Language of document : ECLI:EU:T:2006:47

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Φεβρουαρίου 2006 (*)

«Σύναψη δημοσίων συμβάσεων – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως για υποβολή προσφορών – Βραχυπρόθεσμη πρόσληψη εμπειρογνωμόνων επιφορτισμένων με την παροχή τεχνικής βοήθειας υπέρ τρίτων χωρών δικαιούχων εξωτερικής βοήθειας – Απόρριψη προσφορών»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑376/05 και T‑383/05,

TEA-CEGOS, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

Services techniques globaux (STG) SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τους G. Vandersanden και L. Levi, δικηγόρους,

προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑376/05,

GHK Consulting Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους M. Dittmer και J.-E. Svensson, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑383/05,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους M. Wilderspin και G. Boudot, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή για την ακύρωση, αφενός, των αποφάσεων της Επιτροπής της 12ης Οκτωβρίου 2005, περί απορρίψεως των προσφορών που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του διαγωνισμού «EuropeAid/119860/C/SV/multi-Lot 7» και, αφετέρου, κάθε άλλης αποφάσεως που έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο του ίδιου διαγωνισμού, κατόπιν της εκδόσεως των αποφάσεων της 12ης Οκτωβρίου 2005,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ' ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιανουαρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Η σύναψη των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών της Επιτροπής στο πλαίσιο των εξωτερικών της δράσεων διέπεται από τις διατάξεις του δεύτερου μέρους του τίτλου IV του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), καθώς και από τις διατάξεις του δεύτερου μέρους του τίτλου III του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής).

2        Το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού, που επαναλαμβάνεται στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού για τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων χρηματοδοτούμενων από τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο πλαίσιο εξωτερικών δράσεων (στο εξής: πρακτικός οδηγός), προβλέπει τα εξής:

«Από την ανάθεση σύμβασης αποκλείονται οι υποψήφιοι ή προσφέροντες οι οποίοι, κατά τη διαδικασία σύναψης της εν λόγω σύμβασης:

α)      τελούν υπό κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων·

β)      έχουν καταστεί ένοχοι ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που ζητήθηκαν από την αναθέτουσα αρχή για τη συμμετοχή τους στη σύμβαση ή δεν έχουν παράσχει αυτές τις πληροφορίες.»

3        Το άρθρο 146, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής ορίζει τα εξής:

«Οι αιτήσεις συμμετοχής και οι προσφορές που δεν περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που απαιτούνται στα έγγραφα του διαγωνισμού ή που δεν ανταποκρίνονται στις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται σ’ αυτά απορρίπτονται.

Ωστόσο, η επιτροπή αξιολόγησης μπορεί να καλέσει τον υποψήφιο ή τον προσφέροντα να συμπληρώσει ή να επεξηγήσει τα υποβληθέντα δικαιολογητικά που έχουν σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, και τούτο εντός προθεσμίας που καθορίζει η ίδια.»

4        Το άρθρο 13 της προκηρύξεως διαγωνισμού «EuropeAid/119860/C/SV/multi-Lot 7», σχετικά με πολλαπλή σύμβαση-πλαίσιο για τη βραχυπρόθεσμη πρόσληψη εμπειρογνωμόνων επιφορτισμένων με την παροχή τεχνικής βοήθειας υπέρ τρίτων χωρών δικαιούχων εξωτερικής βοήθειας (στο εξής: διαγωνισμός), προέβλεπε ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων που ανήκουν στον ίδιο νομικό όμιλο) έχουν δικαίωμα υποβολής μόνον μιας υποψηφιότητας, ανεξαρτήτως της μορφής της συμμετοχής τους (μεμονωμένα, ως επικεφαλής ή μέλος υποψηφίου ομίλου). Στην περίπτωση που ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων που ανήκουν στον ίδιο νομικό όμιλο) υποβάλει περισσότερες της μιας υποψηφιότητες, αποκλείονται όλες οι υποψηφιότητες στις οποίες μετείχε το πρόσωπο αυτό (καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο νομικό όμιλο).

5        Στο έντυπο της δηλώσεως που όφειλαν να συμπληρώσουν οι υποψήφιοι και οι προσφέροντες έπρεπε, μεταξύ άλλων, να αναφέρουν αν ανήκαν σε «όμιλο ή δίκτυο».

6        Το άρθρο 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους διευκρίνιζε ότι κάθε επιλεγείς διαγωνιζόμενος θα ενημερωνόταν γραπτώς. Προέβλεπε, επιπλέον, ότι, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως-πλαίσιο μεταξύ της συμβαλλομένης αρχής και του επιλεγέντος διαγωνιζομένου, ο τελευταίος οφείλει να προσκομίσει συμπληρωματικά έγγραφα προκειμένου να αποδείξει την ακρίβεια των δηλώσεών του. Αν ένας διαγωνιζόμενος δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει τα απαιτούμενα έγγραφα εντός δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση της αναθέσεως ή αν αποδεδειγμένα προσκόμισε ψευδή στοιχεία, η ανάθεση της συμβάσεως θα θεωρούνταν άκυρη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η συμβαλλόμενη αρχή μπορούσε να αναθέσει τη σύμβαση-πλαίσιο σε άλλο διαγωνιζόμενο ή να ακυρώσει τον διαγωνισμό.

7        Το άρθρο 16 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους προέβλεπε ότι οι διαγωνιζόμενοι που θεωρούν ότι θίγονται λόγω σφάλματος ή παρατυπίας κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού μπορούν να υποβάλουν ένσταση στην οποία η αρμόδια αρχή οφείλει να απαντήσει εντός 90 ημερών.

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Η προκήρυξη του διαγωνισμού που διεξήγαγε η Επιτροπή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ 2004, S 132) στις 9 Ιουλίου 2004.

9        Η κοινοπραξία TEA-CEGOS (στο εξής: κοινοπραξία TEA-CEGOS) εκδήλωσε την επιθυμία της να μετάσχει στον διαγωνισμό. Η εταιρία TEA-CEGOS, SA επελέγη ως επικεφαλής της εν λόγω κοινοπραξίας για τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό. Η εταιρία Services techniques globaux (STG) SA είναι, επίσης, μέλος της κοινοπραξίας TEA-CEGOS και της παρέχει υπηρεσίες στον τομέα της τεχνικής και οικονομικής διαχείρισης.

10      Κατά το στάδιο της υποβολής των υποψηφιοτήτων και σύμφωνα με τις επιταγές της προκηρύξεως του διαγωνισμού, τα διάφορα μέλη της κοινοπραξίας TEA-CEGOS προέβησαν σε δήλωση ότι δεν τελούσαν σε καμία από τις καταστάσεις που συνιστούν τους προβλεπόμενους στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού λόγους αποκλεισμού της υποψηφιότητας. Στις 18 Αυγούστου 2004, το Danish Institute for Human Rights (δανικό ινστιτούτο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο εξής: DIHR), μέλος της κοινοπραξίας TEA-CEGOS, προσκόμισε στην Επιτροπή έγγραφο από το οποίο προέκυπτε ότι το DIHR είχε μεν δικό του διοικητικό συμβούλιο, αλλά αποτελούσε τμήμα μιας ευρύτερης δομής, του Danish Centre for International Studies and Human Rights (δανικού κέντρου για τις διεθνείς σπουδές και τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο εξής: Κέντρο), και είχε ως συνεταίρο το Danish Institute for International Studies (δανικό ινστιτούτο διεθνών σπουδών, στο εξής: DIIS), ινστιτούτο που ιδρύθηκε με δανικό νόμο της 6ης Ιουνίου 2002 με τον οποίο ιδρύθηκε επίσης το Κέντρο και το DIHR.

