Language of document : ECLI:EU:T:2014:972

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 19ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαδικασία διαγωνισμού — Παροχή υπηρεσιών πληροφορικής σχετικά με σύστημα διαχειρίσεως εγγράφων και επιχειρησιακής πύλης ενδοδικτύου — Απόρριψη της προσφοράς προσφέροντα — Ίση μεταχείριση — Διαφάνεια — Αναλογικότητα — Εξωσυμβατική ευθύνη»

Στις υποθέσεις T‑40/12 και T‑183/12,

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

εκπροσωπούμενες από τον Β. Χριστιανό και τη Σ. Παλιού, δικηγόρους,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ), εκπροσωπούμενης από την J. Teal και τον T. de Maignas, επικουρούμενους από τους Π. Ανέστη, δικηγόρο, C. Kennedy-Loest, sollicitor, N. Pourbaix και Δ. Βάλληνδα, δικηγόρους,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο, στην υπόθεση T‑40/12, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Ευρωπόλ, της 22ας Νοεμβρίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά των προσφευγουσών‑εναγουσών [στο εξής: προσφεύγουσες] στο πλαίσιο του διαγωνισμού D/C3/1104 για την παροχή συστήματος διαχειρίσεως περιεχομένου επιχειρήσεων (διαχείριση εγγράφων, φακέλων και επιχειρηματικών διαδικασιών) και εταιρικής πύλης ενδοδικτύου (ΕΕ 2011/S 134‑222044), και, στην υπόθεση T‑183/12, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Ευρωπόλ για την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως την οποία αφορούσε ο ανωτέρω διαγωνισμός σε άλλον προσφέροντα και, αφετέρου, αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας για την ευκαιρία που απώλεσαν οι προσφεύγουσες να τους ανατεθεί το αντικείμενο της δημόσιας αυτής συμβάσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka (εισηγήτρια) και I. Ulloa Rubio, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, European Dynamics Luxembourg SA και Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, είναι αντιστοίχως λουξεμβουργιανή και ελληνική εταιρία, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τεχνολογιών της πληροφορίας και των τηλεπικοινωνιών.

2        Με προκήρυξη της 15ης Ιουλίου 2011, η οποία δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011, S 134) με στοιχεία ΕΕ 2011/S 134‑222044, η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) κίνησε τη διαδικασία ανοικτού διαγωνισμού D/C3/1104 (στο εξής: επίμαχος διαγωνισμός), ο οποίος αφορούσε σύμβαση με αντικείμενο την παροχή συστήματος διαχειρίσεως περιεχομένου επιχειρήσεων (διαχείριση εγγράφων, φακέλων και επιχειρηματικών διαδικασιών) και εταιρικής πύλης ενδοδικτύου (στο εξής: επίμαχη σύμβαση).

3        Το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών της επίμαχης συμβάσεως προέβλεπε ότι με τον ανάδοχο θα συναπτόταν σύμβαση‑πλαίσιο διετούς διάρκειας, της οποίας η ισχύς μπορούσε να παραταθεί για δύο έτη και, στη συνέχεια, για συμπληρωματικό χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών.

4        Η παράγραφος 7 της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού προσδιόριζε τα τέσσερα στάδια της διαδικασίας συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως. Τα στάδια αυτά ήταν: πρώτον, η δημόσια αποσφράγιση των προσφορών και η εξακρίβωση ότι κατατέθηκαν σε σφραγισμένο φάκελο πριν από τη λήξη της προθεσμίας, δεύτερον, η αξιολόγηση των προσφορών λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων αποκλεισμού, επιλογής και αναθέσεως, τρίτον, εάν απαιτείτο, παροχή διευκρινίσεων ως προς τις προσφορές και, τέταρτον, η ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως.

5        Τα σημεία 7 και 8 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών εξειδίκευαν ορισμένους όρους σχετικά με το περιεχόμενο και την παρουσίαση των προσφορών:

«7.      […] Η τεχνική προσφορά

Όσον αφορά την τεχνική προσφορά, οι τεχνικές προδιαγραφές/πίνακας συμμόρφωσης [που περιλαμβάνεται στο παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών] πρέπει να συμπληρωθούν με τις απαιτούμενες περιγραφές και/ή τα σχόλια του προσφέροντος. Αυτές πρέπει να περιληφθούν στο μέρος 2 της προσφοράς. Μπορεί να επισυναφθεί κάθε σχετική συμπληρωματική τεκμηρίωση, όπως πρόσθετες προδιαγραφές, σχέδια, designs, σχεδιάσματα κ.λπ.

[…]

8.      […] Η οικονομική προσφορά

Οι προσφέροντες πρέπει να υποβάλουν λεπτομερή οικονομική προσφορά. Οι τιμές πρέπει να παρατίθενται […] συμπληρώνοντας το έντυπο τιμών […]».

6        Το παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών ήταν έντυπο με μορφή πίνακα τον οποίο οι προσφέροντες όφειλαν να συμπληρώσουν. Το παράρτημα αυτό απαριθμούσε όλες τις τεχνικές απαιτήσεις που έπρεπε να πληρούν οι προσφορές και τις λειτουργικές δυνατότητες που έπρεπε να διασφαλίζουν. Για τη συμπλήρωση του παραρτήματος αυτού, οι προσφέροντες όφειλαν να αξιολογήσουν κατά πόσον η προσφορά τους πληρούσε κάθε μία από τις ως άνω τεχνικές απαιτήσεις και λειτουργικές δυνατότητες και, βάσει πίνακα αξιολογήσεως, να βαθμολογήσουν οι ίδιοι την προσφορά τους με 0 έως 4 βαθμούς, ανάλογα με το κατά πόσον αυτή πληρούσε τις απαιτήσεις και τις αντίστοιχες λειτουργικές δυνατότητες.

7        Το σημείο 5 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προέβλεπε ότι κατά το στάδιο της αξιολογήσεως των προσφορών έπρεπε να γίνει επίδειξη της προσφοράς προς την Ευρωπόλ κατά τον εξής τρόπο:

«5.      Επίδειξη

Όλες οι γραπτές προσφορές θα αξιολογηθούν βάσει των τεχνικών απαιτήσεων. Οι προσφορές που δεν θα πληρούν τις υποχρεωτικές απαιτήσεις θα αποκλειστούν χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο λεπτομερούς αξιολογήσεως. Οι προσφορές που πληρούν τις υποχρεωτικές απαιτήσεις θα αξιολογηθούν από οικονομικής απόψεως. Η Ευρωπόλ μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των προσφερόντων που θα προσκληθούν να συμμετάσχουν στην επίδειξη σε πέντε τουλάχιστον επιχειρήσεις που θα έχουν λάβει τις πιο υψηλές βαθμολογίες κατά την αξιολόγηση της γραπτής τους προσφοράς.

Η επίδειξη θα χρησιμοποιηθεί από την Ευρωπόλ για την επαναξιολόγηση των τεχνικών βαθμολογιών που απονεμήθηκαν κατά την αξιολόγηση των γραπτών προσφορών. Προβλέπεται ότι δεν θα επανεξεταστούν συστηματικά όλες οι πλευρές της τεχνικής προσφοράς κατά την επίδειξη. Στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της επιδείξεως ο προσφέρων αδυνατεί να αποδείξει ότι πληροί ορισμένη τεχνική απαίτηση, είναι δυνατή η αφαίρεση βαθμών από τη βαθμολογία που έλαβε κατά την αξιολόγηση της γραπτής τεχνικής προσφοράς.»

8        Το σημείο 9 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προέβλεπε ότι η ανάθεση του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως θα γινόταν στην πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά.

9        Στις 21 Σεπτεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν προσφορά στο πλαίσιο του επίμαχου διαγωνισμού.

10      Με έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2011, η Ευρωπόλ κάλεσε τις προσφεύγουσες να προβούν σε επίδειξη ορισμένων τεχνικών πτυχών της προσφοράς τους, ιδίως προκειμένου να ελεγχθεί αν αυτή πληρούσε την τεχνική απαίτηση με στοιχεία A.6.5.1, της οποίας γινόταν μνεία στο παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών (στο εξής: απαίτηση A.6.5.1). Το έγγραφο αυτό διευκρίνιζε ότι «σκοπός της επίδειξης [ήταν] να αξιολογηθεί και να εγκριθεί η πρόταση του προσφέροντος όπως περιέχεται στη γραπτή προσφορά, επιδεικνύοντας πώς [το προτεινόμενο προϊόν] πληρ[ούσε] τις απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών». Η επίδειξη αυτή έλαβε χώρα στις 20 Οκτωβρίου 2011 στα γραφεία της Ευρωπόλ.

11      Στις 20 Οκτωβρίου 2011 καταρτίστηκαν πρακτικά της επιδείξεως της προσφοράς των προσφευγουσών, στο παράρτημα των οποίων επαναλαμβανόταν απόσπασμα του πίνακα του παραρτήματος D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών. Στα σημεία του πίνακα που αφορούσαν την απαίτηση A.6.5.1 και την τεχνική απαίτηση με στοιχεία A.6.5.2, της οποίας γινόταν μνεία στο παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών (στο εξής: απαίτηση Α.6.5.2), προστέθηκε το εξής σχόλιο: «μεταξύ της τροποποίησης των δικαιωμάτων πρόσβασης και της επόμενης ενημέρωσης, ο χρήστης [μπορούσε να έχει πρόσβαση] σε μεταδεδομένα και στοιχεία του περιεχομένου στα αποτελέσματα της αναζήτησης».

12      Με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2011, η Ευρωπόλ απέστειλε στις προσφεύγουσες κατάλογο ερωτημάτων για τη διευκρίνιση ορισμένων σημείων της προσφοράς τους.

13      Οι προσφεύγουσες απάντησαν στα ερωτήματα αυτά με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2011.

14      Με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 2011, η Ευρωπόλ ζήτησε από τις προσφεύγουσες να παράσχουν διευκρινίσεις για ορισμένες από τις απαντήσεις που είχαν δώσει με την επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2011.

15      Οι προσφεύγουσες ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό με επιστολή της 9ης Νοεμβρίου 2011.

