλ. σημείο 21 και υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων.


45      Συναφώς, η απάτη διακρίνεται από την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαπίστωση καταχρηστικής πρακτικής απαιτεί, αφενός, ένα σύνολο αντικειμενικών συνθηκών υπό τις οποίες, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων της ενωσιακής ρυθμίσεως, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός της ρυθμίσεως αυτής, και, αφετέρου, ένα υποκειμενικό στοιχείο που συνίσταται στον σκοπό επιτεύξεως οφέλους από τη ρύθμιση της Ένωσης με τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων για την επίτευξή του. Βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2012, Ουγγαρία κατά Σλοβακίας (C‑364/10, EU:C:2012:630, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ της απάτης και της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, Bouveresse, A., «La fraude dans l’abus de droit», La fraude et le droit de l’Union européenne, Bruylant, Bruxelles, 2017, σ. 18.


46      Απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309). Βλ., επίσης, σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.


47      Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα O. Lenz στην υπόθεση Calle Grenzshop Andresen (C‑425/93, EU:C:1995:12, σημείο 51). Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, καθόσον το πιστοποιητικό E 101 εκδίδεται, κατά κανόνα, πριν ή κατά την έναρξη της περιόδου την οποία αφορά, η εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών για την εφαρμογή των κανόνων των σχετικών με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως γίνεται, συνήθως, κατά το εν λόγω χρονικό σημείο βάσει της προβλεπόμενης εργασιακής καταστάσεως του οικείου μισθωτού εργαζομένου. Βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606, σκέψη 43).


48      Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμβάσεως βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία καταρτίσθηκε με την πράξη του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1995, για την κατάρτιση της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, C 316, σ. 48) («κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη»). Βλ., επιπλέον, άρθρο 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ΕΕ 2017, L 198, σ. 29). Βλ., τέλος, τον ορισμό της «απάτης» που προτείνει η Επιτροπή στην προμνησθείσα πρότασή της της 13ης Δεκεμβρίου 2016.


49      Βλ. σημείο 10 των παρουσών προτάσεων.


50      Βλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 40), και της 9ης Νοεμβρίου 2000, Plum (C‑404/98, EU:C:2000:607, σκέψεις 21 και 22). Βλ., επιπλέον, υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων.


51      Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 574/72, το πιστοποιητικό E 101 χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του μισθωτού ή του εργοδότη του, ιδίως, «στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1 [του κανονισμού 1408/71]». Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 574/72 παρατίθεται στο σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.


52      Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


53      Βλ., όσον αφορά την υποχρέωση ενημερώσεως του φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό σχετικά με τη διαπίστωση απάτης, σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.


54      Για την κωδικοποίηση αυτή, βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.


55      Αντιθέτως, το ζήτημα της απάτης αποτελεί το αντικείμενο της εν εξελίξει νομοθετικής διαδικασίας που αποσκοπεί στην τροποποίηση του υφισταμένου κανονιστικού πλαισίου βάσει προτάσεως που υπέβαλε η Επιτροπή στις 13 Δεκεμβρίου 2016 (βλ. σημείο 21 των παρουσών προτάσεων).


56      Βλ., συναφώς, αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 987/2009, όπου γίνεται αναφορά στη νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., επιπλέον, απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψη 59).


57      Βλ. σημεία 39 και 40 των παρουσών προτάσεων.


58      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 παρατίθεται στο σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.


59      Βλ., συναφώς, σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.


60      Βλ., όσον αφορά τη γενική αρχή της καταπολεμήσεως της απάτης, σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.


61      Βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.


62      Βλ., όσον αφορά την υποχρέωση ενημερώσεως του φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό σχετικά με τη διαπίστωση απάτης, σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.


63      Βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με τα δικαιώματα προς έκπτωση, απαλλαγή και επιστροφή του ΦΠΑ, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti κ.λπ. (C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψη 60), από την οποία προκύπτει ότι υποκείμενος στον φόρο ο οποίος έχει δημιουργήσει τις συνθήκες κτήσεως δικαιώματος μόνο μετέχοντας σε πράξεις που συνιστούν απάτη, αβασίμως επικαλείται τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της ασφάλειας δικαίου προκειμένου να αντιταχθεί στην άρνηση αναγνωρίσεως του σχετικού δικαιώματος.