11      Η GHK Consulting Ltd, εταιρία αγγλικού δικαίου, ανήκει σε κοινοπραξία που περιλαμβάνει διάφορες μονάδες (στο εξής: κοινοπραξία GHK), μεταξύ των οποίων το DIIS. Η GHK Consulting επελέγη, μέσω της μονάδας της GHK International Ltd, ως επικεφαλής της κοινοπραξίας GHK για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2004, κατά την υποβολή των υποψηφιοτήτων, το DIIS δήλωσε ότι δεν ανήκε σε όμιλο ή δίκτυο.

12      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 17ης Δεκεμβρίου 2004 και με έγγραφο της 31ης Δεκεμβρίου 2004, η κοινοπραξία TEA‑CEGOS κλήθηκε να μετάσχει στη διαδικασία της υποβολής προσφορών για τη μερίδα υπ’ αριθ. 7. Το DIHR, σ’ αυτό το στάδιο του διαγωνισμού, επισήμανε εκ νέου ότι ανήκε σε μια ευρύτερη δομή, το Κέντρο, που περιελάμβανε και ένα άλλο ινστιτούτο, το DIIS. Επετράπη, επίσης, και στην κοινοπραξία GHK να υποβάλει προσφορά για τη μερίδα υπ’ αριθ. 7.

13      Με έγγραφα της 20ής Μαΐου 2005, οι εταιρίες TEA-CEGOS και GHK International πληροφορήθηκαν ότι οι προσφορές των κοινοπραξιών στις οποίες αντιστοίχως ανήκαν επελέγησαν για τη μερίδα υπ’ αριθ. 7. Τα εν λόγω έγγραφα διευκρίνιζαν ότι οι συμβάσεις θα αποστέλλονταν στις κοινοπραξίες προς υπογραφή υπό την επιφύλαξη της αποδείξεως ότι οι κοινοπραξίες αυτές δεν τελούσαν σε καμία από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στους προβλεπόμενους στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού λόγους αποκλεισμού. Οι προσφεύγουσες κοινοποίησαν στην Επιτροπή τα έγγραφα που έκριναν ότι εξυπηρετούσαν τον σκοπό αυτό.

14      Με τηλεαντίγραφο της 22ας Ιουνίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε από την TEA-CEGOS να διευκρινίσει τον δεσμό μεταξύ του DIHR και του Κέντρου, καθώς και την ενδεχόμενη αυτονομία του έναντι αυτού και παρακάλεσε, επίσης, την GHK International να της προσκομίσει διευκρινίσεις ως προς τη νομική κατάσταση του DIIS.

15      Στις 23 Ιουνίου 2005, η κοινοπραξία TEA-CEGOS απηύθυνε στην Επιτροπή έγγραφο του DIHR που εξηγούσε τον τρόπο λειτουργίας του. Στις 24 Ιουνίου 2005, η GHK International διαβίβασε με τηλεαντίγραφο στην Επιτροπή διευκρινίσεις ως προς το DIIS.

16      Απαντώντας σε νέα αίτηση της Επιτροπής, που απεστάλη ηλεκτρονικώς στις 27 Ιουνίου 2005 και η οποία απέβλεπε στη συλλογή πρόσθετων διευκρινίσεων, η κοινοπραξία TEA-CEGOS της διαβίβασε αυθημερόν αντίγραφο του δανικού νόμου της 6ης Ιουνίου 2002, περί ιδρύσεως του Κέντρου, συνοδευόμενο από υπόμνημα που επεξηγούσε τα στοιχεία του νόμου αυτού που ασκούσαν επιρροή και τον δεσμό μεταξύ του Κέντρου και του DIHR, καθώς και έγγραφο του διευθυντή του εν λόγω Κέντρου.

17      Στις 14 Ιουλίου 2005, η κοινοπραξία TEA-CEGOS απηύθυνε επίσης στην Επιτροπή δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Δανίας, με την οποία δήλωνε ότι το DIHR και το DIIS ήταν αυτόνομες μονάδες στο πλαίσιο του Κέντρου.

18      Με έγγραφα της 18ης Ιουλίου 2005 (στο εξής: αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2005), η Επιτροπή ενημέρωσε τις κοινοπραξίες TEA-CEGOS και GHK ότι οι αποφάσεις της να επιλέξει τις προσφορές τους στηρίζονταν σε εσφαλμένα στοιχεία που της είχαν παρασχεθεί κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού και ότι, υπό το φως νέων στοιχείων, η υποψηφιότητα και η προσφορά τους έπρεπε να απορριφθούν.

19      Στις 22 και 25 Ιουλίου 2005, η κοινοπραξία TEA-CEGOS ισχυρίστηκε ενώπιον της Επιτροπής ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι το DIHR και το DIIS αποτελούσαν μέρη του ίδιου νομικού ομίλου κατά την έννοια του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, υπενθυμίζοντας ότι, από την έναρξη του διαγωνισμού, είχε επισημάνει ότι το DIHR ανήκε στο Κέντρο. Στις 27 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή παρέλαβε το έγγραφο της 22ας Ιουλίου και επισήμανε ότι το περιεχόμενό του θα εξεταζόταν ενδελεχώς.

20      Στις 25 Ιουλίου 2005, ο κατάλογος των διαγωνιζομένων που επελέγησαν για την παρτίδα υπ’ αριθ. 7, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της EuropeAid, τροποποιήθηκε κατά τρόπο ώστε δεν περιελάμβανε πλέον τις δύο κοινοπραξίες.

21      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2005, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG απευθύνθηκαν στην Επιτροπή για να καταγγείλουν τις πλημμέλειες που, κατά την άποψή τους, έπλητταν τις αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2005, καλώντας την, κατά συνέπεια, να τις ανακαλέσει το συντομότερο δυνατό. Με έγγραφο της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή τους επισήμανε ότι επανεξέταζε την περίπτωσή τους και ότι είχε απευθύνει στο Κέντρο σειρά ερωτήσεων, ζητώντας του να προσκομίσει έγγραφα ικανά να τεκμηριώσουν τις απαντήσεις που θα έδινε.

22      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2005, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG επανέλαβαν την επιθυμία τους να λάβουν ταχεία απάντηση ως προς την τελική θέση της Επιτροπής. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή τους επισήμανε ότι ανέμενε από το Κέντρο ορισμένα στοιχεία που ήταν αναγκαία για να αποφανθεί ως προς την έκβαση της διαδικασίας και δεσμεύθηκε να τους κοινοποιήσει το συντομότερο δυνατό την απόφασή της.

23      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 23ης Σεπτεμβρίου 2005 και με τηλεαντίγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, το Κέντρο απάντησε στις ερωτήσεις της Επιτροπής, αποστέλλοντάς της σειρά εγγράφων προς στήριξη των απαντήσεών του. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2005, η GHK International απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφο προς στήριξη των απαντήσεων του Κέντρου.