16      Με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2011 (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς), η Ευρωπόλ πληροφόρησε τις προσφεύγουσες για την απόρριψη της προσφοράς τους, αφενός, επειδή η προσφορά περιείχε ανακριβείς απαντήσεις ως προς το κατά πόσον πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 και, αφετέρου, επειδή η τροποποίηση της προσφοράς με τις επιστολές των προσφευγουσών της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της παροχής διευκρινίσεων, διότι άλλως θα παραβιαζόταν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων.

17      Με την απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς, η Ευρωπόλ υπενθύμισε ότι οι προσφεύγουσες είχαν βαθμολογήσει την προσφορά τους με 4 βαθμούς για τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, πράγμα που σήμαινε ότι οι απαιτήσεις αυτές πληρούνταν με προϊόν έτοιμο προς χρήση, για το οποίο δεν απαιτούνταν καμία προσαρμογή. Προσέθεσε ότι από την επίδειξη της προσφοράς των προσφευγουσών που έλαβε χώρα στις 20 Οκτωβρίου 2011 είχε προκύψει ότι η προσφορά δεν πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, εφόσον η χρήση του προτεινόμενου προϊόντος είχε ως αποτέλεσμα ορισμένο έγγραφο να συνεχίζει να εμφανίζεται στα αποτελέσματα αναζητήσεως μετά από την ανάκληση των δικαιωμάτων προσβάσεως του χρήστη για το έγγραφο αυτό και έως την πραγματοποίηση της επόμενης ενημερώσεως του συστήματος. Η Ευρωπόλ, στη συνέχεια, έκρινε ότι οι προσφεύγουσες, με τις επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011, αφενός, αναγνώρισαν ότι το έτοιμο προς χρήση προϊόν που προσέφεραν δεν καθιστούσε δυνατή την τήρηση των απαιτήσεων A.6.5.1 και A.6.5.2 και, αφετέρου, πρότειναν την προς τον σκοπό αυτό προσαρμογή του. Έκρινε όμως ότι θα ήταν αθέμιτο να επιτρέψει στις προσφεύγουσες να τροποποιήσουν την προσφορά τους όσον αφορά τόσο σημαντικές υποχρεωτικές απαιτήσεις και ότι η τροποποίηση αυτή υπερέβαινε το όριο του επιτρεπτού στο πλαίσιο απαντήσεως σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων. Υπενθυμίζοντας ότι η προσφορά των προσφευγουσών δεν πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, η Ευρωπόλ συμπέρανε ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η προσφορά αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να απορριφθεί.

18      Με επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2011 προς την Ευρωπόλ, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την απόρριψη της προσφοράς τους και της ζήτησαν να επανεξετάσει την απόφασή της.

19      Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2011, η Ευρωπόλ απάντησε στις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες με την επιστολή τους της 24ης Νοεμβρίου 2011 και επιβεβαίωσε την απόφασή της για απόρριψη της προσφοράς τους.

20      Με επιστολή της 16ης Δεκεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες διατύπωσαν νέες παρατηρήσεις απαντώντας στο έγγραφο της Ευρωπόλ της 13ης Δεκεμβρίου 2011.

21      Με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2012, η Ευρωπόλ ενημέρωσε τις προσφεύγουσες για την απόφασή της να αναθέσει το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως σε άλλον προσφέροντα και τους κοινοποίησε τη βαθμολογία που έλαβαν η επιλεγείσα προσφορά και η προσφορά τους από τεχνικής και οικονομικής πλευράς, καθώς και τα σχόλια της επιτροπής που αξιολόγησε τις προσφορές.

22      Με επιστολή της ίδιας ημέρας, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Ευρωπόλ να τους κοινοποιήσει το πρακτικό της επιτροπής που αξιολόγησε τις προσφορές.

23      Με έγγραφο της 27ης Φεβρουαρίου 2012, η Ευρωπόλ κοινοποίησε στις προσφεύγουσες απόσπασμα του ως άνω πρακτικού.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν την προσφυγή στην υπόθεση T‑40/12.

25      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν την προσφυγή‑αγωγή [στο εξής: προσφυγή] στην υπόθεση T‑183/12.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία στις υποθέσεις T‑40/12 και T‑183/12.

27      Με διάταξη του προέδρου του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2014, οι υποθέσεις T‑40/12 και T‑183/12 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

28      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 27 Μαρτίου 2014.

29      Κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως η προφορική διαδικασία περατώθηκε. Με διάταξη της 20ής Ιουνίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε την επανάληψή της προκειμένου να θέσει ένα ερώτημα στους διαδίκους στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους απαντώντας στο ερώτημα που τέθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2014.

30      Το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει, αφού άκουσε τους διαδίκους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την ένωση των υποθέσεων αυτών προς έκδοση της παρούσας αποφάσεως.

31      Στην υπόθεση με αριθμό T‑40/12, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς·

–        να καταδικάσει την Ευρωπόλ στα δικαστικά έξοδα.

32      Στην υπόθεση με αριθμό T‑183/12, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως σε άλλον προσφέροντα·

–        να υποχρεώσει την Ευρωπόλ να αποκαταστήσει τη ζημία λόγω της απώλειας της ευκαιρίας να τους ανατεθεί το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως, την οποία εκτιμούν στο ποσό των 161 887 ευρώ, πλέον τόκων από την ημερομηνία της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως αυτής·

–        να καταδικάσει την Ευρωπόλ στα δικαστικά έξοδα.

33      Στις υποθέσεις T‑40/12 και T‑183/12, η Ευρωπόλ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑40/12

34      Προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑40/12, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται, αντιστοίχως, η αβάσιμη απόρριψη της προσφοράς τους, παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

35      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

36      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς δεν ήταν αιτιολογημένη όσον αφορά, ιδίως, το ότι η προσφορά αυτή δεν πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2.

37      Κατά τη νομολογία, οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από την έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας είναι δημοσίας τάξεως και οι διάδικοι μπορούν να τους επικαλούνται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I‑983, σκέψεις 23 έως 25, και του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren‑Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 210 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός.

38      Επισημαίνεται ότι οι εφαρμοστέοι εν προκειμένω ειδικοί κανόνες για την αιτιολόγηση των αποφάσεων με τις οποίες απορρίπτονται οι προσφορές που υποβάλλουν οι μετέχοντες σε διαδικασία διαγωνισμού περιλαμβάνονται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και στο άρθρο 149, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής).

39      Από τις διατάξεις αυτές, καθώς και από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον, κατ’ αρχάς, ενημερώσει αμέσως τους προσφέροντες που αποκλείστηκαν για την απόρριψη της προσφοράς τους και, εν συνεχεία, γνωστοποιήσει στους προσφέροντες, οι οποίοι υπέβαλαν παραδεκτή προσφορά και το ζητούν ρητώς, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, καθώς και το όνομα του αναδόχου εντός δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή γραπτής αιτήσεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, T‑86/09, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Αυτός ο τρόπος ενέργειας είναι σύμφωνος προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της αρχής που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε, αφενός, να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι την αιτιολογία του ληφθέντος μέτρου για να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, να μπορεί ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Υπενθυμίζεται επίσης ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των παρατιθέμενων λόγων και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 32).

42      Στην υπό κρίση υπόθεση επισημαίνεται ότι με την απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς η Ευρωπόλ εξήγησε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 17 ανωτέρω, για ποιο λόγο είχε προκύψει από την επίδειξη της προσφοράς των προσφευγουσών που έλαβε χώρα στις 20 Οκτωβρίου 2011 ότι η προσφορά αυτή δεν πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2. Εν συνεχεία, η Ευρωπόλ έκρινε ότι οι προσφεύγουσες, με τις επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011, αφενός, αναγνώρισαν ότι το έτοιμο προς χρήση προϊόν που προσέφεραν δεν καθιστούσε δυνατή την τήρηση των απαιτήσεων A.6.5.1 και A.6.5.2 και, αφετέρου, πρότειναν την προς τον σκοπό αυτό προσαρμογή του. Προσέθεσε ότι η τροποποίηση αυτή της προσφοράς υπερέβαινε το όριο του επιτρεπτού στο πλαίσιο απαντήσεως σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων. Η Ευρωπόλ συνήγαγε από τα ανωτέρω το συμπέρασμα ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η προσφορά αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να απορριφθεί.

43      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ευρωπόλ παρέθεσε αιτιολογία στην απόφασή της περί απορρίψεως της προσφοράς των προσφευγουσών από την οποία προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο οι λόγοι απορρίψεως της προσφοράς αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στις προσφεύγουσες να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής και, αφετέρου, στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, σύμφωνα με τις διατάξεις και τη νομολογία που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 38 έως 41 ανωτέρω.

44      Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αβάσιμη απόρριψη της προσφοράς των προσφευγουσών

45      Προς στήριξη του λόγου αυτού, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο αιτιάσεις. Υποστηρίζουν ότι η Ευρωπόλ εσφαλμένως εκτίμησε, αφενός, ότι τροποποίησαν την προσφορά τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως και, αφετέρου, ότι η προσφορά τους δεν ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2.

46      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία η αναθέτουσα αρχή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση αποφάσεως που αφορά ανάθεση δημόσιας συμβάσεως κατόπιν διαγωνισμού και ότι ο δικαστικός έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Η ευρεία αυτή εξουσία εκτιμήσεως αναγνωρίζεται στην αναθέτουσα αρχή για όλη τη διαδικασία του διαγωνισμού, περιλαμβανομένης και της επιλογής και αξιολογήσεως των κριτηρίων επιλογής (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2012, T‑236/09, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 88, και της 24ης Απριλίου 2012, T‑554/08, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Επιπλέον, κατά το άρθρο 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, όλες οι δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό της Ένωσης πρέπει να συνάπτονται τηρουμένων των αρχών της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

48      Πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς η δεύτερη αιτίαση.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται πλάνη στην οποία υπέπεσε η Ευρωπόλ κατά την εξέταση του κατά πόσον η προσφορά των προσφευγουσών πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2

49      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Ευρωπόλ υπέπεσε σε πλάνη, κρίνοντας ότι η προσφορά τους δεν πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2.

50      Η Ευρωπόλ αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτιάσεως αυτής, επειδή κατά την άποψή της προβλήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα απαντήσεως.

