Language of document : ECLI:EU:C:2016:763

Υπόθεση C‑185/15

Marjan Kostanjevec

κατά

F&S Leasing GmbH

(αίτηση του Vrhovno sodišče
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 6, σημείο 3 – Έννοια της “ανταγωγής” – Αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού – Καταβολή ποσού οφειλόμενου βάσει αναιρεθείσας αποφάσεως – Διαχρονική εφαρμογή»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 12ης Οκτωβρίου 2016

1.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Προδικαστικά ερωτήματα – Έννοια της «αγωγής» κατά το άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 – Αίτημα επιστροφής ποσού, το οποίο υποβάλλεται κατά την εκ νέου εκδίκαση της αρχικώς ασκηθείσας αγωγής, κατόπιν αναιρέσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που είχε εκδοθεί επ’ αυτής – Εμπίπτει – Παραδεκτό

(Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 66 § 1)

2.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Χρονικό πεδίο εφαρμογής – Κράτος μέλος που προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 – Αίτημα επιστροφής ποσού, το οποίο υποβλήθηκε το 2008 κατά την εκ νέου εκδίκαση της αρχικώς ασκηθείσας αγωγής, κατόπιν αναιρέσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που είχε εκδοθεί επ’ αυτής – Άσκηση της ως άνω αγωγής πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού – Δεν ασκεί επιρροή – Εφαρμογή του κανονισμού στο πλαίσιο αίτησης προδικαστικής αποφάσεως

(Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 66 § 1)

3.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Ειδικές δωσιδικίες – Ανταγωγή κατά την έννοια του άρθρου 6, σημείο 3 – Αίτημα επιστροφής ποσού του οποίου η καταβολή συμφωνήθηκε στο πλαίσιο εξώδικης διευθετήσεως σε συμμόρφωση με απόφαση που εκδόθηκε επί αρχικής αγωγής και στη συνέχεια αναιρέθηκε – Υποβολή του αιτήματος στο πλαίσιο νέας ένδικης διαδικασίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων μετά την αναίρεση της αρχικής αποφάσεως – Διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η κύρια αγωγή

(Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 6, σημείο 3)

1.        Πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί αγωγή κατά την έννοια του άρθρου 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αίτημα επιστροφής ποσού, το οποίο υποβάλλεται κατά την εκ νέου εκδίκαση της αρχικώς ασκηθείσας αγωγής, κατόπιν αναιρέσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που είχε εκδοθεί επ’ αυτής. Πράγματι, μολονότι οι επιλογές των κρατών μελών ως προς τον τρόπο εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου στο εσωτερικό τους δίκαιο μπορεί να διαφέρουν, εντούτοις το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους κρίσιμους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, μια τέτοια απόφαση καθίσταται τελεσίδικη αρκεί για να γίνει δεκτό ότι μεταγενέστερο ένδικο βοήθημα με το οποίο προβάλλεται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά του αντιδίκου εμπίπτει στην έννοια της αγωγής κατά την ως άνω διάταξη.

(βλ. σκέψεις 27, 28)

2.        Εξάλλου, όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή του κανονισμού 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεδομένου ότι όλα τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορούν αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού που ασκήθηκε από τον ενάγοντα το 2008, το ένδικο βοήθημα αυτό εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

(βλ. σκέψη 29)

3.        Το άρθρο 6, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι η κατά τη διάταξη αυτή δωσιδικία της ανταγωγής ισχύει επίσης και για ανταγωγή με την οποία ζητείται, λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, η επιστροφή ποσού που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο εξώδικης διευθετήσεως, στην περίπτωση που η ανταγωγή αυτή ασκείται στο πλαίσιο νέας ένδικης διαδικασίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων, κατόπιν αναιρέσεως της αποφάσεως με την οποία περατώθηκε η αρχική δίκη μεταξύ των διαδίκων αυτών και στο πλαίσιο της εκτελέσεως της οποίας επήλθε η ως άνω εξώδικη διευθέτηση.

Ειδικότερα, με την ανταγωγή επιδιώκεται αξίωση διακριτή από το αίτημα του ενάγοντος, η οποία στοχεύει σε αυτοτελή καταψηφιστική απόφαση. Συνεπώς, στην περίπτωση όπου ο μισθωτής άσκησε ανταγωγή κατά του εκμισθωτή μετά την αναίρεση της αποφάσεως με την οποία ο πρώτος είχε υποχρεωθεί στην καταβολή ορισμένου ποσού, πλέον συμβατικών τόκων, που αντιστοιχούσε σε ληξιπρόθεσμες δόσεις που οφείλονταν βάσει της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, το αίτημα επιστροφής του ποσού που καταβλήθηκε στο πλαίσιο εξώδικης διευθετήσεως, αποτελεί αυτοτελές αίτημα του μισθωτή με το οποίο ζητείται η έκδοση αυτοτελούς καταψηφιστικής αποφάσεως εις βάρος του εκμισθωτή προκειμένου αυτός να υποχρεωθεί να επιστρέψει το ποσό που του καταβλήθηκε αχρεωστήτως.

Το άρθρο 6, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 επιτάσσει επιπλέον η ανταγωγή να απορρέει από την ίδια σύμβαση ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή, η δε ρύθμιση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, υπό το πρίσμα των σκοπών του ως άνω κανονισμού. Ειδικότερα, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η ειδική δωσιδικία της ανταγωγής καθιστά δυνατή για τους διαδίκους την επίλυση, με την ίδια διαδικασία και από το ίδιο δικαστήριο, όλων των μεταξύ τους διαφορών από κοινή αιτία. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η θεμελιωμένη σε αδικαιολόγητο πλουτισμό ανταγωγή με αίτημα την επιστροφή ποσού απορρέει από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως από την οποία ο εκμισθωτής άντλησε την αρχική του αξίωση, εφόσον ο φερόμενος ως αδικαιολόγητος πλουτισμός ο οποίος αντιστοιχεί στο ποσό που καταβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εν τω μεταξύ αναιρεθείσας αποφάσεως δεν θα είχε υπάρξει χωρίς την εν λόγω σύμβαση.

(βλ. σκέψεις 32-40 και διατακτ.)