24      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2005 και στις 5 Οκτωβρίου 2005, η TEA-CEGOS και η STG απέστειλαν στην Επιτροπή δύο έγγραφα από τα οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ο ανεξάρτητος χαρακτήρας των δύο ινστιτούτων. Τα εν λόγω έγγραφα τόνιζαν το γεγονός ότι οι μόνοι λόγοι για τους οποίους μπορούσαν να ανακληθούν οι αποφάσεις περί αναθέσεως ήταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, που παρέπεμπαν στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού. Πρόσθεσαν ότι η κοινοπραξία TEA-CEGOS δεν παρέλειψε να αποστείλει κανένα πληροφοριακό στοιχείο και ότι κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισε δεν ήταν ψευδές.

25      Στις 11 Οκτωβρίου 2005, η TEA-CEGOS και η STG παρακάλεσαν την Επιτροπή να τους ενημερώσει αν είχε λάβει οριστική θέση ως προς τον διαγωνισμό, ζητώντας της να μη συνάψει συμβάσεις παράλληλα με τις αποφάσεις που θα ελάμβανε ως προς τις αναθέσεις. Η Επιτροπή τους απάντησε ότι ήταν στο τελευταίο στάδιο πριν από τη λήψη της αποφάσεώς της.

26      Με δύο αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2005, αφενός, προς την κοινοπραξία TEA-CEGOS και, αφετέρου, προς την κοινοπραξία GHK, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τις αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2005 και απέρριψε τις προσφορές των εν λόγω κοινοπραξιών (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Οκτωβρίου 2005, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG άσκησαν την προσφυγή στην υπόθεση T‑376/05.

28      Με χωριστό δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Οκτωβρίου 2005, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με σκοπό την αναστολή εκτελέσεως, αφενός, της προσβαλλομένης αποφάσεως στην εν λόγω υπόθεση και, αφετέρου, οποιασδήποτε άλλης αποφάσεως έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο του ίδιου διαγωνισμού κατόπιν της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως. Με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή διατάχθηκε να αναστείλει τη διαδικασία του διαγωνισμού «EuropeAid/119860/C/SV/multi-Lot 7» μέχρι την έκδοση οριστικής διατάξεως επί της αιτήσεως προσωρινών μέτρων. Λόγω της επιτεύξεως συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων που επήλθε στις 26 Οκτωβρίου 2005, σε σχέση με την πρόταση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, η προαναφερθείσα διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 2005 καταργήθηκε με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2005. Με διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2006, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διέγραψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της TEA-CEGOS και της STG από το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Οκτωβρίου 2005, η εταιρία GHK Consulting άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση T‑383/05, ζητώντας την εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Στις 7 Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή δέχθηκε την ως άνω αίτηση.

30      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Οκτωβρίου 2005, η GHK Consulting υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου, αφενός, να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως στην υπόθεση αυτή, καθώς και όλων των συνεπακόλουθων αποφάσεων έναντι των λοιπών διαγωνιζομένων και, αφετέρου, να επιβληθούν από το Πρωτοδικείο προσωρινά μέτρα για την αναστολή των συνεπειών των εν λόγω αποφάσεων. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Δεκεμβρίου 2005, η GHK Consulting γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείο, σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι παραιτούνταν από την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Με διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2006, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διέγραψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της GHK Consulting από το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

31      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Οκτωβρίου 2005, η GHK Consulting υπέβαλε αίτηση για την ένωση των υποθέσεων T‑376/05 και T‑383/05. Η Επιτροπή, καθώς και οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG, δήλωσαν στις 28 Οκτωβρίου 2005 και στις 8 Νοεμβρίου 2005 αντιστοίχως ότι δεν είχαν καμία αντίρρηση ως προς αυτό.

32      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Οκτωβρίου 2005, η GHK Consulting υπέβαλε αίτηση για να καταστεί γλώσσα διαδικασίας η γαλλική, επιφυλάχθηκε ωστόσο να μπορεί να χρησιμοποιεί, στο μέτρο του αναγκαίου, την αγγλική στο πλαίσιο της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας. Στις 7 Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν είχε καμία αντίρρηση ως προς την προτεινόμενη αλλαγή της γλώσσας διαδικασίας.

33      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Νοεμβρίου 2005, οι εταιρίες TEA-CEGOS, STG και GHK Consulting ζήτησαν να τους δοθεί η δυνατότητα να τοποθετήσουν στον φάκελο της υποθέσεως, στο πλαίσιο της κύριας προσφυγής, τα έγγραφα που ζήτησε ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου κατά τη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων. Στις 4 Νοεμβρίου 2005, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε την αίτηση αυτή υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έγγραφα θα απευθύνονταν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στην αγγλική, το αργότερο την 1η Δεκεμβρίου 2005.

34      Στις 8 Νοεμβρίου 2005, το δεύτερο τμήμα του Πρωτοδικείου αποφάσισε, αφενός, να χορηγήσει το ευεργέτημα της ταχείας διαδικασίας στην υπόθεση T‑383/05 και, αφετέρου, να επιτρέψει την αλλαγή της γλώσσας διαδικασίας σύμφωνα με το αίτημα της GHK Consulting.

35      Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2005 ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου ένωσε τις υποθέσεις T‑376/05 και T‑383/05 για τη διεξαγωγή της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας και την έκδοση αποφάσεως.

36      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή υπέβαλε αίτηση περί ταχείας εκδικάσεως της υποθέσεως T‑376/05, με ταχεία διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας. Την 1η Δεκεμβρίου 2005, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG συμφώνησαν με το εν λόγω αίτημα. Στις 6 Δεκεμβρίου 2005, το δεύτερο τμήμα του Πρωτοδικείου αποφάσισε να χορηγήσει το ευεργέτημα της ταχείας διαδικασίας στην υπόθεση T‑376/05.

37      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι ανέπτυξαν τα επιχειρήματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Ιανουαρίου 2006.

38      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να ακυρώσει οποιαδήποτε άλλη απόφαση έλαβε η Επιτροπή μετά την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

40      Οι προσφεύγουσες, στην υπόθεση T-376/05, επικαλούνται τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής τους. Με τον πρώτο λόγο οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παρέβη, αφενός, το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού και, αφετέρου, το άρθρο 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, και ότι περαιτέρω, κατά την άποψή της, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και παράβαση του καθήκοντος επιμελείας. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεδομένου ότι από την απόφαση ως προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η απόφαση ως προς τους λοιπούς λόγους, πρέπει αυτός να εξεταστεί πρώτος.

41      Η προσφεύγουσα στην υπόθεση T-383/05 επικαλείται έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, οπότε ο λόγος αυτός θα εξεταστεί στο πλαίσιο του προαναφερθέντος δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG τονίζουν ότι το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού αποκλείει τις υποψηφιότητες των «φυσικών ή νομικών προσώπων» που υποβάλλουν περισσότερες προσφορές για την ίδια παρτίδα, περιλαμβανομένων των «νομικών προσώπων που ανήκουν στον ίδιο νομικό όμιλο». Εντούτοις, ούτε το κοινοτικό δίκαιο ούτε τα έγγραφα του διαγωνισμού περιέχουν ορισμό της έννοιας του «νομικού ομίλου». Ελλείψει τέτοιου ορισμού, η GHK Consulting εκτιμά ότι μια προσφορά δεν μπορεί να απορριφθεί, βάσει του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, παρά μόνον εφόσον οι μονάδες ανήκουν στον ίδιο όμιλο, ήτοι εφόσον ελέγχονται από μια κοινή μητρική εταιρία ή ελέγχονται αμοιβαίως. Η GHK Consulting ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, το DIHR και το DIIS είναι ανεξάρτητα, έχουν δικό τους καταστατικό και επιδιώκουν διαφορετικούς ειδικούς σκοπούς, το δε Κέντρο ιδρύθηκε για να διευκολύνει τη διοίκηση των δύο ινστιτούτων. Μόνον η διαχείριση των διοικητικών υπηρεσιών τους είναι κοινή, στο μέτρο που τις διαχειρίζεται το Κέντρο το οποίο αμείβεται για τις υπηρεσίες που παρέχει. Επιπλέον, η TEA-CEGOS και η STG ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παραλείποντας να λάβει υπόψη της ότι κάθε ινστιτούτο διέθετε δική του περιουσία.

