Language of document : ECLI:EU:T:2022:694

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2022 (*)

«Μέτρα διασφάλισης – Αγορά ρυζιού – Εισαγωγή ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης και Μιανμάρ – Κανονισμός (ΕΕ) 978/2012 – Έννοια του όρου “παραγωγοί της Ένωσης” – Έννοια των “ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων” – Σοβαρές δυσχέρειες – Δικαιώματα άμυνας – Ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑246/19,

Βασίλειο της Καμπότζης,

Cambodia Rice Federation (CRF), με έδρα την Πνομ Πενχ (Καμπότζη),

εκπροσωπούμενοι από τους R. Antonini, E. Monard και B. Maniatis, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Biolan και H. Leupold και την E. Schmidt,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ente Nazionale Risi, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους F. Di Gianni και A. Scalini, δικηγόρους,

και την

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, D. Spielmann, U. Öberg (εισηγητή), R. Mastroianni και R. Norkus, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή τους δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες, το Βασίλειο της Καμπότζης και η Cambodia Rice Federation (CRF), ζητούν την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/67 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με την επιβολή μέτρων διασφάλισης όσον αφορά την εισαγωγή ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης και Μιανμάρ (ΕΕ 2019, L 15, σ. 5), με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επανέφερε σε ισχύ για χρονικό διάστημα τριών ετών τους δασμούς του κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές του εν λόγω ρυζιού και θέσπισε προοδευτική μείωση του δασμολογικού συντελεστή (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) 978/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 (ΕΕ 2012, L 303, σ. 1, στο εξής: κανονισμός ΣΓΠ), η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει στις αναπτυσσόμενες χώρες προτιμησιακή πρόσβαση στην αγορά της υπό μορφή μειώσεως των κανονικών δασμών του κοινού δασμολογίου, το δε σύστημα προτιμήσεων αποτελείται από ένα γενικό καθεστώς και από δύο ειδικά καθεστώτα.

3        Δυνάμει του ειδικού καθεστώτος, αποκαλούμενου «Όλα εκτός από όπλα», οι εισαγωγές ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης και Μιανμάρ (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν) στην Ευρωπαϊκή Ένωση απολάμβαναν, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΣΓΠ, πλήρους αναστολής των δασμών του κοινού δασμολογίου.

4        Στις 16 Φεβρουαρίου 2018 η Ιταλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη εν συνεχεία από άλλα κράτη μέλη, υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτημα, δυνάμει του άρθρου 22 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού ΣΓΠ, για τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως ως προς το υπό εξέταση προϊόν.

5        Στις 16 Μαρτίου 2018 η Επιτροπή κίνησε έρευνα διασφαλίσεως σχετικά με τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος, με σκοπό να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να διενεργήσει εμπεριστατωμένη αξιολόγηση.

6        Η έρευνα κάλυψε τα πέντε τελευταία έτη εμπορίας, δηλαδή την περίοδο από την 1η Σεπτεμβρίου 2012 έως την 31η Αυγούστου 2017 (στο εξής: περίοδος της έρευνας).

7        Στις 5 Νοεμβρίου 2018 η Επιτροπή δημοσιοποίησε ένα έγγραφο γενικής ενημέρωσης, με σκοπό να ενημερώσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η Κυβέρνηση της Καμπότζης, για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις με βάση τα οποία επρόκειτο να επαναφέρει προσωρινά σε ισχύ τους δασμούς του κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος, κατόπιν της έρευνας διασφαλίσεως που διεξήγαγε δυνάμει του άρθρου 22 του κανονισμού ΣΓΠ (στο εξής: έγγραφο γενικής ενημέρωσης).

8        Ειδικότερα, στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης, η Επιτροπή όρισε καταρχάς το υπό εξέταση προϊόν ως το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica, καταγωγής Καμπότζης ή Μιανμάρ, που εισάγεται χύμα ή συσκευασμένο και ενέπιπτε, κατά τον χρόνο εκείνο, στις διακρίσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΣΟ) 1006 30 27, 1006 30 48, 1006 30 67 και 1006 30 98.

9        Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica που παράγεται εντός της Ένωσης ήταν ομοειδές με το υπό εξέταση προϊόν ή άμεσα ανταγωνιστικό αυτού, καθώς είχε τα ίδια ουσιώδη φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά, προοριζόταν για τις ίδιες χρήσεις και διετίθετο προς πώληση μέσω παρεμφερών ή πανομοιότυπων διαύλων πωλήσεων, στην ίδια κατηγορία πελατών, εμπόρων λιανικής ή μεταποιητών, εγκατεστημένων εντός της Ένωσης.

10      Αναφορικά με τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η Επιτροπή ανέφερε ότι αυτός αποτελείτο από μονάδες αποφλοίωσης, οι οποίες μετέτρεπαν το ρύζι που καλλιεργείτο/παραγόταν εντός της Ένωσης και το οποίο ήταν άμεσα ανταγωνιστικό προς το υπό εξέταση προϊόν. Αντίθετα με το αίτημα της Ιταλικής Δημοκρατίας, απέκλεισε τους καλλιεργητές ρυζιού από τον ορισμό αυτό καθώς και από τον προσδιορισμό της ζημίας, καθώς θεώρησε ότι οι καλλιεργητές πρέπει να εξετάζονται ως προμηθευτές πρώτων υλών και όχι ως μονάδες αποφλοίωσης ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων, παρότι δέχθηκε ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε αυτούς. Επιπλέον σημείωσε ότι είχαν σταλεί ερωτηματολόγια σε κάποιους καλλιεργητές ρυζιού αλλά ότι, εξαιτίας του μεγάλου κατακερματισμού του κλάδου, τα αποτελέσματα παρουσίαζαν μόνο μια πολύ αποσπασματική εικόνα της κατάστασης.

11      Στη συνέχεια, η Επιτροπή κατέγραψε την εξέλιξη της κατανάλωσης ρυζιού Indica στην Ένωση, βάσει δεδομένων σε ισοδύναμο λευκασμένου ρυζιού που συνέλεξε από τα κράτη μέλη καθώς και βάσει των στατιστικών για τις εισαγωγές που διατίθενται μέσω της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat). Διαπίστωσε μια μείωση της τάξης του 6 % κατά την περίοδο έρευνας.

12      Στο πλαίσιο της ανάλυσης της εξέλιξης των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος, διαπίστωσε σημαντική αύξηση του όγκου των εισαγωγών από την Καμπότζη καθώς και αύξηση κατά 9,7 ποσοστιαίες μονάδες του μεριδίου αγοράς που κατέχει η Καμπότζη και σημείωσε ότι η τελευταία κατείχε το 25 % του συνόλου των εισαγωγών στο τέλος της περιόδου έρευνας.

13      Στο πλαίσιο της σύγκρισης των τιμών, η Επιτροπή προχώρησε σε ανάλυση της υποτιμολόγησης. Έλαβε υπόψη τις μέσες τιμές εισαγωγής από την Καμπότζη και τις μοναδιαίες τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και κατέδειξε ότι οι τιμές των εν λόγω εισαγωγών ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις ενωσιακές κατά 22 %.

14      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι εισαγωγές από την Καμπότζη σημείωσαν σημαντική αύξηση τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι ο συνδυασμένος σταθμισμένος μέσος όρος της τιμής εισαγωγής είχε μειωθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, γεγονός που έδειχνε ότι υπολειπόταν σημαντικά των τιμών της Ένωσης.

15      Προκειμένου να προσδιορίσει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που αντιμετώπιζε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, η Επιτροπή αξιολόγησε τους μακροοικονομικούς δείκτες, όπως είναι η εξέλιξη του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, το οποίο μειώθηκε περισσότερο από 20 ποσοστιαίες μονάδες, η εξέλιξη των όγκων παραγωγής, οι οποίοι παρουσίασαν πτώση σχεδόν 40 %, η εξέλιξη των αποθεμάτων, που αυξήθηκαν κατά 4 %, καθώς και αυτή των εκτάσεων καλλιέργειας του ρυζιού Indica, που μειώθηκαν κατά 37 %.

16      Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι αξιολόγησε τους μικροοικονομικούς δείκτες, όπως είναι η εξέλιξη της παραγωγικής ικανότητας, η οποία δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί, δεδομένης της δυνατότητας των μονάδων αποφλοίωσης να χρησιμοποιούν την ικανότητα επεξεργασίας που διαθέτουν τόσο για το ρύζι Indica όσο και για το ρύζι Japonica, είτε πρόκειται για ρύζι που καλλιεργείται εντός της Ένωσης είτε για εισαγόμενο, η εξέλιξη της αποδοτικότητας των μονάδων αποφλοίωσης της Ένωσης, η οποία παρέμεινε σε σταθερά αλλά χαμηλά επίπεδα, καθώς και η εξέλιξη των μοναδιαίων τιμών του ρυζιού Indica των μονάδων αποφλοίωσης που περιλαμβάνονταν στο δείγμα, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 7 %. Επισήμανε ότι, υπό την πίεση των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές του υπό εξέταση προϊόντος, οι μονάδες αποφλοίωσης της Ένωσης περιορίστηκαν σε μικρότερους όγκους πωλήσεων λευκασμένου και ημιλευκασμένου ρυζιού Indica και έδωσαν έμφαση στα επώνυμα προϊόντα, γεγονός που τους επέτρεψε να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο αποδοτικότητας, εις βάρος του μεριδίου αγοράς.

17      Τέλος, η Επιτροπή απέκλεισε την πιθανότητα άλλοι παράγοντες, όπως οι εισαγωγές από τρίτες χώρες και τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο κλάδος του ρυζιού στην Ιταλία, να αποδυνάμωσαν την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στις σοβαρές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής και στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος.

18      Στις παρατηρήσεις της, με ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 2018, επί του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, η Κυβέρνηση της Καμπότζης αμφισβήτησε κυρίως τους υπολογισμούς της Επιτροπής που αφορούσαν την ανάλυση της υποτιμολόγησης. Υποστήριξε ιδίως ότι στον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής του Βασιλείου της Καμπότζης δεν προστέθηκε το κόστος μετά την εισαγωγή και ότι η υποτιμολόγηση υπολογίστηκε με βάση τη σύγκριση μεταξύ των μέσων τιμών, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ως προς το επίπεδο εμπορίου.

19      Σύμφωνα με την έρευνα διασφαλίσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση προϊόν εισαγόταν σε ποσότητες και τιμές που προκαλούσαν σοβαρές δυσχέρειες στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Υιοθέτησε τον προσβαλλόμενο κανονισμό βασιζόμενη, πέραν των ορισμών και των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης και επαναλαμβάνονται στον κανονισμό, στα ακόλουθα στοιχεία.

20      Πρώτον, η Επιτροπή διευκρίνισε, σε απάντηση των σχολίων των ενδιαφερόμενων μερών κατόπιν της δημοσιοποιήσεως του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, ότι, όσον αφορά τον ορισμό του ομοειδούς ή άμεσα ανταγωνιστικού προϊόντος, το αρωματικό ρύζι Indica έπρεπε επίσης να περιληφθεί στο πεδίο της έρευνας.

21      Εν συνεχεία, αναφορικά με την ανάλυση της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 39 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι επανεξέτασε τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα σχόλια που υπέβαλε το Βασίλειο της Καμπότζης, κατόπιν της δημοσιοποιήσεως του εγγράφου γενικής ενημέρωσης. Συνακόλουθα, η Επιτροπή προσάρμοσε τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ώστε να ληφθούν υπόψη οι δαπάνες μεταφοράς του ρυζιού από τη νότια Ευρώπη, που προσδιόρισε ως την Ιταλία και την Ισπανία, στη βόρεια Ευρώπη, θεωρώντας ότι ο ανταγωνισμός για το ημιλευκασμένο και το λευκασμένο ρύζι Indica παρατηρείτο κυρίως στη βόρεια Ευρώπη. Έλαβε υπόψη το ποσό των 49 ευρώ ανά τόνο, που υπολογίστηκε βάσει των πληροφοριών οι οποίες περιλαμβάνονταν στην καταγγελία της Ιταλικής Δημοκρατίας και οι οποίες επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας. Επιπλέον, προσάρμοσε τις τιμές εισαγωγής λαμβάνοντας υπόψη το κόστος μετά την εισαγωγή, που εκτιμήθηκε σε περίπου 2 % της τιμής εισαγωγής, βασιζόμενη σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο προηγούμενης έρευνας σχετικά με άλλο τρόφιμο (δηλαδή τα σατσούμας). Η Επιτροπή προσέθεσε ότι έλαβε υπόψη τις διαφορές στα επίπεδα εμπορίου και προέβη σε σύγκριση τιμών μεταξύ των πωλήσεων λευκασμένου ρυζιού χύμα και των πωλήσεων συσκευασμένου ρυζιού. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποτιμολόγηση ανερχόταν σε 13 % για τις χύμα πωλήσεις και σε 14 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού.

22      Τέλος, αναφορικά με την κατάσταση των καλλιεργητών ρυζιού της Ένωσης, η Επιτροπή διευκρίνισε στην αιτιολογική σκέψη 74 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι, παρότι είναι σωστό ότι οι καλλιεργητές μπορούσαν να μετατοπίζουν την παραγωγή μεταξύ των ρυζιών Japonica και Indica και αντίστροφα, η μετατόπιση αυτή βασιζόταν σε οικονομικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων η ζήτηση και η τιμή αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό ανέφερε ότι έρευνα επιβεβαίωσε πως, στο πλαίσιο του αυξανόμενου ανταγωνισμού λόγω των χαμηλών τιμών εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος, ορισμένοι καλλιεργητές δεν είχαν άλλη εναλλακτική από το να στραφούν στην παραγωγή ρυζιού Japonica, οπότε δεν πρόκειται για συγκυριακή μετατόπιση ούτε για συνειδητή επιλογή αλλά για πράξη αυτοάμυνας. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η επιλογή αυτή δεν είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα, δεδομένου ότι η μετατόπιση της παραγωγής από το ρύζι Indica στο Japonica προκάλεσε υπερπροσφορά ρυζιού Japonica στην αγορά και πίεση στην τιμή του συγκεκριμένου τύπου ρυζιού. Κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι οι καλλιεργητές ρυζιού βρίσκονταν, γενικά, σε δύσκολη κατάσταση, παρότι η συγκεκριμένη διαπίστωση είχε περιορισμένη σημασία διότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αποτελείτο από τις μονάδες αποφλοίωσης ρυζιού και όχι από τους καλλιεργητές οι οποίοι προμήθευαν την πρώτη ύλη.

 Αιτήματα των διαδίκων

23      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία και από την Ente Nazionale Risi, ζητά από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν έξι λόγους ακυρώσεως.

26      Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως βασίζονται σε παραβίαση του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 23 του κανονισμού ΣΓΠ, καθόσον, κατά πρώτον, η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια των «παραγωγ[ών] ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης», κατά δεύτερον, οι παράγοντες και οι υπολογισμοί επί των οποίων βασίστηκε το συμπέρασμα αναφορικά με τις «σοβαρές δυσχέρειες» που προκλήθηκαν στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ήταν εσφαλμένοι και, κατά τρίτον, η ανάλυση της υποτιμολόγησης και οι προσαρμογές που έγιναν σε αυτήν ήταν εσφαλμένες.

27      Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως βασίζεται σε παραβίαση του άρθρου 22 του κανονισμού ΣΓΠ, καθόσον η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επίμαχων εισαγωγών και των σοβαρών δυσχερειών που προκλήθηκαν στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, στην οποία προέβη η Επιτροπή, ενέχει, κατά τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, παρατυπίες.

28      Ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως βασίζονται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγόντων καθώς και σε παραβίαση των άρθρων 14 και 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1083/2013 της Επιτροπής, της 28ης Αυγούστου 2013, για τη θέσπιση κανόνων που αφορούν τη διαδικασία προσωρινής αναστολής των δασμολογικών προτιμήσεων και τη λήψη γενικών μέτρων διασφάλισης σύμφωνα με τον κανονισμό ΣΓΠ (ΕΕ 2013, L 293, σ. 16, στο εξής: κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός), σε συνδυασμό με το άρθρο 38 του κανονισμού ΣΓΠ, καθόσον η Επιτροπή παρέλειψε να γνωστοποιήσει ορισμένα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις, ή τις σχετικές με αυτά λεπτομέρειες, επί των οποίων θεμελίωσε την απόφασή της να επαναφέρει σε ισχύ τους δασμούς του κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος.

