Language of document : ECLI:EU:T:2011:614

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Πρόγραμμα MEDA I – Ειδική χρηματοδοτική σύμβαση – Εντολή δοθείσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την είσπραξη απαιτήσεων που οφείλονται από τρίτον στο Βασίλειο του Μαρόκου – Χρεωστικό σημείωμα – Επιστολή υπομνήσεως – Πράξεις αναπόσπαστες από τη σύμβαση – Πράξη που δεν είναι δεκτική προσφυγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑335/09,

Groupement Adriano, Jaime Ribeiro, Conduril  Construção, ACE, με έδρα το Porto (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενος από τους A. Pinto Cardoso και L. Fuzeta da Ponte, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις A.-M. Rouchaud-Joët και S. Delaude, επικουρούμενες από τον R. Faria da Cunha, δικηγόρο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως, αφενός, του χρεωστικού σημειώματος αριθ. 3230905272 που εξέδωσε η Επιτροπή στις 12 Ιουνίου 2009 και, αφετέρου, της επιστολής της 3ης Αυγούστου 2009 με την οποία η Επιτροπή διέταξε την πληρωμή του αιτουμένου μέσω του χρεωστικού σημειώματος ποσού καθώς και των συναφών τόκων υπερημερίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 22 Σεπτεμβρίου 2000, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και το Βασίλειο του Μαρόκου συνήψαν ειδική χρηματοδοτική σύμβαση (στο εξής: ειδική χρηματοδοτική σύμβαση), στο πλαίσιο του προγράμματος MEDA Ι. Το πρόγραμμα αυτό βασίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1488/96 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τα χρηματοδοτικά και τεχνικά συνοδευτικά μέτρα (Meda) για τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών στα πλαίσια της ευρω-μεσογειακής εταιρικής σχέσης (EE L 189, σ. 1). Η ειδική χρηματοδοτική σύμβαση έχει ως αντικείμενο τη χρηματοδότηση εκ μέρους της Κοινότητας του τμήματος του μεσογειακού παρακαμπτηρίου δρόμου –οδική υποδομή– που συνδέει το El Jebha και το Ajdir, στο Μαρόκο. Προβλέπει τις λεπτομέρειες εφαρμογής και χρηματοδοτήσεως του προγράμματος κατασκευής αυτού του τμήματος δρόμου.

2        Στις 21 Μαΐου 2004, το Βασίλειο του Μαρόκου και ο προσφεύγων, Groupement Adriano, Jaime Ribeiro, Conduril – Construção, ACE, συνήψαν τη σύμβαση AH 04/2004 (στο εξής: σύμβαση), στο πλαίσιο του προγράμματος σχετικά με το τμήμα του μεσογειακού παρακαμπτηρίου δρόμου, που χρηματοδοτείται από την Κοινότητα. Η σύμβαση αφορά ειδικότερα την κατασκευή του οδικού τμήματος μεταξύ του Beni Boufra (Μαρόκο) και του Ajdir.

3        Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, των ειδικών όρων της συμβάσεως, το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο είναι το μαροκινό δίκαιο.

4        Με επιστολή της 31ης Ιουλίου 2006, το Βασίλειο του Μαρόκου διαπίστωσε σημαντικές καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων που έπρεπε να πραγματοποιηθούν κατ’ εφαρμογήν της συμβάσεως και υποχρέωσε τον προσφεύγοντα να επανορθώσει την κατάσταση αυτή.

5        Με επιστολή της 16ης Νοεμβρίου 2006, το Βασίλειο του Μαρόκου ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα ότι του δόθηκε παράταση όσον αφορά την προθεσμία εκτελέσεως των έργων.

6        Με επιστολή της 12ης Αυγούστου 2008, το Βασίλειο του Μαρόκου ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η σύμβαση είχε ακυρωθεί από την 1η Αυγούστου 2008, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61 του τμήματος 2 της συμβάσεως με τίτλο «Γενικοί όροι» (στο εξής: γενικοί όροι της συμβάσεως) και του άρθρου 61 του τμήματος 3 της συμβάσεως με τίτλο «Ειδικοί όροι» (στο εξής: ειδικοί όροι της συμβάσεως).

7        Στις 28 Οκτωβρίου 2008, το Βασίλειο του Μαρόκου κατήρτισε τον υπ’ αριθ. 41 προσωρινό λογαριασμό των πραγματοποιηθέντων έργων και δαπανών (στο εξής: προσωρινός λογαριασμός υπ’ αριθ. 41), από τον οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι χρηματικές ποινές υπερημερίας, ανερχόμενες σε 3 745 444,76 ευρώ, επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 των ειδικών όρων της συμβάσεως. Το εν λόγω έγγραφο διευκρινίζει ότι το συνολικό ύψος των ποσών που ο προσφεύγων πρέπει να καταβάλει στο Βασίλειο του Μαρόκου ανέρχεται σε 3 948 424,99 ευρώ.