43      Οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG θεωρούν ότι η Επιτροπή μετέβαλε την ερμηνεία της ως προς την έννοια «νομικός όμιλος», καθότι δήλωσε, το πρώτον με τις αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2005, ότι το κριτήριο της ανεξαρτησίας δεν ασκούσε πλέον επιρροή και ότι αρκούσε να ανήκει το DIHR στη δομή του Κέντρου, προσέγγιση η οποία επιβεβαιώθηκε με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις κατά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

44      Οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG υπενθυμίζουν ότι ο επιδιωκόμενος από το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού σκοπός συνίσταται στο να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των προσώπων που, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μπορούν να διαγωνιστούν πολλαπλώς για την ίδια σύμβαση και να έρθουν κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμέτωποι για την ίδια σύμβαση-πλαίσιο ή, ακολούθως, για τις ειδικές συμβάσεις. Επομένως, αν το DIHR και το DIIS δεν ήταν ανεξάρτητα σε σχέση με το Κέντρο και έπρεπε να τύχουν της προηγούμενης εγκρίσεως του Κέντρου για τη σύναψη συμβάσεως, μπορούσε να υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους. Εν προκειμένω, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG εκτιμούν ότι η συμπεριφορά κάθε μονάδας δεν μπορεί παρά να καταλογίζεται στην ίδια και όχι στους άλλους, οπότε το Κέντρο και τα δύο ινστιτούτα δεν μπορούν να αποτελούν μία και μοναδική οικονομική μονάδα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 218 και 219). Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί, όπως έπραξε εν προκειμένω, να θεωρήσει ότι το γεγονός ότι τα δύο ινστιτούτα ανήκουν στο Κέντρο αποτελεί πρόσκομμα για τον αποτελεσματικό μεταξύ τους ανταγωνισμό ως προς την εκτέλεση της σύμβασης-πλαίσιο. Στην περίπτωση που οι διατάξεις του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού δεν απαιτούν την ανάλυση της συγκρούσεως συμφερόντων, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG εκτιμούν ότι το εν λόγω άρθρο είναι προδήλως δυσανάλογο και ανεπαρκές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των διαγωνιζομένων.

45      Η Επιτροπή αναγνωρίζει την απουσία ορισμού της έννοιας του «νομικού ομίλου» στο άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Εντούτοις, η έννοια αυτή είναι γενική και μπορεί να καλύπτει διάφορες καταστάσεις, οπότε η Επιτροπή προβαίνει σε in concreto εκτίμηση, προκειμένου να αποφανθεί επί της υπάρξεως νομικού ομίλου. Υπενθυμίζει ότι το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού επαναλαμβάνει μια γενικότερη διάταξη του δημοσιονομικού κανονισμού, ήτοι του άρθρου του 94, που προβλέπει ρητώς τον αποκλεισμό των υποψηφίων που τελούν σε σύγκρουση συμφερόντων. Εν προκειμένω, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η υπαγωγή των δύο ινστιτούτων στο Κέντρο δυσχεραίνει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ τους, καθότι οι συγγενείς τομείς της εμπειρογνωμοσύνης τους και τα πεδία της αρμοδιότητάς τους ενδέχεται να αλληλεπικαλύπτονται. Επιπλέον, η απαγόρευση που επιβάλλει το άρθρο 13 ως προς τη συμμετοχή στον ίδιο νομικό όμιλο είναι αρκετά σαφής και εισάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα διαρθρωτικό κριτήριο.

46      Όσον αφορά τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών που αντλούνται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι αβάσιμοι.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

47      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε τις προσφορές των προσφευγουσών προκύπτουν σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις των προσβαλλομένων αποφάσεων.

48      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής κατά τρόπο ώστε, αφενός, να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου για να μπορούν να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να επαληθεύουν αν η απόφαση είναι βάσιμη, και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητάς του (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψεις 15 και 16, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Απριλίου 2003, T‑217/01, Forum des migrants κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1563, σκέψη 68).

49      Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αναφέρουν ρητώς ότι οι προσφορές των δύο κοινοπραξιών συνιστούν παράβαση του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, στο μέτρο που το DIIS και το DIHR ανήκαν στον ίδιο νομικό όμιλο, τα δε στοιχεία που οδήγησαν την Επιτροπή στο συμπέρασμα αυτό μνημονεύονται στις εν λόγω αποφάσεις. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν της ενδελεχούς εκ μέρους της Επιτροπής επανεξετάσεως, μετά την έκδοση των αποφάσεων της 18ης Ιουλίου 2005 και κατόπιν της ακροάσεως των προσφευγουσών. Επομένως, οι προσφεύγουσες γνώριζαν ότι η Επιτροπή ερευνούσε τη φύση του δεσμού μεταξύ των δύο ινστιτούτων και του Κέντρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

50      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που αντλείται από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως που πλήττει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει σημαντική εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να ληφθεί απόφαση συνάψεως συμβάσεως βάσει διαγωνισμού και ότι ο έλεγχος του Πρωτοδικείου πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο ότι τηρούνται οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως και της καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Φεβρουαρίου 2000, T-145/98, ADT Projekt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-387, σκέψη 147, και της 26ης Φεβρουαρίου 2002, T-169/00, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-609, σκέψη 95).

51      Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού απαγορεύει τη συμμετοχή μονάδων του ίδιου νομικού ομίλου στους ίδιους διαγωνισμούς, για παράδειγμα ως μελών κοινοπραξιών, προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων ή νοθευμένου ανταγωνισμού μεταξύ των διαγωνιζομένων. Από την εν λόγω απαγόρευση προκύπτει ότι το κύρος μιας προσφοράς εξαρτάται από την τήρηση του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για τον καθορισμό τόσο του περιεχομένου όσο και της εφαρμογής των κανόνων που ισχύουν ως προς τη σύναψη συμβάσεως βάσει διαγωνισμού. Επομένως, ακόμη και αν η παράβαση του εν λόγω άρθρου αποκαλυφθεί σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, το εν λόγω άρθρο μπορεί να τύχει εφαρμογής.

52      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών, είναι σημαντικό, εν προκειμένω, να καθοριστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι το DIIS και το DIHR ανήκαν στον ίδιο νομικό όμιλο. Προς τούτου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εφόσον η έννοια του νομικού ομίλου δεν προκύπτει ούτε από διατάξεις ούτε από τη νομολογία και, ως εκ τούτου, δεν είναι καθορισμένα τα κριτήρια ως προς την ύπαρξη ενός τέτοιου ομίλου, η Επιτροπή όφειλε, προκειμένου να αποφασίσει αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, να προβεί σε εξέταση ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία.

