Language of document : ECLI:EU:T:2013:404

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑289/11, T‑290/11 καιT‑521/11

Deutsche Bahn AG κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση περί διενέργειας ελέγχου – Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής – Δικαιώματα άμυνας – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 6ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Ένδικη διαδικασία – Προβαλλόμενοι λόγοι – Παραδεκτό και αλυσιτελές λόγου και αιτιάσεως – Διακριτός χαρακτήρας – Έννοια του απαράδεκτου λόγου και του αλυσιτελούς λόγου

2.      Ένδικη διαδικασία – Παραδεκτό των προσφυγών ή αγωγών – Εκτίμηση της νομιμότητας μια πράξεως βάσει της υφιστάμενης κατά το χρόνο εκδόσεώς της καταστάσεως

3.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιεχόμενο – Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Πράξη γενικού χαρακτήρα στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη – Είναι αναγκαίο να υπάρχει νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης πράξεως και της επίμαχης πράξεως γενικού χαρακτήρα

(Άρθρο 277 ΣΛΕΕ· Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Προσβολή της ιδιωτικής ζωής – Επιτρέπεται – Απουσία προηγούμενης δικαστικής εντολής που δύναται να προκαλέσει την παρανομία της διοικητικής επεμβάσεως – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Πρόσφορες και επαρκείς εγγυήσεις που παρέχονται από το σύστημα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1/2003

(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 7· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Εξουσία να απαιτηθεί η παράδοση εγγράφου επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη – Όρια – Προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα της επικοινωνίας αυτής – Περιεχόμενο – Εξαίρεση της επικοινωνίας με τους δικηγόρους που εργάζονται εντός της επιχειρήσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες από την επιχείρηση – Δικαίωμα αρνήσεως παροχής απαντήσεως που θα συνιστούσε ομολογία παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Περιεχόμενο και όρια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

9.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Χρησιμοποίηση πληροφοριών συλλεγεισών κατά τη διενέργεια ελέγχου – Όρια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

11.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων οι οποίες προβάλλουν αιτιάσεις που αφορούν τη διεξαγωγή του ελέγχου

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20)

12.    Ανταγωνισμός – Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού – Δικαίωμα της Επιτροπής να αποφασίσει να διενεργήσει έλεγχο σε υπόθεση που εξετάζεται από εθνική αρχή ανταγωνισμού καθώς και να διατάξει συμπληρωματική έρευνα

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

13.    Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί εντολή προς θεσμικό όργανο – Αίτημα εκδόσεως αναγνωριστικής αποφάσεως – Απαράδεκτο

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

1.      Ο χαρακτηρισμός ενός λόγου ή μιας αιτιάσεως ως αλυσιτελών έχει την έννοια ότι, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το βάσιμό τους, αυτά δεν είναι ικανά να ασκήσουν επιρροή στην επίλυση της ένδικης διαφοράς. Αντιθέτως, ένας λόγος ή μια αιτίαση που είναι απαράδεκτα, μολονότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην επίλυση της ένδικης διαφοράς, δεν προβλήθηκαν υπό τις προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν στον δικαστή να κρίνει το βάσιμο αυτών. Συνεπώς, το αλυσιτελές ενός επιχειρήματος, σε κάθε περίπτωση, δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτού.

(βλ. σκέψεις 47, 107)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 49)

3.      Καθόσον το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν σκοπεί να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της εφαρμογής πράξεως γενικού χαρακτήρα προς στήριξη προσφυγής, η έκταση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς. Συνεπώς, η γενική πράξη της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να είναι άμεσα ή έμμεσα εφαρμοστέα στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω γενικής πράξεως.

(βλ. σκέψεις 56-58)

4.      Η άσκηση των εξουσιών ελέγχου που απονέμονται στην Επιτροπή από το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, σε βάρος επιχειρήσεως, αποτελεί προφανή επέμβαση στο δικαίωμά της στον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας της. Μολονότι η απουσία προηγούμενης δικαστικής εντολής δεν συνεπάγεται αφεαυτής την έλλειψη νομιμότητας μιας επεμβάσεως, το σύστημα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1/2003, ιδίως με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, και ο τρόπος με τον οποίο αυτό εφαρμόστηκε, παρείχε εντούτοις πρόσφορες και επαρκείς εγγυήσεις συγκεκριμενοποιούμενες σε έναν αρκούντως αυστηρό περιορισμό των εξουσιών της Επιτροπή, με πέντε κατηγορίες εγγυήσεων. Οι εγγυήσεις αυτές αφορούν αφορούν, πρώτον, την αιτιολογία των αποφάσεων περί ελέγχου, δεύτερον, τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην Επιτροπή κατά τη διενέργεια του ελέγχου, τρίτον, την αδυναμία της Επιτροπής να επιβάλει έλεγχο διά της βίας, τέταρτον, την παρέμβαση των εθνικών αρχών και, πέμπτον, την ύπαρξη ένδικων βοηθημάτων εκ των υστέρων. Η ύπαρξη πλήρους δικαστικού ελέγχου πραγματοποιούμενου εκ των υστέρων είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθόσον μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη προηγούμενης δικαστικής εντολής.