51      Δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών εκτός αν οι ισχυρισμοί αυτοί στηρίζονται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, πρέπει να κρίνεται παραδεκτός ο ισχυρισμός ή λόγος με τον οποίο αναπτύσσεται ένας ισχυρισμός ή λόγος που, άμεσα ή έμμεσα, προβλήθηκε προηγουμένως με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και ο οποίος συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό ή λόγο αυτόν. Ανάλογη λύση επιβάλλεται όταν πρόκειται για αιτίαση προβαλλόμενη προς στήριξη ενός λόγου ακυρώσεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 156 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, τα επιχειρήματα που κατ’ ουσίαν συνδέονται στενά με λόγο ο οποίος περιελήφθη στο εισαγωγικό δικόγραφο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέοι ισχυρισμοί ή λόγοι και επιτρέπεται να προβληθούν το πρώτον είτε με το υπόμνημα απαντήσεως είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑394/06, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 48).

52      Επισημαίνεται ότι στο δικόγραφο της προσφυγής η επιχειρηματολογία σχετικά με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ομολογουμένως αφορά κυρίως την πρώτη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται ότι η Ευρωπόλ εσφαλμένως εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες τροποποίησαν την προσφορά τους. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν όμως ότι «υπέβαλαν μία προσφορά, η οποία ήταν ακριβής και σύμφωνη με τα συμβατικά έγγραφα» και ότι η προσφορά τους είχε «εγγυημένη λειτουργία […] ως προς τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2». Προσθέτουν ότι, «ως προς τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, προσέφεραν προϊόν “out of the box [έτοιμο προς χρήση]”», του οποίου η «προσήκουσα λειτουργία […] ήταν εγγυημένη». Από την επιχειρηματολογία αυτή προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσφορά τους πληρούσε εξ αρχής τις προαναφερθείσες απαιτήσεις και ότι, επομένως, δεν τροποποίησαν την προσφορά τους στη συνέχεια.

53      Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες με το υπόμνημα απαντήσεως προς απόδειξη του ότι η Ευρωπόλ εσφαλμένως έκρινε ότι η προσφορά τους δεν πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 συνδέονται στενά, υπό την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, με την πρώτη αιτίαση, που αντλείται από το ότι η Ευρωπόλ εσφαλμένως εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες τροποποίησαν την προσφορά τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως.

54      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση είναι παραδεκτή.

55      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι απέδειξαν κατά την επίδειξη ότι η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση A.6.5.1 και ότι, παρά τα όσα διαπίστωσε η Ευρωπόλ κατά την επίδειξη, η προσφορά τους πληρούσε επίσης και την απαίτηση A.6.5.2.

56      Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπόλ έκρινε με την απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς ότι η προσφορά των προσφευγουσών «δεν πληρο[ύσε] τις υποχρεωτικές απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2», δεδομένου ότι «από την επίδειξη προέκυψε ότι η λειτουργία του έτοιμου προς χρήση προϊόντος δεν πληρούσε τις απαιτήσεις».

57      Επισημαίνεται ότι οι απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 σκοπό είχαν να διασφαλίσουν ότι η λειτουργία αναζητήσεως πληροφοριών θα ήταν ασφαλής. Αντικείμενό τους ήταν να εμποδίζεται η χωρίς εξουσιοδότηση πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες.

58      Η απαίτηση A.6.5.1 ήταν διατυπωμένη ως εξής: «[κ]αμία αναζήτηση ή καμία λειτουργία ανάκτησης δεν πρέπει ποτέ να αποκαλύπτει στον χρήστη οποιαδήποτε πληροφορία (μεταδεδομένα, περιεχόμενο εγγράφου, περιεχόμενο πύλης ενδοδικτύου ή περιεχόμενο αρχείου) όταν οι έλεγχοι ασφαλείας και πρόσβασης δεν επιτρέπουν την πρόσβαση αυτή». Η απαίτηση A.6.5.2. ήταν διατυπωμένη ως εξής: «[ε]άν ένας χρήστης ζητήσει πρόσβαση, πλοηγηθεί ή αναζητήσει οποιοδήποτε αντικείμενο, όπως έγγραφο, αρχείο ή φάκελο, για το οποίο ο χρήστης δεν έχει άδεια πρόσβασης, το σύστημα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρέχει την ακόλουθη απάντηση: να μην παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με το αντικείμενο, ήτοι να μην παρέχει καμία ένδειξη για το εάν το αντικείμενο αυτό υπάρχει ή όχι».

59      Όσον αφορά το κατά πόσον η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση A.6.5.1, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι στο πρακτικό της επιδείξεως δεν αναφέρεται ότι η προσφορά δεν πληρούσε την απαίτηση αυτή.

60      Εντούτοις, από το παράρτημα του εν λόγω πρακτικού, στο οποίο παρατίθεται απόσπασμα του παραρτήματος D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, προκύπτει ότι, κατόπιν της επιδείξεως της προσφοράς των προσφευγουσών, η Ευρωπόλ μείωσε τη βαθμολογία που είχε λάβει η προσφορά τους για τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 στο 0. Στο πεδίο του πίνακα που είναι δίπλα στο πεδίο στο οποίο γίνεται μνεία της τροποποιημένης βαθμολογίας για κάθε μία από τις ως άνω απαιτήσεις, παρατίθεται το εξής σχόλιο, το οποίο οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν: «μεταξύ της τροποποίησης των δικαιωμάτων πρόσβασης και της επόμενης ενημέρωσης, ο χρήστης [μπορούσε να έχει πρόσβαση] σε μεταδεδομένα και στοιχεία του περιεχομένου στα αποτελέσματα της αναζήτησης».

61      Πλην όμως, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της απαιτήσεως A.6.5.1, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, η λειτουργία αναζητήσεως δεν πρέπει να αποκαλύπτει στοιχεία όπως τα μεταδεδομένα ή πληροφορίες σχετικές με το περιεχόμενο εγγράφου σε χρήστη στον οποίο δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τέτοια στοιχεία.

62      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, στο πρακτικό της επιδείξεως αναφέρεται ότι η προσφορά τους δεν πληρούσε την απαίτηση A.6.5.1.

63      Οι προσφεύγουσες προσκόμισαν συναφώς, ως παράρτημα της απαντήσεώς τους στο ερώτημα που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν της επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας, βεβαίωση της εταιρίας [εμπιστευτικό] (1), με ημερομηνία 24 Μαρτίου 2014 προς απόδειξη του ότι το λογισμικό [εμπιστευτικό] στο οποίο βασίζεται η προσφορά των προσφευγουσών πληρούσε την απαίτηση A.6.5.1.

64      Υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας οι διάδικοι μπορούν μεν προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους να προτείνουν αποδεικτικά μέσα και με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, η διάταξη όμως αυτή διευκρινίζει ότι οι διάδικοι αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών τους μέσων. Επιπλέον, κατά τη νομολογία, η πρόταση αποδεικτικών μέσων μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως εξακολουθεί να είναι δυνατή σε περίπτωση κατά την οποία ο προτείνων διάδικος δεν μπορούσε, πριν την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να έχει στη διάθεσή του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ή αν η όψιμη προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του αντιδίκου δικαιολογεί τη συμπλήρωση της δικογραφίας κατά τρόπο ο οποίος να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της αντιμωλίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑51/07, Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2825, σκέψη 57· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C‑243/04 P, Γάκη‑Κακούρη κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 32).

65      Δεδομένου ότι η ως άνω δυνατότητα αποτελεί εξαίρεση από τους κανόνες που διέπουν την κατάθεση των αποδεικτικών μέσων, η υποχρέωση των διαδίκων να αιτιολογούν την καθυστέρηση της προτάσεως των αποδεικτικών τους μέσων συνεπάγεται ότι ο δικαστής έχει την εξουσία να ελέγχει το βάσιμο της αιτιολογίας της καθυστερημένης προτάσεως των αποδεικτικών στοιχείων και, αναλόγως της περιπτώσεως, το περιεχόμενό τους, καθώς και, σε περίπτωση που το αίτημα δεν κρίνεται επαρκώς βάσιμο από νομικής απόψεως, την εξουσία να μην τα λαμβάνει υπόψη. Κατά μείζονα λόγο, αυτό ισχύει όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προτείνονται μετά από την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως (απόφαση Γάκη‑Κακούρη κατά Δικαστηρίου, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 33).

66      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι έλαβαν την επίμαχη βεβαίωση στις 24 Μαρτίου 2014, ήτοι τρεις ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και ότι δεν μπόρεσαν να την προσκομίσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επειδή η έγγραφη διαδικασία είχε περατωθεί.

67      Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες, μολονότι δεν είχαν στη διάθεσή τους τη βεβαίωση αυτή πριν την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, δεν απέδειξαν ούτε καν υποστήριξαν ότι αδυνατούσαν να τη λάβουν πριν την περάτωση της διαδικασίας αυτής, ή ότι η όψιμη προσκόμιση της βεβαιώσεως αυτής υπηρετεί την ανάγκη διασφαλίσεως της αρχής της αντιμωλίας, υπό την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω. Επιπλέον, δεν εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους δεν προσκόμισαν τη βεβαίωση αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 27 Μαρτίου 2014.

68      Κατά συνέπεια, η βεβαίωση που συνήψαν οι προσφεύγουσες στην απάντησή τους στο ερώτημα που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν της επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας προσκομίστηκε οψίμως και είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

69      Σε κάθε περίπτωση, η βεβαίωση αυτή δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, αφενός, από το σημείο 3 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών και από την παράγραφο 7 της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού προκύπτει ότι μόνο η Ευρωπόλ είχε την εξουσία να εκτιμήσει αν οι προσφορές ήταν σύμφωνες με το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών. Αφετέρου, η βεβαίωση αυτή δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση την οποία περιέχει το πρακτικό της επιδείξεως σύμφωνα με την οποία προέκυψε κατά την επίδειξη ότι, σε ορισμένα χρονικά σημεία, ο χρήστης μπορούσε να έχει πρόσβαση σε μεταδεδομένα και σε στοιχεία περιεχομένου στα αποτελέσματα της αναζητήσεως (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω).

70      Εξ αυτού προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Ευρωπόλ έκρινε εσφαλμένως ότι η προσφορά τους δεν πληρούσε την απαίτηση A.6.5.1.