29      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων που βασίζεται, κατά πρώτον, σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας των «παραγωγ[ών] ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης», κατά δεύτερον, σε σφάλματα τα οποία ενέχουν η ανάλυση της υποτιμολόγησης και οι προσαρμογές που έγιναν σε αυτήν και, κατά τρίτον, σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

 Επί των αιτιάσεων σχετικά με την έννοια των «παραγωγ[ών] ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης»

30      Οι προσφεύγοντες προβάλλουν παραβίαση του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 23 του κανονισμού ΣΓΠ, καθόσον η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια των «παραγωγ[ών] ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης», περιορίζοντάς τη με το κριτήριο της προέλευσης των πρώτων υλών. Ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή έλαβε, συνακόλουθα, υπόψη μόνον τους παραγωγούς λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica που προέρχεται, κατόπιν μεταποίησης, από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) το οποίο παράγεται ή καλλιεργείται εντός της Ένωσης.

31      Ωστόσο, κατά τους προσφεύγοντες, καίτοι το προϊόν που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μέτρων διασφαλίσεως είναι προϊόν που «προέρχεται από δικαιούχο χώρα», τούτο δεν ισχύει για τα «ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα». Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού ΣΓΠ δεν δικαιολογεί κανέναν περιορισμό βάσει της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του ομοειδούς ή άμεσα ανταγωνιστικού προϊόντος. Η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη μόνο τα ουσιώδη φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά του υπό εξέταση προϊόντος, τη χρήση του, τους διαύλους πωλήσεως και τις κατηγορίες πελατών.

32      Κατ’ αυτούς, λαμβάνονται υπόψη συνεπώς όλες οι μονάδες αποφλοίωσης ρυζιού, συμπεριλαμβανομένων αυτών που παράγουν λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) το οποίο δεν προέρχεται από την Ένωση. Η Επιτροπή όμως, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τους εγκατεστημένους εντός της Ένωσης παραγωγούς ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων που παράγονται από πρώτες ύλες παραγόμενες εντός της Ένωσης, συνέλεξε στοιχεία σχετικά με τις σοβαρές δυσχέρειες μόνο από μια μερίδα των εμπλεκομένων παραγωγών.

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού ΣΓΠ, τα «ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα» προσδιορίζονται βάσει του «υπό εξέταση προϊόντος».

34      Το «υπό εξέταση προϊόν» είναι το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica καταγωγής Καμπότζης και Μιανμάρ. Προκειμένου, όμως, να θεωρηθεί ότι το ρύζι κατάγεται από μια χώρα, θα πρέπει είτε να έχει καλλιεργηθεί είτε να έχει συγκομισθεί στη χώρα αυτή. Επομένως, το αντίστοιχο του «υπό εξέταση προϊόντος» είναι, κατά την Επιτροπή, το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica που παράγεται εντός της Ένωσης και προέρχεται από ρύζι που έχει καλλιεργηθεί ή συγκομισθεί εντός της Ένωσης. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

35      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, ακόμη και εάν είχε υποπέσει σε πλάνη κατά τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και είχε θεωρήσει ότι οι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης παραγωγοί λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica που παράγεται από εισαγόμενο ρύζι έπρεπε να συμπεριληφθούν στον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η έρευνα θα είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.

36      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 22, παράγραφος 3, του κανονισμού ΣΓΠ, η έννοια των «παραγωγών της Ένωσης» είναι αμιγώς οικονομική. Θα έπρεπε επομένως στο επίκεντρο να τεθούν οι παραγωγοί εκείνοι που υφίστανται υποβάθμιση της οικονομικής ή χρηματοοικονομικής τους κατάστασης. Η προέλευση της πρώτης ύλης είναι επομένως θεμελιώδης. Ισχυρίζεται επίσης ότι το σχετικό επιχείρημα των προσφευγόντων είναι νέο, καθόσον δεν είχε προβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο.

37      Η Ente Nazionale Risi παραπέμπει, επί της ουσίας, στα επιχειρήματα της Επιτροπής.

38      Προκαταρκτικώς, αναφορικά με τον ισχυρισμό της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι ορισμένα επιχειρήματα των προσφευγόντων θα έπρεπε να απορριφθούν επειδή προβάλλονται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τίποτε δεν εμποδίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος να αναπτύξει κατά προσβαλλόμενης αποφάσεως έναν νομικό ισχυρισμό τον οποίο δεν είχε προβάλει κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Μαΐου 2005, Saxonia Edelmetalle και ZEMAG κατά Επιτροπής, T‑111/01 και T‑133/01, EU:T:2005:166, σκέψεις 67 και 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σύμφωνα με τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παραγωγοί της Ένωσης που χρησιμοποιούν αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) το οποίο παράγεται ή καλλιεργείται εκτός της Ένωσης δεν μπορούν να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

40      Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα επίμαχα εν προκειμένω μέτρα διασφαλίσεως εμπίπτουν στα μέτρα εμπορικής άμυνας που προβλέπονται από το άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ [πρβλ. γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψεις 10, 42 και 43, και απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Novolipetsk Steel κατά Επιτροπής, T‑790/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:706, σκέψεις 43, 44, 68 και 76], όπως προκύπτει εξάλλου και από την ανακοίνωση για την έναρξη της έρευνας διασφαλίσεως που εξέδωσε η Επιτροπή.

41      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, σε ζητήματα μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που οφείλουν να εξετάζουν. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και της έλλειψης καταχρήσεως εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψεις 35 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στηρίζουν τις διαπιστώσεις τους δεν αποτελεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκαθιστά εκείνη των θεσμικών οργάνων. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τα εν λόγω στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία. Βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval, C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 39).

43      Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού ΣΓΠ, εάν ένα προϊόν το οποίο προέρχεται από χώρα δικαιούχο οποιουδήποτε εκ των προτιμησιακών καθεστώτων του άρθρου 1, παράγραφος 2, εισάγεται σε ποσότητα ή/και σε τιμές οι οποίες προκαλούν, ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν, σοβαρές δυσχέρειες στους παραγωγούς ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης, είναι δυνατή η επαναφορά των κανονικών δασμών του κοινού δασμολογίου για το εν λόγω προϊόν.

44      Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το εάν οι παραγωγοί ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης αντιμετωπίζουν ή υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσχέρειες προσδιορίζεται βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων και περιλαμβάνει αντικειμενική εξέταση, αφενός, του όγκου και/ή της τιμής των επίμαχων εισαγωγών και, αφετέρου, των επιπτώσεων των εισαγωγών αυτών στους εν λόγω παραγωγούς.

45      Η έννοια των «παραγωγ[ών] ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης», κατ’ άρθρο 22 του κανονισμού ΣΓΠ, είναι νομική και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Εφόσον πρόκειται για νομικό ζήτημα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ασκήσει πλήρη έλεγχο αναφορικά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην έννοια αυτή.

46      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, παρότι ο κανονισμός ΣΓΠ δεν ορίζει ρητά την έννοια των «παραγωγών της Ένωσης», εντούτοις γίνεται άμεση αναφορά στην έννοια αυτή μέσω της παραπομπής στα συγκεκριμένα προϊόντα που πρέπει να παράγονται από τον οικείο κλάδο παραγωγής. Επομένως, το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται μόνο στους παραγωγούς εντός της Ένωσης που παράγουν προϊόντα «ομοειδ[ή] ή άμεσα ανταγωνιστικ[ά]» των εισαγωγών που προέρχονται από χώρα δικαιούχο ενός εκ των προτιμησιακών καθεστώτων.

47      Κατά συνέπεια, η επιλογή του αλλοδαπού προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας διασφαλίσεως καθορίζει και το πεδίο ανάλυσης του εγχώριου κλάδου παραγωγής ή, με άλλα λόγια, των προϊόντων που είναι ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά με τα εισαγόμενα προϊόντα, στοιχείο που, με τη σειρά του, επιτρέπει να προσδιορισθούν οι «παραγωγοί» των προϊόντων αυτών. Επομένως, τα εισαγόμενα προϊόντα συνδέονται με τους παραγωγούς της Ένωσης που απολαύουν του μηχανισμού διασφαλίσεως. Βάσει αυτού η Επιτροπή καθορίζει αν οι παραγωγοί της Ένωσης έχουν υποστεί ή υπάρχει κίνδυνος να υποστούν σοβαρές δυσχέρειες λόγω των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο των μέτρων διασφαλίσεως.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, η ορθότητα του προσδιορισμού των παραγωγών ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης, στον οποίο προέβη η Επιτροπή, θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τα χαρακτηριστικά του εισαγόμενου προϊόντος, όπως αυτό ορίζεται από την Επιτροπή.

49      Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει επομένως, κατά πρώτον, τον ορισμό του εισαγόμενου προϊόντος τον οποίο υιοθετεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας διασφαλίσεως και, κατά δεύτερον, τη συμβατότητα της ερμηνείας των εννοιών των «ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων» και των «παραγωγών της Ένωσης» την οποία υιοθετεί η Επιτροπή με το άρθρο 22 του κανονισμού ΣΓΠ.

 Επί του ορισμού του εισαγόμενου προϊόντος που υιοθετεί η Επιτροπή στον προσβαλλόμενο κανονισμό

50      Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή όρισε το εισαγόμενο υπό εξέταση προϊόν ως το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica, καταγωγής Καμπότζης και Μιανμάρ, που εμπίπτει στις διακρίσεις της ΣΟ 1006 30 27, 1006 30 48, 1006 30 67 και 1006 30 98.

51      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει, κατά πρώτον, ότι η έννοια «υπό εξέταση προϊόν» που περιλαμβάνεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό αποτελεί συγκεκριμένη έκφανση της γενικής έννοιας «υπό εξέταση προϊόν», που προβλέπεται από το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού ΣΓΠ, δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποσκοπεί στην εφαρμογή του άρθρου αυτού στον εν λόγω τομέα. Εντεύθεν προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία της έννοιας «υπό εξέταση προϊόν», κατά τον κανονισμό ΣΓΠ, καθορίζουν κατ’ ανάγκη τα συστατικά στοιχεία που πρέπει να θεωρηθεί ότι απαρτίζουν το «υπό εξέταση προϊόν» υπό την έννοια του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Portmeirion Group, C‑232/14, EU:C:2016:180, σκέψεις 38 και 39).

52      Παρότι ο κανονισμός ΣΓΠ δεν διευκρινίζει ρητά το περιεχόμενο της έννοιας «υπό εξέταση προϊόν», από την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι το σημείο αφετηρίας για τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως αποτελούν οι σοβαρές δυσχέρειες που προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν οι εισαγωγές, σε ορισμένες ποσότητες ή/και τιμές, ενός «προϊόν[τος] το οποίο προέρχεται από δικαιούχο χώρα» ενός εκ των προτιμησιακών καθεστώτων που προβλέπονται από τον κανονισμό. Επομένως, η έννοια «υπό εξέταση προϊόν», κατ’ άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού ΣΓΠ, θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου.

53      Κατά την αιτιολογική σκέψη 23 και το άρθρο 33 του κανονισμού ΣΓΠ, οι κανόνες που αφορούν τον ορισμό της έννοιας του προϊόντος καταγωγής καθορίζονται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1).

54      Δεδομένου ότι ο κανονισμός 2454/93 έχει καταργηθεί, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις παραπέμπουν νυν στον κανονισμό (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1), ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2015, L 343, σ. 1), καθώς και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού αριθ. 952/2013 (ΕΕ 2015, L 343, σ. 558). Οι τελευταίοι ορίζουν, μεταξύ άλλων, την έννοια του προϊόντος «καταγωγής» μιας χώρας.

55      Συνακόλουθα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, θεωρείται ότι είναι καταγωγής χώρας δικαιούχου του συστήματος γενικευμένων προτιμήσεων τα προϊόντα που παράγονται εξ ολοκλήρου σε αυτή τη χώρα κατά την έννοια του άρθρου 44 του εν λόγω κανονισμού και τα προϊόντα που παράγονται σε αυτή τη χώρα και στα οποία ενσωματώνονται ύλες που δεν έχουν εξ ολοκλήρου παραχθεί σε αυτήν, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ύλες έχουν υποβληθεί σε επαρκή επεξεργασία ή μεταποίηση κατά την έννοια του άρθρου 45 του κανονισμού.

56      Στο άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 ορίζεται ότι τα φυτά και κηπευτικά που καλλιεργούνται ή συγκομίζονται σε μια δικαιούχο χώρα θεωρούνται παραγόμενα εξ ολοκλήρου στη χώρα αυτή.

57      Ωστόσο, το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 προσθέτει ότι η αποφλοίωση και μερική ή ολική άλεση ρυζιού και το γυάλισμα και η λείανση δημητριακών και ρυζιού συνιστούν επεξεργασίες ή μεταποιήσεις που θεωρούνται ανεπαρκείς για την απόκτηση του χαρακτήρα των προϊόντων καταγωγής, ανεξάρτητα από το αν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 45.

58      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου το ρύζι να θεωρηθεί ως ρύζι καταγωγής χώρας δικαιούχου ενός εκ των προτιμησιακών καθεστώτων, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί ή να έχει συγκομισθεί στη χώρα αυτή, ή ακόμη να έχει υποστεί ορισμένες επεξεργασίες ή μεταποιήσεις, με εξαίρεση την αποφλοίωση, τη μερική ή ολική άλεση, το γυάλισμα και τη λείανση.

59      Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχουν τρεις κυρίως ποικιλίες ρυζιού. Το ρύζι σε στρογγυλούς κόκκους, το ρύζι σε ημίμακρους κόκκους, άλλως αποκαλούμενο Japonica, και το ρύζι σε μακρούς κόκκους, άλλως αποκαλούμενο Indica.

60      Για να μπορούν να καταναλωθούν, οι διάφορες ποικιλίες ρυζιού πρέπει να υποστούν μεταποίηση. Όπως προκύπτει από το κεφάλαιο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1), γίνεται εν γένει διάκριση μεταξύ τεσσάρων σταδίων μεταποίησης του ρυζιού:

–        το αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy): το ρύζι που διατηρεί το φλοιό του μετά το ράβδισμα,

–        το αποφλοιωμένο ρύζι: το ρύζι από το οποίο έχει αφαιρεθεί μόνον ο φλοιός,

–        το ημιλευκασμένο ρύζι: το ρύζι από το οποίο έχουν αφαιρεθεί ο φλοιός, ένα μέρος από το φύτρο και το σύνολο ή μέρος από τα εξωτερικά, αλλά όχι και τα εσωτερικά στρώματα του περικαρπίου,

–        το λευκασμένο ρύζι: το εξ ολοκλήρου μεταποιημένο ρύζι, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί ο φλοιός, το σύνολο των εξωτερικών και εσωτερικών στρωμάτων του περικαρπίου, το σύνολο του φύτρου, στην περίπτωση του ρυζιού σε κόκκους μακρούς ή μεσαίους, και ένα μέρος τουλάχιστον, στην περίπτωση του ρυζιού σε κόκκους στρογγυλούς, αλλά το οποίο μπορεί να διατηρεί λευκές επιμήκεις ραβδώσεις στο 10 %, το ανώτερο, των κόκκων.

61      Τόσο το λευκασμένο όσο και το ημιλευκασμένο ρύζι προέρχονται, επομένως, από τη μεταποίηση του αναποφλοίωτου ρυζιού (ρυζιού paddy). Καθώς το ρύζι αυτό δεν έχει υποστεί καμία επεξεργασία μετά τη συγκομιδή και έχει ακόμα τον φλοιό του, η μεταποίηση αυτή απαιτεί τουλάχιστον αποφλοίωση.

62      Εφόσον, όπως προκύπτει από το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 και τη σκέψη 57 ανωτέρω, η αποφλοίωση δεν θεωρείται επαρκής επεξεργασία ώστε το ρύζι να θεωρηθεί ως ρύζι καταγωγής, το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica πρέπει να έχει παραχθεί σε μια δικαιούχο χώρα από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) το οποίο καλλιεργήθηκε ή συγκομίσθηκε στη χώρα αυτή, προκειμένου να χαρακτηρισθεί προϊόν «καταγωγής» της εν λόγω χώρας, υπό την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, και του άρθρου 33, του κανονισμού ΣΓΠ.

