Language of document : ECLI:EU:C:2020:80

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 6ης Φεβρουαρίου 2020(1)

Υπόθεση C2/19

A. P.

κατά

Riigiprokuratuur

[αίτηση του Riigikohus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Eσθονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Απόφαση‑πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ – Εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων – Αναγνώριση και εποπτεία δικαστικής αποφάσεως που επιβάλλει ποινή με αναστολή, χωρίς όμως να επιβάλλει κανένα μέτρο αναστολής»






I.      Εισαγωγή

1.        Η απόφαση-πλαίσιο 2008/947 (2) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2008/947) θεσπίζει έναν ειδικό μηχανισμό αμοιβαίας αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων ή αποφάσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής ή απολύσεως υπό όρους που επιβάλλουν μέτρα αναστολής ή εναλλακτικές κυρώσεις. Ο εν λόγω μηχανισμός επιτρέπει τη μετάθεση της ευθύνης για την εποπτεία των μέτρων αναστολής ή των εναλλακτικών κυρώσεων από το κράτος μέλος που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και επέβαλε τέτοια μέτρα στο κράτος μέλος όπου διαμένει ο καταδικασθείς. Το άρθρο 1 της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947 ορίζει ότι στόχος του μηχανισμού αυτού είναι «να διευκολυνθεί η κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων, να βελτιωθεί η προστασία των θυμάτων και του κοινωνικού συνόλου και να διευκολυνθεί η εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβατών οι οποίοι δεν ζουν στο κράτος της καταδίκης».

2.        Στην υπό κρίση υπόθεση, οι λεττονικές αρχές κάλεσαν τις εσθονικές αρχές να εφαρμόσουν τον εν λόγω μηχανισμό σε απόφαση που επέβαλε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τριών ετών, η οποία ανεστάλη υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει κατά το διάστημα της τριετούς αναστολής εκτελέσεως της ποινής νέα αξιόποινη πράξη με πρόθεση. Εντούτοις, η απόφαση αυτή δεν προέβλεπε κανένα συγκεκριμένο μέτρο αναστολής.

3.        Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί σχετικά με το (ουσιαστικό) πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαίας αναγνωρίσεως της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947: πρέπει ο εν λόγω μηχανισμός να εφαρμόζεται και επί αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται μόνον ποινή με αναστολή χωρίς να επιβάλλεται κανένα μέτρο αναστολής;

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, «στόχος της αμοιβαίας αναγνώρισης και της εποπτείας των ποινών με αναστολή, των ποινών υπό όρο, των εναλλακτικών κυρώσεων και της απόλυσης υπό όρους […] είναι να ενισχυθεί η προοπτική επανένταξης του καταδικασθέντος στην κοινωνία, επιτρέποντάς του να διατηρεί οικογενειακούς, γλωσσικούς, πολιτισμικούς και άλλους δεσμούς, αλλά και να βελτιωθεί η εποπτεία της συμμόρφωσης προς τα μέτρα αναστολής και τις εναλλακτικές κυρώσεις, προκειμένου να προλαμβάνεται η υποτροπή, λαμβανομένης υπόψη, με τον τρόπο αυτό, της προστασίας των θυμάτων και του κοινωνικού συνόλου».

5.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 9, «υπάρχουν πολλά είδη μέτρων αναστολής ή/και εναλλακτικών κυρώσεων τα οποία είναι κοινά στα κράτη μέλη και τα οποία όλα τα κράτη μέλη είναι πρόθυμα να εποπτεύουν. Η εποπτεία αυτών των ειδών μέτρων και κυρώσεων θα πρέπει να είναι υποχρεωτική, με ορισμένες εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώσουν ότι είναι επιπλέον πρόθυμα να εποπτεύουν και άλλα είδη μέτρων αναστολής ή εναλλακτικών κυρώσεων».

6.        Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 καθορίζει τους στόχους και το πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού, ως εξής:

«1.      Στόχος της παρούσας αποφάσεως-πλαισίου είναι να διευκολυνθεί η κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων, να βελτιωθεί η προστασία των θυμάτων και του κοινωνικού συνόλου και να διευκολυνθεί η εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβατών οι οποίοι δεν ζουν στο κράτος της καταδίκης. Με σκοπό την επίτευξη αυτών των στόχων, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθορίζει κανόνες σύμφωνα με τους οποίους [κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση] αναγνωρίζει τις δικαστικές αποφάσεις και, κατά περίπτωση, τις αποφάσεις αναστολής της εκτέλεσης ποινής ή απόλυσης υπό όρους, που εκδίδονται σε ένα άλλο κράτος μέλος και εποπτεύει τα μέτρα αναστολής που επιβάλλονται βάσει μιας τέτοιας αποφάσεως ή τις εναλλακτικές κυρώσεις που περιέχονται σε αυτή, και λαμβάνει κάθε άλλη απόφαση συνδεομένη με την εν λόγω δικαστική απόφαση, εκτός εάν η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ορίζει άλλως.

2.      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ισχύει μόνο όσον αφορά:

α)      την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και, κατά περίπτωση, των αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους·

β)      τη μεταβίβαση αρμοδιότητας για την εποπτεία μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων·

γ)      όλες τις άλλες αποφάσεις που σχετίζονται με τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) και β),

όπως περιγράφονται και προβλέπονται στην παρούσα απόφαση‑πλαίσιο.

[…]»

7.        Το άρθρο 2 παραθέτει τους ακόλουθους ορισμούς:

«[…]

1.      “δικαστική απόφαση”: τελεσίδικη απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου του κράτους έκδοσης, η οποία κρίνει ότι ένα φυσικό πρόσωπο έχει τελέσει ποινικό αδίκημα και επιβάλλει:

α)      ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας, εφόσον έχει χορηγηθεί απόλυση υπό όρους βάσει της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως ή με μεταγενέστερη απόφαση αναστολής της εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους·

β)      ποινή με αναστολή·

γ)      καταδίκη υπό όρους·

δ)      εναλλακτική κύρωση·

2.      “ποινή με αναστολή”: ποινή ή μέτρο ασφαλείας στέρησης της ελευθερίας, η εκτέλεση των οποίων αναστέλλεται υπό όρους, εν όλω ή εν μέρει, κατά την έκδοση της αποφάσεως, διά της επιβολής ενός ή περισσότερων μέτρων αναστολής, τα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται στην ίδια την απόφαση ή να ορίζονται σε χωριστή απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή υπό όρους απόλυσης που λαμβάνεται από αρμόδια αρχή·

3.      “καταδίκη υπό όρους”: μια απόφαση, στην οποία η επιβολή ποινής αναβλήθηκε υπό όρους διά της επιβολής ενός ή περισσότερων μέτρων αναστολής ή στην οποία επιβάλλονται ένα ή περισσότερα μέτρα αναστολής αντί ποινής ή μέτρου ασφαλείας στέρησης της ελευθερίας. Αυτά τα μέτρα αναστολής μπορούν να περιλαμβάνονται στην απόφαση ή να ορίζονται σε χωριστή απόφαση περί απόλυσης υπό όρους που λαμβάνεται από αρμόδια αρχή·

[…]

5.      “απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους”: τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου ή τελεσίδικη απόφαση αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης η οποία λαμβάνεται βάσει τέτοιας δικαστικής αποφάσεως και η οποία:

α)      διατάσσει απόλυση υπό όρους· ή

β)      επιβάλλει μέτρα αναστολής·

[…]

7.      “μέτρα αναστολής”: υποχρεώσεις και μέτρα που επιβάλλονται από αρμόδια αρχή σε φυσικό πρόσωπο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης, σε συνδυασμό με αναστολή ποινής ή με καταδίκη ή απόλυση υπό όρους,

[…]».

8.        Το άρθρο 4 παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 απαριθμεί, υπό τα στοιχεία αʹ έως ιαʹ, διάφορους τύπους μέτρων αναστολής ή εναλλακτικών ποινών επί των οποίων εφαρμόζεται η απόφαση-πλαίσιο. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τα μέτρα αναστολής και τις εναλλακτικές κυρώσεις, πέραν όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1, που προτίθεται να εποπτεύει.

9.        Το άρθρο 14 αφορά τη «δικαιοδοσία λήψης όλων των μεταγενέστερων αποφάσεων και ισχύον δίκαιο»:

«1.      Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης έχει δικαιοδοσία να λαμβάνει όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις που αφορούν ποινή με αναστολή, απόλυση υπό όρους, καταδίκη υπό όρους και εναλλακτική κύρωση, ιδίως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς μέτρο αναστολής ή εναλλακτική κύρωση ή εφόσον ο καταδικασθείς τελέσει νέα αξιόποινη πράξη.

Οι μεταγενέστερες αυτές αποφάσεις περιλαμβάνουν κυρίως:

α)      την τροποποίηση των υποχρεώσεων ή μέτρων που προβλέπονται στο μέτρο αναστολής ή στην εναλλακτική κύρωση, ή μεταβολή της διάρκειας της περιόδου αναστολής·

β)      την ανάκληση της αναστολής της εκτέλεσης της δικαστικής αποφάσεως ή της αποφάσεως για υφ’ όρον απόλυση και

γ)      την επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, σε περίπτωση εναλλακτικής κύρωσης ή καταδίκης υπό όρους.