71      Όσον αφορά το κατά πόσον η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση A.6.5.2, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο έλεγχος του κατά πόσον η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση αυτή δεν αποτελούσε αντικείμενο της επιδείξεως, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει μνεία της απαιτήσεως αυτής στο έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2011, με το οποίο η Ευρωπόλ τις κάλεσε να προβούν σε επίδειξη της προσφοράς τους. Κατά τις προσφεύγουσες, η μνεία στο έγγραφο αυτό μόνης της απαιτήσεως A.6.5.1 σήμαινε ότι είχαν υποχρέωση να αποδείξουν ότι η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση A.6.5.1 και όχι την απαίτηση A.6.5.2. Προσθέτουν ότι το απόσπασμα του πρακτικού της επιδείξεως (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω) αφορούσε τη λειτουργία που προέβλεπε η απαίτηση Α.6.5.2, η οποία δεν αποτελούσε αντικείμενο της επιδείξεως. Εντούτοις, απαντώντας σε προφορικές ερωτήσεις της Ευρωπόλ, οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν ότι η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση αυτή.

72      Υπενθυμίζεται ότι από το σημείο 5, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προκύπτει ότι η επίδειξη χρησιμοποιείται για την επαναξιολόγηση των βαθμολογιών που απονεμήθηκαν κατά την αξιολόγηση των γραπτών προσφορών και ότι κατά το από 12 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο της Ευρωπόλ «σκοπός της επίδειξης [ήταν] να αξιολογηθεί και να εγκριθεί η πρόταση του προσφέροντος όπως περιέχεται στη γραπτή προσφορά, επιδεικνύοντας πώς [το προτεινόμενο προϊόν] πληρ[ούσε] τις απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών». Ως προς το σημείο αυτό, διαπιστώνεται ότι το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών δεν περιορίζει το εύρος του ελέγχου στον οποίο μπορεί να προβεί η Ευρωπόλ κατά τη διάρκεια επιδείξεως.

73      Επιπλέον, η Ευρωπόλ ενημέρωσε με το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2011 τις προσφεύγουσες για τις πτυχές της προσφοράς οι οποίες επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο της επιδείξεως μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με την ασφάλεια της λειτουργίας αναζητήσεως.

74      Οι απαιτήσεις Α.6.5.1 και Α.6.5.2 περιλαμβάνονται όμως στις απαιτήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να υποστηρίζουν ότι ο έλεγχος του κατά πόσον η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση Α.6.5.2 δεν είχε καμία σχέση με το αντικείμενο της επιδείξεως, όπως αυτό περιγράφεται στο έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2011, μολονότι, όπως ομολογεί η Ευρωπόλ, δεν γινόταν ρητή μνεία της απαιτήσεως αυτής στο ως άνω έγγραφο.

75      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο έλεγχος του κατά πόσον η προσφορά πληρούσε την απαίτηση Α.6.5.2 δεν αποτελούσε αντικείμενο της επιδείξεως.

76      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι στο πρακτικό της επιδείξεως της προσφοράς των προσφευγουσών περιλαμβάνεται η εξής διαπίστωση, την οποία οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν: «[ε]αν ανακληθούν τα δικαιώματα πρόσβασης [σε έγγραφο], το αποτέλεσμα της αναζήτησης θα εμφανίζεται μέχρι την επόμενη ενημέρωση, αλλά το έγγραφο καθεαυτό δεν θα είναι προσβάσιμο». Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της επιδείξεως, έγγραφο στο οποίο ορισμένος χρήστης δεν είχε πλέον δικαίωμα προσβάσεως εξακολουθούσε να εμφανίζεται στα αποτελέσματα αναζητήσεως πραγματοποιούμενης από τον χρήστη αυτόν. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω χρήστης γνώριζε, λόγω της αναφοράς του εγγράφου στα αποτελέσματα της αναζητήσεως, την ύπαρξη του εγγράφου αυτού.

77      Όπως όμως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της απαιτήσεως Α.6.5.2, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, η λειτουργία αναζητήσεως δεν έπρεπε να παρέχει καμία πληροφορία ακόμα και ως προς την ύπαρξη ορισμένου εγγράφου.

78      Κατά συνέπεια, εσφαλμένως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες ότι η Ευρωπόλ υπέπεσε σε πλάνη επειδή έκρινε ότι η προσφορά τους δεν πληρούσε την απαίτηση Α.6.5.2.

79      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Ευρωπόλ υπέπεσε σε πλάνη επειδή έκρινε ότι η προσφορά τους δεν πληρούσε ούτε την απαίτηση Α.6.5.1 ούτε την απαίτηση Α.6.5.2.

80      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η Ευρωπόλ εσφαλμένως εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες τροποποίησαν την προσφορά τους

81      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι τροποποίησαν την προσφορά τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι με τις επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 ουδόλως τροποποίησαν τα τεχνικά ή τα οικονομικά στοιχεία της προσφοράς τους και ότι απλώς απάντησαν στα ερωτήματα που έθεσε η Ευρωπόλ και διευκρίνισαν ότι η προσφορά τους πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, επισημαίνοντας ιδίως με ποιον τρόπο πληρούνταν η δεύτερη απαίτηση.

82      Η Ευρωπόλ με την απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς έκρινε ότι η προσφορά «δεν πληρ[ούσε] τις υποχρεωτικές απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2», δεδομένου ότι «από την επίδειξη προέκυψε ότι η λειτουργία του έτοιμου προς χρήση προϊόντος δεν πληρούσε τις απαιτήσεις». Προσέθεσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν αναγνωρίσει με τις επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 ότι το έτοιμο προς χρήση προϊόν που προσέφεραν δεν καθιστούσε δυνατή την τήρηση των απαιτήσεων A.6.5.1 και A.6.5.2 και ότι πρότειναν να το τροποποιήσουν προς τον σκοπό αυτόν. Η Ευρωπόλ έκρινε συνεπώς ότι «αν επιτραπεί [στις προσφεύγουσες] η προσθήκη της τροποποιήσεως του προϊόντος η οποία δεν είχε προβλεφθεί στην αρχική προσφορά […] τότε θα παραβιαζόταν η υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως», ότι «θα ήταν αθέμιτο να επιτραπεί [στις προσφεύγουσες] να τροποποιήσουν την προσφορά [τους] σχετικά με υποχρεωτική απαίτηση» και ότι «η τροποποίηση αυτή [υπερέβαινε] το όριο του επιτρεπτού στο πλαίσιο απαντήσεως σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων και [έπρεπε] να απορριφθεί». Συνεπώς, η Ευρωπόλ έκρινε ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη την τροποποίηση της προσφοράς την οποία περιείχαν οι επιστολές της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 και ότι έπρεπε να αξιολογηθεί μόνον η προσφορά των προσφευγουσών όπως αυτή είχε αρχικώς.

83      Εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι απαντήσεις ενός υποψηφίου σε αίτημα της αναθέτουσας αρχής για παροχή διευκρινίσεων συνιστούν διευκρινίσεις επί του περιεχομένου της προσφοράς του ή αν οι απαντήσεις του υπερβαίνουν το πλαίσιο αυτό τροποποιώντας το περιεχόμενο της προσφοράς αυτής υπό το πρίσμα των όρων που περιέχει το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009, T‑195/08, Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4439, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, εάν ορθώς η Ευρωπόλ έκρινε ότι οι επιστολές των προσφευγουσών της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 περιείχαν τροποποίηση της προσφοράς τους και, στο μέτρο που απαιτείται, δεύτερον, αν ορθώς έκρινε ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων της επέβαλε να μη λάβει υπόψη την τροποποίηση της προσφοράς αυτής.

85      Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν οι επιστολές των προσφευγουσών της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 περιείχαν τροποποίηση της προσφοράς τους, από το σημείο 7 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προκύπτει ότι οι προσφέροντες όφειλαν να αξιολογήσουν οι ίδιοι την προσφορά τους συμπληρώνοντας το παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, το οποίο απαριθμούσε όλες τις τεχνικές απαιτήσεις που έπρεπε να πληρούν οι προσφορές και τις λειτουργικές δυνατότητες που έπρεπε να διασφαλίζουν. Οι προσφέροντες όφειλαν να αξιολογήσουν κατά πόσον η προσφορά τους πληρούσε κάθε μία από τις ως άνω τεχνικές απαιτήσεις και λειτουργικές δυνατότητες και, βάσει πίνακα αξιολογήσεως, να βαθμολογήσουν οι ίδιοι την προσφορά τους με 0 έως 4 βαθμούς, ανάλογα με το κατά πόσον αυτή πληρούσε τις απαιτήσεις και τις αντίστοιχες λειτουργικές δυνατότητες.

86      Στο παράρτημα αυτό διευκρινιζόταν ότι «η βαθμολογία αντικατοπτρίζει το μέτρο κατά το οποίο το έτοιμο προς χρήση προϊόν υποστηρίζει την απαιτούμενη λειτουργία». Έτσι, οι 4 βαθμοί αντιστοιχούσαν σε «λειτουργία έτοιμη προς χρήση και καλώς τεκμηριωμένη». Οι 3 βαθμοί σήμαιναν ότι «η λειτουργία μπορεί να προσαρμοστεί [configured] χωρίς κωδικοποίηση». 2 βαθμοί έπρεπε να απονεμηθούν στην περίπτωση που «η λειτουργία απαιτεί ειδική προσαρμογή [customisation] του προϊόντος μέσω ανοικτής διεπαφής προγράμματος εφαρμογής [open API]». Ένας βαθμός σήμαινε ότι «η λειτουργία πρέπει να προστεθεί από τον κατασκευαστή». Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία η προσφορά δεν πληρούσε ορισμένη τεχνική απαίτηση του παραρτήματος D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, επειδή δεν διασφάλιζε την αντίστοιχη λειτουργική δυνατότητα, ο προσφέρων δεν απένεμε βαθμό στην προσφορά του για την απαίτηση αυτή.