53      Επομένως, προκειμένου να εξακριβωθεί αν, στην υπό κρίση διαφορά, υπάρχει νομικός όμιλος, η Επιτροπή έπρεπε να καθορίσει αν οι εν λόγω μονάδες ανήκαν στη δομή του Κέντρου, στοιχείο που θα μπορούσε να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων ή νοθευμένο ανταγωνισμό μεταξύ των διαγωνιζομένων, παρόλο που εννοείται ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μπορούσαν να στηρίξουν την ανάλυση των διαρθρωτικών δεσμών, όπως οι σχετικοί με τον βαθμό ανεξαρτησίας των οικείων μονάδων τους οποίους οι διάδικοι χαρακτηρίζουν ως «λειτουργικό κριτήριο».

54      Εν προκειμένω, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το DIIS και το DIHR ανήκαν από νομικής απόψεως στο Κέντρο και αποτελούσαν, ως εκ τούτου, μέρη της ίδιας δομής. Από τον δανικό νόμο της 6ης Ιουνίου 2002, καθώς και από τα καταστατικά του Κέντρου και των ινστιτούτων η Επιτροπή συνήγαγε ότι το DIIS και το DIHR δεν αποτελούσαν νομικές μονάδες διαφορετικές από το Κέντρο και επισήμανε ότι αυτό εξασφάλιζε, μεταξύ άλλων, την κοινή διοίκηση των δύο ινστιτούτων, που εκπροσωπούνταν εξάλλου στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου.

55      Όσον αφορά, πρώτον, το αν τα ινστιτούτα ανήκαν στη δομή του Κέντρου, από τη δικογραφία, και ειδικότερα από το τμήμα 1, υποτμήμα 2, του καταστατικού του Κέντρου, προκύπτει πράγματι ότι αυτό αποτελείται από δύο αυτόνομες μονάδες: το DIIS και το DIHR, ήτοι τα δύο ινστιτούτα λειτουργούν στα ίδια γραφεία με το Κέντρο.

56      Όσον αφορά τη διοίκηση των δύο ινστιτούτων, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το άρθρο 2 του καταστατικού του Κέντρου ορίζει ότι αυτό «εξασφαλίζει την κοινή διοίκηση για τα οικονομικά, τους ανθρώπινους πόρους, τη διοίκηση, τις κοινές υπηρεσίες καθώς και την κοινή βιβλιοθήκη των δύο ινστιτούτων». Έτσι, οι διοικητικές υπηρεσίες, όπως η μισθοδοσία και η διαχείριση των τιμολογίων, παρέχονται από το Κέντρο, το οποίο λαμβάνει από τα δύο ινστιτούτα ειδική αμοιβή ως αντιστάθμισμα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και είναι μάλιστα επιφορτισμένο με την είσπραξη των πληρωμών που καταβάλλονται υπέρ των ινστιτούτων.

57      Περαιτέρω, όπως επίσης επισήμανε η Επιτροπή με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, υφίσταται δεσμός μεταξύ των ινστιτούτων και του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου, δεδομένου ότι ορισμένα μέλη του τελευταίου διορίζονται από το DIIS και το DIHR (τμήμα 5, υποτμήμα 3, του δανικού νόμου της 6ης Ιουνίου 2002). Επομένως, σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο της ιεραρχίας, μπορεί να υπάρξει ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις εμπορικές στρατηγικές που πρέπει να ακολουθήσουν τα δύο ινστιτούτα. Ο δεσμός αυτός ενισχύεται από το γεγονός, το οποίο επίσης προκύπτει από τη δικογραφία, ότι το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου συζητά σχετικά με τις προβλέψεις δράσεων των δύο ινστιτούτων.

58      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα δύο ινστιτούτα πρέπει να θεωρηθούν ως ανήκοντα στη δομή του ίδιου νομικού ομίλου. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, εφαρμόζοντας το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, καθότι αυτή η διαρθρωτική υπαγωγή συνιστά επαρκή δείκτη του κινδύνου νοθευμένου ανταγωνισμού μεταξύ των διαγωνιζομένων ή και της συγκρούσεως συμφερόντων. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο συνυπολογισμός στοιχείων που εμπίπτουν στο λειτουργικό κριτήριο δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς αυτό.

59      Συγκεκριμένα, όσον αφορά, δεύτερον, το λειτουργικό κριτήριο, ήτοι την ανεξαρτησία των ινστιτούτων έναντι του Κέντρου, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η χρηματοοικονομική αυτονομία των ινστιτούτων είναι σχετικά περιορισμένη λόγω της επιρροής του Κέντρου. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, το DIIS και το DIHR χρηματοδοτούνται εν μέρει από δημόσια κεφάλαια που χορηγούνται στο Κέντρο, το οποίο οφείλει να τα κατανείμει κατά 80 % στο DIIS και κατά 20 % στο DIHR. Επιπλέον, τα άρθρα 4 και 15 του καταστατικού του DIIS ορίζουν ότι το τελευταίο «τελεί υπό την αιγίδα του [Κέντρου]» και ότι «οι λογαριασμοί του ινστιτούτου, ως μονάδας του [Κέντρου], ελέγχονται από τον “Rigsrevisor”». Ομοίως, οι λογαριασμοί του DIHR πρέπει να εγκριθούν από το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου.

60      Όσον αφορά την αυτονομία των ινστιτούτων ως προς τη λήψη αποφάσεων, οι προσφεύγουσες προβάλλουν το γεγονός ότι τα διοικητικά συμβούλια των ινστιτούτων είναι αυτόνομα έναντι του Κέντρου. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αρκεί, εντούτοις, για να αποδυναμώσει τη διαπίστωση ότι το DIIS και το DIHR υπάγονται στον ίδιο νομικό όμιλο, καθότι η υπαγωγή αυτή δεν αποκλείει κατ’ ανάγκη την αυτονομία των διαφόρων νομικών μονάδων που συνυπάρχουν στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου ως προς τη λήψη αποφάσεων.

61      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι τα ινστιτούτα είχαν διαφορετικές περιουσίες, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η Επιτροπή εσφαλμένα επισήμανε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι τα ενεργητικά στοιχεία των ινστιτούτων ανήκαν στο Κέντρο. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Επιτροπή έκρινε ότι τα ινστιτούτα δεν είχαν νομική προσωπικότητα, δεν συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως που να οδηγεί σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ουδόλως στηρίζονται στην απουσία νομικής προσωπικότητας, καθότι ουδεμία μνεία γίνεται για το στοιχείο αυτό. Αφετέρου, όπως αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο η Επιτροπή με τα υπομνήματά της, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα ινστιτούτα έχουν ίδια νομική προσωπικότητα, η υπαγωγή του DIIS και του DIHR στο Κέντρο δικαιολογούσε την εφαρμογή του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

62      Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στηριζόμενη κυρίως σ’ ένα λειτουργικό κριτήριο. Το γεγονός ότι μπόρεσε κατ’ αρχάς να ζητήσει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το λειτουργικό κριτήριο για να λάβει εν συνεχεία υπόψη της το διαρθρωτικό κριτήριο δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση αυτή, καθότι η Επιτροπή ανέλυσε ενδελεχώς τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως προτού εφαρμόσει το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

63      Επομένως, η αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, αποφασίζοντας να εφαρμόσει το διαρθρωτικό κριτήριο είναι αβάσιμη. Επιπλέον, η κατάργηση του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού από τις μεταγενέστερες προκηρύξεις δεν ασκεί επιρροή ως προς την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, καθότι η νομιμότητα μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 321, σκέψη 7, και της 17ης Μαΐου 2001, C‑449/98 P, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3875, σκέψη 87, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑177/94 και T‑377/94, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2041, σκέψη 119).