2.      Το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης εφαρμόζεται στις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 1 και σε όλες τις μεταγενέστερες συνέπειες της δικαστικής αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της εκτέλεσης και, εφόσον απαιτείται, της προσαρμογής της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή του στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας.

[…]»

2.      Το εσθονικό δίκαιο

10.      Κατά το άρθρο 50857 του Kriminaalmenetluse seadustik (εσθονικού κώδικα ποινικής δικονομίας), η αναγνώριση δικαστικής αποφάσεως και η άσκηση της διαταχθείσας εποπτείας κατά τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου επιτρέπεται μόνο για τα μέτρα αναστολής ή τις εναλλακτικές κυρώσεις που απαριθμούνται σε αυτό κατ’ αντιστοιχία προς τη σχετική απαρίθμηση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και το προδικαστικό ερώτημα

11.      Το Rīgas pilsētas Latgales priekšpilsētas tiesa (δικαστήριο του προαστίου Latgale της Ρίγας, Λεττονία), με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2017, έκρινε τον αναιρεσείοντα της κύριας δίκης ένοχο διευκολύνσεως μεγάλης εκτάσεως νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, βάσει του άρθρου άρθρο 20, παράγραφος 4, και του άρθρου 195, παράγραφος 3, του Krimināllikums (λεττονικού ποινικού κώδικα), (στο εξής: επίμαχη δικαστική απόφαση). Του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη υπό τον όρο μη τελέσεως στο διάστημα αυτό νέας αξιόποινης πράξεως με πρόθεση.

12.      Οι λεττονικές αρχές κάλεσαν τις αρχές της Δημοκρατίας της Εσθονίας να αναγνωρίσουν και να εκτελέσουν την επίμαχη απόφαση στην Εσθονία.

13.      Με απόφαση του Harju Maakohus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Harju, Εσθονία) της 16ης Φεβρουαρίου 2018 επετράπη η εκτέλεση της επίμαχης αποφάσεως στην Εσθονία. Ο Riigiprokurör (εισαγγελέας, Εσθονία) εξέφρασε την άποψη ότι η αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως στην Εσθονία δεν ήταν δυνατή, λόγω απουσίας νομικού ερείσματος. Ωστόσο, το Harju Maakohus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Harju) δεν συμμερίστηκε την άποψη του εισαγγελέα, καθόσον έκρινε ότι η μη επιβολή μέτρου αναστολής ή εναλλακτικής κυρώσεως δεν αποτελούσε εμπόδιο για την αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως. Επικαλέστηκε το άρθρο 14 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, κατά το οποίο η αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως έχει δικαιοδοσία να εκδίδει μεταγενέστερες αποφάσεις που αφορούν ποινή με αναστολή, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που ο καταδικασθείς τελέσει νέα αξιόποινη πράξη κατά το διάστημα της αναστολής. Καίτοι δεν είχε επιβληθεί κανένα μέτρο αναστολής της ποινής ή εναλλακτική κύρωση στον καταδικασθέντα, η επίμαχη απόφαση συνδεόταν εντούτοις με περίοδο αναστολής που δεν είχε ακόμη παρέλθει.

14.      Με απόφαση του Tallinna Ringkonnakohus (εφετείου Ταλίν, Εσθονία) της 21ης Μαρτίου 2018 επικυρώθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

15.      Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Riigikohus (Ανώτατου Δικαστηρίου, Εσθονία), με την οποία ζητούσε να αναιρεθούν αμφότερες οι αποφάσεις και να μην αναγνωρισθεί η επίμαχη απόφαση. Κατά την άποψή του, η επίμαχη απόφαση δεν επιβάλλει κανένα από τα αποκλειστικώς απαριθμούμενα στο άρθρο 50857 του Kriminaalmenetluse seadustik (εσθονικού κώδικα ποινικής δικονομίας) μέτρα. Εάν με την απαγγελία καταδικαστικής αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος δεν διατάχθηκε σε βάρος του καταδικασθέντος κάποιο μέτρο αναστολής ή εναλλακτική ποινή από αυτά που περιλαμβάνονται στον συγκεκριμένο κατάλογο, δεν είναι δυνατή η αναγνώριση της εν λόγω αποφάσεως.

16.      Ο εισαγγελέας συντάχθηκε εκ νέου με την άποψη αυτή και επανέλαβε ότι δεν υφίσταται νομικό έρεισμα για την αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως.

17.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο) ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο:

«Συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο 2008/947 η αναγνώριση δικαστικής αποφάσεως κράτους μέλους και η εποπτεία της εκτελέσεώς της ακόμη και στην περίπτωση που εν λόγω απόφαση διατάσσει την αναστολή της επιβληθείσας στον καταδικασθέντα στερητικής της ελευθερίας ποινής χωρίς πρόσθετους όρους (3), με αποτέλεσμα η μόνη υποχρέωση αυτού να συνίσταται στη μη τέλεση με πρόθεση νέας αξιόποινης πράξεως κατά το διάστημα της αναστολής (προκειμένου για αναστολή της ποινής κατά την έννοια του άρθρου 73 του εσθονικού ποινικού κώδικα);»

18.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Εσθονική, η Λεττονική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όλοι οι ανωτέρω, καθώς και ο αναιρεσείων της κύριας δίκης και η Πολωνική Κυβέρνηση, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Νοεμβρίου 2019.

IV.    Ανάλυση

19.      Οι παρούσες προτάσεις είναι διαρθρωμένες ως ακολούθως. Αρχικά θα ασχοληθώ με το παραδεκτό του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος (Α). Ακολούθως, θα εξετάσω το απαιτούμενο επίπεδο πληροφόρησης και επικοινωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους εκδόσεως και του κράτους μέλους εκτελέσεως (Β). Τέλος, θα εξετάσω το βασικό ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση και θα εξηγήσω για ποιο λόγο, κατά την άποψή μου, η επίμαχη απόφαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 (Γ).

1.      Παραδεκτό

20.      Η Λεττονική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το υπό εξέταση προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο, καθόσον, κατά την άποψή της, βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της επίμαχης αποφάσεως. Η εν λόγω κυβέρνηση επισημαίνει ότι το λεττονικό δίκαιο επιτρέπει την ανάκληση της αναστολής όχι μόνο σε περίπτωση τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως με πρόθεση, αλλά σε κάθε περίπτωση τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως. Επιπλέον, το λεττονικό δίκαιο επιβάλλει αυτομάτως πρόσθετες υποχρεώσεις στα πρόσωπα που τελούν υπό αναστολή. Ως εκ τούτου, είναι εσφαλμένη η άποψη ότι η μόνη υποχρέωση που επιβλήθηκε εν προκειμένω στον καταδικασθέντα ήταν η απαγόρευση τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως.

21.      Οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Λεττονική Κυβέρνηση θα ληφθούν υπόψη. Εντούτοις, γεγονός είναι ότι στη διάταξη περί παραπομπής το αιτούν δικαστήριο σαφώς δηλώνει ότι με την επίμαχη απόφαση δεν επιβλήθηκε κανένα μέτρο αναστολής. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το σημείο 4, στοιχείο ιʹ, της προβλεπόμενης στο Παράρτημα Ι της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 τυποποιημένης βεβαιώσεως (στο εξής: βεβαίωση του Παραρτήματος Ι), η οποία συμπληρώθηκε από τις λεττονικές αρχές στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως και αποτελεί μέρος της δικογραφίας.

22.      Υπό τόσο σαφείς περιστάσεις, οι περαιτέρω διευκρινίσεις της Λεττονικής Κυβερνήσεως δεν αναιρούν όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, αλλά θίγουν ένα διαφορετικό ζήτημα, ήτοι ποιο είναι το απαιτούμενο επίπεδο πληροφόρησης και επικοινωνίας των αρχών εκδόσεως και των αρχών εκτελέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως βάσει της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947. Πρέπει η βεβαίωση του Παραρτήματος Ι να περιέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες; Οφείλουν οι αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως να βεβαιώνονται οι ίδιες αν από τη νομοθεσία του κράτους εκδόσεως ενδεχομένως επιβάλλονται μέτρα αναστολής τα οποία δεν μνημονεύονται ρητώς στη βεβαίωση του Παραρτήματος Ι;

23.      Ανεξαρτήτως του αν η παρούσα υπόθεση θεωρηθεί ότι αφορά μόνον το απαιτούμενο από τις αρχές του κράτους εκδόσεως επίπεδο πληροφόρησης και επικοινωνίας (Β) ή το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 (Γ), ουδόλως αμφιβάλλω ότι αμφότερες οι περιπτώσεις άπτονται της ερμηνείας της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, και επομένως το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

2.      Το επίπεδο και η σαφήνεια ενημερώσεως και επικοινωνίας

24.      Όπως συμβαίνει και με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, η βεβαίωση του Παραρτήματος Ι της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 περιέχει πλήθος στοιχείων και πεδίων που πρέπει να συμπληρωθούν από τις αρχές εκδόσεως. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται το σημείο ιʹ με τίτλο «Στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια και τη φύση των μέτρων αναστολής ή των εναλλακτικών κυρώσεων». Το σημείο ιʹ, στοιχείο 1, αφορά τη «συνολική διάρκεια της εποπτείας των μέτρων αναστολής ή των εναλλακτικών κυρώσεων». Το σημείο ιʹ, στοιχείο 4, αφορά το «είδος των μέτρων αναστολής ή των εναλλακτικών κυρώσεων», περιέχει δε κατάλογο δώδεκα τετραγωνιδίων που μπορούν να σημειωθούν, ουσιαστικά αναπαράγοντας τον κατάλογο του άρθρου 4, παράγραφος 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 και προσθέτοντας μια επιλογή που αντιστοιχεί στο άρθρο 4, παράγραφος 2. Η αρμόδια αρχή του κράτος εκδόσεως μπορεί να σημειώσει ένα ή περισσότερα από τα δώδεκα τετραγωνίδια, ανάλογα με το είδος του μέτρου αναστολής ή της εναλλακτικής κυρώσεως που έχει επιβληθεί (καθόσον παρέχεται ρητώς η δυνατότητα να σημειωθούν περισσότερα τετραγωνίδια).