(βλ. σκέψεις 65, 73, 74, 97)

5.      Tο άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα κρίσιμα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχει η απόφαση που διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου, επιβάλλοντας στην Επιτροπή την υποχρέωση να προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό του διαταχθέντος ελέγχου, να καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεώς του και να επισημαίνει τόσο τις κυρώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 23 και 24 του εν λόγω κανονισμού όσο και τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης. Η υποχρέωση της Επιτροπής να προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου συνιστά, στην πράξη, θεμελιώδη εγγύηση των δικαιωμάτων άμυνας των οικείων επιχειρήσεων και, συνεπώς, το εύρος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου δεν πρέπει να περιορίζεται για λόγους που αφορούν την αποτελεσματικότητα της έρευνας. Συναφώς, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται ούτε να κοινοποιεί στον αποδέκτη μιας τέτοιας αποφάσεως όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της σχετικά με τις φερόμενες παραβάσεις, ούτε να καθορίζει επακριβώς την οικεία αγορά, ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω παραβάσεων, ούτε να αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία διαπράχθησαν οι παραβάσεις αυτές, εντούτοις οφείλει, αντιθέτως, να προσδιορίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις υποψίες των οποίων τη βασιμότητα πρόκειται να εξακριβώσει, ήτοι το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία του ελέγχου.

Η Επιτροπή υποχρεούται επίσης να περιλαμβάνει στην απόφαση που διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου περιγραφή των ουσιωδών χαρακτηριστικών της εικαζομένης παραβάσεως, παρέχοντας στοιχεία για τη φερόμενη ως οικεία αγορά και για το είδος των εικαζομένων περιορισμών του ανταγωνισμού, διευκρινίζοντας τον ρόλο που τεκμαίρεται ότι έχει η οικεία επιχείρηση στην παράβαση και τις εξουσίες που απονέμονται στους εντεταλμένους για τη διενέργειά του υπαλλήλους της Ένωσης.

Προς απόδειξη του δικαιολογημένου χαρακτήρα του διαταχθέντος ελέγχου, πρέπει από τη σχετική απόφαση της Επιτροπής να προκύπτει, τεκμηριωμένα, ότι αυτή έχει υπόψη της σοβαρά στοιχεία και ουσιαστικές ενδείξεις που εγείρουν υπόνοιες περί παραβάσεως διαπραχθείσας από την επιχείρηση την οποία αφορά ο έλεγχος.

(βλ. σκέψεις 75-78, 87, 168-172, 174)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 81)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 82)

8.      Η Επιτροπή κατά τη διενέργεια ελέγχου μπορεί να ερευνά εξαντλητικά το περιεχόμενο ορισμένων γραφείων ή φακέλων, όταν, παρόλο που δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι βρίσκονται εκεί πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο της έρευνας, υπάρχουν, ωστόσο, στοιχεία που συνηγορούν υπέρ αυτού. Πράγματι, αν η Επιτροπή περιοριζόταν στο να εισέρχεται σε γραφεία ή να εξετάζει φακέλους που έχουν προφανή σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να μην μπορέσει να βρει ορισμένα σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία. Αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να έχουν αποκρυβεί ή να έχουν καταχωριστεί με λάθος τρόπο. Εξάλλου, δεν είναι κατ’ ανάγκη ευχερές να αναγνωρισθεί εξαρχής η σχέση με το αντικείμενο της έρευνας και ίσως μόνο κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως μπορεί αυτό να καταστεί δυνατό.

(βλ. σκέψεις 86-90, 92-94, 139, 140)

9.      Το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 θεσπίζει έναν πλήρη, προγενέστερο έλεγχο από τον δικαστή της Ένωσης και επιβάλλει να γίνεται σχετική μνεία στην απόφαση που διατάσσει τη διεξαγωγή του ελέγχου στους χώρους της επιχειρήσεως. Ο δικαστής της Ένωσης, όταν αποφαίνεται επί προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά αποφάσεως περί ελέγχου, ασκεί έλεγχο τόσο επί των πραγματικών όσο και επί των νομικών ζητημάτων και έχει την εξουσία εκτιμήσεως των αποδείξεων και ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί επί των αποφάσεων περί ελέγχου, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίστανται επαρκώς σοβαρές ενδείξεις βάσει των οποίων δημιουργούνται υπόνοιες ότι οι οικείες επιχειρήσεις παρέβησαν τους κανόνες του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 111, 112)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 124-128)

11.    Απόκειται στους εκπροσώπους των επιχειρήσεων στις οποίες διενεργείται έλεγχος να καταγράψουν με επίσημο τρόπο το σύνολο των αιτιάσεών τους κατά τη στιγμή της εκδηλώσεως των καταχρηστικών συμπεριφορών και να κάνουν χρήση κάθε διαθέσιμου μέσου για να διατηρήσουν συγκεκριμένες αποδείξεις. Ελλείψει επίσημων αποδείξεων, είναι αναπόφευκτα δυσκολότερο να αποδειχθεί η ύπαρξη έρευνας με αντικείμενο διαφορετικό εκείνου της αποφάσεως περί ελέγχου.

(βλ. σκέψη 136)

12.    Προκειμένου να επιτελέσει την αποστολή που της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από απόφαση εθνικού δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η Επιτροπή δικαιούται να λαμβάνει ανά πάσα στιγμή ατομικές αποφάσεις για την εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ, ακόμα και όταν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση εθνικού δικαστηρίου επί συμφωνίας ή πρακτικής και η αναμενόμενη απόφαση της Επιτροπής έρχεται σε σύγκρουση με την εν λόγω δικαστική απόφαση. Εξάλλου, η ύπαρξη τομεακής νομοθεσίας δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της αναλογικότητας μιας αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού. Αυτή η αρχή ισχύει τόσο για τελική απόφαση όσο και για απόφαση περί ελέγχου, η δε πραγματοποίηση προηγούμενων συναντήσεων μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγόντων ή το γεγονός ότι εθνική αρχή έχει επιληφθεί μιας υποθέσεως δεν είναι ικανά να επηρεάσουν τις εξουσίες έρευνας που διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 200-202, 216)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 227)