64      Όσον αφορά τον φερόμενο ως δυσανάλογο και ανεπαρκή χαρακτήρα του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, οι προσφεύγουσες επισήμαναν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού ήταν πολύ εκτεταμένο και κάλυπτε καταστάσεις στις οποίες δεν μπορούσε να ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων για λόγους διαρθρωτικής υπαγωγής. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανόμενης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της οποίας απολαύει η Επιτροπή και της ανάγκης προκαθορισμού σαφών και εύληπτων κανόνων με την προκήρυξη του διαγωνισμού, η Επιτροπή δεν υπερέβη προδήλως την εξουσία της ορίζοντας το περιεχόμενο του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού και εφαρμόζοντάς το στις προσφεύγουσες. Ειδικότερα, δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας αυτής, ορίζοντας στο εν λόγω άρθρο 13 ότι η υπαγωγή νομικών προσώπων στον ίδιο νομικό όμιλο επιφέρει τον αποκλεισμό τους από τον διαγωνισμό.

65      Το Πρωτοδικείο παρατηρεί, ως εκ περισσού, ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C‑21/03 και C‑34/03, Fabricom (Συλλογή 2005, σ. I‑1559, σκέψη 36), ένας υποψήφιος ή διαγωνιζόμενος δεν μπορεί να αποκλειστεί αυτομάτως από διαγωνισμό χωρίς να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του όσον αφορά τους λόγους που δικαιολογούν τον αποκλεισμό αυτό.

66      Στην υπό κρίση υπόθεση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, η Επιτροπή παρέσχε στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να εξηγήσουν λεπτομερώς και επανειλημμένως τον δεσμό που συνδέει τα δύο ινστιτούτα με το Κέντρο, προτού καταλήξουν στη διαρθρωτική υπαγωγή των δύο ινστιτούτων στον ίδιο νομικό όμιλο και στην εφαρμογή του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, ο οριστικός αποκλεισμός των προσφευγουσών από τον διαγωνισμό δεν αποφασίστηκε παρά αφότου τους δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους ως προς τους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ του DIIS και του DIHR. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε αυτομάτως τις διατάξεις του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν, ως εκ τούτου, από αυτές που οδήγησαν στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Fabricom. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ως προς τον δυσανάλογο ή ανεπαρκή χαρακτήρα του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού πρέπει να απορριφθεί.

67      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπαγωγής του DIIS και του DIHR στη δομή του Κέντρου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, εκτιμώντας ότι τα δύο ινστιτούτα ανήκαν στον ίδιο νομικό όμιλο και εφαρμόζοντας το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού και του άρθρου 14 των οδηγιών προς του διαγωνιζομένους

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG υπενθυμίζουν ότι, δυνάμει του άρθρου 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, προϋπόθεση για τη σύναψη της συμφωνίας-πλαίσιο με τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο ήταν η προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων προκειμένου να αποδειχθεί η ακρίβεια των δηλώσεων που είχε κάνει ο διαγωνιζόμενος κατά τη διαδικασία υποβολής των προσφορών. Επομένως, η απόφαση περί αναθέσεως της συμβάσεως έπρεπε να ακυρωθεί μόνον εφόσον ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα ή κοινοποίησε εσφαλμένα στοιχεία κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού.

69      Υπογραμμίζουν ότι, εν προκειμένω, η κοινοπραξία TEA-CEGOS, αφενός, κοινοποίησε, σύμφωνα με την αίτηση που περιέχεται στο από 20 Μαΐου 2005 έγγραφο (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), τα απαιτούμενα έγγραφα εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών και, αφετέρου, δεν προσκόμισε καμία εσφαλμένη πληροφορία, καθότι η υπαγωγή του DIHR στο Κέντρο είχε αναφερθεί από την υποβολή της υποψηφιότητας. Κατά συνέπεια, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG ισχυρίζονται ότι οι απαιτούμενες αποδείξεις προσκομίστηκαν δεόντως, σύμφωνα με το άρθρο 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους. Επιπλέον, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG εκτιμούν ότι το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής μετά τη λήψη αποφάσεως περί αναθέσεως. Οι μοναδικοί λόγοι για τους οποίους η απόφαση περί αναθέσεως μπορούσε να ανακληθεί είναι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους που παραπέμπουν στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού.

70      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες. Κατά την άποψή της, τα έγγραφα της 20ής Μαΐου 2005 δεν μπορούν να εξομοιωθούν με αποφάσεις περί οριστικής αναθέσεως της συμβάσεως στις προσφεύγουσες, καθότι η ανάθεση εξαρτάται από την προσκόμιση εγγράφων που να αποδεικνύουν ότι οι προσφεύγουσες δεν τελούσαν σε κατάσταση που να εμπίπτει στους λόγους αποκλεισμού. Η Επιτροπή εκτιμά ότι από τα προσκομισθέντα έγγραφα προκύπτει η μη τήρηση, εκ μέρους των προσφευγουσών, του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

71      Πρέπει να τονιστεί ότι οι αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2005 ανέφεραν ρητώς ότι προϋπόθεση για τη σύναψη της συμβάσεως-πλαίσιο ήταν να αποδείξουν οι προσφεύγουσες ότι δεν τελούσαν σε μία από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στους προβλεπόμενους στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού λόγους αποκλεισμού. Επιπλέον, από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους προκύπτει ότι εναπέκειτο στους υποψηφίους να αποδείξουν την ακρίβεια των δηλώσεών τους. Επομένως, προϋπόθεση για τη σύναψη της συμβάσεως ήταν η προσκόμιση στοιχείων ικανών να αποδείξουν την ακρίβεια των στοιχείων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά την υποβολή της προσφοράς τους και η εκ μέρους της Επιτροπής επαλήθευση της τηρήσεως του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

72      Συγκεκριμένα, όπως μνημονεύεται προηγουμένως (σκέψη 51 ανωτέρω), για να είναι έγκυρη μια προσφορά πρέπει να έχει τηρηθεί το άρθρο 13, το οποίο η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, τουλάχιστον μέχρις ότου εξεταστούν οι αναφερθείσες στην προηγούμενη σκέψη αποδείξεις. Κατά συνέπεια, δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής μετά τη λήψη αποφάσεως περί αναθέσεως.

73      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και από έλλειψη επιμελείας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

74      Οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή γνώριζε, από την υποβολή της υποψηφιότητας, ότι το DIHR ανήκε στο Κέντρο. Εάν η Επιτροπή είχε ερωτήματα ως προς την έκταση της υπαγωγής του DIHR στο Κέντρο, έπρεπε να τα απευθύνει στην κοινοπραξία TEA-CEGOS κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού και όχι αφότου αποφάσισε να της αναθέσει τη σύμβαση. Παραλείποντας να το πράξει, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Όφειλε, επίσης, να απαντήσει στα από 22 και 25 Ιουλίου 2005 έγγραφα της κοινοπραξίας TEA-CEGOS, πράγμα που έπραξε μόνον αφότου της το ζήτησε η TEA-CEGOS. Επομένως, κατά την άποψή τους, πρέπει να καταδικαστεί η ελαφρότητα με την οποία ενήργησε η Επιτροπή, στάση που προκύπτει και από τα διαφορετικά στοιχεία που εμφανίζονται στην ιστοσελίδα της ως προς τους διαγωνιζόμενους που επιλέχθηκαν για την παρτίδα υπ’ αριθ. 7.