25.      Από τη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως δεν σημείωσε κανένα τετραγωνίδιο από αυτά που περιλαμβάνονται στο σημείο 4, στοιχείο ιʹ, της βεβαιώσεως του Παραρτήματος Ι, ενώ στο σημείο 1, στοιχείο ιʹ, σημείωσε ότι η διάρκεια της εποπτείας του μέτρου αναστολής είναι τριετής.

26.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Λεττονική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι ο τρόπος με τον οποίο η οικεία αρμόδια αρχή χειρίστηκε την υπό κρίση υπόθεση ανταποκρινόταν στη συνήθη εθνική πρακτική, κατά την οποία τα επιβαλλόμενα μέτρα αναστολής πράγματι δεν περιλαμβάνονται στη δικαστική απόφαση αλλά εφαρμόζονται βάσει της σχετικής νομοθεσίας (4).

27.      Το γενικό ζήτημα που προκύπτει υπό τις συνθήκες αυτές είναι αν ο καθορισμός του συγκεκριμένου μέτρου αναστολής ή της εναλλακτικής κυρώσεως είναι δυνατόν να μη γίνεται στην καταδικαστική απόφαση ή στην απόφαση αναστολής αλλά κάπου αλλού. Στο ζήτημα αυτό διακρίνω δύο επίπεδα.

28.      Αφενός, ο καθορισμός του συστήματος επιβολής μέτρων αναστολής εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε κράτους μέλους. Σε εθνικό επίπεδο, τα εν λόγω μέτρα μπορούν να καθορίζονται με την ίδια τη δικαστική απόφαση, με απόφαση περί επιβολής μέτρου αναστολής που εκδίδεται μετά την καταδικαστική απόφαση ή και με απόφαση η οποία απλώς κάνει μνεία συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης που καθορίζει τα εφαρμοστέα μέτρα αναστολής.

29.      Αφετέρου, αν το ζητούμενο είναι η αναγνώριση και η εποπτεία των μέτρων αναστολής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επιχειρησιακοί και πρακτικοί λόγοι επιβάλλουν να περιορισθεί σε κάποιο βαθμό αυτή η διακριτική ευχέρεια. Όταν υποβάλλεται αίτημα αναγνωρίσεως σε άλλο κράτος μέλος βάσει της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, πρέπει να προκύπτουν σαφώς από τα διαβιβαζόμενα έγγραφα (και ιδίως από τη βεβαίωση του Παραρτήματος Ι) (5) τα συγκεκριμένα μέτρα αναστολής ή οι εναλλακτικές κυρώσεις που θα αποτελέσουν αντικείμενο εποπτείας.

30.      Θα ήθελα να επισημάνω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι η βεβαίωση του Παραρτήματος Ι πρέπει να περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Η δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών βασίζεται στην ιδέα της τυποποιημένης και, ως εκ τούτου, απλοποιημένης επικοινωνίας. Οι αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν είναι υποχρεωμένες να κινήσουν διαδικασία έρευνας σχετικά με την εφαρμογή του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως προκειμένου να προσδιορισθούν ή να ελεγχθούν εκ νέου οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις που ενδέχεται να επιβλήθηκαν στον καταδικασθέντα κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, τις οποίες όμως η αιτούσα αρχή παρέλειψε να γνωστοποιήσει.

31.      Αφού έλαβα υπόψη το ισχύον νομικό πλαίσιο και εξέτασα με τη δέουσα προσοχή τις διευκρινίσεις της Λεττονικής Κυβερνήσεως όσον αφορά την οικεία νομοθεσία, δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι οι εσθονικές αρχές δεν έτυχαν της οφειλόμενης ενημέρωσης όσον αφορά το μέτρο αναστολής που επρόκειτο να εποπτεύσουν. Όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, δεν σημειώθηκε κανένα τετραγωνίδιο του σημείου 4, στοιχείο ιʹ, της βεβαιώσεως του Παραρτήματος Ι, και τούτο διότι κανένα συγκεκριμένο μέτρο αναστολής δεν φαίνεται να επιβλήθηκε με την επίμαχη απόφαση.

32.      Συναφώς, η Λεττονική Κυβέρνηση επικαλείται το άρθρο 15 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, κατά το οποίο, «όταν και εφόσον ενδείκνυται, οι αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης μπορούν να πραγματοποιούν διαβουλεύσεις μεταξύ τους με σκοπό τη διευκόλυνση της ομαλής και αποτελεσματικής εφαρμογής της παρούσας αποφάσεως-πλαισίου». Η Λεττονική Κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί ότι, αν λείπουν στοιχεία σχετικά με το μέτρο αναστολής, οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτελέσεως πρέπει να κάνουν χρήση της εν λόγω διατάξεως. Ειδικότερα, πρέπει να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως προκειμένου να ενημερωθούν ποιες υποχρεώσεις εποπτείας ισχύουν για την περίπτωση του καταδικασθέντος.

33.      Όπως συμβαίνει με ανάλογες διατάξεις άλλων νομικών πράξεων που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (6), η επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών είναι ζωτικής σημασίας (7). Εντούτοις, οι προβλεπόμενοι σε κάθε νομική πράξη κανόνες, ιδίως όσοι αφορούν το επίπεδο της παρεχόμενης ενημέρωσης, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να περιορίζει την ανάγκη περαιτέρω επικοινωνίας. Η ανάγκη διαβίβασης αιτημάτων παροχής πρόσθετων στοιχείων πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα (8).

34.      Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτελέσεως θα πρέπει να μπορούν να βασισθούν στην ενημέρωση που παρέχεται μέσω της βεβαιώσεως του Παραρτήματος Ι για να κατανοήσουν τα μέτρα των οποίων την εκτέλεση καλούνται να εποπτεύσουν. Δεν υποχρεούνται να εμπλακούν σε διεξοδικές συζητήσεις με τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως προκειμένου να καλύψουν τις (σημαντικές) ελλείψεις στις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί (9), δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ο ρόλος των πληροφοριών αυτών είναι κομβικής σημασίας για την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου.

35.      Υπό το πρίσμα αυτό, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η ερμηνεία των λεττονικών αρχών όσον αφορά τη διαδικασία αμοιβαίας αναγνώρισης και, ειδικότερα, τη «συμπλήρωση» της βεβαίωσης του Παραρτήματος Ι παρουσιάζει προβλήματα. Τη διαπίστωση αυτή φάνηκε να συμμερίζεται και η Λεττονική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

36.      Ως εκ τούτου, μολονότι η υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί, σε κάποιο βαθμό, απόφαση που αφορά το απαιτούμενο επίπεδο πληροφόρησης και επικοινωνίας στο πλαίσιο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως έχουν όπως τα εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο. Το εν λόγω δικαστήριο υπήρξε ο αποδέκτης αιτήματος αναγνωρίσεως αποφάσεως που επέβαλε ποινή με αναστολή χωρίς να έχει οριστεί στα διαβιβασθέντα σχετικά έγγραφα κανένα μέτρο αναστολής. Ακολούθως θα εξετάσω κατά πόσον το δικαστήριο αυτό παραμένει υποχρεωμένο, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, να αναγνωρίσει την επίμαχη απόφαση.

3.      Αποτελεί η ποινή με αναστολή μέτρο αναστολής;

37.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν η απόφαση-πλαίσιο 2008/947 καταλαμβάνει απόφαση που δεν επιβάλλει την εφαρμογή συγκεκριμένου μέτρου αναστολής, αλλά η μοναδική υποχρέωση που επιβάλλει στον καταδικασθέντα είναι η μη τέλεση νέας αξιόποινης πράξεως εντός διαστήματος τριών ετών.

38.      Προκειμένου να εξακριβώσω κατά πόσο μια τέτοια απόφαση, την οποία χάριν ευκολίας θα μνημονεύω ως ποινή με απλή αναστολή, πρέπει να αναγνωρισθεί βάσει της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, θα εξετάσω το γράμμα (1), το πλαίσιο (2) και τον σκοπό (3) της συγκεκριμένης νομικής πράξης.

1.      Το γράμμα

39.      Ήδη από τον τίτλο της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 προκύπτει σαφώς ότι αυτή θεσπίζει έναν μηχανισμό αναγνωρίσεως με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων. Δεν πρόκειται για μέτρο γενικής αναγνωρίσεως οιασδήποτε αποφάσεως.

