Language of document : ECLI:EU:T:2015:757

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2015 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαδικασία διαγωνισμού — Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών διαχειρίσεως προγράμματος και έργου και παροχή τεχνικών συμβουλών στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής — Κατάταξη διαγωνιζομένου βάσει συστήματος προτεραιότητας — Κριτήρια αναθέσεως — Ισότητα ευκαιριών — Διαφάνεια — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη — Απώλεια ευκαιρίας»

Στην υπόθεση T‑299/11,

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

European Dynamics Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τον Ν. Κορογιαννάκη και τον Μ. Δερμιτζάκη, στη συνέχεια από τον Ι. Αμπαζή, δικηγόρους,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον N. Bambara και τον M. Paolacci, επικουρούμενους από τον P. Wytinck και τον B. Hoorelbeke, δικηγόρους,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως που έλαβε το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας ανοικτού διαγωνισμού AO/021/10, με τίτλο «Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών διαχείρισης προγράμματος και [έργου] και παροχή τεχνικών συμβουλών στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής», και κοινοποίησε στις προσφεύγουσες-ενάγουσες με έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2011, σχετικά με την κατάταξη της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας στην τρίτη θέση βάσει του συστήματος της προτεραιότητας, με σκοπό την κατάρτιση συμβάσεως-πλαισίου και, αφετέρου, αιτήματα αποζημιώσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, European Dynamics Luxembourg SA, Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, και European Dynamics Belgium SA (στο εξής: προσφεύγουσες), δραστηριοποιούνται στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας και υποβάλλουν τακτικά προσφορές στο πλαίσιο δημόσιων διαγωνισμών τους οποίους διοργανώνουν διάφορα όργανα και οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων το Γραφείο Εναρμονίσεως στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: ΓΕΕΑ).

2        Στις 28 Αυγούστου 2010 το ΓΕΕΑ δημοσίευσε στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (JO 2010/S 167‑255574) προκήρυξη διαγωνισμού, με τα στοιχεία AO/021/10 και με τίτλο «Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών διαχείρισης προγράμματος και σχεδίου και παροχή τεχνικών συμβουλών στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής», στο πλαίσιο του οποίου η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε προσφορά στις 11 Οκτωβρίου 2010. Αντικείμενο της προς ανάθεση συμβάσεως ήταν η παροχή εξωτερικών υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση προγραμμάτων και έργων στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας, καθώς και η παροχή τεχνικών συμβουλών σχετικά με κάθε τύπο συστήματος πληροφορικής και σε όλους τους τεχνολογικούς τομείς.

[παραλειπόμενα]

4        Κατά το σημείο II.1.4 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, αυτός αφορούσε τη σύναψη συμβάσεων-πλαισίων μέγιστης διάρκειας τεσσάρων ετών με τρεις κατ’ ανώτατο όριο παρόχους υπηρεσιών. Συναφώς, το σημείο 14.2 της συγγραφής υποχρεώσεων (παράρτημα I των τευχών του διαγωνισμού) διευκρίνιζε ότι οι εν λόγω συμβάσεις-πλαίσια έπρεπε να συναφθούν κατά το αποκαλούμενο σύστημα της «προτεραιότητας». Το σύστημα αυτό σημαίνει ότι, αν ο καταταγείς στην πρώτη θέση διαγωνιζόμενος δεν είναι σε θέση να παράσχει τις απαιτούμενες υπηρεσίες, το ΓΕΕΑ θα απευθυνθεί στον διαγωνιζόμενο που έχει καταταγεί στη δεύτερη θέση, και ούτω καθεξής. Εξάλλου, κατά το σημείο IV.2 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η σύμβαση επρόκειτο να ανατεθεί στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

5        Όσον αφορά την τεχνική αξιολόγηση, η συγγραφή υποχρεώσεων καλούσε τους διαγωνιζομένους να παρουσιάσουν «τα προς εκτέλεση καθήκοντα και δραστηριότητες προκειμένου για τη διαχείριση και υλοποίηση του έργου το οποίο αφορά η υπόθεση εργασίας αριθ. 1». Η υπόθεση εργασίας αυτή, η οποία εκτίθεται στο παράρτημα 18 της συγγραφής υποχρεώσεων, αφορούσε τον σχεδιασμό από το ΓΕΕΑ «έργου υλοποιήσεως συστήματος πληροφορικής».

6        Προς τον σκοπό αυτό, η συγγραφή υποχρεώσεων, στο σημείο 13.3, όριζε πέντε κριτήρια αναθέσεως που είχαν ως εξής:

–        «κριτήριο [αναθέσεως] αριθ. 1: ο διαγωνιζόμενος, βασιζόμενος στη μεθοδολογία του και στην πείρα του, παρουσιάζει τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες που θα εκτελέσει όσον αφορά τη διαχείριση του έργου, συμπεριλαμβανομένων ιδίως (όχι όμως και αποκλειστικώς):

α)      του ελέγχου προόδου [των εργασιών]·

β)      της διαδικασίας διαχειρίσεως επιμέρους ζητημάτων·

γ)      της διαδικασίας διαχειρίσεως μεταβολών·

δ)      της διαχειρίσεως διαδικασιών κλιμακωτών επεμβάσεων·

ε)      του προγράμματος συγκεντρώσεως πορισμάτων από την εφαρμοζόμενη πρακτική·

στ)      του σχεδίου επικοινωνίας·

η)      των διαδικασιών αποδοχής του παραδοτέου

(40 μόρια, με ελάχιστη βάση τα 20 μόρια)·

–        κριτήριο [αναθέσεως] αριθ. 2: ο διαγωνιζόμενος, βασιζόμενος στη μεθοδολογία του και την πείρα του, παρουσιάζει τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες που θα εκτελέσει όσον αφορά την παροχή τεχνικών συμβουλών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως (όχι όμως και αποκλειστικώς):

α)      της αξιολογήσεως της δομής·

β)      της αναλύσεως της αποδόσεως·

γ)      της αξιολογήσεως της ασφάλειας·

δ)      της δυνατότητας ενσωματώσεως σε άλλα συστήματα

(30 μόρια, με ελάχιστη βάση τα 10 μόρια)·

–        κριτήριο [αναθέσεως] αριθ. 3: εκτιμώμενη ποσότητα εργασίας (προσπάθεια) που απαιτείται για κάθε καθήκον και για κάθε δραστηριότητα της διαχειρίσεως του έργου (10 μόρια)·

–        κριτήριο [αναθέσεως] αριθ. 4: εκτιμώμενη ποσότητα εργασίας (προσπάθεια) που απαιτείται για κάθε καθήκον και για κάθε δραστηριότητα τεχνικών συμβουλών (10 μόρια)·

–        κριτήριο [αναθέσεως] αριθ. 5: προγραμματισμός της εκτελέσεως όλων των ανωτέρω καθηκόντων και δραστηριοτήτων (με τη χρήση του Microsoft Project ή ισοδύναμου προγράμματος) (10 μόρια).»

[παραλειπόμενα]

8        Με έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2011, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε τις προσφεύγουσες για το αποτέλεσμα του διαγωνισμού AO/021/10 (στο εξής: απόφαση περί αναθέσεως), επισημαίνοντάς τους ότι η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας κατετάγη στην τρίτη θέση, δηλαδή σε θέση επιλαχόντος αναδόχου.

[παραλειπόμενα]

11      Με έγγραφο της 11ης Απριλίου 2011, το ΓΕΕΑ γνωστοποίησε στην πρώτη προσφεύγουσα τα ονόματα των λοιπών επιλεγέντων που κατετάγησαν στην πρώτη και στη δεύτερη θέση, ήτοι, αντιστοίχως της consortium Unisys SLU και Charles Oakes & Co. Sàrl, με τον υπεργολάβο Unisys Belgium SA, αφενός, και της ETIQ Consortium (by everis και Trasys), αφετέρου. Στο έγγραφο αυτό περιλαμβανόταν επίσης πίνακας με τις βαθμολογίες που έλαβε καθένας από τους επιλεγέντες βάσει των διαφόρων κριτηρίων τεχνικής ποιότητας.

12      Ο πίνακας αυτός έχει ως εξής:



Ποιοτικό κριτήριο

Consortium Unisys

ETIQ Consortium

European Dynamics

Ποιοτικό κριτήριο 1 (40)

40,00

21,88

22,81

Ποιοτικό κριτήριο 2 (30)

28,00

20,00

24,50

Ποιοτικό κριτήριο 3 (10)

10

6

4

Ποιοτικό κριτήριο 4 (10)

6

6

8

Ποιοτικό κριτήριο 5 (10)

7

7

8

Συνολική βαθμολογία (100)

91,00

60,88

67,31

Συνολική βαθμολογία τεχνικών κριτηρίων

99,86

66,80

73,87


13      Επιπλέον, στο έγγραφο αυτό, το ΓΕΕΑ εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους βαθμολόγησε την προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας με τον αριθμό μορίων που εμφανίζεται στην πρώτη στήλη του ως άνω πίνακα σε σχέση με καθένα από τα εφαρμοστέα κριτήρια τεχνικής ποιότητας. Όσον αφορά το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο αίτημα της πρώτης προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), το ΓΕΕΑ επισήμανε ότι, δυνάμει των κατευθυντήριων οδηγιών για την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, δεν του επιτρεπόταν να γνωστοποιήσει ούτε την έκθεση αξιολογήσεως ούτε τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως ούτε τις οικονομικές προσφορές των λοιπών επιλεγέντων.

[παραλειπόμενα]

19      Με κοινό έγγραφο της 18ης Απριλίου 2011, οι προσφεύγουσες ενημέρωσαν το ΓΕΕΑ ότι, κατά την άποψή τους, η αόριστη και γενικόλογη αιτιολογία που περιλαμβανόταν στο έγγραφο του ΓΕΕΑ της 11ης Απριλίου 2011, ήταν ανεπαρκής και ότι δεν τους παρείχε τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους. Επίσης, ενέμειναν στο αίτημα να τους γνωστοποιηθούν, μεταξύ άλλων, οι οικονομικές προσφορές των λοιπών επιλεγέντων καθώς και πλήρες αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες εξέθεσαν λεπτομερώς, για καθεμία από τις αξιολογήσεις της προσφοράς τους από το ΓΕΕΑ βάσει των διαφόρων κριτηρίων τεχνικής ποιότητας, τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή τους, η εκτίμηση της αναθέτουσας αρχής ήταν ελλιπής και εσφαλμένη, και μάλιστα βαρυνόταν, σε διάφορα σημεία, με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Τέλος, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το ΓΕΕΑ να επανεξετάσει το αποτέλεσμα της εκτιμήσεώς του, να τους παράσχει επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τις αποφάσεις του και να επανορθώσει την προβαλλόμενη πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στα οικεία σημεία.

20      Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2011, το ΓΕΕΑ κοινοποίησε στις προσφεύγουσες τον ακόλουθο πίνακα στον οποίο εμφανίζονταν τα μόρια με τα οποία βαθμολογήθηκε η οικονομική προσφορά τους καθώς και οι προσφορές των λοιπών επιλεγέντων:

 

Κριτήριο 1 (60)

Κριτήριο 2 (40)

Σύνολο (100)

Βαθμολογία οικονομικής προσφοράς

ETIQ Consortium (by everis και Trasys)

60,00

35,59

95,59

      100,00

European Dynamics

40,00

40,00

80,00

      83,69

Consortium Unisys SLU και Charles Oakes & Co Sàrl

34,14

38,61

72,75

      76,11


Εξάλλου, όσον αφορά την εκτίμηση των τεχνικών κριτηρίων αναθέσεως, το ΓΕΕΑ επισήμανε στις προσφεύγουσες ότι θα τους παρείχε πλήρη απάντηση εντός των επόμενων εργάσιμων ημερών.

[παραλειπόμενα]

22      Με έγγραφο της 2ας Μαΐου 2011, που διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία στις 12 Μαΐου 2011, το ΓΕΕΑ επανέλαβε κατ’ ουσίαν τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονταν στο έγγραφό του της 11ης Απριλίου 2011 αναφορικά με την αξιολόγηση της τεχνικής ποιότητας της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας.