8        Με επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή, δηλούσα ότι ενεργεί για λογαριασμό του Βασιλείου του Μαρόκου, γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα την πρόθεσή της να προβεί στην είσπραξη του ποσού των 3 948 424,99 ευρώ, βάσει του υπ’ αριθ. 41 προσωρινού λογαριασμού και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 των ειδικών όρων της συμβάσεως και του άρθρου 43.5 των γενικών όρων της συμβάσεως. Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή επισήμανε στον προσφεύγοντα ότι διέθετε προθεσμία 30 ημερών για να υποβάλει παρατηρήσεις, άλλως θα ελάμβανε χρεωστικό σημείωμα με το οποίο θα του εζητείτο να καταβάλει το ποσό αυτό.

9        Με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2009, ο προσφεύγων γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι αμφισβητεί τον υπ’ αριθ. 41 προσωρινό λογαριασμό και ότι επιθυμεί να προβεί σε φιλικό διακανονισμό των διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

10      Με υπηρεσιακή εντολή της 23ης Απριλίου 2009, το Βασίλειο του Μαρόκου γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι θα πραγματοποιούταν είσπραξη ποσού 3 825 324,11 ευρώ στο πλαίσιο των λογαριασμών των πραγματοποιηθέντων έργων και δαπανών που θα καταρτίζονταν μετά τον υπ’ αριθ. 40 προσωρινό λογαριασμό.

11      Με επιστολή της 12ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή απέστειλε στον προσφεύγοντα το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3230905272 (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα), με το οποίο ζητείται από τον προσφεύγοντα ποσό 3 949 869,02 ευρώ, αντιστοίχως, ποσό 3 745 444,76 ευρώ για χρηματικές ποινές υπερημερίας, και ποσό 204 424,26 ευρώ για το «υπόλοιπο της προκαταβολής που δεν είχε εκκαθαριστεί μέχρι και τον υπ’ αριθ. 40 προσωρινό λογαριασμό, συμπεριλαμβανόμενο».

12      Στις 22 Ιουνίου 2009, με επιστολή απευθυνθείσα στην Επιτροπή, ο προσφεύγων ζήτησε την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος.

13      Με επιστολή της 1ης Ιουλίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι δεν μπορούσε να δώσει θετική συνέχεια στην επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009. Επιπλέον, με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το ποσό που αναφερόταν στην υπηρεσιακή εντολή της 23ης Απριλίου 2009, ήτοι 3 825 324,11 ευρώ, αντιστοιχούσε στο ποσό του «υπολοίπου της προκαταβολής που δεν είχε εκκαθαριστεί μέχρι και τον υπ’ αριθ. 40 προσωρινό λογαριασμό, συμπεριλαμβανόμενο», ήτοι 204 424,26 ευρώ, και σε χρηματικές ποινές υπερημερίας, ήτοι 3 745 444,76 ευρώ, αφαιρουμένου ποσού 124 544,91 ευρώ που εγκρίθηκε με τον υπ’ αριθ. 40 προσωρινό λογαριασμό.

14      Στις 3 Αυγούστου 2009, η Επιτροπή απηύθυνε επιστολή στον προσφεύγοντα (στο εξής: επιστολή υπομνήσεως) διαπιστώνουσα ότι η σχετική με το χρεωστικό σημείωμα πληρωμή δεν είχε πραγματοποιηθεί και ζητώντας του να πραγματοποιήσει την εν λόγω πληρωμή, πλέον των τόκων υπερημερίας, εντός προθεσμίας δέκα πέντε ημερών από της παραλαβής της επιστολής.

15      Με επιστολή της 26ης Μαρτίου 2010, απευθυνομένης στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Μαρόκο, το Βασίλειο του Μαρόκου επιβεβαίωσε ότι είχε δώσει εντολή στην τελευταία να ενεργήσει επ’ ονόματί του και για λογαριασμό του, προκειμένου να ανακτήσει τα οφειλόμενα από τον προσφεύγοντα ποσά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 24 Αυγούστου 2009, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή υπέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

18      Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 12 Φεβρουαρίου 2010.

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα και την επιστολή υπομνήσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και στην περίπτωση που η προσφυγή απορριφθεί ως απαράδεκτη.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

21      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά.

22      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας ώστε να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία επί της ενστάσεως της Επιτροπής.