40.      Οι εισαγωγικές διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 καθορίζουν εξίσου σαφώς το πεδίο εφαρμογής της. Όλες συνδέουν την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και των αποφάσεων περί επιβολής μέτρου αναστολής με το ότι πρέπει με τις αποφάσεις αυτές να επιβάλλεται κάποιο μέτρο αναστολής ή κάποια εναλλακτική κύρωση.

41.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, ορίζει ότι η εν λόγω απόφαση‑πλαίσιο «καθορίζει κανόνες σύμφωνα με τους οποίους [κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση] αναγνωρίζει τις δικαστικές αποφάσεις και, κατά περίπτωση, τις αποφάσεις αναστολής της εκτέλεσης ποινής ή απόλυσης υπό όρους, που εκδίδονται σε ένα άλλο κράτος μέλος και εποπτεύει τα μέτρα αναστολής που επιβάλλονται βάσει μιας τέτοιας αποφάσεως ή τις εναλλακτικές κυρώσεις που περιέχονται σε αυτή, και λαμβάνει κάθε άλλη απόφαση συνδεομένη με την εν λόγω δικαστική απόφαση, εκτός εάν η παρούσα απόφαση-πλαίσιο ορίζει άλλως […]» (10).

42.      Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από το γράμμα των άρθρων 2 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.

43.      Αμφότεροι οι ορισμοί της «ποινής με αναστολή» και της «καταδίκης υπό όρους» βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, και του άρθρου 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 προϋποθέτουν την ταυτόχρονη επιβολή ενός ή περισσότερων μέτρων αναστολής, «τα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται στην ίδια την απόφαση ή να ορίζονται σε χωριστή απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή υπό όρους απόλυσης που λαμβάνεται από αρμόδια αρχή».

44.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, ως «μέτρα αναστολής» νοούνται υποχρεώσεις και μέτρα που επιβάλλονται από αρμόδια αρχή σε φυσικό πρόσωπο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης, σε συνδυασμό με αναστολή ποινής ή με καταδίκη ή απόλυση υπό όρους.

45.      Περαιτέρω, το άρθρο 4, παράγραφος 1, απαριθμεί τα μέτρα αναστολής επί των οποίων εφαρμόζεται η απόφαση-πλαίσιο 2008/947. Ο κατάλογος του άρθρου 4, παράγραφος 1, μπορεί να διευρυνθεί με την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, δυνάμει του οποίου κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στη γενική γραμματεία του Συμβουλίου τα μέτρα αναστολής και τις εναλλακτικές κυρώσεις, πέραν όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1, που προτίθεται να εποπτεύει (11). Ωστόσο, καθόσον η Εσθονία δεν προέβη σε ανάλογη γνωστοποίηση, η ανάλυση της υπό κρίση υποθέσεως εστιάζει στον κατάλογο του άρθρου 4, παράγραφος 1.

46.      Από το γράμμα των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 αποτελεί η ύπαρξη καταδικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής, η οποία επιβάλλει, ταυτόχρονα, μέτρο αναστολής εκτελέσεως της ποινής ή εναλλακτική κύρωση. Ενώ η λογική σχέση τόσο μεταξύ των όρων του πρώτου ζεύγους (καταδικαστική απόφαση ή απόφαση περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής) όσο και μεταξύ των όρων του δεύτερου ζεύγους (μέτρο αναστολής της ποινής ή εναλλακτική κύρωση) καθορίζεται από τον διαζευκτικό σύνδεσμο «ή» (διάζευξη), η εν γένει σχέση μεταξύ των δύο ζευγών καθορίζεται από τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «και» (σύμπλεξη). Για να είναι αληθής η πρόταση αυτή πρέπει να είναι αληθείς αμφότερες οι επιμέρους προτάσεις. Κατά συνέπεια, βάσει του γράμματος της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, η εν λόγω ρύθμιση δεν εφαρμόζεται σε δικαστική απόφαση που επιβάλλει ποινή με απλή αναστολή, καθόσον μια τέτοια δικαστική απόφαση δεν περιέχει ούτε μέτρο αναστολής ούτε εναλλακτική κύρωση.

47.      Το εν λόγω ενδιάμεσο συμπέρασμα οδηγεί στο επόμενο ερώτημα: θα μπορούσε η υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως αυτή καθεαυτήν να εκληφθεί ως «μέτρο αναστολής εκτελέσεως» κατά την έννοια της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947, όπως υποστηρίζει ιδίως η Επιτροπή;

48.      Φρονώ ότι η αποδοχή της προτάσεως αυτής προσκρούει σε τρεις τουλάχιστον λόγους.

49.      Πρώτον, η υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως δεν συμπεριλαμβάνεται στην απαρίθμηση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως πλαισίου 2008/947. Εντούτοις, η επιβολή ποινής με απλή αναστολή αποτελεί μάλλον συνήθη πρακτική σε αρκετά κράτη μέλη, ιδίως σε περιπτώσεις λιγότερο σοβαρών εγκλημάτων από άτομα που εγκληματούν για πρώτη φορά. Ταυτόχρονα, από την αιτιολογική σκέψη 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα διάφορα είδη μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, είναι «κοινά στα κράτη μέλη», καθώς και ότι «όλα τα κράτη μέλη είναι πρόθυμα να [τα] εποπτεύουν». Η διαπίστωση αυτή είναι εντυπωσιακή: εάν ο όρος της μη τελέσεως άλλης αξιόποινης πράξεως εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος ήθελε θωρηθεί μέτρο αναστολής εκτελέσεως της ποινής «κοινό στα κράτη μέλη», πόσο πιθανό είναι η ενωσιακή νομοθεσία να παρέβλεψε την ύπαρξή του και να μην το συμπεριέλαβε στην απαρίθμηση του άρθρου 4, παράγραφος 1;

50.      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η υπό εξέταση κατάσταση εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, το οποίο αφορά «μέτρα που αφορούν τη διαγωγή, την κατοικία, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ψυχαγωγία ή περιλαμβάνουν περιορισμούς ή λεπτομέρειες όσον αφορά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας» (12).

51.      Δεν θεωρώ τον ισχυρισμό αυτόν πειστικό. Μια υποχρέωση τόσο γενική και αόριστη όσο η μη τέλεση νέας αξιόποινης πράξεως έρχεται σε αντίθεση με την αρκετά ειδική και συγκεκριμένη φύση των δυνητικών υποχρεώσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ (κατοικία, δραστηριότητες, κατάρτιση, κ.λπ.). Την αντίθεση αυτή ενισχύει περαιτέρω η αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947, κατά την οποία «τα μέτρα αναστολής και οι εναλλακτικές κυρώσεις των οποίων η εποπτεία είναι, καταρχήν, υποχρεωτική περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εντολές που αφορούν τη διαγωγή (όπως η υποχρεωτική διακοπή της κατανάλωσης οινοπνευματωδών), την κατοικία (όπως η υποχρέωση αλλαγής κατοικίας για λόγους ενδοοικογενειακής βίας), την εκπαίδευση και κατάρτιση (όπως η υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων ασφαλούς οδήγησης), την ψυχαγωγία (όπως η υποχρεωτική διακοπή της ενασχόλησης με κάποιο άθλημα ή της παρακολούθησής του), και περιορισμούς ή τροποποίηση της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας (όπως η υποχρέωση αναζήτησης επαγγελματικής δραστηριότητας σε διαφορετικό περιβάλλον εργασίας)» (13).

52.      Επιπλέον, φρονώ ότι το εν γένει σκεπτικό του ισχυρισμού της Επιτροπής είναι προβληματικό. Φυσικά, σε κάποιο βαθμό, η υποχρέωση μη τέλεσης νέας αξιόποινης πράξεως αναφέρεται, κατά τρόπο γενικό, σε συγκεκριμένη συμπεριφορά. Όμως με βάση το σκεπτικό αυτό, θα μπορούσε να υπαχθεί οτιδήποτε σε καθεμία από τις λέξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, αποκομμένες από τη διάταξη αυτή και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Για ποιο λόγο λοιπόν να μην επιλεγεί η λέξη «υποχρέωση» και η «υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος» να μην υπαχθεί σε οποιοδήποτε στοιχείο του άρθρου 4, παράγραφος 1 περιέχει τη λέξη «υποχρέωση»;

53.      Τρίτον, επισημαίνω ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947, «η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης έχει δικαιοδοσία να λαμβάνει όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις που αφορούν ποινή με αναστολή, απόλυση υπό όρους, καταδίκη υπό όρους και εναλλακτική κύρωση, ιδίως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς μέτρο αναστολής ή εναλλακτική κύρωση ή εφόσον ο καταδικασθείς τελέσει νέα αξιόποινη πράξη» (14).

54.      Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, της μη συμμορφώσεως προς μέτρο αναστολής και, αφετέρου, της τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως. Από την εν λόγω διατύπωση προκύπτει ότι υφίσταται μια πρόσθετη εναλλακτική, η οποία διαφέρει από τη μη συμμόρφωση προς μέτρο αναστολής. Με άλλα λόγια, εάν η υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως γινόταν δεκτό ότι συνιστά αυτή καθεαυτήν μέτρο αναστολής εκτελέσεως, τότε η διάκριση μεταξύ μη συμμορφώσεως προς μέτρο αναστολής και τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως θα ήταν περιττή.