87      Το παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών όριζε επίσης ότι η παροχή ορισμένων λειτουργικών δυνατοτήτων έπρεπε να διασφαλίζεται υποχρεωτικώς από τον προσφέροντα. Το παράρτημα αυτό διευκρίνιζε ότι, για να θεωρηθούν διασφαλισμένες, θα πρέπει για κάθε μία από αυτές να έχει απονεμηθεί τουλάχιστον 1 βαθμός με την προσφορά, προκύπτει δε εξ αυτού ότι προσφορά η οποία λαμβάνει 0 βαθμούς για τέτοια απαίτηση πρέπει να απορριφθεί από την αναθέτουσα αρχή. Δεν αμφισβητείται ότι οι απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 περιλαμβάνονταν στις απαιτήσεις αυτές.

88      Δεν αμφισβητείται επίσης ότι, όσον αφορά τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, οι προσφεύγουσες είχαν συμπληρώσει το παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών βαθμολογώντας την προσφορά τους με 4 βαθμούς, δηλώνοντας έτσι ότι το προϊόν που προσέφεραν πληρούσε τις απαιτήσεις αυτές χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε τροποποίηση ή προσαρμογή. Επιπλέον, στο σχετικό πεδίο του παραρτήματος D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών είχαν θέσει το εξής σχόλιο:

«[Οι] λειτουργίες αναζήτησης περιλαμβάνουν τη λειτουργία φιλτραρίσματος των αποτελεσμάτων [UI trimming]. Η λειτουργία αυτή δεν αποκαλύπτει στον τελικό χρήστη συνδέσεις ή πληροφορίες όταν αυτός δεν έχει τα απαραίτητα δικαιώματα πρόσβασης.»

89      Υπενθυμίζεται ότι με το από 12 Οκτωβρίου 2011 έγγραφο της Ευρωπόλ οι προσφεύγουσες κλήθηκαν να προβούν σε επίδειξη της προσφοράς τους, κατά τη διάρκεια της οποίας θα ελέγχονταν διάφορες πτυχές της προσφοράς αυτής. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες κλήθηκαν να παρουσιάσουν, μεταξύ άλλων, τις πτυχές της προσφοράς τους σχετικά με τα ζητήματα ασφάλειας που συνδέονταν με την εκτέλεση ορισμένης αναζητήσεως και ιδίως το κατά πόσον η προσφορά τους πληρούσε την απαίτηση A.6.5.1.

90      Το πρακτικό που καταρτίστηκε μετά την επίδειξη της προσφοράς των προσφευγουσών αναφέρει ότι, ««[ε]αν ανακληθούν τα δικαιώματα πρόσβασης [σε έγγραφο], το αποτέλεσμα της αναζήτησης θα εμφανίζεται μέχρι την επόμενη ενημέρωση, αλλά το έγγραφο καθεαυτό δεν θα είναι προσβάσιμο».

91      Η Ευρωπόλ με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2011 το οποίο έφερε τον τίτλο «Διευκρίνιση προσφοράς μετά από την επίδειξη — European Dynamics», υπενθύμισε στις προσφεύγουσες ότι είχαν δηλώσει ότι η προσφορά τους συμμορφωνόταν πλήρως με τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 και ότι αυτή στηριζόταν στις βασικές λειτουργίες του λογισμικού [εμπιστευτικό]. Έκρινε ότι η χρήση της προσφοράς τους καθιστούσε δυνατό το εξής αποτέλεσμα:

«Ο χρήστης A είχε πρόσβαση στο έγγραφο X κατά την τελευταία ενημέρωση […]·

Τα δικαιώματα προσβάσεως του χρήστη αυτού τροποποιήθηκαν μετά την τελευταία ενημέρωση με την αφαίρεση των δικαιωμάτων πρόσβασης του χρήστη A στο έγγραφο X·

Ο χρήστης A πραγματοποιεί αναζήτηση σε χρονικό σημείο μεταξύ της τροποποίησης των δικαιωμάτων πρόσβασης και της επόμενης ενημέρωσης του συστήματος, προσδιορίζοντας το περιεχόμενο του εγγράφου X·

Στον κατάλογο των αποτελεσμάτων υπάρχει αναφορά σε έγγραφο που πληροί τα κριτήρια αναζήτησης·

Δεδομένου ότι ο χρήστης δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης στο έγγραφο αυτό, εμφανίζεται μήνυμα σφάλματος όταν ο χρήστης πατήσει τον σύνδεσμο του εγγράφου·

Εντούτοις, το γεγονός της υπάρξεως εγγράφου που πληροί τα κριτήρια αναζήτησης έχει γνωστοποιηθεί στον χρήστη με τον κατάλογο των αποτελεσμάτων».

92      Η Ευρωπόλ συμπέρανε τα εξής:

«[Το αποτέλεσμα αυτό] δεν είναι αποδεκτό υπό το πρίσμα των απαιτήσεων [του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών]. Το χρονικό διάστημα μπορεί να μειωθεί με την αύξηση της συχνότητας των ενημερώσεων του συστήματος. Εντούτοις, η απαίτηση είναι να μην αποκαλύπτεται σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε πληροφορία (συμπεριλαμβανομένης της υπάρξεως και μόνο εγγράφου που πληροί τα κριτήρια αναζήτησης).»

93      Κατόπιν του ανωτέρω συμπεράσματος η Ευρωπόλ έθεσε το εξής ερώτημα στις προσφεύγουσες:

«[Μπορούν οι προσφεύγουσες] να διευκρινίσουν αυτό το σημείο και, ιδίως, πώς [το αποτέλεσμα] που περιγράφηκε ανωτέρω μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα βάσει του τυποποιημένου έτοιμου προς χρήση λογισμικού [εμπιστευτικό] και τούτο ανεξάρτητα από τη συχνότητα των ενημερώσεων;»

94      Συνεπώς, η Ευρωπόλ με το έγγραφο αυτό σκόπευε να λάβει από τις προσφεύγουσες εξηγήσεις ως προς τη διάσταση που παρατηρήθηκε μεταξύ, αφενός, των διαλαμβανόμενων στην προσφορά τους, κατά την οποία οι απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 πληρούνταν από έτοιμο προς χρήση προϊόν για το οποίο δεν ήταν αναγκαία προσαρμογή και, αφετέρου, των διαπιστώσεων που έγιναν κατά την επίδειξη, κατά τη διάρκεια της οποίας προέκυψε, κατά την Ευρωπόλ, ότι το προϊόν που προσέφεραν οι προσφεύγουσες δεν πληρούσε τις απαιτήσεις αυτές.

95      Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2011, οι προσφεύγουσες απάντησαν στο ερώτημα της Ευρωπόλ ως εξής:

«[Οι προσφεύγουσες] επιβεβαιώνουν ότι [η περίπτωση στην οποία αναφέρεται η Ευρωπόλ] βασίζεται στην έτοιμη προς χρήση λειτουργία [του λογισμικού] [εμπιστευτικό] η οποία μπορεί ευχερώς να προσαρμοστεί/τροποποιηθεί προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως με τις […] απαιτήσεις [A.6.5.1 και A.6.5.2]. [Οι προσφεύγουσες] θα συμμορφωθούν με την απαίτηση αυτή (να μην αποκαλύπτεται ποτέ η ύπαρξη εγγράφου όποιο και αν είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο ενημερώσεων) με την εισαγωγή τροποποιημένης λειτουργίας αναζήτησης. Πρόκειται για συχνή στην πράξη περίπτωση και πολλοί πελάτες μας έχουν παρόμοιες ανάγκες. Η τροποποίηση της λειτουργίας αναζήτησης που είναι ενσωματωμένη στο λογισμικό από την άποψη του χρήστη (δηλαδή η αλλαγή της σελίδας των αποτελεσμάτων της αναζήτησης) είναι απλό εγχείρημα […] Η λειτουργία αναζήτησης θα φιλτράρει τα αποτελέσματα βάσει των ενεργών δικαιωμάτων των χρηστών εφαρμόζοντας έτσι επιπλέον φίλτρο των αποτελεσμάτων της αναζήτησης. [Οι προσφεύγουσες] έχουν ήδη εκπληρώσει την απαίτηση αυτή για πελάτη τους στην Ελλάδα […]».

96      Από την επιστολή των προσφευγουσών προκύπτει ότι εξέταζαν το ενδεχόμενο προσαρμογής ή τροποποιήσεως του έτοιμου προς χρήση λογισμικού [εμπιστευτικό] προκειμένου να το καταστήσουν σύμφωνο με τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2. Εξέφρασαν επίσης την πρόθεση να περιλάβουν τροποποιημένη λειτουργία αναζητήσεως την οποία περιγράφουν ως σύμφωνη προς τις απαιτήσεις αυτές. Εξ αυτού προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες άφηναν να εννοηθεί ότι στην αρχική τους προσφορά δεν είχαν περιλάβει αυτή την τροποποιημένη λειτουργία αναζητήσεως και ότι η προσφορά τους θα πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 μόνο μετά από την τροποποίηση αυτή.

97      Η Ευρωπόλ με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 2011 το οποίο έφερε τον τίτλο «Δεύτερη διευκρίνιση προσφοράς μετά από την επίδειξη — European Dynamics» επισήμανε στις προσφεύγουσες ότι η απάντησή τους όσον αφορά τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 δεν ήταν σαφής. Αφού τους υπενθύμισε ότι είχαν δηλώσει, συμπληρώνοντας το παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, ότι το έτοιμο προς χρήση προϊόν που πρότειναν με την προσφορά τους πληρούσε τις απαιτήσεις αυτές, τους ζήτησε να απαντήσουν με σαφήνεια στο ερώτημα αν η προσφορά, περιλαμβανομένης και της τιμής της, συμμορφωνόταν πλήρως με τις απαιτήσεις αυτές ή αν μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνη με τις απαιτήσεις αυτές με την προσθήκη τροποποιήσεως η οποία δεν περιλαμβανόταν στην αρχική προσφορά.

98      Με επιστολή της 9ης Νοεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες απάντησαν τα εξής:

«Η European Dynamics θα παραδώσει μια λύση που θα περιέχει τις προταθείσες προσαρμογές εντός του πλαισίου του τεχνικού πεδίου της προσφοράς της […] χωρίς επιπλέον κόστος για την Ευρωπόλ σχετικά με τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2. Οι τροποποιήσεις αυτές έχουν ήδη γίνει σε πολλές εγκαταστάσεις πελατών και ευρίσκονται στο στάδιο της παραγωγής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι συγκεκριμένες λειτουργίες σημειώθηκαν στο παράρτημα D [του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών] ως “λειτουργίες [έτοιμες προς χρήση] και καλώς τεκμηριωμένες”.»