23      Η Επιτροπή επικαλείται το απαράδεκτο της παρούσας προσφυγής για τον λόγο ότι, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο στο μέτρο που το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε εντός συμβατικού πλαισίου και, αφετέρου, ότι ούτε το χρεωστικό σημείωμα ούτε η επιστολή υπομνήσεως αποτελούν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

24      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, τα κοινοτικά δικαστήρια ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική τους κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2003, T-377/00, T-379/00, T-380/00, T-260/01 και T-272/01, Philip Morris International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1, σκέψη 81).

25      Κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνο τις πράξεις που καλύπτονται από το άρθρο 249 ΕΚ, τις οποίες τα θεσμικά όργανα καλούνται να εκδώσουν υπό τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη προϋποθέσεις (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2004, T‑314/03 και T‑378/03, Musée Grévin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1421, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Αντιθέτως, οι εκδιδόμενες από τα θεσμικά όργανα πράξεις, οι οποίες εντάσσονται σε ένα καθαρά συμβατικό πλαίσιο από το οποίο είναι αναπόσπαστες, δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, στις πράξεις που αφορά το άρθρο 249 ΕΚ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητείται από το κοινοτικό δικαστήριο κατά το γράμμα του άρθρου 230 ΕΚ (διάταξη Musée Grévin κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, σκέψη 64).

27      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, με το χρεωστικό σημείωμα και την επιστολή υπομνήσεως, που έχουν ως αντικείμενο την είσπραξη χρηματικών ποινών υπερημερίας που ο προσφεύγων οφείλει στο Βασίλειο του Μαρόκου λόγω της μη εκτελέσεως της συμβάσεως και του υπολοίπου της μη εκκαθαρισθείσας προκαταβολής, η Επιτροπή, όπως η ίδια επισήμανε, ενήργησε επ’ ονόματι και για λογαριασμό του Βασιλείου του Μαρόκου, εντός του πλαισίου της συμβάσεως.

28      Πράγματι, καταρχάς, από τις επιστολές της 31ης Ιουλίου 2006 και της 12ης Αυγούστου 2008, που το Βασίλειο του Μαρόκου απηύθυνε στον προσφεύγοντα, προκύπτει ότι η μη εκτέλεση της συμβάσεως διαπιστώθηκε από αυτό, από το 2006, γεγονός που το οδήγησε, το 2008, στην ακύρωση της εν λόγω συμβάσεως. Με τον από 28 Οκτωβρίου 2008 προσωρινό λογαριασμό αριθ. 41, το Βασίλειο του Μαρόκου γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι του όφειλε το ποσό που αντιστοιχούσε στις ποινικές ρήτρες λόγω καθυστερήσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 των γενικών όρων και του άρθρου 34 των ειδικών όρων της συμβάσεως. Το άρθρο 34 των γενικών όρων της συμβάσεως προβλέπει ότι οφείλεται στο Βασίλειο του Μαρόκου κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση καθυστερήσεως κατά την εκτέλεση της συμβάσεως και το άρθρο 34 των ειδικών όρων της συμβάσεως προβλέπει τις λεπτομέρειες υπολογισμού της εν λόγω κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως.

29      Κατόπιν, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 2009, με την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι θα του απευθυνόταν χρεωστικό σημείωμα, φαίνεται σαφώς ότι το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα βασίζεται στο άρθρο 34 των ειδικών όρων της συμβάσεως καθώς και στο άρθρο 43.5 των γενικών όρων της συμβάσεως. Το άρθρο 43.5 των γενικών όρων της συμβάσεως προβλέπει την υποχρέωση του ανάδοχου φορέα να επιστρέψει στο Βασίλειο του Μαρόκου τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, σε σχέση με το οφειλόμενο τελικό ποσό. Πρέπει ακόμη να τονιστεί ότι, αφενός, με την επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή δήλωσε ότι ενεργεί για λογαριασμό του Βασιλείου του Μαρόκου και, αφετέρου, με την επιστολή του της 26ης Μαρτίου 2010, που απηύθυνε στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Μαρόκο, το Βασίλειο του Μαρόκου επιβεβαίωσε ότι της είχε δώσει εντολή να ενεργεί επ’ ονόματί του και για λογαριασμό του, για την είσπραξη των ποσών που του όφειλε ο προσφεύγων.

30      Τέλος, από την επιστολή της 1ης Ιουλίου 2009, απευθυνθείσα από την Επιτροπή στον προσφεύγοντα, προκύπτει ότι το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε βάσει του άρθρου 34.1 των γενικών όρων της συμβάσεως. Με την ίδια επιστολή, η Επιτροπή εξηγεί ότι το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε μετά από την υπηρεσιακή εντολή της 23ης Απριλίου 2009, με την οποία το Βασίλειο του Μαρόκου είχε γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα ότι θα πραγματοποιούταν είσπραξη ποσού 3 825 324,11 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσόν των χρηματικών ποινών λόγω καθυστερήσεως και στο υπόλοιπο της μη εκκαθαρισθείσας προκαταβολής.