63      Εν προκειμένω, το υπό εξέταση προϊόν είναι, συνεπώς, το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica καταγωγής Καμπότζης και Μιανμάρ, που παράγεται από ρύζι που καλλιεργήθηκε ή συγκομίσθηκε στις χώρες αυτές.

 Επί της έννοιας «ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα» και του ορισμού του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

64      Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει ότι, σε αντίθεση με τους τομείς του αντιντάμπινγκ ή της απαγόρευσης των επιδοτήσεων, οι έρευνες διασφαλίσεως δεν περιορίζονται στους παραγωγούς «ομοειδών προϊόντων» εντός της Ένωσης. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι παραγωγοί «άμεσα ανταγωνιστικών» προϊόντων.

65      Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και στον τομέα του αντιντάμπινγκ, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει δεχθεί ποτέ επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι το «υπό εξέταση προϊόν», που αποτελούσε αντικείμενο έρευνας, έπρεπε να περιλαμβάνει μόνον «ομοειδή προϊόντα» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: κανονισμός αντιντάμπινγκ), ήτοι «πανομοιότυπ[α] προϊόν[τα], δηλαδή όμοι[α] από κάθε άποψη με το [υπό εξέταση] προϊόν ή, ελλείψει τούτ[ων], […] άλλ[α] προϊόν[τα] τ[α] οποί[α], αν και όχι όμοι[α] από κάθε άποψη, έχ[ουν] χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Portmeirion Group, C‑232/14, EU:C:2015:583, σημείο 49).

66      Με δεδομένο ότι η νομολογία έχει, με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώσει ότι η έννοια «ομοειδές προϊόν», στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ, πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, η ίδια ερμηνεία θα πρέπει να υιοθετηθεί και για την έννοια «ομοειδές ή άμεσα ανταγωνιστικό προϊόν», στον συναφή τομέα των μέτρων διασφαλίσεως.

67      Εν προκειμένω, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στον τίτλο 2.2 του προσβαλλόμενου κανονισμού και από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica το οποίο προέρχεται, κατόπιν μεταποίησης, από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) που καλλιεργείται ή συγκομίζεται εντός της Ένωσης αποτελούσε το «ομοειδές ή άμεσα ανταγωνιστικό προϊόν» που έλαβε υπόψη της προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών για τους παραγωγούς της Ένωσης.

68      Προκειμένου να προσδιορίσει τα ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά με το υπό εξέταση προϊόν προϊόντα, η Επιτροπή βασίστηκε στα ουσιώδη φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, την τελική τους χρήση και τους διαύλους διανομής τους. Προσέθεσε ωστόσο ένα επιπλέον κριτήριο, ήτοι αυτό της προέλευσης της πρώτης ύλης.

69      Η Επιτροπή, έχοντας εφαρμόσει το κριτήριο της καταγωγής σε όλα τα ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα, όρισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής με αναφορά στην προέλευση των προμηθειών αναποφλοίωτου ρυζιού (ρυζιού paddy) των μονάδων αποφλοίωσης της Ένωσης, το οποίο προορίζεται για μεταποίηση, και απέκλεισε τους γεωργούς, θεωρώντας τους απλώς προμηθευτές πρώτων υλών. Η Επιτροπή διευκρίνισε, συνακόλουθα, στα δικόγραφά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι απέκλεισε από την ανάλυση της ζημίας τις μονάδες αποφλοίωσης της Ένωσης που παράγουν λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica από εισαγόμενο αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy).

70      Συναφώς, όσον αφορά, κατά πρώτον, την έννοια «ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα», το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού ΣΓΠ ορίζει απλώς ότι ως «ομοειδές προϊόν» νοείται το προϊόν που είναι πανομοιότυπο, δηλαδή ίδιο από κάθε άποψη με το υπό εξέταση προϊόν ή, ελλείψει τέτοιου προϊόντος, ένα άλλο προϊόν το οποίο, παρόλο που δεν είναι ίδιο από κάθε άποψη, διαθέτει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.

71      Βάσει του γράμματος του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ΣΓΠ, το προϊόν καταγωγής δικαιούχου χώρας, ήτοι το υπό εξέταση προϊόν, αποτελεί το σημείο αφετηρίας για τον ορισμό του «ομοειδούς προϊόντος». Όπως προκύπτει από τη σκέψη 64 ανωτέρω, εφόσον ο κανονισμός ΣΓΠ καλύπτει τόσο τα «ομοειδή» όσο και τα «άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα» θα πρέπει, για τον προσδιορισμό των «ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων», να εφαρμοστούν ανάλογα κριτήρια με αυτά που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

72      Δεν θα πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζει σιωπηρά τους κανόνες καταγωγής του υπό εξέταση προϊόντος στα ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα.

73      Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, ενώ ο ενωσιακός νομοθέτης φρόντισε να διευκρινίσει ρητά τη σημασία του κριτηρίου της καταγωγής για τα προϊόντα που προέρχονται από χώρα δικαιούχο ενός εκ των δασμολογικών προτιμησιακών καθεστώτων, δεν έπραξε το ίδιο για τα προϊόντα που παράγονται από τους παραγωγούς της Ένωσης. Η ρητή παραπομπή στους κανόνες καταγωγής μόνο για τα εισαγόμενα προϊόντα αντιδιαστέλλεται προς την απουσία σχετικής διευκρίνισης για τα ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα.

74      Επιπρόσθετα, από την αιτιολογική σκέψη 23 και το άρθρο 33 του κανονισμού ΣΓΠ προκύπτει ρητά ότι οι κανόνες καταγωγής που εφαρμόζονται στα εισαγόμενα προϊόντα έχουν σκοπό να διασφαλίσουν ότι το σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων ωφελεί μόνο τις χώρες που ορίζονται ως δικαιούχοι.

75      Το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ΣΓΠ είναι εντελώς διαφορετικό, καθόσον δεν αναφέρει ούτε υποδηλώνει ότι κατά την ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών ενός προϊόντος καταγωγής από δικαιούχο χώρα στην οικονομική ή χρηματοοικονομική κατάσταση των παραγωγών της Ένωσης πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνεται υπόψη η καταγωγή των προϊόντων που παράγονται από αυτούς και να περιορίζονται με τον τρόπο αυτό οι παραγωγοί της Ένωσης που δικαιούνται την προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη προστασία.

76      Πάντως, η ερμηνεία της Επιτροπής ότι η καταγωγή των προϊόντων που παράγονται από τους παραγωγούς της Ένωσης αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας για τον προσδιορισμό των «ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων» θα είχε ως συνέπεια να στερήσει από ορισμένους από τους παραγωγούς αυτούς, οι οποίοι παράγουν προϊόντα που περιέχουν κάποιο εισαγόμενο συστατικό ή πρώτη ύλη που έχει υποστεί μεταποίηση τέτοια ώστε να αποκλείεται ο χαρακτηρισμός της ως «προϊόν καταγωγής», κατά την έννοια του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, τη δυνατότητα να ζητήσουν τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως ή να συμπεριληφθούν σε έρευνα διασφαλίσεως, για τον λόγο και μόνον ότι το προϊόν τους δεν «κατάγεται» από την Ένωση, υπό την ίδια έννοια που ισχύει για τα υπό εξέταση προϊόντα. Δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενωσιακός νομοθέτης θέλησε ένα τέτοιο περιορισμό.

77      Ως εκ τούτου, κακώς η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει η προϋπόθεση της καταγωγής των προϊόντων που εισάγονται από χώρες δικαιούχους των δασμολογικών προτιμήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 33 του κανονισμού ΣΓΠ και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, να εφαρμόζεται στα «ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα».

78      Κατά δεύτερον, θα πρέπει, προκειμένου να προσδιοριστεί η έννοια «ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα», κατά τον κανονισμό ΣΓΠ, να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπο τα σχετικά κριτήρια που εφαρμόζονται ιδίως για τον προσδιορισμό του «ομοειδούς προϊόντος» ή του «υπό εξέταση προϊόντος» στο πλαίσιο του κανονισμού αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι, όπως και στον τομέα του αντιντάμπινγκ, τα κριτήρια προσδιορισμού που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της έρευνας διασφαλίσεως αποσκοπούν, κατ’ ουσίαν, στην εξακρίβωση της υπάρξεως επαρκούς βαθμού ανταγωνισμού μεταξύ του υπό εξέταση και του ομοειδούς ή άμεσα ανταγωνιστικού προϊόντος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου, T‑512/09 RENV, EU:T:2017:26, σκέψη 150).

79      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, εν προκειμένω, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω, οι έρευνες διασφαλίσεως δεν περιορίζονται στους παραγωγούς «ομοειδών προϊόντων» εντός της Ένωσης, αλλά πρέπει να περιλαμβάνουν και τους παραγωγούς «άμεσα ανταγωνιστικών» προϊόντων.

80      Ο ορισμός του ομοειδούς ή άμεσα ανταγωνιστικού προϊόντος στο πλαίσιο της έρευνας διασφαλίσεως αποσκοπεί στο να διευκολυνθεί η κατάρτιση του καταλόγου των προϊόντων τα οποία παράγονται από τους παραγωγούς της Ένωσης και τα οποία θα αποτελέσουν, εφόσον κριθεί αναγκαίο, αντικείμενο της εκτίμησης της ζημίας. Για τον ορισμό αυτό, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη πολλές παραμέτρους, όπως τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, τη χρήση τους, την εναλλαξιμότητά τους, την αντίληψη που σχηματίζει γι’ αυτά ο καταναλωτής, τους διαύλους διανομής, τη διαδικασία κατασκευής, το κόστος παραγωγής και την ποιότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Hangzhou Duralamp Electronics κατά Συμβουλίου, T‑459/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:369, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου, T‑512/09 RENV, EU:T:2017:26, σκέψη 151 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Εξ αυτού συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι προϊόντα που δεν είναι πανομοιότυπα με το υπό εξέταση προϊόν μπορούν να συμπεριληφθούν στον ίδιο ορισμό του ομοειδούς ή άμεσα ανταγωνιστικού προϊόντος και να αποτελέσουν, από κοινού, αντικείμενο έρευνας διασφαλίσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, JingAo Solar κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑158/14, T‑161/14 και T‑163/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:126, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Το ομοειδές των προϊόντων πρέπει να αξιολογείται λαμβανομένων ιδίως υπόψη των προτιμήσεων των τελικών καταναλωτών, δεδομένου ότι η ζήτηση του βασικού προϊόντος εκ μέρους των μεταποιητικών επιχειρήσεων αποτελεί συνάρτηση της ζητήσεως των τελικών χρηστών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1998, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, T‑2/95, EU:T:1998:242, σκέψη 213).

83      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων θα πρέπει να εξετασθεί αν εγκύρως ένα συγκεκριμένο προϊόν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων ή αποκλείεται από αυτόν.

84      Το κρίσιμο στην υπό κρίση υπόθεση ζήτημα είναι αν το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica που παράγεται εντός της Ένωσης είναι, ανεξάρτητα από την προέλευση του αναποφλοίωτου ρυζιού (ρυζιού paddy) από το οποίο παράχθηκε, ομοειδές ή άμεσα ανταγωνιστικό προϊόν του λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 71 και 78 έως 82 ανωτέρω, για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να εξετασθεί μια πλειάδα παραγόντων, όπως τα χαρακτηριστικά, η χρήση και οι δίαυλοι διανομής του ρυζιού αυτού, σε σχέση με εκείνα του λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης, καθώς και η εναλλαξιμότητα των δύο προϊόντων.

85      Δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει ήδη θεωρήσει ότι αυτό ισχύει όσον αφορά το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica που προέρχεται, κατόπιν μεταποίησης, από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) το οποίο καλλιεργείται ή συγκομίζεται εντός της Ένωσης, θα πρέπει να εξετασθεί αν ισχύει το ίδιο και για το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica που παράγεται στην Ένωση από εισαγόμενο αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy).

86      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica που προέρχεται, κατόπιν μεταποίησης, από εισαγόμενο στην Ένωση αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) παρουσιάζει τα ίδια ουσιώδη φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά, έχει τις ίδιες τελικές χρήσεις, υφίσταται επεξεργασία από τις ίδιες μονάδες αποφλοίωσης, πωλείται μέσω των ίδιων εμπορικών διαύλων και είναι ανταγωνιστικό του λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica που προέρχεται, κατόπιν μεταποίησης, από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) το οποίο καλλιεργείται ή συγκομίζεται εντός της Ένωσης.

87      Πράγματι, αφενός, η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 64 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι καταναλωτές δεν κάνουν γενικά διάκριση ανάμεσα στα ενωσιακά και στα εισαγόμενα προϊόντα και ότι οι περισσότεροι καταναλωτές που αγοράζουν από τους εμπόρους λιανικής πώλησης δεν γνωρίζουν την προέλευση του ρυζιού που αγοράζουν.

88      Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε στην αιτιολογική σκέψη 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι το παραγόμενο στην Ένωση λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica και το εισαγόμενο ρύζι έχουν τα ίδια ουσιώδη φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά, έχουν τις ίδιες χρήσεις και πωλούνται μέσω παρεμφερών ή πανομοιότυπων διαύλων πώλησης στην ίδια κατηγορία πελατών. Επιβάλλεται, όμως, να επισημανθεί ότι, εφόσον το ρύζι Indica που παράγεται σε τρίτη χώρα από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) καταγωγής της χώρας αυτής και το ρύζι Indica που παράγεται εντός της Ένωσης από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) καταγωγής της Ένωσης έχουν τα ίδια ουσιώδη χαρακτηριστικά, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το ρύζι Indica που παράγεται εντός της Ένωσης από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy) εισαγόμενο από τρίτη χώρα.

89      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καθώς και από τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι, από την οπτική των μονάδων αποφλοίωσης, το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica αποτελεί προϊόν εναλλάξιμο και υποκατάστατο οποιουδήποτε άλλου λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica, ανεξαρτήτως της καταγωγής του, καθόσον οι μονάδες αποφλοίωσης μπορούν να μεταποιήσουν τόσο το ρύζι που παράγεται εντός της Ένωσης όσο και το εισαγόμενο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε μάλιστα ότι πρόκειται για το ίδιο προϊόν, με μόνη διαφορά την καταγωγή του.

90      Επομένως, το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica έχει τα ίδια ουσιώδη φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά και την ίδια χρήση, ανεξαρτήτως της προέλευσης της πρώτης ύλης που χρησιμοποιήθηκε για τη μετατροπή του. Με άλλα λόγια, ένα λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica αποτελεί προϊόν εναλλάξιμο ή υποκατάστατο ενός άλλου λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica, τόσο για τις μονάδες αποφλοίωσης της Ένωσης όσο και για τους καταναλωτές.

91      Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της προέλευσης της πρώτης ύλης από την οποία προέρχεται, το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica που παράγεται εντός της Ένωσης πρέπει να χαρακτηρισθεί ομοειδές ή άμεσα ανταγωνιστικό προϊόν του λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης.

92      Δεδομένου ότι η ανάλυση της Επιτροπής πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των παραγωγών της Ένωσης που παράγουν ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά προϊόντα, προκειμένου να επιτευχθεί αξιόπιστη απεικόνιση της οικονομικής κατάστασής τους, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της ανάλυσης των επιπτώσεων των εισαγωγών του ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης στις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, το σύνολο των μονάδων αποφλοίωσης της Ένωσης που παράγουν λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica, ανεξαρτήτως της προέλευσης του αναποφλοίωτου ρυζιού (ρυζιού paddy) το οποίο μεταποιούν. Εν προκειμένω, δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

93      Όπως ορθώς προβάλλουν οι προσφεύγοντες, ο εσφαλμένος ορισμός των παραγωγών της Ένωσης οδήγησε σε εσφαλμένη ανάλυση της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών, καθώς η Επιτροπή απέκλεισε ένα μέρος των παραγωγών από την εκτίμηση της ζημίας.

94      Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα κατέληγε στο να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να επηρεάζει, και δη αυθαιρέτως, το αποτέλεσμα του υπολογισμού του περιθωρίου υποτιμολόγησης, εξαιρώντας έναν ή περισσότερους επιμέρους τύπους του οικείου προϊόντος και συνακόλουθα ορισμένους παραγωγούς της Ένωσης.

