Language of document : ECLI:EU:T:2019:898

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Ιθαγένεια της Ένωσης – Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1157 – Ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας – Ενεργητική νομιμοποίηση – Νομοθετική πράξη – Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑547/19,

Σαράντης Σαράντος, κάτοικος Αμαρουσίου (Ελλάδα), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τον Χρ. Παπασωτηρίου, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

καθών,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1157 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (ΕΕ 2019, L 188, σ. 67),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία (εισηγητή) και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1157 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (ΕΕ 2019, L 188, σ. 67, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), εκδόθηκε με σκοπό την ενίσχυση της ασφάλειας, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας από τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, διαφυλασσομένων συγχρόνως της ασφάλειας και της προστασίας των λαών της Ένωσης στο πλαίσιο ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

2        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου 2019, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

3        Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό και να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

4        Οι προσφεύγοντες, ήτοι ο Σαράντης Σαράντος και τα λοιπά πρόσωπα των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, υποστηρίζουν, κατά βάση, ότι οι διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού και, ιδίως, τα άρθρα του 3, 5 και 11 προσβάλλουν τα δικαιώματα των προσφευγόντων στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην προσωπική ζωή, στην ελευθερία, στην προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα και στην ελευθερία ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και την προβολή αντιρρήσεων λόγω συνείδησης, ενώ παραβιάζουν και την αρχή της αναλογικότητας.

5        Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας ώστε να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

6        Οι τέσσερις πρώτοι, ο έκτος και ο έβδομος από τους προσφεύγοντες είναι φυσικά πρόσωπα. Οι τέσσερις πρώτοι προσφεύγοντες είναι ιερείς και ο έκτος και ο έβδομος είναι δικηγόροι. Η πέμπτη προσφεύγουσα είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρία θρησκευτικού χαρακτήρα, της οποίας μέλη είναι οι τέσσερις πρώτοι και ο έκτος από τους προσφεύγοντες.

7        Καταρχάς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι οι προσφεύγοντες προσδιόρισαν ως καθών το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή και μνημόνευσαν τον κανονισμό του οποίου ζητούν την ακύρωση με αναφορά στα στοιχεία 2018/0104 (COD), τα οποία παραπέμπουν στη διαδικασία συναπόφασης που εφαρμόστηκε για την έκδοση του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, στο προοίμιο του δικογράφου της προσφυγής, οι προσφεύγοντες παραθέτουν τον τίτλο του προσβαλλόμενου κανονισμού και, ως εκ τούτου, μπορεί να συναχθεί ότι ζητούν την ακύρωση του κανονισμού αυτού. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, όμως, εκδόθηκε από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, στο σημείο 69 του δικογράφου της προσφυγής, οι προσφεύγοντες μνημονεύουν ως καθών το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει, αφενός, να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Επιτροπής και, αφετέρου, να θεωρηθεί ότι στρέφεται και κατά του Συμβουλίου.

8        Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το προοίμιό του, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, συνεπώς, κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, υπό την έννοια του άρθρου 289, παράγραφος 1, και του άρθρου 294 ΣΛΕΕ.

9        Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες, ως φυσικά πρόσωπα και νομικό πρόσωπο, νομιμοποιούνται να ζητήσουν την ακύρωση μιας νομοθετικής πράξης, όπως είναι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή τους αφορά άμεσα και ατομικά, υπό την έννοια της διάταξης αυτής.

10      Επισημαίνεται συναφώς ότι η προϋπόθεση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία μια πράξη πρέπει να αφορά ατομικά τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες της, απαιτεί το επίμαχο μέτρο να θίγει τα πρόσωπα αυτά λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής κατάστασης η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, να τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο εκείνου με τον οποίο θα εξατομίκευε τον αποδέκτη της πράξης αυτής (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 939, και της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 93).

11      Επιπλέον, όσον αφορά τις ενώσεις προσώπων που είναι επιφορτισμένες με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών τους, αυτές μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μόνον εφόσον είναι σε θέση να προβάλουν ίδιον συμφέρον ή εφόσον τα πρόσωπα τα οποία εκπροσωπούν ή ορισμένα από αυτά νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 87).

12      Εξάλλου, από το άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα δε από τη χρήση του όρου «εκπροσωπούνται» στο τρίτο εδάφιο του άρθρου αυτού, και από το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, τα οποία έχουν εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, καθώς και από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο «διάδικος», υπό την έννοια του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οποιαδήποτε και αν είναι η ιδιότητά του, δεν δικαιούται να ενεργεί αυτοπροσώπως, αλλά υποχρεούται να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τρίτου ο οποίος έχει δικαίωμα παράστασης ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή κράτους συμβαλλόμενου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (πρβλ. διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2016, Zinnecker κατά ΕΚΤ, T‑368/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:609, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

13      Εν προκειμένω, από τα σημεία 99 έως 114 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι εκείνοι από τους προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα υποστηρίζουν ότι παραδεκτώς ζητούν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, επικαλούμενοι τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αυτός θίγει τα πλέον θεμελιώδη καθήκοντα και πεποιθήσεις τους ως ορθόδοξων χριστιανών, πολιτών κράτους μέλους της Ένωσης, ιδίως επειδή επιβάλλει την ενσωμάτωση ορισμένων ηλεκτρονικών μέσων στα έγγραφα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Επομένως, κατά τους ίδιους, η υποχρέωσή τους να ζητήσουν και να χρησιμοποιούν τους τίτλους που εκδίδονται σύμφωνα με τις επιταγές του προσβαλλόμενου κανονισμού θίγει άμεσα και ατομικά την αξιοπρέπεια, την ιδιωτική και επαγγελματική τους ζωή, την ελευθερία τους και τα δικαιώματά τους όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, όπως αυτά προστατεύονται από πλείονες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Η βλάβη αυτή, δε, είναι εντονότερη στην περίπτωση των τεσσάρων πρώτων προσφευγόντων, οι οποίοι, ως ιερείς, οφείλουν να ακολουθούν τα διδάγματα των κειμένων στα οποία στηρίζεται η πίστη τους και να εμπνέουν τις ίδιες αρχές στο ποίμνιό τους.