31      Ως προς τα προεκτεθέντα, το χρεωστικό σημείωμα που εξέδωσε η Επιτροπή πρέπει να θεωρείται ότι εντάσσεται στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων που υφίστανται μεταξύ του προσφεύγοντος και του Βασιλείου του Μαρόκου. Επιπλέον, εφόσον η επιστολή υπομνήσεως έχει ως μόνο σκοπό να διαταχθεί ο προσφεύγων να προβεί στην καταβολή των ποσών που περιλαμβάνονται στο χρεωστικό σημείωμα, η εν λόγω επιστολή επίσης εντάσσεται στο πλαίσιο της συμβάσεως.

32      Πάντως, η πράξη που εξέδωσε θεσμικό όργανο στο πλαίσιο συμβάσεως πρέπει να θεωρείται ότι μπορεί να αποσπασθεί από την εν λόγω σύμβαση αν, αφενός, εκδόθηκε από το θεσμικό αυτό όργανο κατά την άσκηση των ιδίων αρμοδιοτήτων του και, αφετέρου, παράγει αφ’ εαυτής δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα του αποδέκτη της και μπορεί, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από τον αποδέκτη της πράξεως πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 1997, C-395/95 P, Geotronics κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2271, σκέψεις 14 και 15, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2010, T-481/08, Alisei κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑117, σκέψεις 63 και 64).

33      Στο πλαίσιο αυτό, οι «ίδιες αρμοδιότητες θεσμικού οργάνου» πρέπει να νοούνται ως εκείνες, οι οποίες, αντλούμενες από τις συνθήκες ή το παράγωγο δίκαιο, σχετίζονται με τα προνόμιά του δημόσιας εξουσίας και του επιτρέπουν έτσι να δημιουργήσει ή να τροποποιήσει, μονομερώς, δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι τρίτου. Αντιθέτως, η άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων από ένα θεσμικό όργανο, στην περίπτωση που η Ένωση έχει λάβει εντολή να ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό ενός των συμβαλλομένων μερών, δεν συνιστά άσκηση των ιδίων αρμοδιοτήτων του, υπό την έννοια της παρατεθείσας στην προηγουμένη σκέψη νομολογίας.

34      Όμως, εν προκειμένω, όπως τονίστηκε στις σκέψεις 27 έως 31 πιο πάνω, τόσο το χρεωστικό σημείωμα όσο και η επιστολή υπομνήσεως εκδόθηκαν σε εκτέλεση εντολής που το Βασίλειο του Μαρόκου έδωσε στην Ένωση για την είσπραξη των απαιτήσεων που είχε έναντι του προσφεύγοντος δυνάμει των ειδικών και των γενικών όρων της συμβάσεως. Συνεπώς, τα εν λόγω μέσα δεν συνιστούν την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση προνομίων δημοσίου δικαίου των οποίων αυτή είναι δικαιούχος δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

35      Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση της ασκήσεως εκ μέρους της Επιτροπής ιδίων αρμοδιοτήτων δεν συντρέχει.

36      Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το χρεωστικό σημείωμα και η επιστολή υπομνήσεως παράγουν, αφ’ εαυτών, δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

38      Εν προκειμένω, μολονότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε χρησιμοποιήσει σαφή και μη αμφίσημη διατύπωση στη σύνταξη του χρεωστικού σημειώματος. Πράγματι, ορισμένα στοιχεία του σημειώματος και, μεταξύ άλλων, η αναφορά στην ενδεχομένη έκδοση αποφάσεως που αποτελεί εκτελεστήριο τύπο, δυνάμει του άρθρου 256 ΕΚ, μπορούσαν να δημιουργήσουν στον προσφεύγοντα την εντύπωση ότι επρόκειτο για πράξη εκδοθείσα κατά την άσκηση των ιδίων αρμοδιοτήτων της. Ενόψει της περιστάσεως αυτής, θεωρεί ότι προβαίνει σε δίκαιη εκτίμηση των εν προκειμένω περιστάσεων αποφασίζοντας ότι η Επιτροπή θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και εκείνα στα οποία εξετέθη ο προσφεύγων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε ο Groupement Adriano, Jaime Ribeiro, Conduril – Construção, ACE.

Λουξεμβούργο, 21 Οκτωβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

       Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

       I. Pelikánová


* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.