95      Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο περιορισμός, στον οποίο προέβη η Επιτροπή, της έννοιας των «παραγωγ[ών ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης» μόνο στις μονάδες αποφλοίωσης της Ένωσης που μεταποιούν ρύζι Indica καταγωγής της Ένωσης, αποσκοπεί στην πραγματικότητα να συμπεριλάβει, έμμεσα, τους καλλιεργητές ρυζιού της Ένωσης στην εκτίμηση της ζημίας που αποδίδεται στις μονάδες αποφλοίωσης. Πράγματι, καθόσον περιόρισε τον ορισμό των παραγωγών της Ένωσης που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας, χρησιμοποιώντας το κριτήριο της προέλευσης της πρώτης ύλης που μεταποιείται σε λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica, η Επιτροπή επέκτεινε εν τοις πράγμασι το πεδίο προστασίας στους καλλιεργητές ρυζιού της Ένωσης, δεδομένου ότι αυτοί είναι οι μόνοι τους οποίους αφορά πράγματι το ρύζι που καλλιεργείται εντός της Ένωσης. Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία δεν δικαιολογείται βάσει του διαλαμβανόμενου στις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 23 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορισμού του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ο οποίος αναφέρεται ρητά μόνο στις μονάδες αποφλοίωσης της Ένωσης.

96      Η Επιτροπή θα μπορούσε, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να είχε διευρύνει ρητά τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στους γεωργούς ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων, όπως είχε ζητήσει η Ιταλική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της έρευνας. Θα έπρεπε ωστόσο στην περίπτωση αυτή να τους συμπεριλάβει ρητά στην ανάλυση της ζημίας και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις σοβαρές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν ή υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσουν.

97      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον περιόρισε αυθαιρέτως το πεδίο της έρευνάς της, που αφορά την προκληθείσα στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ζημία, μόνο στις μονάδες αποφλοίωσης λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica που προέρχεται, κατόπιν μεταποίησης, από αναποφλοίωτο ρύζι (ρύζι paddy), το οποίο καλλιεργείται ή συγκομίζεται εντός της Ένωσης.

98      Επιπλέον, τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι, παρά τα ως άνω σφάλματα, η έρευνα διασφαλίσεως θα είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

99      Πράγματι, κατά τη νομολογία, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να μην μπορεί να αντικαταστήσει δικαιολογητικό λόγο που προβλήθηκε κατά τη διαδικασία της έρευνας με διαφορετικούς λόγους που προβάλλονται το πρώτον ενώπιόν του (βλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 153 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, οι εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή τόσο στα δικόγραφά της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με τις οποίες οι όγκοι των εισαγωγών ρυζιού Indica προς την Ένωση ήταν μικροί, συνιστούν τέτοιους δικαιολογητικούς λόγους που προβάλλονται το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

100    Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις των προσφευγόντων σχετικά με την εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας των «παραγωγ[ών] ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης» εκ μέρους της Επιτροπής.

101    Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει επικουρικώς και τα επιχειρήματα των προσφευγόντων που αφορούν την ανάλυση της υποτιμολόγησης και τις προσαρμογές που έγιναν σε αυτήν καθώς και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επί των αιτιάσεων αναφορικά με την υποτιμολόγηση και τις προσαρμογές

102    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 23 του κανονισμού ΣΓΠ, καθόσον η Επιτροπή, κατά τη σύγκριση των τιμών των εισαγωγών από την Καμπότζη με τις τιμές της Ένωσης, προσάρμοσε εσφαλμένα τις τιμές της Ένωσης και βασίστηκε σε αβέβαια στοιχεία προκειμένου να προσαρμόσει το κόστος μετά την εισαγωγή.

103    Συναφώς, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι κανένα στοιχείο δεν δύναται να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι, καίτοι το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι παράγεται στη νότια Ευρώπη, ο σχετικός ανταγωνισμός υφίσταται ουσιαστικά στη βόρεια Ευρώπη. Τα στοιχεία της Eurostat για τις εισαγωγές από την Καμπότζη και ορισμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια που απέστειλε η Επιτροπή υποδηλώνουν ότι ένα σημαντικό μέρος των εισαγωγών αφορά τη νότια Ευρώπη. Ως εκ τούτου, η προσαρμογή όλων των τιμών της Ένωσης καθιστά άδικη τη σύγκριση με τις τιμές των εισαγωγών από την Καμπότζη, στο μέτρο που οι τελευταίες δεν έχουν υποστεί την ίδια προσαρμογή. Κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή θα έπρεπε να συγκρίνει τις τιμές του Βασιλείου της Καμπότζης μετά την εισαγωγή με τις αρχικές τιμές εκ του εργοστασίου των μονάδων αποφλοίωσης της Ένωσης.

104    Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι, στον τομέα του αντιντάμπινγκ, η προσαρμογή του κόστους μεταφοράς γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και πρέπει να περιορίζεται στις πωλήσεις τις οποίες αφορούν ειδικώς οι περιστάσεις αυτές. Εν προκειμένω όμως καμία εξαιρετική περίσταση δεν δικαιολογούσε την απόκλιση από την κανονική μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει προσδιορίσει την αναλογία των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που δικαιολογούσε προσαρμογή.

105    Εξάλλου, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν το κύρος και την αξιοπιστία των πρωτογενών δεδομένων επί των οποίων βασίστηκε η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει ότι το κόστος μεταφοράς εντός της Ένωσης ανερχόταν στο ενιαίο ποσό των 49 ευρώ ανά τόνο και ότι το κόστος μετά την εισαγωγή από την Καμπότζη αντιστοιχούσε σε περίπου 2 % της τιμής εισαγωγής. Αναφορικά με το τελευταίο κόστος, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας διασφαλίσεως του 2014 σχετικά με τα σατσούμας, το κόστος που ελήφθη υπόψη δεν είναι επικαιροποιημένο και οι συνθήκες μεταφοράς των σατσούμας είναι διαφορετικές από αυτές του ρυζιού.

106    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός ΣΓΠ δεν απαιτεί καμία ανάλυση της υποτιμολόγησης, καθώς το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού αναφέρεται μόνο σε εισαγωγές «σε ποσότητες ή/και τιμές» οι οποίες προκαλούν σοβαρές δυσχέρειες. Ως εκ τούτου, μια τέτοια ανάλυση υπόκειται σε χαμηλότερες απαιτήσεις απόδειξης και δεν είναι εξίσου λεπτομερής όταν αφορά έρευνα που διενεργείται στο πλαίσιο του κανονισμού ΣΓΠ σε σχέση με την έρευνα αντιντάμπινγκ.

107    Αναφορικά με την προσαρμογή των τιμών της Ένωσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο ρύζι Indica καταγωγής της Ένωσης και σε αυτό καταγωγής Καμπότζης παρατηρείται στην βόρεια Ευρώπη, ανεξαρτήτως του αν εν προκειμένω οι περιστάσεις θεωρηθούν εξαιρετικές ή όχι. Είναι προφανές ότι η νότια Ευρώπη καταναλώνει κυρίως ρύζι Japonica, ενώ η βόρεια Ευρώπη προτιμάει το ρύζι Indica, γεγονός που καταδεικνύεται από τη γεωγραφική κατανομή των εξαγωγών ρυζιού Indica από την Καμπότζη προς την Ένωση. Επιπλέον, αυτή η προσαρμογή ποσού 49 ευρώ ανά τόνο βασίζεται σε αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία και αποτελεί συνήθη πρακτική και στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ.

108    Η Επιτροπή προσθέτει ότι, ακόμη κι αν δεν είχε ληφθεί υπόψη η προσαρμογή του κόστους μεταφοράς εντός της Ένωσης, οι τιμές της Καμπότζης θα συνεπάγονταν, εν πάση περιπτώσει, υποτιμολόγηση όσον αφορά τις τιμές των παραγωγών της Ένωσης, κατά τουλάχιστον 5,4 % για τις χύμα πωλήσεις και 8,5 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με τους άλλους παράγοντες που εξέτασε η Επιτροπή, θα αρκούσε για να αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, κατά την έννοια του άρθρου 22 του κανονισμού ΣΓΠ.

109    Σχετικά με την προσαρμογή των τιμών εισαγωγής, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, καθώς οι προσφεύγοντες δεν δήλωσαν συγκεκριμένο ποσό για το κόστος μετά την εισαγωγή, βασίστηκε στα δεδομένα του 2014 που προέρχονταν από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος μέτρων αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί σε ορισμένα παρασκευασμένα ή διατηρημένα εσπεριδοειδή.

110    Η Ιταλική Δημοκρατία συντάσσεται με τα επιχειρήματα της Επιτροπής και προσθέτει ότι η εκτίμηση των σοβαρών δυσχερειών θα μπορούσε να βασισθεί αποκλειστικά στους όγκους πωλήσεων και στα μερίδια της αγοράς. Επιπλέον, το άρθρο 22 του κανονισμού ΣΓΠ δεν απαιτεί η αιτία των σοβαρών δυσχερειών που εντοπίζει η Επιτροπή να είναι ούτε αποκλειστική ούτε βέβαιη.

111    Η Ente Nazionale Risi συντάσσεται, επί της ουσίας, με τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

112    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τον συνδυασμό του άρθρου 22, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού ΣΓΠ προκύπτει ότι οι τιμές των εισαγόμενων και των ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων αποτελούν έναν από τους ουσιώδεις παράγοντες που δύναται, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη η Επιτροπή, στο πλαίσιο της ανάλυσης για τον προσδιορισμό της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών που προκάλεσαν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν οι επίμαχες εισαγωγές στους παραγωγούς της Ένωσης.

113    Ο κανονισμός ΣΓΠ δεν περιέχει, όμως, ορισμό της έννοιας της τιμής και δεν προβλέπει ρητή υποχρέωση ανάλυσης της υποτιμολόγησης ούτε μεθόδο υπολογισμού όσον αφορά τον προσδιορισμό της επίπτωσης των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

114    Αντιθέτως, τα άρθρα 22 και 23 του κανονισμού ΣΓΠ αναφέρονται στις προϋποθέσεις βάσει των οποίων διαπιστώνεται ότι οι ποσότητες και/ή οι τιμές των εισαγωγών ενός υπό εξέταση προϊόντος προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν σοβαρές δυσχέρειες στους παραγωγούς ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης και, εν τέλει, επιβάλλεται η επαναφορά των κανονικών δασμών του κοινού δασμολογίου, προκειμένου να τεθεί προσωρινώς τέλος στην υποβάθμιση της οικονομικής και/ή χρηματοοικονομικής κατάστασης των παραγωγών της Ένωσης.

115    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι δεν υφίσταται μία αλλά περισσότερες μέθοδοι ανάλυσης βάσει των οποίων είναι δυνατό να εξετασθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες τάσσουν τα άρθρα 22 και 23 του κανονισμού ΣΓΠ. Η επιλογή μεταξύ των διαφόρων μεθόδων υπολογισμού προϋποθέτει την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων και για τον λόγο αυτό η Επιτροπή διαθέτει ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως όταν επιλέγει τη μέθοδο βάσει της οποίας πρέπει να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

116    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει όμως ότι, καίτοι το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως σε περίπλοκα οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να απέχει από τον έλεγχο της εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνείας στοιχείων οικονομικής φύσεως.

117    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά.

118    Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 61, 64, 76 και 77 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίστηκε τόσο στους όγκους όσο και στις τιμές των εισαγωγών λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές αυτές προκαλούσαν σοβαρές δυσχέρειες στους παραγωγούς ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων εντός της Ένωσης, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε εξάλλου η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

119    Συναφώς, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 13 έως 21 ανωτέρω, η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση της υποτιμολόγησης, κατόπιν της οποίας κατέδειξε, στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης, ότι οι τιμές των προερχόμενων από την Καμπότζη εισαγωγών ήταν χαμηλότερες από τις ενωσιακές κατά 22 %.

120    Σε συνέχεια της δημοσιοποίησης του εγγράφου αυτού, το Βασίλειο της Καμπότζης ζήτησε, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί αν, κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης, είχε ληφθεί υπόψη το κόστος μετά την εισαγωγή. Σε απάντηση των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων μερών, στις οποίες καταλέγονται και οι παρατηρήσεις του Βασιλειου της Καμπότζης, η Επιτροπή επανεξέτασε τους υπολογισμούς της όσον αφορά την υποτιμολόγηση και προσάρμοσε, αφενός, τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ώστε να λάβει υπόψη ένα ενιαίο ποσό 49 ευρώ ανά τόνο για το κόστος μεταφοράς του ρυζιού από τη νότια προς τη βόρεια Ευρώπη και, αφετέρου, τις τιμές εισαγωγής, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος μετά την εισαγωγή, που αντιστοιχούσε σε περίπου 2 % της τιμής εισαγωγής. Αφού ανέφερε ότι έλαβε επίσης υπόψη τις διαφορές στο επίπεδο εμπορίου και προέβη σε σύγκριση τιμών μεταξύ των πωλήσεων λευκασμένου ρυζιού χύμα και των πωλήσεων σε μικρές συσκευασίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση των τιμών ανήλθε σε 13 % για τις χύμα πωλήσεις και σε 14 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού.

121    Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, παρά τις εν λόγω προσαρμογές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με την υποβάθμιση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής εξαιτίας των εισαγωγών ρυζιού Indica από την Καμπότζη βασίζονται σε μια υποτιμολόγηση όσον αφορά τις τιμές πριν από τις προσαρμογές, ήτοι σε υποτιμολόγηση της τάξης του 22 %, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 56, 60 και 63 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

122    Είναι γεγονός ότι, στις απαντήσεις της επί των ερωτήσεων που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, η Επιτροπή δήλωσε ότι παρέλειψε να διορθώσει τις αναφορές αυτές όσον αφορά την υποτιμολόγηση του 22 % και ότι τα περιθώρια υποτιμολόγησης που αναγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 56, 60 και 63 του προσβαλλόμενου κανονισμού, θα πρέπει να αναγνωστούν ως ανερχόμενα σε 13 % για τις χύμα πωλήσεις και σε 14 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι καίτοι οι αιτιολογικές σκέψεις 56 και 60 του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι πανομοιότυπες με τις αιτιολογικές σκέψεις 41 και 44 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, η αιτιολογική σκέψη 63 του προσβαλλόμενου κανονισμού προστέθηκε εν συνεχεία και ότι η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη την υποτιμολόγηση του 22 % όταν εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

123    Ως εκ τούτου, καταλήγοντας με τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής υποβαθμίστηκε από οικονομικής απόψεως, στο μέτρο που ο κλάδος ήρθε αντιμέτωπος με σημαντική υποτιμολόγηση της τάξεως του 22 %, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα.

124    Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όπως υποστηρίζει ορθώς η Επιτροπή, αν ένας ενδιαφερόμενος ζητεί προσαρμογές ώστε να καταστούν συγκρίσιμες οι τιμές εισαγωγής και οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, με σκοπό τον προσδιορισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης, ο ως άνω ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο. Συνεπώς, όταν ένας παραγωγός ζητεί προσαρμογή, καταρχήν προς τα κάτω, σ’ αυτόν εναπόκειται να επισημάνει και να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας προσαρμογής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου, C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2016:928, σημείο 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

125    Αντίστοιχα, όταν η Επιτροπή εκτιμά ότι οφείλει να προχωρήσει σε προσαρμογή, εναπόκειται σε αυτήν να στηριχθεί σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε συγκλίνουσες ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή της επί της συγκρισιμότητας των τιμών (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψεις 58 και 61 και εκεί μνημονευμένη νομολογία, και της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, Τ-249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 180 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

126    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισημαίνει στις αιτιολογικές σκέψεις 34 και 35 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι το Βασίλειο της Καμπότζης «διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με τη μεθοδολογία που [αυτή] χρησιμοποίησε […] για να υπολογίσει τα περιθώρια των υποτιμολογήσεων», ότι «[υ]ποστήριξε ότι στον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής της Καμπότζης δεν προστέθηκε το κόστος μετά την εισαγωγή», και ότι «λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν […], [η Επιτροπή] αποφάσισε να επανεξετάσει τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης προκειμένου να συμπεριληφθούν σε αυτούς το συναφές κόστος μετά την εισαγωγή ή τα έξοδα μεταφοράς».