[παραλειπόμενα]

28      Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2011, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την ερμηνεία του ΓΕΕΑ και επισήμαναν ότι ήταν πλέον υποχρεωμένες να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή).

30      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

32      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιανουαρίου 2015.

33      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν, αφενός, από τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε την παραβίαση, μεταξύ άλλων, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και την παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του άρθρου 94 και του άρθρου 96 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: γενικός δημοσιονομικός κανονισμός), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 390, σ. 1), και των άρθρων 133 και 134 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του [γενικού δημοσιονομικού] κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1) (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής), και, αφετέρου, από το αίτημά τους για καταβολή αποζημιώσεως λόγω απώλειας του ευλόγως προσδοκώμενου κέρδους. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, European Dynamics Luxembourg κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ (T‑556/11, EU:T:2013:514), το ΓΕΕΑ παραιτήθηκε από τον πέμπτο λόγο απαραδέκτου που είχε προβάλει κατά του ακυρωτικού αιτήματος και του αιτήματος αποζημιώσεως. Οι δηλώσεις παραιτήσεως αυτές καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

34      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί αναθέσεως, που κοινοποιήθηκε με το από 28 Μαρτίου 2011 έγγραφο, κατά το μέρος που με αυτή η προσφορά τους κατετάγη στην τρίτη θέση βάσει του συστήματος της προτεραιότητας·

–        να ακυρώσει όλες τις άλλες συναφείς αποφάσεις του ΓΕΕΑ, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ανάθεση της επίμαχης συμβάσεως στους διαγωνιζομένους που κατετάγησαν στην πρώτη και στη δεύτερη θέση βάσει του συστήματος της προτεραιότητας·

–        να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να καταβάλει αποζημίωση ύψους 650 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι προσφεύγουσες λόγω απώλειας ευκαιρίας και λόγω της προσβολής της φήμης και της αξιοπιστίας τους·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

35      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του ακυρωτικού αιτήματος

 Συνοπτική παρουσίαση των λόγων ακυρώσεως

36      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, μετά την παραίτησή τους από τον τέταρτο λόγο (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), τρεις λόγους ακυρώσεως.

37      Με τον πρώτο λόγο, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο ΓΕΕΑ ότι παρέβη το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149 των κανόνων εφαρμογής καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αρνήθηκε να τους παράσχει επαρκή εξήγηση ή δικαιολόγηση σχετικά με την απόφαση περί αναθέσεως.

38      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν «παράβαση της συγγραφής υποχρεώσεων», καθόσον το ΓΕΕΑ στηρίχθηκε, εις βάρος τους, σε νέα κριτήρια αναθέσεως που δεν περιλαμβάνονταν στην εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων.

39      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο ΓΕΕΑ ότι, σε διάφορα σημεία, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

40      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τον δεύτερο λόγο, στη συνέχεια, τον τρίτο λόγο, και, τέλος, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των οριζόμενων στη συγγραφή υποχρεώσεων απαιτήσεων

41      Στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, μεταξύ άλλων, τη συγκριτική εξέταση, βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, της προσφοράς τους σε σχέση με τις προσφορές των λοιπών επιλεγέντων, την οποία η αναθέτουσα αρχή εξέθεσε στο από 2 Μαΐου 2011 έγγραφό της. Στο έγγραφο αυτό, επισημαίνεται σχετικώς, μεταξύ άλλων, ότι «[...] οι προσφορές των [λοιπών επιλεγέντων], οι οποίες εμφάνιζαν πολύ καλό, και μάλιστα εξαιρετικό, επίπεδο ως προς το πρώτο κριτήριο αναθέσεως, περιείχαν στοιχεία από τα οποία προέκυπτε “πολύ καλή χρήση του συστήματος Prince2, και εξηγούσαν καταρχάς το εν λόγω σύστημα” πριν περιγράψουν τον τρόπο κατά τον οποίο αυτό θα χρησιμοποιούνταν στο ΓΕΕΑ, με αποτέλεσμα οι εν λόγω προσφορές να καλύπτουν τόσο τις θεωρητικές όσο και πρακτικές πτυχές χρήσεως του συστήματος Prince2». Επιπλέον, κατά το ως άνω έγγραφο, στις προσφορές αυτές «η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία καθορίζονταν ως τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου» (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω).

42      Κατά τις προσφεύγουσες, η εκτίμηση αυτή της αναθέτουσας αρχής κατ’ ουσίαν δεν έχει κανένα έρεισμα στη συγγραφή υποχρεώσεων και στηρίζεται σε στοιχεία, μεταξύ των οποίων η μεθοδολογία Prince2, τα οποία δεν περιήλθαν εγκαίρως στη γνώση των διαγωνιζομένων. Από τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν προκύπτει εξάλλου ότι τα δύο επιμέρους κριτήρια «διαχείριση των μεταβολών» και «επικοινωνία» ήταν τα «ουσιαστικότερα» κατά την άποψη του ΓΕΕΑ. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή εισήγαγε εκ των υστέρων νέο κριτήριο και όρισε εκ νέου τη βαρύτητα καθενός από τα εν λόγω επιμέρους κριτήρια.

43      Κατά το ΓΕΕΑ, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του από 2 Μαΐου 2011 εγγράφου του, από το οποίο δεν προκύπτει ορισμός νέων κριτηρίων αναθέσεως. Αφενός, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, οι διαγωνιζόμενοι καλούνταν να περιγράψουν τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες που θα εκτελούσαν όσον αφορά τη διαχείριση του έργου. Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα Prince2 αποτελούσε μια από τις διαθέσιμες μεθοδολογίες τις οποίες επέλεξαν προς τον σκοπό αυτό οι ίδιες οι προσφεύγουσες. Αφετέρου, η επισήμανση ότι στις προσφορές που είχαν την καλύτερη βαθμολογία «η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία καθορίζονταν ως τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου» δεν ισοδυναμεί με ορισμό νέου κριτηρίου αναθέσεως ούτε με εφαρμογή καθορισμένου εκ των υστέρων συντελεστή σταθμίσεως, δεδομένου ότι η συγγραφή υποχρεώσεων διευκρίνιζε ότι οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να περιγράψουν τα καθήκοντα και δραστηριότητες που θα εκτελούσαν όσον αφορά τη διαχείριση του έργου, μεταξύ των οποίων η διαδικασία διαχειρίσεως των μεταβολών και το σχέδιο επικοινωνίας. Καμία ειδική βαθμολογία δεν προβλέφθηκε για τα εν λόγω επιμέρους κριτήρια και το ΓΕΕΑ απλώς επιβεβαίωσε το γεγονός ότι οι λοιποί επιλεγέντες αντιλήφθηκαν ορθώς ότι η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία αποτελούσαν τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα.

44      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να μεριμνά, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως και, κατά συνέπεια, για την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους διαγωνιζομένους. Επίσης, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει την έννοια ότι στους διαγωνιζομένους πρέπει να επιφυλάσσεται ίση μεταχείριση τόσο κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους όσο και κατά τον χρόνο που οι προσφορές τους αξιολογούνται από την αναθέτουσα αρχή. Συνέπεια των ανωτέρω είναι, ειδικότερα, ότι τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να παρέχει σε όλους τους διαγωνιζομένους οι οποίοι είναι ευλόγως ενημερωμένοι και επιδεικνύουν τη συνήθη επιμέλεια τη δυνατότητα να τα ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο και ότι, κατά την αξιολόγηση των προσφορών, τα κριτήρια αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ομοιόμορφο επί όλων των διαγωνιζομένων (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Επιτροπή κατά Κύπρου, C‑251/09, EU:C:2011:84, σκέψεις 39 και 40· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, Astrim και Elyo Italia κατά Επιτροπής, T‑216/09, EU:T:2012:574, σκέψεις 35 και 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, η αρχή της διαφάνειας, η οποία έχει ουσιαστικά ως σκοπό τον αποκλεισμό του κινδύνου ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, συνεπάγεται ότι όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, με ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, κατά τρόπο ώστε, αφενός, να παρέχεται σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και έχοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους η δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να παρέχεται στην αναθέτουσα αρχή η δυνατότητα να ελέγχει αν όντως οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Astrim και Elyo Italia κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, EU:T:2012:574, σκέψη 37, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑402/06, EU:T:2013:445, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, κατά την οποία το ΓΕΕΑ εφάρμοσε κριτήριο αναθέσεως μη προβλεπόμενο από τη συγγραφή υποχρεώσεων, ασφαλώς αληθεύει ότι στην τελευταία δεν γίνεται ρητή αναφορά στο σύστημα ή μεθοδολογία Prince2, δεδομένου ότι κατ’ επιταγήν του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, κάθε διαγωνιζόμενος «βασιζόμενος στη μεθοδολογία του και στην πείρα του, παρουσιάζει τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες που θα εκτελέσει όσον αφορά τη διαχείριση του έργου». Εντούτοις, αφενός, από την προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας προκύπτει σαφώς ότι η προτεινόμενη από αυτήν μεθοδολογία «στηρίζεται στη μέθοδο διαχειρίσεως έργων Prince2 του OGC, η οποία αποτελεί μία από τις βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζεται ευρέως σε παγκόσμια κλίμακα, και χρησιμοποιείται για τον σχεδιασμό έργων στο πλαίσιο του ITIL [παγκόσμιου δόκιμου οδηγού παροχής υπηρεσιών τεχνολογίας πληροφοριών]» και ότι η εν λόγω μέθοδος «θα αποτελέσει τη βασική μεθοδολογία που θα εφαρμοστεί στο πλαίσιο του έργου». Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφορές των λοιπών επιλεγέντων στηρίζονταν επίσης στη μεθοδολογία Prince2, πράγμα το οποίο παρέσχε στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να προβεί στη μνημονευόμενη στη σκέψη 41 ανωτέρω συγκριτική εξέταση.

46      Επομένως, η αιτίαση των προσφευγουσών ότι το ΓΕΕΑ όρισε εκ των υστέρων νέο κριτήριο αναθέσεως, και συγκεκριμένα τη χρήση της μεθοδολογίας Prince2, το οποίο δεν προβλεπόταν από τη συγγραφή υποχρεώσεων ούτε ανακοινώθηκε εγκαίρως στους διαγωνιζομένους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ειδικότερα, η εκ μέρους του ΓΕΕΑ αξιολόγηση της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας είχε προδήλως ως γνώμονα το κριτήριο «βασιζόμενος στη μεθοδολογία του και στην πείρα του», διαπίστωση η οποία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, τόσο στην περίπτωση της προσφοράς αυτής και όσο στην περίπτωση των προσφορών των λοιπών επιλεγέντων, η εν λόγω μεθοδολογία αντιστοιχούσε ακριβώς στο σύστημα Prince2. Αντιθέτως, το εν λόγω γεγονός αποδεικνύει αφ’ εαυτού ότι όλοι οι επιλεγέντες αντιλήφθηκαν ορθώς ότι το πρώτο κριτήριο αναθέσεως τους επέτρεπε να διαμορφώσουν την προσφορά τους με βάση την ως άνω μεθοδολογία. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην αναθέτουσα αρχή ότι συνέκρινε τις σχετικές προσφορές βάσει των κριτηρίων της αυτής μεθοδολογίας, δεδομένου ότι η αναφορά στην τελευταία δεν μπορούσε παρά να διευκολύνει τη σύγκριση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των προσφορών και να ενισχύσει την αντικειμενικότητα της συγκριτικής εξετάσεως. Τέλος, πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των απαιτήσεων του εν λόγω κριτηρίου αναθέσεως και του σημείου 2.3 του παραρτήματος II της συγγραφής υποχρεώσεων κατά το οποίο «[η] μεθοδολογία που χρησιμοποιεί το ΓΕΕΑ για τη διαχείριση του έργου αποτελεί εξατομικευμένη προσαρμογή του Prince2» και, όπως σαφώς επισημαίνεται, θα «τεθεί στη διάθεση του αντισυμβαλλομένου [μόνο] κατά την έναρξη εκτελέσεως της συμβάσεως-πλαισίου», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η ως άνω μεθοδολογία δεν μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο προς το οποίο θα έπρεπε να προσαρμοστούν οι προσφορές.