75      Η Επιτροπή τονίζει ότι, ναι μεν το DIHR έκανε λόγο για τον δεσμό του με το DIIS, το τελευταίο όμως δεν προέβη σε παρόμοια δήλωση. Επομένως, το σύστημα πληροφορικής που εφαρμόστηκε κατά διοικητική διαδικασία δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Ειδοποιηθείσα από τρίτο για την ύπαρξη δεσμού μεταξύ του DIHR και του DIIS, η Επιτροπή αντέδρασε υποβάλλοντας σχετικά ερωτήματα στις προσφεύγουσες. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή έλλειψη επιμέλειας. Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ικανοποίησε ταχέως τα αιτήματα που της υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στις 22 και 25 Ιουλίου 2005, και μάλιστα από τις 27 Ιουλίου 2005, επισημαίνοντάς τους, μεταξύ άλλων, ότι επρόκειτο να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις τους και ότι θα τους κοινοποιούσε τη συνέχεια που σκόπευε να τους δώσει το συντομότερο δυνατό.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

76      Από τη νομολογία προκύπτει ότι μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 1992, T-44/90, La Cinq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1, σκέψη 86, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-3495, σκέψη 182). Περαιτέρω, η Επιτροπή οφείλει, σε κάθε στάδιο ενός διαγωνισμού, να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, κατ’ επέκταση, να διασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους τους διαγωνιζόμενους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I-3801, σκέψη 108, και προπαρατεθείσα ADT Projekt κατά Επιτροπής, σκέψη 164).

77      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε στις προσφεύγουσες, στις 20 Μαΐου 2005, ότι οι προσφορές τους είχαν επιλεγεί για την παρτίδα υπ’ αριθ. 7, υπό την αίρεση ότι οι τελευταίες θα προσκόμιζαν τα έγγραφα που θα αποδείκνυαν ότι δεν τελούσαν σε καμία από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στους προβλεπόμενους στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού λόγους αποκλεισμού.

78      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το DIHR ανέφερε ότι ανήκε στο Κέντρο, ήδη από την υποβολή της υποψηφιότητας της κοινοπραξίας TEA-CEGOS, μνημονεύοντας επίσης ότι ένας από τους εταίρους του ήταν το DIIS. Το DIIS δήλωσε ότι δεν ανήκε σε κανέναν όμιλο ή δίκτυο. Αν όμως το DIIS θεωρούσε πράγματι ότι δεν ανήκε σε κανέναν νομικό όμιλο, όφειλε τουλάχιστον να επισημάνει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο των πληροφοριών που απαιτούνται στο έντυπο της δηλώσεως, ότι είχε δεσμούς με το Κέντρο και αποτελούσε, ως εκ τούτου, τμήμα ενός δικτύου, καθότι το καταστατικό του Κέντρου ορίζει ρητώς ότι το DIIS αποτελεί μία από τις μονάδες του.

79      Μολονότι η δήλωση του DIIS είναι εσφαλμένη, πρέπει να σημειωθεί ότι η τεχνική προσφορά που υπέβαλε η κοινοπραξία GHK ανέφερε το όνομα των διαφόρων μελών της κοινοπραξίας, καθώς και ότι το DIIS αναφερόταν στην τρίτη θέση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε να αντιληφθεί ότι η δήλωση του DIIS δεν ήταν ακριβής. Εντούτοις, το γεγονός ότι η Επιτροπή αντιλήφθηκε την υπαγωγή των ινστιτούτων στο Κέντρο σε προχωρημένο μόνο στάδιο της διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή ως προς την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, καθότι, ακόμη και σ’ αυτό το στάδιο, η προσφορά της κοινοπραξίας GHK έπρεπε να αποκλειστεί σύμφωνα με το άρθρο 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

80      Εν πάση περιπτώσει, η περιπλοκότητα που είναι συνυφασμένη με την πολλαπλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται κατά τις διαδικασίες των διαγωνισμών μπορεί να εξηγήσει το ότι η Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε την υπαγωγή στο Κέντρο παρά μόνον αφότου οι δύο προσφορές επελέγησαν υπό αίρεση. Συγκεκριμένα, σ’ αυτό μόνο το στάδιο της διαδικασίας όφειλαν οι προσφεύγουσες να προσκομίσουν τα έγγραφα που θα αποδείκνυαν την ακρίβεια των αρχικών τους δηλώσεων. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, προβάλλοντας το ζήτημα της υπαγωγής των ινστιτούτων στο Κέντρο παρά μόνο μετά την υπό αίρεση αποδοχή της προσφοράς της κοινοπραξίας GHK.

81      Όσον αφορά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού από την Επιτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι, από τις 22 Ιουνίου 2005, η τελευταία ζήτησε από την TEA‑CEGOS να εξηγήσει τον δεσμό μεταξύ του DIHR και του Κέντρου και παρακάλεσε την GHK International να της παράσχει διευκρινίσεις ως προς τη νομική κατάσταση του DIIS. Αφού έλαβε τα στοιχεία που παρέσχε η TEA-CEGOS, η Επιτροπή της ζήτησε, στις 27 Ιουνίου 2005, προτού εκδώσει την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2005, να της προσκομίσει συμπληρωματικά στοιχεία. Επιπλέον, από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, μεταξύ της 18ης Ιουλίου και της 12ης Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή ήταν σε συνεχή επαφή με τις προσφεύγουσες και τους ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι επρόκειτο να επανεξετάσει τα υποβληθέντα στοιχεία και ότι θα τους γνωστοποιούσε το συντομότερο δυνατό την τελική θέση της. Επιπλέον, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ικανοποιήσει ταχέως τα αιτήματα των προσφευγουσών, ιδίως ενημερώνοντας τους δικηγόρους της TEA-CEGOS για την εξέλιξη της διαδικασίας από τις 13 Σεπτεμβρίου 2005, καθότι οι τελευταίες εκδήλωσαν την επιθυμία τους να ενημερωθούν στις 8 Σεπτεμβρίου 2005.

82      Όσον αφορά τα αντιφατικά στοιχεία που εμφανίστηκαν στην ιστοσελίδα της EuropeAid, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ονόματα των επιλεγέντων διαγωνιζομένων που μνημονεύονται στην εν λόγω ιστοσελίδα ήταν αυτά που είχε υπό αίρεση επιλέξει η Επιτροπή. Επομένως, ήταν λογικό να περιλαμβάνονται σ’ αυτά τα ονόματα των προσφευγουσών, καθότι μόνον όταν οι τελευταίες χρειάστηκε να αποδείξουν την ακρίβεια των δηλώσεών τους, εν προκειμένω μετά την έκδοση των αποφάσεων της 20ής Μαΐου 2005, προέκυψε κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση η υπαγωγή του DIIS και του DIHR στο Κέντρο. Μετά την έκδοση των αποφάσεων της 18ης Ιουλίου 2005, τα ονόματα των προσφευγουσών απαλείφθηκαν από την εν λόγω ιστοσελίδα, από τις 25 Ιουλίου 2005.