127    Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η Επιτροπή είχε δεχθεί, κατόπιν των παρατηρήσεων επί του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, ότι ήταν αναγκαίο να προβεί σε προσαρμογές της ανάλυσης της υποτιμολόγησης. Κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 42 και 125 ανωτέρω, εναπόκειτο επομένως στην Επιτροπή να στηριχθεί σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε συγκλίνουσες ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή των παραγόντων δυνάμει των οποίων πραγματοποιήθηκαν οι προσαρμογές και να προσδιοριστεί η επίπτωσή τους επί της συγκρισιμότητας των τιμών, το δε Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την αξιοπιστία, τη συνοχή και τη λυσιτέλεια των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη των ισχυρισμών της.

128    Συναφώς, ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης των εισαγωγών πραγματοποιείται για να προσδιοριστεί η ύπαρξη της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ως συνέπεια των εισαγωγών αυτών και χρησιμοποιείται, ευρύτερα, για την αξιολόγηση της ζημίας αυτής και τον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας, δηλαδή του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας αυτής. Η αντικειμενική εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών επιβάλλει να πραγματοποιείται δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος και της τιμής του ομοειδούς προϊόντος του εν λόγω κλάδου παραγωγής κατά τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο έδαφος της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της σύγκρισης αυτής, οι τιμές πρέπει να συγκρίνονται στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Πράγματι, μια σύγκριση μεταξύ τιμών που διαμορφώνονται σε διαφορετικά στάδια εμπορίας, δηλαδή χωρίς τη συνεκτίμηση του συνόλου των δαπανών που αφορούν το συγκεκριμένο στάδιο εμπορίας το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη, οδηγεί οπωσδήποτε σε τεχνητά αποτελέσματα που καθιστούν αδύνατη την ορθή εκτίμηση της ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Μια τέτοια δίκαιη σύγκριση αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα του υπολογισμού της ζημίας του εν λόγω κλάδου παραγωγής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψη 239 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

129    Κατά πρώτον, αναφορικά με την προσαρμογή των τιμών της Ένωσης, ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη το κόστος μεταφοράς από τη νότια προς τη βόρεια Ευρώπη ενιαίου ποσού 49 ευρώ ανά τόνο, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η νομολογία έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει την πρακτική της συγκρίσεως των τιμών «εκ του εργοστασίου», χωρίς τα έξοδα μεταφοράς, των προϊόντων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής με τις τιμές «κόστους, ασφάλισης, ναύλων» (CIF) στα σύνορα της Ένωσης των εισαγωγών (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑107/08, EU:T:2011:704, σκέψη 55, και της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψεις 243 έως 249, καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής, 181/85, EU:C:1986:491, σ. 708 και 709).

130    Κατά το στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επικαλείται εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν μια τέτοια προσαρμογή, σκοπός της οποίας είναι να ληφθεί υπόψη το κόστος που απαιτείται ώστε να μεταφερθεί το προϊόν στον τόπο όπου υπάρχει ανταγωνισμός, δηλαδή στη βόρεια Ευρώπη, και παραπέμπει στην πρακτική την οποία εφάρμοσε με τον εκτελεστικό της κανονισμό (ΕΕ) 2019/1688, της 8ης Οκτωβρίου 2019, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2019, L 258, σ. 21), και τον εκτελεστικό της κανονισμό (ΕΕ) 2019/576, της 10ης Απριλίου 2019, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2019, L 100, σ. 7).

131    Ωστόσο, όπως ορθώς προβάλλουν οι προσφεύγοντες, η Επιτροπή διευκρίνισε στις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 110 του εκτελεστικού κανονισμού 2019/1688 και στις αιτιολογικές σκέψεις 127 και 129 του εκτελεστικού κανονισμού 2019/576 ότι η συνήθης πρακτική της συνίσταται στη σύγκριση της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης των παραγωγών-εξαγωγέων με την τιμή «εκ του εργοστασίου» των παραγωγών της Ένωσης. Από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή αποκλίνει από την τυποποιημένη αυτή προσέγγιση και προσαρμόζει ορισμένες πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης όταν αυτό δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις. Επισημαίνει ότι, στην περίπτωση αυτή, είναι σε θέση να περιορίσει την προσαρμογή στην αναλογία των πωλήσεων τις οποίες αφορούν οι εξαιρετικές περιστάσεις.

132    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ουδόλως ισχυρίζεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι συνέτρεχαν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την υποχρέωση να ληφθεί υπόψη, σχετικά με τις πωλήσεις ρυζιού Indica εντός της Ένωσης, το κόστος μεταφοράς από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη. Επικαλείται τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης μόνο κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, ενώ είχε επικαλεστεί τέτοιες ειδικές περιστάσεις στο ίδιο το κείμενο των εκτελεστικών κανονισμών που μνημονεύει.

133    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ούτε κάποια αξιόπιστη και κρίσιμη ένδειξη προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι «είναι προφανές» ότι το μέρος της Ένωσης όπου υπάρχει ανταγωνισμός για το ρύζι Indica είναι η βόρεια Ευρώπη και ότι, συνεπώς, ήταν αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μετά τη μεταφορά του συνόλου του λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη και να μην προσαρμοστεί το κόστος μεταφοράς ανάλογα με την αναλογία των πωλήσεων ρυζιού προς τις διάφορες γεωγραφικές ζώνες της Ένωσης.

134    Συγκεκριμένα, καταρχάς, ενώ στην αιτιολογική σκέψη 36 του προσβαλλόμενου κανονισμού η Επιτροπή αναφέρει ότι η «νότια» Ευρώπη αποτελείται από την Ιταλία και την Ισπανία, στο υπόμνημα αντικρούσεως περιλαμβάνει στον ορισμό της νότιας Ευρώπης την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, στις οποίες προσέθεσε, εν συνεχεία, και την Πορτογαλία.

135    Εν συνεχεία, σε απάντηση επί των ερωτήσεων που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε δύο δημοσιεύσεις οι οποίες αναφέρουν αυτό το «προφανές» γεγονός και το επεξηγούν με στατιστικά στοιχεία.

136    Ωστόσο, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι πρόκειται για ένα δελτίο πληροφοριών για το ρύζι που προέρχεται από την Επιτροπή, στο οποίο αναφέρεται, χωρίς όμως η αναφορά αυτή να τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία, ότι «το ρύζι Indica (σε μακρούς κόκκους) είναι το “παραδοσιακό” ασιατικό ρύζι που αντιπροσωπεύει [περίπου] 25 % της παραγωγής ρυζιού στην Ένωση και καταναλώνεται κυρίως στη βόρεια Ευρώπη».

137    Αφετέρου, η Επιτροπή προσκομίζει έναν πίνακα, δημοσιευμένο σε άρθρο με ημερομηνία Δεκεμβρίου του 1995, ο οποίος αφορά την ποιότητα του ρυζιού στην Ένωση και περιέχει εκτίμηση, βάσει αριθμητικών στοιχείων, της κατανάλωσης ρυζιού Indica και ρυζιού Japonica κατά τα έτη 1993 και 1994 για καθεμία από τις δώδεκα χώρες που ήταν τότε μέλη της Ένωσης.

138    Όπως ορθώς προβάλλουν οι προσφεύγοντες στις παρατηρήσεις τους επί των απαντήσεων της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καίτοι ο εν λόγω πίνακας παρέχει πληροφορίες για τις συνήθειες κατανάλωσης ρυζιού στην Ένωση πριν από 30 χρόνια, οι συνήθειες αυτές μπορεί να έχουν μεταβληθεί σημαντικά. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει επίσης ότι η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία κατέχουν περίπου το 11,8 % της κατανάλωσης ρυζιού Indica της Ένωσης και η ίδια η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι το 12 % των εισαγωγών από την Καμπότζη πηγαίνει σε αυτές τις χώρες της «νότιας Ευρώπης».

139    Τέλος, καίτοι η Επιτροπή επισημαίνει, στην αιτιολογική σκέψη 36 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι βασίστηκε σε πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία και οι οποίες επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καταγγελία της Ιταλικής Δημοκρατίας δεν περιέχει καμία πληροφορία σχετικά με κόστος μεταφοράς εντός την Ένωσης ανερχόμενο σε τέτοιο ποσό και ότι οι έλεγχοι στους οποίους προέβη η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας.

140    Η Επιτροπή διευκρίνισε, στο στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την προσαρμογή του κόστους μεταφοράς εντός της Ένωσης σε ποσό 49 ευρώ ανά τόνο, ήτοι μια δήλωση της ιταλικής ένωσης μονάδων αποφλοίωσης ρυζιού (AIRI), η οποία ελέγχθηκε επιτόπου σε δύο ιταλικές μονάδες αποφλοίωσης που αποτελούσαν μέρος του δείγματος, υπήρχαν στη δικογραφία, αλλά οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά λόγω αιτήματος εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Προσέθεσε ότι, ακόμη και εάν δεν υπήρχαν οι προσαρμογές του κόστους μεταφοράς, η ανάλυση θα είχε καταδείξει την ύπαρξη υποτιμολόγησης όσον αφορά τις τιμές των παραγωγών της Ένωσης κατά τουλάχιστον 5,4 % για τις χύμα πωλήσεις και 8,5 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού.

141    Είναι γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 171 κατωτέρω, η πρόσβαση των μερών στις πληροφορίες που αφορούν τις αποφάσεις της Επιτροπής περιορίζεται ρητώς από τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Οι αρχές που διέπουν το δικαίωμα πληροφόρησης των μερών πρέπει, επομένως, να συνδυάζονται με τις επιταγές περί εμπιστευτικότητας και ιδίως με την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να σέβονται το επιχειρηματικό απόρρητο (βλ., κατ’ αναλογία, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Donex Shipping and Forwarding, C‑104/19, EU:C:2020:159, σημείο 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142    Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 99, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να μην μπορεί να αντικαταστήσει δικαιολογητικούς λόγους που προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία της έρευνας με διαφορετικούς λόγους που προβάλλονται το πρώτον ενώπιόν του. Τούτο όμως συμβαίνει στην περίπτωση των εκτιμήσεων που διατυπώνει η Επιτροπή στα δικόγραφά της, όπου ισχυρίζεται, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι, εάν δεν υπήρχαν οι προσαρμογές του κόστους μεταφοράς, οι τιμές των εισαγωγών από την Καμπότζη θα είχαν και πάλι προκαλέσει υποτιμολόγηση όσον αφορά τις τιμές των παραγωγών της Ένωσης κατά τουλάχιστον 5,4 % για τις χύμα πωλήσεις και 8,4 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού.

143    Εξάλλου, η άρνηση γνωστοποιήσεως των επίμαχων πληροφοριών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση λόγου που προβλήθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 153).

144    Εν πάση περιπτώσει, έχει ήδη κριθεί ότι οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να εκτιμηθεί αν, με γνώμονα τη δομή της αγοράς, μια επίμαχη προσαρμογή ήταν ενδεδειγμένη δεν αποτελούν εμπιστευτικά δεδομένα, καθώς πρόκειται για αιτιολογημένο ορισμό του επιπέδου εμπορίου των προϊόντων της Ένωσης που αντιστοιχεί σε αυτό των εισαγόμενων προϊόντων και για εφαρμογή της κατάλληλης προσαρμογής προκειμένου να ληφθεί υπόψη όλο το σχετικό κόστος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου, T‑122/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:46, σκέψη 86).

145    Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των πληροφοριών που την οδήγησαν στην προσαρμογή του κόστους μεταφοράς εντός της Ένωσης σε ενιαίο ποσό 49 ευρώ ανά τόνο.

146    Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι στις 8 Φεβρουαρίου 2022 η Επιτροπή, σε συνέχεια των ερωτήσεων που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο και του αιτήματος να προσκομίσει η Επιτροπή ένα έγγραφο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, επανέλαβε ότι η δήλωση της AIRI ήταν εμπιστευτική.

147    Ωστόσο, στις 10 Φεβρουαρίου 2022 η Επιτροπή ανέφερε ότι η AIRI της επιβεβαίωσε ότι, δεδομένου του χρόνου που είχε παρέλθει από τη διοικητική διαδικασία, το αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης για τη δήλωση σχετικά με τις δαπάνες μεταφοράς δεν ίσχυε πλέον. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι θα προσκόμιζε την εν λόγω δήλωση στις 18 Φεβρουαρίου 2022, με τις απαντήσεις της επί των ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου και ότι όλοι οι διάδικοι θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτή.

148    Όπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η Επιτροπή προσκόμισε μόνο μια ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ανάμεσα σε αυτήν και την Ente Nazionale Risi, στην οποία περιλαμβάνεται ένα στιγμιότυπο οθόνης που απεικονίζει έναν πίνακα κόστους μεταφοράς του ρυζιού σε μεγάλες ποσότητες και σε μεγάλα σακιά. Το ποσό των 49 ευρώ αναφέρεται εκεί ως ποσό που αντιστοιχεί στο κόστος μεταφοράς του ρυζιού σε μεγάλα σακιά από την Ιταλία προς το Βέλγιο. Αντιθέτως, δεν γνωστοποιήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο το αρχικό έγγραφο από το οποίο προέρχονται τα στοιχεία αυτά ή οι υπολογισμοί που οδήγησαν σε αυτά.

149    Επομένως, η γεωγραφική κατανομή στην οποία στηρίζεται το «προφανές γεγονός» ότι, εντός της Ένωσης, ο ανταγωνισμός για το λευκασμένο ή ημιλευκασμένο ρύζι Indica ασκείται στη βόρεια Ευρώπη δεν τεκμηριώνεται με αξιόπιστα και κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή της Επιτροπής να εφαρμόσει σε όλη την παραγωγή ρυζιού Indica στην Ένωση το ενιαίο ποσό των 49 ευρώ ανά τόνο για το κόστος μεταφοράς, χωρίς να περιορίσει την προσαρμογή σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό των πωλήσεων λευκασμένου και ημιλευκασμένου ρυζιού Indica της Ένωσης για τις οποίες ήταν πράγματι αναγκαία η μεταφορά από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη.

150    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προσαρμογή των τιμών εισαγωγής, η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 36 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι βασίστηκε σε «στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο προηγούμενης έρευνας σχετικά με άλλο τρόφιμο, δηλαδή τα σατσούμας». Δεν προσκόμισε όμως ούτε αξιόπιστα και συνεκτικά αποδεικτικά στοιχεία ούτε συγκλίνουσες ενδείξεις σχετικά με την εν λόγω έρευνα και τα δεδομένα που οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το κόστος μετά την εισαγωγή ανερχόταν εν προκειμένω σε περίπου 2 % της τιμής εισαγωγής.

151    Πράγματι, ενώ οι προσφεύγοντες στηρίχθηκαν στην υπόθεση ότι επρόκειτο για μια έρευνα του 2003/2004 και προέβαλαν αιτιάσεις για τη χρήση τέτοιων στοιχείων προηγούμενων ετών, η Επιτροπή αντέκρουσε το επιχείρημα αυτό στο στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως και διευκρίνισε ότι επρόκειτο για στοιχεία του 2014 που προέρχονταν από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος μέτρων αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί σε ορισμένα παρασκευασμένα ή διατηρημένα εσπεριδοειδή.

152    Είναι γεγονός ότι έχει ήδη κριθεί, σε υπόθεση που αφορούσε εισαγωγές παρασκευασμένων ή διατηρημένων εσπεριδοειδών καταγωγής Κίνας, ότι μια προσαρμογή της τιμής εισαγωγής της τάξης του 2 % ήταν μικρή και ως εκ τούτου ήταν εύλογο να υποτεθεί ότι κάλυπτε μόνο τα έξοδα που ανέκυπταν μέχρι να φτάσουν τα εμπορεύματα στις αποθήκες του εισαγωγέα (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου, T‑122/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:46, σκέψη 85).

153    Ωστόσο, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να καταλάβουν ότι η επίμαχη προσαρμογή είχε βασιστεί σε έρευνα του 2014 και κάλυπτε μόνο τα έξοδα που ανακύπτουν μέχρι να φτάσουν τα εμπορεύματα στις αποθήκες του εισαγωγέα, κανένα στοιχείο από όσα τους γνωστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ή από όσα παρατίθενται στον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν απαντά στο ερώτημα γιατί αυτό το σημείο της αλυσίδας διανομής των εισαγόμενων προϊόντων είναι το αντίστοιχο του επιπέδου «βόρειας Ευρώπης» του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και γιατί το κόστος μεταφοράς των σατσούμας είναι αντίστοιχο με το κόστος μεταφοράς του ρυζιού, ενός ξηρού προϊόντος λιγότερο ευαλλοίωτου και, ως εκ τούτου, γιατί η εν λόγω προσαρμογή ήταν εν προκειμένω ενδεδειγμένη.