99      Εξ αυτού προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες επανέλαβαν την πρόθεσή τους να επιφέρουν τροποποιήσεις στο προσφερόμενο προϊόν προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, ενώ είχαν δηλώσει στην προσφορά τους, με την απονομή 4 βαθμών για τις απαιτήσεις αυτές, ότι δεν ήταν αναγκαία καμία τροποποίηση του προτεινόμενου με την προσφορά προϊόντος.

100    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες εσφαλμένως υποστηρίζουν ότι με τις επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 απλώς απάντησαν στα ερωτήματα που έθεσε η Ευρωπόλ και διευκρίνισαν ότι η προσφορά τους πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, επισημαίνοντας ιδίως με ποιον τρόπο πληρούνταν η δεύτερη απαίτηση, και η Ευρωπόλ ορθώς έκρινε ότι οι προσφεύγουσες με τις επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 είχαν τροποποιήσει την προσφορά τους προκειμένου να διασφαλίσουν ότι αυτή θα πληροί τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2.

101    Επιπλέον, το προβαλλόμενο από τις προσφεύγουσες στοιχείο ότι το προϊόν που ήταν αντικείμενο της προσφοράς είχε αναπτυχθεί και χρησιμοποιούνταν από τους πελάτες των προσφευγουσών πριν από τη διαδικασία του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως δεν ασκεί επιρροή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αληθεύει, εφόσον δεν αποδεικνύεται ούτε ότι οι απαιτήσεις των πελατών αυτών ήταν όμοιες προς τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 ούτε ότι το προϊόν αυτό πληρούσε τις απαιτήσεις αυτές.

102    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η Ευρωπόλ με το έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2011 εκτίμησε εσφαλμένως, αφενός, ότι είχαν την υποχρέωση να περιλάβουν στο έγγραφο με τίτλο «Service Level Agreement» (συμφωνία διασφαλίσεως του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών) τις τροποποιήσεις που είχαν επιφέρει στο λογισμικό [εμπιστευτικό], προκειμένου το προτεινόμενο με την προσφορά τους προϊόν να πληροί τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, και, αφετέρου, ότι, ελλείψει τέτοιας μνείας, δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί ότι το προτεινόμενο με την προσφορά τους προϊόν ήταν διαφορετικό από το λογισμικό [εμπιστευτικό]. Τα επιχειρήματα αυτά δεν ασκούν επιρροή. Ειδικότερα, η απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς δεν περιέχει καμία μνεία της συμφωνίας διασφαλίσεως του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών την οποία υπέβαλαν οι προσφεύγουσες. Ως εκ τούτου, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού δεν έχει σχέση με τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς. Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν.

103    Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν προσέκρουε στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η συνεκτίμηση εκ μέρους της Ευρωπόλ στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της προσφοράς των προσφευγουσών της τροποποιήσεως της προσφοράς αυτής μετά την επίδειξη, υπενθυμίζεται ότι η αναθέτουσα αρχή οφείλει, σε κάθε στάδιο ενός διαγωνισμού, να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, κατ’ επέκταση, να διασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους τους προσφέροντες (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, T‑160/03, AFCon Management Consultants κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑981, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που οι προσφορές τους αξιολογούνται από την αναθέτουσα αρχή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C‑251/09, Επιτροπή κατά Κύπρου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει ότι, κατά τη διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη συμβάσεων, οι επαφές μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των προσφερόντων γίνονται μόνον υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση. Η διάταξη αυτή ορίζει επιπροσθέτως ότι οι επαφές αυτές δεν μπορούν να οδηγούν στη μεταβολή των όρων της συμβάσεως ή των όρων της αρχικής προσφοράς.

105    Επιπλέον, το άρθρο 148, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ότι, μετά την αποσφράγιση των προσφορών, σε περίπτωση που μια προσφορά προκαλέσει αιτήματα παροχής διευκρινίσεων, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει την πρωτοβουλία μιας επαφής με τον προσφέροντα, χωρίς η επαφή αυτή να μπορεί να οδηγήσει σε τροποποίηση του περιεχομένου της προσφοράς.

106    Στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνεται ότι η παράγραφος 8, στοιχείο b, της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού προέβλεπε ότι, σε περίπτωση που μια προσφορά προκαλούσε αιτήματα παροχής διευκρινίσεων, η Ευρωπόλ μπορούσε να λάβει την πρωτοβουλία επαφής με τον προσφέροντα, χωρίς η επαφή αυτή να μπορεί να οδηγήσει σε τροποποίηση του περιεχομένου της προσφοράς.

107    Δεδομένου ότι η Ευρωπόλ ορθώς έκρινε ότι οι προσφεύγουσες είχαν τροποποιήσει την προσφορά τους με τις επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9 Νοεμβρίου 2011, έκρινε επίσης ορθώς ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, υπό την έννοια των διατάξεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 103 έως 106 ανωτέρω, της επέβαλε να μην τις λάβει υπόψη κατά την αξιολόγηση της προσφοράς αυτής.

108    Ως εκ τούτου, εσφαλμένως οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Ευρωπόλ ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

109    Τέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ουδόλως τροποποίησαν την οικονομική τους προσφορά πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Κατά την Ευρωπόλ, το γεγονός ότι η τροποποίηση της προσφοράς των προσφευγουσών την οποία περιέχουν οι επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011 έγινε χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση ως προς την τιμή, ήτοι χωρίς το κόστος της τροποποιήσεως αυτής να αντανακλάται στο συνολικό ύψος της τιμής της προσφοράς, αποτελεί τροποποίηση της οικονομικής προσφοράς τους. Ειδικότερα, κατά την Ευρωπόλ, η ειδική προσαρμογή προϊόντος απαιτεί απαραιτήτως δαπάνες αναπτύξεως, οπότε το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες παρέχουν τέτοια πρόσθετη εργασία στην ίδια συνολική τιμή σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η τιμολόγηση των άλλων στοιχείων της οικονομικής προσφοράς έχει τροποποιηθεί για να ληφθεί υπόψη το κόστος της τροποποιήσεως αυτής.

110    Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπόλ ορθώς διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν τροποποιήσει την προσφορά τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως όσον αφορά τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω) και ότι η διαπίστωση αυτή ήταν επαρκής προκειμένου να αρνηθεί τη συνεκτίμηση της τροποποιήσεως αυτής. Το ζήτημα αν η τροποποίηση αυτή επέφερε, με τη σειρά της, τροποποίηση της οικονομικής προσφοράς δεν ασκεί, ως εκ τούτου, επιρροή ως προς τη νομιμότητα της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφοράς.

111    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της διαφάνειας

112    Προς στήριξη του λόγου αυτού ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλεται αντιστοίχως η ασάφεια της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση» και του όρου «προσαρμογή», εσφαλμένη ερμηνεία της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση» και παράβαση της υποχρεώσεως διαχωρισμού του σταδίου της τεχνικής αξιολογήσεως από εκείνο της οικονομικής αξιολογήσεως των προσφορών.

–        Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται η ασάφεια της φράσεως «έτοιμο προς χρήση» και του όρου «προσαρμογή»

113    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η φράση «προϊόν έτοιμο προς χρήση» και ο όρος «προσαρμογή» ορίζονταν κατά τρόπο ασαφή και αόριστο στα «συμβατικά έγγραφα», κατ’ αντίθεση προς την αρχή της διαφάνειας. Ειδικότερα, στα έγγραφα αυτά δεν γίνεται μνεία κανενός αντικειμενικού κριτηρίου το οποίο θα μπορούσε να καθοδηγήσει τους προσφέροντες ως προς την ερμηνεία των όρων αυτών και να καταστήσει δυνατή την ακριβή κατανόηση των προσδοκιών της Ευρωπόλ.

114    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της διαφάνειας, η οποία συνιστά λογική απόρροια της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, έχει ουσιαστικά ως σκοπό τον αποκλεισμό του κινδύνου ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια, με ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στο τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών, ώστε, αφενός, να παρέχουν σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια προσφέροντες τη δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενο των εν λόγω όρων και λεπτομερειών και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να καθιστούν δυνατό τον εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής αποτελεσματικό έλεγχο της συμμορφώσεως των προσφορών των προσφερόντων στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I‑3801, σκέψεις 109 έως 111, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2013, T‑415/10, Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy, σκέψη 71).

115    Στην υπό κρίση υπόθεση, το παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προέβλεπε σύστημα αξιολογήσεως των προσφορών με βαθμολόγησή τους ανάλογα με το κατά πόσον η προσφορά πληρούσε τις εκεί απαριθμούμενες απαιτήσεις. Από τη σκέψη 86 ανωτέρω προκύπτει ότι η απονομή 4 βαθμών σήμαινε ότι την αντίστοιχη απαίτηση πληρούσε λειτουργία του προσφερόμενου προϊόντος «έτοιμη προς χρήση και καλώς τεκμηριωμένη». Η απονομή 1, 2 ή 3 βαθμών σήμαινε την ανάγκη τροποποιήσεως της προσφοράς προκειμένου αυτή να πληροί την αντίστοιχη απαίτηση. Ειδικότερα, η απονομή 2 βαθμών σήμαινε ότι η λειτουργία «απαιτεί ειδική προσαρμογή» του προϊόντος προκειμένου αυτό να ικανοποιεί την αντίστοιχη απαίτηση.

116    Κατά το σημείο 3 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών θα απονεμόταν υψηλότερη βαθμολογία, ιδίως, στις «προσφορές που παρέχουν ευρύτερη κάλυψη των λειτουργικών απαιτήσεων της Ευρωπόλ» και εκείνες «για τις οποίες απαιτείται λιγότερη ειδική προσαρμογή του προσφερόμενου προϊόντος […], ήτοι όπου οι απαιτήσεις της Ευρωπόλ πληρούνται σε μεγαλύτερο βαθμό με λύσεις έτοιμες προς χρήση».