55.      Υπό το πρίσμα της προηγηθείσας γραμματικής ερμηνείας, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/947 δεν εφαρμόζεται επί αποφάσεως που επιβάλλει ποινή με απλή αναστολή χωρίς να προβλέπει συγκεκριμένο μέτρο αναστολής. Η υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως κατά το διάστημα της αναστολής εκτελέσεως της ποινής δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, μέτρο αναστολής.

56.      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται περαιτέρω από την ανάλυση του εσωτερικού και του εξωτερικού στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη νομική πράξη καθώς και από τη λογική που τη διέπει.

2.      Εσωτερικό και εξωτερικό πλαίσιο και λογική

57.      Η απόφαση-πλαίσιο 2008/947 αντικατέστησε τις αντίστοιχες διατάξεις της Συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 30ής Νοεμβρίου 1964, περί επιτηρήσεως των υφ’ όρον καταδικασθέντων ή απολυθέντων προσώπων (15). Η ανάλυση της ακριβούς σχέσεως μεταξύ των δύο νομικών πράξεων περιορίζεται στην επισήμανση ότι, πρώτον, η παλαιότερη σύμβαση «[είχε] κυρωθεί μόνο από 12 κράτη μέλη, σε ορισμένες περιπτώσεις με αρκετές επιφυλάξεις» και, δεύτερον, ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/947 «συνιστά ένα πιο αποτελεσματικό εργαλείο διότι βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και μετέχουν όλα τα κράτη μέλη» (16).

58.      Συνεπώς, ελάχιστα στοιχεία μπορούν να αντληθούν από την παλαιότερη σύμβαση και το πεδίο εφαρμογής της για την ερμηνεία της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947. Ως εκ τούτου, οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές είναι προτιμότερο να αναζητηθούν α) στην εσωτερική λογική της ίδιας της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 και β) στο εξωτερικό πλαίσιο, ήτοι σε άλλες νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

1)      Εσωτερική λογική

59.      Όπως υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, η Πολωνική Κυβέρνηση, η απόφαση‑πλαίσιο 2008/947 βασίζεται στην ιδέα ότι η μη εφαρμογή αποφάσεως που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο που συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας και η επιβολή, αντί αυτών, ποινής με αναστολή ή καταδίκης υπό όρους συνοδευόμενης από μέτρο αναστολής (ή εναλλακτική κύρωση) βελτιώνει τις πιθανότητες κοινωνικής επανεντάξεως του καταδικασθέντος (η οποία, με τη σειρά της, συμβάλλει στην πρόληψη της υποτροπής και στην προστασία της κοινωνίας από εγκληματικές δραστηριότητες). O καταδικασθείς θα έχει επίσης τη δυνατότητα να μετακομίσει σε άλλο κράτος μέλος, ενώ συγχρόνως το κράτος αυτό θα διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τους όρους της καταδικαστικής αποφάσεως. Το κράτος αυτό θα είναι το κράτος μέλος διαμονής ή, εφόσον συντρέχουν πρόσθετες προϋποθέσεις, άλλο κράτος μέλος, δηλαδή το κράτος μέλος στο οποίο ο καταδικασθείς έχει σύμβαση απασχόλησης ή στο οποίο έχει μόνιμη και συνήθη διαμονή μέλος της οικογένειάς του ή στο οποίο σκοπεύει να παρακολουθήσει σπουδές ή συγκεκριμένη εκπαίδευση (17).

60.      Εν ολίγοις, φαίνεται ότι η λογική που διέπει την απόφαση‑πλαίσιο είναι να επιτρέπεται η μετακίνηση του καταδικασθέντος έστω και αν αυτή συνοδεύεται από ορισμένους όρους. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι όροι ακολουθούν τον καταδικασθέντα. Εάν όμως δεν έχουν επιβληθεί συγκεκριμένοι όροι, τι ακριβώς συνοδεύει τον καταδικασθέντα στις μετακινήσεις του; Εάν δεν έχει επιβληθεί συγκεκριμένο μέτρο αναστολής που θα ακολουθούσε τον καταδικασθέντα κατά τη μετεγκατάστασή σε άλλο κράτος μέλος, τότε η υπαγωγή του στο καθεστώς της αποφάσεως-πλαισίου στο κράτος μέλος εκτελέσεως θα συνεπαγόταν την επιβολή μη προϋφιστάμενων όρων.

61.      Η παρατήρηση αυτή συνδέεται με ένα ακόμη επιχείρημα σχετικό με τη δομή του εξεταζόμενου συστήματος. Κατά την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, η επικοινωνία και η εποπτεία διασφαλίζονται από τις αρχές που υποδεικνύουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 3 της αποφάσεως‑πλαισίου. Οι εν λόγω ειδικώς υποδειχθείσες αρχές δεν επικοινωνούν απλώς μεταξύ τους, αλλά διασφαλίζουν επίσης την επικοινωνία με ειδικές και εντεταλμένες δομές και υπηρεσίες του κράτους μέλους οι οποίες διαθέτουν τις ικανότητες και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την παρακολούθηση της συμμορφώσεως προς τα (εξαντλητικώς απαριθμούμενα) μέτρα αναστολής που καθορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947 (ή τα μέτρα που γνωστοποιούνται κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2).

62.      Αντιθέτως, ποιος και με ποιον τρόπο θα επόπτευε τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως από τον καταδικασθέντα; Το καθήκον αυτό κατά κανόνα υπέχουν όλες οι αρχές επιβολής του νόμου που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, την έρευνα και τη δίωξη εγκληματικών δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, η «εποπτεία» ενός τέτοιου μέτρου θα είχε, ως εκ της φύσεώς της, διάχυτο και γενικό χαρακτήρα, θα βάρυνε δε όλες τις αρχές επιβολής του νόμου στο κράτος μέλος και όχι κατ’ ανάγκην ή όχι αποκλειστικά ένα ειδικό δίκτυο των αρχών παρακολούθησης των μέτρων αναστολής.

63.      Η θεσμική αυτή διαφοροποίηση αναδεικνύει περαιτέρω τη διαφορά μεταξύ, αφενός, της φύσεως και της λογικής ενός συγκεκριμένου μέτρου αναστολής και, αφετέρου, της γενικής απαγορεύσεως τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως που συνδέεται με την επιβολή ποινής με αναστολή.

2)      Εξωτερικό πλαίσιο

64.      Η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, ο «ακρογωνιαίος λίθος» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (18), εφαρμόστηκε σε επίπεδο Ένωσης σε επιλεγμένες πτυχές επιβολής της ποινικής νομοθεσίας. Για την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως ασκούν επιρροή δύο ακόμη νομικές πράξεις: η απόφαση‑πλαίσιο 2008/675 για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας (19) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2008/675) και η απόφαση-πλαίσιο 2008/909, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (20) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2008/909).

65.      Οι αποφάσεις-πλαίσια 2008/909 και 2008/947 επιδιώκουν την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αφενός σε καταδικαστικές αποφάσεις που επιβάλλουν στερητική της ελευθερίας ποινή και, αφετέρου, σε αποφάσεις που επιβάλλουν μέτρα αναστολής ή εναλλακτικές κυρώσεις. Ενώ η πρώτη από τις ανωτέρω νομικές πράξεις αφορά καταστάσεις στις οποίες ο καταδικασθείς στερείται την ελευθερία του, η δεύτερη αφορά καταστάσεις στις οποίες δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά ο καταδικασθείς υπόκειται σε πρόσθετα μέτρα, ήτοι σε μέτρα αναστολής ή σε εναλλακτικές κυρώσεις.

66.      Η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 αποτελεί ένα ακόμη εργαλείο, του οποίου ωστόσο η φύση και οι λειτουργίες διαφέρουν από εκείνες των υπολοίπων. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο δεν θεσπίζει μηχανισμό αναγνωρίσεως παρόμοιο με εκείνον που τέθηκε σε εφαρμογή με τις άλλες δύο αποφάσεις-πλαίσια. Δεν μεταβιβάζει καμία δικαιοδοσία όσον αφορά τον καταδικασθέντα ή την καταδικαστική απόφαση από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Η κρίσιμη διάταξη της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής, καλεί τα κράτη μέλη να αποδίδουν σε πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις εκδοθείσες σε άλλα κράτη μέλη ισοδύναμα αποτελέσματα με εκείνα που έχουν πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται από τα εθνικά δικαστήρια. Για τον σκοπό αυτόν, η συγκεκριμένη νομική πράξη δεν διακρίνει μεταξύ ποινών που επιβάλλουν και εκείνων που δεν επιβάλλουν στέρηση της ελευθερίας ή μεταξύ ποινών η εκτέλεση των οποίων έχει ανασταλεί και εκείνων των οποίων η εκτέλεση δεν έχει ανασταλεί. Η εν λόγω απόφαση‑πλαίσιο καταλαμβάνει όλες τις καταδικαστικές αποφάσεις.