154    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα στοιχεία τα οποία επικαλείται η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την εν λόγω προσαρμογή δεν είναι επαρκώς πειστικά ή είναι ανύπαρκτα και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποδείξεις ούτε ως συγκλίνουσες ενδείξεις, από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή των τιμών εισαγωγής και να προσδιοριστεί η επίπτωσή της επί της συγκρισιμότητας των τιμών.

155    Κατά τρίτον, όσον αφορά την προσαρμογή της ανάλυσης της υποτιμολόγησης, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ως προς το επίπεδο εμπορίου και να συγκριθούν οι τιμές των πωλήσεων λευκασμένου ρυζιού χύμα με αυτές των πωλήσεων συσκευασμένου ρυζιού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της προσαρμογής αυτής ούτε κάποια ένδειξη, από τα οποία να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή των παραγόντων δυνάμει των οποίων πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή της επί της συγκρισιμότητας των τιμών.

156    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε αποδεικτικά στοιχεία ή αξιόπιστες και κρίσιμες ενδείξεις, ικανές να τεκμηριώσουν την απόφασή της να προβεί σε προσαρμογές στο πλαίσιο της ανάλυσης της υποτιμολόγησης.

157    Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνουν επίσης δεκτές οι αιτιάσεις των προσφευγόντων που στηρίζονται στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, στο μέτρο που η Επιτροπή προέβη σε προσαρμογές των τιμών της Ένωσης και των τιμών εισαγωγής.

 Επί των αιτιάσεων που στηρίζονται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγόντων και παραβίαση της υποχρέωσης γνωστοποιήσεως των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και εκτιμήσεων ή των σχετικών με αυτά λεπτομερειών

158    Οι προσφεύγοντες επικαλούνται, επί της ουσίας, προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας καθώς και παραβίαση του άρθρου 17, παράγραφοι 1 έως 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 38, παράγραφος 3, του κανονισμού ΣΓΠ, καθόσον η Επιτροπή παρέλειψε να δημοσιοποιήσει, πριν την έκδοση της απόφασής της περί επαναφοράς των δασμών του κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές ρυζιού Indica από την Καμπότζη, ορισμένα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις, ή τις σχετικές με αυτά λεπτομέρειες, βάσει των οποίων έλαβε την τελική της απόφαση.

159    Καταρχάς, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν τους γνωστοποίησε την ανάλυση της υποτιμολόγησης ούτε τις προσαρμογές που πραγματοποίησε κατόπιν των παρατηρήσεων που ακολούθησαν τη γνωστοποίηση του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, ούτε όμως και τα σχετικά πρωτογενή δεδομένα, που αφορούν το κόστος μετά την εισαγωγή, το κόστος μεταφοράς του ρυζιού από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη καθώς και τη διάκριση μεταξύ της τιμής πώλησης χύμα και της τιμής πώλησης συσκευασμένου ρυζιού.

160    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε ο υπολογισμός των δεικτών κατανάλωσης και ζημίας, όπως τα μερίδια αγοράς και τους όγκους πωλήσεων, την εξέλιξη της παραγωγής της Ένωσης, των εισαγωγών και των τιμών τους, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη και από την Eurostat και των αριθμητικών στοιχείων που καθορίστηκαν με βάση τα στοιχεία αυτά, ούτε την ανάλυση με βάση την οποία εφάρμοσε τον συντελεστή μετατροπής του ημιλευκασμένου ρυζιού σε ισοδύναμο λευκασμένου ρυζιού.

161    Είναι όμως προφανές ότι τα στοιχεία αυτά συνιστούν ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις, τα δε δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν συναφώς συνιστούν σχετικές με αυτά λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να έχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφοι 1 έως 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, την υποχρέωση να τα γνωστοποιήσει, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που ήταν δημοσίως διαθέσιμα.

162    Επιπλέον, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι, παρότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν σε συνέχεια της γνωστοποίησης του εγγράφου γενικής ενημέρωσης οδήγησαν σε σημαντική μείωση του περιθωρίου υποτιμολόγησης από 22 σε 13 % για τις χύμα πωλήσεις και σε 14 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού, δεν αποκλείεται η γνωστοποίηση της ανάλυσης της υποτιμολόγησης και των προσαρμογών που έγιναν σε αυτήν, των συναφών πρωτογενών δεδομένων καθώς και των άλλων σημαντικών στοιχείων να τους είχε επιτρέψει να διατυπώσουν πρόσθετες παρατηρήσεις. Παραλείποντας να γνωστοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες, γεγονός που παραδέχθηκε η Επιτροπή, η τελευταία στέρησε από τους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του θέματος, όπερ θα μπορούσε να την οδηγήσει σε τροποποίηση ορισμένων από τις διαπιστώσεις της και να επιφέρει περαιτέρω μείωση του περιθωρίου υποτιμολόγησης, ή ακόμη και να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των προβαλλόμενων σοβαρών δυσχερειών και των εισαγωγών λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης.

163    Τέλος, κατά τους προσφεύγοντες, κανένα από τα μη γνωστοποιηθέντα στοιχεία δεν ήταν εμπιστευτικό. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένα από αυτά ήταν εμπιστευτικά, θα έπρεπε, κατά το άρθρο 38, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού ΣΓΠ, να έχουν αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως για εμπιστευτική μεταχείριση και, εν πάση περιπτώσει, να έχουν γνωστοποιηθεί σε γενικές γραμμές ή σε περιληπτική μορφή.

164    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι η ανάλυση της υποτιμολόγησης και τα επιμέρους στοιχεία που τη στηρίζουν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από τους προσφεύγοντες βάσει των πληροφοριών οι οποίες περιλαμβάνονταν στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης και αναφέρονταν στην τιμή των εισαγωγών που προέρχονταν από την Καμπότζη και στις τιμές μονάδος των ενωσιακών μονάδων αποφλοίωσης οι οποίες είχαν επιλεγεί δειγματοληπτικά. Αν και παραδέχεται ότι δεν γνωστοποίησε τις προσαρμογές της εν λόγω ανάλυσης και τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται αυτές, η Επιτροπή προσέθεσε ότι οι προσαρμογές πραγματοποιήθηκαν κατόπιν των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων μερών επί του εγγράφου γενικής ενημέρωσης και επέφεραν μείωση της υποτιμολόγησης, οπότε ήταν ευνοϊκές για τους προσφεύγοντες. Διευκρινίζει επιπλέον ότι η υποτιμολόγηση είναι μόνο ένα στοιχείο μεταξύ άλλων τα οποία έλαβε υπόψη προκειμένου να αξιολογήσει τις σοβαρές δυσχέρειες που προκλήθηκαν στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

165    Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση στα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η προσαρμογή του κόστους μεταφοράς από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη λόγω αιτήματος εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

166    Εν συνεχεία, αναφορικά με τους δείκτες κατανάλωσης και ζημίας, η Επιτροπή, παρότι αναγνωρίζει ότι πρόκειται για ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, ισχυρίζεται ότι είχαν περιληφθεί στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης. Σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων βασίστηκε ο υπολογισμός των δεικτών, αυτά ουδόλως αποτελούν ουσιώδη πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις που πρέπει να γνωστοποιηθούν στους προσφεύγοντες. Εξάλλου, αυτοί μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τους δικούς τους υπολογισμούς, βάσει των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης ή είναι δημοσίως διαθέσιμες.

167    Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της απόφασης (ΕΕ) 2019/339 του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2019, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες εμπορικών προσφυγών (ΕΕ 2019, L 60, σ. 20), που προβλέπουν τη δυνατότητα ενός συμβούλου ακροάσεων να παρέμβει, κατόπιν αιτήματος των μερών, προκειμένου να εξετάσει, ιδίως, την άρνηση πρόσβασης στον φάκελο καθώς και τις διαφωνίες σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων.

168    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να είχαν ζητήσει, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, πρόσβαση στα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν οι δείκτες κατανάλωσης και ζημίας καθώς και ο υπολογισμός του συντελεστή μετατροπής του ρυζιού. Ως εκ τούτου, δεν δικαιούνται πλέον να διαμαρτύρονται για τη μη γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

169    Τέλος, η Επιτροπή επιμένει ότι οι ενδεχόμενες παρατυπίες που οφείλονται στη μη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών στους προσφεύγοντες δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθόσον οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν οι πληροφορίες αυτές τους είχαν γνωστοποιηθεί.

170    Η Ιταλική Δημοκρατία και η Ente Nazionale Risi παραπέμπουν, επί της ουσίας, στα επιχειρήματα της Επιτροπής.

171    Το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γνωστοποίηση», ορίζει τα εξής:

«1. Η Επιτροπή γνωστοποιεί τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις της Επιτροπής.

2. Η γνωστοποίηση γίνεται γραπτώς. Περιέχει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής και αντικατοπτρίζει την πρόθεσή της για την επαναφορά ή όχι των κανονικών δασμών του κοινού δασμολογίου.

3. Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, το συντομότερο δυνατόν και, υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο 45 ημέρες πριν από την οριστική απόφαση της Επιτροπής σχετικά με οποιαδήποτε απόφαση για τη λήψη οριστικών μέτρων και, σε κάθε περίπτωση, σε κατάλληλο χρόνο ώστε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις και οι παρατηρήσεις αυτές να εξεταστούν από την Επιτροπή. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, αυτά γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο.

4. Η γνωστοποίηση δεν θίγει καμία μεταγενέστερη απόφαση που ενδέχεται να λάβει η Επιτροπή, αλλά εάν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις, αυτά γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5. Τυχόν αιτήσεις που υποβάλλονται μετά τη γνωστοποίηση λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή, κατά περίπτωση, η οποία προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 14 ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος.»

172    Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή ουδόλως εξαρτά την υποχρέωση γνωστοποίησης της Επιτροπής από οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους των ενδιαφερομένων μερών, το οποίο να αφορά εκείνες τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις, βάσει των οποίων μελετάται η λήψη ενός μέτρου διασφαλίσεως και για τις οποίες οι προσφεύγοντες επιθυμούν να λάβουν γνώση.

173    Η ερμηνεία της εν λόγω διάταξης από την Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να έχουν ζητήσει πρόσβαση στα επίμαχα στοιχεία, αντλείται από το σύστημα της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, στο πλαίσιο του οποίου ο κανονισμός αντιντάμπινγκ αναγνωρίζει σε ορισμένους ενδιαφερομένους διαδικαστικά δικαιώματα και διαδικαστικές εγγυήσεις, των οποίων η άσκηση εξαρτάται, εντούτοις, από την ενεργό συμμετοχή των εν λόγω ενδιαφερομένων στην ίδια τη διαδικασία, η οποία πρέπει να συνίσταται τουλάχιστον στην υποβολή γραπτού αιτήματος εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Donex Shipping and Forwarding, C‑104/19, EU:C:2020:539, σκέψη 70).

174    Ενώ η δυνατότητα λήψης των τελικών πληροφοριακών στοιχείων και, εν συνεχεία, διατύπωσης παρατηρήσεων επ’ αυτών εξαρτάται, στο πλαίσιο του κανονισμού αντιντάμπινγκ, από την υποβολή γραπτού αιτήματος στην Επιτροπή, το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, αντιθέτως, δεν απαιτεί τέτοιο αίτημα.

175    Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το άρθρο 16 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και το άρθρο 12, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2019/339 αναφέρονται στην παρέμβαση ενός συμβούλου ακροάσεων κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και αφορούν την ειδική περίπτωση όπου τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν υποβάλει αίτημα πρόσβασης στον φάκελο ή σε συγκεκριμένο έγγραφο, η Επιτροπή έχει αρνηθεί την πρόσβαση αυτή και πρέπει να επιλυθεί, μεταξύ άλλων, η διαφωνία σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων εγγράφων.

176    Αυτό όμως το δικαίωμα των ενδιαφερομένων μερών να ζητήσουν γραπτώς να έχουν πρόσβαση στον φάκελο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας καθώς και το ζήτημα της ενδεχόμενης παρέμβασης του συμβούλου ακροάσεων σε περίπτωση άρνησης της πρόσβασης ή σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων εγγράφων, είναι διαφορετικά από την υποχρέωση της Επιτροπής, κατ’ άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, να γνωστοποιεί τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έλαβε την τελική της απόφαση.

177    Ως εκ τούτου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι προσφεύγοντες δεν είχαν καμία προηγούμενη υποχρέωση να ζητήσουν, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, προκειμένου να μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου παραβίαση της διάταξης αυτής καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας.

178    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τα δικαιώματα άμυνας περιλαμβάνουν το δικαίωμα ακρόασης και το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, συγκαταλέγονται δε στα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης και κατοχυρώνονται με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics, C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

179    Δεδομένου ότι οι διαδικασίες έρευνας που προηγούνται της έκδοσης κανονισμών που επιβάλλουν μέτρα διασφαλίσεως μπορούν να επηρεάσουν τα εμπλεκόμενα μέρη άμεσα και ατομικά και να έχουν δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτά, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί ορισμένες διαδικαστικές αρχές και εγγυήσεις (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑300/16, EU:T:2019:235, σκέψεις 74 και 76).

180    Κατά πάγια νομολογία, κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός τους πληροφορήσεως, τα όργανα της Ένωσης πρέπει να ενεργούν με κάθε επιβαλλόμενη επιμέλεια, επιζητώντας να δίνουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, στον βαθμό που η τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου διασφαλίζεται, πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και επιλέγοντας, ενδεχομένως οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους για την ανακοίνωση αυτή τρόπους. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει, κατά τη διοικητική διαδικασία, να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να γνωστοποιούν κατά τρόπο αποτελεσματικό την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη σημασία των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις της και αξιολογεί την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών οι οποίες προκαλούνται, ή υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν, στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης και οι οποίες ανακύπτουν εξαιτίας των εισαγωγών ενός προϊόντος καταγωγής δικαιούχου χώρας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

181    Ειδικότερα, το δικαίωμα ακροάσεως εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους (αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΚΤ, C‑558/17 P, EU:C:2019:289, σκέψη 53, και της 25ης Ιουνίου 2020, HF κατά Κοινοβουλίου, C‑570/18 P, EU:C:2020:490, σκέψη 58).

182    Για να είναι απρόσκοπτη η διατύπωση της άποψης του ενδιαφερόμενου, πρέπει συνεπώς να έχει δοθεί η δυνατότητα έγκαιρης διατύπωσης της εν λόγω άποψης, ώστε η Επιτροπή να μπορεί να λάβει γνώση και να εκτιμήσει, με όλη την απαιτούμενη προσοχή, τη λυσιτέλειά της για το περιεχόμενο της πράξης που πρόκειται να εκδοθεί.

183    Στο πλαίσιο των μέτρων διασφαλίσεως που λαμβάνονται βάσει του κανονισμού ΣΓΠ, το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού καθορίζει ορισμένες λεπτομέρειες όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος των ενδιαφερόμενων μερών να διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους και υλοποιεί με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα ακροάσεώς τους. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις της.

184    Μια τέτοια υποχρέωση επιβάλλεται, a fortiori, όταν πρόκειται για τα ίδια τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις, κατά μείζονα λόγο διότι οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού κάνουν ρητή αναφορά στη γνωστοποίηση των «πραγματικών περιστατικών και εκτιμήσεων».

185    Το άρθρο αυτό ορίζει επίσης, στην παράγραφο 3, ότι η γνωστοποίηση πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο 45 ημέρες πριν από την οριστική απόφαση της Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να λαμβάνει χώρα σε κατάλληλο χρόνο ώστε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις και οι παρατηρήσεις αυτές να εξεταστούν από την Επιτροπή. Επιπλέον, η παράγραφος 4 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι όταν η Επιτροπή προτίθεται να λάβει μεταγενέστερη απόφαση στηριζόμενη σε πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις που διαφέρουν από τα προηγουμένως κοινοποιηθέντα, οφείλει να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά το συντομότερο δυνατόν.