47      Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

48      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες ορθώς υποστηρίζουν ότι η αναθέτουσα αρχή όντως προσέδωσε στα επιμέρους κριτήρια «διαχείριση των μεταβολών» και «επικοινωνία» μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ότι στα λοιπά επιμέρους κριτήρια που είχαν οριστεί στο πλαίσιο του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως. Ειδικότερα, η μη αμφίσημη αιτιολογία που παρατίθεται στο από 2 Μαΐου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ, κατά την οποία στις προσφορές των λοιπών επιλεγέντων «η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία καθορίζονταν ως τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου», δεν μπορεί να τύχει διαφορετικής ερμηνείας. Η αιτιολογία αυτή αποδεικνύει ότι η αναθέτουσα αρχή αποδέχθηκε την προσέγγιση που πρότειναν οι λοιποί επιλεγέντες, στηριζόμενη σε στάθμιση των ως άνω επιμέρους κριτηρίων η οποία δεν μπορεί να συναχθεί από το κείμενο του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 44 ανωτέρω, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να προβεί σε στάθμιση των επιμέρους κριτηρίων την οποία δεν έχει καταστήσει εκ των προτέρων γνωστή στους διαγωνιζομένους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης κ.λπ., C‑532/06, Συλλογή, EU:C:2008:40, σκέψη 38).

49      Συναφώς, αφενός, διευκρινίζεται ότι η «διαχείριση των μεταβολών» και το «σχέδιο επικοινωνίας» αποτελούν απλώς δύο επιμέρους κριτήρια από ένα σύνολο επτά επιμέρους κριτηρίων που είχαν απαριθμηθεί σε ισότιμο επίπεδο και σε ενδεικτική βάση στο πλαίσιο του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, πρόκειται δε για τον έλεγχο προόδου, τη διαδικασία διαχειρίσεως επιμέρους ζητημάτων, τη διαδικασία διαχειρίσεως μεταβολών, τη διαχείριση διαδικασιών κλιμακωτών επεμβάσεων, το πρόγραμμα συγκεντρώσεως πορισμάτων από την εφαρμοζόμενη πρακτική, το σχέδιο επικοινωνίας και τις διαδικασίες αποδοχής του παραδοτέου, και για τα οποία η αναθέτουσα αρχή είχε προβλέψει βαθμολόγηση με 40 κατ’ ανώτατο όριο μόρια (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Πάντως, ούτε από το κείμενο του εν λόγω κριτηρίου ούτε από άλλα κρίσιμα σημεία της συγγραφής υποχρεώσεων προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή είχε την πρόθεση, αναλόγως της περιπτώσεως και για συγκεκριμένους λόγους που δεν γνωστοποιήθηκαν, να προσδώσει διαφορετική βαρύτητα στα επίμαχα επιμέρους κριτήρια σε σχέση με την παρουσίαση του έργου το οποίο αφορούσε η υπόθεση εργασίας αριθ. 1, ή, κατά μείζονα λόγο, να συναρτήσει, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, τη βαθμολογία των υποβληθεισών προσφορών από το αν αυτές έδιδαν έμφαση σε καθένα από τα εν λόγω επιμέρους κριτήρια. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ειδικότερα σε σχέση με τα επιμέρους κριτήρια «διαχείριση των μεταβολών» και «σχέδιο επικοινωνίας», ως προς τα οποία η συγγραφή υποχρεώσεων δεν διευκρίνιζε ότι, κατά την αναθέτουσα αρχή, αποτελούσαν «τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου».

50      Αφετέρου, όπως προκύπτει από την περιλαμβανόμενη στη συγγραφή υποχρεώσεων γενική παρουσίαση των απαιτήσεων που έπρεπε να πληρούν οι διαγωνιζόμενοι, αυτοί καλούνταν να παρουσιάσουν «τα προς εκτέλεση καθήκοντα και δραστηριότητες προκειμένου για τη διαχείριση και υλοποίηση του έργου το οποίο αφορά η υπόθεση εργασίας αριθ. 1», η οποία περιγραφόταν στο παράρτημα 18 της συγγραφής υποχρεώσεων και αφορούσε τον σχεδιασμό από το ΓΕΕΑ «έργου υλοποιήσεως συστήματος πληροφορικής». Από τα ανωτέρω έπεται ότι η περιλαμβανόμενη στις υποβληθείσες προσφορές περιγραφή των καθηκόντων και δραστηριοτήτων που συνδέονταν με τα διάφορα επιμέρους κριτήρια του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως είχε κατ’ ανάγκην ως σημείο αναφοράς το προαναφερθέν έργο το οποίο ήταν, εξ ορισμού, το ίδιο για όλους τους διαγωνιζομένους.

51      Επομένως, η φράση «η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία καθορίζονταν ως τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου» μπορεί να ερμηνευθεί μόνον υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει αξιολογική κρίση απόλυτου και γενικού χαρακτήρα σε σχέση με την ιδιάζουσα σημασία των επιμέρους κριτηρίων «διαχείριση των μεταβολών» και «σχέδιο επικοινωνίας» (τα «ουσιαστικότερα») στο πλαίσιο του έργου το οποίο αφορούσε η υπόθεση εργασίας αριθ. 1 του ΓΕΕΑ («για την επιτυχή υλοποίηση του έργου»), σημασία η οποία λήφθηκε υπόψη από τις προσφορές των λοιπών επιλεγέντων, και, αντιστρόφως, ως αρνητική παρατήρηση κατά της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας διότι δεν ακολούθησε ανάλογη προσέγγιση με εκείνη που πρότειναν σχετικώς οι λοιποί επιλεγέντες.

52      Συναφώς, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προαναφερθείσα αιτιολογία πρέπει να ερμηνευθεί ως αξιολογική κρίση σχετικά με την καλή ποιότητα των προσφορών των λοιπών επιλεγέντων, η οποία στηριζόταν σε δύο συγκεκριμένα επιμέρους κριτήρια, ήτοι στη «διαχείριση των μεταβολών» και στην «επικοινωνία», δεδομένου ότι η κρίση αυτή δεν μπορούσε να αποσυνδεθεί από μια συγκεκριμένη ποσοτική αποτύπωση των επίμαχων επιμέρους κριτηρίων σε σχέση με τα υπόλοιπα πέντε επιμέρους κριτήρια του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, η οποία θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί εκ των προτέρων και βάσει αφηρημένου υπολογισμού. Επιπλέον, έστω και για τους λόγους που μνημονεύονται στις σκέψεις 48 έως 51 ανωτέρω, δεν μπορεί βασίμως να συναχθεί ότι η αναθέτουσα αρχή δεν κατένειμε το διαθέσιμο σύνολο των 40 μορίων μεταξύ των επιμέρους κριτηρίων τα οποία συγκροτούσαν το κριτήριο αυτό (βλ. επίσης σκέψεις 93 και 94 κατωτέρω).

53      Επομένως, συνάγεται ότι η αρνητική συγκριτική αξιολόγηση από την αναθέτουσα αρχή της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας ως προς το σημείο αυτό δεν βρίσκει έρεισμα στο κείμενο του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως. Προ πάντων, η στάθμιση στην οποία στηρίζεται εμμέσως η ως άνω κρίση δεν προκύπτει από το προαναφερθέν κριτήριο με επαρκώς σαφή, ακριβή και μη αμφίσημο τρόπο, ώστε να παρέχεται σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και έχοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους η δυνατότητα να κατανοήσουν το ακριβές περιεχόμενο του κριτηρίου αυτού και να το ερμηνεύσουν με τον ίδιο τρόπο. Επομένως, το ΓΕΕΑ, προβαίνοντας, κατά παράβαση των απαιτήσεων που απορρέουν από τη μνημονευόμενη στις σκέψεις 44 και 48 ανωτέρω νομολογία, σε στάθμιση των διαφόρων επιμέρους κριτηρίων του προαναφερθέντος κριτηρίου αναθέσεως, η οποία ούτε προβλεπόταν από τη συγγραφή υποχρεώσεων ούτε είχε ανακοινωθεί εκ των προτέρων στους διαγωνιζομένους, παραβίασε, εις βάρος των προσφευγουσών, τις αρχές της ισότητας των ευκαιριών και της διαφάνειας.

54      Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

55      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και εν μέρει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σε διάφορα σημεία

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

56      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι από τα ελλιπή πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε το ΓΕΕΑ προκύπτει σοβαρή και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς διάφορα σημεία, χωρίς την οποία η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας θα μπορούσε να έχει καταταγεί στην πρώτη θέση σύμφωνα με το σύστημα της προτεραιότητας. Κατ’ αυτές, η ανωτέρω πλάνη καθιστά πλημμελή την αξιολόγηση που πραγματοποίησε η αναθέτουσα αρχή βάσει καθενός από τα προβλεπόμενα στη συγγραφή υποχρεώσεων κριτήρια αναθέσεως. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν μεταξύ άλλων τα αρνητικά σχόλια που εκτέθηκαν στα έγγραφα του ΓΕΕΑ της 11ης Απριλίου και της 2ας Μαΐου 2011.

57      Όσον αφορά την αξιολόγηση της αναθέτουσας αρχής βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ένδεκα αιτιάσεις οι οποίες εξετάζονται κατωτέρω είτε σε ατομική βάση είτε —εφόσον αλληλεπικαλύπτονται— από κοινού. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω κριτήριο αναθέσεως απαιτούσε από κάθε διαγωνιζόμενο να παρουσιάσει «βασιζόμενος στη μεθοδολογία του και στην πείρα του, τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες που θα εκτελέσει όσον αφορά τη διαχείριση του έργου», και περιλάμβανε, ενδεικτικώς και όχι σε αποκλειστική βάση, επτά επιμέρους κριτήρια, ήτοι τον έλεγχο προόδου, τη διαδικασία διαχειρίσεως επιμέρους ζητημάτων, τη διαδικασία διαχειρίσεως μεταβολών, τη διαχείριση διαδικασιών κλιμακωτών επεμβάσεων, το πρόγραμμα συγκεντρώσεως πορισμάτων από την εφαρμοζόμενη πρακτική, το σχέδιο επικοινωνίας και τις διαδικασίες αποδοχής του παραδοτέου (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

58      Επίσης, υπογραμμίζεται ότι η αναθέτουσα αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη προκειμένου να αποφασίσει τη σύναψη συμβάσεως κατόπιν διαγωνισμού και ότι ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο του υποστατού και της ορθής διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2011, bpost κατά Επιτροπής, T‑514/09, EU:T:2011:689, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της προβαλλόμενης σε σχέση με διάφορα σημεία πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως που αφορά το πρώτο κριτήριο αναθέσεως

[παραλειπόμενα]

–       Επί της έκτης αιτιάσεως

81      Με την έκτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση του ΓΕΕΑ ότι δεν απαιτούνταν για κάθε έργο ένας διαχειριστής προγράμματος, ένας κύριος διαχειριστής έργου και ένας διαχειριστής έργου. Οι προσφεύγουσες, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της υποθέσεως εργασίας αριθ. 1, παρουσίασαν και αιτιολόγησαν, στα κεφάλαια 2 και 4 της προσφοράς τους, με βάση την απαιτούμενη από τη συγγραφή υποχρεώσεων πείρα τους, την πρότασή τους να καθιερωθεί ομάδα διοικήσεως έργου, που θα περιλάμβανε ένα διαχειριστή προγράμματος και έναν κύριο διαχειριστή έργου.