83      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως και ότι παρέβη το καθήκον επιμελείας που υπέχει, οπότε οι αιτιάσεις τους είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμες. Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την αναδρομική ανάκληση των προσβαλλομένων αποφάσεων και από παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG εκτιμούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνει την απόφαση της 20ής Μαΐου 2005 με την οποία ανατέθηκε η σύμβαση στην κοινοπραξία TEA-CEGOS, γεγονός που συνιστά στην πράξη αναδρομική ανάκληση διοικητικής πράξεως. Κατά πάγια όμως νομολογία, η αναδρομική ανάκληση ευμενούς διοικητικής πράξεως υπόκειται σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1978, 54/77, Herpels κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 233, σκέψη 38). Επισημαίνουν, επίσης, ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε κοινοτικό όργανο, το οποίο διαπιστώνει ότι η πράξη που μόλις εξέδωσε φέρει το στίγμα της παρανομίας, το δικαίωμα να ανακαλεί αναδρομικώς την πράξη αυτή εντός ευλόγου χρόνου, το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιορίζεται από την ανάγκη σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του έλκοντος δικαίωμα από την πράξη ο οποίος έδωσε πίστη στη νομιμότητα της πράξεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 1997, C‑90/95 P, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1997, σ. I‑1999, σκέψη 35).

85      Οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG ισχυρίζονται ότι, εν προκειμένω, η αρχική απόφαση δεν είναι παράνομη και, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να ανακληθεί. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απόφαση αυτή ήταν παράνομη, πράγμα που κατά την άποψή τους δεν ισχύει, η ανάκλησή της δεν μπορούσε να αποφασιστεί παρά μόνον εφόσον πληρούσε τις επιταγές που θέτει συναφώς η προαναφερθείσα νομολογία. Η Επιτροπή απέστειλε την αίτηση για την παροχή διευκρινίσεων ως προς τους δεσμούς μεταξύ του DIHR και του Κέντρου μόλις στις 22 Ιουνίου 2005, ενώ διέθετε τη δήλωση του DIHR από τον Οκτώβριο του 2004. Η εν λόγω απόφαση ανακλήθηκε μόλις δύο μήνες μετά την ευνοϊκή απόφαση της 20ής Μαΐου 2005. Η κοινοπραξία TEA-CEGOS φρόντισε, επίσης, να απαντήσει στις ερωτήσεις της Επιτροπής, όπως τις διατύπωσε με το από 22 Ιουνίου 2005 τηλεαντίγραφο. Εντούτοις, η προσβαλλόμενη από αυτή απόφαση στηρίζεται σε λόγους που δεν σχετίζονται με τις ερωτήσεις αυτές. Συνεπώς, οι εταιρίες TEA-CEGOS και STG εκτιμούν ότι μπορούσαν ευλόγως να πιστεύσουν ότι τα στοιχεία που τους γνωστοποίησε η Επιτροπή δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν και δεν μπορούσαν να στηρίξουν απόφαση που να ανακαλεί την ανάθεση της συμβάσεως. Οι εταιρίες αυτές θεωρούν, κατά συνέπεια, ότι μπορούσαν να εμπιστευθούν τη νομιμότητα της αποφάσεως της 20ής Μαΐου 2005 και να εμμείνουν στη διατήρησή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, αγνοήθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους και παραβιάστηκαν οι όροι υπό τους οποίους μπορεί να ανακληθεί μια διοικητική πράξη.

86      Η Επιτροπή τονίζει ότι τα έγγραφα της 20ής Μαΐου 2005 όριζαν ότι η υποψηφιότητα των προσφευγουσών θα επιλεγόταν υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα προσκόμιζαν τα απαιτούμενα βάσει του άρθρου 14 των οδηγιών προς τους διαγωνιζόμενους έγγραφα. Εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν περιείχαν απόφαση, αλλά απλώς μια πληροφορία ως προς την υπό αίρεση πρόθεση της Επιτροπής να επιλέξει τις προσφορές των προσφευγουσών. Προσθέτει ότι, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι τα δύο ινστιτούτα πληρούσαν τις επιταγές του άρθρου 13 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η σύμβαση δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να τους ανατεθεί.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

87      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αναδρομική ανάκληση ευμενούς διοικητικής πράξεως υπόκειται σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1978, 54/77, Herpels κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 233, σκέψη 38). Κατά παγία νομολογία, μολονότι πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε κοινοτικό όργανο, το οποίο διαπιστώνει ότι η πράξη που μόλις εξέδωσε φέρει το στίγμα της παρανομίας, το δικαίωμα να ανακαλεί αναδρομικώς την πράξη αυτή εντός ευλόγου χρόνου, το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιορίζεται από την ανάγκη σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του έλκοντος δικαίωμα από την πράξη ο οποίος έδωσε πίστη στη νομιμότητα της πράξεως αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψεις 10 έως 12· της 26ης Φεβρουαρίου 1987, 15/85, Consorzio Cooperative d'Abruzzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1005, σκέψεις 12 έως 17· της 20ής Ιουνίου 1991, C-248/89, Cargill κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-2987, σκέψη 20, C-365/89, Cargill, Συλλογή 1991, σ. Ι-3045, σκέψη 18, και προπαρατεθείσα de Compte κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 35).

88      Δεύτερον, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που συνιστά μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι το κοινοτικό όργανο, με το να του παράσχει ακριβείς εξασφαλίσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Τέτοιες εξασφαλίσεις συνιστούν τα ακριβή, απηλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιουλίου 1998, Τ-66/96 και Τ-221/97, Mellett κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-449 και ΙΙ-1305, σκέψεις 104 και 107). Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν δεν υφίστανται ακριβείς εξασφαλίσεις που του δόθηκαν από το κοινοτικό όργανο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιανουαρίου 2000, Τ-290/97, Mehibas Dordtselaan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-15, σκέψη 59, και της 19ης Μαρτίου 2003, T‑273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 26).

89      Εν προκειμένω, όσον αφορά κατ’ αρχάς το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την ανάκληση διοικητικής πράξεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2005 ήταν πράξεις που υπέκειντο σε αίρεση. Συγκεκριμένα, προϋπόθεση για την προβλεπόμενη στις προσβαλλόμενες αποφάσεις σύναψη της συμβάσεως-πλαίσιο για τη μερίδα υπ’ αριθ. 7 ήταν να αποδείξουν οι προσφεύγουσες ότι δεν τελούσαν σε μία από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στους προβλεπόμενους στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού λόγους αποκλεισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μη ανάθεση της συμβάσεως στις προσφεύγουσες δεν οφείλεται σε ανάκληση αποφάσεως που τους ανέθετε την εν λόγω σύμβαση, αλλά στο ότι οι προσφεύγουσες δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η απόφαση αυτή. Κατά συνέπεια, το σχετικό επιχείρημα των προσφευγουσών είναι αλυσιτελές.

90      Ακολούθως, όσον αφορά την παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που προβάλλουν οι εταιρίες TEA‑CEGOS και STG, οι αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2005 δεν διασφαλίζουν συγκεκριμένα τη σύναψη της συμβάσεως-πλαίσιο και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στις προσφεύγουσες βάσιμες ελπίδες ως προς αυτό, εφόσον ρητώς αναφέρουν ότι προϋπόθεση για τη σύναψη της συμβάσεως-πλαίσιο ήταν να αποδείξουν οι προσφεύγουσες ότι δεν τελούσαν σε καμία από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στους προβλεπόμενους στο σημείο 2.3.3 του πρακτικού οδηγού λόγους αποκλεισμού. Συνεπώς, τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες επιχειρήματα ως προς την παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι αβάσιμα.

91      Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

92      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των σχετικών με τις διαδικασίες των ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει :

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Καταδικάζει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των σχετικών με τις διαδικασίες των ασφαλιστικών μέτρων.

Pirrung

Forwood

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Φεβρουαρίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.