186    Το γράμμα του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν περιέχει καμία ένδειξη υπέρ της απόψεως ότι η συγκεκριμένη γνωστοποίηση έχει αμιγώς ενδεικτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, στις αποδόσεις της διάταξης αυτής σε ορισμένες γλώσσες, όπως η αγγλική και η γαλλική, όπου χρησιμοποιούνται αντίστοιχα τα ρήματα «shall» και «doivent» ή η οριστική του ενεστώτα χρόνου, γίνεται ρητή αναφορά στην υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιεί, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις ή τα διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις βάσει των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις της.

187    Οι αιτιάσεις των προσφευγόντων αναφορικά με τις πληροφορίες που δεν γνωστοποίησε η Επιτροπή θα πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα αυτών των αρχών. Για τον σκοπό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναλύσει τις αιτιάσεις που αφορούν τη μη γνωστοποίηση, πρώτον, των στοιχείων στα οποία βασίστηκαν οι δείκτες κατανάλωσης και ζημίας και, δεύτερον, της ανάλυσης της υποτιμολόγησης και των προσαρμογών που έγιναν σε αυτήν, κατόπιν των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων μερών επί του εγγράφου γενικής ενημέρωσης.

 Επί των στοιχείων στα οποία βασίστηκαν οι δείκτες κατανάλωσης και ζημίας

188    Εν προκειμένω, όπως συνάγεται από τις σκέψεις 11 έως 16 ανωτέρω, στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης, η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει στα ενδιαφερόμενα μέρη τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις τα οποία θεωρούσε ουσιώδη και βάσει των οποίων σχεδίαζε να επαναφέρει προσωρινώς σε ισχύ τους δασμούς του κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης, συμπεριλαμβανομένων των αριθμητικών στοιχείων των σχετικών με τους δείκτες κατανάλωσης και ζημίας και την ανάλυση των τάσεων που θα αποκάλυπταν οι εν λόγω δείκτες.

189    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 172 έως 186 ανωτέρω, το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν εξαρτά την υποχρέωση γνωστοποίησης της Επιτροπής από οποιαδήποτε ενεργή συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών στη διοικητική διαδικασία. Επιπλέον, τα δικαιώματα άμυνας, των οποίων τον σεβασμό οφείλει να εξασφαλίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας που στοχεύει στη λήψη μέτρων διασφαλίσεως, βάσει του κανονισμού ΣΓΠ, τίθενται σε εφαρμογή από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό μέσω ενός πλήρους συστήματος διαδικαστικών εγγυήσεων που αποσκοπεί, ιδίως, να δώσει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να προστατεύσουν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους.

190    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν περιορίζει την υποχρέωση γνωστοποίησης της Επιτροπής μόνο στα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις, βάσει των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις της, αλλά αναφέρεται ρητά και στις σχετικές λεπτομέρειες.

191    Η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι οι δείκτες κατανάλωσης και ζημίας αποτελούν ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν αυτοί οι δείκτες είναι, επομένως, λεπτομέρειες σχετικά με ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις, οι οποίες έπρεπε να γνωστοποιηθούν στους προσφεύγοντες, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

192    Όσον αφορά, καταρχάς, τους συντελεστές μετατροπής του ημιλευκασμένου ρυζιού σε ισοδύναμο λευκασμένου ρυζιού, από την υποσημείωση αριθ. 5 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης συνάγεται ότι η Επιτροπή ανέφερε ότι ο συντελεστής μετατροπής είχε καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 1312/2008 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, για τον καθορισμό των συντελεστών μετατροπής, των εξόδων βιομηχανικής επεξεργασίας και της αξίας των υποπροϊόντων που αντιστοιχούν στα διάφορα στάδια μεταποίησης του ρυζιού (ΕΕ 2008, L 344, σ. 56), και ότι αυτός εφαρμόζεται τόσο στις εισαγωγές όσο και στις ποσότητες που παράγονται εντός της Ένωσης. Ο συντελεστής μετατροπής του ημιλευκασμένου ρυζιού σε λευκασμένο ρύζι καθορίζεται από το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού και ως εκ τούτου οι προσφεύγοντες είχαν πρόσβαση στην πληροφορία αυτή. Επομένως, δεν διαπιστώνεται συναφώς καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

193    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τα δεδομένα που οδήγησαν την Επιτροπή στον καθορισμό των αριθμητικών στοιχείων σχετικά με την κατανάλωση εντός της Ένωσης, τα μερίδια αγοράς που κατείχαν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής και το Βασίλειο της Καμπότζης, την εξέλιξη των εισαγωγών ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης και των τιμών τους καθώς επίσης και σχετικά με την παραγωγή, τα αποθέματα και τις εκτάσεις που διέθετε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής στην καλλιέργεια ρυζιού Indica, τα οποία αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 19, 21, 24, 26, 33, 35, 36 και 38 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης όπως επίσης και στις αιτιολογικές σκέψεις 25, 27, 30, 32, 47, 49, 52 και 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το μόνο που αναφέρεται είναι ότι τα αριθμητικά αυτά στοιχεία συγκεντρώθηκαν από την Επιτροπή βάσει των στοιχείων που υπέβαλαν τα κράτη μέλη ή των στοιχείων της Eurostat.

194    Προκύπτει, ωστόσο, ότι τα εν λόγω στοιχεία της Eurostat ή τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη δεν περιλαμβάνονταν στον φάκελο που τέθηκε στη διάθεση των προσφευγόντων και ότι ο υπερσύνδεσμος της υποσημείωσης αριθ. 4 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης παραπέμπει στη γενική παρουσίαση της κοινής αγροτικής πολιτικής της Ένωσης για «δημητριακά, ελαιούχο[υς] σπόρο[υς], πρωτεϊνούχα φυτά και ρύζι» στην ιστοσελίδα της Επιτροπής.

195    Η Επιτροπή δεν μπορεί, συναφώς, να στηριχθεί στη σκέψη 372 της απόφασης της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής (T‑329/01, EU:T:2006:268). Πράγματι, από την απόφαση αυτή συνάγεται ότι το επίμαχο στην υπόθεση αυτή έργο, στο οποίο οποιοσδήποτε μπορούσε να είχε πρόσβαση, ήταν μια εξειδικευμένη δημοσίευση στην οποία έκανε ρητή αναφορά μία υποσημείωση της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Αντιθέτως, εν προκειμένω, ο υπερσύνδεσμος της υποσημείωσης αριθ. 4 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης δεν παραπέμπει ευθέως στα στοιχεία που δόθηκαν από την Eurostat, ενώ ούτε τα στοιχεία αυτά ούτε τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη είχαν γνωστοποιηθεί στους προσφεύγοντες με άλλο τρόπο.

196    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat ήταν δημοσίως διαθέσιμα και ότι οι προσφεύγοντες είχαν πρόσβαση, μέσω του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, στα τελικά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους δείκτες κατανάλωσης και ζημίας, η Επιτροπή δεν εξήγησε τη μεθοδολογία που ενδεχομένως ακολούθησε προκειμένου να συνδυάσει τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη με τις στατιστικές της Eurostat, ούτως ώστε να καθορίσει τα τελικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης και στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

197    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, παραλείποντας να γνωστοποιήσει εγκαίρως στα ενδιαφερόμενα μέρη τις πληροφορίες της Eurostat και τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς της έρευνας και του υπολογισμού των δεικτών κατανάλωσης και ζημίας.

198    Τέλος, όσον αφορά, ειδικότερα, τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για να προσδιοριστεί η ενωσιακή παραγωγή, η Επιτροπή παραδέχεται ότι γνωστοποίησε μόνο έναν μερικό υπολογισμό, καθώς τα στοιχεία δεν αντικατόπτριζαν ούτε το αρχικό απόθεμα ούτε τη χρήση του ρυζιού για σπορά. Προσθέτει όμως ότι ο υπολογισμός αυτός συνάδει με τον υπολογισμό του ισολογισμού και ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν να τον κατανοήσουν βάσει του ισολογισμού για το ρύζι, στον οποίο είχαν πρόσβαση.

199    Είναι γεγονός ότι από τους συνημμένους στα δικόγραφα των προσφευγόντων ισολογισμούς για το ρύζι προκύπτει ότι τα αριθμητικά στοιχεία για τα τελικά αποθέματα που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 36 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης και επαναλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ, αφενός, του αθροίσματος των αρχικών αποθεμάτων, της προς χρήση παραγωγής και των εισαγωγών και, αφετέρου, της συνολικής εσωτερικής κατανάλωσης και των εξαγωγών. Εντούτοις, καίτοι η λογιστική αυτή μέθοδος επιτρέπει τον υπολογισμό των τελικών αποθεμάτων, η Επιτροπή την ανέλυσε το πρώτον στα δικόγραφα που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, αυτή ουδόλως συνάγεται από το έγγραφο γενικής ενημέρωσης και η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι τη γνωστοποίησε στους προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

200    Επιπροσθέτως, παρότι οι προσφεύγοντες είχαν πρόσβαση σε δύο ισολογισμούς για το ρύζι που καλύπτουν την περίοδο έρευνας, από τις απαντήσεις της Επιτροπής στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε έναν άλλο ισολογισμό, του 2018, τα αριθμητικά στοιχεία του οποίου προέκυψαν από συλλογή στοιχείων από την Επιτροπή και παρουσίαζαν ορισμένες διαφορές σε σχέση με τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στους ισολογισμούς για το ρύζι που είχαν στην κατοχή τους οι προσφεύγοντες. Ούτε ο ισολογισμός αυτός ούτε τα επιμέρους στοιχεία αυτού ή η μεθοδολογία την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τη συλλογή των εν λόγω στοιχείων γνωστοποιήθηκαν στους προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

201    Επιπλέον, ενώ η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 18 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης αναφέρεται σαφώς ότι τα στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις των παραγωγών της Ένωσης υπολογίσθηκαν με βάση τους ισολογισμούς για το ρύζι, μετά από την πρόσθεση των αρχικών αποθεμάτων και της προς χρήση παραγωγής και την αφαίρεση των σπορών, των εξαγωγών και των τελικών αποθεμάτων και ότι αυτή είναι μια «κοινώς αποδεκτή λογιστική μέθοδος», το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή η αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι «[η] κατανάλωση ρυζιού Indica στην Ένωση καθορίστηκε βάσει των δεδομένων που συνέλεξε η Επιτροπή από τα κράτη μέλη καθώς και των στατιστικών για τις εισαγωγές που διατίθενται μέσω της Eurostat». Δεν γίνεται καμία αναφορά ούτε στους όγκους πωλήσεων ούτε στη λογιστική μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή.

202    Επίσης, από το έγγραφο γενικής ενημέρωσης δεν μπορεί να προσδιορισθεί η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει στα τελικά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση στην Ένωση που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 19 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης και επαναλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

203    Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν είχαν στη διάθεσή τους τις λεπτομέρειες σχετικά με τους δείκτες κατανάλωσης και ζημίας ούτε τις πληροφορίες που χρειάζονται για την αναπαραγωγή των σχετικών υπολογισμών της Επιτροπής, και συνεπώς η τελευταία παρέβη την υποχρέωση γνωστοποίησης πληροφοριών που υπέχει από το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

204    Δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί ότι, εάν δεν υπήρχαν οι εν λόγω παρατυπίες, οι προσφεύγοντες θα είχαν μπορέσει να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους.

205    Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι δεν μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι η απόφαση της Επιτροπής θα ήταν διαφορετική αν δεν υπήρχε η επίμαχη διαδικαστική παρατυπία, αλλά μόνον ότι τούτο δεν αποκλείεται απολύτως σε μια τέτοια περίπτωση, διότι ο διάδικος αυτός θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του αν δεν υφίστατο αυτή η παρατυπία, εντούτοις η ύπαρξη παρατυπίας αφορώσας τα δικαιώματα άμυνας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης πράξης παρά μόνον αν λόγω της παρατυπίας αυτής ενδέχεται η διοικητική διαδικασία να κατέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψεις 78 και 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

206    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ως άνω απαίτηση ικανοποιείται στην περίπτωση που ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του, διότι δεν του παρασχέθηκε πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία έπρεπε να του γνωστοποιηθούν συμφώνως προς τις επιταγές που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και, ως εκ τούτου, στερήθηκε μια, έστω και περιορισμένη, ευκαιρία να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service, C‑265/17 P, EU:C:2019:23, σκέψη 56).

207    Σε μια τέτοια περίπτωση, η παράλειψη γνωστοποίησης εγγράφων του φακέλου επί των οποίων στηρίχθηκε η Διοίκηση ή ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης έχει αναπόφευκτα επίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, στη νομιμότητα των πράξεων που εκδόθηκαν κατά το πέρας διαδικασίας ικανής να επηρεάσει δυσμενώς τον προσφεύγοντα (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΤΕπ/BEI, C‑558/17 P, EU:C:2019:289, σκέψη 78, και της 25ης Ιουνίου 2020, HF κατά Κοινοβουλίου, C‑570/18 P, EU:C:2020:490, σκέψη 73).

208    Υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση στα δεδομένα για την κατανάλωση και τους δείκτες σοβαρών δυσχερειών ήταν συνεπώς ικανό να περιορίσει τη δυνατότητά τους να υποβάλουν λυσιτελείς παρατηρήσεις. Το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν, εν προκειμένω, στη διάθεσή τους ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού έχει σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η έκβαση της διαδικασίας θα μπορούσε να ήταν διαφορετική σε περίπτωση που η Επιτροπή είχε δημοσιοποιήσει τους υπολογισμούς αυτούς.

209    Το να έχουν οι ενδιαφερόμενοι στη διάθεσή τους όλες τις σχετικές με τους δείκτες κατανάλωσης και ζημίας πληροφορίες καθώς και τους διενεργηθέντες από την Επιτροπή αναλυτικούς υπολογισμούς, και όχι μόνο τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τους υπολογισμούς αυτούς, μπορεί, κατά κανόνα, να τους δώσει τη δυνατότητα να υποβάλουν πιο αποτελεσματικές για την υπεράσπισή τους παρατηρήσεις. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν στην περίπτωση αυτή να ελέγξουν επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε τα στοιχεία η Επιτροπή και να τα συγκρίνουν με τους δικούς τους υπολογισμούς, ώστε να εντοπίσουν τυχόν σφάλματα της Επιτροπής τα οποία δεν θα μπορούσαν άλλως να εντοπιστούν (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 208, και της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 156).

210    Από τις σκέψεις 196 και 199 έως 202 ανωτέρω συνάγεται ότι η πρόσβαση στα στοιχεία και τις μεθόδους υπολογισμού βάσει των οποίων ορίστηκαν οι δείκτες κατανάλωσης και ζημίας θα συνιστούσε για τους προσφεύγοντες πρόσβαση σε σημαντικές πληροφορίες δυνάμενες, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να τους δώσουν τη δυνατότητα να υποβάλουν πιο αποτελεσματικές για την υπεράσπισή τους παρατηρήσεις από αυτές που υπέβαλαν, ιδίως, κατόπιν της γνωστοποιήσεως του εγγράφου γενικής ενημέρωσης.

211    Είναι επομένως πιθανό, η διοικητική διαδικασία να κατέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα εξαιτίας αυτής της παρατυπίας, προσβάλλοντας έτσι με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγόντων.

 Επί της ανάλυσης της υποτιμολόγησης και επί των προσαρμογών

212    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 42 του προσβαλλόμενου κανονισμού συνάγεται ότι η ανάλυση της υποτιμολόγησης και οι προσαρμογές που πραγματοποίησε η Επιτροπή αποτελούν ουσιώδη στοιχεία των υπολογισμών της υποτιμολόγησης. Εξάλλου, η Επιτροπή ανέφερε στα δικόγραφά της ότι η υποτιμολόγηση αποτελούσε ένα από τα στοιχεία που την οδήγησαν στο συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επιβεβαίωσε επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι βασίστηκε στην ανάλυση της υποτιμολόγησης για να καταλήξει στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των σοβαρών δυσχερειών που αντιμετώπιζε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής και των εισαγωγών λευκασμένου ή ημιλευκασμένου ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης.

213    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την ανάλυση της υποτιμολόγησης, παρατηρείται ότι η Επιτροπή ανέφερε στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης την τιμή των εισαγωγών που προέρχονταν από την Καμπότζη και τις τιμές μονάδος των ενωσιακών μονάδων αποφλοίωσης, οι οποίες είχαν επιλεγεί δειγματοληπτικά.