82      Υπενθυμίζεται ότι το ΓΕΕΑ, στο από 11 Απριλίου 2011 έγγραφό του, επισήμανε ότι «τα έργα που προβλέπονται στην προσφορά [των προσφευγουσών] δεν απαιτούν στο σύνολό τους έναν διαχειριστή προγράμματος, έναν κύριο διαχειριστή έργου και ένα διαχειριστή έργου». Στα έγγραφα που κατέθεσε στο Γενικό Δικαστήριο, το ΓΕΕΑ επιβεβαίωσε ότι κακώς οι προσφεύγουσες υπέθεσαν ότι το ΓΕΕΑ διαχειριζόταν όλα τα έργα στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, προτείνοντας κατά συνέπεια λύση που περιλάμβανε έναν διαχειριστή προγράμματος, έναν κύριο διαχειριστή έργου και ένα διαχειριστή έργου για κάθε έργο. Πάντως, το περιορισμένο μέγεθος και έκταση του έργου που χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα, ήτοι της υποθέσεως εργασίας αριθ. 1, δεν δικαιολογούσε την πρόταση των τριών αυτών ρόλων.

83      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την περιλαμβανόμενη στη συγγραφή υποχρεώσεων γενική περιγραφή των απαιτήσεων που έπρεπε να πληρούν οι διαγωνιζόμενοι, αυτοί καλούνταν να παρουσιάσουν τα «τα προς εκτέλεση καθήκοντα και δραστηριότητες προκειμένου για τη διαχείριση και υλοποίηση του έργου το οποίο αφορά η υπόθεση εργασίας αριθ. 1». Η υπόθεση εργασίας αριθ. 1, όπως περιγραφόταν στο παράρτημα 18 της συγγραφής υποχρεώσεων, αφορούσε απλώς τον σχεδιασμό ενός και μόνο «έργου υλοποιήσεως συστήματος πληροφορικής» και όχι πρόγραμμα που περιλάμβανε διάφορα έργα αυτού του τύπου, οπότε η αναθέτουσα αρχή μπορούσε βασίμως να διατυπώσει αρνητική κρίση για τον προτεινόμενο από τις προσφεύγουσες ρόλο διαχειριστή προγράμματος.

84      Αντιθέτως, από τη συγγραφή υποχρεώσεων, ιδίως δε από το πρώτο κριτήριο αναθέσεως και από την περιγραφή της υποθέσεως εργασίας αριθ. 1, δεν προκύπτει με την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια, κατά την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 44 ανωτέρω νομολογίας, ότι πρόθεση του ΓΕΕΑ ήταν να καλέσει τους διαγωνιζομένους να υποβάλουν μια πρόταση που δεν θα περιείχε ούτε τους ρόλους του κύριου διαχειριστή έργου και του διαχειριστή έργου, όπως πρότειναν οι προσφεύγουσες. Ομοίως, το ΓΕΕΑ δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η πρόταση τέτοιων ρόλων θα ήταν ασύμβατη με την υπόθεση εργασίας αριθ. 1. Τέλος, το ΓΕΕΑ, σε αντίθεση με όσα προέβαλε προς άμυνά του σε σχέση με την πρώτη και πέμπτη αιτίαση, δεν υποστήριξε, ως προς την πτυχή αυτή, ότι οι προσφεύγουσες απέκλιναν από τη μεθοδολογία Prince2. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της ασάφειας της συγγραφής υποχρεώσεων ως προς το σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν την ευχέρεια, βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, να παρουσιάσουν τα προς εκτέλεση καθήκοντα και δραστηριότητες αναφορικά με τη διαχείριση του έργου στηριζόμενες στη δική τους μεθοδολογία και στη δική τους πείρα.

85      Με δεδομένες ιδίως την προαναφερθείσα ασάφεια της συγγραφής υποχρεώσεων καθώς και τη σύντομη και αόριστη κρίση της επιτροπής αξιολογήσεως, είναι αδύνατο, τόσο για τις προσφεύγουσες όσο και για το Γενικό Δικαστήριο, να ελέγξουν τον εύλογο χαρακτήρα της αρνητικής παρατηρήσεως που διατυπώθηκε για τους προτεινόμενους ρόλους του κύριου διαχειριστή έργου και του διαχειριστή έργου και, ως εκ τούτου, να κρίνουν αν η παρατήρηση αυτή βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

86      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι ως προς την πτυχή αυτή δεν παρασχέθηκε αιτιολογία κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 125 έως 135 κατωτέρω).

–       Επί της όγδοης αιτιάσεως

87      Με την όγδοη αιτίαση, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την τελική παρατήρηση που διατύπωσε η επιτροπή αξιολογήσεως βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, κατά την οποία «[τ]ο σύνολο της προσφοράς της [πρώτης προσφεύγουσας] έχει πολύ λειτουργικό, όχι όμως στρατηγικό χαρακτήρα και δίδει έμφαση σε έναν τύπο διαχειριστή έργου διαφορετικό από εκείνον που προσδοκούσε το ΓΕΕΑ». Η παρατήρηση αυτή είναι αυθαίρετη και δεν βρίσκει έρεισμα στη συγγραφή υποχρεώσεων. Η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας ανταποκρινόταν στο σύνολο των απαιτήσεων της συγγραφής υποχρεώσεων και των βέλτιστων πρακτικών στον τομέα της διαχειρίσεως έργου, ήτοι του Prince2. Οι προσφεύγουσες μνημονεύουν συναφώς το σημείο 4.1.1 της προσφοράς τους, που επιγραφόταν «Οργανωτική δομή», με το οποίο προτεινόταν μια ενοποιημένη και κεντρική δομή στο πλαίσιο της οποίας μια ομάδα διοικήσεως έργου θα διευθύνει, θα διαχειρίζεται, θα ελέγχει και θα παρακολουθεί κάθε έργο, συμπεριλαμβανομένων τόσο των ανεξάρτητων έργων, όπως εκείνο περί του οποίου γινόταν λόγος στην υπόθεση εργασίας αριθ. 1, όσο και των έργων που θα εντάσσονταν σε ορισμένο πρόγραμμα. Ο διαχειριστής προγράμματος θα ήταν μέλος της ομάδας διοικήσεως έργου και θα είχε συνολική εποπτεία ασκώντας συγχρόνως γενικό έλεγχο επί του συνόλου των εκτελούμενων δυνάμει της συμβάσεως-πλαισίου έργων και προγραμμάτων, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική, ομοιόμορφη και ενδεδειγμένη διαχείρισή τους. Επομένως, το ΓΕΕΑ, αξιολογώντας αρνητικώς την προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας βάσει απαιτήσεως που δεν προβλεπόταν στη συγγραφή υποχρεώσεων, και συγκεκριμένα της απαιτήσεως κατά την οποία «το ΓΕΕΑ [διηύθυνε] όλα τα έργα του εντός του ίδιου προγράμματος», υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

88      Κατά τη διάρκεια της δίκης, το ΓΕΕΑ περιορίστηκε συναφώς στην επίκληση του επιχειρήματος που μνημονεύθηκε στη σκέψη 82 ανωτέρω. Πάντως, όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο των παρατιθέμενων στη σκέψη 84 ανωτέρω σκέψεων, επισημαίνεται ότι, ελλείψει αρκούντως σαφών και ακριβών κριτηρίων στη συγγραφή υποχρεώσεων, η τελική παρατήρηση της επιτροπής αξιολογήσεως, ιδίως το αόριστο αρνητικό σχόλιο σχετικά με το ότι το ΓΕΕΑ προσδοκούσε «άλλο τύπο διαχειριστή έργου», δεν είναι κατανοητή, με αποτέλεσμα ούτε οι προσφεύγουσες ούτε το Γενικό Δικαστήριο να δύνανται να ελέγξουν τον εύλογο χαρακτήρα της και, ακολούθως, να κρίνουν αν το αρνητικό σχόλιο αυτό βαρύνεται ή όχι με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, δυνάμει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, οι διαγωνιζόμενοι καλούνταν να παρουσιάσουν τα προς εκτέλεση καθήκοντα και δραστηριότητες όσον αφορά τη διαχείριση έργου, βασιζόμενοι στη δική τους μεθοδολογία και στη δική τους πείρα, επομένως όχι βάσει τυχόν πρακτικής ή πείρας του ΓΕΕΑ που δεν περιγραφόταν στη συγγραφή υποχρεώσεων.

89      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι ως προς την πτυχή αυτή δεν παρασχέθηκε αιτιολογία κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 125 έως 135 κατωτέρω).

–       Επί της ένατης, της δέκατης και της ενδέκατης αιτιάσεως

90      Με την ένατη, δέκατη και ενδέκατη αιτίαση, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την φερόμενη ως ελλιπή, διφορούμενη και αόριστη απάντηση του ΓΕΕΑ, που περιλαμβανόταν στο από 2 Μαΐου 2011 έγγραφό του, σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη βαθμολογία και τη συγκριτική αξιολόγηση της προσφοράς τους βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, σε σχέση με τις προσφορές των λοιπών επιλεγέντων. ΤΟ ΓΕΕΑ περιορίστηκε στην αόριστη εκτίμηση ότι οι δύο λοιπές προσφορές κρίθηκαν καλύτερες κατά το μέρος που σε καθεμία από αυτές περιγράφονταν οι «θεωρητικές και πρακτικές πτυχές της χρήσεως του συστήματος Prince2» και «η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία καθορίζονταν ως τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου». Εντούτοις, οι προσφεύγουσες, στα σημεία 2.1.1 και 2.1.2 της προσφοράς τους, επίσης παρουσίασαν τις θεωρητικές και πρακτικές πτυχές της μεθοδολογίας Prince2 για τη διαχείριση έργου και υπέβαλαν λεπτομερή πρόταση για τα καθήκοντα διαχειρίσεως των μεταβολών και τις δραστηριότητες επικοινωνίας στο πλαίσιο του έργου του ΓΕΕΑ. Εξάλλου, στα σημεία 2.2 έως 2.11 της εν λόγω προσφοράς, εξέθεσαν λεπτομερώς τις πρακτικές πτυχές της εφαρμογής της βασισμένης στο σύστημα Prince2 μεθοδολογικής προτάσεώς τους όσον αφορά τη διαχείριση έργου και την εκτέλεση των καθηκόντων διαχειρίσεως έργου στο πλαίσιο της υποθέσεως εργασίας αριθ. 1. Ομοίως, στο σημείο 2.5 της προσφοράς αυτής έγινε εμπεριστατωμένη περιγραφή της μεθόδου που θα εφαρμοζόταν για τη διαχείριση των μεταβολών και στα σημεία 2.10 και 2.8 παρουσιάζονταν το προτεινόμενο σχέδιο επικοινωνίας και οι προτεινόμενες διαδικασίες κλιμακωτών επεμβάσεων, το δε ΓΕΕΑ δεν παρέσχε εξηγήσεις ως προς τα προβαλλόμενα από αυτό κενά ή ως προς τη φερόμενη ως καλύτερη ποιότητα των λοιπών προσφορών σχετικά με το σημείο αυτό (ένατη αιτίαση). Επιπλέον, το πρώτο κριτήριο αναθέσεως δεν απαιτούσε να διευκρινιστεί η σημασία των προτεινόμενων καθηκόντων διαχειρίσεως έργου, πράγμα το οποίο θα ήταν αντίθετο στις βέλτιστες πρακτικές και παγίως εφαρμοζόμενες μεθόδους σε διεθνές επίπεδο. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες παρουσίασαν μεθοδολογία διαχειρίσεως έργου που ήταν πλήρως καθορισμένη, είχε συνεκτική και σαφή δομή, και προέβλεπε ότι οι διαδικασίες, δραστηριότητες και καθήκοντα διαχειρίσεως έργου είχαν, στο σύνολό τους, ουσιώδη σημασία για την επιτυχή υλοποίηση του έργου (δέκατη αιτίαση). Τέλος, το ΓΕΕΑ δεν παρέσχε αιτιολογία για το πολύ χαμηλό σύνολο των 22,81 μορίων με το οποίο βαθμολόγησε την προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, ενώ η προσφορά του επιλεγέντος που κατατάχθηκε στην πρώτη θέση έλαβε τη μέγιστη βαθμολογία των 40 μορίων (ενδέκατη αιτίαση).