64      Βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με τον τομέα του ΦΠΑ, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport «Italmoda» Mariano Previti κ.λπ. (C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


65      Βλ., όσον αφορά τη διαδικασία αυτή, 84α, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 και απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψεις 44 έως 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επιπλέον, σημεία 7 και 9 της αποφάσεως αριθ. 181 της διοικητικής επιτροπής, της οποίας έγινε μνεία ανωτέρω. Υπό το καθεστώς των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, η εν λόγω διαδικασία αναπτύχθηκε περαιτέρω με την απόφαση A1 της διοικητικής επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά την εγκυρότητα εγγράφων, τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και την καταβολή παροχών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2010, C 106, σ. 1). Βλ. και άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004 και άρθρο 5, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 987/2009, οι οποίοι δεν έχουν εφαρμογή ratione temporis στην υπό κρίση περίπτωση. Βλ., επιπλέον, προτάσεις μου στην υπόθεση A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:12, σημεία 59 έως 66).


66      Βλ. σημεία 42 και 43 των παρουσών προτάσεων. Για τη διαπίστωση απάτης, βλ. σημεία 48 έως 56 των παρουσών προτάσεων.


67      Πράγματι, εκτιμώ ότι η εν λόγω διαδικασία αφορά ιδίως δύο κατηγορίες περιπτώσεων. Αφενός, την περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος του πιστοποιητικού E 101 ή την ακρίβεια των δικαιολογητικών εγγράφων ή των πραγματικών περιστατικών επί της βάσει των οποίων εκδόθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό και, αφετέρου, την περίπτωση κατά την οποία τα οικεία κράτη μέλη διαφωνούν όσον αφορά τον προσδιορισμό, σε συγκεκριμένη περίπτωση, της εφαρμοστέας νομοθεσίας, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού 1408/71. Βλ., συναφώς, άρθρο article 84α, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71· σημείο 7, στοιχείο γʹ, και σημείο 9 της αποφάσεως αριθ. 181 της διοικητικής αποφάσεως, της οποίας έγινε μνεία ανωτέρω, και απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, A-Rosa Flussschiff (C‑620/15, EU:C:2017:309, σκέψεις 44 έως 46, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επιπλέον, άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004, άρθρο 5, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 987/2009, καθώς και σημείο 1 της προμνησθείσας αποφάσεως A1 της διοικητικής επιτροπής. Υπενθυμίζω ότι οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 και η απόφαση A1 δεν έχουν εφαρμογή ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση.


68      Βλ., συναφώς, σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


69      Βλ., σχετικά, σημεία 39 και 40 των παρουσών προτάσεων.


70      Βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), από την οποία συνάγεται ότι χωρούν περιορισμοί των αρχών της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών «υπό εξαιρετικές περιστάσεις». Βλ., επιπλέον, Lenaerts, K., «La vie après l’avis: Exploring the principle of mutual (yet not blind) trust», Common Market Law Review, Vol. 54, αριθ. 3, Ιούνιος 2017, σ. 805 έως 840.


71      Πράγματι, φρονώ ότι η διαπίστωση απάτης σχετικά με την έκδοση πιστοποιητικού E 101 καθιστά, συχνά, αναγκαία την εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων εντός του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό. Όμως, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο φορέας που εκδίδει το πιστοποιητικό E 101 μπορεί, κατά κανόνα, να εκτιμήσει τα στοιχεία αυτά καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.


72      Βλ., επίσης, σημείο 45 των παρουσών προτάσεων. Φρονώ ότι δεν είναι σκόπιμο να εξετάσει το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, τις έννομες συνέπειες ή τις πιθανές οικονομικές συνέπειες, για τους ενδιαφερομένους, της ακυρώσεως ή της ανακλήσεως, από την εκδούσα αρχή, του πιστοποιητικού E 101, στην περίπτωση απάτης. Πράγματι, τα ζητήματα αυτά δεν τίθενται στην υπόθεση της κύριας δίκης. Βλ., πάντως, συναφώς, πρώτο μέρος, σημείο 7, του προμνησθέντος πρακτικού οδηγού της διοικητικής επιτροπής, από όπου προκύπτει ότι, σε περίπτωση απάτης, η ανάκληση του φορητού εγγράφου A1 (του διαδόχου του πιστοποιητικού E 101) μπορεί επίσης να έχει αναδρομική ισχύ.


73      Για τη διαπίστωση απάτης, βλ. σημεία 48 έως 56 των παρουσών προτάσεων.