67.      Εν αντιθέσει προς την απόφαση-πλαίσιο 2008/675, η απόφαση‑πλαίσιο 2008/947 μεταβιβάζει τη δικαιοδοσία εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος. Η απόφαση-πλαίσιο 2008/947 επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως, ιδίως βάσει των όρων που προβλέπει το άρθρο 14 αυτής, να τροποποιούν τους όρους εκτελέσεως της ποινής: ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να τροποποιεί ή να προσαρμόζει τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή αποτελεί εξαίρεση από την πάγια εφαρμογή της γενικής αρχής της εδαφικότητας στην ποινική νομοθεσία. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται από τη σύγκριση με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675, κατά την οποία «η συνεκτίμηση των πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, […] δεν συνεπάγεται παρέμβαση στις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, ανάκληση ή αναθεώρηση αυτών των αποφάσεων ή οποιασδήποτε αποφάσεως σχετικής με την εκτέλεσή τους από το κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η νέα διαδικασία».

68.      Στην απόφαση Beshkov, το Δικαστήριο αναγνώρισε το γεγονός αυτό, αποφαινόμενο ότι «η διάταξη αυτή […] αποκλείει οποιαδήποτε επανεξέταση των [πρότερων αυτών καταδικαστικών αποφάσεων], οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όπως ακριβώς δημοσιεύθηκαν» (21). Κατά συνέπεια, η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 δεν επιτρέπει την τροποποίηση των όρων εκτελέσεως καταδικαστικής αποφάσεως που επιβλήθηκε σε άλλο κράτος μέλος κατά τη συνεκτίμηση πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων από άλλο κράτος μέλος (22).

69.      Δύο είναι τα συμπεράσματα που συνάγω από το ανωτέρω νομικό πλαίσιο.

70.      Πρώτον, εάν κρινόταν ότι η απόφαση-πλαίσιο 2008/947 δεν εφαρμόζεται σε ποινή με απλή αναστολή, τούτο βεβαίως δεν θα σήμαινε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί σε άλλο κράτος μέλος. Απλώς η συνεκτίμησή της δεν θα γινόταν βάσει της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, αλλά βάσει άλλης νομικής πράξεως. Η Ουγγρική και η Πολωνική Κυβέρνηση επισημαίνουν επί της ουσίας, συμμεριζόμενες την άποψη της Επιτροπής, ότι η συγκεκριμένη περίπτωση υπάγεται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/675. Με άλλα λόγια, εάν ο καταδικασθείς τελέσει νέα αξιόποινη πράξη σε άλλο κράτος μέλος (στην περίπτωση του αναιρεσείοντος, εκτός της Λεττονίας), η επιβληθείσα με την επίμαχη απόφαση πρότερη καταδίκη του θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί από τις αρμόδιες αρχές υπό τους όρους που καθορίζει η απόφαση‑πλαίσιο 2008/675.

71.      Δεύτερον, από το ευρύτερο νομικό πλαίσιο που διέπει τα ζητήματα αυτά προκύπτει ότι το σύστημα που εγκαθιδρύει η απόφαση-πλαίσιο 2008/947, ιδίως δε το άρθρο 14 αυτής, εισάγει εξαίρεση από τους κατά τα λοιπά ισχύοντες κανόνες. Όμως, όπως συμβαίνει με κάθε εξαίρεση, δεν θα πρέπει το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης αυτής να ερμηνεύεται στενά; Δεν θα πρέπει τέτοιες μεταβιβάσεις δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις να πραγματοποιούνται αποκλειστικά και μόνο σε υποθέσεις που προβλέπονται σαφώς και αναμφιβόλως από την ενωσιακή νομοθεσία; Κατά τη γνώμη μου, η αμοιβαία σχέση μεταξύ της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675 και της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947 αποτελεί έναν ακόμη λόγο για τον οποίο επιβάλλεται συγκρατημένη και στενή ερμηνεία της δεύτερης εξ αυτών.

72.      Δέχομαι βεβαίως ότι οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από την απόφαση-πλαίσιο 2008/675 είναι, ενδεχομένως, ήσσονος «κανονιστικής εντάσεως» σε σύγκριση με εκείνες που απορρέουν από την απόφαση-πλαίσιο 2008/947. Πράγματι, όπως το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ουσίας στην απόφαση Beshkov, η «συνεκτίμηση» πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων δεν μπορεί να ασκεί επιρροή και να τροποποιεί τους όρους εκτελέσεως προτέρας κυρώσεως που επιβλήθηκε σε άλλο κράτος μέλος (23). Δέχομαι επίσης ότι το συμπέρασμα περί μη εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 σε περίπτωση ποινής με απλή αναστολή σημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η μεταβίβαση δικαιοδοσίας στο κράτος διαμονής του καταδικασθέντος για την εκτέλεση της ποινής του. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η συνέπεια αυτή απορρέει από το ισχύον νομικό καθεστώς της Ένωσης, τουλάχιστον όπως αυτό προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, από το γράμμα και από το πλαίσιο των επίμαχων μέτρων. Το τελευταίο στοιχείο που θα εξετάσω είναι ο σκοπός: θα συνέβαλλε μια διασταλτική ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν;

3.      Σκοπός

73.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στόχοι της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947 είναι i) «να διευκολυνθεί η κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων», ii) «να βελτιωθεί η προστασία των θυμάτων και του κοινωνικού συνόλου» και iii) «να διευκολυνθεί η εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβατών οι οποίοι δεν ζουν στο κράτος της καταδίκης».

74.      Η αιτιολογική σκέψη 8 αναλύει τον στόχο i προσθέτοντας ότι με την απόφαση-πλαίσιο 2008/947 επιδιώκεται «να ενισχυθεί η προοπτική επανένταξης του καταδικασθέντος στην κοινωνία, επιτρέποντάς του να διατηρεί οικογενειακούς, γλωσσικούς, πολιτισμικούς και άλλους δεσμούς».

75.      Όσον αφορά τον στόχο ii, η ίδια αιτιολογική σκέψη επισημαίνει, κατ’ αρχήν, ότι, «βελτι[ώνοντας την] εποπτεία της συμμόρφωσης προς τα μέτρα αναστολής και τις εναλλακτικές κυρώσεις, προκειμένου να προλαμβάνεται η υποτροπή, λαμβ[άνεται] υπόψη, με τον τρόπο αυτό, [η] προστασία των θυμάτων και του κοινωνικού συνόλου».

76.      Όσον αφορά τον στόχο iii, σύμφωνα με την έκθεση εφαρμογής της Επιτροπής, «η ορθή εφαρμογή [της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947] θα ενθαρρύνει τους δικαστές, οι οποίοι μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ότι ένα πρόσωπο θα υπόκειται σε δέουσα επιτήρηση σε άλλο κράτος μέλος, να επιβάλλουν, αντί για ποινή φυλάκισης, εναλλακτική κύρωση η οποία θα εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος από αυτό της δικαιοδοσίας τους» (24). Μακροπρόθεσμα, «καθώς στα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπονται τουλάχιστον τα μέτρα αναστολής και εναλλακτικές κυρώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 [της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947], ένα θετικό αποτέλεσμα θα είναι η προώθηση και η προσέγγιση εναλλακτικών προς την κράτηση μέτρων στα διάφορα κράτη μέλη» (25).

77.      Θα μπορούσε η διασταλτική ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 να υπηρετήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τους τρεις στόχους που παρουσιάστηκαν αναλυτικά ανωτέρω, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Εσθονική Κυβέρνηση;

78.      Όσον αφορά τον πρώτο στόχο, ήτοι την κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Η αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως δεν θα συνεπαγόταν καμία ουσιαστική υποχρέωση εποπτείας του αναιρεσείοντος, όπως άλλωστε ομολογεί η Εσθονική Κυβέρνηση και επισημαίνεται στη διάταξη περί παραπομπής (26). Η κατάσταση που θα προέκυπτε ουδόλως θα συνέβαλλε στην κοινωνική επανένταξη του αναιρεσείοντος. Η κατάστασή του θα ήταν ακριβώς η ίδια με αυτή που θα υπήρχε αν δεν αναγνωριζόταν η επίμαχη απόφαση, καθόσον από τη δικογραφία της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση θα περιόριζε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη δυνατότητά του να εγκαταλείψει τη Λεττονία.

79.      Η διασταλτική ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 δεν φαίνεται να συμβάλλει ούτε στην επίτευξη του τρίτου στόχου, «να διευκολυνθεί η εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων αναστολής και εναλλακτικών κυρώσεων», καθόσον στην υπό κρίση υπόθεση δεν επιβλήθηκαν τέτοια μέτρα. Αδυνατώ να κατανοήσω πώς, με το να θεωρηθεί μια ποινή με απλή αναστολή ως «μέτρο αναστολής», ένας δικαστής θα ενθαρρυνόταν περισσότερο να επιβάλει ποινή με απλή αναστολή αντί για ποινή στερητικής της ελευθερίας, σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα είχε ούτως ή άλλως την πρόθεση να επιβάλει κανέναν περιορισμό στη διαγωγή του καταδικασθέντος υπό τη μορφή συγκεκριμένων μέτρων αναστολής.