91      Επιβάλλεται καταρχάς να γίνει αναφορά των σκέψεων 48 έως 53 ανωτέρω, σχετικά με την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, από τις οποίες προκύπτει ότι η αρνητική συγκριτική αξιολόγηση της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας, κατά την οποία στις προσφορές των λοιπών επιλεγέντων «η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία καθορίζονταν ως τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου», συνεπάγεται παραβίαση των αρχών της ισότητας των ευκαιριών και της διαφάνειας, καθόσον δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο κείμενο του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως και, ως εκ τούτου, εντάσσεται σε στάθμιση των διαφόρων επιμέρους κριτηρίων του προαναφερθέντος κριτηρίου αναθέσεως, η οποία δεν είχε καταστεί εκ των προτέρων γνωστή στους διαγωνιζομένους. Από τα ανωτέρω προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα ότι η εν λόγω αξιολογική κρίση δεν έχει εύλογο χαρακτήρα και βαρύνεται επίσης με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη στάθμιση των εν λόγω επιμέρους κριτηρίων.

92      Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της δίκης, το ΓΕΕΑ δεν θεώρησε σκόπιμο να τοποθετηθεί επί της εμπεριστατωμένης επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών ούτε επί του τρόπου κατά τον οποίο η επιτροπή αξιολογήσεως εξήγαγε το συγκεντρωτικό αποτέλεσμα των 22,81 μορίων επί συνόλου 40 μορίων, όσον αφορά την προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο από 2 Μαΐου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ. Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ, απαντώντας σε συγκεκριμένη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, εξήγησε κατ’ ουσίαν ότι, εν προκειμένω, η εκτίμηση των αξιολογητών της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας δεν στηρίχθηκε σε ορισμένο μαθηματικό τύπο βάσει του οποίου ορισμένα μόρια αφαιρούνταν ανά επιμέρους κριτήριο ή για ορισμένες αρνητικές παρατηρήσεις, δεδομένου ότι οι αξιολογητές αυτοί βαθμολόγησαν, βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, την εν γένει ποιότητα του όλου τμήματος της ως άνω προσφοράς με ένα συνολικό βαθμό. Συναφώς, το γεγονός ότι η βαθμολογία περιλαμβάνει δεκαδικό αριθμό, με δύο ψηφία μετά την υποδιαστολή (22,81), οφείλεται στο ότι οι προσφορές αξιολογήθηκαν από περισσότερους αξιολογητές των οποίων οι βαθμολογίες προστέθηκαν και το άθροισμα αυτών διαιρέθηκε δια του αριθμού των αξιολογητών αυτών.

93      Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι εξηγήσεις αυτές, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο από 3 Μαΐου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ, έχουν υποβληθεί εκπροθέσμως και επίσης στερούνται εύλογου χαρακτήρα. Συναφώς, ελλείψει διευκρινίσεως στη συγγραφή υποχρεώσεων σχετικά με την εφαρμοστέα στάθμιση των διαφόρων επιμέρους κριτηρίων του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως και ελλείψει προσκομίσεως έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων από το ΓΕΕΑ προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως ανακριβές το επιχείρημά του ότι οι αξιολογητές δεν κατένειμαν ορισμένα μόρια στα επίμαχα επιμέρους κριτήρια που απαριθμούνταν στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κριτηρίου αναθέσεως, δυνάμει του οποίου οι διαγωνιζόμενοι μπορούσαν να λάβουν μέγιστη βαθμολογία 40 μορίων. Περαιτέρω, όπως υποστήριξαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά μείζονα λόγο δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι οι αξιολογητές δεν χρησιμοποίησαν μαθηματικό τύπο ή, τουλάχιστον, δεν υποδιαίρεσαν τα μόρια ανά επιμέρους κριτήριο για την αξιολόγηση των προσφορών βάσει του ανωτέρω κριτηρίου αναθέσεως. Πράγματι, έστω και αν τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της αξιολογήσεως διαιρεθούν δια του συνολικού αριθμού των αξιολογητών, όπως διατείνεται ότι συνέβη το ΓΕΕΑ, η εξαγωγή συγκεντρωτικής βαθμολογίας που περιλαμβάνει δεκαδικούς αριθμούς δεν θα ήταν δυνατή ελλείψει ορισμένου μαθηματικού τύπου ή υποδιαιρέσεως των μορίων βαθμολογίας ανά επιμέρους κριτήριο. Επομένως, το επιχείρημα του ΓΕΕΑ ότι βαθμολόγησε, βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως, το όλο τμήμα της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας με ένα συνολικό βαθμό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

94      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το από 2 Μαΐου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ δεν περιλαμβάνει καμία εύλογη εξήγηση ως προς τα ανωτέρω. Πράγματι, το εν λόγω έγγραφο περιορίζεται στην αόριστη διαπίστωση ότι «οι προσφορές των [λοιπών επιλεγέντων], οι οποίες εμφάνιζαν πολύ καλό, και μάλιστα εξαιρετικό, επίπεδο ως προς το πρώτο κριτήριο αναθέσεως, περιείχαν στοιχεία από τα οποία προέκυπτε πολύ καλή χρήση του συστήματος Prince2, και εξηγούσαν καταρχάς το εν λόγω σύστημα πριν περιγράψουν τον τρόπο κατά τον οποίο αυτό θα χρησιμοποιούνταν στο ΓΕΕΑ, με αποτέλεσμα οι εν λόγω προσφορές να καλύπτουν τόσο τις θεωρητικές όσο και πρακτικές πτυχές χρήσεως του συστήματος Prince2». Εξάλλου, το ΓΕΕΑ αρκέστηκε στην επισήμανση ότι στις προσφορές αυτές «η διαχείριση των μεταβολών και η επικοινωνία καθορίζονταν ως τα δύο ουσιαστικότερα καθήκοντα για την επιτυχή υλοποίηση του έργου» για να συναγάγει ότι, «[β]άσει συγκρίσεως, η επιτροπή αξιολογήσεως έκρινε τις προτάσεις αυτές καλύτερης ποιότητας από εκείνη των [προσφευγουσών]». Πάντως, δεδομένων, αφενός, των ασαφών και ελλιπών αυτών αξιολογικών εκτιμήσεων που παρατίθενται στο ως άνω έγγραφο, οι οποίες καλύπτουν ορισμένα μόνο επιμέρους κριτήρια του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως και δεν διευκρινίζουν την ακριβή αριθμό μορίων τον οποίο η αναθέτουσα αρχή είχε προβλέψει για καθένα από τα προαναφερθέντα επιμέρους κριτήρια καθώς και, αφετέρου, της σιωπής της συγγραφής υποχρεώσεων όσον αφορά τη στάθμιση των επιμέρους κριτηρίων αυτών στο σύνολό τους, ούτε οι προσφεύγουσες ούτε το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να κατανοήσουν τον τρόπο κατά τον οποίο η αναθέτουσα αρχή, κατά την πραγματοποίηση των ατομικών και συγκριτικών αξιολογήσεων των υποβληθεισών προσφορών, κατένειμε τα διαθέσιμα μόρια στο πλαίσιο του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως και των διαφόρων επιμέρους κριτηρίων του.

95      Κατά συνέπεια, πέραν της διαπιστωθείσας στη σκέψη 91 ανωτέρω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη τέτοιας πρόδηλης πλάνης ως προς τα ανωτέρω, ακριβώς διότι η απόφαση περί αναθέσεως στερείται επαρκούς αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 125 έως 135 κατωτέρω).

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

96      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά πλημμελή αιτιολογία, η ένατη αιτίαση του εξεταζόμενου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το πρώτο κριτήριο αναθέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, όσον αφορά την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως που διαπιστώθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω, το δε σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά ως αβάσιμο.

 Επί της προβαλλόμενης σε σχέση με διάφορα σημεία πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως που αφορά το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως

97      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την αρνητική αξιολόγηση της προσφοράς τους βάσει του δεύτερου κριτηρίου αναθέσεως, όπως αυτή εκτίθεται στο από 11 Απριλίου 2011 έγγραφο, κατά την οποία δεν υφίσταται «κανένα παράδειγμα παραδοτέου όσον αφορά τη μελέτη περιπτώσεως: καθημερινή καταγραφή δραστηριότητας, συλλογή στοιχείων παραμετροποίησης, εκθέσεις επί των κύριων δεικτών». Προς στήριξη του σκέλους αυτού, πρώτον, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το ΓΕΕΑ δεν απάντησε σε καμία από τις τεκμηριωμένες αμφισβητήσεις που διατύπωσαν συναφώς με το από 18 Απριλίου 2011 έγγραφό τους. Ειδικότερα, η συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαιτούσε την παράθεση παραδείγματος, αλλ’ απλώς την παρουσίαση των προς εκτέλεση καθηκόντων και δραστηριοτήτων στον τομέα των τεχνικών συμβουλών. Δεύτερον, το σημείο 6.2 της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας παρέχει παραδείγματα χρησιμοποιούμενων προτύπων και υποδειγμάτων για κάθε παραδοτέο, πράγμα το οποίο αποδέχθηκε εν τέλει το ΓΕΕΑ. Τα υποδείγματα αυτά είναι εξαντλητικά και δεόντως τεκμηριωμένα, δεδομένου ότι εκθέτουν την ακριβή δομή, τα τμήματα και το περιεχόμενο των παραδοτέων παροχών στο πλαίσιο της υποθέσεως εργασίας που περιγράφεται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Τρίτον, το ΓΕΕΑ, στο από 2 Μαΐου 2011 έγγραφό του, δεν εξήγησε από ποια άποψη οι λοιποί επιλεγέντες παρουσίασαν πολύ καλά παραδείγματα παραδοτέων ούτε τους λόγους για τους οποίους οι προσφορές τους κρίθηκαν ως καλύτερης ποιότητας από εκείνη των προσφευγουσών. Τα στοιχεία που επικαλείται το ΓΕΕΑ δεν αφορούν τα παραδοτέα στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου, αλλ’ απλώς παραδοτέα σχετικά με τη διαχείριση έργου που ενδείκνυνται κατά τη μεθοδολογία Prince2. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προσέθεσαν ότι, όπως εκτίθεται στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των προσφορών βάσει του δεύτερου κριτηρίου αναθέσεως, το ΓΕΕΑ αξιολόγησε θετικώς την υποβολή από άλλους διαγωνιζομένους δειγμάτων προηγούμενων έργων, στοιχείο που ισοδυναμεί, αφενός, με εκ των υστέρων ορισμό νέου επιμέρους κριτηρίου και, αφετέρου, παράνομη σύγχυση του σχετικού με την πείρα κριτηρίου ποιοτικής επιλογής και του επίμαχου κριτηρίου αναθέσεως. Εντούτοις, όπως σαφώς προκύπτει από το σημείο 11 της συγγραφής υποχρεώσεων, που επιγράφεται «Υποβολή παραδειγμάτων», «η υποβολή προσφοράς δεν πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από την υποβολή παραδειγμάτων».

98      Το ΓΕΕΑ αντιτείνει ότι ο όρος «παράδειγμα» που χρησιμοποιείται στο από 11 Απριλίου 2011 έγγραφο πρέπει κατ’ ουσίαν να ερμηνευθεί υπό την έννοια της «παρουσιάσεως» των προτεινόμενων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, η συγγραφή υποχρεώσεων απαιτούσε την περιγραφή του τρόπου εκτελέσεως των καθηκόντων και δραστηριοτήτων και, ακολούθως, την επαρκή παρουσίαση των υπηρεσιών, βάσει δειγμάτων των εν λόγω υπηρεσιών που θα παρέχονταν στο πλαίσιο της υποθέσεως εργασίας αριθ. 1. Η αρνητική παρατήρηση ότι η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας περιλάμβανε πέντε «τυφλά δείγματα» αποδεικνύει αφ’ εαυτού ότι η ποιότητά της ήταν χαμηλή και ότι οι προσφεύγουσες είχαν γνώση της υποχρεώσεως να περιλάβουν στην προσφορά τους δείγματα υπηρεσιών. Πάντως, σε αντίθεση με τα δείγματα που υπέβαλαν άλλοι διαγωνιζόμενοι, ιδίως η Accenture, η οποία έλαβε συναφώς τη μεγαλύτερη βαθμολογία, τα τυφλά δείγματα που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν ήταν προσαρμοσμένα στην υπόθεση εργασίας αριθ. 1. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ διευκρίνισε ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν αξιολόγησε την προηγούμενη πείρα των διαγωνιζομένων, αλλ’ απλώς συνεκτίμησε την προστιθέμενη αξία που αντιπροσώπευαν τα υποβληθέντα δείγματα παραδοτέων, καθόσον αποδείκνυαν ότι οι εν λόγω διαγωνιζόμενοι είχαν όντως κατανοήσει τις ανάγκες του ΓΕΕΑ και όλα τα απαραίτητα στοιχεία.