117    Από τα αποσπάσματα του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών και του παραρτήματός του D, τα οποία παρατέθηκαν στις σκέψεις 115 και 116 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Ευρωπόλ ενημέρωσε τους προσφέροντες ότι τα προϊόντα που θα διασφάλιζαν τις λειτουργικές δυνατότητες τις οποίες απαιτούσε το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών χωρίς να είναι αναγκαία η προσαρμογή τους ή τα οποία θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο μικρών προσαρμογών θα αξιολογούνταν ευνοϊκότερα σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία θα ήταν αναγκαίες ευρύτερες προσαρμογές προκειμένου να διασφαλίσουν τις ίδιες λειτουργικές δυνατότητες. Κατά συνέπεια, εξέθεσε ότι ήταν σημαντικό να προσφερθούν προϊόντα τα οποία θα μπορούσαν να συμμορφωθούν χωρίς καθυστέρηση προς τις απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, χωρίς να πρέπει να προσαρμοστούν στα ειδικά χαρακτηριστικά της επίμαχης συμβάσεως.

118    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφέροντες μπορούσαν ευχερώς να κατανοήσουν ότι με τη φράση «προϊόν έτοιμο προς χρήση» προσδιοριζόταν προϊόν ικανό να ανταποκριθεί χωρίς καθυστέρηση στις απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών και ότι ο όρος «προσαρμογή» ορισμένου προϊόντος έπρεπε να γίνει κατανοητός ως προσαρμογή του προϊόντος αυτού στα χαρακτηριστικά και τις συγκεκριμένες ανάγκες της επίμαχης συμβάσεως.

119    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η έννοια της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση» και του όρου «προσαρμογή» προέκυπτε με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία από το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 114 ανωτέρω.

120    Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες κατανόησαν το ακριβές περιεχόμενο των ως άνω φράσεως και όρου, υπό την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 114 ανωτέρω.

121    Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες με το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα απαντήσεως έδωσαν ορισμούς της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση» και του όρου «προσαρμογή» τους οποίους η Ευρωπόλ δεν αμφισβητεί και οι οποίοι συνάδουν με την έννοια των ως άνω φράσεως και όρου, όπως αυτή σαφώς προκύπτει από το τεύχος των τεχνικών προδιαγραφών. Κατά τις προσφεύγουσες, προϊόν «out of the box [έτοιμο προς χρήση]» είναι «ολοκληρωμένο τελικό προϊόν, το οποίο καλύπτει τις απαιτήσεις —μεταξύ άλλων και— [της αναθέτουσας αρχής] κατά τρόπο ισοδύναμο σε σχέση με άλλο τυποποιημένο εμπορικό προϊόν, ανεξαρτήτως εμπορικής ονομασίας, προέλευσης ή κατασκευαστή». Ο δε όρος «customisation [προσαρμογή]» σημαίνει «προσαρμογή για ένα συγκεκριμένο πελάτη και για ένα συγκεκριμένο διαγωνισμό, όπως εν προκειμένω για το συγκεκριμένο διαγωνισμό [για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως]».

122    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Ευρωπόλ ότι, αφενός, δεν της ζήτησαν διευκρινίσεις για το νόημα των ως άνω φράσεως και όρου και ότι, αφετέρου, οι όροι αυτοί είναι κοινής χρήσεως στον κλάδο των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, ο οποίος είναι ο τομέας στον οποίο κυρίως δραστηριοποιούνται.

123    Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–        Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση»

124    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Ευρωπόλ ερμήνευσε εσφαλμένως τη φράση «προϊόν έτοιμο προς χρήση» του σημείου 3 του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, επειδή εκτίμησε ότι μόνο τυποποιημένο εμπορικό προϊόν, ήτοι εν προκειμένω το λογισμικό [εμπιστευτικό], μπορούσε να θεωρηθεί «έτοιμο προς χρήση». Κατά τις προσφεύγουσες, αποτέλεσμα της εσφαλμένης αυτής ερμηνείας ήταν η απόρριψη της προσφοράς τους επειδή το προσφερόμενο προϊόν δεν ήταν τυποποιημένο εμπορικό προϊόν. Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες, η ερμηνεία αυτή της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση» δεν συνάδει με το άρθρο 131, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής, καθόσον επιβάλλει στους προσφέροντες την προσφορά συγκεκριμένου εμπορικού προϊόντος, επί ποινή απορρίψεως της προσφοράς τους.

125    Το άρθρο 131, παράγραφος 6, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ότι, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες από το αντικείμενο της συμβάσεως, οι τεχνικές προδιαγραφές δημόσιας συμβάσεως δεν μπορούν να μνημονεύουν κατασκευή ή προέλευση συγκεκριμένη ή προκύπτουσα από ειδικές μεθόδους, ούτε να παραπέμπουν σε συγκεκριμένο εμπορικό σήμα, ευρεσιτεχνία, τύπο, καταγωγή ή παραγωγή, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την ευνοϊκή αντιμετώπιση ή την απόρριψη ορισμένων προϊόντων ή επιχειρηματιών.

126    Στην υπό κρίση υπόθεση, η απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετικά με τη φύση ή την προέλευση του προϊόντος που οι προσφεύγουσες πρότειναν με την προσφορά τους. Κατά συνέπεια, το στοιχείο ότι το προϊόν αυτό δεν είναι τυποποιημένο εμπορικό προϊόν, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αληθεύει, δεν σχετίζεται με τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς.

127    Ως εκ τούτου, εσφαλμένως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Ευρωπόλ απέρριψε την προσφορά τους, επειδή το προσφερόμενο από αυτές προϊόν δεν ήταν τυποποιημένο εμπορικό προϊόν.

128    Εξ αυτού προκύπτει επίσης ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η Ευρωπόλ δέχθηκε ερμηνεία της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση» συνέπεια της οποίας ήταν, αφενός, ότι έκρινε ότι μόνο τυποποιημένο εμπορικό προϊόν μπορούσε να θεωρηθεί «έτοιμο προς χρήση» και, αφετέρου, ότι επιβλήθηκε στους προσφέροντες να προτείνουν συγκεκριμένο εμπορικό προϊόν με τις προσφορές τους, δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα στην απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν.

129    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–        Επί της τρίτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παραβίαση της υποχρεώσεως διαχωρισμού του σταδίου της τεχνικής αξιολογήσεως από εκείνο της οικονομικής αξιολογήσεως των προσφορών

130    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν επιτρεπόταν στην Ευρωπόλ να λάβει γνώση της οικονομικής τους προσφοράς, δεδομένου ότι είχε απορρίψει την προσφορά στο στάδιο της τεχνικής αξιολογήσεώς της, το οποίο προηγείται του σταδίου της οικονομικής αξιολογήσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβη το σημείο 5, πρώτο εδάφιο, του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, πράγμα που συνιστά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας.

131    Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Ειδικότερα, από το σημείο 5, πρώτο εδάφιο, του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει η επιλογή των προσφερόντων οι οποίοι θα καλούνταν να προβούν σε επίδειξη της προσφοράς τους, η Ευρωπόλ όφειλε κατ’ αρχάς να αξιολογήσει τις γραπτές προσφορές βάσει των τεχνικών απαιτήσεων, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον πληρούσαν τις υποχρεωτικές απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, εν συνεχεία δε, εάν όντως πληρούσαν τις υποχρεωτικές αυτές απαιτήσεις, να αξιολογήσει τις προσφορές από οικονομικής απόψεως.

132    Κατά συνέπεια, προκειμένου να κρίνει αν οι προσφεύγουσες έπρεπε να κληθούν να προβούν σε επίδειξη της προσφοράς τους, η Ευρωπόλ υποχρεούνταν να λάβει γνώση της οικονομικής προσφοράς τους μετά από τη διαπίστωση ότι στην προσφορά αυτή διαλαμβανόταν ότι αυτή πληρούσε τις υποχρεωτικές απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, όπως οι απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2.

133    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η τρίτη αιτίαση και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

134    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Ευρωπόλ, απορρίπτοντας την προσφορά τους, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Κατά τις προσφεύγουσες, αν η Ευρωπόλ εκτιμούσε ότι η βαθμολόγηση εκ μέρους τους της προσφοράς τους με 4 βαθμούς όσον αφορά τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 δεν ήταν δικαιολογημένη, θα έπρεπε να μειώσει τη βαθμολογία αυτή, όπως της επέτρεπε το σημείο 5, δεύτερο εδάφιο, του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών και όχι να βαθμολογήσει με 0 την προσφορά τους και να αποκλείσει έτσι τις προσφεύγουσες από τη διαδικασία του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως.

135    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του πρόσφορου και του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, εξυπακουομένου ότι, στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Η αρχή αυτή επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να ζητεί την παροχή διευκρινίσεων από τον οικείο υποψήφιο αντί να επιλέξει απλώς την απόρριψη της προσφοράς του, όταν επιλαμβάνεται μιας ασαφούς προσφοράς και η αίτηση παροχής διευκρινίσεων ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω προσφοράς μπορεί να κατοχυρώσει την ασφάλεια δικαίου ακριβώς όπως και η άμεση απόρριψη της επίμαχης προσφοράς (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2012, T‑216/09, Astrim και Elyo Italia κατά Επιτροπής, σκέψη 24, και απόφαση Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

136    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η Ευρωπόλ, μολονότι έκρινε, μετά από την επίδειξη, ότι η προσφορά των προσφευγουσών ήταν ασαφής ως προς το κατά πόσον πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, δεν την απέρριψε αμέσως. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 135 ανωτέρω, ζήτησε από τις προσφεύγουσες να διευκρινίσουν ορισμένες πτυχές της προσφοράς τους με έγγραφα της 25ης Οκτωβρίου και της 4ης Νοεμβρίου 2011.

137    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες, συμπληρώνοντας το παράρτημα D του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, βαθμολόγησαν την προσφορά τους με 4 βαθμούς για τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2, το οποίο σήμαινε ότι η προσφορά πληρούσε τις απαιτήσεις αυτές χωρίς να είναι αναγκαία καμία τροποποίηση (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

138    Το σημείο 5, δεύτερο εδάφιο, του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών προέβλεπε ότι, στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της επιδείξεως ο προσφέρων αδυνατούσε να αποδείξει ότι πληροί ορισμένη τεχνική απαίτηση, ήταν δυνατή η αφαίρεση βαθμών από τη βαθμολογία που είχε λάβει κατά την αξιολόγηση της γραπτής τεχνικής προσφοράς.