214    Από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι οι προσφεύγοντες κατανόησαν ορθώς το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών και ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν τους δικούς τους υπολογισμούς σχετικά με το περιθώριο υποτιμολόγησης του 22 %. Επομένως, το γεγονός ότι ο υπολογισμός του περιθωρίου υποτιμολόγησης, όπως αυτό περιλαμβάνεται στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης, δεν γνωστοποιήθηκε στους προσφεύγοντες δεν τους στέρησε κάθε δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελείς παρατηρήσεις.

215    Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 194 έως 196 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε τα στοιχεία της Eurostat, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που της έδωσαν τη δυνατότητα να καθορίσει τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των τιμών των εισαγωγών από την Καμπότζη, κατά παράβαση της υποχρέωσης που υπέχει να γνωστοποιεί τις πληροφορίες κατ’ άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

216    Όσον αφορά τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των τιμών στην Ένωση, από την αιτιολογική σκέψη 39 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 54 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά καθορίστηκαν βάσει των απαντήσεων που έδωσαν στα ερωτηματολόγια οι ενωσιακές μονάδες αποφλοίωσης που είχαν επιλεγεί δειγματοληπτικά. Καίτοι από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι οι προσφεύγοντες είχαν πρόσβαση στις απαντήσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα αποσπάσματα των απαντήσεων που αφορούσαν τις τιμές είχαν αναφερθεί ως εμπιστευτικά. Όπως ορθώς επισημαίνουν οι προσφεύγοντες, τα συγκεντρωτικά στοιχεία των μονάδων αποφλοίωσης της Ένωσης δεν είναι εμπιστευτικά και αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 39 του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, η οποία επαναλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 54 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Αντιθέτως, οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίζονται ότι θα έπρεπε να τους έχουν γνωστοποιηθεί τα επιμέρους στοιχεία που αφορούσαν καθεμία από τις μονάδες αποφλοίωσης της Ένωσης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να επικαλεστούν συναφώς προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας.

217    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τις προσαρμογές που έγιναν στην ανάλυση της υποτιμολόγησης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι γίνεται το πρώτον αναφορά σε αυτές στον προσβαλλόμενο κανονισμό. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 37 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη στις προσαρμογές προκειμένου να απαντήσει στις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών, στα οποία συγκαταλέγεται το Βασίλειο της Καμπότζης, κατόπιν της γνωστοποιήσεως του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, και προκειμένου να διασφαλίσει μια δίκαιη σύγκριση.

218    Επομένως, οι προσαρμογές που έγιναν στην ανάλυση της υποτιμολόγησης όχι μόνο αποτελούν ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της να επαναφέρει προσωρινώς σε ισχύ τους δασμούς του κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης, αλλά επιπλέον οδήγησαν σε τροποποίηση του περιθωρίου υποτιμολόγησης και των τελικών συμπερασμάτων που είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη με το έγγραφο γενικής ενημέρωσης.

219    Οι προσαρμογές επέφεραν επομένως τροποποιήσεις στις τάσεις επί των οποίων βασίστηκε η εκτίμηση της ζημίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, έκανε αναφορά όχι μόνον στο γενικό περιθώριο υποτιμολόγησης του 22 %, το οποίο περιλαμβανόταν ήδη στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης, αλλά και σε ένα νέο περιθώριο 13 % για τις χύμα πωλήσεις και 14 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού.

220    Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος ακροάσεως των προσφευγόντων, δεδομένου ότι η απόφαση της Επιτροπής στηρίχθηκε σε πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις που διαφέρουν από τα προηγουμένως γνωστοποιηθέντα, η Επιτροπή όφειλε να γνωστοποιήσει το συντομότερο δυνατόν στους προσφεύγοντες τις προσαρμογές που έγιναν στην ανάλυση της υποτιμολόγησης και, κατά μείζονα λόγο, την ανάλυση της υποτιμολόγησης μετά την προσαρμογή. Ωστόσο, η Επιτροπή παραδέχεται ότι δεν γνωστοποίησε κανένα στοιχείο που να επιτρέπει στους προσφεύγοντες να λάβουν γνώση των ως άνω πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και να εκφράσουν τις απόψεις τους επ’ αυτών.

221    Είναι γεγονός ότι, όπως σημειώνεται στη σκέψη 141 ανωτέρω, η γνωστοποίηση των πληροφοριών πρέπει να γίνεται χωρίς να θίγεται η προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Όμως η Επιτροπή ουδόλως ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ή στον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι επρόκειτο για δεδομένα εμπιστευτικού χαρακτήρα στα οποία δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση οι προσφεύγοντες.

222    Μόνο στο στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως επικαλέστηκε τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των αποδεικτικών στοιχείων που δικαιολογούσαν την προσαρμογή των τιμών της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, όμως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 145 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των πληροφοριών που την οδήγησαν στην προσαρμογή του κόστους μεταφοράς εντός της Ένωσης σε ενιαίο ποσό 49 ευρώ ανά τόνο.

223    Επιπροσθέτως, παρότι, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, η γνωστοποίηση των πληροφοριών γίνεται χωρίς να θίγεται η προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η υποχρέωση σεβασμού των εμπιστευτικών πληροφοριών δεν μπορεί να καθιστά κενά περιεχομένου τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 29).

224    Επιπλέον, το άρθρο 38, παράγραφος 5, του κανονισμού ΣΓΠ ορίζει, επί της ουσίας, ότι οι παράγραφοι 1 έως 4 του εν λόγω άρθρου σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποτέλεσαν αντικείμενο αιτήματος εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, δεν εμποδίζουν την Επιτροπή να αναφέρεται σε γενικές πληροφορίες και ιδίως στους λόγους στους οποίους θεμελιώνονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του κανονισμού ΣΓΠ, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τα έννομα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων για τη μη αποκάλυψη των επιχειρηματικών τους μυστικών.

225    Κατά τη νομολογία, το κατά πόσον είναι επαρκείς οι πληροφορίες που παρέσχε η Επιτροπή πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τον βαθμό στον οποίο εξειδικεύονται οι ζητούμενες πληροφορίες (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Ajinomoto και NutraSweet κατά Συμβουλίου, T‑159/94, T‑159/94 και T‑160/94, EU:T:1997:209, σκέψη 93, και της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 143).

226    Η Επιτροπή οφείλει στο πλαίσιο αυτό να προσπαθεί, κατά τρόπο όσο το δυνατό σύμφωνο με την τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου, να ανακοινώνει στα ενδιαφερόμενα μέρη πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, επιλέγοντας, εν ανάγκη οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους για την εν λόγω ανακοίνωση τρόπους (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 30, και της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 141).

227    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε καμία πληροφορία σχετικά με την προσαρμογή των τιμών της Ένωσης.

228    Το ίδιο ισχύει και για την προσαρμογή των τιμών εισαγωγής καθώς και για την προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ως προς το επίπεδο εμπορίου και να συγκριθούν οι τιμές των πωλήσεων λευκασμένου ρυζιού χύμα με αυτές των πωλήσεων συσκευασμένου ρυζιού, καθώς οι προσαρμογές αυτές εμφανίστηκαν στον προσβαλλόμενο κανονισμό χωρίς η Επιτροπή να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τους υπολογισμούς που έκανε και τα στοιχεία που χρησιμοποίησε για να προβεί στις προσαρμογές αυτές. Εξάλλου, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αναφέρει κανένα βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί ενδεχόμενη άρνηση γνωστοποίησης των στοιχείων αυτών.

229    Δεδομένου ότι οι προσαρμογές που έγιναν στην ανάλυση της υποτιμολόγησης αποτελούν ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της να επαναφέρει σε ισχύ τους δασμούς του κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να γνωστοποιήσει τις προσαρμογές αυτές καθώς και τις σχετικές με αυτές λεπτομέρειες στους προσφεύγοντες. Επομένως, υπήρξε παράβαση του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως των προσφευγόντων.

230    Όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 205 έως 207 ανωτέρω, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διαδικασίας όταν υφίσταται το ενδεχόμενο η διοικητική διαδικασία να κατέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα εξαιτίας αυτής της παρατυπίας και οι προσφεύγοντες στερήθηκαν την έστω και περιορισμένη δυνατότητα που θα είχαν, αν δεν υφίστατο η σχετική διαδικαστική παρατυπία, να οργανώσουν καλύτερα την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

231    Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν, κατά τη διαδικασία έρευνας, ορισμένες παρατηρήσεις βάσει των πληροφοριών που είχαν ήδη στη διάθεσή τους και ορισμένες από τις παρατηρήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του υπολογισμού του περιθωρίου υποτιμολόγησης.

232    Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 34 και 35 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι το Βασίλειο της Καμπότζης διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει το περιθώριο υποτιμολόγησης που περιλαμβάνεται στο έγγραφο γενικής ενημέρωσης και υποστήριξε ότι οι τιμές εισαγωγής έπρεπε να προσαρμοσθούν ώστε να συμπεριληφθεί το κόστος μετά την εισαγωγή. Όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 119, 120 και 126 ανωτέρω, σε απάντηση στις παρατηρήσεις αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να επανεξετάσει τους υπολογισμούς της προκειμένου να λάβει υπόψη όχι μόνο το κόστος μετά την εισαγωγή αλλά και τα σχετικά έξοδα μεταφοράς εντός της Ένωσης καθώς και τις διαφορές στο επίπεδο εμπορίου οι οποίες επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών.

233    Επίσης, οι προσφεύγοντες προσκόμισαν, όπως ανέφεραν οι ίδιοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους επί των απαντήσεων της Επιτροπής στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, και ειδικότερα σε απάντηση στον πίνακα της Επιτροπής που παρουσιάζει μια αριθμητική εκτίμηση της κατανάλωσης ρυζιού Indica και ρυζιού Japonica στην Ένωση για τα έτη 1993 και 1994, έναν πίνακα που αφορά τα έτη 1995 και 1996 και παρουσιάζει διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες, ιδίως για την Ιταλία και την Πορτογαλία.

234    Είναι επομένως καταφανές ότι οι προσφεύγοντες θα είχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν καλύτερα την υπεράσπιση των συμφερόντων τους αν δεν υφίσταντο οι διαδικαστικές παρατυπίες που σχετίζονται με τη μη γνωστοποίηση των επιμέρους στοιχείων στα οποία στηρίζονται η ανάλυση της υποτιμολόγησης και οι επίμαχες προσαρμογές και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι τα επιχειρήματά τους συναφώς θα μπορούσαν να είχαν επηρεάσει το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η τελευταία είχε ήδη τροποποιήσει τη θέση της και τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης εξαιτίας των παρατηρήσεων που είχαν υποβάλει σε αυτήν τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατόπιν της γνωστοποιήσεως του εγγράφου γενικής ενημέρωσης (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, C‑141/08 P, EU:C:2009:598, σκέψη 92).

235    Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι μια δίκαιη σύγκριση, ήτοι μια σύγκριση στο ίδιο επίπεδο εμπορίου, μεταξύ της τιμής εισαγωγής και της τιμής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα των υπολογισμών της υποτιμολόγησης που οδήγησαν στον προσδιορισμό της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες ήταν σε θέση να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους εφόσον δεν τους γνωστοποιήθηκε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί τον δίκαιο χαρακτήρα της σύγκρισης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου,T‑122/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:46, σκέψη 85).

236    Όπως κατ’ ουσίαν τόνισαν οι προσφεύγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γεγονός ότι, εν προκειμένω, δεν είχαν στη διάθεσή τους πληροφορίες σχετικά με τις προσαρμογές και τους υπολογισμούς των περιθωρίων υποτιμολόγησης ασκεί επιρροή προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η έκβαση της διαδικασίας θα μπορούσε να ήταν διαφορετική σε περίπτωση που η Επιτροπή είχε δημοσιοποιήσει τα στοιχεία αυτά. Πράγματι, κατά την ημερομηνία έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι προσφεύγοντες είχαν μόνο μια γενική γνώση του υπολογισμού του περιθωρίου υποτιμολόγησης του 22 %. Πριν από την ημερομηνία αυτή, αγνοούσαν, ιδίως, ότι οι τιμές εισαγωγής και οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχαν αποτελέσει αντικείμενο προσαρμογής από την Επιτροπή. Κανένα από τα στοιχεία που τους γνωστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν αφορούσε το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο επανεξετάστηκαν οι υπολογισμοί της υποτιμολόγησης ώστε να φθάσουν στην υποτιμολόγηση του 13 % για τις χύμα πωλήσεις και του 14 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού ούτε τους λόγους της επιλογής της προσαρμογής ως προς τις εισαγωγές, που εκτιμήθηκε σε περίπου 2 % της τιμής εισαγωγής, και της προσαρμογής ενιαίου ποσού 49 ευρώ ανά τόνο ως προς τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

237    Εάν όμως οι προσφεύγοντες είχαν στη διάθεσή τους την ανάλυση της υποτιμολόγησης και τις προσαρμογές που έγιναν σε αυτή καθώς και τους υπολογισμούς των περιθωρίων υποτιμολόγησης, θα ήταν τουλάχιστον σε θέση να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των αποτελεσμάτων στα οποία είχε καταλήξει η Επιτροπή. Οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν έτσι, ενδεχομένως, να συγκρίνουν τα αποτελέσματα αυτά με τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξαν οι ίδιοι. Θα ήταν, ως εκ τούτου, ενδεχομένως σε θέση να αμφισβητήσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή και θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις τους από την Επιτροπή.

238    Επομένως, η πληροφόρηση σχετικά με τις προσαρμογές και τους υπολογισμούς των νέων περιθωρίων υποτιμολόγησης καθώς και σχετικά με τους λεπτομερείς υπολογισμούς που διενήργησε η Επιτροπή θα συνιστούσε, προδήλως, για τους προσφεύγοντες πρόσβαση σε σημαντικές πληροφορίες, χάρη στις οποίες θα μπορούσαν, λόγω των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, να υποβάλουν παρατηρήσεις περισσότερο λυσιτελείς από αυτές που είχε ήδη υποβάλει το Βασίλειο της Καμπότζης.

239    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, αν οι προσφεύγοντες είχαν στη διάθεσή τους τους υπολογισμούς των περιθωρίων υποτιμολόγησης, θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευθεί την πληροφορία αυτή κατά τρόπο που θα εξυπηρετούσε την άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας.

240    Επομένως, οι προσφεύγοντες ορθώς επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας καθώς και παράβαση του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, είναι δε πιθανό η διοικητική διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, όπερ στοιχειοθετεί προσβολή με συγκεκριμένο τρόπο των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγόντων.

241    Στο πλαίσιο της εξέτασης της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το προβαλλόμενο από την Επιτροπή γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να της ζητήσουν, κατόπιν της γνωστοποιήσεως του εγγράφου γενικής ενημέρωσης, να λάβει υπόψη το κόστος μετά την εισαγωγή. Πράγματι, το στοιχείο αυτό δεν ασκεί επιρροή στο εάν ενδεχομένως υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Εκείνο που έχει σημασία για τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας είναι η δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της να επαναφέρει σε ισχύ τους δασμούς του κοινού δασμολογίου. Για τους ίδιους λόγους, τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η σύγκριση μεταξύ της τιμής εισαγωγής και της τιμής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής έγινε στο ίδιο επίπεδο εμπορίου είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου, T‑122/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:46, σκέψεις 90 και 91).

242    Δεν ασκεί επομένως επιρροή το γεγονός ότι οι προσαρμογές που έγιναν στο στάδιο του προσβαλλόμενου κανονισμού ήταν ευνοϊκές για τους προσφεύγοντες, αφού η υποτιμολόγηση πέρασε από το 22 % σε, αντίστοιχα, 13 % για τις χύμα πωλήσεις και 14 % για τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού.

243    Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις των προσφευγόντων που βασίζονται σε προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας και παράβαση του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

244    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

245    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος δικαδίου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

246    Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1, θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

247    Συνεπώς η Ιταλική Δημοκρατία και η Ente Nazionale Risi πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/67 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με την επιβολή μέτρων διασφάλισης όσον αφορά την εισαγωγή ρυζιού Indica καταγωγής Καμπότζης και Μιανμάρ.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν το Βασίλειο της Καμπότζης και η Cambodia Rice Federation (CRF).

3)      Η Ιταλική Δημοκρατία και η Ente Nazionale Risi φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Παπασάββας

Spielmann

Öberg

Mastroianni

 

      Norkus

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Νοεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.