14      Από τα σημεία 115 έως 117 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει επίσης ότι η πέμπτη προσφεύγουσα, αστική εταιρία της οποίας μέλη είναι πέντε από τα προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα, προβάλλει ότι παραδεκτώς ζητεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού επικαλούμενη τους καταστατικούς σκοπούς της, οι οποίοι συνίστανται στην αντιμετώπιση κάθε προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των Ελλήνων πολιτών, όπως εκείνες τις οποίες συνεπάγεται, κατά τους προσφεύγοντες, ο εν λόγω κανονισμός, καθώς και στο γεγονός ότι θίγονται τα μέλη της. Σύμφωνα με τα ως άνω σημεία, εξάλλου, η πέμπτη προσφεύγουσα έχει επανειλημμένα διοργανώσει ημερίδες σχετικά το ζήτημα αυτό.

15      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο του 1, ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει ως σκοπό την ενίσχυση των προτύπων ασφάλειας τα οποία εφαρμόζονται στα δελτία ταυτότητας που εκδίδουν τα κράτη μέλη για τους υπηκόους τους και στα έγγραφα διαμονής που εκδίδουν τα κράτη μέλη για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, κατά την άσκηση του δικαιώματός τους στην ελεύθερη κυκλοφορία.

16      Κατά το άρθρο του 2, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εφαρμόζεται στα δελτία ταυτότητας, στις βεβαιώσεις εγγραφής και στα δελτία διαμονής που εκδίδονται σύμφωνα με ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77).

17      Στο πλαίσιο αυτό, ο προσβαλλόμενος κανονισμός θεσπίζει, μεταξύ άλλων, κανόνες σχετικούς με τα πρότυπα ασφαλείας, τον μορφότυπο, τις προδιαγραφές, τη διάρκεια ισχύος, τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται και τους ενιαίους μορφοτύπους που πρέπει να εφαρμόζονται (άρθρα 3, 4, 6 και 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού αφορούν απροσδιόριστο αριθμό ατόμων.

18      Μολονότι, όμως, οι προσφεύγοντες αντιλαμβάνονται τις διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού ως προσβολή στις διάφορες πτυχές της ζωής τους, όπως αυτές διέπονται, κατά τους ισχυρισμούς τους, από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους και από τα κείμενα στα οποία αυτές στηρίζονται, οι ίδιοι δεν είναι ούτε ισχυρίζονται ότι είναι οι μόνοι που επηρεάζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πράγματι, αν υποτεθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή στους προσφεύγοντες της υποχρέωσης να ζητήσουν την έκδοση τίτλου ταυτότητας με ενσωματωμένα ηλεκτρονικά μέσα των οποίων η φύση αντιβαίνει προς την έμπρακτη εκδήλωση της πίστης τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει εξίσου και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο αφορά το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που συμμερίζονται τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τους προσφεύγοντες, οι οποίοι, στο σημείο 75 του δικογράφου της προσφυγής, υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά μόνον τους ίδιους, «αλλά και εκατομμύρια Ορθοδόξων Ελλήνων Χριστιανών, ει μη ολόκληρον τον ελληνικόν λαόν».

19      Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν θίγει εκείνους από τους προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής κατάστασης που τους διακρίνει από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αλλά λόγω των πεποιθήσεών τους, τις οποίες συμμερίζεται ή θα μπορούσε να συμμερίζεται απροσδιόριστος αριθμός προσώπων. Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τους εν λόγω προσφεύγοντες υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

20      Όσον αφορά την πέμπτη προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ως νομικό πρόσωπο, δεν συγκαταλέγεται στους νυν ή μελλοντικούς κατόχους δελτίων ταυτότητας, βεβαιώσεων εγγραφής ή δελτίων διαμονής στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπλέον, από τις σκέψεις 18 και 19 ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα και μέλη της πέμπτης προσφεύγουσας και ότι, ως εκ τούτου, η πέμπτη προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει βασίμως ότι η πράξη την αφορά ατομικά επειδή αφορά τα μέλη της, κατά την έννοια της μνημονευθείσας στη σκέψη 11 ανωτέρω νομολογίας.

21      Ο δε έκτος προσφεύγων δεν προσέφυγε στις υπηρεσίες τρίτου δικηγόρου για την εκπροσώπησή του, αλλά ενήργησε ιδίω ονόματι, υπογράφοντας ο ίδιος το δικόγραφο της προσφυγής και επικαλούμενος την ιδιότητά του ως δικηγόρου, με βάση το αποδεικτικό νομιμοποίησης του άρθρου 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, πέραν του ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τον εν λόγω προσφεύγοντα υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), η προσφυγή δεν πληροί ως προς αυτόν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

22      Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να ζητήσουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού και, επιπλέον, ο έκτος προσφεύγων δεν εκπροσωπείται νομοτύπως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 51 του Κανονισμού Διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, ενώ παρέλκει η κοινοποίησή της στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

23      Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και πριν τα εν λόγω θεσμικά όργανα υποβληθούν σε έξοδα, αρκεί να κριθεί ότι οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, σύμφωνα με το άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο Σαράντης Σαράντος και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 11 Δεκεμβρίου 2019.

Ο Γραμματέας

 

Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. J. Costeira


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων προσαρτάται μόνο στο κείμενο της διάταξης που κοινοποιείται στους διαδίκους.