Language of document : ECLI:EU:C:2009:716

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-402/07 και C-432/07

Christopher Sturgeon κ.λπ.

κατά

Condor Flugdienst GmbH

και

Stefan Böck και Cornelia Lepuschitz

κατά

Air France SA

(αιτήσεις του Bundesgerichtshof και του Handelsgericht Wien για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Άρθρα 2, σημείο ιβ΄, 5, 6 και 7 – Έννοια των όρων “καθυστέρηση” και “ματαίωση” πτήσεως – Δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση καθυστερήσεως – Έννοια του όρου “έκτακτες περιστάσεις”»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός 261/2004 – Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχείο ιβ΄, 5 και 6)

2.        Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός 261/2004 – Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5, 6 και 7)

3.        Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός 261/2004 – Αποζημίωση των επιβατών και παροχή βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης

(Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 3)

1.        Τα άρθρα 2, στοιχείο ιβ΄, 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, έχουν την έννοια ότι καθυστέρηση πτήσεως δεν μπορεί, ανεξαρτήτως της –έστω μεγάλης– καθυστερήσεως, να θεωρηθεί ως ματαίωση πτήσεως, όταν αυτή πραγματοποιείται βάσει του προγραμματισμού που είχε αρχικώς προβλέψει ο αερομεταφορέας

Επομένως, μία πτήση «έχει καθυστέρηση» κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα με τον αρχικώς προβλεφθέντα προγραμματισμό και εφόσον η πραγματική ώρα αναχωρήσεως καθυστερήσει σε σχέση με την προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως, ενώ, κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιβ΄, του ίδιου κανονισμού, η ματαίωση συνιστά τη συνέπεια του γεγονότος ότι μία αρχικώς προγραμματισθείσα πτήση δεν πραγματοποιήθηκε.

(βλ. σκέψεις 32-33, 39, διατακτ. 1)

2.        Τα άρθρα 5, 6 και 7 του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, έχουν την έννοια ότι, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημιώσεως, οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση μπορούν να εξομοιώνονται με τους επιβάτες πτήσεων που ματαιώθηκαν και μπορούν επομένως να επικαλούνται το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού δικαίωμα αποζημιώσεως, οσάκις, εξαιτίας της καθυστερήσεως πτήσεως, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών, ήτοι οσάκις φθάνουν στον τελικό τους προορισμό τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα αφίξεως που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας. Εντούτοις, μία τέτοια καθυστέρηση δεν παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως στους επιβάτες αν ο αερομεταφορέας μπορεί να αποδείξει ότι η σημαντική καθυστέρηση προκλήθηκε από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, ήτοι περιστάσεις οι οποίες διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του αερομεταφορέα

(βλ. σκέψη 69, διατακτ. 2)

3.        Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, έχει την έννοια ότι τεχνικό πρόβλημα που παρουσιάστηκε σε αεροσκάφος και είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση ή την καθυστέρηση πτήσεως δεν εμπίπτει στο περιεχόμενο της κατά τη διάταξη αυτή έννοιας των «εκτάκτων περιστάσεων», εκτός αν το πρόβλημα αυτό οφείλεται σε γεγονότα τα οποία, ως εκ της φύσεως και των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του.

(βλ. σκέψη 72, διατακτ. 3)