99      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, αφενός, το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως όριζε ότι «ο διαγωνιζόμενος, βασιζόμενος στη μεθοδολογία του και την πείρα του, παρουσιάζει τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες που θα εκτελέσει όσον αφορά την παροχή τεχνικών συμβουλών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως (όχι όμως και αποκλειστικώς) [...] της αξιολογήσεως της δομής· της αναλύσεως της αποδόσεως· της αξιολογήσεως της ασφάλειας· της δυνατότητας ενσωματώσεως σε άλλα συστήματα» και ότι, αφετέρου, η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας έλαβε 24,5 μόρια επί συνόλου 30 σε σχέση με το εν λόγω κριτήριο αναθέσεως, ενώ οι λοιποί επιλεγέντες βαθμολογήθηκαν αντιστοίχως με 28 και 20 μόρια.

100    Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αρνητικό σχόλιο που διατυπώθηκε στο από 11 Απριλίου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ, ότι η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας δεν παρέθετε κανένα «παράδειγμα του παραδοτέου όσον αφορά τη μελέτη περιπτώσεως [...]» στηρίζεται σε μη αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά, καθόσον οι προσφεύγουσες περιορίστηκαν στην υποβολή τυφλών δειγμάτων ή απλώς κενών υποδειγμάτων που είχαν προσαρτηθεί στο σημείο 6.2 της προσφοράς τους.

101    Εντούτοις, από τη συγγραφή υποχρεώσεων και, ιδίως, από το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως δεν προκύπτει ότι οι διαγωνιζόμενοι όφειλαν να παρουσιάσουν «παραδείγματα παραδοτέου όσον αφορά τη μελέτη περιπτώσεως» ή ότι μια τέτοια παρουσίαση θα μπορούσε να θεωρηθεί από την αναθέτουσα αρχή ως έχουσα προστιθέμενη αξία, όπως διατείνεται το ΓΕΕΑ κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντιθέτως, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το σημείο 11 της συγγραφής υποχρεώσεων, που επιγραφόταν «Υποβολή παραδειγμάτων», προέβλεπε σαφώς ότι «η υποβολή προσφοράς δεν πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από την υποβολή παραδειγμάτων». Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το αβάσιμο επιχείρημα του ΓΕΕΑ ότι ο όρος «παράδειγμα» που περιλαμβάνεται στο από 11 Απριλίου 2011 έγγραφο πρέπει κατ’ ουσίαν να ερμηνευθεί υπό την έννοια της «παρουσιάσεως» των προτεινόμενων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η αρνητική παρατήρηση «κανένα παράδειγμα παραδοτέου για τη μελέτη περιπτώσεως [...]» μπορεί να ερμηνευθεί μόνο υπό την έννοια ότι, κατά την αναθέτουσα αρχή, οι προσφεύγουσες παρέλειψαν να παρουσιάσουν τέτοια παραδείγματα. Επιπλέον, οι λόγοι για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας περιείχε ανεπαρκή παρουσίαση των στοιχείων «καθημερινή καταγραφή δραστηριότητας, συλλογή στοιχείων παραμετροποίησης, εκθέσεις επί των κύριων δεικτών» δεν προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια από το προαναφερθέν έγγραφο.

102    Οι ως άνω εκτιμήσεις επαρκούν προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η αρνητική παρατήρηση που περιλαμβάνεται στο από 11 Απριλίου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στη συγγραφή υποχρεώσεων και, ως εκ τούτου, βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις που έχουν προβάλει συναφώς οι προσφεύγουσες.

103    Επομένως, το σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως που αφορά την αξιολόγηση της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας βάσει του δεύτερου κριτηρίου αναθέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί της προβαλλόμενης σε σχέση με διάφορα σημεία πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως που αφορά το τρίτο κριτήριο αναθέσεως

104    Υπενθυμίζεται ότι το τρίτο κριτήριο αναθέσεως απαιτούσε από τους διαγωνιζομένους να καθορίσουν την «εκτιμώμενη ποσότητα εργασίας (προσπάθεια) που απαιτείται για κάθε καθήκον και για κάθε δραστηριότητα της διαχειρίσεως του έργου» και ότι, ως προς το σημείο αυτό, η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας βαθμολογήθηκε με τέσσερα μόνο μόρια επί συνόλου δέκα. Προς αιτιολόγηση της βαθμολογίας αυτής, το ΓΕΕΑ, στο από 11 Απριλίου 2011 έγγραφό του, επισήμανε, όσον αφορά τις αρνητικές πτυχές, ότι «ένα έργο που δεν συνδέεται με ορισμένο πρόγραμμα (όπως προβλέπεται στην υπόθεση εργασίας αριθ. 1) δεν απαιτεί κανένα διαχειριστή προγράμματος[·] ύπαρξη πολλών επιπέδων γενικών δαπανών[·] η εκτιμώμενη ποσότητα εργασίας που προβλέφθηκε για τη διαχείριση έργου αντιπροσωπεύει 24 % του συνόλου της ποσότητας εργασίας που θα απαιτηθεί για το έργο που προβλέπεται στην υπόθεση εργασίας αριθ. 1». Στο από 2 Μαΐου 2011 έγγραφό του, το ΓΕΕΑ διευκρίνισε επίσης ότι «καλύτερες προσφορές δεν προέβλεψαν ποσότητα εργασίας για διαχειριστή προγράμματος, παρέχοντας σχετική αιτιολόγηση» και ότι, «[β]άσει συγκρίσεως, η επιτροπή αξιολογήσεως προτίμησε την προσέγγιση αυτή δίνοντάς της καλύτερη βαθμολογία».

[παραλειπόμενα]

107    Όσον αφορά καταρχάς το σφάλμα υπολογισμού ή την πλάνη εκτιμήσεως πραγματικών στοιχείων σε σχέση με την ποσότητα εργασίας που θα απαιτούνταν για τη διαχείριση του προγράμματος, ήτοι 12 % αντί 24 %, επισημαίνεται ότι, ήδη κατά το στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, το ΓΕΕΑ αναγνώρισε την ύπαρξη του σφάλματος αυτού και ότι, κατά τη διάρκεια της δίκης, προσκόμισε εσωτερικό υπηρεσιακό σημείωμα της 24ης Απριλίου 2011 με εναλλακτικούς υπολογισμούς βάσει των οποίων μπορούσε να γίνει δεκτό ότι ακόμη και αν δεν υφίστατο σφάλμα υπολογισμού ή ακόμη και αν η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας βαθμολογούνταν με τον μέγιστο αριθμό των δέκα μορίων, η προσφορά αυτή θα κατατασσόταν στην τρίτη θέση σύμφωνα με το σύστημα της προτεραιότητας. Πάντως, απλή πλάνη σχετικά με πραγματικά στοιχεία ή απλά σφάλματα υπολογισμού, χωρίς δυνητικές επιπτώσεις στο αποτέλεσμα ορισμένης διαδικασίας, δεν αποτελούν δικαιολογητική βάση για την ακύρωση της αμφισβητούμενης πράξεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2005, Freistaat Thüringen κατά Επιτροπής, T‑318/00, Συλλογή, EU:T:2005:363, σκέψη 191 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑50/05, Συλλογή, EU:T:2010:101, σκέψη 159).

108    Επομένως, η ως άνω μη αμφισβητούμενη πλάνη σχετικά με πραγματικά στοιχεία δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διαπίστωση παρανομίας που θα δικαιολογούσε την ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως.

[παραλειπόμενα]

111    Επομένως, οι αιτιάσεις κατά της εκτιμήσεως της αναθέτουσας αρχής βάσει του τρίτου κριτηρίου αναθέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

[παραλειπόμενα]

 Συμπέρασμα επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως

121    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλημμελή αιτιολογία, πρέπει να γίνουν δεκτά, αφενός, η ένατη αιτίαση του πρώτου σκέλους, σχετικά με το πρώτο κριτήριο αναθέσεως, κατά το μέρος που αφορά την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως που διαπιστώθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω και, αφετέρου, το δεύτερο σκέλος στο σύνολό του, σχετικά με το δεύτερο κριτήριο αναθέσεως, (βλ. σκέψεις 97 έως 103 ανωτέρω), ο δε τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλημμελή αιτιολογία

122    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν διάφορες παραβάσεις του άρθρου 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, του άρθρου 149 των κανόνων εφαρμογής καθώς και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

123    Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να προσκομίσει τις προσφορές των λοιπών επιλεγέντων στην πλήρη και μη εμπιστευτική μορφή τους καθώς και το πλήρες κείμενο της εκθέσεως αξιολογήσεως, συμπεριλαμβανομένων των παρατηρήσεων επί των εν λόγω προσφορών. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι τα αποσπάσματα της εκθέσεως αξιολογήσεως που αφορούν την εκτίμηση της προσφοράς τους, λόγω του ελλιπούς και αόριστου χαρακτήρα τους, περιέχουν πλημμελή αιτιολογία, με συνέπεια να εμποδίζονται αυτές να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματά τους και να καθίσταται, τουλάχιστον εν μέρει, αδύνατος ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος της νομιμότητας της αποφάσεως περί αναθέσεως. Η αιτίαση αυτή ισχύει ιδίως για τους ελλιπείς και ανεπαρκείς λόγους που εκτίθενται στο από 2 Μαΐου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ, οι οποίοι προβλήθηκαν προς αιτιολόγηση της συγκριτικής αξιολογήσεως της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας σε σχέση με τις προσφορές των λοιπών επιλεγέντων.

124    ΤΟ ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά και ζητεί την απόρριψη του αιτήματος των προσφευγουσών για λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή για διεξαγωγή αποδείξεων.

125    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης διαθέτουν, με την ιδιότητά τους ως αναθέτουσες αρχές, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η τήρηση στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να ελέγξουν αν συντρέχουν τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, Συλλογή, EU:C:1991:438, σκέψη 14· της 20ής Μαΐου 2009, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, T‑89/07, Συλλογή, EU:T:2009:163, σκέψη 61, και της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EFSA, T‑457/07, EU:T:2012:671, σκέψη 42).

126    Δυνάμει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το εκδίδον την πράξη όργανο οφείλει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση των λόγων που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, στο δε δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Επιπλέον, η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων λόγων και το συμφέρον που έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να λάβουν διευκρινίσεις (βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑9/10, EU:T:2013:88, σκέψεις 25 και 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑17/09, EU:T:2012:243, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

127    Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού καθώς και το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η αναθέτουσα αρχή ανταποκρίνεται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει έναντι των διαγωνιζομένων.

128    Κατά το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, «[η] αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε κάθε απορριφθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητας ή της προσφοράς του και σε κάθε προσφέροντα, του οποίου η προσφορά κρίθηκε παραδεκτή και ο οποίος υποβάλλει εγγράφως αίτηση προς τούτο, τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου».