139    Υπενθυμίζεται ότι κατά την επίδειξη της προσφοράς των προσφευγουσών προέκυψε ότι η προσφορά αυτή δεν πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 και ότι, κατά συνέπεια, η Ευρωπόλ μείωσε σε 0 τη βαθμολογία της προσφοράς των προσφευγουσών για τις απαιτήσεις αυτές.

140    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Ευρωπόλ δεν μπορούσε να μειώσει τη βαθμολογία αυτή στον 1, στους 2 ή στους 3 βαθμούς. Ειδικότερα, καθόσον οι προσφεύγουσες είχαν δηλώσει, με την απονομή 4 βαθμών, ότι η προσφορά τους πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 χωρίς να είναι αναγκαία τροποποίησή της, η μείωση της βαθμολογίας αυτής εκ μέρους της Ευρωπόλ στον 1, στους 2 ή στους 3 βαθμούς θα σήμαινε όχι μόνο ότι είχε λάβει υπόψη την τροποποίηση της προσφοράς των προσφευγουσών την οποία περιείχαν οι επιστολές τους της 28ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2011, αλλά επίσης ότι είχε αξιολογήσει την τροποποιημένη κατόπιν των επιστολών αυτών προσφορά και όχι την αρχική προσφορά, μολονότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 107 ανωτέρω, αυτό προσέκρουε στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων.

141    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Ευρωπόλ, μειώνοντας στο 0 τη βαθμολογία της προσφοράς των προσφευγουσών για τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2 και απορρίπτοντας λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα των απαιτήσεων αυτών την ως άνω προσφορά, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

142    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

143    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν με την προσφυγή στην υπόθεση T‑40/12 δεν είναι βάσιμος, η προσφυγή αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑183/12

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως

144    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν προς στήριξη του αιτήματός τους ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως δύο λόγους ακυρώσεως τους οποίους αντλούν, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 92, του άρθρου 97, παράγραφος 1, και του άρθρου 100, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και του άρθρου 130, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής, καθόσον η Ευρωπόλ τροποποίησε παρανόμως τα κριτήρια αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως όσον αφορά την αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς, και, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 89, παράγραφος 1, του άρθρου 92, του άρθρου 97, παράγραφος 1, και του άρθρου 100, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και του άρθρου 130, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής, καθόσον η Ευρωπόλ τροποποίησε παρανόμως τα κριτήρια αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως όσον αφορά την αξιολόγηση της οικονομικής προσφοράς.

145    Η Ευρωπόλ, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, υποστήριξε ότι, εάν απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφοράς των προσφευγουσών, η οποία ασκήθηκε στην υπόθεση Τ-40/12, η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως δεν θα αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, κατά την Ευρωπόλ, ακόμη και αν ακυρωνόταν η απόφαση αυτή, οι προσφεύγουσες θα παρέμεναν αποκλεισμένες από τη διαδικασία του διαγωνισμού για την ανάθεση του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως, επειδή η προσφορά τους δεν πληροί ουσιώδη απαίτηση του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών.

146    Οι προσφεύγουσες, απαντώντας στην ίδια ερώτηση, υποστήριξαν ότι η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως τις αφορά άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της δίκης επί της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑40/12. Τούτο προκύπτει, αφενός, από τις παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε η Ευρωπόλ κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως, ιδίως δε από την παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και από την παράβαση του δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής, και, αφετέρου, από την ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως λόγω αυτών των παρατυπιών. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, δεδομένου ότι η προσφορά τους συγκρίθηκε με τις λοιπές προσφορές, η νομολογία κατά την οποία η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου δημοσίας συμβάσεως δεν αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα στην περίπτωση κατά την οποία η προσφορά του απορρίφθηκε σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, χωρίς να έχει συγκριθεί με τις λοιπές προσφορές, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

147    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά.

148    Ως προς το σημείο αυτό, κατά πάγια νομολογία, το προβλεπόμενο με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κριτήριο, που εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά αποφάσεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης από την προϋπόθεση η απόφαση αυτή να το αφορά άμεσα και ατομικά, συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούν να εξετάζουν ανά πάσα στιγμή, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2006, C‑417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3881, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιανουαρίου 2014, T‑385/11, BP Products North America κατά Συμβουλίου, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

149    Δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση αποδέκτης της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως είναι ο ανάδοχος της συμβάσεως αυτής και όχι οι προσφεύγουσες, πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως αν η απόφαση αυτή τις αφορά άμεσα και ατομικά.

150    Υπενθυμίζεται ότι μία πράξη μπορεί να αφορά άμεσα ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχει άμεσα αποτελέσματα στην έννομη κατάστασή του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψεις 43 και 45, και απόφαση Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

151    Όταν όμως η προσφορά ενός προσφέροντα απορρίπτεται πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, οπότε δεν συγκρίνεται προς τις λοιπές προσφορές, το παραδεκτό της προσφυγής που άσκησε ο εν λόγω προσφέρων κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά του (βλ. απόφαση Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

152    Πράγματι, μόνον αν ακυρωθεί η απόφαση αυτή είναι ενδεχομένως δυνατό η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως να έχει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση του προσφέροντος του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως. Αντιθέτως, στην περίπτωση που απορρίπτεται το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά, η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως δεν μπορεί να επάγεται έννομες συνέπειες για τον προσφέροντα του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που απορρίπτει την προσφορά αποκλείει τον επηρεασμό του εν λόγω προσφέροντος από τη μεταγενέστερη απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλον προσφέροντα (απόφαση Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 56).

153    Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία απορρίφθηκε η προσφορά του προσφέροντος διότι δεν πληρούσε τις βασικές απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών, ο εν λόγω προσφέρων μπορεί να προβάλει βασίμως ότι είχε δικαίωμα να συγκριθεί η προσφορά του με εκείνη των άλλων προσφερόντων, και ότι, ως εκ τούτου, η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλον προσφέροντα έχει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάστασή του, μόνον εάν αποδείξει ότι αβασίμως απορρίφθηκε η προσφορά του για τον ανωτέρω λόγο (απόφαση Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 57).

154    Στην υπό κρίση υπόθεση υπενθυμίζεται ότι η προσφορά των προσφευγουσών απορρίφθηκε πριν από το στάδιο που προηγείται της αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως, ήτοι το στάδιο της συγκρίσεως των προσφορών με σκοπό την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως αυτής.

155    Ως προς το σημείο αυτό, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η προσφορά τους συγκρίθηκε με τις λοιπές προσφορές, οπότε δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 151 ανωτέρω. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένες πτυχές της προσφοράς τους συγκρίθηκαν με τις λοιπές προσφορές, η απόρριψη της προσφοράς τους προκύπτει από τη μη συμμόρφωση της προσφοράς αυτής με τις απαιτήσεις του τεύχους των τεχνικών προδιαγραφών και όχι από τη σύγκριση με τις λοιπές προσφορές.

156    Επιπλέον, όπως προκύπτει από την εξέταση της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑40/12, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι κακώς απορρίφθηκε η προσφορά τους επειδή δεν πληρούσε τις απαιτήσεις αυτές.

157    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες δεν μπορούν επίσης να ευδοκιμήσουν. Ειδικότερα, τα επιχειρήματα, αφενός, ότι η Ευρωπόλ υπέπεσε σε παρατυπίες κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως και, αφετέρου, ότι η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως αυτής πάσχει έλλειψη αιτιολογίας λόγω των παρατυπιών αυτών δεν έχουν σημασία, ακόμη και αν υποτεθούν βάσιμα, επί της εκτιμήσεως του ζητήματος αν η απόφαση αυτή είχε άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών.

158    Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 153 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως είχε άμεσα αποτελέσματα στη νομική τους κατάσταση υπό την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 150 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

159    Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν νομιμοποιούνται να προσφύγουν κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως και το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας

160    Οι προσφεύγουσες ζητούν να υποχρεωθεί η Ευρωπόλ να τους καταβάλει, ως αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω της απώλειας της ευκαιρίας να τους ανατεθεί το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως, το ποσό των 161 887 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 10 % του ποσού της προσφοράς τους για τα δύο έτη της διάρκειας της συμβάσεως‑πλαισίου που προβλέπει η προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού, πλέον τόκων από την ημερομηνία της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως σε άλλον προσφέροντα.

161    Κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, 153/73, Holtz & Willemsen κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 347, σκέψη 7· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 1996, T‑336/94, Efisol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1343, σκέψη 30, και της 11ης Ιουλίου 1997, T‑267/94, Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1239, σκέψη 20). Εάν δεν συντρέχει μία από τις ως άνω προϋποθέσεις, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτεται, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4199, σκέψη 81).

162    Από την σκέψη 157 ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως δεν είχε άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών.

163    Οι προσφεύγουσες, για τους ίδιους λόγους που οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει την απουσία άμεσων αποτελεσμάτων της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως στη νομική τους κατάσταση, δεν μπορούν να προβάλλουν ότι η ζημία την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν προκύπτει άμεσα από την απόφαση αυτή.

164    Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει η προϋπόθεση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως και της ζημίας την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφεύγουσες.

165    Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

166    Κατά συνέπεια, η προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑183/12 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

167    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Ευρωπόλ.


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:


1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T‑40/12 και T‑183/12 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή και την προσφυγή-αγωγή.

3)      Η European Dynamics Luxembourg SA και η Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ).

Van der Woude

Wiszniewska-Białecka

Ulloa Rubio

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 19 Νοεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑40/12

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αβάσιμη απόρριψη της προσφοράς των προσφευγουσών

– Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται πλάνη στην οποία υπέπεσε η Ευρωπόλ κατά την εξέταση του κατά πόσον η προσφορά των προσφευγουσών πληρούσε τις απαιτήσεις A.6.5.1 και A.6.5.2

– Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η Ευρωπόλ εσφαλμένως εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες τροποποίησαν την προσφορά τους

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της διαφάνειας

– Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται η ασάφεια της φράσεως «έτοιμο προς χρήση» και του όρου «προσαρμογή»

– Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της φράσεως «προϊόν έτοιμο προς χρήση»

– Επί της τρίτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παραβίαση της υποχρεώσεως διαχωρισμού του σταδίου της τεχνικής αξιολογήσεως από εκείνο της οικονομικής αξιολογήσεως των προσφορών

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑183/12

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως

Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1 – Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.