80.      Η κατάσταση δεν είναι τόσο σαφής όσον αφορά τον δεύτερο στόχο, «να βελτιωθεί η προστασία των θυμάτων και του κοινωνικού συνόλου». Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως θα επέτρεπε στις εσθονικές αρχές να άρουν την επιβληθείσα με την εν λόγω απόφαση αναστολή σε περίπτωση τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως από τον αναιρεσείοντα και, εν συνεχεία, να συνεκτιμήσουν την προτέρα ποινή με αυτήν που θα επιβαλλόταν για τη νέα αξιόποινη πράξη. Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προστατεύει τα θύματα και το κοινωνικό σύνολο, καθόσον ο αναιρεσείων θα στερείτο την ελευθερία του, πιθανώς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που θα αποφασιζόταν δεν ήταν δυνατή η συνεκτίμηση της ποινής.

81.      Ασφαλώς οι απόψεις σχετικά με τον ρόλο του ποινικού κολασμού στην κοινωνία και με την προσφορότερη προστασία του κοινωνικού συνόλου από τις εγκληματικές δραστηριότητες διίστανται. Εντούτοις, η ιδέα να επιβάλλονται απλώς αυστηρότερες κυρώσεις χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον προωθήσεως της κοινωνικής επανεντάξεως των καταδικασθέντων δίνει έμφαση στην πτυχή της ανταποδοτικής δικαιοσύνης, η οποία συνεπάγεται άμεσα αποτελέσματα για τον καταδικασθέντα και άμεση (αλλά σχετικώς βραχυπρόθεσμη) προστασία του κοινωνικού συνόλου, αποβαίνει όμως εις βάρος της κοινωνικής επανεντάξεως που ευνοεί την επίτευξη μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων τόσο για τον καταδικασθέντα όσο και για τα λοιπά μέλη της κοινωνίας (27).

82.      Η Επιτροπή φαίνεται ότι ερμηνεύει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 βάσει του σκεπτικού που ευνοεί την επιβολή της ποινής, επισημαίνοντας ότι θα ήταν παράλογο η τέλεση νέας αξιόποινης πράξεως να μην επιφέρει την άρση της αναστολής.

83.      Αναγνωρίζω ότι, εκ πρώτης όψεως, ο μηχανισμός του άρθρου 14 που απονέμει δικαιοδοσία στο κράτος εκτελέσεως φαίνεται κατάλληλος για την αντιμετώπιση της υπό εξέταση καταστάσεως. Με άλλα λόγια, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως συνιστά μέτρο αναστολής, ο μηχανισμός του άρθρου 14 παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους εκτελέσεως το αναγκαίο εργαλείο για να παρέμβουν σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς τη σχετική υποχρέωση.

84.      Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάστροφης συλλογιστικής, η οποία διακυβεύει τον γενικό σκοπό και τη λογική της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.

85.      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η εν λόγω συλλογιστική εκκινεί από μια πιθανή αρνητική συνέπεια η οποία δεν έχει ακόμη επέλθει στην υπό κρίση υπόθεση: την υποθετική τέλεση νέας αξιόποινης πράξεως από τον καταδικασθέντα. Η δικογραφία της υποθέσεως δεν περιέχει στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι ο αναιρεσείων τέλεσε νέα αξιόποινη πράξη. Επιπλέον, το επιχείρημα ερείδεται εν γένει στην υπόθεση ότι όσοι καταδικάζονται είναι πιθανόν να καταστούν υπότροποι. Δεν θα σχολιάσω καν τον βαθμό ηθικής ενθαρρύνσεως και υποστηρίξεως που προκύπτει από ένα τέτοιο επιχείρημα για όσους εκτίουν ποινές με αναστολή ή υφ’ όρον και θα επισημάνω, αντ’ αυτού, τη δυσπιστία που προκύπτει από το σκεπτικό αυτό σε σχέση με την ικανότητα των επίμαχων νομικών πράξεων της Ένωσης να συμβάλουν αποτελεσματικά στην επίτευξη του σκοπού της κοινωνικής επανένταξης.

86.      Δεύτερον, το πεδίο εφαρμογής μιας νομικής πράξης της Ένωσης πρέπει κατά κανόνα να καθορίζεται από την κρίσιμη διάταξη που το προσδιορίζει και όχι από το γεγονός ότι τμήμα του μηχανισμού που δημιουργείται με την εν λόγω νομική πράξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την επίτευξη κάποιου άλλου σκοπού.

87.      Τρίτον, η τέλεση νέας αξιόποινης πράξεως ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε βάρος όσων έχουν καταδικασθεί σε ποινή με αναστολή ακόμη και σε περίπτωση που δεν έχει παραβιαστεί συγκεκριμένο μέτρο αναστολής, π.χ. η υποχρεωτική διακοπή της κατανάλωσης οινοπνευματωδών. Στους καταδικασθέντες με αναστολή στους οποίους έχει επιβληθεί συγκεκριμένο μέτρο αναστολής ενδέχεται να έχει επίσης επιβληθεί η υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως τόσο στο κράτος μέλος εκδόσεως της καταδικαστικής αποφάσεως όσο και στο εξωτερικό. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η περίοδος αναστολής ενδέχεται να διακοπεί ανάλογα με το νομικό σύστημα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

88.      Τέταρτον, η προταθείσα από την Επιτροπή διασταλτική ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 θα μπορούσε πράγματι να προαγάγει τον «ανταποδοτικό» στόχο του ποινικού κολασμού. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση παραβλέπει τις λοιπές πτυχές που σταθμίζονται μεταξύ τους στο πλαίσιο επιδίωξης του τριπλού σκοπού της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, ο οποίος παρατίθεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο σημείο 73 των παρουσών προτάσεων. Η απόφαση-πλαίσιο επιδιώκει την προώθηση της εφαρμογής μέτρων αναστολής ή εναλλακτικών κυρώσεων, καθώς κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποτραπεί η επιβολή στερητικών της ελευθερίας ποινών και, ως εκ τούτου, η βελτίωση της πιθανότητας κοινωνικής επανεντάξεως των καταδικασθέντων.

89.      Κατά συνέπεια, οι τρεις στόχοι που παρατίθενται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 επιδιώκονται ταυτόχρονα. Η απόφαση‑πλαίσιο 2008/947 επιδιώκει την ισόρροπη επίτευξή τους. Κατά τη γνώμη μου δεν συντρέχει κανένας πειστικός λόγος να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε έναν μόνον από τους στόχους αυτούς ή και σε ένα μόνο στοιχείο κάποιου από τους εν λόγω στόχους, ώστε να γίνει διασταλτική ερμηνεία μιας πράξεως του ενωσιακού δικαίου που επιδιώκει όλους των αυτούς τους στόχους.

90.      Συνοψίζοντας, δεν βλέπω για ποιο λόγο θα έπρεπε να προτείνω μια αδικαιολόγητα διασταλτική ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως‑πλαισίου 2008/947, η οποία αντιβαίνει στο σαφές γράμμα, τη λογική και το σύστημα της εν λόγω νομικής πράξεως και επιδιώκει την επίτευξη ενός πολύ συγκεκριμένου στοιχείου ενός εκ των επιμέρους στόχων του, σε βάρος ή και σε ευθεία αντίθεση προς τους άλλους.

91.      Ως τελική παρατήρηση, επισημαίνω ότι κατέβαλα επανειλημμένες προσπάθειες να καταδείξω ότι ακόμη και στο δίκαιο της Ένωσης, όταν το γράμμα μιας πράξεως είναι σαφές, είναι μικρότερη η ανάγκη να αναλυθούν οι στόχοι που επιδιώκονται με την πράξη αυτή (28). Θα ήθελα απλώς να προσθέσω ότι το ίδιο θα πρέπει να ισχύει, a fortiori, σε υποθέσεις που εμπίπτουν στο εν ευρεία εννοία πεδίο του ποινικού δικαίου, όπου η ευρεία ή στενή ερμηνεία της εκάστοτε νομικής πράξεως συνεπάγεται ποινικές συνέπειες για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

92.      Υπό το πρίσμα αυτό, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η ευρεία ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 είναι πιθανόν να επιδεινώσει τη θέση του καταδικασθέντος στην υπόθεση της κύριας δίκης (ο οποίος δεν έχει τελέσει νέα αξιόποινη πράξη). Λαμβάνω δεόντως υπόψη τις χρήσιμες διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι οποίες συνδέονται με την αρχή της αναλογικότητας των κυρώσεων, η οποία στο δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που διαβιβάστηκαν με τη διάταξη περί παραπομπής, η αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως θα επέτρεπε τη συνεκτίμηση της προτέρας κυρώσεως με κάθε νέα κύρωση. Αντιθέτως, χωρίς αναγνώριση δεν είναι δυνατή η συνεκτίμηση. Αντιλαμβάνομαι ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο καταδικασθείς θα έπρεπε να εκτίσει σωρευτικά δύο ποινές: την ποινή για τη νέα αξιόποινη πράξη που θα διέπραττε, υποθετικά, στην Εσθονία και την προτέρα ποινή που του επιβλήθηκε στη Λεττονία.

93.      Το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα, όπως και με το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή (29), έγκειται στο ότι πρόκειται για ένα υποθετικό σενάριο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Υπενθυμίζεται ότι ο αναιρεσείων δεν τέλεσε νέα αξιόποινη πράξη. Η αξιέπαινη επιθυμία να αποτραπεί ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικό σε ένα δεδομένο κράτος μέλος δεν επιτρέπεται, κατά τη γνώμη μου, να αλλοιώσει και να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, της οποίας οι στόχοι δεν άπτονται του ζητήματος της επιβολής ποινών σε περιπτώσεις υποτροπής.

