Language of document : ECLI:EU:T:2015:393

Υπόθεση T‑88/13 P

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Z

κατά

Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αμεροληψία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Αίτηση εξαιρέσεως δικαστή — Ανατοποθέτηση — Συμφέρον της υπηρεσίας — Κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως — Άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Πειθαρχική διαδικασία — Δικαιώματα άμυνας»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (αναιρετικό τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2015

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως — Σαφής και αμιγής απόρριψη — Bεβαιωτική πράξη — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ένσταση κατά πράξεως που αποτελεί αντικείμενο ένδικης προσφυγής — Δεν επηρεάζει την υποχρέωση εξετάσεως της Διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Υποχρέωση ανεξαρτησίας των δικαστών της Ένωσης — Έκταση — Άσκηση καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του θεσμικού οργάνου — Επιτρέπεται

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 4) 

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 141)

2.      Όσον αφορά τη διαδικασία διοικητικής ενστάσεως που προβλέπει το άρθρο 90 του ΚΥΚ, ο ενιστάμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τον έλεγχο, από τον δικαστή της Ένωσης, της νομιμότητας της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και όχι μόνον της αρχικής πράξεως κατά της οποίας έβαλλε η διοικητική ένσταση.

Ειδικότερα, το συμφέρον του ενιστάμενου για κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως και, ως εκ τούτου, για ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του σε περίπτωση παρατυπίας πρέπει να εκτιμηθεί αυτοτελώς και όχι σε συσχετισμό με την τυχόν προσφυγή του κατά της αρχικής πράξεως που είναι αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως. Διαφορετικά, σε κάθε περίπτωση ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της αρχικής πράξεως κατά της οποίας βάλλει η διοικητική ένσταση, ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε θα είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί τις παρατυπίες της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, που όμως του στέρησαν το ευεργέτημα μιας κανονικής επανεξετάσεως, προ της ασκήσεως προσφυγής, της αποφάσεως της Διοικήσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έχανε το ευεργέτημα μιας διαδικασίας η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατό και να ευνοήσει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του υπαλλήλου και της Διοικήσεως και στο να υποχρεώσει την αρχή στην οποία υπάγεται ο υπάλληλος να επανεξετάσει την απόφασή της, τηρώντας τους κανόνες, υπό το φως των τυχόν αντιρρήσεών του.

(βλ. σκέψεις 144-146)

3.      Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατά το οποίο οι δικαστές δεν δύνανται να ασκούν κανένα πολιτικό ή διοικητικό λειτούργημα, έχει σκοπό να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία των δικαστών, τόσο κατά τη διάρκεια της ασκήσεως των καθηκόντων τους όσο και μετά τη λήξη τους, έναντι ιδίως των κρατών μελών ή των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα λοιπά εδάφια του άρθρου 4 του Οργανισμού του Δικαστηρίου απηχούν επίσης τη μέριμνα αυτή της διαφυλάξεως της ανεξαρτησίας των δικαστών.

Από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν συνάγεται όμως αδυναμία ασκήσεως καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του οργάνου. Η δε άσκηση από τους δικαστές καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του οργάνου δεν θίγει την ανεξαρτησία τους και επιτρέπει την εξασφάλιση της διοικητικής αυτοτέλειας του οργάνου.

(βλ. σκέψη 167)