129    Συναφώς, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δυνάμει της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την αναθέτουσα αρχή να διαβιβάσει σε διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, αφενός, πέραν των λόγων απορρίψεως της προσφοράς, επισταμένη συνοπτική έκθεση του τρόπου κατά τον οποία κάθε επιμέρους στοιχείο της προσφοράς του συνεκτιμήθηκε κατά την αξιολόγησή της και, αφετέρου, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως των σχετικών χαρακτηριστικών και πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, ενδελεχή συγκριτική εξέταση της επιλεγείσας προσφοράς και της προσφοράς του μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Ομοίως, η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να παράσχει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, κατόπιν γραπτού αιτήματός του, πλήρες αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑629/11 P, EU:C:2012:617, σκέψεις 21 έως 23· διατάξεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑561/10 P, EU:C:2011:598, σκέψη 27, και της 29ης Νοεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑235/11 P, EU:C:2011:791, σκέψεις 50 και 51). Εντούτοις, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ελέγχουν αν η μέθοδος που εφάρμοσε η αναθέτουσα αρχή για την τεχνική αξιολόγηση των προσφορών έχει εκτεθεί με σαφήνεια στη συγγραφή υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αναθέσεως, της βαρύτητας καθενός από αυτά για την αξιολόγηση, δηλαδή για τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας, καθώς και του ελάχιστου και μέγιστου αριθμού μορίων ανά κριτήριο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, EU:C:2012:617, σκέψη 29).

130    Η νομολογία έχει επίσης διευκρινίσει ότι, όταν η αναθέτουσα αρχή, κατόπιν υποβολής αιτήματος παροχής συμπληρωματικών διευκρινίσεων σχετικά με απόφαση περί αναθέσεως, αποστέλλει έγγραφο πριν την άσκηση προσφυγής, αλλά μετά την προθεσμία του άρθρου 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, το έγγραφο αυτό μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, εξυπακουομένου, πάντως, ότι το οικείο θεσμικό όργανο δεν επιτρέπεται να αντικαθιστά την αρχική με όλως νέα αιτιολογία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 126 ανωτέρω, EU:T:2013:88, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131    Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, δυνάμει της μνημονευθείσας στη σκέψη 129 ανωτέρω νομολογίας, η αναθέτουσα αρχή δεν έχει την υποχρέωση να παράσχει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της προσφοράς του αναδόχου ούτε της εκθέσεως αξιολογήσεως. Εξάλλου, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γραπτών υπομνημάτων των διαδίκων, των εγγράφων που έχουν τεθεί στον φάκελο της υποθέσεως και των αποτελεσμάτων της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει αρκούντως ενημερωθεί ώστε να αποφανθεί επί της κρινόμενης διαφοράς (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2006, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, T‑120/04, Συλλογή, EU:T:2006:350, σκέψη 80), με συνέπεια να μην πρέπει να εξεταστεί το αίτημα των προσφευγουσών για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή για τη διεξαγωγή αποδείξεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑125/07 P, C‑133/07 P και C‑137/07 P, Συλλογή, EU:C:2009:576, σκέψη 319, και διάταξη της 10ης Ιουνίου 2010, Thomson Sales Europe κατά Επιτροπής, C‑498/09 P, EU:C:2010:338, σκέψη 138).

132    Περαιτέρω, όσον αφορά τους λόγους που παρέθεσε εκ των υστέρων το ΓΕΕΑ, και συγκεκριμένα στα από 11 Απριλίου και 2 Μαΐου 2011 έγγραφά του, δεν αμφισβητείται ότι τα εν λόγω έγγραφα συνιστούν αυτά καθεαυτά συμπλήρωση της κατ’ άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού καθώς κατ’ άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, αιτιολογίας της αποφάσεως περί αναθέσεως, την οποία το Γενικό Δικαστήριο επιτρέπεται να λάβει υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι το από 2 Μαΐου 2011 έγγραφο του ΓΕΕΑ διαβιβάστηκε με τηλεομοιοτυπία στις προσφεύγουσες μόλις στις 12 Μαΐου 2011, ήτοι μετά την πάροδο της τασσόμενης με το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής προθεσμίας, η οποία υπολογίζεται με αφετηρία το πρώτο αίτημα των προσφευγουσών που υποβλήθηκε στις 30 Μαρτίου 2011, το έγγραφο αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας της αποφάσεως περί αναθέσεως (βλ. νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 130 ανωτέρω).

133    Επομένως, μένει να διευκρινιστεί αν και σε ποιο βαθμό τα ανωτέρω έγγραφα περιέχουν πλημμελή αιτιολογία, ακριβώς διότι δεν παρέσχαν στις μεν προσφεύγουσες τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων που δικαιολόγησαν τη λήψη του μέτρου, στα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να ασκήσουν έλεγχο επί της ουσιαστικής νομιμότητας.

134    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά την έκτη και την όγδοη έως ενδέκατη αιτίαση που αφορούν το πρώτο κριτήριο αναθέσεως καθώς και το σκέλος σχετικά με το τέταρτο κριτήριο αναθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διενεργήσει έλεγχο της ουσιαστικής νομιμότητας της αποφάσεως περί αναθέσεως, στο μέτρο κατά το οποίο η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ατομική και συγκριτική αξιολόγηση των προσφορών βάσει των επίμαχων τεχνικών κριτηρίων αναθέσεως. Οι αμφισβητούμενες εκτιμήσεις, όμως, αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της αιτιολογίας που είναι αναγκαία για την ορθή κατανόηση τόσο των απαιτήσεων που απορρέουν από τη συγγραφή υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων η βαρύτητα των επιμέρους κριτηρίων, όσο και της συναφούς ατομικής και συγκριτικής αξιολογήσεως των προσφορών από την αναθέτουσα αρχή (βλ. σκέψεις 81 έως 86, 87 έως 89 και 90 έως 95 ανωτέρω).

135    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η κατ’ άρθρο 100, παράγραφος 2, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αιτιολογία της αποφάσεως περί αναθέσεως περιέχει σε πολλά σημεία πλημμέλειες και ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Συμπέρασμα επί του ακυρωτικού αιτήματος

136    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, λόγω των ουσιαστικών και τυπικών πλημμελειών στις οποίες υπέπεσε το ΓΕΕΑ, όπως αυτές διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγου ακυρώσεως, η απόφαση περί αναθέσεως πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, δηλαδή ακόμη και κατά το μέρος που κατατάσσει τους λοιπούς επιλεγέντες στην πρώτη και δεύτερη θέση σύμφωνα με το σύστημα της προτεραιότητας (βλ. σκέψη 34, δεύτερη περίπτωση, ανωτέρω).

2.     Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

137    Όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες περιόρισαν το περιεχόμενο του αιτήματος αυτού, παραιτούμενες από τη ζητηθείσα αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω απώλειας του ευλόγως προσδοκώμενου κέρδους, στοιχείο το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Κατά τον τρόπο αυτό, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι δεν επιθυμούσαν πλέον την καταβολή αποζημιώσεως για την απώλεια της επίμαχης συμβάσεως, αλλά μόνον την αποκατάσταση της απώλειας ευκαιρίας να συνάψουν την εν λόγω σύμβαση με την ιδιότητα του αναδόχου που έχει καταταγεί στην πρώτη θέση, απώλειας που είναι διαφορετική από την απώλεια της ίδιας της συμβάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2008, Belfass κατά Συμβουλίου, T‑495/04, Συλλογή, EU:T:2008:160, σκέψη 124, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, T‑461/08, Συλλογή, EU:T:2011:494, σκέψη 210), καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της προσβολής της φήμης και της αξιοπιστίας τους.

138    Κατά τις προσφεύγουσες, κατ’ ουσίαν, η μορφή αυτή αποκαταστάσεως είναι αναγκαία λόγω της «μη αναστρέψιμης» αρνήσεως να τους ανατεθεί η επίμαχη σύμβαση, δεδομένου ότι η τελευταία θα έχει πιθανότατα εκτελεστεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η ένδικη διαδικασία. Ειδικότερα, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την απόφαση περί αναθέσεως και το ΓΕΕΑ διεξαγάγει νέα διαγωνιστική διαδικασία, οι «ανταγωνιστικές» συνθήκες για την ανάθεση της επίμαχης συμβάσεως δεν θα είναι οι ίδιες, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με βέβαιη απώλεια ευκαιρίας και τους προκαλεί σοβαρή βλάβη. Επομένως, το ΓΕΕΑ, έχοντας υπογράψει σύμβαση με τους λοιπούς επιλεγέντες, δημιούργησε μια μη αναστρέψιμη πραγματική κατάσταση με αποτέλεσμα την οριστική και ανεπανόρθωτη απώλεια της ευκαιρίας των προσφευγουσών να αναδειχθούν ανάδοχοι. Πρόκειται για βέβαιη ζημία —δεδομένου ότι μπορεί να αποτιμηθεί οικονομικώς παρά την αβεβαιότητα ως προς τον ακριβή ποσοτικό προσδιορισμό της— την οποία οι προσφεύγουσες υπολογίζουν εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη την αξία της συμβάσεως, της πολυπλοκότητας των τεχνικών ζητημάτων και του κύρους της αναθέτουσας αρχής, σε 650 000 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η αρχική διάρκεια ενός έτους της συμβάσεως και η δυνατότητα παρατάσεώς της κατά τρία έτη, καθώς και η άνευ δεσμεύσεων δυνατότητα του ΓΕΕΑ να προβεί σε επιμέρους παραγγελίες προς τον αντισυμβαλλόμενό του, επηρεάζουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των παράνομων ενεργειών της αναθέτουσας αρχής και της προκληθείσας ζημίας. Εν πάση περιπτώσει, η τήρηση της θεμελιώδους αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει την πλήρη αποκατάσταση της απώλειας που υπέστη θιγόμενος διαγωνιζόμενος.

139    Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή και, μεταξύ άλλων, το ύψος της ζημίας λόγω απώλειας ευκαιρίας ή λόγω προσβολής της φήμης ή της αξιοπιστίας των προσφευγουσών, την ύπαρξη τέτοιας προσβολής και, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της αναθέτουσας αρχής, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των προβαλλόμενων παρανομιών και της εν λόγω προσβολής, αφενός, και της φερόμενης ως προκληθείσας ζημίας, αφετέρου.

140    Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης ενέργειας των οργάνων της, μπορεί να θεμελιωθεί εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα όργανα ενέργειας, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης ενέργειας και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2013, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑474/10, EU:T:2013:528, σκέψη 215 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

141    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το αίτημα αποζημιώσεως στηρίζεται στις ίδιες παράνομες ενέργειες με εκείνες που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως και ότι η απόφαση αυτή βαρύνεται σε πολλά σημεία με ουσιαστική παρανομία, μεταξύ άλλων λόγω παραβιάσεως των αρχών της ισότητας των ευκαιριών και της διαφάνειας (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω) και με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ. σκέψεις 96, 102 και 121 ανωτέρω), καθώς και με πλημμελή αιτιολογία (βλ. σκέψεις 86, 89, 95, 134 και 135 ανωτέρω).

142    Εντούτοις, όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εν λόγω ουσιαστικών και τυπικών παρανομιών και της φερόμενης ως προκληθείσας ζημίας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η πλημμελής αιτιολογία δεν δύναται αυτή καθεαυτή να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης, ιδίως διότι εκ φύσεως δεν αποδεικνύει ότι, αν δεν είχε υπάρξει, η σύμβαση θα μπορούσε, και μάλιστα θα έπρεπε, να ανατεθεί στον προσφεύγοντα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2011, Alfastar Benelux κατά Συμβουλίου, T‑57/09, EU:T:2011:609, σκέψη 49· της 17ης Οκτωβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, T‑447/10, EU:T:2012:553, σκέψη 123, και της 14ης Ιανουαρίου 2015, Veloss International και Attimedia κατά Κοινοβουλίου, T‑667/11, EU:T:2015:5, σκέψη 72).