94.      Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι θα πρέπει να μεταβληθεί η κατάσταση ενός προσώπου το οποίο δεν έχει τελέσει νέα αξιόποινη πράξη με το σκεπτικό ότι πρόσωπο το οποίο θα είχε τελέσει νέα αξιόποινη πράξη θα ετύγχανε ενδεχομένως ευνοϊκότερης αντιμετωπίσεως εάν στην περίπτωσή του εφαρμοζόταν το άρθρο 14 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947. Στην υπό κρίση υπόθεση η θέση του καταδικασθέντος, ο οποίος δεν τέλεσε νέα αξιόποινη πράξη, θα επιδεινωνόταν εκ μόνης της αναγνώρισης, στην Εσθονία, της καταδικαστικής αποφάσεως με την οποία του επιβλήθηκε ποινή με αναστολή, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε ένα καθεστώς που κατά κανόνα δεν θα εφαρμοζόταν στην περίπτωσή του. Θα ήταν επομένως δυνατόν να επιβληθούν εις βάρος του τυχόν υποχρεώσεις που ισχύουν στο συγκεκριμένο κράτος και να αποκτήσει βεβαρημένο ποινικό μητρώο στο κράτος αυτό, κάτι που υπό άλλες συνθήκες δεν θα συνέβαινε. Εικάζω ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο αναιρεσείων στην υπό κρίση υπόθεση προσέφυγε διαδοχικά ενώπιον τριών εσθονικών δικαστηρίων προκειμένου να αμφισβητήσει τη δυνατότητα εφαρμογής του μηχανισμού της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 στην περίπτωση της ποινής με απλή αναστολή που του είχε επιβληθεί.

95.      Μετά τη διευκρίνιση του ζητήματος αυτού, υπενθυμίζεται, τέλος, ότι η ερμηνεία των μέτρων ποινικού δικαίου πρέπει να διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, η οποία στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη. Δεν αναφέρομαι στην υπό στενή έννοια νομιμότητα των ποινών (nullum crimen, nulla poena sine lege), αλλά στο ευρύτερο ζήτημα της ασφάλειας και της προβλεψιμότητας των συνεπειών της ποινικής καταδίκης (30). Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι, εάν η επίμαχη απόφαση θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, το πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου θα διευρυνθεί κατά τρόπο που θα επιδεινώσει τη θέση του καταδικασθέντος. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί αφεαυτής ένα ακόμη επιχείρημα κατά της διασταλτικής ερμηνείας της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.

96.      Εκ των ανωτέρω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προηγηθείσα συστηματική και τελολογική ανάλυση δεν θίγει το συμπέρασμα στο οποίο είχα ήδη καταλήξει βάσει της ανάλυσης του γράμματος, της λογικής και της συστηματικής διάρθρωσης της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947. Η εν λόγω νομική πράξη δεν εφαρμόζεται σε δικαστική απόφαση που επιβάλλει ποινή με απλή αναστολή χωρίς να καθορίζει κανένα μέτρο αναστολής κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 και ενώ η μόνη υποχρέωση που υπέχει ο καταδικασθείς είναι να μην τελέσει νέα αξιόποινη πράξη κατά τη διάρκεια του διαστήματος αναστολής εκτελέσεως της ποινής.

V.      Πρόταση

97.      Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο, Εσθονία):

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής ή απολύσεως υπό όρους με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων, δεν εφαρμόζεται σε δικαστική απόφαση που επιβάλλει ποινή με αναστολή χωρίς να καθορίζει κανένα μέτρο αναστολής κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου και ενώ η μόνη υποχρέωση που υπέχει ο καταδικασθείς είναι να μην τελέσει νέα αξιόποινη πράξη κατά τη διάρκεια της αναστολής εκτελέσεως της ποινής.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Απόφαση-πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων (ΕΕ 2008, L 337, σ. 102), όπως τροποποιήθηκε.


3      Η υποσημείωση αφορά μόνον την αγγλική γλώσσα.


4      Η Λεττονική Κυβέρνηση μνημόνευσε συναφώς τις παραγράφους 1, 2 και 9 του άρθρου 55 του Krimināllikums (λεττονικού ποινικού κώδικα), καθώς και το άρθρο 155 του Latvijas Sodu izpildes kodekss (λεττονικού κώδικα περί εκτελέσεως των ποινών).


5      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947, όταν η αρμόδια αρχή του κράτους εκδόσεως αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό που θεσπίζεται με την απόφαση-πλαίσιο, διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως τη δικαστική απόφαση ή την απόφαση αναστολής, καθώς και τη βεβαίωση του Παραρτήματος Ι.


6      Ιδίως το άρθρο 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ και την κατοχύρωση, δια του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24)


7      Βλ., όσον αφορά την εξουσία των δικαστικών αρχών εκτελέσεως υπό το πρίσμα αυτό, αποφάσεις της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C-270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 91), και της 10ης Αυγούστου 2017, Zdziaszek (C‑271/17 PPU, EU:C:2017:629, σκέψη 103).


8      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C-367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 61), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος τραγουδιστή)  (C-717/18, EU:C:2019:1011, σημείο 80).


9      Θα μπορούσε επίσης να προστεθεί ότι οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που επικαλείται η Λεττονική Κυβέρνηση (και οι οποίες μνημονεύονται στην υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων), από τις οποίες υποτίθεται ότι συνάγονται σαφώς τα μέτρα αναστολής διά της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, ενισχύουν τη σχετική ασάφεια. Το άρθρο 155 του Latvijas Sodu izpildes kodekss (λεττονικού κώδικα περί εκτελέσεως των ποινών) απαριθμεί έξι διαφορετικά μέτρα αναστολής. Ωστόσο, η διατύπωση ορισμένων εξ αυτών είναι μάλλον αόριστη και γενικόλογη. Η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων στο καταδικασθέν πρόσωπο προϋποθέτει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως του επιμελητή για την επιτήρηση του καταδικασθέντος, η οποία θα τα εξειδικεύει στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως. Αν όμως δεν έχει εκδοθεί απόφαση που να διαλαμβάνει σχετικά με το είδος και την πιθανή διάρκεια του μέτρου και της εποπτείας αυτού, τότε η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως απλώς θα επιλέξει στην τύχη κάποιο μέτρο από τον κατάλογο;


10      Η υπογράμμιση των συνδέσμων δική μου.


11      Το άρθρο 6, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 ορίζει ότι, «πέραν των μέτρων και των κυρώσεων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, το πιστοποιητικό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προβλέπει μόνον εκείνα τα μέτρα ή τις κυρώσεις που κοινοποιεί το κράτος εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2».


12      Η υπογράμμιση δική μου.


13      Η υπογράμμιση δική μου.


14      Η υπογράμμιση δική μου.


15      Βλ. άρθρο 23, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.


16      Αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.


17      Βλ. αιτιολογική σκέψη 14 και άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947.


18      Βλ., για παράδειγμα, αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947 και απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza (C-289/15, EU:C:2017:4, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008 (ΕΕ 2008, L 220, σ. 32).


20      Απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ 2008,  L 327, σ. 27).


21      Βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 44).


22      Ωστόσο, δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση στηρίζονταν στη συγκεκριμένη ειδική περίσταση που συνέτρεχε στην υπόθεση εκείνη και συνίσταται στο ότι η επίμαχη πρώτη ποινή είχε εκτιθεί στο σύνολό της προτού ο καταδικασθείς αιτηθεί τη συνεκτίμησή της με δεύτερη ποινική καταδίκη. Βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:710, συγκρίνοντας ειδικότερα τις σκέψεις 46 και 47).


23      Βλ. σημεία 67 και 68 των παρουσών προτάσεων.


24      Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή από τα κράτη μέλη των αποφάσεων-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ, 2008/947/ΔΕΥ και 2009/829/ΔΕΥ σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, αποφάσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους και εναλλακτικών κυρώσεων, καθώς και αποφάσεων περί μέτρων επιτήρησης εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση [COM(2014) 57 τελικό], σ. 5.


25      Όπ.π. (σ. 8 και 9).


26      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι εσθονικές αρχές δεν ασκούν ουσιαστική εποπτεία όσον αφορά την εκτέλεση της υποχρεώσεως του καταδικασθέντος βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 1, του Karistusseadustik (εσθονικού ποινικού κώδικα), το οποίο διαλαμβάνει σχετικά με την επιβολή καταδίκης υπό όρους χωρίς εφαρμογή μέτρων εποπτείας. Η μόνη δυνατή αντίδραση του κράτους σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση μη τελέσεως νέας αξιόποινης πράξεως είναι η επιβολή ποινής για τη νέα αξιόποινη πράξη.


27      Βλ., όσον αφορά το δίκαιο των ποινών και γενικότερα ζητήματα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Beshkov (C-171/16, EU:C:2017:386, σημεία 46 επ.).


28      Πρβλ., για παράδειγμα, προτάσεις μου στην απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-220/15, EU:C:2016:534, σημείο 35).


29      Σημεία 82 έως 90 των παρουσών προτάσεων.


30      Πρβλ. προτάσεις μου στην απόφαση X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος τραγουδιστή) (C-717/18, EU:C:2019:1011, σημεία 92 έως 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).