143    Επομένως, εν προκειμένω, δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της διαπιστωθείσας πλημμελούς αιτιολογίας και των ζημιών που προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

144    Αντιθέτως, όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των διαπιστωθεισών ουσιαστικών παρανομιών, ήτοι της παραβιάσεως των αρχών της ισότητας των ευκαιριών και της διαφάνειας και της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, αφενός, και της απώλειας ευκαιρίας, αφετέρου, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να περιοριστεί στο επιχείρημα ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ως αναθέτουσα αρχή, δεν ήταν υποχρεωμένο να υπογράψει τη σύμβαση-πλαίσιο με τις προσφεύγουσες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, σκέψη 137 ανωτέρω, EU:T:2011:494, σκέψη 211). Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ουσιαστικές παρανομίες που διέπραξε η αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο της ατομικής και συγκριτικής αξιολογήσεως των προσφορών των επιλεγέντων μπορούσαν εκ των πραγμάτων να επηρεάσουν την ευκαιρία της πρώτης προσφεύγουσας να καταταγεί στην πρώτη ή στη δεύτερη θέση σύμφωνα με το σύστημα της προτεραιότητας. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για τη συγκριτική αξιολόγηση των εν λόγω προσφορών βάσει του πρώτου κριτηρίου αναθέσεως στο πλαίσιο της οποίας το ΓΕΕΑ στηρίχθηκε σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της συγγραφής υποχρεώσεων και κατά την οποία η προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας βαθμολογήθηκε μόνο με 22,81 μόρια επί συνόλου 40. Από τα ανωτέρω προκύπτει εξάλλου ότι, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της αναθέτουσας αρχής αναφορικά με την ανάθεση της επίμαχης συμβάσεως, η απώλεια ευκαιρίας που υπέστη εν προκειμένω η πρώτη προσφεύγουσα αποτελεί πραγματική και βέβαιη ζημία κατά την έννοια της νομολογίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑243/05 P, Συλλογή, EU:C:2006:708, σκέψεις 26 έως 42· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Cruz Villalón στην υπόθεση Giordano κατά Επιτροπής, C‑611/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:195, σημείο 61, και απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, σκέψη 137 ανωτέρω, EU:T:2011:494, σκέψεις 66 και 67). Πράγματι, εν προκειμένω, το γεγονός και μόνον ότι η πρώτη προσφεύγουσα κατετάγη στην τρίτη θέση βάσει του συστήματος της προτεραιότητας και, επομένως, ότι έγινε δεκτή ως εν δυνάμει αντισυμβαλλόμενος, καθιστά ελάχιστα πιθανή την περίπτωση να μπορούσε η αναθέτουσα αρχή να μην της αναθέσει την επίμαχη σύμβαση.

145    Επιπλέον, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη, στην οποία, κατά το πέρας της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υφίσταται σημαντικός κίνδυνος να έχει εκτελεστεί πλήρως η επίμαχη σύμβαση, η μη αναγνώριση από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης της απώλειας της ως άνω ευκαιρίας και της αναγκαιότητας αποκαταστάσεώς της θα ήταν αντίθετη στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ακύρωση με αναδρομική ενέργεια της αποφάσεως περί αναθέσεως δεν παρέχει πλέον κανένα πλεονέκτημα στον θιγέντα διαγωνιζόμενο, με αποτέλεσμα η απώλεια ευκαιρίας να παρίσταται ως μη επανορθώσιμη. Επιπροσθέτως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, λόγω των προϋποθέσεων που διέπουν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, στην πράξη ο διαγωνιζόμενος του οποίου η προσφορά έχει αποτελέσει αντικείμενο παράνομης αξιολογήσεως και απορρίψεως σπανίως είναι σε θέση να επιτύχει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής [διάταξη της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Vanbreda Risk & Benefits, C‑35/15 P(R), EU:C:2015:275· διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 2014, Serco Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑644/13 R, EU:T:2014:57, σκέψεις 18 επ.].

146    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, εν προκειμένω, αναγκαία την καταβολή αποζημιώσεως στην πρώτη προσφεύγουσα λόγω απώλειας ευκαιρίας, στο μέτρο κατά το οποίο η απόφαση περί αναθέσεως, ακόμη και αν ακυρωθεί με αναδρομική ενέργεια, έχει στην πράξη εκμηδενίσει οριστικώς τη δυνατότητα να καταταγεί η προσφορά της προσφεύγουσας σε καλύτερη θέση και, ως εκ τούτου, την ευκαιρία της τελευταίας να της ανατεθούν οι επιμέρους εκτελεστικές συμβάσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμβάσεως-πλαισίου.

147    Εντούτοις, όσον αφορά την έκταση της αποκαταστάσεως της ζημίας λόγω απώλειας ευκαιρίας, την οποία οι προσφεύγουσες υπολογίζουν σε 650 000 ευρώ, το Γενικό Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, δεν είναι σε θέση, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να αποφανθεί οριστικώς επί του ύψους της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβάλει η Ένωση στην πρώτη προσφεύγουσα. Επειδή δεν μπορεί ακόμα να εκδοθεί απόφαση επί της αποτιμήσεως της ζημίας, είναι σκόπιμο, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, να εκδοθεί σε ένα πρώτο στάδιο παρεμπίπτουσα απόφαση επί της ευθύνης της Ένωσης. Το ύψος της αποζημιώσεως που οφείλεται προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τις παράνομες πράξεις του ΓΕΕΑ θα καθοριστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, είτε από τους διαδίκους κατόπιν κοινής συμφωνίας είτε, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, από το Γενικό Δικαστήριο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑333/10, EU:T:2013:451, σκέψη 199 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

148    Εντούτοις, προς τον σκοπό αυτό, τόσο οι διάδικοι όσο και το Γενικό Δικαστήριο οφείλουν εν προκειμένω να λάβουν υπόψη τους τα ακόλουθα.

149    Πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εκτιμώμενη αξία της επίμαχης συμβάσεως, όπως προσδιορίστηκε στην προκήρυξη του διαγωνισμού, ανέρχεται σε 13 000 000 ευρώ εκτός φόρων για τη μέγιστη χρονική διάρκεια εκτελέσεως της συμβάσεως-πλαισίου, ήτοι για τέσσερα έτη, και ότι, ως εκ τούτου, η αξία της συμβάσεως-πλαισίου για το πρώτο έτος ανέρχεται τουλάχιστον σε 3 250 000 ευρώ.

150    Δεύτερον, πρέπει να προσδιοριστεί το ποσοστό της πιθανότητας επιτυχίας της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας, και συγκεκριμένα της ευκαιρίας να καταταγεί στην πρώτη ή στη δεύτερη θέση βάσει του συστήματος της κατά προτεραιότητα κατατάξεως, εφόσον το ΓΕΕΑ δεν είχε διαπράξει τις διάφορες ουσιαστικές παρανομίες κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η τεχνική και οικονομική προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας κατετάγησαν αμφότερες στη δεύτερη θέση (βλ. πίνακες που παρατίθενται στις σκέψεις 12 και 20 ανωτέρω) και ότι, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που περιλαμβανόταν στο σημείο 13.5 της συγγραφής υποχρεώσεων, το ειδικό βάρος για καθεμία από τις εν λόγω προσφορές όσον αφορά την ανάθεση της επίμαχης συμβάσεως ήταν 50/50.

151    Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση-πλαίσιο ανατίθεται μόνο για αρχική διάρκεια ενός έτους και ότι δεν υφίσταται καμία βεβαιότητα ως προς την παράτασή της από το ΓΕΕΑ για τα τρία επόμενα έτη (βλ. σημείο 14.3 της συγγραφής υποχρεώσεων και σημείο 1.2.5 του σχεδίου συμβάσεως-πλαισίου). Πρέπει επίσης να εκτιμηθεί κατά πόσον είναι πιθανό να έχει ο πρώτος αντισυμβαλλόμενος την ικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των διαφόρων δελτίων παραγγελίας που του παραδώσει η αναθέτουσα αρχή τόσο κατά το πρώτο έτος εκτελέσεως της συμβάσεως-πλαισίου όσο κατά τα επόμενα έτη σε περίπτωση παρατάσεως. Από τα ανωτέρω έπεται ότι το ποσοστό της πιθανότητας επιτυχίας πρέπει να αποτελέσει συνάρτηση της ελλείψεως βεβαιότητας ως προς την παράταση της ισχύος της συμβάσεως-πλαισίου και της τυχόν ανικανότητας του εν λόγω αντισυμβαλλομένου να εκτελέσει τα ως άνω δελτία παραγγελίας.

152    Τέταρτον, η προς αποκατάσταση ζημία πρέπει να προσδιοριστεί συνεκτιμώντας το καθαρό κέρδος που θα είχε αποκομίσει η πρώτη προσφεύγουσα κατά την εκτέλεση της συμβάσεως-πλαισίου. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι, κατά το οικονομικό έτος 2006, στο πλαίσιο έργων εμπορικής φύσεως, η πρώτη προσφεύγουσα είχε πραγματοποιήσει κατά μέσο όρο μεικτό κέρδος της τάξεως του 10,33 %.

153    Πέμπτον, τα κέρδη που πραγματοποίησε από άλλες πηγές η πρώτη προσφεύγουσα συνεπεία της μη αναθέσεως σε αυτήν της επίμαχης συμβάσεως θα πρέπει να αφαιρεθούν, ώστε να αποτραπεί τυχόν υπερβάλλουσα αντιστάθμιση.

154    Έκτον, για τον καθορισμό του συνολικού ποσού της αποζημιώσεως λόγω απώλειας ευκαιρίας, το προσδιορισθέν καθαρό κέρδος θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί το ποσοστό της πιθανότητας επιτυχίας.

155    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή της φήμης και της αξιοπιστίας των προσφευγουσών, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, τυχόν ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της αποφάσεως περί αναθέσεως επαρκεί, καταρχήν, για την ανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από την προαναφερθείσα προσβολή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, Deloitte Business Advisory κατά Επιτροπής, T‑195/05 R, Συλλογή, EU:T:2005:330, σκέψη 126), χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί αν η κατά τα φαινόμενα μη δικαιολογούμενη κατάταξη της προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας, βάσει του συστήματος της προτεραιότητας, στην τρίτη θέση αντί στην πρώτη ή στη δεύτερη θέση συνιστά τέτοια προσβολή.

156    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το αίτημα αποζημιώσεως των προσφευγουσών πρέπει να γίνει δεκτό κατά το μέρος που αφορά την αποκατάσταση της απώλειας ευκαιρίας και πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

157    Όσον αφορά το ποσό της αποζημιώσεως λόγω της απώλειας ευκαιρίας, οι διάδικοι καλούνται, με την επιφύλαξη μεταγενέστερης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να έλθουν σε συμφωνία ως προς το ποσό αυτό υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων και να γνωστοποιήσουν στο Δικαστήριο, εντός προθεσμίας τριών μηνών, το καταβλητέο ποσά το οποίο θα καθορίσουν από κοινού κατόπιν συμφωνίας ή, ελλείψει συμφωνίας, να του γνωστοποιήσουν, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα αιτήματά τους συνοδευόμενα από αριθμητικά στοιχεία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 101).

 Επί των δικαστικών εξόδων

158    Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση που έλαβε το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας ανοικτού διαγωνισμού AO/021/10, με τίτλο «Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών διαχείρισης προγράμματος και [έργου] και παροχή τεχνικών συμβουλών στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής», και κοινοποίησε στη European Dynamics Luxembourg SA με έγγραφο της 28ης Μαρτίου 2011, σχετικά με την κατάταξη της προσφοράς της στην τρίτη θέση βάσει του συστήματος της προτεραιότητας, με σκοπό την κατάρτιση συμβάσεως-πλαισίου, καθώς και σχετικά με την κατάταξη των προσφορών της consortium Unisys SLU και Charles Oakes & Co. Sàrl, αφενός, και της ETIQ Consortium (by everis και Trasys), αφετέρου, στην πρώτη και στη δεύτερη θέση αντιστοίχως.

2)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η European Dynamics Luxembourg λόγω της απώλειας ευκαιρίας να της ανατεθεί η σύμβαση-πλαίσιο με την ιδιότητα της πρώτης επιλεγείσας αντισυμβαλλομένης βάσει του συστήματος της προτεραιότητας.

3)      Απορρίπτει το αίτημα αποζημιώσεως κατά τα λοιπά.

4)      Οι διάδικοι θα γνωστοποιήσουν στο Γενικό Δικαστήριο, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως, το ακριβές αριθμητικό ποσό της αποζημιώσεως, το οποίο θα καθορίσουν από κοινού κατόπιν συμφωνίας.

5)      Σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας, οι διάδικοι θα γνωστοποιήσουν στο Γενικό Δικαστήριο, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα αιτήματά τους, συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.

6)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 — Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.